ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ
ΚΟΠΗ ΤΗΣ ΠΙΤΤΑΣ ΣΤΟ ΜΕΣΙΝΟ
Μια πόλη πίσω αφήνοντας θολή
περπάτησα μονάχος και πολύ.
Ανήφορος. Στροφές. Και διακλαδώσεις
(σε ποιαν ν’ αντισταθείς… σε ποια να ενδώσεις…)
Αγκάθια, Ευθύνης Φίλτρο ποτισμένα,
τα πόδια μου έγδερναν τα κουρασμένα.
Στόχου ενός η Ακλόνητη Θωριά
τη σκιά του έριχνε πάνω μου βαριά.
Το σώμα γέρνει. Σπαρταράει. Πονεί.
Μα το ψυχώνει Υπόσχεσης Φωνή:
«Η Πίττα θα κοπεί στο Μεσινό!»
Και πάλι ορθώνομαι… πάλι κινώ…
…Κι άρχισ’ ένας αγέρας κι επνοούσε
που κάποιο Νέο Καλό επρομηνούσε.
Και φύτρωσαν στα πόδια μου φτερά.
Κι ήταν το Νέο που ‘ρθε: η Χαρά.
Κι η Πίττα κόπηκε στο Μεσινό.
Κι ένα κομμάτι γαλανό Ουρανό
τα χέρια τα πριν άδεια μου εκρατούσαν.
Στην πόλη, κάτω, πλήθη θορυβούσαν…
ΕΞΙ ΓΑΤΑΚΙΑ
Έξη γατάκια παιχνιδιάρικα!
Να τα! Μπροστά μου!
Έξη κουκλίστικα μικρά γατάκια
στο λιόλουστο πρωινό!
Χιονάτο τρίχωμα με μαύρες βούλες!
Παίζουν τριγύρω απ’ τη μητέρα τους τόνα με τ’ άλλο!
Ένα ζωγράφο γρήγορα!
Για το Θεό ένα ζωγράφο!
Όχι;
Μια κάμερα έστω;
Μία κάμερα!
Ούτε;..
Ε καλά.
Είδα σήμερα κάτι γατάκια.
α.
Θέλω να φύγω.
Μα σε ποιον να πω αντίο;
Ποιος θα μείνει πίσω μου
Συνεχιστής της δυστυχίας μου;
Ποιος θα συντηρήσει τη φλόγα
ώσπου αυτή να ’ρθει ο καιρός
της αιωνιότητας τη θρυαλλίδα ν’ ανάψει;
Μα λέω
Αν υπήρχε αυτός
Τότε θα ήθελα να φύγω από κοντά του;
Η ΠΙΚΡΗ ΜΟΥ
Θα 'ναι μία στιγμούλα που ο ήλιος θα λάμπει
τα πουλιά μες στους θάμνους θα ψάλλουν γλυκά
θα ζητά η χαρά στην καρδιά μέσα να 'μπει
και η φύση η τρελή θα οργά θριαμβικά.
Στων δεκάξι σου χρόνων το βελούδινο θάμπος
η αγνότη κι η αθωότη θα στήνουν χορό
και χαλί λουλουδένιο θα στρώνει ο κάμπος
του κορμιού σου το πάθος να δεχτεί το ιερό.
Δίχως λόγο κι αιτία, δίχως σκέψη και γνώση
ένας νέος θα σου κλέψει το μύρο τ' αγνό.
Η ζωή βιαστικά ένα πέπλο θ' απλώσει
μη και τ' άδικο δουν οι ουρανοί το τρανό.
Θα 'ναι μία στιγμούλα που καθώς όλοι οι γέροι
ένα τσάϊ θα φτιάχνω να πιω στη γωνιά
κι έτσι δα το κουτάλι θα μου πέσει απ' το χέρι
και σκληρά θα ηχήσει η πικρή μου μονιά.
Ο ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ
Τρεκλίζει
σα να τον ζάλισε η γη στο γύρισμά της.
Ολόκληρος στη μέθη του δοσμένος
στο χώμα πέφτει.
Με δυσκολία σηκώνεται
και περπατεί σαν πάνω του
αυτός τώρα τη γη να κουβαλάει.
Η σελήνη τον δρόμο μάταια
με καλοσύνη του δείχνει. Εκείνος
βλέπει να φέγγουν δίπλα του
ποτήρια κεχριμπαρένια
βάσανα γεμάτα και κρασί.
Ένα ποτήρι αδράχνει
και στο χέρι του το σπάζει
που ματώνει.
Κρασί θαρρεί το αίμα
φέρνει στο στόμα το γυαλί και πίνει.
Θάλασσα τότε γίνεται το στόμα του
και πνίγεται μες στην αρμύρα της η μέθη του όλη.
ΑΠΕΝΟΧΗ
Το σύμπαν είναι ο θεός.
Οι γαλαξίες τα κύτταρα του σώματός του.
Ο ήλιος ο πυρήνας σ’ ένα του άτομο.
Η γη ένα ηλεκτρόνιο του ατόμου αυτού.
Έτυχε τώρα το ηλιακό μας σύστημα
άτομο να ’ναι σ’ ένα από τα κύτταρα
του πεπτικού συστήματος του θεού.
Δε φταίμε 'μείς που είμαστε σκατά.
Ο ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
Τα κλαδιά των δέντρων είναι χέρια.
Τα φύλλα τους τα δάχτυλα τους.
Όταν ο αέρας περνά
στέλνουν χαιρετισμό για Κείνο
που να ριζώσουν τα 'στειλεν εδώ.
Με τα κλειστά τους μάτια To βλέπουν.
Και Το ακούν ν' αγκομαχάει
αυνανιζόμενο
για να γεννήσει
ή
όταν
αναγεννώμενο
σιωπά.
Ευτυχία τα δέντρα δεν νιώθουν έτσι.
Μα κι ούτε δυστυχισμένα είναι. Μόνο
με τον χαιρετισμόν αυτό
το Παρελθόν και το Μέλλον με το Σήμερα
αενάως ταυτίζουν,
ίδια καθώς γη κι ουρανό
ο κορμός τους
με σαφήνεια και αποφασιστικότητα
κάθε στιγμή εξομοιώνει.
ΠΕΡΙΒΟΛΙ
Ατέλεστο ακόμα το περιβόλι
πήρε τους δρόμους και ταξίδεψε.
Tοπία καινούργια και ανθρώπους είδε.
Εκάθησε μαζί τους,
δίπλα τους
παίρνοντας απ' τη φαντασιά τους όσα εκείνοι
ανύποπτοι του πρόσφεραν
καθώς στην άνθηση του το φαντάζονταν.
Στης Άνοιξης το μυστικό κατόπι δώμα εμπήκε,
και το χρονιάτικο το ραντεβού μαζί της έκλεισε
το ακατάλυτο.
Και μ' όλα αυτά ντυμένο,
έτοιμο πια
την ορισμένη θέση του στο χώμα επήρε,
χώρο για την κοπριά
στα πόδια του αφήνοντας ανάμεσα,
και κλίση τέτοια στις,
ιδεατές ακόμα,
των λουλουδιών του ρίζες δίνοντας,
που αυτές,
κάθε σταγόνα δρόσου ή βροχής
με σιγουριά
δική τους να την κάνουν,
σε χρώμα κι άρωμα και ειδή και ταίριασμα με όλα γύρω
απαρεγκλίτως μετουσιώνοντας την.
ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΣΠΙΤΙ
Έμαθε πως εγκρέμισαν το σπίτι το παλιό.
Τάχα τους παίδεψε η αντοχή που είχαν τα θεμέλια του
που τόσες άντεξαν ώρες πικρές
και τόσα πένθη εβάσταξαν
παιδιού,
που ενός νεκρού ζωή εζούσε;
Και τάχα όλο το σπίτι να το χάλασαν
αυτό
που άγγελου φτερό σα να ’ταν
όλον εβάσταζε τον ουρανό
τις νύχτες που η βροχή δεν έλεγε να πέσει,
ή μη εκείνο το μικρό το καμαράκι εγλίτωσε
κι υπάρχει ακόμα;
Μπορεί να μη το χάλασαν.
Ασήμαντο ήτανε πολύ.
Σε κείνο μέσα ο θάνατος τον επισκέφτηκε-
μικρό παιδί ακόμα-κάποιο βράδυ.
Ελάθεψε ο πολυαχθής
και το επήρε γι άρρωστο.
Δεν εκατάλαβε ούτε αυτός
πως ήταν από τότε κιόλας πεθαμένο.
Τάχα υπάρχει ακόμα;
Θα πήγαινε να δει.
ΚΑΘΟΛΟΥ
Ενώ την επερίμενε
αυτή επέρασε
χωρίς καθόλου-
η ζωή-
να τον αγγίσει.
Γιατί όταν τον αέρα τα φτερά της εχτυπούσαν,
εκείνη αν ήταν,
αυτός κρυμμένος ήταν στην παλιά μέσα σπηλιά.
Και όταν του μιλούσε χαρωπή,
θρήνους αυτός μουρμούριζε
για τις χαρές που μες στους κύκλους θρυμματίζονταν
της δίνης
που τα χαρούμενα φτερά της εσηκώναν.
ΤΟ «ΜΟΝΑΧΙΚΟ»
Για χρόνια από μικρός μικρός
το σπίτι εκοίταζεν εκείνο,
το «μοναχικό»
διακοσαριά μέτρα πιο πέρα απ’ το δικό τους.
Κι ήταν για κείνονε αυτό το σπίτι-
«το μοναχικό»-
το σύνορο του κόσμου
για χρόνια
από μικρός μικρός.
Και πόθο είχε πάντοτε να μάθει
η γήινη ποια ήταν-η υλική υπόστασή του
εκείνη που θα ταίριαζε
με των αισθήσεων την ψευτιά και την απάτη.
Και γέρος πια τα έμαθε ολ' αυτά- ποιος το ’χε
πότε χτίστηκε, πότε πουλήθηκε σε ποιον και από ποιον,
ποιος ζούσε μέσα κει και τι απόγινε.
Τα έμαθε.
Και πια έναν εκέρδισε λόγο λιγότερο
να έχει για να ζήσει.
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 1995
ή
ΤΖΕΣΣΥ
Όλα μου τα 'χε ο Θεός δοσμένα
Χριστούγεννα για να χω’ ευτυχισμένα.
Μον' το γυναίκειο έλειπε το χάδι
να κάνει μαγικό αυτό το βράδυ.
Και μες στο σούπερ μάρκετ εστεκόμουν
και μες σε πέλαα θλίψης εχανόμουν
με όλα αγαπητός και μ’ όλα ξένος
σαν ένας δυστυχής ευτυχισμένος.
Μα να! Στου μαγαζιού μέσα τον ντόρο
και το έσχατο αυτό μου εδόθη δώρο:
εκεί, στου μαγαζιού μέσα τη μάχη
η Τζέσσυ μου εχάιδεψε τη ράχη.
Γλυκάστραψε μια λάμψη ένα γύρω
κι όλα τα γλυκοπότισε ένα μύρο-
και μπήκαν φλόγα κι άρωμα εντός μου
και τον ρυθμό αλλάξανε του κόσμου.
Κι ως έρως τις ψυχές, έτσι και μένα
τ’ άγγιγμα μ’ όλα γύρω μ' έκαμε ένα
κι ήταν αιτία η θέρμη του η τόση
Χριστούγεννα που τότε είχα νιώσει.
ΟΙ ΣΟΛΙΣΤ
Εκείνες οι σολίστ- ή όπως τις λένε...
πώς κάνουνε τα μάτια μας και κλαίνε...
Μικρόσωμες, ευκίνητες, μυώδεις
αλλά παρ' όλα ταύτα ονειρώδεις...
Ένα βιολί κρατούν ή παίζουν πιάνο
και παίζοντας γλυκά, μας παίρνουν πάνω
στης μουσικής τον κόσμο τον ωραίο
τον πάντα μαγικό και πάντα νέο.
Του έρωτα η φλόγα δεν τις καίει
αλλά τις στεφανώνουν άλλα κλέη
στην όψη τους θαμπώνει κάτι θείο-
περίεργο-που δεν είναι γυναικείο.
Και μεις με τους σπανίους αμεθύστους
μεθούμε της ωραίας μουσικής τους
και κάνουνε τα μάτια μας και κλαίνε
εκείνες οι σολίστ-ή όπως τις λένε…
ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ
(του Γύζη)
Τι θαμασμό γεμάτα μάτια
που τα παιδιά έχουν ανοίξει!
Τάχατες τι κρυφά παλάτια
το παραμύθι θα τους δείξει;
Θα σκοτωθεί ο δράκος ή όχι;
Και η πριγκίπισσα θα ζήσει;
Α! Σ’ άλλη τέτοια μια κώχη
δεν έχει άνθρωπος πατήσει.
Καλή γιαγιά, τόσες ψυχούλες
που από το στόμα σου κρεμόνται-
τόσες ψυχές που μένουν δούλες
σ’ όσα απ’ τα χείλια σου ακουγόνται,
λυπήσου τες και χάρισέ τους
την ευτυχία που καρτερούνε-
το παραμύθι τέλειωσέ τους
όπως, οι αγνούλες μας, ποθούνε.
Μία ζωή έχουν μπροστά τους
για δυστυχία και για πόνο.
Από τα χείλια της γιαγιάς τους
την ευτυχία ας έχουν μόνο.
Μα όμως όχι! Καμιά λύση
Στην ιστορία σου δε θα δώσεις.
Και το μαγκάλι δε θα σβήσει.
Το γνέσιμο δε θα τελειώσεις.
Όλα αιώνια έτσι θα ’ναι
καθώς ο Γύζης τα ’χει πλάσει.
Λαχταριστά θα σε κοιτάνε
κάθε αγόρι και κοράσι.
Κι ίσως αυτό της Τέχνης να ’ναι
το μυστικό: αυτά που κλείνει
άλλες υπάρξεις να μεθάνε.
Στους ζωντανούς να μην τα δίνει.
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΔΡΟΜΟΣ
-Κύριε δρόμε
πού πηγαίνετε;
«Στην άλλη πόλη»
-Γιατί μας κοροϊδεύετε κύριε δρόμε;
Αφού ολημερίς κι ολονυχτίς είστε ακίνητος.
Εμείς επάνω σας πηγαίνουμε.
«Μ’ αφού εγώ δεν πάω πουθενά
τότε ουτ’ εσείς κάπου πηγαίνετε
κι ας περπατείτε πάνω μου.»
-Έχετε δίκιο κύριε δρόμε μου.
Κανείς μας δεν πηγαίνει πουθενά.
Όλοι μας μένουμε.
Μένουμε.
Μένουμε.
Μένουμε.
ΤΡΟΜΟΣ
Όταν μιλούν οι άνθρωποι τρομάσσει.
Βλήματα γι αυτόν οι λέξεις
και ο λόγος
όπλο εκηβόλο από τα τελειότερα.
Και σκέφτεται:
«Μη τόσο αρχέγονος εγώ έχω μείνει
και η κατοικία μου το άναρθρο είναι;
Και όμως
οι κραυγές προτιμότερες θα ήσαν
να τραβούν ίσια στον αρχαίο ορίζοντα:
ένας ψίθυρος για την αγάπη,
ένας γρυλισμός συγνώμης για τη χαρά,
μια οιμωγή για το αύριο,
αντίς τα στρογγυλεμένα
πληγές γεμάτα λόγια
που την ψυχή πάντοτε βρίσκουν.
Έτσι και ο μέσα μας ουρανός δεν θα μάτωνε
Και το δαχτυλίδι της ευτυχίας μας
θα το φορούσαμε ακόμα
καθώς οι ζέβρες τις γραμμώσεις τους
και την περφάνια τους οι αετοί.»
ΣΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΑΛΛΟ
Όταν με τα χέρια σας, κορίτσια,
αγκάλιαζε το άπειρο
και με του στήθους σας τη θαλπωρή
χλίαινε τον κόσμο,
δεν εφαντάζονταν πως όλα αυτά
τα τόσο καθάρια και λαμπρά
σε κάποιον άλλον γίνονταν.
Ούτε να φανταστεί εδυνόταν
Πως κάποτε οι δρόμοι θα σκοτείδιαζαν
και στα σπίτια μέσα ότι τα κρεβάτια
αρρώστους μόνο
στα σιδερένια μπράτσα τους θα κουβαλούσαν.
Όμως οι φαντασιές δεν του χρειάζονται.
Γιατί και τότε
άλλος κάποιος
των κοριτσιών τα δώρα σπαταλούσε
Μονάξα αφήνοντας σ’ αυτόν και Κρύο.
άτιτλο
Η μέρα αυτή με άγγιξε σαν ήχος μιας αιθέριας μουσικής.
Ότι να δω ποθούσα
μόνο του μπροστά μου ήρθε κι εστάθη.
Με κύκλους που όλο και μεγάλωναν
τ’ αρχαία μυστήρια μου αποκαλύφτηκαν του κόσμου.
Με φως οι αισθήσεις όλες πλημμυρίσανε
κι ανάμεσα στη Γνώση και στο νου
μόνο ένας τοίχος λεπτός τόσο
που στο λογισμό μου συνευρίσκονταν
κι ο κεραυνός κι η σκέψη του θεού κι η νεροστάλα.
Σαν δέντρο μέσα μου εβλάστησεν η μέρα αυτή.
Κι ως η εσπέρα της λιποθυμούσε,
όπως το άνθος την ψυχή
έτσι κι αυτή κοντά της με τραβούσε.
Η ΣΑΥΡΑ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ
(ένα ροντέλο)
Η σαύρα της ερήμου η κακομοίρα
που μέρες νηστική μένει η καημένη,
για να τραφεί μονάχα περιμένει
μέσα στου καύσωνα τη λαύρα πύρρα,
από μιας θύελλας την αμμοπλημμύρα.
Γιατί με όλα τ’ άλλα είναι ξένη
η σαύρα της ερήμου η κακομοίρα
που μέρες νηστική μένει η καημένη.
Κι έτσι αφού της έγραφε η μοίρα,
Μέσα εκεί, απ’ την πείνα ρημαγμένη
το κρύο της μ’ αυτά για να θερμαίνει
βρίσκει νεκρά κορμιά-της ζήσης φύρα-
η σαύρα της ερήμου η κακομοίρα...
ΤΕΛΕΙΩΣ
Ωραία που βγήκε απ' τ' όνειρο
κι έπεσε ίσα μέσα στην αληθινή ζωή του!
Κι ήταν ωραία η αίσθηση της ευτυχίας
κι ήταν η παρουσία της εκεί η απόδειξη
πως ώρες θα του έδινε γαλήνης και χαράς.
Αρκεί τη δύναμη να έβρισκε
και να προλάβαινε
την κάθε πόρτα
που μέσα του οδηγούσε να 'κλεινε
ώστε απέξω η ευτυχία να μείνει
και σαν ωραίο ψάρι εξωτικό
πολύχρωμο
ενυδρείου
να την χαιρότανε,
από την έλλειψή της τελείως έτσι
προφυλαγμένος.
ΓΙΑ ΤΟ ΒΑΣΙΛΗ ΠΟΥ ΜΕ ΒΡΙΖΕΙ
ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΛΟΓΚ ΤΟΥ
Γεια σου Βασίλη
Τα όσα μου σούρνεις ρούφηξα ως το τέλος.
Και ξέρεις τι θα πω: πως τα εγκρίνω.
Πως είν’ για μένα όλ’ αυτά σα μέλι
και όχι-διόλου-σαν πικρό κινίνο.
Λοιπόν Βασίλη απ’ όσα μου ’χεις πει
χειρότερα μού πρέπουνε ακόμα
όμως από ευγένεια δεν τα λες
κι ας έρχονται στο νου σου και στο στόμα.
Πασκίζουμε κι οι δυο μας, στο λαό
να πούμε την που αυτός δε βλέπει αλήθεια:
πως όλα όσα γράφω είναι σαχλά
και ούτε για παιδάκια παραμύθια.
Μα δε φτουράμε μόνοι μας εμείς –
δυο είμαστε καημένε μου Βασίλη
κι είναι χιλιάδες όσοι μ’ αγαπούν
και λεν τραγούδια μου τα δυο τους χείλη.
Και απ’ αυτούς, εδώ ας αναφέρω
αυτούς η μνήμη μου που θα μου πει-
κι αν κάποιους ή και τίποτα ξεχάσω
μισή μισή με κείνο η ντροπή…
Ας πούμε να: εκείνους που ανεβάσαν
δύο θεατρικά μου στη σκηνή
(«Ειρήνη η Αθηναία», «Καραϊσκάκης»)
στη Νέα την Υόρκη την κλεινή.
Και στο νεόκοπο Λος Άντζελές μου,
ακόμα δυο μικρά μονόπρακτά μου
(«“Όνειρο”» και «Βιασμός»), που ότι θ’ ανέβουν
δεν το ’λεγα ούτε καν στα όνειρά μου.
Τον Αρχιεπίσκοπο της Αυστραλίας
-πρότυπο συνετού πατριδολάτρη-
που τον «Αλέξανδρό» μου έχει ανεβάσει
για των Ελλήνων-Αυστραλών την πάρτη.
(και που, πριν, μου ’γραψε να με ρωτήσει
αν είν’ αλήθεια όσα γράφω μέσα
ή λάχανα μονάχα και ντομάτες
για ν’ αποχτήσει μπούγιο η μπουγιαμπέσα).
Αυτούς που πέντε μου ’δωσαν βραβεία
για έργα ισάριθμα ποιητικά μου-
βραβεία χρηματικά κι όχι από κείνα
που ανέξοδα μοιράζουν εδώ χάμου
(κι εδώ μιλάμε φίλε γι Αμερκάνους
που το δολάριο δύσκολα, και βγάζουν,
όμως γι αυτό και που στην τσέπη χέρι
-οι γιάνκηδές μας- δύσκολα και βάζουν!..)
Το UCSB όπου στους φοιτητές του
συσταίνει τον «Ησίοδο» τον δικό μου
(και ειδικά το «Έργα» του «και Ημέρες»,
που είναι και σε μένα αγαπητό μου).
Εκείνους που την «ΠΌΡΝΗ» μου ζητάνε
για «σινεμά» να τηνε διασκευάσουν
…αλλά νομίζω δε θα τους τη δώσω
γιατί μπορεί και να μου την … χαλάσουν…
Το «Ρεύμα» το «Χριστιανικό» που έχει
χρυσοπληρώσει τη μετάφρασή μου
(δε φταίω εγώ-εκείνοι επιμέναν)
στα νέα ελληνικά της «ΓΕΝΕΣΗΣ» μου,
και τη μοιράζει ακριβά δεμένη
στους εν ταις ΗΠΑ έλληνες πιστούς του-
άψογο αλήθεια έργο, με ατσαλένιους
τους δεκαπεντασύλλαβους αρμούς του.
Α! Και κεινούς τους έλληνες τους τσίφτες
που κάποιο που εξέδιδα προ χρόνων
περιοδικό (με εκατό σελίδες,
που όλη η ύλη του έμμετρη ήταν μόνον)-
τα «ΛΟΓΙΑ»- μόνος που έγραφα κι ως μέσα
στον Οίκο το Λευκό του ’φτανε η χάρη
(στον Στεφανόπουλο)-μα κι όπου κόσμου
ελληνικό εμύριζε ποδάρι,
τώρα το παίρνουν, το ξανατυπώνουν
και (καλά κάνουν!) το ξαναπουλάνε
(και φυσικά κι αυτοί που τ’ αγοράζουν
νομίζω θαυμαστές μου πως μετράνε).
Ό,τι χοντρό θυμήθηκα το είπα
κι αφήνω τα μικρά της κάθε μέρας
που την ψυχή χαρά γλυκιά γεμίζουν
καθώς μωρό τα χάδια της μητέρας.
(κι απ’ τα μικρά να! κι έρχονται στο νου μου
τ’ αμέτρητα τα στιχουργήματά μου
που κορνιζαρισμένα φιγουράρουν
σε τοίχους-από USA ως εδώ χάμου.)
Άλλα δε λέω, σεβόμενος το χώρο
που τόσο θέλεις άδειος συ να μένει,
όσο ο δικός μου θέλω κάθε μέρα
να έχει μια κοιλιά σαν γκαστρωμένη.
Λοιπόν Βασίλη γεια σου και χαρά σου,
όλα καλά να έρθουν στη ζωή σου
και σ’ ότι καταπιάνεσαι να έχεις
όση σου αξίζει βράβευση μαζί σου.
ΤΟ ΒΑΣΙΛΗ ΠΟΥ ΜΕ ΒΡΙΖΕΙ
ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΛΟΓΚ ΤΟΥ
Βασίλη κι αν ζωές χιλιάδες ζούσες
πάλι από Ποίηση δε θα νογούσες.
Είσαι μακριά απ’ της Ποίησης τα φώτα.
Στα Σκότη ακόμα νήχεσαι τα Πρώτα.
Κι ουτ’ από κει να βγεις έχεις ελπίδα.
Για σε δεν έχει σωτηρίας σανίδα.
Βαθιά χωμένος στην πεζότητα είσαι
και το αντίθετο ας προσποιείσαι.
Η Ποίηση θέλει Πνεύμα. Θέλει Βάθος.
Να την υπηρετείς θέλει με Πάθος.
Να Της χαρίσεις θέλει την ψυχή σου
και τότε μόνο θα γενεί δική σου.
Μα συ αλλού είσαι φίλε χαρισμένος.
Για όλα της Ποίησης είσ’ ένας ξένος.
Χάμου πατάς εσύ κι εγώ πετάω-
κι ενώ ψελλίζεις συ, εγώ τραγουδάω.
Μ’ αν ως, θαρρώ, δεν ξέρεις, μάθε ότι
κι οι δυο χρειαζόμαστε στην ανθρωπότη:
τη ζήση ο ένας μ’ άνθη να στολίζει
κι ο άλλος με μανία να τον βρίζει.
Είσαι το ερχόμενο. Θρασύ και λάλο,
που χαίρεται στη βία και στο σάλο.
Είμαι ο αποχωρών. Ζωή μου ήταν
σε κάθε αγώνα να κρατώ την ήττα.
Είσαι ο νέος. Ο πρίγκιπας της βιάσης.
Μεριάζω άνθρωπε νέε να περάσεις.
Μα θες δε θες στην άκρη εγώ του δρόμου
θα κάνω το ταξίδι το δικό μου.