Τρίτη 23 Απριλίου 2024

 ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ

Βασιλεία

Μια βραδιά όπως καθόμουν
πα’ στου μώλου ένα παγκάκι
με του Γιάννη συζητώντας
το αθώο μυαλουδάκι,

μια ξωθιά μπρος του ’πετάχτη,
του ’πε κάτι στο αυτί,
κι αφανίστηκε. Η νεράϊδα
συ ’σουν Βασιλεία αυτή.

Και του ζήτησες του Γιάννη
ένα ποίημα από μένα.
Μα δε γράφω εγώ-για σένα
γράφει μόνη της η πέννα.

Να σου πω πως είσαι ωραίο
και γλυκούλι κοριτσάκι-
κάτι τόσοι που σου λένε-
θα ‘νιωθα ‘αβολα λιγάκι.

Μα θα πω πως μυαλουδάκι
έχεις ώριμου ανθρώπου,
κάτι που κανείς το βλέπει
άνευ δα μεγάλου κόπου.

Και το μέτρο έχεις για προίκα
και την που αρμόζει τάξη,
για τον κάθε αβρό σου λόγο
για την κάθε μια σου πράξη:

πόσο πρέπει να μιλήσεις,
πότε πρέπει να σιωπάς,
πόσο πρέπει να καθήσεις
μ’ έναν ξένο αν συζητάς...

Σ’ όποιον έχεις για παρέα,
θάρρος πόσο θα επιτρέψεις,
σ’ όποιονε σε πλησιάζει
πότε εσύ θα ξεθαρρέψεις...

(Μα αν κανείς από το μέτρο
που του βάζεις θα ξεφύγει,
μη πολύ τον κατακρίνεις-
δείξε του συμπόνια λίγη.

Ίσως κάποια απ’ τα παιδάκια
που σε πολυτριγυρίζουν
κάτι θέλουνε να πάρουν
από σε,που δεν τ’ αξίζουν.

Κι ίσως , λέω , το παιδάκι
με εκείνο το σκαμπίλι,
έβαλε το χέρι του όπου,
δεν τον άφηνες,τα χείλη...)



Σοβαρή κουβέντα ανοίγεις
η παρέα αν το απαιτεί,
και με τα παιδιά όταν είσαι
πάλι γίνεσαι παιδί.

Κι ας μιλήσω λίγο τώρα
για την ασχολία που θα ‘χεις
όταν πια θα μεγαλώσεις
και για μια δουλειά θα ψάχεις.

Και ζητώ από πριν συγνώμη
γνώμη εγώ αν έχω άλλη
για το τι θα κάνεις όσα
πάνω σου θ’ αξαίνουν κάλλη-

Λέω λοιπόν πως δεν ταιριάζει
να ‘σαι συ ή δικηγορίνα,
ή κομμώτρια (έστω ωραία),
ή αυστηρή αστυνομικίνα.

Αλλ’ αφού σε όποια θέλεις
Καλλιστεία, «μις» πρώτα γίνεις,
να ‘σαι συ μοντέλλο πρέπει-
στα κοινά μη εσύ ξεμείνεις.

Σώμα έτσι καμωμένο
και με αναλογίες τέτιες
σε κοινές μη το  θυσιάσεις
και ανούσιες περιπέτειες.

Αλλά θε μου! Πριν πιπέρι
να μου βάλεις μες στο στόμα
που πιο χρώμα σου αρέσει
δεν το έχω πει ακόμα,

να! καθώς δικά της γράφει,
την τρεχάτη πέννα βιάζω:
Απ’ τα χρώματα,το φούξια
Προτιμάς , και το γαλάζιο!

Τι γλυκό ροζ μωβ αλήθεια
χρωματάκι σου αρέσει!
Φούξια! Μόνο απ’ τ’ όνομά του,
στις ψυχές μας παίρνει θέση!...

Πόσο μάλλον σαν το δούμε...
Τότε αλήθεια μας τρελλαίνει!
Βασιλεία,κι εμέ το φούξια
και με ζει και με πεθαίνει!

(το φαντάζοσουν αλήθεια
πως θα ήταν δυνατόν
μ’ έν’ ανθάκι γούστα ίδια
πως θα είχε το μπετόν;..)



Μα δε « ρίχνω» το γαλάζιο.
Αν το φούξια εξυμνώ-
και με θάλασσες δε θέλω
τσακωμούς,και μ’ ουρανό...

Με το φούξια μαζί βάζω
και το γαλανό λοιπόν,
ώστε από αυτό το ποίημα
να μην είναι αυτό απόν.

Όσο για την παπαρούνα-
το ανθάκι που αγαπάς-
μια μικρή παπαρουνίτσα
είσαι και συ,αν με ρωτάς.

Ίδια όπως εσύ κι εκείνη
κόκκινα έχει μαγουλάκια
κι άλικα αίματος εντός της
κλει και κείνη ρυακάκια.

Να τελειώσω λες το ποίημα
κι ήσυχη να σε αφήσω;
Ναι,καιρός είναι αλήθεια,
Μα αφού πριν σε χαιρετήσω.

Του Περιστεριού αστέρι
και της Κρήτης λεβεντιά,
γεια σου κούκλα Βασιλεία
σαν τη ζάχαρη γλυκειά.

Πέτα,πήδαγε,περπάτα,
παίζε μέσα στο Βιβάρι,
λεύτερη από όποιες έγνιες
και μεγάλων όποια βάρη.

Παίζε συ και άσε μένα
να σου γράψω κι άλλους στίχους,
που σε τόνους ως αρμόζει
για παιδιά ως εσέ ησύχους,

θα σου πω και λίγα ακόμα
που να ξέρεις πάντα πρέπει,
πιο καλά απ’ το πόσα έχεις
χρήματα μέσα στην τσέπη.

(Και στο κάτου κάτου ποίημα
δε θα πάρεις ποτέ άλλο
κρατα αυτό λοιπόν καλή μου
και ας ειν΄λίγο μεγάλο...)

Μα εμπρός! Τραγούδι πιάσε
όσο ακόμα ο κόσμος θάλλει
κι ας ριχτούμε ο καθένας
στης ζωής την όποια ζάλη!

Όσο οι άνθρωποι υπάρχουν
και η γη όσο γυρίζει,
τα τραγούδια δεν τελειώνουν
κι η ομορφιά θα ξεχειλίζει.

Μπρος! Καινούργιες  περιπέτειες!
Μπρος! Καινούργια γνωριμίες!
πριν να ρθούνε του χειμώνα
οι μακριές βραδιές κι οι κρύες.

Μπρος! Η ζήση καρτεράει.
Οι ανοιχτές οι αγκαλιές της
τις χαρές να σου χαρίσουν
καρτερούν τις μαγικές της.

Θα γνωρίσεις νέα παιδάκια
και μεγάλους νέους ανθρώπους!
Φεύγε όλο Βασιλεία
για καινούργιους πάντα τόπους!

Φεύγε όμορφο κορίτσι-
σε προσμένουν καλά μύρια-
κι οι ταμίες του μέλλοντός μας
τσάμπα δίνουν τα εισιτήρια.

Ας τρυγήσουμε τα κάλλη
κάθε Άνοιξης και Θέρους!
κι άλλα θα ΄βρω εγώ κουκλάκια
και ποιητές  άλλους συ γέρους.

Ζήτω ο κόσμος ο μεγάλος!
Μια γωνίτσα ηΕλλάδα!
Ζήτω η ζάλη της ελπίδας
κι η λαμπρή της ζήσης δάδα!

Ζήτω τα όμορφα ταξείδια!
Ο θεός οΈρως ζήτω!
Ζήτω οι έξυπνοι ανθρώποι!
Ζήτω ακόμα κάθε βλήτο!

Όλοι έχουν στη γη επάνω
το δικαίωμα να ζήσουν,
να χαρούνε,να χορέψουν,
κι όλοι τους να ευτυχήσουν.

Κι όπου βρει την ευτυχία
ο καθένας,χαρισμά του
κι ας τη βρήκε ίσως μέσα
στα σκοτάδια του θανάτου,

κι ας τη βρήκε στο μεθύσι,
στα χαρτιά ή στην αγάπη,
στον Ιππόδρομο,στον τζόγο,
ή στης θάλασσας τα πλάτη:



περί ορέξεως ου λόγος.
Κάθε άνθρωπος και λόξα.
άλλα όνειρα,άλλες σκέψεις,
άλλα βέλη,άλλα τόξα.

Από τούτα όλα όμως
να κρατήσεις Βασιλεία
ένα πράγμα: ότι κάθε
ή κορίτσι ,ή κυρία,

και κάθε άνθρωπος μεγάλος,
ή μικρός,ή όποιος να ΄ναι,
είναι κάποιος που όμοιός του,
κανείς άλλος δε θε΄ να ΄ναι-

πλάσμα που για μια μονάχα
φάνηκε φορά στην Πλάση,
και μ΄αυτό ίδιο,κανένα,
και ποτέ δε θα περάσει.

Και αυτό σημαίνει ότι
μόνο συ μπορείς να κρίνεις
τι σε σένανε ταιριάζει,
τι απορρίπτεις,τι εγκρίνεις.

Όπως είναι το δικό σου
το μυαλό,δε θα ΄ρθει άλλο,
κι αν το σύμπαν μας ακόμα
όσο ήθελε ειν΄μεγάλο,

κι όσοι κι αν θα γεννηθούνε
σ΄όποια αστέρια,κι όποιοι ανθρώποι,
κι όσοι κι αν κατοικηθούνε
από ανθρώπους, όποιοι τόποι.

Κι αφού ξέρεις Βασιλεία,
τη μοναδικότητά σου,
έχεις την ευθύνη για όλα
που είναι μοναχά δικά σου:

Το σχολείο,τα βιβλία,
τις παρέες,το φαί σου,
μ΄ένα λόγο για την ίδια
είσαι υπεύθυνη ζωή σου.

Τη ζωή που είναι δικιά σου
κι άλλου κανενός.Τελεία.
Και ας λέει ό,τι θέλει
όποιος κύριος ή κυρία.

Είχαμε...-α!- στα «ζήτω» μείνει...
Ζήτω το λοιπόν τα πάντα.
Το χαρτί,η κιμωλία,
το μολύβι σου,η τσάντα!



Ζήτω πες και συ γλυκειά μου
σ΄όλα γύρω σου κι εντός σου!
Ζήτω! Και ιδές-ο κόσμος
ευθύς έγινε δικός σου.

Ζήτω η φύση η αιώνια,
η καλή ζήτω η φιλία,
ζήτω τα όμορφα τ΄αγόρια
ζήτω-φευ-και τα σχολεία!..

Μα τη φόρα που έχω πάρει
την αφήνω-θα τελειώσω.
Γεια σου πάλι Βασιλεία
που πεντάμορφη είσαι τόσο.

Και σ΄ευχαριστώ που αιτία
έγινες αυτά να γράψω,
που θερμίδες ποιητικές μου
λίγες μ΄έκαναν να κάψω.

 Γεια σου. Και να με θυμάσαι.
μια φορά το χρόνο έστω
του Καρλ Μαρξ.....
.....το μανιφέστο).

Οπου να μαι θα το νιώθω.
Γιατί τότε αναμφιβόλως,
μια πνοούλα καλωσύνης
κι ομορφιάς θα είμαι όλος.