Τρίτη 23 Απριλίου 2024

 Ο ΤΡΙΣΤΑΝΟΣ ΣΤΗΝ ΙΖΟΛΔΗ


Ελα' το τζάκι αναμμένο στη γωνιά
και η ζεστή φλοκάτη δίπλα του στρωμένη
έλα' απ' την τόση που 'δειξά σου
απανθρωπιά
είμαστε τόσο και οι δυο μας κουρασμένοι...

Έλα. Απόψε απαλά θα σου μιλώ'
άκρη θα βάλω όποιαν άλλη θέλησή μου
κι ένα παιδάκι θα 'μαι εγώ καλό
κι ένα μωρό γλυκούλι εσύ μαζί μου.

Έλα, Απόψε τα όποια αγγίγματά μας
την τρυφερότη μοναχά θα υπηρετούν'
απόψε λες νεκρά πως θα 'ναι τα κορμιά μας
και μόνο οι δύο οι ψυχές μας θα μιλούν.

Έλα κοντά μου βελουδένια μου κυρά'
έλα κοντά μου απαλόχνουδέ μου κύκνε
και μες στης λίμνης μας τα ήρεμα νερά
τις απαλές ματιές σου μόνο απόψε ρίχνε.

Δες, τα φουσάτα σα μας βλέπουν του βοριά
φοβούνται με την ηρεμία μας να παλέψουν
καθώς φοβούνται τα πουλάκια το σποριά
κι άπελπα μένουνε ότι καρπό θα γέψουν.

Έλα και δώσε μου στο μέτωπο φιλί
κι ένα να δώσω εγώ στ' αβρό μικρό σου
χέρι
κι ας γίνουμε απόψε αγάπη μου απαλή
ένα που αγνότερο στη γη δε 'φάνη ταίρι.

Έλα. Την ακριβή σου αγνότητα εγώ
με τα ποθόπλαστα γραφτά μου έχω ταράξει.
Μα έλα-σχώραμε και άσε να οδηγώ
και σε και με στης ηρεμίας μας την τάξη.

Έλα καλή μου αφού η Μοίρα το ζητά.
Έλα. Οι άνθρωποι πολύ μικροί μετράμε
μπροστά σε κείνης τα αξεφεύγατα γραφτά
κι «όχι» σε ό,τι πει ας μη της απαντάμε.

Έλα αγάπη μου γλυκειά που ομορφιά
γεμίζεις όποιονε κοντά σου πλησιάζει.
Έλα Κι ας διώξουμε μακριά την ακεφιά
που και τους δυο μας τελευταία εξουσιάζει.

Έλα που γλύκα από το στόμα σου σκορπάς
κάθε που να μιλήσεις θα τ' ανοίξεις.
Έλα που φως γεμίζει ο τόπος όπου πας-
έλα το δρόμο της αγάπης να μου δείξεις.

Έλα κορμάκι μου απαλό καθώς φτερό,
έλα και γείρε απαλά στην αγκαλιά μου.
Έλα μαλλάκια μου χρυσάφι λαμπερό
φωλιά να κάνεις κάτω απ' τα δικά μου.

Έλα χειλάκι άταιρο στην πλάση εντός.
Έλα κι ανέγγιχτο κι αφίλητο θα μείνεις'
τη μήτρα ποιος θα ετολμούσε του παντός
σε βρόχια έρωτα να μπλέξει κι αέρα δίνης;

Έλα νεράϊδα εφηβικού παραμυθιού
που με τα λόγια σου οι vιοι αποκοιμιούνται
κι όταν το βάρος διώξουν του ύπνου του βαθιού
σ! αγάπης δρόμο τρέχουνε και ξεπερνιούνται.

Έλα μωρό μου συ γλυκό και τόσο αγνό.
Έλα και η αγνότη σου δεν κινδυνεύει.
Μέσα της ξένος της σα να 'μαι θα χαθώ
καθώς σκια στης νύχτας χάνεται τα ερέβη.

Γλυκό, αξιολάτρευτο, σεπτό μωρό
που γάλα ακόμα εσύ δεν έχεις αποκόψει,
πώς να σ' αγγίσω έτσι αβρό και τρυφερό
που ούτε να δω μπορώ την όλο φως σου όψη...

Του κόσμου του άσχημου σοφή νικήτρα
εσύ,
πώς όλα γύρω, πέρα, εντός μας
ομορφαίνεις-
σα μάγισσα καλή πώς σκόνη μια χρυσή
σκορπάς τριγύρω σου καθώς μόνο
διαβαίνεις…

Στολίδι εσύ όλου του κόσμου μας λαμπρό
απόψε θα στολίζεις μόνο εμάς τους δύο
και θα 'βρεις μέσα μου καί μέσα σου θα βρω
τη φλόγα που για πάντοτε διώχνει το κρύο.

Θεία κι ολόγλυκια-πανώρια μουσική,
έλα και στ' άϋλα φτερά σου ανέβασέ μας
και κράτησέ μας όλη αυτή τη νύχτα εκεί
και στου πρωιού το θόρυβο μόνο κατέβασέ μας.

Μη τα ίδια σου τα μάτια αγάπη μου αγαπάς'
στρέψε και δίπλα σου-θα δεις εκεί εμένα
να σ' ακλουθώ πιστά όπου ήθελε με πας-
μη αυτά τα μάτια σου για με τ' αφήνεις ξένα.

Προσκέφαλο να! κάνω εγώ πολυαπαλό
των δυο μου των χεριών την άδεια αγκάλη
και πάνω του να γείρεις λατρευτή μου σε
καλώ
το που μεθώ σα δω ανθένιο σου κεφάλι.

Στο σώμα μου επάνω ωραία θ' απλωθείς
όχι για κάποιου έρωτα τραχιού ταξίδι
μα στα ωραία τ' ανθολιβάδια να βρεθείς
άνθος εσύ ακριβό στ' άλλα του ωραία είδη.

Μπουμπούκι ακριβό μου εσύ, έλα κοντά
σε με που στρώση χρυσαφιά σου 'χω ετοιμάσει
κι ως για τον άνεμο την πόρτα που βροντά-
όποτε θες με μια ματιά σου θα ησυχάσει.

Γλυκιά μου με ό,τι έχω πάνω μου αγνό
μ' αυτό μονάχα σα θα 'ρθεις θα σε σκεπάσω
καθώς πουλάκι ανυπεράσπιστο μικρό
σκέπει απ' όλα τα κακά το πλούσιο δάσο.

Με απρόσμενα δειλές ματιές θα σε κοιτώ
μη κάποια πλέον θαρρετή θα σε προσβάλει
και στα δυο χέρια μου έτσι δα θα σε κρατώ
καθώς της νύχτας ο ουρανός το μαύρο σάλι.

Στο στήθος σου θα βλέπω εγώ μόνο το φως
που μου φωτάει ανεμπόδιστο το μάτι-
πόθους απόψε αυτό-δεν ξέρω πώς
μα να γεννά πιο ωραίο θα το 'μποδίζει κάτι.

Τα πόδια σου απόψε θα 'χουν σκεπαστεί
με μιας αγνότητας τα ευφρόσυνα τα ρούχα
και θα 'χει απόψε από μέσα μου χαθεί
κάθε που ως χτες για κείνα πάθος που 'χα.

Τα όμορφα τα μάτια σου θα με φωτούν
και θα με λούζουν απαλά-δε θα τυφλώνουν'
όπως το θες απόψε όλα θα γινούν
και όλα ήρεμα τριγύρω μας θ' απλώνουν.

Η γη στο χάος απορημένη θα σταθεί
και θα τρομάξουν πάνω της όλ' οι ανθρώποι
τους δυο μας βλέποντας κανείς να μην
ποθεί
μόνο να λάμνουμε μες σ' ένα φωτοκόπι.

Κι εσύ θα είσαι στη δική μου αγκαλιά
σαν που όσα βλέπουμε είναι μες στη φύση.
Και όλα συ θα 'χεις ξεχάσει τα παλιά
που τόσο σ' είχανε καλή μου ταλανίσει.

Ένα σταμάτημα στο γρήγορό μου βήμα
το γράμμα σου μ' ανάγκασε καλή να κάνω
και να ηρεμήσω καθώς τ' άγριο το κύμα
στη θάλασσα ηρεμεί κάποτε πάνω.

Έλα αγάπη μου να ζήσουμε αυτή
τη νύχτα που μπορεί για μας να γίνει
πνοή, που αγγίζοντας την άμμο την καυτή
τη δρόσο που 'χει αυτή ανάγκη να της δίνει.

Έλα καλή μου' ο πόθος άφαντος-να, δες,
κι όλα προσμένουν ήσυχα τον ερχομό σου.
Απόψε όλες οι νεράιδες οι καλές"
τον δρόμο αγάπη μου ζηλεύουν τον δικό
σου.
……………………….