ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ
AΚΟΎΣA
M' αρέσουν οι ήσυχες στιγμές όταν μετά τη ζάλη
με λιμανάκι ήσυχο μοιάζει η μικρή σου αγκάλη-
λιμάνι που το τσάκισε με λύσσα η τρικυμία
και λες δεν τ’ άφησε ζωής ελπίδα πια καμία.
Μαρμαρωμένες οι λευκές βαρκούλες του του μοιάζουν
ακίνητες τ' ακίνητα νερά καθώς χαράζουν.
Και το ραβδάκι που ζωή θα ‘ρχόταν να τους δώσει
έχει κι αυτό στα χέρια σου άτονα μαρμαρώσει.
Τα μάτια έχεις σφαλιστά-σον πράγμα εισ' αφημένη
κάθε ανάσα σου γλυκιά σαν τελευταία βγαίνει
το πείσμα κι η σκληρότητα σ' έχουν εγκαταλείψει
μοιάζεις αχτίδα λευκωπή σε φλόγινη μια Δύση.
Τώρα η λάβρα σου ματιά κανέναν δεν κοιτάζει.
Άλλος κανείς δε χαίρεται το ακριβό σου νάζι.
Τ’ άγρια τώρα τέρατα κοιμούνται εντός σου όλα
κι άφοβα υψώνονται κι ανθούν τ' άνθη τα μυροβόλα.
Μέσα στην τέτοια σου αγκαλιά ‘συχάζει μου το αίμα
που λέω ας ήταν πάντοτε να ζω σ' αυτό το ψέμα:
Εγώ μες στην αγκάλη σου να έρχομαι ικέτης
κι εσλυ ανίσχυρη πολύ κι ακούσα να με σκέπεις.