Τετάρτη 24 Απριλίου 2024

 Η ΓΕΙΤΟΝΟΠΟΥΛΑ

Εγύριζα απ΄την πόλη τη γειτονική
Που πήγα να τηλεφωνήσω στη Μαρία
Ή στη Ελένη ή στην Φρόσω.
Κι οι τρεις κλεισμένα τα τηλέφωνά τους.
Και γύριζα από κει.

Μαύρη η φούστα της στη μαύρη νύχτα μέσα.
Δυο μαύρες σκιες μαζί της-φιλενάδες της.
Μόλις και διακρινόνταν οι σιλουέτες τους
μέσα στην άναστρη νυχτιά, απ’ το λίγο φως
κάποιου παράθυρου πιο πέρα.

Ξάφνω το φως ενός αυτοκινήτου έπεσε πάνω τους.

Κι έλαμψε η νύχτα απ΄ τα χιονάτα πόδια της.
Για τέτοια μια λαμπράδα ως της γης την άκρη πας.
Δυο όρθιες, στέριες, μαλακές, ηδονικές κολώνες
Που το Ναό στηρίζουνε του Κόσμου
Τόσο ηδονικές
που αναρωτιέσαι
αν κάτι περισσότερο υπάρχει που ν΄ αξίζει.
Και μες στο κάτι αυτό τολμάς να βάλεις
Ως και την Πύλη του Ναού.

Τώρα,
Μετά από τ΄ όραμα αυτό,
Μπορεί κανένας άφοβος να ζήσει.
Να ξέρεις-όχι πως υπάρχει, μα ότι κάποτε υπήρξε Αυτό.
Τ΄ άλλα όλα είν΄ αδιάφορα.
Και η ζωή ακόμα η μία κι η πολύτιμη.
Κι ο θάνατος
(μα θάνατος μετά από κάτι Τέτοιο υπάρχει;)

Και όχι τίποτα-ένα παλιοκόριτσο ήτανε-
Μια ασήμαντη γειτονοπούλα.