Του κρεββατιού το βήτα
Πάντοτε με διορθώνουνε-
οι ανόητοι-
πως το κρεββάτι μ΄ένα βήτα γράφεται.
Δεν είναι βέβαια ποιητές.
Αν ήταν θα ΄ξεραν
πως άδειο είναι το κρεββάτι μ΄ένα βήτα.
όπως με μόνο αυτούς επάνω του.
Το δεύτερο το βήτα είναι η γυναίκα.
Διακριτικότης
Όταν δε βρίσκεις συντροφιά
που πάνω της ως τώρα υπολόγιζες
για να υπάρξεις,
αρκείσαι τότε στα μειδιάματα
του γείτονα στο αποκάτω το διαμέρισμα
και στα καλημερίσματα τα τυπικά
του παντοπώλη και του γαλατά.
Κι αυτοί πια είναι οι συντρόφοι σου
που όλες τις άλλες ώρες
μακριά σου στέκουνε διακριτικά
μόνον αφήνοντάς σε
για να γράψεις.
Μεγάλο
Τα χριστούγεννα δεν αντέχονται
χωρίς αγάπη. Γι αυτό
κάτι άλλο,μεγάλο,ζητάς.
Και στρέφεις τα μάτια σου
στου δωματίου τον τοίχο,
σηκώνεσαι,
τον πλησιαζεις
και με διάπλατα ανοιχτά τα χέρια
τις παλάμες σου επάνω του κολλάς.
Κι αυτό
Το έργο ήταν συγκινητικό,
έστω κι αν
οι ηθοποιοί δεν ήτανε καλοί.
Βλέποντας,
ένα δάκρυ ένιωσε
στα μάτια του να τρέχει.
Κύτταξε μέσα του και ναι!
Ψεύτικο ήτανε κι αυτό-
με τέτιους θεατρίνους
ούτε να κλάψεις δεν μπορείς.
Αναθέσεις
Για να ΄χει το μυαλό της καθαρό
και να μπορεί να μιλάει
ανάθεσε την αγωνία στα χέρια της.
Εκείνα δίπλωναν,συσφίγγονταν,συστρέφονταν,
τρίβονταν το ΄να στ΄άλλο,
τα δάχτυλά τους ανακάτευαν,
πονούσαν.
Και η ομιλία στο φακό μπροστά
τελείωσεν επιτυχώς,
αφού αυτός
διόλου δεν έδειξε τα χέρια της.
Κενές
Όλο χωρίζανε
κι όλο ξαναβρισκόνταν.
«Συγνώμη»,«δεν μπορώ χωρίς εσένα»,
«άλλη καμμιά δεν αγαπώ»,
τέτια.
Ώσπου,στη συζήτηση
εκείνη καποια μέρα είπε
ότι καθένας τους ένα μισό κενό είναι,
που ο άλλος τους,
αφότου βρέθηκαν,
το συμπληρώνει.
Όταν συμφώνησε κι αυτός,
αμέσως και οι δύο πέσαν στο κενό τους.
Εκείνο,που αυτό περίμενε,
τους άρπαξε,
και δυο υπάρξεις άλλες έφτιαξε
ολότελα κενές
να ξαναρχίσει ο κόσμος.
Η τάξη
Θέλω την ηρεμία μιας γυναίκας
παραιτημένης,
πλάϊ μου,
τη μέρα όπου θα πεθάνω.
Να με ρωτάει ευγενικά
αν θέλω τσάϊ ή γιατρικό κανένα
και αθόρυβα να κάνει ό,τι ζητάω.
Να ΄ναι η σταθερότητα μες στη ροή,
κι η απάντηση σε όλα τα ρωτήματα.
Κι η σιγουριά να είναι.
Κι όταν θα πάρω το πιστόλι
και το σκουμπήσω στο μηνίγγι μου,
με απαλές αυτή κινήσεις
την κάννη του να οριζοντιώσει
«εκεί!» ικανοποιημένη ψιθυρίζοντας,
για την ορθότητα
που η τάξη γύρω μας
μέχρι το τέλος μου θα τηρηθεί.
ΝΑ ’ΧΕ ΓΥΡΙΣΕΙ
Ισορροπώ πάνω σε τεντωμένο σχοινί
ανάμεσα Τρίπολης και Σπάρτης.
Μία σκέψις ανάρμοστος
μία κίνησις απερίσκεπτος
και
η πτώσις.
Να ΄χε γυρίσει κάνε η γη στο μεταξύ
τόσο-
απ΄την αρχή της πτώσης μου ως το τέλος της-
ώστε στην Αμερική να πέσω...
να γίνω λυώμα πάνω σε δρόμο καθαρόν
τουλάχιστον
Ποιανού πατέρα;
Πόλεμος!
Όλα νεκρά και γκρεμισμένα..
Σπίτια,δέντρα,όνειρα-
ό,τι μάς κρατούσε.
Όλεθρος.
Ένας τον άλλονε στο πλήθος χάνει,
στρατός ποδοπατάει νοικοκυριά,
το φως όλο πιο δύσκολα βρίσκει το δρόμο.
Σου μοιάσαμε.
Και συ έτσι δεν κάνεις με τα σύμπαντα;
Έτσι και συ δεν τα χαλάς;
Εικόνα σου κι ομοίωσή σου.
Κι όπως εσύ νέο ένα σύμπαν φτιάχνεις,
έτσι κι εμείς ξανά δουλεύουμε και χτίζουμε
και φτιάχνουμε πολιτισμό και κοινωνίες
και ξαναϋπάρχουμε πάνω στη γη.
Ώσπου ένας νέος πόλεμος να ΄ρθεί
πάλι ένα σύμπαν να χαλάσει
Χαλασμός και ξαναρχίνισμα ολοένα
και μεις και συ αδέρφι μας θεέ.
«Αδέρφι μας θεέ...»-
όμως,
παιδιά,
ποιανού πατέρα;
Τα μυστικά
Τα μυστικά μου-
όλα όσα έκρυβα-
μαζί μου θα τα πάρω.
Συσκευασμένα σαν λέξεις τα περσότερα,
σα φλόγα το μεγάλο μυστικό μου,
μαζί μου θα τα πάρω.
Αδιαπέραστα από ακτίνες που κρυφοβλέπουνε-
όποιου ματιού ή μηχανής ακτίνες.
Μαζί μου θα τα πάρω-μακριά .
Και όπως σπόρους ακριβούς θα τα φυλάξω
και όπως λούλουδα που πάντα ανθούν.
Κι όταν σε χώμα νέο φτάσω,
όποτε,
θα τα φυτέψω να φυτρώσουν,
να τρανέψουνε,
και με τη ζωή τους την τρανή,
σε όλους τώρα φανερή,
να ζήσω..
Τα μυστικά μου όλα
μαζί μου θα τα πάρω
γιατί εγώ
αυτά τα μυστικά είμαι.
Νίκη
Αγάλματα γυμνά,
αντρών και γυναικών
δεξιά κι αριστερά του δρόμου.
Τα χέρια τους,ψηλά μπροστά απλωμένα.
Κι ύστερα απ΄τους αγκώνες τους
καθένα ανοίγονταν
και γίνονταν κλαρί
δέντρου όπου κορμόν είχε το σώμα.
Και το κλαρί επέταγε κλωνιά
και ολομικρότερα κλωνάκια
και όλα τους ενώνονταν
από δεξιά κι αριστερά
και φτιάχναν
μιαν οροφή διάτρητην από φως
που όπως δάσους πρωινού σκεπή
έφεγγε προετοιμάζοντας
το μεσημέρι και το δείλι.
Εκεί με άλλους αιχμαλώτους μπήκα.
Και με ένα τέτιο στέγαστρο
καλά από υποψίες φυλαγμένος,
επήγα κι είδα τ΄αεροπλάνα
που όσοι νεκροί επέσαν απ τις σφαίρες τους,
έκείνοι ήταν που φτιάχνανε
το αγαλμάτινο εκείνο θαύμα.
Σε λίγες μέρες
μπήκε ο δικός μας ο στρατός στην πόλη.