Τρίτη 23 Απριλίου 2024

 ΘΌΔΩΡΟΣ

Θόδωρος
Σφηνάκι από ποτά οχτώ.
(Μαύρη θάλασσα, σταγόνα ολάσπρη}
Καφενείο σχεδόν άδειο από πελάτες
γεμάτο με ζωή, περιπέτεια, υπευθυνότητα.

Κλείσε το στόμα σου ζωή-
τώρα μιλάει ο γιος σου.
(Μαύρη θάλασσα, σταγόνα ολάσπρη).

Η δύσκολη νιότη
oι γέροι οι αναξιοπρεπείς
Οι κυρίες που άλλα λένε άλλα θένε
η κοινωνία που όλο θέλει
και θέλει και θέλει και θέλει.

θύμησες άλυσες στα ολόγερα φτερά.
Κι ο ανάποδος ο δάσκαλος, η πείρα
που εξετάζει πρώτα κι ύστερα διδάσκει.

Στρίβει το τσιγάρο του.
Ο καπνός σαν τον καιρό καίγεται.
Μαζί του θα τελειώσει και n παλιά ζωή.

Χαμηλωμένα φώτα.
Έξω ερημία και βοριάς,
Η εκκλησιά η απέναντι ερημότερη.
Η παγωνιά τρύπες ανοίγει στις καρδιές.
Κυκλώνει η μοναξιά όλο τo κτίριο,
κιόλας πριν την επίθεση παραδομένο.
.
Ντόμπρα καρδιά, ψυχή μεγάλη,
λόγια αντρίκια.
Και μ’ ένα τόνο ούτε πικρόν ούτε θλιμένο,
σαν μια πέτρα
που από σεισμόν έχει κυλήσει
«ο άνθρωπος μόνος», λέει, «γεννιέται,
μόνος ζει και μόνος του πεθαίνει.»

Κερνάει καφε.
Ξαναστρίβει τσιγάρο.
Στις έντεκα φωνάζει την κοπέλα:
Τι χρωστάμε;
Κι αφού σιγουρευτεί πως όλα ειν’ εντάξει
παίρνει κλειδιά, καπνό και το τηλέφωνο
κι απ' την καρέκλα του
(Μαύρη θάλασσα, σταγόνα ολάσπρη)
Τους γύρω χαιρετάει και βγαίνει.
Η μπάρα του γνέφει φιλικά. «Αύριο πάλι».

Καληνύχτα λιονταράκι πληγωμένο
σε μαλώματα με ύαινες και τίγρεις.
Αλλ’ αρκετά με τα παλέματα. Oι τόσες σου οι ουλές
φτάνουν για να σε δείχνουν νικητή.
Πληγές όχι άλλες.
Μια φωνή: ο Θόδωρος ζητάει τo μερίδιό του.
Ζωή κοίταξέ τον.
Δώστου το.
Άσε τους άλλους τώρα-
σειρά τους είναι-
ν' αποδείξουνε πως ξέρουν να παλεύουν.

Ναι Θόδωρε,
τo βραβείο είναι σε σένανε δοσμένο.
Στης υπόληψής σου κρέμαστο τον τοίχο
και προχώρα όχι σε μάχες,
μα σε δρόμους πια
με δίχως πέτρες και λακκούβες και παγίδες.
Η ζωή σου η άλλη σε προσμένει
(Μαύρη θάλασσα, σταγόνα ολάσπρη)
.
Τρίολη 2004