Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

 ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΤΟ ΛΟΣ ΑΝΤΖΕΛΕΣ


















































ΨΙΘΥΡΙΖΟΝΤΑΣ

Επειδή η Αμερική είναι βάρβαρη χώρα
γι αυτό κάθε πρωί παίρνω βαθιά μιαν εισπνοή
από λέξεις σαν αυτές:
Δυσραγής, έμμαλος, επικράζω
επανθέω, αεροκόρακες, ευθάλαττος
άπληκτος, υπέρλεπτος, αριζήλως
αυτολυρίζω.

Επειδή η ζωή εδώ είναι μαύρο αγριοπούλι
την ημερεύω κάθε μέρα
με λέξεις οπως:
Ύποινος, ανθοκρατέω, αθηνιώ
αυτόκλαδος, βιωφελής, ερώτιον
κισσηρεφής, περιλάμπω, πυριάλωτον
νεαροηχής.

Και μετά από κάθε τους επίθεση
ιαίνω τις πληγές μου
ψιθυρίζοντας:
Καταβόησις, ηχή
κλεψίχωλος, τετιγγώδης, δρύπτω
αύχημα, άτυμβος, βραχυβλαβής
συνοχμάζω.





ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΑΒΕΡΝΑ ΣΤΟ ΛΟΣ
ΑΝΤΖΕΛΕΣ

Γυμνόστηθες Καρυάτιδες
γύψινες και στον τοίχο κολλημένες
τροφή για τους απάτριδες
μαζί με τις πατάτες τις ψημένες.

Ο γύψινος Ηνίοχος
ανάμεσα στα φρούτα και στο πιάνο
κι ο κύριος Αντίοχος
σκυφτός στα φοροχάρτια του επάνω.

Η Αθήνα στο Λος Αντζελες
με λιόλαδο τζατζίκι και κεφτέδες-
τι άλλο φίλε θα 'θελες
από ένα μαγαζί για εμιγκρέδες;

Ως και τα δυο αδιάφορα
γκαρσόνια που νυστάζανε λιγάκι
στο νεύμα του εστιάτορα
χορέψανε αυθόρμητα συρτάκι.



ΚΟΛΥΜΠΙ
Πόσο καλά οι άλλοι στην ακτή κολυμπάνε!
Μες στο νερό στριφογυρνούν, στροφές κάνουν,
βουτούν, ξαναβγαίνουν, χαριεντίζονται.

Εκείνος δύσκολο πολύ το βρίσκει όλα αυτά να κάνει.
Μία εναντίωση κάθε του κίνηση περιορίζει.
Και ούτε την ευελιξία, ούτε την αλαφρότητα των άλλων έχει.

Πολύ αυτό τον θλίβει. Και τα χρυσόψαρα
γύρω από κείνους μόνο τριγυρνούν.

Μα θλίβεται αδίκως. Αυτός
στα ρηχά όχι, μα στα βαθιά υπάρχει.
Και αν ούτε χρυσόψαρα εκεί πηγαίνουν,
μα ανάγκη-
τέτοιο όποιος γνωρίσει βάθος-
δεν έχει από χρυσόψαρα κι ευελιξίες.



Η ΑΓΙΑ ΘΗΡΕΣΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΑΥΛΙΟΥ
ΤΟΥ CHARITY HOSPITAL ΣΤΟ L.A.

Σαν ύπερος σε στήμονες ανάμεσα
η κεφαλή προβάλλει της Αγίας.
Τα χέρια λες παράλυτα κρέμονται κάτω.

Η Αγία σε Έκσταση. Ο Έρωτας
και άλλην αν ήθελε έκφραση να δώσει
σε πρόσωπο,
δεν θα μπορούσε,
άλλη απ’ αυτήν που της Αγίας το πρόσωπο
ολοκληρωτικά κατέχει.

Και που είναι η Αγία μαρμάρινη
καλλίτερα έτσι η Μεγάλη Άφεση δείχνει:
Κρύο κι Αιώνιότητα
από παντού κυκλώνοντάς την
τη διαπερνούνε
και την ύλη της καταργούν.

Άυλη.
Έτσι να μένει.






ΠΡΟΒΟΛΗ

Προβολή στον τοίχο-
δίχως ήχο-
τον ασπρίζοντα.
Σλάϊντς σφύζοντα
από Ελλάδα.
Τα 'δα, τα ξανά 'δα-

και δεν ήταν λίγα-
και επήγα
κι επισκέφτηκα
(η το σκέφτηκα;)
κάθε άκρη.
Κι έτρεχε το δάκρυ...
Η ΙΤΑΛΙΔΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΙΣ

Μια ιταλίδα μετανάστις είμαι στην Καλιφόρνια.
Δουλεύω στο "Ότσι Τσόρνια", πιτσάδικο απ’ τα καλά.
Μια τραγουδώ σοπράνο μια παίζω πιάνο
τι να κάνω...
Δεν είχα προκοπή στην Ιταλία
κι ήρθα ’δω.
Με πήρε κάποιος πατριώτης σ' αυτό το μαγαζί-
για μια άρια
πέντε δολλάρια.

Στο κέντρο στέκομαι του μαγαζιού
και τραγουδώ με πόνο και με πάθος.
Μονάχα οι γκαρσόνες μ' ενοχλούν
που με τα πιάτα τους περνούνε από μπροστά μου.
Και θα με ρίχναν αν εγώ
δεν εσυντόνιζα τις απαιτούμενες από την άρια
κινήσεις των χεριών μου έτσι
που να ταιριάζουνε με την προφύλαξή μου από δαύτες.

Μερικών τραβώ την προσοχή
και με χειροκροτούν τρελά.
Δεν ξέρω αν το χειροκρότημα είναι για το τραγούδι
ή για την ομορφιά μου
(κρατιέμαι ακόμα).
Μα όπως να 'ναι
τον κόπο αξίζει-
η δουλειά αυτή με ταϊζει.

ΣΤΗΣ  ΕΡΗΜΟΥ

Κάπως έτσι θα  'χει γίνει
κι ήρθα στη ζωή-
στης ερήμου το καμίνι
όπως πα'  η βροχή.

Έτσι εκείνη άσκοπα όπως
πίνεται απ'  τη γη
κι ο δικός μου τέτοια ο κόπος
έχει ανταμοιβή.

Κι όπως 'κείνη δεν ποτίζει
δέντρο ή ανθό
και για με η μοίρα ορίζει
έτσι να χαθώ.

Και θλιμμένη λογαριάζω
και χλωμή "γιατί-
α!  γιατί μ'  αυτόν να μοιάζω"
θα ρωτά κι αυτή.




ΣΤΟ ΧΤΗΜΑ ΤΟΥ ΣΙΜΙ ΒΑΛΛΕΥ

Ειν’ ένα χτήμα μια απλωσιά.
Λουλούδια προς το βάθος
Και δίπλα μας και γύρω μας
Ο,τι χλωρό θελήσεις:
Ντομάτες, φράουλες, αρακάς,
Μπάμιες και φασολάκια,
Βασιλικός και άνηθος,
Πατάτες, κολοκύθια…
Και λάμπουν μες στ' απόγιομα,
Πιότερο από τον ήλιο
Τα γένια τ’ αραποσιτιού
Και οι κιτρινοπράσινες
Κολοκυθοκορφάδες.

Μέσα σ' αυτή την απλωσιά
Μικρές νοικοκυρούλες
Σαν τ' αγριοπερίστερα
Αλέγρα τριγυρνώντας
Μαζεύουνε τα φρέσκα τους
Και τα σαλατικά τους.

Φορές, εκεί, μία φωνή
Έξαφνα κάποια βγάζει
Για να καλέσει το παιδί,
Ή για να την ακούσει
Η φιλενάδα που γερτή
Μακριά μαζεύει πέρα.

Μέσα στην ήσυχη εξοχή-
Μέσα στου αίθριου χτήματος
Την απεραντοσύνη,
Έρχοντας σαν μια κίνηση
Στου ακίνητου τη χώρα,
Ακούγεται αυτή η φωνή.



Σαν από κόσμο άλλονε
Ή σαν μια υπενθύμιση
Αιωνιότητας, ή σάμπως .
Έξαφνα να ’ρωτεύεται
με  τον εαυτό του ο κάμπος.

Έτσι θ' ακούγεται η φωνή
Του θεού μέσα στο Σύμπαν.




Ο ΠΥΡΓΟΣ

Δεν ξέρω ποιο πλοίο εδώ μ΄ έχει αφήσει
μα ξέρω καλά-θα 'ρθει πάλι μια μέρα
και κάποιος τον πύργο να δει θα ζητήσει
που θα 'πρεπε να 'χτιζα σε τούτη την ξέρα.

Γι αυτό μόλις πάτησα το πόδι μου απάνω
σε τούτο το ανάχωμα, με πάθος και ζήλο
τον πύργο μου ευθύς είχα αρχίσει να χτίζω
στιβάζοντας σίδερο και πέτρα και ξύλο.

Μα κάθε που είχα σχεδόν τελειώσει
ενός μανιασμένου αέρα το πείσμα
φυσώντας με πάθος και δύναμη τόση
εγκρέμιζε πάντοτε τ' ωραίο το κτίσμα.

Το ύψος θα είναι μικρό της ποινής μου;
Μεγάλο; Το χρέος μου θα εξοφλήσει;
Θα ειν' αδυσώπητος κριτής ο κριτής μου;
Μετρούν τα συντρίμμια στην όποια του κρίση;

Μα ενώ ζοφερές κάνω τέτοιες προβλέψεις
για του δικαστή μου το αλύπητο μέτρο
φορές συλλογιέμαι-παιχνίδια της σκέψης...-
μη χτίστηκε ο πύργος μου κι εγώ δεν τον βλέπω;



Ο  ΗΝΙΟΧΟΣ  ΤΩΝ  ΔΕΛΦΩΝ

Πάει ο Πολύζαλος και τ'  άλογο.
Πάει και τ'  άρμα.
Οι Φαιδριάδες τ'  αφανίσανε.

Μας έμεινε ο ονειρικός Ηνίοχος
με τα σκεπτόμενα μάτια
μεσόκληρος δυο εποχών
γαλήνια ακίνητος μετά από τον αγώνα
θριαμβευτής
να οδηγεί αόρατο ένα άρμα.

Ίσως την Τέχνη παραπέρα.



ΤΟ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑ
(25-2-96, LITTLE ROCK)

Τον είδα.
Μέσα στο χιόνι που έπεφτε πυκνό
έμοιαζε άγγελος αγάπης.
Μου χαμογέλασε
μ' αντίς για δόντια δυο σειρές χιονονιφάδες.
Έλαμπε σαν παιδί ευτυχισμένο.
Πέρασε αργά μπροστά από τ' αυτοκίνητό μας
(η Λώρα πάτησε το φρένο και "τι καιρός!" είπε)

Τον κοίταξα ερωτηματικά.
Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι.
Τα χείλια του σχημάτισαν δυο λέξεις: "όχι ακόμα".
Μετά, γελώντας μου συνέχεια,
χωρίς να βλέπει προς τα κει
και με κινήσεις σίγουρες
αν κι απαλές
και σαν βαριεστημένες
με το δεξί του χέρι έσπρωξε στον δρόμο τον πεζό
ενώ έβαζε τ' αριστερό μπροστά στα μάτια
του γέρου που οδηγούσε πλάι μας.

Το σώμα έπεσε βαρύ μέσα στη νύχτα.
Σταμάτησαν πολλοί.
Κατέβηκα.
Κάποιος σκέπασε το κορμί με μια κουβέρτα-
"είναι νεκρός", είπε.

Εκείνος
περνώντας μέσα απ' όλους
μου 'γνεφε με το χέρι φιλικά,
και γελαστά συνέχεια βλέποντάς με
χάθηκε μες στο χιόνι που έπεφτε βουβό
δίνοντας σ' όσα γίνανε,
όπως χαλί στα βήματα,
μιαν αίσθησιν αλλόδημη
αναστολής και άπνοιας.

"FLOWERING PLANTS FLOURISHED
DURING THE PALEOCENE EPOCK.."
(NEW ENCYCLOPEDIA OF SCIENCE)


Φαντάσου το νιογέννητο χώμα να σκέπουν άνθη.
Φαντάσου χρωματόπνιχτα τα βάθη χαραδρών.
Φαντάσου την ατμόσφαιρα να μην πληγώνουν πάθη
ούτε τη γη πατημασιές ανθρώπινων ποδιών.

Φαντάσου ένας πρωτόφαντος ολανθισμένος κήπος
ναν' όλ' η γη' κατάπληκτα να μένουν τα πουλιά
και να υμνούν τον πλάστη τους δίχως το φόβο μήπως
δίποδα όντα λογικά τους κόψουν τη μιλιά.

Ή αν σε βολεί καλλίτερα φαντάσου μια παρθένα
(μπορείς ακόμα τάχατες έστω να φανταστείς;)-
μιαν ασυντρόφευτη, μικρή, χαρούμενη παρθένα
πριν ούτε ακόμα φαντασιά να είναι ο βιαστής.

ΟΙΚΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ ΑΝΩΘΕΝ
RESTAURANT "EARLY WORLD"
DOWNTOWN L.A.

Με βία ανασαίνουν
με βία περπατούν
στο RESTAURANT μπαίνουν
μαγκούρα κρατούν.

Μιλούν σαν να ψέλνουν-
τα μάτια ογρά-
αργά παραγγέλνουν
και τρώνε αργά.

Με τακτ κι αξιοπρέπεια
τους γύρω κoιτούν
σωστά, με συνέπεια
τα ρέστα μετρούν.

Κατόπι τη θύρα
διαβαίνουν δειλά
(τα μάτια τα στείρα
να βλέπουν ψηλά)

και παν και πεθαίνουν
με βήμα αργό
στο δώμα που μένουν
το πάντοτε υγρό.



ΝΑ ΦΑΕΙ ΚΑΤΙ

Κάθε ημέρα σχεδόν που πάω
στο εστιατόριο κάτι να φάω,
κάτι ασυνήθιστο γι Αμερική-
ένα ποδήλατο ειν' εκεί.

Επειδή όλο λάσπη ξερή
γεμάτο είναι, γι αυτό μπορεί,
λέω,, ν' ανήκει σ' έναν εργάτη,
που πάει και κείνος να φάει κάτι.



ΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΤΙΡΙΑ

Μικρό η μεγάλο
σ' Ελλάδα ή σ' Αμερική
κάθε δημόσιο κτίριο ειν' ένα άχαρο
άχαρο κτίριο. Η Λύπη φτάνοντας στη γη
εκεί εδιάλεξε να κατοικήσει.

Οι άντρες που εργάζονται σ' αυτό
φορούν γραβάτα όπως πάντα στις κηδείες.

Οι κοπέλες σεμνά ντυμένες φουστανάκια,
φιλάρεσκες, κι απ' όλες μία
λυμφατική
γλυκούλα, με δυσμηνόρροια.

Ο χώρος εργασίας κλειστός από παντού που λες
πώς ανασαίνουνε οι άνθρωποι αυτοί...
Ουρά μεγάλη και κουρασμένη που ελίσσεται
ανάμεσα σε σίδερα γυαλιστερά και σ' αλυσίδες
που καθορίζουν την πορεία προς το γκισέ.
Και το γκισέ μία μικρή σχισμή όλη κι όλη,
απ' όπου και μπορούν μονάχα λόγια να περάσουν
στριμωχνόμενα κι αυτά στο κρύο γυαλί.

Και παντού,
σ' Αμερική κι Ελλάδα
των δημοσίων κτιρίων τα γραφεία γεμάτα με χαρτιά
και με παχείς φακέλους που όταν κλείνουνε
μετά από τη συναλλαγή
μοιάζουν καθένας τους με στόμα δράκοντα που καταπίνει
την ανθρωπιά και την ουσία μας όλη.








ΕΡΥΘΡΟ

Θα χτίσω ένα ποίημα όχι με στίχο.
Θα χτίσω ένα ποίημα όχι με λέξη.
Θα χτίσω ένα ποίημα με πέτρινο τοίχο
θα φτιάξω ένα ποίημα γερό-για ν' αντέξει.

Τσιμέντο θα βάλω στην κάθε γωνιά του
θα ντύσω με σίδερο την κάθε του κώχη
θα φτιάξω ένα ποίημα που μόνο η θωριά του
του Χρόνου να κάνει να τρέμ' η απόχη.

Και όπως γερά εγώ θα 'χω χτίσει
θεμέλια, πατώματα, στέγη και τοίχους
αλήθεια πολύ-πιο πολύ θα κρατήσει
από τους σαθρούς-τους φτηνούς μου τους στίχους.

Σε κείνους που θα 'ρθουνε ας με θυμίζει
λοιπόν όχι οι στίχοι μου μα λίγο τσιμέντο.
Μόνο ένα λουλούδι γλυκά που μυρίζει-
λουλούδι ερυθρό να του βάλω στο πέτο...





Η ΜΑΧΗ

Στον κάμπο τον ανθόσπαρτο χτες έγινε μια μάχη.
Kαθόμουν και την έβλεπε απ' του λόφου μου τη ράχη.
Όταν τελείωσε, θέλοντας λίγο να ξεμουδιάσω
την ώρα μου εδιάλεξα στον κάμπο να περάσω.

Και πήγα. Ρείθρα αίματος κυκλώνανε τον κάμπο
που δύσκολα ξεχώρισα χώμα στεγνό για να 'μπω.
Και μπήκα. Κι έβλεπα δεξά, πίσω, ζερβά και μπρος μου
εικόνες να προβάλουνε φριχτές του κάτω κόσμου.

Πόδια κομμένα απ' τα κορμιά, κεφάλια δίχως μάτια,
κρανία με τα κόκκαλα σπασμένα σε κομμάτια,
χέρια να σφίγγουν δυνατά του όπλου τη σκανδάλη
λες και νεκρά ήταν έτοιμα να ρίξουνε και πάλι.

Σε μία καταπράσινη λόχμη μία κερένια
είδα μορφή-έναν έφηβο που δίχως μίαν έγνοια
ζωγραφισμένη στο άναιμο κι άψυχο πρόσωπό του
βρίσκονταν λες στο νάρκωμα του ύπνου του του πρώτου.

Κι έτσι ως κειτόνταν καθαρός δίχως σταγόνα αίμα
έμοιαζε σαν τα γύρω του να ήταν όλα ψέμα
και να μην ήτανε αυτός ο τόπος του θανάτου
μα ο Μορφέας το λίκνο του να 'στησεν εδώ κάτου.

Λίγο πιο κει, μέσα σε μια τρύπια από σφαίρες χλαίνη
μια μάζα είδα αιμόφυρτη με κόπο ν' ανασαίνει
και δίχως μέλη ένα κορμί να ’ναι στητό πιο πέρα,
σκιάχτρο στου Χάρου τον αγρό-για τη ζωή φοβέρα.

Και τα κορμιά όπου έπεσαν κι όπου άρματα διάβήκαν
σπασμένα τ' αγριολούλουδα τα μυρωδάτα αφήκαν.
Και τα μικρά και τρυφερά κι ευώδη χορταράκια
Σ’ αιμάτων μέσα πνίγηκαν αχνίζοντα ρυάκια.

(στον ήλιο που ολοπόρφυρος αυτή την ώρα δύει
κι ο κάμπος όλος κι οι νεκροί θα μοιάζουνε αστείοι.
Τίποτε άλλο δεν μπορεί σε με να εξηγήσει
γιατί ασταμάητα γελά ενώ τραβάει στη δύση.)

Ξάφνω δεντράκι αντίκρισα παράξενα να γέρνει.
Κοντά του ανήσυχον πολύ το βήμα μου με φέρνει.
Μα δεν μπορούσα αλίμονο πια τίποτα να κάνω-
ξερριζωμένο κείτονταν στο κρύο χώμα επάνω.

Παίρνω εν’ άνθι απ’ τα νεκρά, τα αίματα του βγάζω
τον αιώνιο τον ύπνο του να κοιμηθεί το βάζω
κι όλη τη νύχτα δάκρυα επότιζα το τόπον
που τόσα αθώα σκότωσε το μίσος των ανθρώπων.








CAFE  TERRACE  AT  NIGHT
(Van Gogh)

Φωτοπερίχυτη γωνιά με δάπεδο ερυθρό.
Δίπλα του σούρουπου η ζωή-της νύχτας η πειθώ`
Δυο κόσμοι-ο ένας ζωντανός, λουσμένος μες στο φως
κι ο άλλος πλάι του σταχτίς, αφώτιστος, κρυφός.

Ένα "καφφέ" παρισινό` μικρά και στρογγυλά
τα τραπεζάκια στέκονται κομψούλια και ψηλά
με τις καρέκλες δίπλα τους κυρίες ελκυστικές
χίλιες μικρές απόκρυφες να υπόσχονται  χαρές.

Νύχτα! Παρίσι!  Άνοιξη!  Ζολά!  Μπωντλαίρ!  Ουγκώ!
Ω!  αηδονάκι του φωτός στον κόσμο το μουγγό!
Α!  και ζωγράφε που πολύ ό,τ'  ήθελα να δω
αφού εγώ δεν πήγα εκεί μου το  'φερες εδώ.





Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΠΑ

Αυτό το δανεικό μικρό βιβλίο-
αυτή η ποιητική ανθολογία –
ετούτο το ζεστό το πανδοχείο
στη νύχτα την αφώτιστη και κρύα-

ετούτο το βιβλίο που επήρα
εχτές στη Δημοσία βιβλιοθήκη-
ετούτη η φωτερή ανθοπλημμύρα-
τα ονειρικά αυτά χερσαία φύκη-

ετούτο το μικρό βιβλιαράκι,
τι ήχοι μες στα φύλλα του που ηχούνε!
τι ανήκουστα θεριά! τι θείοι δράκοι!
τι τέρατα τυφλά το κατοικούνε!

Τι χρώματα εξαίσια-τι τοπία-
τι κάστρα που υψώνονται εντός του!
πώς σάρκινη προβάλλει η ουτοπία-
χορτάτες πώς οι ύαινες του Νόστου!

Και πώς μες στις σελίδες του μια θέση
κρατεί και μια γωνιά για τον καθένα
και πόσο συμπονούν όποιον πονέσει
τα τόσα μυστικά που 'χει κρυμμένα...

Καθώς με κρύα χέρια ξεφυλλίζω
τα φύλλα τ’ απαλά σαν περιστέρια
εντός του άλλα πρόσωπα αντικρίζω
και βλέπω να σαλεύουν άλλα χέρια.

Και τρέμοντας τα χέρια μ' αγκαλιάζουν
κι ολόχαρα ματάκια με θωρούνε
και άϋλα κορμάκια πλησιάζουν
τον φίλο τον καινούργιο για να δούνε.

Και μέσα τους αφήνομαι και σ' άλλην
ζωή και κοινωνία φτερακίζω
και κει αναστηλώνομαι και πάλι
και πάλι προσπαθώ...και πάλι ελπίζω...








HENCOCK PARK LIBRARY

Πέντε παρά δέκα απόγεμα. Publick library of Hencock park.
Κτίριο απρόσμενα άσπρο.
Νεοκλασσικό ελληνικό-σχεδόν ιπτάμενο.
Μια έκπληξη.
Σφυρίζοντας κατεβαίνουν δυο έφηβοι.
Μες στ' όνειρο τα μάτια τους δοσμένα.
Ιδεατοί.

Μπαίνω.
Ί would like..."
Χαμόγελο.
"Tio come please...this gentleman wants... Tio will show you... Thank you..." "Thank you..."

O ήλιος ενώ θα 'πρεπε να 'χει κρυφτεί
φωτίζει χαρούμενα τις στιγμές
μπαίνοντας από τ' ανοιχτά μεγάλα παράθυρα.

Μία απόκοσμη, αγγελική φωνή:
"Tio.the door please... thank you...thank you..."

Χρυσόδετα βιβλία στα ράφια.
Χώρος άνετος.

"Excuse me, l would like a book about parakeets..."
"This way please... thank you...thank you..."

Στην έξοδο.
"These books please..."
"Sure...thank you..."
χαμόγελο.
Γλυκιά ματιά αναίτια παρατεταμένη.
"Have a good night..Thank you... thank you..."
"thank you... thank you..."

Γιατί ετούτο το δεκάλεπτο ντύθηκε άφθαρτα ρούχα;
Γιατί τα χέρια της αρπάχτηκαν απ' τα δικά του καθώς υπόγραφε;
Ισως γιατί η Sscherry
την ώρα εκείνην ακριβώς
συνουσιαζόνταν.
Kι η μέρα τέτοιαν ώρα ονειροντύνεται.
"Thank you...thank you...thank you..."
"Thank you...thank you...thank you...thank you..."





"ΣΩΠΑ"

Τη νύχτα προς τις δυόμισι με τρεις
σαν μεθυσμένος μ'  αϋπνία μπεκρής
στον ουρανό κοιτάζω κι αντικρίζω
το φεγγαράκι το ασημί και γκρίζο.

Μόνο καθώς εμένα περπατεί
στον ουρανό τον έρμο και πλατύ
χλωμό σαν άρρωστο ένα παιδάκι
και με πικρό-αγέλαστο χειλάκι.


Και λέω: "τι να κάναμε κι οι δυο
και μια ζωή περνάμε ρημαδιό.."
και λέω: "ποιος τους δρόμους μας χαράζει
και οδοιπόρους μέσα τους μας βάζει.."

Και λέω: "όποιος κι αν είναι, όσο ζει
χαρούμενη μια μέρα να μη δει-
του πόνου η φωτιά να τονε καίει
και όλο να θρηνεί, κι όλο να κλαίει..."

Και πριν ο λόγος μου κιωθεί ο φριχτός
"σώπα! " μου λέει του φεγγαριού το φως,
"έτσι που εκεί θερμά παρακαλιέσαι
τον εαυτό σου αδέρφι καταριέσαι".




ΛΙΒΑΝΙ ΚΑΙ ΚΡΑΣΙ

Μια φορά το δίμηνο περίπου
οι ξεριζωμένοι συναθροίζονται.
Με τα καλά τους ντύνονται σεντόνια
γεμίζουνε τις τσέπες τους σπερνά λιβάνι και κρασί
και πάνε.

Τα κόκαλά τους τρίζουνε στις χειραψίες.
Διστακτικά κι αμήχανα τρώνε
σαν κάτι αταίριαστο να κάνουν.

Τo κρύο της βραδιάς μπαίνει στο δωμάτιο
σα να 'τανε το σπίτι ανοιχτό.

Ανάμεσα σε δυο άδειες καρέκλες η συνεχώς ομιλούσα κυρία.
Ανάμεσα σε δυο χιονισμένα βουνά σιωπής
μια χαράδρα στεγνού λόγου.

Και η Τζούλια με τη μετάφρασή της.

Μια κυρία
κρατώντας ένα ποτήρι ψεύτικο κρασί
λέει δυνατά:
"ήμουν προϊσταμένη του κυρίου Κελέκη!"
Και οι λέξεις της πέφτουνε αμέσως κάτω
κούφια-άδεια λόγια
γιατί η προϊσταμένη είναι κενή και γκρεμισμένη
και γιατί ποτέ δεν υπήρξε κύριος Κελέκης.

Λέξεις κενές
νομίζεις ότι τις φαντάστηκες.
Όμως όχι.
Ο οικοδεσπότης -τρία δολάρια το κεφάλι-
νιώθει την παρουσία τους
κι ανοίγει διάπλατα την πόρτα.
Οι λέξεις,
που δεν έχουν τι να κάνουν
ορμούν έξω.

Ομιλεί ο κύριος πρόεδρος:
"έχουμε την ευτυχή συγκυρία.." (πού την έχουν άραγε;)
"...τον κύριο Κωνσταντόπουλο
τέως δημοσιογράφο της ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗΣ..."
Ο κύριος Κωνσταντόπουλος από συνήθεια μόνο
διορθώνει: "της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ!"
και ξανακοιμάται.
Κάποιος γιατρός φωνάζει: "στην Αμερική
πρέπει ν' αγωνιστείς για να περάσεις στην αντίθετη όχθη
μα όταν βρεθείς εκεί, αυτό ειν' όλο-σώθηκες!".
Τι να σημαίνει τάχα "σώζομαι" 'δώ πέρα;





ΟΛΕΣ

Η ζωή είναι ολιγαρκής.

Ένα ποτήρι νερό
ξεπλένει όλες τις αναμνήσεις.
Το χαμόγελο ενός κοριτσιού
ανοίγει μια τρύπα στο τείχος της απνοίας.

Στην ευρύστερνη πολλαπλότητα των εναντιώσεων
το αεί νοούν φωλιάζει εφησυχάζον.






Ο ΚΑΙΝ ΜΟΝΟΛΟΓΕΙ
ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΤΩΜΑ
ΤΟΥ ΑΒΕΑ

Επεσε κάτω δίχως να το θέλει.
Τον έριξα εγώ χτυπώντας τον μ’ αυτή την πέτρα.
Τα μάτια του έκλεισαν
και κρύος είναι τώρα και ωχρός.
Τι άνθρωπος τώρα ειναι αυτός,
να μην μπορεί να δει, ν' ακούσει,
να φάει, να περπατήσει…

Μα έτσι τώρα που είναι
αυτό καλό είναι για μένα-
Να με χτυπήσει δεν μπορεί
Ή να μου πάρει τα χωράφια μου.
Κι αυτό γιατί τον χτύπησα με μία πέτρα!
Τώρα ξέρω: μπορώ να κάνω έτσι
και μ’ όποιον άλλον.
Ολα δικά μου τώρα θα ’ναι.

«Ε! Συ! θα σου πάρω τα χωράφια σου!» Δε μιλάει!
«Θα πάρω τη γυναίκα σου!» Ακίνητος.
Αυτό όταν άλλοτε του το ’λεγα εθύμωνε.
Τώρα να μ’ εμποδίσει δεν μπορεί.

Αρκεί για πάντοτε να μείνει έτσι.
Αλλά τι; Αν πάλι σηκωθεί, θα τον χτυπήσω πάλι.
Μόνο το νου μου ας έχω.
Πρέπει να κουβαλώ μαζί μου αυτή την πέτρα.
Μα όχι. Πέτρες παντού υπάρχουνε.
Και να προσέξω
Να μη κανείς το μυστικό μου μάθει.

Κι αν ο πατέρας μας
Που τόση αγάπη του ’χει
να τόνε βλέπει θέλει,
Του τόνε πάω. Τον κουβαλώ στο σπίτι
και τον τοποθετώ σε μια γωνιά.
Να τόνε βλέπει θα χορτάσει τότε
αφού για πάντα θα τον έχει εκεί κοντά του.




ΜΑΥΡΟ-ΑΣΠΡΟ

Οι μαύροι ωκεανοί δε με φοβίζουν`
πιοτό φαρμακερό αλλά τους πίνω.
Μα η άσπρη όταν έρχεται σταγόνα
το φως της το πολύ πώς ν'  απαλύνω;

Άχου-τη λύπη την κρατώ
μες στο φαρδύ μου ράσο
μα τη χαρά μου-τη χαρά!
με ποιον να τη μοιράσω;



ΜΕ ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΓΙΑ ΠΑΡΕΑ
Με Ελληνίδα για παρέα
Ολα καλά κι όλα ωραία.
Η γλώσσα λύνεται κι ο νους
Πετάει σ' άλλους ουρανούς.

Και ξαναζούν οι γειτονίτσες
Με τις ανθόσπαρτες αυλίτσες
Και ξαναζούν οι συντροφιές
Με τις κουβέντες τις ζεστές.

Και να οι φίλοι. Να η ταβέρνα.
Και να τα "φέρε" και τα "κέρνα".
Και να το κέφι! Να η χαρά!
Και να τα βράδια τα ιλαρά..

Όλα καλά. Μα η ψυχή μας
Σα να μη χαίρεται μαζί μας
Και, πρώτη της φορά σκυφτή
Σαν να γυρεύει να κρυφτεί..

Ω! Μνήμη! Μη μας βασανίζεις.
Το μνήμα μ' άνθη μη στολίζεις.
Φως όσο κι αν λαμπρό κρατείς
Μνήμη ο ζόφος μας βαθύς.

Μνήμη σκληρό έχεις το χάδι.
Λυγμούς γεμίζεις το σκοτάδι.
Φύγε-α-φύγε μακριά-
Μνήμη πικρή ξεχνά μας πια.

Μ' αν έρθεις άκου μια ευχή: ,
Στόχο μη βάλεις την ψυχή.
Τη φονική σου μαχαιριά
Δόστηνε μνήμη στην καρδιά.




TO ΕΞΩΣΠΙΤΟ

"Όταν καήκαμε..." έλεγε,
και εννοούσε όταν οι Γερμανοί κάψανε το χωριό της.
"Όταν καήκαμε
επήγαμε και κάτσαμε στο εξώσπιτο.
Τότε είναι που 'σπασε το χέρι του ο παππούς μου-
επήγαινε να φτάσει το τσεκούρι και παράπεσε.

Μεις τα παιδιά -μια δεκαριά-ήμασταν μαζεμένα
μέσα σε κάτι φασολιές.
Είχαμε μια φοράδα που φοβότανε
όταν σφυρίζαν πάνω μας οι οβίδες.
Την πήρε ο γέρος και την έβαλε πιο πέρα
σε μια γούβα-έτσι ησύχασε.
Γιατί έτρεμε το ζώο.
’πο κει που ήμασταν κρυμμένα
εβλέπαμε λαμπαδιασμένο το χωριό μας.
Όταν καήκαμε..."

Πέντε χιλιάδες μίλια μακριά κι αιώνες πίσω
η Ευσταθία ιστορεί με τον γοργό της λόγο
κι ακούμε μεις οι άλλοι
και τα λόγια της ρουφάμε που αταίριαστα,
παράξενα ηχούνε
πέντε χιλιάδες μίλια μακριά κι αιώνες πριν.

Κι ακούμε
για του χεριού το σπάσιμο και το τσεκούρι,
για το λαμπάδιασμα και για το εξώσπιτο,
για τη φοράδα και τις φασολιές…

Μα όταν φεύγουμε απ' το σπίτι της,
η Ευσταθία χάνεται μέσα στο σήμερα
και τα πολλά της λόγια φτιάχνουν ένα σύννεφο
που κρύβει πίσω του το νόημα της διήγησης
και πια όταν πάμε σπίτι μας λέμε α! τι όνειρο κι αυτό!
κι ετοιμαζόμαστε για τη δουλειά όπως πάντα,
μονάχα πιο ανήσυχοι από συνήθως.






ΣΚΙΖΕΣ

Εν' αστεράκι λαμπερό και δυο κορφές φοινίκων
βλέπω απ' το σπίτι μου σα βγω και κάτσω στο μπαλκόνι.
Όσα σε άλλους θάματα η φύση μπρος απλώνει
τα σπίτια μου το κρύβουνε των άλλων των ενοίκων.

Και μαστορεύω τις κορφές για να τους δώσω ρίζες
και με τ' αστέρι προσπαθώ έναν ουρανό να φτιάξω…  
Αστείο πράγμα-γίνεται το νόμο εγώ ν' αλλάξω;
τ' αστέρι σκότος θα γενεί κι οι κορυφούλες σκίζες.


ΔΙΑ  ΤΗΝ  ΑΘΩΟΤΗΤΑ  ΤΗΣ

Εβαδίζαμεν σιωπηλοί.

Ξάφνω ήρχισε να ομιλεί.
Ηρέμως εις την αρχήν
θερμώς κατόπιν`
προς το τέλος
είχεν ερεθισθεί τόσον ώστε εκραύγαζε και εχειρονόμει
διστάζουσα πολλάκις
τας καταλλήλους λέξεις αναζητούσα.
Τέλος εκόπασε-σχεδόν και ο δρόμος μας είχε τελειώσει.

Πολύ πειστικά είχεν ομιλήσει
και δίχως άλλο θα με είχε πείσει
δια την αθωότητά της
αν
εις τα μάτια όταν την είδα
δεν διέκρινα μίαν μικράν σκιάν
συμπεπυκνωμένην
και πολλαπλώς πιεσμένην
υπό το βάρος τόσων επιχειρημάτων.

Ο ΒΡΟΝΤΟΣΑΥΡΟΣ

Στις αφύσικες καμπυλότητες του κεφαλαίου μι
είναι χτισμένο το κέντρο.
Μέσα του τα ατσάλινα ρομπότ παίρνουν τον καφέ τους.
Μπαίνω και περιμένω να περάσεις όπως κάθε μέρα.

Στους τοίχους περπατούν χορεύοντας πολλοί μικροί ROAD RUNNERS.
Απρόσεκτοι πέφτουν μέσα στα ποτήρια.
Οι ατσάλινοι τους καταπίνουν.

Ακόμα το χτες από ’δω δεν έχει φύγει.
Υγρό ιξώδες, όλα περιβάλλει.
Οι ατσάλινοι αυτό έχουν στο μέρος της κεφαλής.

Ένα χέρι ανοίγει το ραδιόφωνο.
Ακούγεται η φωνή του αρχηγού: "WE INSIST.."
Ζητωκραυγές. Τo ραδιόφωνο κλείνει.
Την ίδια στιγμή μπαίνεις νωχελής και εύχαρις.
Με κόβεις σε εκατό κομμάτια και με διαμοιράζεις.
Απορώ: "γιατί SCHERRY;"
Απορείς με τη σειρά σου: "αλλιώς θα φάνε εμένα!" Σε κατανοώ.
Άλλο ένα πρωί πέρασε.





ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ

Μέσα από το κάδρο του ορισμού της
πάντοτε ξεφεύγει.
Κυλάει προς τα πίσω ή πετά εμπρός
όπως δα στην ουσία της αρμόζει.

Έτσι η ουσία της ακριβώς αυτή, χάνεται
πριν από το υπάρχον να νοηθεί:
Παρελθόν και Μέλλον πάντοτε γίνεται,
και το Παρόν αγνοεί.

Αυτό και μόνον φανερώνει
ότι δεν είναι η διαρκής παράθεση
στιγμών του παρελθόντος ή του μέλλοντος
που την αιωνιότητα σηματοδοτούν
αλλά η αδράνεια στον εαυτό  
που την αχρονικότητα υπονοεί.


ΟΙ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ

Πώς τρέχουν οι εβδομάδες σαν νερό
Που πάνω απ’ το κεφάλι μου κυλάει!
Και πώς να σταματήσω δεν μπορώ
Το τάχος τους που σαϊτα ίδια πάει!

Κι όποια περνάει δε θα ξαναρθεί-
Τέρας που τρώει το ίδιο το κορμί του.
Κι όποια περνάει δε θα ξαναρθεί-
Και πάω στο χαμό κι εγώ μαζί του...

ΟΙ ΑΓΕΝΝΗΤΟΙ ΦΙΛΟΙ

Φίλοι από ανθρώπους που είναι αγέννητοι
μες στης πικρής καρδιάς μου ζουν τα φύλλα.

Από ανθρώπους λέω που δεν γεννήθηκαν.
Που μες στην ιστορία της γης μας της πολύδωρης
το φως δεν είδανε της μέρας.

Μες απ’ τα πλήθη τους προβαίνουν μύστες
προβάλουν γίγαντες αδερφοσύνης-
της ανθρωπιάς ορόσημα και της αγάπης.

Μες απ’ τα πλήθη τους προβαίνουν
Άνθρωποι που τη γη δεν την ντροπιάζουν.
Που δεν κυλάνε τους λαούς στο αίμα
αλλά που ένα λαό απ’ όλους πλάθουνε.
Λαό που δεν διψά για δόξα ή πλούτη.
Ένα λαό ανθρώπινο μονάχα
που πλούτος του το ασήμι της ομόνοιας
και βασιλεία η δόξα του της γνώσης.

Γεννιούνται άνθρωποι όπου ακλουθάνε
όχι αρχηγούς κρατών ματοβαμμένους
αλλά παγκόσμιας ευτυχίας ταγούς.
Γεννιούνται άνθρωποι διάφοροι απ’ όσους
μέχρις τα τώρα φάνηκαν στο φως.
Με το μυαλό τους με ιδέες πλεγμένο
και την καρδιά τους από γης πηλό.
Που για όλους τους τα δίνει όλα η γη τους
και με σοφία τα δέχονται αυτοί.

Οι φίλοι αυτοί τον νου μου διαφεντεύουν.
Αυτών η απουσία τον τυραννά.
Τέτοιοι άνθρωποι τη σκέψη μου έχουν κάστρο
και λάβαρο τον πόθο μου κρατούν.

Φίλους από ανθρώπους που είν’ αγέννητοι
μες στης καρδιάς μου θάλπω εγώ τα φύλλα.



ΕΠΙΘΑΝΑΤΙΑ

Αν πεθάνω δίχως φίλο πλάι
στο προσκέφαλό μου ν’ αγρυπνά
κι άπελπος τα μαύρα να κοιτάει
νέφη που με πνίγουν τα πυκνά,

αν πεθάνω μια γυναίκα δίχως
σ’ απαλό ένα κλάμα να δοθεί,
αν πεθάνω δίχως ένας θρήνος
πάνω απ’ τον νεκρό μου ν’ ακουστεί,

δε θα με πειράξει διόλου-φρίκη
διόλου δε θα νιώσω εγώ γι αυτό:
ήττα δε λογιάζω ούτε νίκη
ψεύτικο αν κάτι στερηθώ.

Τρόμος όμως μέγας θα με κλείσει
αν στου απείρου μέσα τη σιωπή
αστεράκι κάποιο δε θα σβήσει-
η χρυσή του ανάσα αν δεν κοπεί.

Και πικρός κι αδίκιωτος θα νιώθω
αν μια πέτρα ανείπωτα θλιβή
δεν κομματιαστεί από τον πόθο
που την τρώει και δίχως μου δε σβει.




ΕΝΑ ΑΓΝΩΣΤΟ ΚΟΥΚΟΥΤΣΙ

Στο  δρόμο  εν’ άγνωστο κουκούτσι  βρήκα.
Καρπό ποιου τάχα έρωτα και γάμου
που η  μοίρα του του έγραφε για προίκα
να πατηθεί  το τέκνο του από  μένα εδώ χάμου…



ΑΒΑΝ, ΤΟ ΣΥΜΠΟΝΕΤΙΚΟ
ΚΟΡΙΤΣΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ

Παίρνεις πού και που και μας ρωτάς
Τι γινόμαστε, πώς είναι η υγειά μας
Και ημερολόγιο κρατάς
Για γενέθλια και για ονόματά μας.

Στης ηπείρου αυτής την απονιά
Που τρυπάει τις ψυχές και σκει τα στήθη
Σαν ζεστή πονετική γωνιά,
Άβαν το ενδιαφέρον σου για μας εστήθη.

Και, Αβαν, μας φυλάει σαν αδερφή
Και καλή σαν μια μας σκέπει κι άγια μάνα
Η αγγελική σου η μορφή
Και το ζείδωρο σου που μας δίνεις μάννα.

Ο θεός που βλέπει από ψηλά
Και κοιτάζει τις πληγές μας να γιατρεύεις
Ας σε ευλογεί κι ας σε φυλά-
Άσκοπα τα ιάματά σου δεν ξοδεύεις.






Η ΕΝ ΕΛ ΕΪ ΑΝΗΨΟΥΛΑ ΜΟΥ ΠΑΝΤΡΕΥΤΗΚΕ

Παντρεύτηκε κι αυτή (ποιος ξέρει πότε… πώς…)
Έτσι τουλάχιστο  μου είπε.
Και την πιστεύω. Πράγματι
Έσερνε πίσω της ένα ον αμίλητο
Που κοίταζε τριγύρω φοβισμένα
Πασκίζοντας  να προσαρμόσει  τις κινήσεις  του λαιμού  του
Με του λουριού  το  τράβηγμα (όταν  την  υποταγή
την κυβερνά η  πρόληψη
όλα τακτοποιούνται).

Όταν μου το σύστησε («ο άντρας μου από δω»)
Αυτό μου έτεινε χαριτωμένα το δεξί του μπροστινό ποδάρι.
Και  σ' όλη τη συζήτηση που με τη γυναίκα του είχα
Υπομονετικά περίμενε στην άκρη ακίνητο.

Ευτυχισμένος γάμος πράγματι.
Ταιριαστός.
Να ζήσουν.









ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΥΕΝΔΟΤΟΥ ΕΙΚΟΣΑΧΡΟΝΟΥ EN
AMEPIKH ΕΛΛΗΝΑ

Κοιτώντας στον καθρέφτη τελευταία
θαρρεί πως άνθρωπος τόσο δε μοιάζει-
πως διαφοροποιείται-πως αλλάζει
πως πρόσωπο και σώμα φτιάχνει νέα.

Σαν ο καθρέφτης το κορμί του να 'ναι
και μ' αριθμούς και γράμματα γεμίζει
κι η όψη του που Ουάσινγκτον θυμίζει
χλευάζει τους ανθρώπους που πεινάνε.

Νομίζει γίνεται όπως τον βλέπουν
όσοι εδώ, σ' αυτήν τη χώρα, ζούνε-
αυτό με πάθος που όλοι τους ζητούνε
και που όλα τους σε κείνο αποβλέπουν.

Ναι. Πράγμα θα ’ναι αύριο μεθαύριο.
Σε μία χώρα που για να υπάρξεις
την ύπαρξή σου πρέπει ν' αποτάξεις
Παράς θα γίνει. Χρήμα. Ένα δολάριο.








ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
ή
ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ!

Στην ανοιχτή τη θάλασσα!
Στη γαλανή παντάνασσα!
Εκεί! Εκεί ας πάμε!
Μ' αυτή-μ' αυτή ας μεθάμε!
Στους ψαράδες! Στους ψαράδες!
Κάθε ψάρι δέκα Ελλάδες.

Στην πρώτη την κοιτίδα μας!
Στη μοναχή πατρίδα μας!
Κοντά της ας βρεθούμε!
Την άρμη της ας πιούμε!
Στων κυμάτων της τα τόξα
κάθε κύμα και μια δόξα.

Στης θάλασσας τα κύματα!
Στα γαλανά της μνήματα!
Ας τρέξουμ' εκεί πέρα!
Στο λεύτερον αέρα!
Αυτή ψυχή μας όλη:
χωριό, αυλή, περβόλι…




Ο  ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ

Χαρταετός είμαι ψηλός
που πλέω στους αιθέρες
ξέγνιαστες νύχτες κι όμορφες
χαρούμενες ημέρες.

Μ' αστέρια κάνω συντροφιά
τις νύχτες, και τη μέρα
στον ήλιο μας το βασιλιά
λέω πρώτος καλημέρα.

Πετώ, βουτώ, λικνίζομαι
χάνομαι, ξαναβγαίνω
με τα πουλιά στο πέταγμα-
στη χάρη παραβγαίνω.

Κι η φουντωτή μου η ουρά
στολίδι και χαρά μου
αυτή και πόδια και καρδιά
και χρυσωπά φτερά μου.

Η μοναχή σκοτούρα μου
ο σπάγκος που με δένει
σαν αφαλός μου με τη γη
και διόλου δε σωπαίνει

μόνο συνέχεια μουρμουρά
στ'  αυτί μου: "δίχως  'μενα
όλα όσα πριν αράδιασες
θα  'ταν για σένα ξένα".





ΤΙΠΟΤΑ

Αυτό ειν' ένα ποίημα για το τίποτα.
Για τίποτα δεν έχει να μιλήσει.
Μονάχα θα κρατεί τα όσα ανείπωτα
κι ανάκουστα εντός μου έχουνε σβήσει.

Εντός του θα κρατεί όσα αφανέρωτα-
κρυφά όσα εμείνανε στα μάτια  
και θα 'χει για στροφές του χάδια του έρωτα
που στου άδοτου χαθήκανε τα πλάτια.

Κι έτσι καθώς μετέωρο θα στέκεται
χωρίς κάτι γερό να το στηρίζει
σαν του Γουσταύου του Φλωμπέρ τη γη θα φαίνεται
που έρημη στα χάη τριγυρίζει.

Τίποτα-όχι-τίποτα δεν έγραψα
μια νύχτα εαρινή στην Καλιφόρνια.
Για τίποτα χαμένο εγώ δεν έκλαψα.
Τίποτα δε μου πήρανε τα χρόνια.





Η ΚΑΡΦΙΤΣΑ

Θα 'ταν τριανταπέντε πάνω κάτω
κι ήτανε τα μαλλιά της άνω κάτω
καθώς τα εφυσούσε ένας αέρας
ζεστός από τη ζέστα της ημέρας.

Μιαν άσπρη οδηγούσε Μαζεράττι
και δίπλα μου το ρεύμα την εκράτει
της κίνησης στη SHERMAN HIGH WAY
επάνω σε μιαν άσφαλτο που καίει.

Στο σπορ της το αμάξι ήτανε μόνη
και είχε το 'να χέρι στο τιμόνι
και τ' άλλο απλωμένο προς το μέρος
του στήθους όπου εδράζεται ο έρως.

Εκεί ματαίως απ' ώρα προσπαθούσε-
μπροστά ενώ το δρόμο εκοιτούσε-

να βγάλει απ' τη φαρδιά της τη μπλουζίτσα
μια ολόχρυση απαστράπτουσα καρφίτσα,

που όμως συνεχώς αντιστεκόνταν
ξεμάκραινε, διπλώνονταν, κρυβόνταν.
Κι εκείνη εσυνέχιζε την πάλη
κρατώντας πάντα ίσια το κεφάλι,

και, θε μου, με μιαν έκφραση απλωμένη
στο πρόσωπο, καθώς γαληνεμένη
μια θάλασσα μετά την τρικυμία-
που πλήρως ηρεμεί, ή σαν καμία

γυναίκα που αναλώθει όλο το βράδυ
στου έρωτα τη φλόγα και το χάδι-
που ολόκληρη εδόθη στα σκοτάδια
κι η μέρα τήνε βρήκε τέλεια άδεια.

Σου εύχομαι κυρία να μπορέσεις
το κόσμημα επιτέλους ν' αφαιρέσεις.
Αν μείνει, με τη λάμψη του την τόση
ποιος ξέρει τι κρυφό θα φανερώσει.




ΕΜΦΑΝΗΣ Ή Η WAITRESS

Ήταν ψηλή με πρόσωπο ωραίο'
λίγο αδύνατη αλλά με συμμετρία'
το σώμα έμοιαζε πιο νέο
για τη μεγάλη της την ηλικία.

Μια εμφανής σεμνότης την κρατούσε.
Συχνά γελούσε μα αρκετά συγκρατημένα.
Για φαγητό όταν ρωτούσε
τα μάτια είχε κατεβασμένα.

Για ένα μεσόκοπο σαν εμένα
σωστό μου έμοιαζε να την παντρευόμουν
έτσι όπως μ' είχανε ξεχασμένα
όσοι ασίγαστα εγώ σκεφτόμουν.

Σ’ ένα παιδί που ήξερα δυο χρόνια
καθώς ετρώγαμε μίλησα με ζέση
(είχανε φύγει τα γκαρσόνια):
«εκείνη η γυναίκα μου αρέσει..»

Σα να μιλούσε στον εαυτό του
"μ' ένα κατόφραγκο" μου λέει, "ξαπλώνει υπτίως".
Και γύρισε στο φαγητό του-
δολάρια εννοούσε ο αχρείος.





ΠΟΙΗΣΗ

Μία σελίδα άγραφη.
Ο ηθμός του νου επάνωθέ της
διάτρητος φύλακας της παρθενίας της.
Από την προϊστορία του αίματος
ως τρομαγμένα φαντάσματα της νύχτας
ή ως εφήμερα έντομα του χρόνου
ιδέες ξεπηδούν και ίπτανται στου δωματίου τον χώρο
σε πράγματα πάνω σκουντουφλώντας-παλαιά πορτραίτα,
σκελετούς ιδανικών εραστών, χάρτινα τριαντάφυλλα.

Απ’ όλες κάποια
περνάει τον ηθμό
κι αφήνει το ίχνος της στο άσπιλο λευκό.





ΤΑΝΙΑ ΚΑΙ ΓΚΡΕΓΚΟΡΥ

«Έτσι, στην πρώτη μανούβρα που έκανα-
στην πρώτη απόπειρα για να παρκάρω
μου έβαλε ξαφνικά τις φωνές:
ηλίθια, βλάκα, ανόητη,
αφού δε νογάς τι ανεβαίνεις στο αμάξι;
Τα είδες Τζωρτζ και συ.
Βέβαια δεν κατάλαβες τι λέει
μα άκουσες τις φωνές και είδες τις χειρονομίες του".

Στην πρώτη απόπειρά της να παρκάρει
την είπε ηλίθια, βλάκα και ανόητη.
Χωρίς αιτία, βάζοντάς της τις φωνές
την είπε ηλίθια, βλάκα και ανόητη ο Γκρέγκορυ την Τάνια.
Φωνάζοντας κι αισχρά χειρονομώντας
την έβρισε ηλίθια βλάκα και ανόητη.

"Οι φίλοι μάς περίμεναν, το ξέρεις Τζωρτζ,
στο BOWL-απ' το σπίτι
έτσι είχαμε μαζί τους συνεννοηθεί. Κι αυτός
με πρόσταξε στο σπίτι να γυρίσω
γιατί δεν ξέρω λέει να οδηγώ-
και μ' έβρισε ταυτόχρονα ηλίθια και ανόητη και βλάκα".

Οι φίλοι τους περίμεναν στο BOWL
(έτσι είχαν απ' το σπίτι συνεννοηθεί)
κι εκείνος σημασία μη δίνοντας σ' αυτό
την πρόσταξε στο σπίτι να γυρίσει όταν εκτίμησε
ότι αυτή καλό δεν έκανε παρκάρισμα.

"Τζωρτζ σου ζητώ συγνώμη για το φέρσιμό του.  
Χάλασες τη βραδιά σου και το ξέρω.  
Λυπάμαι Τζωρτζ γι αυτό μα τι να έκανα.
Έπρεπε να γυρίσω αφού μου είπε.
Αν δεν το έκανα ήταν ικανός να με χτυπήσει".

Την είπε ηλίθια βλάκα και ανόητη
απέξω από το BOWL όπου οι φίλοι τούς περίμεναν
και την επρόσταξε στο σπίτι να γυρίσει.
Κι αν τον παράκουγε ήταν ικανός να τη χτυπήσει.


ΣΑΣΤΙΣΜΕΝΕΣ

Να 'ναι πρωί. Ο καφές να βράζει
τo ράδιο να παίζει διαφημίσεις
ο ήλιος έξω μύτη να σκάζει
και συ τις μηχανές να 'χεις ν' αρχίσεις.

Σαν νέφη απ' το βοριά κυνηγημένα
να τρέχουνε οι σκέψεις στο μυαλό σου.
Επάνω στο τραπέζι αφημένα
τετράδια, το πουλόβερ, το στυλό σου.

Να χύνεται ο καφές και να ξεχνιέσαι
με θύμησες της ζήσης περασμένες.
Στα χάη που σου λεν "μέσα μας πέσε"
αρνήσεις να ψελλίζεις σαστισμένες…




GALINA..

Αν ήξερες Galina
πώς φέγγει ο ήλιος κάθε πρωί...
Τα ξανθά μαλλιά των μικρών κοριτσιών παίρνει
και μ' αυτά υφαίνει το στεφάνι του.
Τον πόνο παίρνει των ευκαλύπτων
φλόγα τον κάνει και μας πυρπολεί.
Με τις εκτεταμένες αγωνίες μας αχτίδες μάς τοξεύει.
Με τη φλόγα μας καιγόμαστε Galina...

ΤΟΣΟ  ΠΟΛΥ

Τόσο πολύ το θάνατο γνώρισα στη ζωή μου
όπου δε θα  'χει τίποτα καινούργιο να μου δώσει
όταν τα χέρια τα γκρενά επάνω μου θ'  απλώσει
και απαλά σαν σ'  όνειρο θα κόψει την πνοή μου.

Θα  'ρθει ένα βράδυ όμορφο, ζεστό και μυροβόλο.
Θα ξανοιχτούμε στη χαρά που η κουβέντα ανοίγει
κι ως πάντοτε, προς το πρωί, θα σηκωθεί να φύγει.
Μόνο που τώρα θα μου πει: "πάμε μαζί;"-κι αυτό θαν'  όλο.




Η ΓΚΑΡΣΟΝΑ

Μια χοντρή γκαρσόνα
με το πόδι το 'να
σπρώχνει το τραπέζι
το κουνά και παίζει.

Σαν χαζή γελάει
άπαυτα μιλάει
όλοι την κοιτάνε
και μ' αυτήν γελάνε.

Μα λεφτό δε δίνει
τι θα πουν για 'κείνη
κι ούτε που τη νοιάζει
ποιος τήνε κοιτάζει.
Κι όταν ως κουνιέται
άνταφλα κοιμιέται
μοιάζει φορτωμένη
σκούνα βουλιαγμένη.



ΑΓΙΟΣ ΣΤΟ ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙ

Το Εικονοστάσι.
Με το αυστηρό του Αγίου πρόσωπο.
Κάθε Βράδυ το Καντήλι του αναμμένο.

Μητέρα με Ωδίνες μεγάλες
σα το Πεπρωμένο να γεννούσες
τόνε γέννησες;

Τα Μάτια σου, όταν τον πρωτοείδες
πες μας,
ήταν σαν το Πανάρχαιο να κοίταζαν;
Σαν στο Βαθύ έμοιαζαν να χάνονται,
που πίσω του πολύ είχε
για να 'ρθει εδώ, αφήσει;

Κι όταν για πρώτη του φορά κοιμήθηκε,
Πες μας εσύ
που δίπλα του ξαγρύπνησες
ποιου τάχα Χρέους πνοή
στ' όνειρό του ήρθε και
σαν Μοίρα,
την Αγιοσύνη τού όρισε
και το Μαρτύριο;

ΔΙΧΩΣ ΤΗ ΜΝΗΜΗ

Δίχως τη μνήμη δεν μαθαίνει κάποιος
τα ηρωικά των προγόνων κατορθώματα,
τις φιλοσοφικές θεωρίες, τις τέχνες,
την καταγωγή της μηλολόνθης.

Δίχως τη μνήμη δεν θα ξέραμε
ότι κάποιοι πριν από μας
τις ίδιες βλακείες  έκαναν και είπαν.
Και δεν θα μετρούσαμε
την ανθρώπινη κακομοιριά με χιλιετίες.

Αν η μνήμη ατροφούσε,
η ελπίδα τότε θα γεννιόταν
τα μιαρά όντα καθαρόψυχα να γίνουν,
και απενοχοποιημένα να υπάρχουν
καθώς τα πετροχελίδονα,
οι χείμαρροι,
τα τετράχορδα και οι αλεπούδες.




ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ

Στην τελευταία ντυμένες μόδα,
ωραίες, τρυφερές, χαριτωμένες,
με μύρα στολισμένες και με ρόδα
κυρίες ιδανικές κι εκλεπτυσμένες,

τις φωτισμένες κοσμούν βιτρίνες
μεγάλων και λαμπρών καταστημάτων.
Ποτέ τους δεν ξαπλώνουνε σε κλίνες
ερώτων ή σ' ανάκλιντρα θανάτων-

για κείνες είναι ζωή τους όλη
μια στάση αυστηρά καθορισμένη.
Κι ουτ' έχουνε ποτέ αργία ή σκόλη
και ώρα για ξεκούραση δοσμένη.

Μον' όταν βράδυ τα φώτα σβήνουν
κι η Νύχτα με το Θάνατο φιλιούνται
εκείνες απαλά τα μάτια κλείνουν
και, δίχως να τις βλέπουμε, κοιμούνται.





ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ
"Αν δε χτίσεις σπίτι κι αν κορίτσι δεν παντρέψεις
δεν έχεις κάνει τίποτα στη ζωή σου"
λένε οι αμερικάνοι.

Πήρε ένα στίχο του κι αυτός
και πλάι τον έβαλε στο σπίτι το μεγάλο
της οδού Κτιστών
του τόπου Γη.

Την άλλη μέρα παραρτήματα οι εφημερίδες:
"Γιγάντιο οικοδόμημα πλάι σε σπίτι συμπολίτη
μας μες σε μια νύχτα-
θαύμα; ομαδική οφθαλμαπάτη;"

Και πια το στίχο του πάλι επήρε
και πάλι μες στο ποίημα τον έβαλε
ώστε και τους θνητούς να επαναφέρει
στην πρότερή τους απλοπάθεια και αποπλάνηση
και να κοπάσει τις πικρές
τις θρηνωδίες του ποιήματος
απ’ όπου αυτόν το στίχο είχε βγάλει.





Ο ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ

Σεπτές ακροβασίες .
Ανυπέρβλητες.

Πουλί εκεί επάνω δεν περνά.  
Η σκιά των αγγέλων πέφτει μόνο
εκεί που ακροβατούν οι αντίστροφοι,
εκεί που οι μετανάστες κροταλίζουν.

Ανάμεσα ελπίδας και φρίκης
γερά δεμένο το γλιστερό σκοινί.
Ανάμεσα γλυκού και φρούτου
ο πικρός λόγος χτυπάει.

Ο κόσμος κάτω αδηφάγος καραδοκεί.
To ακόντιο κοίλο και μέσα του
η σιδερένια μπάλα ελεύθερη
(απ' την κουζίνα μυρίζει τσιγαριστό κρεμμύδι).

Ο ακροβάτης παίρνει στα χέρια του την ψευδή ράβδο.
Μήκη ασύστατα εκτείνονται κάτωθέ του.
To ύψος ζαλίζει.
Μορφές αγαλμάτινες μαρμαρικές αιωρούνται-
φαντάσματα άσπρα και βαριά
μια σαθρή εντύπωση στερεότητας εγκυμονούντα.
Σε κάθε πόδι του
δυο μαχαίρια εκκωφαντικά γυαλίζουν.
Ανάμεσά τους στάλες αιμάτινης βροχής.

Χτες ήταν η Joyce.
Σήμερα απλά η waitress.

Μα πιο πριν
λουλούδια στα μαλλιά,
η γη στέρια
κι η ράβδος ήτανε παιχνίδι σιωπηλό.
Μα πιο πριν
τα χέρια αγαπημένα αγγίζανε κεφάλια
και το αίμα ήταν στη θέση του.
Μα πιο πριν
ειρηνικές φέτες ψωμιού τα μαχαίρια στόλιζαν
και τα σκοινιά μετρούσαν την αγάπη.
Οι μέρες ράγιζαν σαν ρόδια
που σκάζουν μπρος σε κάποια πόρτα σφαλιστή
πριν μπει το πόδι μέσα για το πρώτο καλωσόρισμα.

Μα τότε ήταν άλλες εποχές
τα δέντρα υψώνονταν αγόγγυστα
και το φως αβίαστα εφύτρωνε κάθε πρωί.
Τo χώμα στην αυλή ασβεστωμένο.
Μήλα στο πανέρι χρυσορόδινα.
Μέσα στις γλάστρες οι βασιλικοί ανέμιζαν αέρα μυρωμένο.
Ο ποδόγυρος του φουστανιού των κοριτσιών
σελήνη εθύμιζε αναίσχυντη και ιλαρή.

Λαχτάριζε τότε το βλέμμα-
όλα βλέπεις ήταν καινούργια...
τότε... τότε...
Κι αυτό που κάνει τώρα
εκστατικά τότε το κοίταζε από κάτω.
Κι ούτε φαντάζονταν ποτέ ότι θα 'ρχόνταν κι η σειρά του-
λες και το στόμα που 'λεγε τους αριθμούς
αυτόνε δε θα τον μετρούσε
ή ο δικός του αριθμός θα είχε κάπου παραπέσει.

Μα η καθυστέρηση άλλο τώρα
δεν ωφελεί.
Πρέπει να πέσει.
Πρέπει να τον λιανίσει του ανέμου το σπαθί
ολοσχερώς.

Λοιπόν,
φίλοι,
καλήν αντάμωση.

ΞΕΦΤΑ

Τα πρωινά σαν οι φωνές κοπάουν των πραγμάτων
κι ακόμα πριν καλά καλά η ηχώ τους να σβηστεί
έρχετ' η ώρα των πολλών μικρών πικρών θανάτων
την πόρτα της ανίας μας να κρούσει την κλειστή.

Σαν βόμβος από μέλισσες, σαν μούρμουρο ρυακιού
διαβαίνει από μέσα μας και στους ανέμους πάει
και κάποιο ρίγος μας περνά σαν παίξιμο ματιού
μες στις αισθήσεις μας καθώς τυφλά φτεροκοπάει.

Κι ως βγαίνει από μέσα μας κάτι μας έχει πάρει
κι η μέρα μας πιο άχρωμη κι ασήμαντη αρχινά
όπως η μέρα μιας κλωστής που από το κουβάρι
χρόνια κομμένη, όλο και πιο καθημερνά ξεφτά.


ως εδώ είδα για «αμερικάνικα»


BOWBIRD

Πήρα μικρά γεροδεμένα ξυλαράκια
κι έφτιαξα μία πρόσοψη φωλιάς
έτσι που ο ήλιος πάνω της να ισκιάζεται.
Ύστερα μάζεψα τις πιο πολύχρωμες μικρές
γυαλιστερές και στρογγυλές πετρούλες που εβρήκα
και μπρος τις έβαλα στο χώρο της φωλιάς
μ' αυτό τον τρόπο φτιάχνοντας ένα πολύχρωμο
λαμπρό κι ωραίο ψηφιδωτό.

Έτσι έχουμε μια σκηνή θεάτρου
με δάπεδο καθώς σας είπα
και τη φωλιά από πίσω της για σκηνικό.

Τι μένει τώρα;
Οι χορευτές κι οι θεατές
(δε συνηθίζω να επαίρομαι αλλά
τι ομορφιά που έχει αυτή η σκηνή!.
Αρκεί μονάχα να σας έλεγα ότι φορές
θα 'θελα να 'μουν θηλυκό
για να μπορώ να χαίρομαι τέτοιες εικόνες
συχνότερα και, βέβαια
με κάποια ποικιλία...)

Ο χορευτής λοιπόν εδώ θα είμαι εγώ.
Με μια ετικέτα που κατέχω άριστα
κι εγώ δεν ξέρω πώς
θ’ αρχίσω να λυγώ, να σκύβω, να υποκλίνομαι,
να τρέχω δεξιά κι αριστερά με χάρη,
με νόημα να γέρνω μπρος και πίσω,
ν' ανοίγω τα φτερα σαν τάχα να ίπταμαι,
απότομα να στρέφω, να τεντώνομαι,
κι ένα σωρό να κάνω ακόμα ανόητες τέτοιες φιγούρες.
Και ολ' αυτά για να μπορεί το θηλυκό-που τώρα
που σας μιλώ στέκεται απέναντι και βλέπει-
για να μπορεί το θηλυκό
να μαγευτεί απ' τ' ωραίο θέαμα
και στη φωλιά μου να 'ρθει επιτέλους.

Λοιπόν θαυμάστε με και σείς- η επίδειξη αρχίζει.

Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΕΘΑΝΕ-ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
(γιατρός, συμμαθητής και πολύτιμος φίλος)

Αγνέ Σωτήρη, αγνότερε από της μυρτιάς τα φύλλα
πού πήγε η καλοσύνη σου; πού πήγε η αφοβιά σου;
Εσέ που κάθε πρωινό πρώτον το φως σ’ εφίλα…
που πρώτα έλεγε η αυγή σε σένανε το γεια σου…

Σωτήρη αγνέ κι αλύγιστε το πρόσωπό σου τώρα
ποια πλάση τάχα το φιλά; ποιος τάχα τώρα φίλος
κρέμεται απ' τη μελίρρυτη του στόματός σου οπώρα;
Των ιδεών σου ποιος τρυγά το βάθος και το ψήλος;

Σωτήρη, φίλε αειθαλή στον φιλοβόλο κόσμο
έλα και πάλι ανάδεψε, και μύρισε τον δυόσμο.
Αχ! Κι αν στα ουράνια μάχονται χίλιες για σένα πλάσες,
κι αν οι νικήτρες ακριβό στολίδι τους σε κάνουν
μα ένας του πόνου στεναγμός μύριες αξίζει ανάσες-
α! χίλιοι κόσμοι όπου αλλού, τον ένα αυτό δε φκιάνουν.



ΔΕΣΜΙΟΣ

Στου δωματίου μου του ησύχου
την παγωμένη ερημία
δίχως ελπίδα πια καμία
δέσμιος κείμαι εγώ του στίχου.

Ως εδώ κάτω είμαι πεσμένος
κάτι μου κόβει την ανάσα
σαν το δωμάτιο να 'ναι κάσα
και να 'μαι κιόλας πεθαμένος.

Όσες ζωής τρέμουν ελπίδες
όπου ο Χάρος χέρι απλώσει
τόσα φτερά έχουν φυτρώσει
πα' στις βαριές μου αλυσίδες.

Ως ακυβέρνητο καράβι
παιχνίδι γίνεται στο κύμα
έτσι μ' εμέ να παίζει η ρίμα
τ' άγριο παιχνίδι της δεν παύει.

Κι είμαι το σβήσιμο του ήχου
που κάνει σπώντας με μανία
της ποίησής μου η αγωνία
στην επιφάνεια κάθε τοίχου.



Ο ΜΑΞ

Ο Ρότζερ ο Κούτζο κι ο Μαξ
καλά μας φυλάγουν εμάς.
Κι ενω μες στον ύπνο δοσμμνοι
κοιμόμαστε εμείς κουρασμένοι
ξυπνάμε καθώς εναλλάξ
γαυγίζουν ο Κούτζο κι ο Μαξ.

Εσχάτως το δόλιο τον Μαξ
τον χτύπησε μ' όπλο ένας βλαξ
και παν τα παλιά του τα κλέη
και τώρα τα λοίσθια πνέει.  
Και είναι το τραύμα διαμπάξ
που τώρα σκοτώνει τον Μαξ.




ΑΓΡΙΟΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ  

Αντάρτη χωρίς ταυτότητα!
Πρίγκηπα χωρίς περγαμηνές ευγένειας!

Λαχτάρα όλο ο ταξιδιώτης πάνω σου γέρνει.

Ο πραματευτής αγέρας
ακριβά τ’ αγκάθια σου πληρώνει
για το άρωμα που από σε φορτώνει
και τριγύρω θα μοσχοπουλήσει.

Αγριοτριαντάφυλλο!
Λεύτερο από φράχτες !
Αμόλυντο από φώτα σαλονιών!

Αγριοτριαντάφυλλο!
Συντρόφι εσύ των στιλβωμένων αστεριών
Τις ξάστερες τις νύχτες του χειμώνα!

ΜΕΞΙΚΑΝΙΚΑ...

Σε μεξικάνικη μια συντροφιά
δίπλα σαν κάτσεις κάποια μέρα
κάθε σου φεύγει ακεφιά-
κέφι πλανιέται στον αέρα.

Και "κε πασό" και "νάδα μας"
και "μούτσο γκράσιας" και "αμίγκο"
σα μεξικάνος θα μιλάς
θες και δε θες κι εσύ σε λίγκο'

Κι από αντίδραση ευθύς
στη γλωσσική τη μοναξιά σου
ίσως ξανά να θυμηθείς
τα ξεχασμένα ελληνικά σου.




ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ

Στης αγοράς τη χλαλοή
που κάθε μέρα συντυχαίνω
ένα γελάκι ευτυχισμένο
μου 'δωσε σήμερα ζωή.

Μέσα στο κάρο μου εγώ
εξαφνικά της είδα έξω  
κι ως δεν μπορούσα εκεί να τρέξω
κινώ το χέρι και γελώ.

Αυτή με βλέπει και γελά
και μου κινεί κι αυτή το χέρι-
για μια στιγμή γλυκό μου ταίρι
μέσα στη μέρα που κυλά.

Κι ως μες στον κόσμο να χαθεί,
η μαυρομάτα μου γελούσε,
ενώ η χαρά μέσα μου ανθούσε
κι είχε η λαχτάρα απλωθεί.

Και πάλι ακούστηκε η φωνή
που ανοιγοκλείνει την παγίδα:
"Καραγκιοζάκι πήδα! πήδα!
σου ετραβήξαν το σκοινί!"






THORNBIRD

Σαν το πουλί που το μικρό
το σώμα του καρφώνει
σε κάποιου κάκτου το ξερό
αγκάθι, που πληγώνει

το τρυφερό του το κορμί
κι εκείνο κελαηδάει
με τέτοια χάρη γιορτινή
που η Φύση σταματάει

όποιο της μούρμουρο γλυκό
σαν να 'χει ξάφνω σκόλη,
και το τραγούδι το απαλό
γλυκαφουγκράζεται όλη,

κι όσο το αγκάθι πιο βαθιά
μέσα στο σώμα μπαίνει
τόσο η φωνίτσα η γλυκιά
και πιο πολύ γλυκαίνει

ώσπου το αγκάθι να χωθεί
μες στη μικρή καρδιά του
και η ζωή του να κοπεί
και η γλυκιά λαλιά του...

έτσι η ψυχή μου είναι κι εμέ
σαν ένα αγκαθοπούλι
που δε διαλέγει-αχ! καημέ!-
τη βιόλα ή το γιούλι,

παρά στου Πόνου τα σπαθιά
τ' ακονισμένα ορμάει.
Κι ως μπαίνουν κείνα πιο βαθιά
εκείνη τραγουδάει

τον πιο όμορφό της το σκοπό,
προτού τα μάτια κλείσει
σαν αγριολούλουδο μικρό
που έχει πια μαδήσει.


I RECEIVED A LETTER

Δεν ξέρω ποιος μου το 'στειλε-δε γράφει.
Μα είναι οπωσδήποτε για μένα.
Ζωγραφισμένοι πάνω του δυο τάφοι
κι άταφα δυο κορμιά τυμπανισμένα.

Λιβάνι αντίς αρώματα μυρίζει
και το 'φερε ψηλός μαντατοφόρος.
To νου μου απορία δε βασανίζει-
δεν είμαι με το γράμμα ετούτο ξένος.

Χαμένη ήταν η ζήση κι χαρά μου
και σήμερα νεκρές μου τις γυρίσαν.
Αργήσανε να φτάσουνε κοντά μου
και βέβαια τα κορμιά τους εσαπίσαν.




ΣΑΝ ΣΚΥΛΙΑ

Αφότου έφυγα πριν χρόνια απ' την πατρίδα
κι όσο περνάει ο καιρός, καταλαβαίνω
πως κάθε μέρα πιο πολύ σβήνει η ελπίδα
και κάθε μέρα περισσότερο πεθαίνω.

Άδης η χώρα τούτη εδώ. Γύρω σκοτάδι.
Τυφλών σκιές όταν βαδίζω διασταυρώνω
που κάποιος λες ψυχοπομπός τις πάει ομάδι
πέρα απ' το διάστημα και πέρα από το Χρόνο.

Η γειτονιά μου ένα μικρό νεκροταφείο
με τους γειτόνους μου βρυκόλακες αύλους
που σαν σκυλιά είτε με ζέστη είτε με κρύο
πρωί και βράδυ κατουρούν δέντρα και στύλους.

Αντίς για φώτα βράδυ φέγγουνε κεράκια
και τις προθήκες δείχνουνε των εστιατορίων
σπερνά γεμάτες. Και ορμάν μαύρα κοράκια
και τρων τις σάρκες τις ωμές πτωμάτων μακαβρίων.

Και οι γνωστοί μού στέλνουν γράμματα, καρτούλες,
σαν όπως στέλνουν προσφορές στην εκκλησία
και πάνω ζωγραφίζουνε μικρές καρδούλες
που θάβονται οι χτύποι τους στην τόση ερημία.

Κι όλο περσότερο βαθιά βυθίζω
στο σκότος το άμετρο της χώρας όπου ξένος,
μόνος, ανέραστος, απέλπιδος σαπίζω
και πιο πολύ είμαι κάθε μέρα πεθαμένος.




TO ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ

Αχ! Πόσο το ’θελα αυτό το ωραίο δαχτυλίδι!
Ένα κενό τα μέσα μου που γέμιζε γεμίζει
και όπως στον παράμεσο τυλίγεται σαν φίδι
η σιγουριά που μου γεννά το νου μου τον ζαλίζει.

Έχω κι εγώ επάνω μου ένα πράγμα που να λάμπει
κάτι που δίχως να 'ξερα το είχα ανάγκη τόσο.
Κάτι που μες στη ζήση μου αδιάσπαστα θε να 'μπει-
κάτι που άφοβα μπορώ δικό μου να το νιώσω.

Τώρα μετά από  από τη δουλειά στο σπίτι μου τραβώντας
από μακριά σα με θωρούν οι νέοι οι ταλαντούχοι
θα λεν απ’ τη μαστούρα τους απότομα ξυπνώντας «μάγκες, ο τύπος έρχεται το δαχτυλίδι που ’χει»’

Κάτι ζεστό το χέρι. μου αγγίζει επιτέλους.
Κάτι κοντά μου είναι πολύ-με συντροφεύει κάτι
και μοιάζει αυτή μου η αίσθηση να ’ναι η αρχή του τέλους
των συφορών που ολοζωής μου σκότιζαν το μάτι.

Με το λευκό του δέρματος ταιριάζει ανυπερθέτως
και με το σχήμα του χεριού αδιασπάστως δένει.
Ω! Φίλοι! Μες στη ζήση μου κάτι θ' αλλάξει εφέτος-
κάτι θαρθεί αγαπητό-χαρά με περιμένει...

Τώρα η γυμνότης των χεριών δεν ενοχλει-ωρισμένως
κάτι έπρεπε οπωσδήποτε σ' αυτή τη θέση να 'ναι-
πάντα μού ήταν άφιλα κι εγώ τους ήμουν ξένος'
τώρα η φιλιά κι η γνωριμιά τους δύο μάς μεθάνε.


Ω! Τα χρυσά-τα μαγικά-τα λάγνα δαχτυλίδια
πώς τη χαρά την άπιαστη χειροπιαστή μας δίνουν...
Ω! τα χρυσά-τ'αστραφτερά-τα λαμπερά στολίδια
ως και τα ράκη της ψυχής μπορούνε να ομορφήνουν.







Η ΠΡΩΤΗ

Απάνω στο βιβλίο μου
καθώς καθόμουνα στο ηλιοστάσι
μια μύγα ήρθε να διαβάσει.

Τα πόδια της ελύγισε
και 'στάθη λίγο έτσι διπλωμένη
στο διάβασμά της ξεχασμένη.

Κατόπι εσηκώθηκε
και το σοφό της ξύνοντας κεφάλι
"θεέ μου", είπε, "τέτοιο χάλι

ποτέ δεν το περίμενα:
οι άνθρωποι μοχθούν να μάθουν ό,τι
για μας η γνώση ήταν η πρώτη".


ΟΙ ΑΤΣΑΛΙΝΟΙ

Αθύρματα είμαστε λοιπόν υπάρξεων ατσαλένιων.  
Κερένια είμαστε ανδρείκελα σε λίγων μεταξένιων
κλωστών τις άκρες άκοπα κι αχώριστα δεμένοι,
με καθ' ελπίδα για φυγή εντός μας σκοτωμένη.

Ένα παιχνίδι θεατρικό οι ατσάλινοι έχουν στήσει
κοπαδιαστά μέσα σ' αυτό μας έχουν οδηγήσει
και κει αυτοί τα εύθραυστα κινώντας νήματά μας
ρυθμίζουνε τα λόγια μας και παν τα βήματά μας.

Και το παιχνίδι της φθοράς αρχίζει` μεθυσμένους
από χαρά μας θέλουνε; μας θέλουν λυπημένους;
Μας θέλουν να υποφέρουμε; ν' ασπαίρουμε; να κλαίμε;
κινούνε τις κλωστίτσες μας και θέλουμε ό,τι θε' νε.

Μας δίνουν αξιώματα, επαγγέλματα μοιράζουν
μας ρίχνουν, μας σηκώνουνε, διαθέσεις μας αλλάζουν
και στέλνουν κατεπάνω μας τα κύματα του τρόμου
σε κάθε βήμα του σαθρού κερένιου μας του δρόμου.

Και όταν πια χορτάσουνε το αστείο τους παιχνίδι
μας αποσπούν απ' του φρικτού θεάτρου το σανίδι
και με του ενός δαχτύλου τους ωθώντας μας τη ράγα
οριστικά μας ρίχνουνε στη φλόγα την παμφάγα.


ΚΑΙ ΟΙ ΤΟΙΧΟΙ

ΣΤΟ ΚΕΛΙ ΟΠΟΥ ΚΛΕΙΣΜΕΝΟΣ ΕΙΣΑΙ
ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΠΟΡΤΑ ΜΥΣΤΙΚΗ
ΠΟΥ ΑΝΟΙΓΟΝΤΑΣ
ΣΕ ΔΙΝΕΙ ΕΞΩ
ΣΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ.

ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΠΟΡΤΑ.

ΜΠΟΡΕΙ,
ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ,
ΚΑΠΟΙΟ ΚΡΥΦΟ ΚΟΥΜΠΙ ΝΑ ΤΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙ.
Ή ΠΑΛΙ ΝΑ ΠΡΟΣΜΕΝΕΙ ΜΙΑ ΛΕΞΗ ΣΟΥ Ν’ ΑΚΟΥΣΕΙ
ΚΑΙ ΣΥΝΤΡΙΜΜΙΑ
ΣΤΗ ΔΟΝΗΣΗ ΠΟΥ ΕΚΕΙΝΗ ΘΑ ΤΗΣ ΦΕΡΕΙ
ΝΑ ΣΩΡΙΑΣΤΕΙ.

ΚΑΙ ΣΗΚΩΝΕΣΑΙ
ΚΑΙ ΨΗΛΑΦΑΣ ΤΟΝ ΤΟΙΧΟ
ΚΑΙ ΛΕΞΕΙΣ ΜΑΓΙΚΕΣ ΖΗΤΑΣ.

ΌΜΩΣ ΑΚΙΝΗΣΙΑ ΜΟΝΟ
ΚΑΙ ΣΙΩΠΗ ΑΝ ΓΙΝΕΙΣ
Η ΠΟΡΤΑ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΜΑ ΚΑΙ ΟΙ ΤΟΙΧΟΙ
ΘΑ ΠΕΣΟΥΝ
ΚΑΙ ΟΛΑ ΤΟΤΕ
φως και χαρά θα είναι.


Η ΜΙΚΡΗ ΧΩΡΙΑΤΟΠΟΥΛΑ

-Μικρή χωριατοπούλα απ’ το Μαϊάμι
γιατί σε τρίχινο ξαπλώνεις χράμι;
-Το τρυφερό τρυπάει το κορμί μου
και κόβει τη φωτιά και την ορμή μου
κι αν λύσεις της ποδιάς μου το φιογκάκι
καυτό θα σου χαρίσω ένα φιλάκι
και μόνο να μου άγγιζες το χέρι
λαμπρό θα σου εχάριζα εν' αστέρι.

-Μικρή χωριατοπούλα γιατί τρέχεις;
γιατί ολόημερα στασό δεν έχεις;
-'Ποσταίνοντας τις μέρες στα λαγκάδια
πιο ήρεμα διαβαίνουνε τα βράδια

κι αν έρθεις στη στιγμή θα σου χαρίσω
τ’ ωραίο το πουλί το παραδείσιο
και όλα θα ’ν’ της Άνοιξης τα μύρα
δικά σου σα θα κρούσεις μου τη θύρα.

-Μικρούλα μου, άφησέ με να βοηθήσω
εγώ τα ξύλα σου να κουβαλήσω.
-Αψήφιστο αυτό μπροστά στο άλλο
τ' αβάσταγο το βάρος το μεγάλο.

Κι αν λύτρωση από κείνο θα μου φέρεις
θα μάθεις μυστικά που δεν τα ξέρεις
κι αν λύσεις των μαλλιών μου τις πλεξίδες
τα χάδια θα σου δώσω που δεν είδες.

ΕΛΛΗΝΙΣΜΌΣ ΚΑΙ ΈΛΛΗΝΑΣ

-Δεντρί με κούρβουλο κάθε κλωνί σου,
Γλυκέ, Μαυρόντυτε, Πικρέ Πατέρα
ακόμα ποιο ακριβό θρηνείς παιδί σου;
-Τη Σμύρνη-την τρανή μου θυγατέρα!

-Φτάνει Πατέρα. Σκούπισε το δάκρυ.
Θεός τα παίρνει όλα και τα δίνει.
Κι αν ίσως έχασες της γης μιαν άκρη
μα της ζωής δε στέρεψεν η κρήνη.

-Δεν ήταν γης μα ολάργυρο φεγγάρι.
Χρυσάμαξα που αγγέλοι τηνε σύραν.
Κι ήταν διαμάντι και μαργαριτάρι.
Και δεν την πηρ' ο Θεός-Τουρκοί την πήραν!







Η ΖΩΗ

Η καρέκλα σηκώθηκε βαριεστημένη. "Θα πάω έξω" είπε. Ο καναπές πήγε στο παράθυρο, παραμέρισε την κουρτίνα και "βρέχει έξω" της είπε, "πού θα πας;" Την έπιασε από το χέρι- "πες μου" της είπε πάλι "πού θέλεις να πας;"
Εκείνη τον έσπρωξε λέγοντάς του "με πονάς!"

Μια βαριά σιωπή έπεσε ανάμεσά τους.

Εκείνος, χλωμός μετά απ' αυτή τη σκηνή
και χολωμένος που ασυγκράτητος δείχτηκε, στάθηκε όρθιος μπροστά στο παράθυρο.
Αυτή, αγέρωχη στην αρχή, ήπια κατόπιν, κλεισμένη μέσα στο άψογο τετράγωνό της, έφτιαξε το φόρεμά της. "Στο είπα-αν δε σ' αρέσω έτσι να μ' αφήσεις ήσυχη. Στο κάτω κάτω αυτό είναι το σπίτι μου".
Έκατσε πεισμωμένη.
Εκείνη τη στιγμή δυο άντρες μπήκαν στο δωμάτιο. Ο ένας κάθισε στην καρέκλα βγάζοντας τα χαρτιά του. Ο άλλος βάζοντας τον καναπέ στη θέση του ρώτησε: "μα γιατί αυτός ο καναπές είναι όρθιος;"
 Ύστερα όλα έγιναν με την κανονική τους σειρά.






ΟΤΑΝ

Όταν
στον τελειωμό της μάχης της μεγάλης
του γυρισμού το δρόμο παίρνεις νικημένος
κι ακούς ακόμα να ηχούνε καθαρές
του νικητή σου οι χαρούμενες ιαχές
κι η κόλαση ξεχύνεται ξοπίσω σου και μπρος σου φοβερή
τότε
δεν ωφελεί παράδεισους να σκέφτεσαι
για φαντασιώσεις πια καιρός δεν είναι.

Τα βήματά σου σύρε και βολέψου
όπως μπορείς σε μια γωνιά
και τυχερός πολύ να θεωρείσαι
που εκεί σ' αφήνουνε να μένεις.

Για δίκαιο μη μιλήσεις-
για δόλον του εχθρού ή ατιμίαν του στη μάχη
Τα τέτοια σβήστα από τη σκέψη σου τελείως
και από τώρα ήσυχα να ζεις και μετρημένα
με προσοχήν προσέχοντας μεγάλην
μη κάτι που θα κάνεις ή θα πεις
τόνε θυμώσει τον εχθρόν που νικητής εμπήκε στη ζωή σου.

Και ξέρεις δα οι νικητές
τι εύκολα θυμώνουν.







Η ΦΙΛΗ

Είχα μια φίλη που έφυγε απ' την Ελλάδα όταν
η ελπίδα μες στα μάτια της ακόμα αναπαυόταν
και πήγε στην απόμακρη και πλούσια Αμερική.

To πρόσωπό της έλαμπε από ζωή και φλόγα
Τα βράδια ο ήλιος κούρνιαζε στου στήθους της τη ρόγα
και φως και ζέστα εμάζευε ολονυχτίς εκεί.

Κι έφυγε. Και μας άφησε να κλαίμε στη φυγή της.
Και παίρνοντας τα όνειρα και τη χαρά μαζί της
ξεδίπλωσε ολόλευκα πανιά στον κρύο αγέρα.

Κι ακόμα όταν έφτανε στην ξένη γη το πλοίο
αυτή γελούσε ολόδροσα σαν ενα ακόμα αστείο
να 'ταν και το ταξίδι της κι η ζήση εκεί πέρα.

Τριάντα χρόνια πέρασαν και το 'φερε η μοίρα
κι όπως αυτή, έτσι κι εγώ, τους ίδιους δρόμους πήρα.
Και ζήτησα όταν έφτασα τη φίλη μου να δω.

Μα αντίς γι αυτή με στείλανε σε άψυχο ένα σώμα
που ας με γνώρισε αυτό, εγώ και τότε ακόμα
ενόμισα πως λάθεψα και πήγα σ' άλλη οδό.

Εγώ θυμόμουν με χαρά και φως να 'ναι γεμάτη.  
Τώρα κενό κι ανέκφραστο με κοίταζε το μάτι
κι άχρωμη μια κι αγνώριστη μου μίλαγε φωνή.

Κι αυτή φαινόταν να 'τανε μ' όλα τα γύρω ξένη
μηχανικά εβάδιζε και σαν υπνωτισμένη
σα μαραμένο να 'τανε δεντρού ενού κλωνί.


Χίλιες φορές καλλίτερα να την κατείχε η θλίψη
ή στην ψυχή της άκλειστες πληγές να είχε ανοίξει
του Πόνου το μαχαίρωμα-της Λύπης η κραυγή,

παρά που ήταν σα σβηστός λύχνος που ακόμα σβήνει
ή σαν κορμί που ακόμα ζει αν και δεν έχει μείνει
τίποτα πλέον ζωντανό εντός του για να βγει.

Και όταν μιαν ανθρώπινη ελπίζοντας να δρέψω
ματιά, το έλος τόλμησα λιγάκι ν’ αναδέψω-
κι όταν το λόγο έφερα στην τοτινή χαρά,

ένα τρελό που τράνταζε τα μαραμένα στήθη-
ένα τρελό κι απόκοσμο γέλιο μου αποκρίθη
σαν χίλια όρνια να 'κρουαν τα μαύρα τους φτερά.




ΓΕΝΕΘΛΙΑ

Γενέθλια του Λος Άντζελες.
Κλείνει τα εκατόν τριάντα τρία χρόνια.
Centenial Chatchworth.
Γιορτές και πανηγύρια.
Μα ούτε ολιγοήμερο έμβρυο
δεν είναι εδώ ακόμα η Αρετή.

Τι θέλω εγώ σ' αυτόν τον κόσμο μέσα;
Πώς να χαρώ εγώ με τέτοιες φιέστες;
Και όταν είμαι μέτοχος
στο πιο λαμπρό κι αλάθητο μνημείο
γιατί να ορθώνω πέτρες ακαλαίσθητες
ασύμμετρες, ογκώδεις κι αιχμηρές
σε ό,τι αυτοί αλλοπρόσαλλα οικοδομούν;

Ας πάω στον τόπο μου λοιπόν.
Ας φύγω στην πατρίδα.
Εκεί έχουμε χτίσει τις γιορτές μας
και μέσα υπάρχουνε σε μια αιώνια φιέστα.
Από γιορτές και φιέστες πια εμείς... κατάμεστοι…


ΤΟ ΜΕΛΑΝΟΔΟΧΕΙΟ

Κάποιες φορές αιστάνεται
σαν μελανοδοχείο
που κάποια πέννα μέσα του
βουτώντας ταχτικά
μαύρα αραδιάζει γράμματα
πάνω σε άσπρη κόλλα-
μαύρα αραδιάζει γράμματα
σε φύλλα ολολευκά.

Και κάποια μέρα μέσα του
η πέννα σα χωθεί
μελάνι άλλο δε θα βρει-
θε’ να ’χουνε σωθεί
οι στάλες της ολόμαυρης
κι ολόστιφης ζωής του.
Και κάποιο χέρι νευρικό
θα σπάσει το γυαλί του.

ΓΙΑ ΤΈΛΕΙΑ

Τον έκλεψε ένας φίλος
μια φίλη του 'χε φύγει
και του 'λειψε ο ζήλος
για της ζωής τα ρίγη.

Και μ' ένα πυροβόλο
της πλούσιας συλλογής του
δια μιας εμέτρησε όλο
το χρόνο της ζωής του.

Αξιέπαινος η πράξις
κι η πρόθεσις τιμία
κι απ' όπου την κοιτάξεις
προδίδει ευαισθησία.

Αυτή όμως η λύσις
για τέλεια θα μετρούσε
αν είχε αυτοκτονήσει
ενόσω ευτυχούσε.




ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΙ…

Αγαπημένοι φίλοι μου για με μη βάζετε έγνοια.
Καλά περνώ στην ξενιτιά-πρόβλημα εδώ κανένα.
Εξέφυγα από τα μικρά κι από τα τιποτένια.  
Σας ξαναλέω: μη γνοιάζεστε-μη σκέφτεστε για μένα.
Στο εργοστάσιο του ατσαλιού έχω σαράντα εργάτες.
Ό,τι διατάξω γίνεται. Με λογαριάζουν όλοι.
Έχω τους πλουσιότερους εμπόρους για πελάτες.
Είμαι γνωστός και σεβαστός σ' ολόκληρη την πόλη.

Τρία αυτοκίνητα κρατώ κι ένα έχω παραγγείλει
απ' τα μεγάλα κότερα για βόλτες στα πελάγη
που καίει δεκάξι τάλιρα σ' ένα μονάχα μίλι,  
για να ξεφεύγω απ' της στυγνής ρουτίνας τα τενάγη.

Μες σε ντουλάπες δρύινες με ασημένια φύλλα
για να ταιριάζουν μ' όλες μου τις ψυχικές διαθέσεις
έχω κοστούμια αμέτρητα με χρώματα ποικίλα.
Ναι! Ζω μια ξέχωρη ζωή με πλούτο και ανέσεις.

Η μέρα σπρωχνεται εύκολα. Τη νύχτα κουρασμένος
κοιμάμαι αμέσως. Αύριο, πρόγραμμα ίδιο πάλι.
Γι αυτό σας λέω, προβλήματα δεν έχω-ορισμένως
εγλίτωσα απ' το άσχημο που 'χα εκεί πέρα χάλι.

Όλα καλά. Μονάχα να… υπάρχουν κάτι βράδια,
καθώς αυτά τα βροχερά βράδια τα ρημαγμένα,
που όπως τα ψάρια σπαρταρούν πιαστά στα παραγάδια
κι ο ταύρος ο δικέρατος πεσμένος στην αρένα,

έτσι εντός τους σπαρταρούν κάτι ψυχές θλιμμένες.
Κάτι βραδιές που τις βαθιές κουτάλες τους αρπάζουν
οι υπηρέτες του Θεού που πίσσα ειν' αλειμμένες,
με φόβο τις γεμίζουνε και μέσα τις αδειάζουν

στις θλιβερές έτσι ψυχές αυτών που ζουν στα ξένα.
Τέτοιες βραδιές που μέσα τους η ελπίδα δεν αντέχει-
τέτοιες βραδιές -πώς να την πει την πεθυμιά η πέννα...
να!.. θα 'θελα να ήμουνα κοντά σας όταν βρέχει.







ΣΤΟ ΧΩΜΑ

Ωρθώθη ο γίγαντας στα δυο τα πόδια τ' ατσαλένια
και με το χέρι εχάιδεψε τ' ατσάλινά του γένια.
Τ' όπλο του το γιγάντινο στα χέρια του αρπάζει
κι ενός νιοπέταχτου πουλιού τα δυο φτεράκια σπάζει.

Κι ως το 'δε ο γίγας τ' ατσαλιού να σπαρταράει μπροστά του
επόνεσε η ατσάλινη κι απόνετη καρδιά του
κι έκλαιγε πάνω απ' του πουλιού το πληγωμένο σώμα
με δάκρυα από σίδερο που βρόνταγαν στο χώμα.

ΚΑΘΟΛΟΥ

Ενώ την επερίμενε
αυτή επέρασε
χωρίς καθόλου-
η ζωή-
να τον αγγίσει.

Γιατί όταν τον αέρα τα φτερά της εχτυπούσαν,
εκείνη αν ήταν,
αυτός κρυμμένος βρίσκονταν στην παλαιά μέσα σπηλιά.

Κι όταν εκείνη τον καλούσε χαρωπή
θρήνους αυτός μουρμούριζε
για τις χαρές του,
που μες στους κύκλους θρυμματίζονταν της δίνης
που τα πολύδωρα φτερά της εσηκώναν.


ΕΝΟΣ ΓΥΜΝΟΥ

Η λερή επιφάνεια του τραπεζιού θυμίζει
πως κάποτε τρώγαν πάνω του.
Διακρίνω τον κύκλο του ποτηριού
τον κύκλο του ζεστού καρβελιού
και τον κύκλο ενός γυμνού κορμιού-
πρέπει να 'ναι της εξαδέλφης
που πήγαινε τα Σαββατοκύριακα.



Η ΜΕΡΑ ΑΥΤΗ

Η μέρα αυτή τον άγγιξε σαν ήχος μιας αιθέριας μουσικής.
Ότι να δει ποθούσε
εμπρός του μόνο του πήγε και στάθηκε.
Με κύκλους που όλο και μεγάλωναν
τ’ αρχαία μυστήρια του αποκαλύφτηκαν του κόσμου.
Με φως οι αισθήσεις του όλες πλημμυρίσανε
κι ανάμεσα στη Γνώση και στο Νου
μόνο ένας τοίχος λεπτός τόσο
που διαπηδώντας συνευρίσκονταν
κι ο κεραυνός
κι η σκέψη του θεού
κι η νεροστάλα.

Σαν  άνθος μέσα του εβλάστησεν η μέρα αυτή.
Κι ως η εσπέρα της λιποθυμούσε
Όπως το άνθος την ψυχή
Έτσι κι αυτή κοντά της τον τραβούσε.




ΝΕΚΡΟΚΕΡΙΝΗ

Σ' αυτό τον τάφο που άνοιξαν
οι κάτοικοι οι πρώτοι
μες στα υγρά του σκότη
τι να 'κρυψαν-τι να 'ριξαν;..

Ποτέ μου δεν εζήτησα
να γίνω τυμβωρύχος
μ' αφού το θέλει ο στίχος
τον τάφο τον εσύλησα.

Μέσα η Αγάπη κλείνονταν.
Με βιάση πεταμένο-
με σύρματα δεμένο
τ' αβρό κορμάκι εκείτονταν.

Κι αντίς γι Αγάπη αέρινη
που ήξερα εκεί πέρα
βρήκα σ' αυτή την ξέρα
μια Αγάπη νεκροκέρινη.

Στ' άσαρκο πλάϊ λείψανο
το σώμα μου ξαπλώνω
μα πάλι μένει μόνο
και πάλι αξεδίψαγο...





Ο ΣΚΥΛΟΣ

Μένει εδώ κοντά τελευταία ένας σκύλος
που 'χει την ουρά διπλωμένη στα σκέλια.
Στ' άλλα τα σκυλιά δε μετράει για φίλος
κι είναι η γειτονιά της ζωής του η εμβέλεια.

Άτολμα κοιτά. Σιωπά. Δε δαγκώνει.
Σα σκυλί κι αυτό δε λερώνει τους στύλους.
Τρώει μοναχά -σ' άλλου βιος δεν απλώνει-
ό,τι αφεθεί απ' τους άλλους τους σκύλους.

Τάχα μοναχός έχει εκείνος διαλέξει
τούτη τη ζωή που με θάνατο μοιάζει;
Τάχα μοναχός έχει εκείνος διαλέξει
τούτη τη ζωή που τον τρόμο τρομάζει;

Ή να είναι αυτή μια ζωή υποταγμένη-
μια βαθιά πληγή που ματώνει τα στήθια-
ή να είναι αυτή μια ζωή υποταγμένη-
μιαν ανημποριά που 'χει γίνει συνήθεια;

A! To μυστικό θα το πάρει μαζί του
ο που την ουρά διπλωμένη έχει σκύλος-
ένα μυστικό που για τη φύλαξή του
μέγας κι ιερός αναλώθηκε ζήλος.



ΚΑΛΙΦΟΡΝΙΑ-ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Όπως αυτούς που έκαναν εγκλήματα πολλά
ρίχνοντας μες στα μάτια τους φώτα τους ανακρίνουν
κι ο ιδρώτας από πάνω τους ατέλειωτα κυλά
και μέρα νύχτα νηστικούς κι άϋπνους τους αφήνουν,

έτσι κι αυτόν που αμάρτησε μες στη ζωή πολύ
μέρα και νύχτα ξάγρυπνο η δουλειά του τον αφήνει
κάποιος με τρόπο βάρβαρο συνέχεια του μιλεί
κι ο ήλιος ανελέητα ο καυτός τον ανακρίνει.







Σ' ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΘΕ!

Σ' ευχαριστούμε Θε που πήγες κι έδεσες
στο άρμα του Φαέθοντα τη σφαίρα του Ηλίου.
Σ' ευχαριστούμε Θε μου που μας έδωσες
τη ζέστα την ανήλεη-τη φλόγα του Ιουλίου.

Σ' ευχαριστούμε Θε' μου που δε γίνεται
κλεισμένοι μες στα σπίτια μας ολόημερα να ζούμε-
που πρέπει μες στην άσφαλτο που ψήνεται
τη μέρα οπωσδήποτε μια δυο φορές να βγούμε.

Κι απέ Θεέ την Πρόνοια Σου δοξάζουμε
και μύρια ευχαριστήρια Σου ψάλλουμε Κοντάκια
που όταν μέσα μπούμε ξεδιψάζουμε
μ' ένα ποτήρι κρύο νερό που ξεχειλάει παγάκια.





DUKAKIS FOR PRESIDENT

«YOUR ATTENTION PLEASE! Ο Κυβερνήτης τα κατυστερήσει. Αντί οκτώ τα έρτει εννιά. Ευκαριστώ.»

Ψευδείς διαχύσεις. Η κυρία Φλόκα προς τη Μαίρη:
«ΗOW ARE YOUOYOYOY?”
"Καλά-πολύ καλά-ποιά είστε;»

Στο πέτο του καθενός το όνομά του.
"Γιατί βάζετε το όνομα στο πέτο σας;"
Έκπληξη.
"Μα πώς θα ξέρουμε με ποιον μιλάμε;.."

Η οδοντίατρος έρχεται κρατώντας τη μηχανή της τη φωτογραφική.
"Να σας πάρω μία φωτογκραφία τους δυό σας;"
"Οχι ευχαριστώ."
Δυσφορία.

Ο εργοστασιάρχης πλησιάζει.
«Να σας συστήσω… από δω…
κι από 'κει…  Έχασα τη μητέρα μου.
Μου άφησε όμως τρεις έκρες γη… Ο πατέρας μου πέθανε από πολλές μικρές συγκοπές.»
Αμηχανία.
«Έτσι είπαν οι γιατροί…»

Ώρα δέκα. “YOUR ATTENTION PLEASE!  Ο Κυβερνήτης είναι εντώ, στο ξενοντοχείο. Μόλις έφτασε. Σε πέντε λεπτά τα είναι κοντά μας.  Ευκαριστώ."

Ο γιατρός που χρωστάει τη φήμη του στον τρόπο
Που μιλεί στον άλλο μπροστά σε τρίτους : σκύβει στ’ αυτί του
και του λέει τα πιό ασήμαντα πράγματα με ύφος συνωμοτικό.

Και η κυρία Σάλια, αγνώστου ονόματος και επωνύμου.
«Ώστε παντρεύτηκες!  Πως δε μας κάλεσες…»
Στο πρόσωπό μου σε κάθε «πι» σάλιου ριπή.

«Αυτός τι είναι με την κονκάρδα στο πέτο;»
«PRESS»
«PRESS;»
«PRESS!»

PRESS
PRESS
PRESS
Για δες!

PRESS
PRESS
PRESS
Τι τα θες…

PRESS

"Πώς γέρασε έτσι  αυτή;"
"Μην ξεχνάς, έχεις να τη  δεις δέκα τέσσερα χρόνια."
«Ναι, όμως γέρασε."

Κάπου από το βάθος.
"Εγώ το σύζυγό μου τον παρατάω και  βγαίνω!"

Το CHANEL SEVEN  μαζεύει  τα σύνεργα του. “IT IS TOO LATE.”  “BUT WHY?” “WE HAVE TO BE BACK FOR MIDNIGHT NEWS”

Ώρα δέκα και σαράντα πέντε.
“YOUR ATTENTION PLEASE!  Ο Κυβερνήτης κατεβαίνει από το ντωμάτιό του. Ευκαριστώ".

Ώρα δέκα και πενήντα.  Ο DUKAKIS (FOR PRESIDENT)
μπήκε (χλωμός και) κουτσαίνοντας.







ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΟΙ

Αρίζωτοι στη νέα κι απ' την παλιά τους
πατρίδα ολοσχερώς ξεριζωμένοι
χαμένοι, με χαμένη τη χαρά τους
περνούν οι μετανάστες εις την ξένη'

Και κάνουν συγκεντρώσεις οι καημένοι
και λεν: "η αγαπημένη μας πατρίδα…"-
όμως πολύ δεν είναι αγαπημένη
κι όλο λιγότερο είναι πατρίδα.





ΒΥΖΑΝΤΙΟ 1439

"Πόσο μας κούρασαν κι αυτοί οι Λατίνοι..
Για να μας δώσουνε λίγη βοήθεια
ζητούσαν να ξεχάσουμε την πίστη μας.
Καθόλου δεν τους άγγιξε η λαμπρότητα κι ο όγκος
της αντιπροσωπείας μας: εφτακόσοι! Ό,τι καλλίτερο
το πνεύμα κι η εξουσία μας είχε να δείξει.
Και επικεφαλής ο βασιλιάς μας!

Τίποτα αυτοί. Ανυποχώρητοι.

Εμείς από την άλλη τι να κάναμε;
Πώς να φυλάξουμε ορθή την πίστη
με το Μουράτ απέξω από την Πόλη;

Δυο χρόνια κράτησαν οι συζητήσεις.
Και συσκεφτόμασταν...και συσκεφτόμασταν…
(βαρέθηκα στο τέλος).

Και φύγαμε ατιμασμένοι απ' τη Φερράρα-
υποχωρήσαμε στο σπουδαιότερο:
δεχθήκαμε πως "εκ" σημαίνει "δια".
Πώς χάρηκαν οι βρωμεροί που μας ταπείνωσαν…

Όμως στην Πόλη σαν ξαναβρεθήκαμε,
μες στις εικόνες μας και στα λιβάνια
κι όταν βυθίσαμε στους ύμνους πάλι
και στα τροπάρια της Ορθοδοξίας μας
αλλάξαμεν απόφασιν αμέσως:
έτσι κι αλλιώς θα χάνονταν η Πόλη:
καλλίτεροι οι Τούρκοι απ΄τους παλιο-Λατίνους".




ΠΟΛΕΜΟΣ

-Ποιός εισαι εσύ που αδράχνοντας
μαχαιρι ματωμένο
στέκεις στητός και με θωρείς
με βλέμμα αγριεμένο;

Τα ρούχα σου τα βρώμικα
γιατί είναι ξεσκισμένα
σαν από πάλη με θεριό;
Δε βρέθηκε μια χτένα

για να χτενίσει τ' άγρια
τ' ανάκατα μαλλιά σου;
Μες στη σκληρή, την άξενη,
την κρύα την αγκαλιά σου


πες μου, δεν έσφιξες ποτέ
καμιά γλυκειά  κοπέλα;
Στα νιάτα σου δε χάρισες
και συ καμία τρέλα;

Ποιός έκλεψε το γέλιο σου;
Τη χάρη σου; Ή κι ίσως
η όψη η αγριεμένη σου
και το μεγάλο μίσος

μαζί με σε γεννήθηκαν
και πάντα σ' ακλουθάνε;
Ποια είναι η -πατρίδα σου;
Η πεθυμιά σου ποια 'ναι;

Πουθ’ ήρθες; Ποιός σε γέννησε;
Τη γλώσσα αν έχεις λύσε.
Πώς σε φοβάμαι! Μίλησε!
Γίγαντα, πες, ποιός είσαι;

-Να τρέμεις είναι άκαιρο
νέε μου. Μη φοβάσαι
Όταν εγώ θα τηλωθώ
το ψίχουλό μου θα ’σαι.

Δεν είμαι ο Χάρος. 'μένανε
το αίμα δε μου φτάνει
που από τα στηθη θα ’τρεχε
ενός που ’χει πεθάνει.

Τρέφομαι μ' αίμα. Με φωτιά.
Με σπίτια γκρεμισμένα.
Λαούς ολόκληρους μασώ
κι έθνη ξεριζωμένα.

Στο άκουσμά μου τρέμουνε
οι δυνατοί του κόσμου.
Η τύχη κάθε χώρας σας
ειν' ορισμός δικός μου.

Είμαι   τεχνίτης  διαμαντιών.
Στολίζω  μια κυρία
με πέτρες ολοπόρφυρες.
Τη λένε Ιστορία.

Νιώθω μια γλύκα απέραντη
στο άκουσμα του κρότου
που τα γυμνά κάνουν σπαθιά.
Και στη θωριά του πρώτου

πολεμιστή που θα βρεθεί
πεσμένος πα’ στο χώμα
τη γεύση νιώθω του μελιού
μες στο πικρό μου στόμα.

Πλάστης Θεός και Χαλαστής,
Φονιάς και Νεκρανάστης
τόσων πολέμων φονικών-
τόσων μαχών ο δράστης.

Και πάντα μες στα χέρια μου
θα κλείνω τη χαρά σας
και μ' ένα νεύμα μου θα σβηώ
ελπίδες κι όνειρα σας.

Με γνώρισες.Το διάβασα
στον τρόμο που ’χεις πάρει-
αλήθεια, είμαι ο Πόλεμος
μικρό μου παληκάρι.






ΣΤΗ ΜΑΡΙΑ
(ωραία ελληνίδα, κόρη του Γιάννη, απόστρατου αξιωματικού, που πέθανε στο Λος Άντζελες)

Το διάφανο Μαρία το πρόσωπό σου
Ας μη του πόνου δάκρια το υγραίνουν-
Μη τον πατέρα κλαις τον λατρευτό σου-
Ανθρωποι σαν και κείνον δεν πεθαίνουν.

Ειν' ο πατέρας σου λαμπρό αστέρι.
Ο Θάνατος μικρούλι συγνεφάκι.
Μπροστά σου ζωντανό θα σου τόν φέρει
Το πρώτο απαλοφύσητο αγεράκι.

Μην κλαις Μαρία. Γύρω σου ευωδάνε
Ανθώνες ωρθωμένοι απ' την ψυχή του-
Οι αιθέριες τους οσμές δε σε μεθάνε;
Δε σεργιανίζεις μέσα τους μαζί του;


Ειν' ο πατέρας σου-δεν τόχεις νιώσει;-
Ο αθέρας της Ζωής. Κι αυτός δε σβηέται
Οταν ο Χάρος το κορμί ξαπλώσει-
Αυτός παντοτινός και δε χαλιέται.

Γιατί η Ζωή ό,τι πιο ωραίο έχει
Με Αθανασίας φόρεμα το ντύνει
Και κείνο σ' όλους τους Χαμούς αντέχει
Και λάφυρο του Χρόνου δε θα γίνει.

Κλάψε αν θες-αν σου περσεύουν δάκρια-
Γι αυτούς που όταν ο Χάρος τους αδράξει
Στου Μηδενδς τους ρίχνει κάποιαν άκρια
Και πια δεν είχανε πότέ υπάρξει.

Δεν πέθανε ο πατέρας σου Μαρία.
Ειν' άσμα της Χαράς. Μάγεία τ' Ονείρου.
Καρπών εξαίσιων ειν’ η ευφορία.
Η παλμοδότρα είναι πνοή του Απείρου.


\ΣΤΟ ΓΟΡΙΛΛΑ
ΤΟΥ L.A. ZOO

Σύννους, μ' εμβρίθεια ως μ' εθώρεις
πήρα το βλέμμα μου μακριά-
όσα θωρώντας με μου ιστόρεις
μέσα στο πνεύμα μου βαθιά σπαθιά,

που ως απ' το χώμα προς το χώμα
;eρχoνταν μες στην αντηλιά
μου πελεκούσε τ' όρθιο σώμα
και μου σταμάταγε τη νια μιλιά.

Και στη σκληρή πάνω λεπίδα
η σχέση έλαμπε η σωστή:
μέσα στου κήπου την παγίδα
οι άνθρωποι είχαμε κλειστεί

και συ εμάς παρατηρούσες
κι όχι εσένα εγώ κι αυτοί.  
Και συ το ύφος μας μετρούσες
πρόγονε, απόγονε, συμπορευτή.



Ο ΜΠΟΥΡΛΟΤΙΕΡΗΣ ΤΟΥ ΦΥΤΑΛΗ

Έτσι τον θέλαμε τον μπουρλοτιέρη μας-
όπως τον έκανε ο Φυτάλης:
Καλόν, ολύμπιον, άλκιμόν τε.
Έτσι τον θέλαμε.

Να βλέπει όχι στα καράβια
κι ούτε δαυλό στο χέρι να κρατεί
αλλά ψηλά και μακριά να βλέπει
και με μιαν άλληνε φωτιά
όχι τους τούρκους μα τα πνεύματα να φλέγει.

Έτσι τον θέλαμε τον μπουρλοτιέρη μας-
μια σερνική Ελλάδα.


ΤΟ ΠΥΡ

Σηκώθηκε ο λαός στη Ρουμανία
Στους δρόμους εζεχύθηκε και να!
Ξεσπά στον Τσαουσέσκου με μανία
Τα όσα τον παιδεύουνε δεινά.

Ποτάμι ρέει το αίμα. Η κατάρα
Χτυπάει τ’ ατσαλένια της φτερά.
Απάνω στον Σταυρό η Τιμισοάρα
Του Έθνους ανεμίζει τα ιερά.

Θα διώξουνε τον τύραννο οι Ρουμάνοι.
Μα εκκολάπτονται πλήθος ευθύς-
Βιομήχανοι, εμπόροι, πολισμάνοι
Καινούργιος Τσαουσέσκου ο καθείς.

Κι ενώ το αίμα ακόμα εκεί αχνίζει
Κι ενώ ακόμα μαίνεται το πυρ
Κασέτες του στις ΗΠΑ διαφημίζει
Και δίσκους του ο εξόριστος Ζαμφίρ.

Φωτιά στο Βουκουρέστι και μαχαίρι.
Γεμάτοι οι δρόμοι άψυχα κορμιά.
Καλή ειν’ η λευτεριά κι ας έχει φέρει
Μαζί της του θανάτου την ερμιά.

Αλλά ένας Ζαμφίρ την εξαισία
κραδαίνοντας φλογέρα του Πανός,
Το πόσο είναι μάταια η θυσία
Μας δείχνει-ο άγων πόσο
κενός.
ΔΙΑΠΕΡΑΙΩΣΙΣ

Ασφαλώς δια μέσου
Και αυτής της εβδομάδος πέρασε.
Οι πέτρες δεν τον πέτυχαν της αφροσύνης.
Τα βέλη αστόχησαν του παραλογισμού.
Κι όταν επρόβλεπε πως φτάνει καταιγίδα
Ασφάλιζε καλά κάθε ανοιχτό.
Λίγο η προφύλαξις
Λίγο η τύχη
Ασφαλώς
Δια μέσου και αυτής της εβδομάδος πέρασε.



ΜΕΙΝΕ!

Της γης το κουφάρι πατώ και μέσα του χώνω
σαν ξίφος το πόδι μου σημαία ξεδιπλώνω
στητός χαιρετώ καλό ξεπροβόδι μου.
 
Καλό μου ξημέρωμα
στο βράδυ του δρόμου
που μόνος τραβώ
λευκό έχω φτέρωμα
κι αστέρια οδηγό μου
στο φως για να βγω.

Και μεσοστρατίς
(ποια χείλια την είπανε)
στριγκιά ακούω: "μείνε!
Γυρεύεις να βρεις
το φως που δεν ήτανε-
το φως που δεν είναι."



ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

Ένα ξυλόχτιστο μικρούλι μπαλκονάκι
Είχε το σπίτι μας στην πίσω αυλή του. Όμως
τότε που ήμουνα κι εγώ μικρό παιδάκι
για μένα εκείνο ήτανε ο κόσμος όλος.

Ο βασιλιάς του ήμουν εγώ κι αυτό παλάτι
τ' άστρα διαμάντια στο χρυσό του στέμματός μου
η λεύκα δίπλα μου βασίλισσα σπαθάτη
θάμνοι και δέντρα και ζωάκια ο λαός μου.

Καθώς το σπίτι στην κορφή ήτανε του λόφου
όταν στεκόμουν στο μπαλκόνι του εθαρρούσα
ότι εξέφευγα απ' τα δόκανα του ζόφου
κι ότι σ' απρόσιτες κορφές ιερουργούσα.

Οι φτέρες που άπλωναν στη "Ράχη" τα κλωνιά τους
έμοιαζαν δάσος ατελείωτο και θηρία
φαντάζαν άγρια τα κουνέλια που κοντά τους
ξέγνοιαστα γράφαν τη μικρή τους ιστορία.

Από τον ήλιο που επρόβαλε πιο πέρα
εγώ ψηλότερα εστεκόμουν λίγα μέτρα
και τη σελήνη-ένα μπαλόνι στον αέρα
θα τη χτυπούσα αν είχα τύχη με μια πέτρα.

Και όλα είχαν εμορφιά και γλύκα τόση
απ' το μπαλκόνι του σπιτιού μου το πελώριο
που απορώ τόσο πικρούς πώς έχει δώσει
καρπούς εκείνο τ' όμορφό μου το φυτώριο..

Το βασίλειό μου τώρα ξύλα σαπισμένα.
Μ' αυτά θα φτιάξω μία κλίνη νεκρική
και με υπηκόους μου ακριβούς τα περασμένα
θα βασιλέψω αβασίλευτα εκεί.



ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Όταν λοιπόν θα πάω στην Αθήνα
και θα 'μαι εκεί κοντά τους ένα μήνα
τ' αδέρφια εμείς να πούμε κάτι πρέπει
το φως αμίλητα να μη μας βλέπει.

Λοιπόν ας πούμε όσα στριμωγμένα
μέσα μας βρίσκονται καιρό θαμμένα-
καθείς αυτό στον άλλο το χρωστά
έτσι που ζούμε χρόνια χωριστά-

απ' όσα κλει' η καρδιά και η ψυχή μας
κι η δίψα όσα ποθεί η αδερφική μας
ας δώσουμε όσα πρέπει να δοθούν.
...Μα όχι, αυτά δεν πρέπει να ειπωθούν…

Του νου ας πούμε τότε τα παιχνίδια.
Της φαντασιάς τ' ατέλειωτα στολίδια.
Τα όνειρα που πλαντούνε στη σιωπή.
...Μα ποιος ακούει τέτοια αν ο άλλος πει…

Να λέγαμε για πάθη και για μίση;
Καθείς τον άλλο θα παρεξηγήσει.
Ισορροπία έτσι μια λεπτή
σε τέτοια δεν αντέχει κριτική.

Για ποίηση-που να 'ναι ξορκισμένη;
Όλων τα λέκτρα η σεπτή δε χλιαίνει.
Για το ηλιοφώς τη φύση που μισεί;
Λόγο ποιος θα 'στεργε τέτοιον θρασύ;

Μα να! Ας πούμε για Φιλοσοφία!
Για Τέχνες! Για των άστρων την πορεία!
Τα τέτοια μάλλον λέγονται ευχερώς.
...Όμως κανείς μ' αυτά είναι ανιαρός...

Λοιπόν στην πάντα τα απαγορευμένα.
Ας πούμε κάτι απ' τα συνηθισμένα-
για χόμπυ, για συνήθειες, για δουλειές,
για γνωριμίες νέες και παλιές...

Ναι! Αυτά θα λέγαμε ανυπερθέτως
αν αιστανόμασταν κάπως ανέτως.
Μα κάτι άλλο για την ώρα αυτή
να γίνει από κάποιον θα βρεθεί….

Καλά. Κάτι θα βρούμε. Υπάρχουν τόσα.
Δεμένη δε θα μένει έτσι η γλώσσα.
Δε θ' απομείνουμε βουβοί εντελώς.
...Ορίστε! Ο καιρός είναι καλός!

Ακόμα η γλώσσα κι άλλο θες να τρέξει;
Αμέσως: αύριο μάλλον θα βρέξει!...



ΟΙ ΜΑΣΚΕΣ

Μετά την αγάπη
πρέπει να διαφυλάξουμε τις μάσκες
για την επόμενη φορά.




ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ

Και πια δεν ξέρουν τι να κάνουν
και τι τεχνάσματα να επινοήσουν
και κάνουνε τα ίδια και τα ίδια κάθε μέρα
λιγάκι μόνο αλλάζοντας κάθε φορά
τις λέξεις, τις κινήσεις, τις εκφράσεις.

Οι άλλοι πάλι χειροκροτούν
σαν να 'τανε το θέαμα κάτι νέο
και παν και ξαναπάνε και το βλέπουν
και γράφουν κριτικές επωφελείς
και παν και ξαναπάνε και το βλέπουν
κι εκφράζουν "ανυπόκριτον χαράν"
και λεν: "αυτή
ήτο μια νέα ερμηνεία τω όντι"
και το επαινούν και το αινούν και το θαυμάζουν
γιατί τι άλλο να 'καναν
και πώς να πούνε
πως όλ' αυτά είναι μιαν άρνηση κι ένα κενό
που τότε το κενό θα ’παιρνε εκδίκηση
αποκαλύπτοντας αυτοστιγμεί
πως ούτε η τέχνη είναι καταφύγιο.




ΠΕΘΥΜΗΣΑ..

Μυστήρια που 'ναι η ψυχή του ανθρώπου...
πεθύμησα τα πράγματα του γενεθλίου μου τόπου!
πεθύμησα όταν οδηγώ να χάσκουνε δεξά μου
χαράδρες επικίνδυνες και βράχια αριστερά μου.
Πεθύμησα ατιμώρητη παράβαση τροχαία
κάτω απ' του πόλισμαν την περικεφαλαία.
Να μου σερβίρουνε ξίύκικες πεθύμησα μερίδες
και να διαβάζω ψέματα στις εφημερίδες.
Πεθύμησα γυναίκα όταν πειράζω
να ξέρει βρε αδερφέ πως την πειράζω...
Της γυναίκας πεθύμησα το νάζι
κάθε τρεις το γκόβερνο ν' αλλάζει
και ντομάτες με δίχως ορμόνες
και βαρείς, χιονισμένους χειμώνες.

Πεθύμησα να φάω γλυκό περγαμόντο-
πεθύμησα Ελλάδα ρε γαμότο!

Να οδηγώ πεθύμησα σε δρόμους που 'χουν λάκκους.
Πεθύμησα αργοκίνητους χωροφυλάκους.
Πεταμένα πεθύμησα στους δρόμους σκουπίδια
και στις στέγες αντί πισσόχαρτα κεραμίδια.
Πεθύμησα να πάω βόλτα με τα ποδάρια
και με μαγαζάτορες να κάνω παζάρια.
Να με χτυπήσουνε πεθύμησα μυρωμένοι αγέρηδες
και στις πλατείες να δω χασομέρηδες.
Πεθύμησα πωλητές να μ' αγριοκοιτάνε
και ανθρώπους ένας τον άλλονε να βαράνε.
Να βρεθώ πεθύμησα πάλι
στου χαρούμενου τρύγου τη ζάλη
με σταφύλια γλυκά να μεθάω
και χορεύοντας να τα πατάω.
Πεθύμησα σκορδίλα να μυρίσω σ' ένα χνώτο-
πεθύμησα Ελλάδα ρε γαμότο!

Τη βρώμα ενοστάλγησα στους δημοσίους χώρους.
Πεθύμησα τα μάλλινα να τρώγονται απ' τους σκόρους.
Του τζίτζικα πεθύμησα τραγούδι στις ελιές
παιχνίδια των παιδιών στις γειτονιές.
Κουτσομπολιό πεθύμησα-κουβέντες-φλυαρία.
Ραχάτι επεθύμησα στα καφφενεία.
Των οδηγών πεθύμησα τη μούντζα
κι αγουροξύπνητες φάτσες με ρούντζα.
Μπουρνέλια ελαχτάρισα! Τζάνερα! Μούρα!
Και φασαρία-σαματά-σάλο-φωνές-βαβούρα.
Πεθύμησα οι άνθρωποι απ' ό.τι πούνε
το αντίθετο ακριβώς να εννοούνε.
Επεθύμησα όταν βολτάρω
κάθε λίγο γνωστό να τρακάρω.
Επεθύμησα φίλους και κέρνα
και πιοτό και μεζέ σε ταβέρνα.
Πεθύμησα σαϊνια που μπαίνουν με το πρώτο
ΠΕΘΥΜΗΣΑ ΕΛΛΑΔΑ ΡΕ ΓΑΜΟΤΟ!





Η ΚΟΥΚΛΑ

Τα μάτια του δυο πέτρες
άχυρα τα μαλλιά
ξύλα τα πόδια του
το σώμα του πανί με πριονίδι γεμισμένο.
Μια κούκλα ευτελής
σχεδόν ανυπόστατη
είναι.

Κι όμως προβάλλει αξιώσεις
για προσοχή και αφοσίωση.
Καταλαμβάνει χώρο έτσι που κανείς
την ίδια ώρα δεν μπορεί
να είναι εκεί που εκείνος είναι,
μιλάει κι εκβιάζουνε τα λόγια του αποφάσεις,
με άλλες κούκλες
κοινωνικές συνάπτει σχέσεις.
Εργάζεται
κοιμάται
περπατάει.

Λίγο ακόμα και θα έλεγε: "υπάρχω".

ΑΧΟΥ!..

Αχ! που θαρρέψατε πως εμεγάλωσα
και πως σοβάρεψα και πως εμυάλωσα...
Αχ! που μετρήσατε με μπόϊ το ψήλωμα
και μου στερήσατε χάδι και φίλεμα-
και με φορτώσατε αντίς για παίξιμο
ευθύνης βάδισμα-φροντίδας τρέξιμο...
Άχου! καλοί εσείς που μ' αποκόψατε
από τ' αγκάλιασμα-που μ' αποδιώξατε
απ' της αγκάλης σας το φίλο ζέσταμα
κι αποξεράθηκα κι είμαι για πέταμα...
Άχου! καλοί εσείς που από τις έγνιες σας
έξω με βγάλατε τις ασημένιες σας...
Κι α! ζωής κακότροπο αγέρι σκότεινο
που σβεις κάθε όμορφο κεράκι κόκκινο...



ΟΛΟΛΥΖΕΙΝ

"Άχου! Οι χαμένες μας πατρίδες!
“Άχου! Οι χαμένες μας ζωές!"

Λες και τις πατρίδες τις είχαμε αποθέσει
σαν κύπελλα
πάνω σε γυμνές κοιλιές γυναικών
που γελώντας τα χύνουν…
ή πως τις παίρναμε στο κρεβάτι μας όταν κοιμόμασταν-
μα μήπως και τότε θα 'ταν δικές μας;

ΟΙ ΚΑΡΤΕΣ

Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
τα μαύρα φορούν και θυμίζουνε τάφο.
Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
με κίτρινο στόμα ξερνούν ό,τι γράφω.

Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
πικρό καθεμιά τους ξεχύνει φαρμάκι.
Οι κάρτες που γράφω να παν στην πατρίδα
κινούν θλιβερά το ξανθό κεφαλάκι,

και "όχι", μου λένε, "μη-μη-μη μας στέλνεις.
Mας ξέχασε πια της πατρίδας το χώμα.
Λυπήσου και σένα και μας-μη μας στέλνεις.
Eκεί ένα θάνατο θα βρούμε ακόμα".





OI ΜΝΗΜΕΣ

Οι μνήμες είναι κοντινές
μηνών μονάχα
μα φαίνεται το νόημα
έχει μεγαλώσει
της ζωής
και πρέπει-
ηρθ' ο καιρός-
κάπως να τις ακουμπήσω.
Πρέπει στις μέρες να γυρίσω
που ασφαλώς
δεν βλέπει
κανείς
με αγάπη τόση
αλλά το χαδολόγημα
θα 'θελα να 'χα
από μέρες έστω αλγεινές
παρά της νύχτας την διαρκή
εμπιστοσύνη
που δεν αφήνει
χώρο στην αίσθηση επαρκή.




TEDDY DAY


"Πρέπει να φύγω' η ώρα ήρθε'
έχω δυο χρόνια κάτσει εδώ.
Δεν ξέρω τ' είναι που με διώχνει
δεν ξέρω τ' είναι που ζητώ
μα όμως ξέρω-η ώρα ήρθε
πρέπει να φύγω από δω".

Έτσι μιλούσε η Teddy Day
στο σύντροφό της μια βραδιά
όταν οι δυο τους στο τραπέζι
το τελευταίο πίναν ποτό.

"Θα πρέπει κάτι για να μείνω
να με κρατήσει δυνατό
κάτι μεγάλο να με δέσει
για να μη φύγω από δω".

Έστεκε αμίλητος εκείνος
κι έβλεπε κάτω μ' ενοχή.

"Αν το ζητούσες...ίσως τότε
ν’ άλλαζα γνώμη-όμως αλλιώς
δε βλέπω τι θα με κρατούσε
και ας μην έχω που να πάω...
πού να βρεθώ...πού να σταθώ...

μα πρέπει αλλού να βρω εκείνο
που δεν το βρήκα ούτ' εδώ...
γι αυτό λοιπόν λέω να φύγω...
έχω δυο χρόνια μείνει εδώ..."

Εκείνος έστεκε ακόμα
χωρίς φωνή-χωρίς ψυχή.

Αυτή στα δύο της τα χέρια
κλείνει το χέρι του απαλά
και τρυφερά κοιτώντας τόνε
"πάμε", του λέει, "είν' αργά".







ΠΙΣΩ

Τραγικά κυνηγημένος
απ' της μοίρας μου το μένος
σε μια χώρα έχω βρεθεί
κι έχω μέσα της χαθεί.

Μια μεγάλη είναι χώρα.
Όλα εδώ μου λεν: "προχώρα!"
Μόνο η μέσα μου φωνή
μ' ολ' αυτά δε συμφωνεί.  

Και μου λέει: "μην πας εμπρός-
κάτσε-στάσου-πια καιρός
για προχώρημα δεν είναι-
άκουσέ με-μείνε-μείνε!"

Απ' τις δύο τους καμιά
δεν ακώ-την πεθυμιά
της Ανάγκης θ' ακλουθήσω-
και ιδού: πηγαίνω πίσω.





ΞΕΝΙΤΙΑ

Κύπελλο λευκό στα χέρια μου
παίρνω τη μετάληψή σου την Αγία
γη μου αστέγαστη και απωθούσα.

Από χώμα πλανήτη άλλου
είμαι πλασμένος.
Το εδώ χώμα με απορρίπτει.

Με μεθυστικό νερό άλλου στερεώματος ζυμώθηκα.
Το εδώ νερό με διαχωρίζει.
Ως έλαιον επιπλέω αγόμενος.




ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ

Πολλές εισαγωγές βιβλίων από τις υπερπόντιες κτήσεις.

Τα ρομπότ τα χρησιμοποιούν στο χτίσιμο εξοχικών οικιών
αφού τα τσιμεντώσουν γύρω.

Τα γράμματα τότε μέσα τους πλαντάζουν.
Μερικά επαναστατούν
σπάζουν το περίβλημα και χύνονται έξω.
Η γυναίκα-ρομπότ λέει τότε: ο τοίχος μπάζει νερά.



ΒΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΝΟΤΙΑΣ

Ποτέ δεν έμαθε πού ειν' ο Νότος και ο Βορράς
ή απ' τους αγέρηδες βοριάς ποιος είναι και ποιος νοτιάς.
Πως ειν' οι μέρες αντιλαμβάνεται νοτινές
όταν μαζεύονται τα παλιόχαρτα στις γωνιές.
Και-φίλε μου άκου-αυτό συμβαίνει κι εδώ κι εκεί-
για όσους δεν ξέρουνε και σ' Ελλάδα κι Αμερική.





ΚΑΛΙΦΟΡΝΙΑ

A! Έχει σύννεφα κι εδώ! Α! Έχει καταιγίδες!
Κάτι τεράστια σύννεφα που πιο σφιχτά σε ζώνουν
απ' της πατρίδας-πιο πολύ-α! πιο πολύ σκοτώνουν-
που πιο συχνά κι ανάναφτα σβήνουνε τις ελπίδες.

Και το φεγγάρι βγαίνει εδώ με μια χλωμάδα τόση-
όμοιο ασημοκέντητο μαχαίρι καρφωμένο
στης γης το τρεμουλιάρικο κορμί-το πεθαμένο-
λες και πασκίζει και νεκρό να το ξανασκοτώσει.





ΤΑ ΚΙΝΕΖΑΚΙΑ

Eίναι κάτι κινεζά-κάτι κινεζάκια
σαν τα πορσελάνινα τεχνικά βαζάκια
που προσμένουνε θαρρείς τ' άνοιγμα της βρύσης-
που προσμένουνε θαρρείς αχ! να τα γεμίσεις.

Μην τ' αφήσεις να χαθούν, Μούσα, μην τ' αφήσεις.
Μες σε τούτες τις γραμμές πρόφτασε να κλείσεις
λίγο από το λάγγεμα που 'χουν στα ματάκια
κάτι ζέκια… κάτι να... κάτι κινεζάκια...



WOLFSON
(ο οδοντογιατρός μου στο NORTHRIDGE)

Η Αμερική πανίσχυρη τη γη εξουσιάζει.
Τα χέρια της συντρίβουνε και η ματιά της σφάζει
(κατ' απ' τα πόδια της, αργά, με το μικρό του στόμα
το χρονοσκούληκο μασά, κουφώνει, τρώει το χώμα).

Η Αμερική τη μοίρα μας στα χέρια της υφαίνει.
Έθνη καρφώνει στο σταυρό και άλλα τ' ανασταίνει
(γύρω τριγύρω της λαοί, με σταθερό ένα χέρι
ανήσυχο ακονίζουνε, διπλόκοπο μαχαίρι).

Καλότυχοι όσοι στων καιρών τη μανιασμένη δίνη
έξω μετράνε απ' αυτούς και πάνω από 'κείνη-
όσοι στο μάτι ανθρωπιά , φως στην ψυχή κρατάνε
και, άλλοι Σίμωνες σταυρό, σα δουν, πάντα βοηθάνε.

Καλότυχη μαζί μ' αυτούς κι η γη μας, που γεννάει
ανθρώπους τέτοιους. Άσκοπα στα χάη δε γυρνάει:
κάποιοι ίσως κόσμοι άφωτοι στου σύμπαντος την άκρη
λίγη αγάπη καρτερούν κι ένα συμπόνιας δάκρυ.
ΤO ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ

Ανοίγω εργοστάσιο επειγόντως
και ψάχνω υπαλλήλους τίμιους όντως.
Δολάρια δίνω τρία κάθε ώρα.
Άνεργοι εδώ υπάρχουνε πληθώρα.

Κανένα δεν πιέζω. Αν θέλει μένει
αλλιώς στην ανεργία του πηγαίνει.
Αυτός αποφασίζει-ελευθερία
στη χώρα μας ανθεί την τεραστία.

Γυρεύω μεξικάνους δουλευτάδες
ινδούς και αφγανέζους θεριστάδες
γραικούς, πακιστανούς και πορτορίκους
ινδιάνους μελαψούς δουλοπαροίκους.

Δολάρια τρία δίνω κάθε ώρα.
Ετούτη εδώ η μεγάλη μας η χώρα
φτηνούς γυρεύει κι άφθονους εργάτες
με σίδερο το στήθος και τις πλάτες.

Κακότυχοι εμιγκρέδες σκοτωμένοι
ελάτε στη δουλειά μου τη στρωμένη
κι εγώ με τα λεφτά που θα σας δώσω
υπόσχομαι ξανά να σας σκοτώσω.

Καινούργιο εργοστάσιο ανοίγω
κι ενώ θα θησαυρίζω λίγο λίγο
θα έχετε και σείς εδώ και τώρα-
σκεφτείτε-τρία δολάρια την ώρα.

Σκουπίδι ευτελές αυτού του τόπου
ξεσκλίδι, παραμάζεμα τ' ανθρώπου
στην έτοιμη δουλειά μου σε φωνάζω
και μέσα σ' εργοστάσιο σε βάζω.

Και βρώμικο παιχνίδι εγώ δεν παίζω.
Ζητάω μα κανένα δεν πιέζω-
στη χώρα μας αυτή την τεραστία
πρωτόγνωρη ανθεί ελευθερία.

   




Η ΜΑΣΚΑ

«Σ’ αγαπώ», λένε,
και αφήνουν τα φτερά της καταιγίδας
τα αέρινα λόγια τους να πάρει.
Και μένουν χωρίς ούτε τον ήχο της φωνής τους.

Και άδεια κορμιά πια υποδέχονται τα αφρισμένα κύματα
και ανεστραμμένα κελύφη τα πηχτά σάλια τους ξερνάνε
σε άσκοπες, άχαρες γιορτές.

Σε άλλες επιδιώξεις τότε
το όνομα δίνεται το αληθινό.Και τόσο μπερδεμένο
που νόημα δεν έχει ό,τι ακούγεται
μόνο καταλαβαίνει κανείς
πως εκείνο
το σωστό σύμπλεγμα γραμμάτων είναι.

Μια μάσκα να έπεφτε επιτέλους κάποτε!






ΦΩΝΑΖΕ..

Γειτόνισσά μου φώναζε
βρόνταγε, χτύπα, σκούζε
τσακώνου με την κόρη σου
γαύγιζε, σπάζε, γρούζε.

Γύριζε τα μεσάνυχτα
και βρόνταγε τις πόρτες.
Κόρταρε με τους άγουρους
της γειτονιάς τους μόρτες.

Φέρνε τους ερωμένους σου
στο σπίτι σου τα βράδια
και με φωνές συνόδευε
όσα σου δίνουν χάδια.

Πάρτι ζωηρά διοργάνωνε
κάθε δυο τρεις ημέρες
πότιζε-πότι-πότιζε
της ζωής τις μαύρες ξέρες.

Όταν μιλάς με κάποιανε
δίπλα γειτόνισσά σου
κραύγαζε σα να ήτανε
χιλιόμετρα μακριά σου.

Χτύπα τον τοίχο που από σε
μονάχα με χωρίζει
και μη διορθώνεις το παλιό
κρεβάτι σου που τρίζει.

Μα προ παντός έτσι όπως ζεις
αλέγρα και βαρβάτα
έτσι και όταν περπατάς
σαν τον ελέφα πάτα,

γερά τα διαμερίσματα
τριγύρω κι ας τραντάζεις
και του διαδρόμου που και που
τις πλάκες ας τις σπάζεις.

Βρόνταγε, ρυάζου, φώναζε
χτύπα γειτόνισσά μου.
Καλή μια μοίρα σ' έστειλε
και νοίκιασες κοντά μου.

Γιατί ενώ θα πέθαινα
τη ζήση πριν γνωρίσω
απ' τη δική σου τη ζωή
λίγο κι εγώ θα ζήσω.



Ο ΣΚΥΛΟΣ

Είναι φορές που ολονυχτίς ο σκύλος μου γαυγίζει.
Καθώς το σπίτι κι η αυλή λούζονται στο φεγγάρι
κι εγώ τον πρώτο ύπνο μου έχω επιτέλους πάρει
ατέλειωτα γαυγίσματα εκείνος τότε αρχίζει.

Ειναι ένα γαύγισμα συρτό, μονότονο και πράο
που δίχως μια προσπάθεια του βγαίνει από το στόμα,  
ενώ στητό κι ακίνητο μένει όλο του το σώμα.
Ξυπνώ και στο παράθυρο ξαγρυπνισμένος πάω.

Αλλά δε βρίσκω αιτία καμιά όσο πολύ κι αν ψάξω
που του υπάκουου σκύλου μου τη στάση να εξηγήσω,
που δε μ' ακούει ακόμα κι αν με δύναμη φωνάξω.
Και το αναίτιο γαύγισμα στο φως το φεγγαρίσιο
αίνιγμα είναι που αν κανείς θελήσει να το λύσει
πρέπει να πάει αμέτρητες χιλιάδες χρόνια πίσω.



ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ
Χωρίς μελάνι γράφεται ένα ποίημα
Μα όχι δίχως αίμα.
Ποτάμι γίνεται χωρίς νερό
Μα όχι δίχως ρέμα.

Αλαφροϊσκιωτες κυρές
Και νέοι μαρμαρωμένοι
Για παραμύθια είναι καλοί
Μα για την ποίηση ξένοι.

Η γελασμένη κοπελιά
Του ήλιου η ώρια δύση
Τ' ανθένιο μοσκοβόλημα
Η μαγεμένη φύση,

Είναι καλά για χαρωπά
Κι ανεύθυνα παιχνίδια
Μα για της ποίησης τη γιορτή
Τα μέτρα δεν είναι ίδια.

Η ποίηση είναι άστραμμα
Σε φονικό λεπίδι.
Η ποίηση είναι μισεμός
Γι αγύριστο ταξίδι.



ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥΑΡΕΓΚ ΠΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΑ ΣΤΟ
ΡΥΘΜΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ ΣΕ ΩΡΑ ΑΝΕΜΟΘΥΕΛΑΑΣ

Mάτια πέταλα ηλιαχτίδων
Στο πορφυρό πρόσωπο της ελπίδας.
Μάτια με μαύρα πέπλα σφραγισμένα.
Μάτια θηλές μελαψές στήθους λευκού.
Μάτια πέτρες πολύτιμες ερημικές.
Μάτια κυματίζουσες θάλασσες.
Μάτια αιχμές διατρυπώσες.
Μάτια εκηβόλα.

Στόμα ημίκλειστος αστερισμός.
Στόμα από γάλα και μέλι
Στόμα άβυσσος καταπίνουσα.
Στόμα τράχηλος τικτούσης μήτρας.
Στόμα ανεπαίσθητη έκλαμψη εαρινών αποχρώσεων.
Στόμα φτερωτό διάδημα κεφαλής συγκλινούσης.
Στόμα ζυγός αμφιρρέπων επισφαλής.
Στόμα συναισθήματα αδιάψευστα και ηχηρά.
Στόμα ιτέα κλαίουσα.
Στόμα σφαδάζοντος εριφίου κραυγή.
Στόμα αλάθητος επίκλησις πνευμάτων τυραννικών.
Στόμα σαρκί και ύδατι περιγραφόμενον.
Στόμα εκχύνον τερμίτας εκκωφαντικούς.
Στόμα απόληξις αυλακών ευωδιαζόντων μύρα.

Στους ώμους παιχνιδίζοντα κύματα μαλλιών.
εκστατικά από το άγγιγμα του φωτός.
Κύματα μαλλιών γέφυρες
Ανάμεσα φωτιάς και απωλείας.

Μήλα παρειών προπέτειες ισχυρές,
Αποκλίνουσες, γεννώσες. Ηλεκτρίζούσες
Εξαρτήματα λειτουργικά-
Ρυτίδες δροσερών δακρύων.

Πέτα αγέρι
Πέτα θάνατε βροντερέ
Πάρε από τη μορφή αυτή τη μνήμη του Χρόνου
Και φυλάκισε την στο αιώνιο μουσείο σου.

Κύλα νερό καθρεφτίζον
Κύλα νάμα εαρινής βροχής
Και από τις άκρες των δακτύλων
Έλκε την άνωθεν ιλαρότητα.

Άμμος καίουσα τρέχε και άγγιζε
Μέλη ανεύθυνων υποστάσεων.



WEST L.A., Vine Street 22810

Κάθε πρωί βλέπεις νεαρά κορίτσια να κυκλοφορούν
κρατώντας στη μασχάλη τους ένα κομένο γυναικείο κεφάλι.

Μερικά κορίτσια το κρατούν σφιγμένο ανάμεσα πλευρών και βραχίονος,
με το πρόσωπο στραμμένο στα πλευρά τους.
Η μύτη και το στόμα έτσι πιέζονται.

Άλλα το βάζουν στην ίδια θέση
αλλά με τον κομμένο λαιμό ν’ ακουμπάει στον βραχίονα
και την κορυφή τιυ κρανίου στα πλευρά τους.  Τότε το πρόσωπο είναι ελεύθερο και απαραβίαστο.

Άλλα το κρατούν από τα μαλλιά ή από κάποιο αυτί.
Συνηθισμένες εικόνες στο West Los Angeles VineStreet,
όπου στο είκοσι δύο οχτακόσα δέκα
Σχολή Κομμωτριών μια λειτουργεί,
και όπου κάθε πρωινό οι κοπέλες
πηγαίνουν για το μάθημά τους.




ΓΛΥΚΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝΕ

Μέσα στην ησυχία
θόρυβοι κάτι αλαφροί έρχονται απ’ τον καφέ του.

Μπορεί να πει πως κάποιος δαίμονας
εμπήκε στο φλυτζάνι του
και κει ότι τα μάγια του δουλεύει. Και αυτό
καλά θα ταίριαζε με τις μαγείες του καφέ.
Και λέγοντάς το
από το απίστευτο θα ξέφευγε να πει
ότι το θρο της διάχυσης της ζάχαρης ακούει
που στο πικρό μέσα διαλύεται υγρό.

Απίστευτο για κείνον όχι-γιατί αυτός
φορές πολλές μες στη σιωπή
της μοναξιάς τους ήχους τους λεπτούς ακούει
καθώς αυτή μες στην πικρή
γλυκαινοντάς τηνε διαλύεται ζωή του.



ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΟΙ

Στοχαστικοί κι αγέρωχοι στέκουμε εμείς και πράοι
Καθώς όλα αφανίζονται τριγύρω μας και πλάι.
Ο ήλιος τ’ άρμα του απ’ τη γη απόμακρα οδηγεί.
Αγύριστα εστέρεψε κάθε νεροπηγή.

Σ’ έρμη μια μέσα παγωνιά το άρωμα του σκίνου
Με το γλυκό μπερδεύεται κελάδημα του σπίνου
Ερωτοζευγαρώνονται και το μηδέν γεννούν
Και χάνονται και στ’ άοσμο και στ’ άλαλο γυρνούν.

Η θάλασσα ξεράθηκε. Το αλάτι της τυλίγει
Σαν άσπρο σάβανο τη γη-μια νεκροφόρα κλίνη
Που κουβαλεί στη φλούδα της επάνω τη ρικνή
Κουφάρια άζωα καθώς γυρνά νωθρή κι οκνή.

Α! Και η σάρκα η ρόδινη κι η ποθοσμιλεμένη
Τώρα μπροστά μας κείτεται νεκρή και σαπισμένη
Κι ως πάνω της η μνήμη μας με πάθος ασελγεί
Μηχανικά συσπάται αυτή λες νιώθει και αλγεί.

Τ’ άστρα τα λάμποντα μ’ ορμή πέφτουν απά στη γη μας
Και περγελά η όψη τους σκληρά την ποίησή μας
Γιατί όταν πλησιάζουνε μοιάζουνε σκοτεινά
Στόματα που καθένα τους λάμψη και φως πεινά.

Σ’ αυτόν το μέγα το σεισμό μον’ ο σεισμός μένει όρθιος.
Ετούτο τ’ απολείτουργο δε θ’ ακλουθήσει όρθρος.
Δε θ’ακλουθήσει ανάσταση ετούτη τη θανή
Στη στάχτη μέσα σπίθα μια δεν θα ξαναφανεί.

Στοχαστικοί κι αγέρωχοι στέκουμε εμείς και πράοι Καθώς όλα αφανίζονται τριγύρω μας και πλάι,
Ακίνητοι ατενιζοντας τη λάβα που κυλά
Και, ερωμένη ακόρεστη, σκοτώνει ό,τι φιλά.



THE WALKING MAN

Στον κήπο του UCLΑ.
Ένα συνηθισμένο απόγεμα-θανατερό.

Γύρω του άνθρωποι.
Ας τους δει.
Χείλια δηλητήριο.
Μάτια πετώντας σπίθες μίσους.
Πρόσωπα σαρκοφάγα.
Σκέψεις φουρτουνιασμένες από σχέδια εγκλημάτων.
Τα χέρια τους τελειώνουν σε μαχαίρια.
Χτυπούν, ξεσχίζουν.
Το χώμα βαμμένο μ’ αίμα.
Ολα πεσμένα.
Μες στο βαρύ, άπελπο βράδυ
Κούφια παρηγοριά οι Καυκάσιες οιμωγές.

Αλλά καθώς κατά το Θέατρο τραβά
Όλο πιο δυνατά φτάνει στ' αυτιά του
Μια βουερή περπατησιά δίποδου αλόγου.

Ακολουθεί τον ήχο. Και μπροστά του
THE WALKING MAN.

Μάτια και νου του μαγνητίζει.
Αψύς, τραχύς, άγγιχτος απ' τα γύρω
Τραβά το δρόμο το μοναδικό τ' ανθρώπου.
Μαρμαρικά τα μούσκουλα.
Το ανάστημα γιγάντιο.
Κορμί αχάλαστο βουνό.
Με δίχως χέρια που σκοτώνουν.
Δίχως κεφάλι να γεννά
αιματηρά και δακρυσμένα ηνία.
Αθώος απ' όλα.
Με δίχως στόμα τη φωνή μιλεί της Φύσης.
Με δίχως μάτια όλα γύρω του τα βλέπει.
Με δίχως χέρια όλα τα κρατεί.

Στέκει μπροστά του και τόνε θωρεί
Με νοσταλγία γυμνή και ζήλεια ξαναμμένη.

Γαληνεμένη τώρα η βραδιά
Γύρω από τ’ άχειρο κι ακέφαλο κορμί.
Και όλα δένουν σ' ένα ταίριασμα ειρηνικό και πράο
Με το ιδανικό κορμί
Που όλο πάει,
Και ακινητα
Όλο προχωράει.

Τριγύρω σάρκινες φιγούρες περπατούν.
Κάποια απ’ αυτές ανάβει ένα σπίρτο.
Στη φλόγα μέσα φάνηκε ολοκάθαρα η ευτυχία Απανθρακωμένη.


ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΩΣ
Κείνο που οπωσδήποτε του αρέσει
Σ' αυτή τη ζωγραφιά
Δεν είναι τ’ απαστράπτοντα πετράδια
Που τον σταυρό κοσμούν
Στου αρχιπειρατή που κρέμεται το στήθος,
Ούτε οι γωνίες του οι τόσο προσεγμένες
Με χάριν σκαλιγμένες,
Ή ο Εσταυρωμένος που θλιμμένα γέρνει
Το άσαρκο κεφάλι του στο ξύλο επάνω-
Στη μέση του Σταυρού
Μ' αντίς γι αγκάθια στο στεφάνι του
Μικρές χρυσές αχτίδες.

Κείνο που οπωσδήποτε του αρέσει  σ’ αυτή τη ζωγραφιά
Είναι η ιδέα του καλλιτέχνη για το τι
Απαραιτήτως πρέπει ένας αρχιπειρατής
Στο στήθος του να φέρει.



ΠΑΝΕ

Και θα έρθουνε χρόνια και θα φύγουν…
Και θα 'ρθούνε καιροί και θα περάσουν…
Και τα γέλια κι οι κλάψες των ανθρώπων αναρχίνιστα πάλι, θα σωπάσουν.

Πού οι πράξεις τους τότε οι δοξασμένες;
Πού οι γιορτές τους; Τα λόγια που ψέλλιζαν;
Πού η φωνή τους; Το βλέμμα τους πού είναι;
Πού οι ιδέες στο νου τους που βομβίζαν;

Πού οι ώρες οι ατέλειωτες του πόνου;
Πού οι πόθοι-το φως της ύπαρξης τους;
Πού οι μάχες; Τα μίση τ' αντροφόνα;
Πού ο έρωτας που άνθιζε μαζί τους;

Πού τα σπίτια τους; Πού τα καταφύγια;
Πού τ' αστέρια; Η γη και το φεγγάρι;
Πού οι όμορφες; Πού-πού τα κορίτσια;
Πού η δροσιά; Πού η φρεσκάδα; Πού η χάρη;

Πάνε! Πάνε! χαθήκαν όλα! Πάνε!
Πάνε! Πάνε! Αγύριστα όλα πάνε!
Πάνε όλα! Απ' το Τίποτα όλα ήρθαν
και στο χάος τραβούν του Πουθενά!



ΒΡΑΔΙΑ ΧΟΡΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΙΑΤΡΩΝ
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ ΛΟΣ ΑΝΤΖΕΛΕΣ

Λος Αντζελες. Νοέμβριος. Χορός επιστημόνων
Ωρα επτά. Η είσοδος είναι με σμόκιν μόνον.
Έλληνες που εφύγανε απ’ τη φτωχή πατρίδα
μια πλούσια κουκουλώθηκαν γρηά αμερικανίδα
και τώρα ζούνε κάνοντας χορούς κάθε λιγάκι-
της ζωής εκούσιοι, ναυαγοί-της κοινωνίας ράκη.
Οπως απόψε κάνανε  κι εφώναξαν κι εμένα
που άλλου είδους ναυαγός εβρέθηκα στα ξένα.

Ο ένας απ’ τον άλλονε τελείως ξεκομμένοι
και μόνο γέλιο άχαρο ένα τους απομένει
ψυχρό κι αυτό κι απόμακρο σαν κάποιο ξεχασμένο
φάντασμα γέλιου αλλοτινού-σαν κάτι πεθαμένο.

Δυο πολυέλαιοι κρέμονται τεράστιοι απ’ το ταβάνι
μια ορχήστρα νέων ομογενών κάποια γωνία πιάνει
και πάνω στο τραπέζι μας άνθη ωραία ευώδη
που την καρδιά θα μέρευαν ακόμα και Ηρώδη.

Ψυχρή  ατμόσφαιρα-ψυχρά μιλήματα κι  αστεία
και μ’ ύφος που εταίριαζε στην αίθουσα την κρύα
σηκώθηκε αφού φάγαμε ένα αναιδές παιδάριο
και  μία  διάλεξη  έκανε θερμή  για  το  δολάριο.

Τι  κι   αν  εβγήκε  απ’  τη   μικρή  ορχήστρα η  Γερακίνα
τι  κι  αν  νεράκι   ολόδροσο  να πα’   να φέρει εκίνα
μα γύρισε αξεδίψαστη  στο  παγερό  το βράδυ
γιατί   όσο και αν έψαξε  δε  βρήκε ένα πηγάδι .

Κ ι  απ’   όλης  τούτης  της  βραδιάς  τον  νυσταγμένο  σάλο
τα λουλουδάκια αξίζανε μονάχα  δίχως  άλλο-


υάκινθοι, γαρύφαλλα, τριαντάφυλλα, ορχιδέες
που  με  λεξούλες   μας  μιλούν  που  είναι  πάντα νέες.

Έτσι περνούν οι ομογενείς στης ξενητιάς τα μέρη:
με το κενό για σύντροφο-με την ανία για  ταίρι.
Κι όποιος κατάρα θα ’θελε σε κάποιονε να δώσει
ας του ευχηθεί της ξενητιάς το σκότος να τον ζώσει.

Λος Αντζελες, 7 Μάρτη 1987



ΣΕ ΖΗΤΩ

Πρώτη Αιτία! Αρχή Κινούσα! Το Οντως Ον!
Μέσα στο πνεύμα μου κάθε λιγάκι δίνεις παρόν.
Με συναρπάζεις με κουρελιάζεις με βασανίζεις
Σε βάθη άμετρα μ’ ανυψώνεις και με βυθίζεις.
Με σε αφέντη με σε μαστίγιο με σε οδηγ£ μου
Τα μήκη τ' άμετρα διασχίζω του Άδικου και του Τρόμου.
Μέσα μου σ' έχω μέσα σου μ' έχεις μαζί σου ζω
Και δε σε ξέρω-δε σε γνωρίζω-και σε ζητώ.



ΑΝΤΑΡΣΙΑ

Ε! Σεις παντούφλες μου!
Χωρίς τα πόδια μου οδηγό πως περπατάτε;..
Ε! Πανωφόρι μου! Εντός σου αφού δεν είμαι

Πως στο δρόμο ανεμίζεις τα μανίκια σου σφυρίζοντας;
Και συ πως παντελόνι μου χορεύοντας στο δρόμο πας;
Ε! Σεις! Γυρίστε πίσω-με ξεχάσατε…





ΕΜΠΡΟΣ!..

Εμπρός!
Στα κουπιά!
Να φύγουμε!
Να ξανοιχτούμε!
Ν’ αρμενίσουμε!
Πάντα υπάρχει ελπίδα
να μας εβρεί μια τρικυμία που θα σπάσει
του καραβιού τα ξάρτια και θα σκίσει τα πανιά.

Που το τιμόνι μας θα κομματιάσει
και το καράβι θα τσακίσει
πάνω σε κάποιους βράχους άγνωστους.
Κι αν θα γλιτώσουμε ίσως να βρούμε εκεί
τις μέρες που δεν είχαμε ποτέ μας
και τη ζωή που μέχρι τώρα μόνον εποθούσαμε
χωρίς και να τη ζήσουμε ποτέ.


ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΒΙΓΙΟΝ

Μετά απο ένταση, διαξιφισμούς και αγωνίες
είκοσι μηνών
Εδώσανε το πρώτο φίλημα τους.
Και τότε όλα γαληνέψανε
Σαν πρωινό μετά από νύχτα καταιγίδας.

Κάθισαν ήσυχοι-σίγουροι πια
Και συζητήσανε για πράγματα κοινά.
Εκείνη μάλιστα έβγαλε και, σαν οικεία,
Κρέμασε την ζακέτα της μες στη ντουλάπα.

Και ήταν προς το βράδυ όταν-
Όχι γι ανάγκη έρωτα αλλά από νύστα-
Πέφτοντας σε κοινό τώρα κρεβάτι
Βύθισαν μες στης περασμένης της χρονιάς τα χιόνια
Δίνοντας έτσι μιαν απάντηση
Στου Φρανσουά Βιγιόν τη λυρική απορία.




ΕΙΣ ΚΥΡΙΑΝ ΔΥΣΠΕΠΤΙΚΗΝ

Δεν ξέρετε τι να κάνετε τα ποιήματά μου;

Ω! Κυρία μου!
να σας βοηθήσω.
Γίνονται εξαίσια τσιγαριστά
με λίγο σκόρδο και λεμονάκι.
Μπορείτε επίσης να τα κάνετε ψητά στο φούρνο-
κι έτσι καλά ειν’ επίσης-
μόνο να τα κοιτάζετε συχνά
γιατί αρπάζουν εύκολα.

Για γαρνίρα, πατάτες ή αρακάς.
Λεπτομέρειες να μη σας πω-
τις ξέρετε-διάβολε!
κάτι θα ξέρετε κι εσείς.

Λοιπόν καλή σας όρεξη κυρία μου.
Αν και πολύ γι αυτήν δεν αμφιβάλλω.
Εκείνο που όμως οπωσδήποτε
θα πρέπει όμως να σας ευχηθώ
είναι καλή σας χώνεψη κυρία μου.





ΑΔΗΜΟΝΙΑΣ

Οταν μια Γιαπωνέζα μιλάει αμερικάνικα είναι σαν
Ενα αηδονάκι να εκβάλει φωνή κόρακα.
Το στόμα σφίγγεται,
πιέζεται
για ν' αποδώσει τον βάρβαρο ήχο.
Η έκφραση είναι αδημονίας.


ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ

Πίσω να πάω ήθελα πάντοτε στο χωριό μου
Και να! η ώρα έφτασε. Ταξίδι ξεκινώ.
Άλλα σημάδια ήξερα όμως εγώ του δρόμου
Και το ταξίδι ήτανε, μου εφάνη, μακρινό.

Πλησιάζοντας, τ’ αρώματα περίμενα να νοιώσω
Που του χωριού μου οι πλαγιές την Άνοιξη σκορπάν.
Μα λιβανιού τη μυρωδιά μυρίζω τώρα-α! πόσο
Αλλιώς ειν’ όλα!  Κι άνθρωποι στον ώμο τους με παν.

Αρνιών τα κουδουνίσματα περίμενα στη στάνη
Και θυμιατήρια αντίς γι αυτά στ’ αυτιά μου αντηχούν.
Μιλήματα παλιόφιλων σε ξερικό μποστάνι,
Τώρα τροπάρια ακώ να ηχούν-παπάδες να μιλούν.

Βγάλτε με! Βγάλτε με από δω! Εγώ δε θέλω χάρο
Εμέ δεν πρέπει χώσιμο βαθιά στην κρύα γη
Απ’ τη ζωή ακόμα εγώ έχω πολλά να πάρω
Τις νύχτες πήρα όλες της-δεν πήρα μιαν αυγή.

Αν με το μέτρο της χαράς τη ζήση εσείς μετράτε
Ιδέτε το δισάκι μου κενό από χαρές.
Δεν έζησα. Να θάψετε πέστε λοιπόν ποιον πάτε
Φτιάχνοντας πίσω του μακριές αργόσυρτες ουρές;

Αν πάλι οπωσδήποτε σεις πρέπει να με θάψτε
Βλέπετε κείνα τα μωρά που κλαίνε για βυζί;
Ειν’ οι χαρές μου οι ορφανές. Τρίδιπλο τώρα σκάψτε
Λάκκο βαθύ και βάλτε μας κι αυτές και με μαζί.

Και κει, στου τάφου την ερμιά, στο τρίσβαθο σκοτάδι
Ίσως εκεί ένα άλλο φως να έβρω μυστικό
Και την αυγή που έψαχνα να τήνε βρω στον Άδη
Και οι χαρές μου πιόμα εκεί να βρουν μεθυστικό.




ΧΡΌΝΟΣ

Την ύστατη ώρα του ας στείλει απόψε ο Χρόνος
που γι αυτόνε φυλαγμένη έχει. Αυτός
το μολύβι του καλά το έχει
και ωραία τοποθετήσει
στην κώχη δίπλα του κλειστού βιβλίου-
η μύτη του ν’ αγγίζει
στην κάτω ακριβώς γωνία του πίσω εξώφυλλου-
και το ποτήρι του καφέ
στου τραπεζιού την δεξιά πάνω γωνία
με το χερούλι του προς το παράθυρο.
Ας στείλει ο Χρόνος τη στιγμή του.
Έτσι που έχει ετοιμαστεί  
από κει κι ύστερα
Χρόνος μαζί του θα ’ναι.
ΕΛΛΕΙΨΕΙΣ ΑΤΕΛΕΣΦΟΡΕΣ

Δεν έχει σάρκα να δέσει τα κόκαλά του,
ρούχα τηβεννικά να ενδυθεί,
μουσικές τα λόγια του να στολίσει,
περικοκλάδες ιντερνετικές .

Φύλλα ωραιόχρωμα
άνθη ελκυστικά  
από κείνον λείπουν
η σκέψη του
γλώσσες που γλύφουν γρατζουνάει.

Όμως καρποί του
σε προϊστορικούς τάφους ακόμα  ελπιδοφορούνε
και τα οστά του  
άγγιχτα από τις λόγχες του Καιρού.
Βεγγαλικά δεν έπλεξε
που ανάβουν, λαμπαδιάζουνε και σβηούν.
Τον λύχνο  έχει αυτός ανάψει του αεί
που λάδι του το δάκρυ-ζωής συντρόφι-
και φτίλι του η ανάσα της ψυχής.
Κι όποιον από το φως του ζεσταθεί
κι όποιον κάτω απ’ το λύχνο του γιορτάσει-
αυτόνε θα τον θυμηθεί
όταν έλθει εν τη βασιλεία του.



ΟΥΤΕ ΑΓΚΑΛΙΑ
Αγάπες και φιλιά και αγκαλιές
Χαμένα μέσα στ' όνειρο του χτες
και στεναγμοί και λόγια λιγωμένα
μες στ' όνειρο του αύριο χαμένα.

Κι ακόμα ενώ τρυγάει φιλιά και χάδια
Κοιτάει την αγκαλιά του κι είναι άδεια.
Κι ακόμα ενώ η γλυκιά τον ντύνει πάχνη
Βλέπει ξανά, κι ούτε αγκαλιά υπάρχει.

Και μόνο μένουνε απ' όλα τούτα
Παιδιά, που ως ωριμάζουνε τα φρούτα
έτσι κι αυτά γεννιούνται, αντριεύουν
και χάδια και φιλιά κι αυτά γυρεύουν.

ΣΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ
Σαν κάποιος που διαβάζει ολοένα
και μέσα στα βιβλία του πάντοτε κάτι βρίσκει,
έτσι και το χέρι που στα σκουπίδια μέσα ψάχνει  
κάτι βρίσκει-έναν αναπτήρα, μιαν αξιοπρέπεια,  
πτώματα ελπίδων, ξέφτιους θυμούς, μια
ηθικότητα.

Περισσότερο βαραίνουν λόγια
που αγαπητά χείλη είπαν.
Σαν αγάλματα οι λέξεις τους.
Κρυσταλλωμένες.

Ακόμα βρίσκει μικρές καθημερινές χαρές, παλιωμένους έρωτες
που ακόμα λίγη μυρωδιά κρατάνε,
σκελετούς πουλιών,
χείμαρρους πόθων με γύρω τους υψωμένες
όχθες αδιαπέραστες,
συντρίμμια ιδανικών,
και που και που έναν χρυσοκόκκινο ήλιο
κάποιας δύσης περασμένης.




TO ΠΑΝΗΓΥΡΙ Τ' ΑΗ ΝΙΚΟΛΑ-1996

Ο χώρος ανοιχτός.
Κόσμος πολύς.
Τραγούδια οτη διαπασών.
Βουή χαρούμενη του κόσμου.
Πανηγυριώτικα παιχνίδια.

Ας κάτσω εδώ βλέποντας προς την πίστα.
Μια νεαρή ντυμένη κόκκινα έχει χώσει το κεφάλι της
ανάμεσα στα σκέλια του συντρόφου της
μα-αλίμονο-ξερνάει.
Ένας αρμένης ξελαρυγγίζεται: Λίζαααα..Λίζαααα...
Μια φιλιππίνα φοράει το παπουτσάκι του παιδιού της.
Εκείνο κλαίει.
Πώς σειέται κεινη η μαυρομμάτα...

Μπύρες, σουβλάκια, σόδες, κοτόπουλα..
Καλά πήγε η μέρα.
Ουρές στα ταμεία.
Ο παπάς θα πάρει καινούργιο αυτοκίνητο.
Να και ο χορός που οι γυναίκες αυνανίζονται όρθιες και
ντυμένες.

Ακόμα η κόκκινη ξερνάει ένα καφέ υγρό.
Ανάμεσα σε δύο εκτοξεύσεις της ψελλίζει: It's from the ouzzzo...
Δυο παιδάκια χαμένα μέσα στο μαλλί της γριάς.
Μια ποθογεννημένη με σταμπαρισμένον στο μπλουζάκι
της έναν αρχαίο ναό.
Η δεξιά η ρόγα της διαρκώς γκρεμίζει ένα του κιονόκρανο.
Μα κουφή είναι αυτή η Λίζα; Κλείνω τ' αυτιά μου.
Ο θόρυβος γίνεται ονείρου.
(Πώς με μια κίνησή μου αλλάζουν όλα!..)
Ξάφνω απ' το μεγάφωνο: "Hercules to the office please.."
…έχει γούστο..
αλλά όχι-ένα γεροντάκι σηκώνεται
και με δυσκολία τρεκλίζει προς το γραφείο.
Η Λίζα τέλος άκουσε και γύρισε.
Ο πατέρας της την ενημερώνει: "εδώ είμαστε!"

Ανοίγω τ' αυτιά μου. Κι εγώ εδώ είμαι πάλι.
"Πρόσεχε το ζουμί!" φωνάζει μια κυρά στον άντρα της που προπορεύεται
κρατώντας ένα πιάτο λουκουμάδες.
Δίπλα μου περνάει η ξανθούλα που κάποιος θα μπορούσε να ερωτεύεται τις κνήμες της αιωνίως και αυτοτελώς.
Η κόκκινη συσπάται χωρίς να βγάζει τίποτα πια.
Τριάντα χρόνια ύστερα θα λέει σε κάποιονε: "θυμάμαι
στο ελληνικό πανηγύρι το ενενήντα έξη
ξέρναγα συνέχεια".
Κι όταν το λέει αυτό
η μαυρομάτα μπορεί να ’ναι και γιαγιά.
To κάρο του παπά θα είναι παλιοσίδερα
κι ο ίδιος ο παπάς μια χούφτα βρώμιο χώμα.
Η Λίζα θα φωνάζει η ίδια τώρα στο παιδί της
σε κάποιο πανηγύρι ελληνικό
για να του πει:"εδώ είμαστε!".

"εδώ"..
"είμαστε"..
Ψεύτικες λέξεις ψεύτικων ανθρώπων-
η μόνη αλήθεια τους..



ΣΥΧΩΡΕΣΤΕ ME

Αν κάποια μνήμη πέρα από το σκότος και το φως μ' εξουσιάζει

αν κάποια ρίζα ακλόνητη είναι
που μ' έχει μεγαλώσει φύλλο ολότρεμο του κάθε αγέρα
αν κάτι ανυπόκριτο με ξαναχτίζει μακριά του
αν κάτι πέρα απ' το Εκεί κι από το Τότε θάλλει κάπου
ανύποπτον ορίζοντάς με
αν κάτι που μου ανήκει οριστικά κλείνει τον κύκλο του
αν κάτι σίγουρα μου 'χει δοθεί αθάνατο,
μοναδικό,
αγνό,
αν κάτι ασύλληπτο απ’ την ανθρώπινη ουσία με δονεί
αν κάτι βρίσκεται αληθινό
που δικό μου να 'ναι και δικό μου μόνο,

απ' αυτό
απ' αυτό
απ' αυτό ζητώ
να μου δώσει τη δύναμη
να μιλήσω και να πω-"συχωρέστε με-
συχωρέστε με όντα αυτού του κόσμου
γιατί υπήρξα κι εγώ ανάμεσά σας".

Κι απ' αυτό
απ' αυτό
απ' αυτό-
το πιο βαθύ από το κορμί μου
το πιο κρυφό από την ψυχή μου
το πιο μεγάλο μου από το νου-
απ' αυτό ζητώ, όντα αυτού του κόσμου,
να σας δώσει τη δύναμη να με νιώστε όταν λέω:
"συχωρέστε με-συχωρέστε με όντα αυτού του κόσμου
γιατί υπήρξα κι εγώ ανάμεσά σας".






ΕΚΕΙ

Η ανεψιά μου πήρε προχτές απ' την Αθήνα
και μου 'πε πως μακριά μου ειν' άοσμα τα κρίνα
και ότι δε μεθάνε το ούζο κι η ρακή.
Πόσο με θέλουν όλοι όταν δεν είμαι εκεί!

Και μου 'γραψ' ο ανηψιός μου πως έχει αδυνατίσει
και δεν μπορεί σε ύπνο το μάτι του να κλείσει
και να ντυθεί και πάλι θα πάει στο χακί.
Ω! Πώς με θέλουν όλοι όταν δεν ειμ' εκεί!

Στους φίλους μου απ' όλους περσότερο όμως λείπω
γιατί καθώς εμένα δεν βρίσκουν άλλον τύπο-
οι άλλοι τους-λεν-οι φίλοι τούς είναι φορτικοί.
Πόσο με θέλουν όλοι όταν δεν ειμ' εκεί!

Και να με λησμονήσει μια φίλη μην μπορώντας
κι άλλονε σαν εμένα να έβρει αδυνατώντας
έβαλε πλώρη να 'ρθει για την Αμερική.
Με θέλουν πράγματι όλοι όταν δεν είμαι εκεί.
Ως κι οι συνάδελφοί μου αφήσαν τη δουλειά τους
γιατί σε μένα είχαν μονάχα τα μυαλά τους
κι άνεργοι τριγυρίζουν τώρα και νηστικοί
και μαύρη ζουν μια ζήση που εγώ δεν είμαι εκεί.

Κι εγώ, επειδή όλοι να με ζητούνε θέλω
τα χαιρετίσματά μου από μακριά τους στέλλω
αλλά δε θα γυρίσω στη χώρα μου, γιατί
κανείς δε θα με θέλει όταν θα είμαι εκεί.







ΣΤΟ LAUNDRY

Κάτι λιγνές καμιά φορά, στυφές γεροντοκόρες
πηγαίνουν στο πλυντήριο τα ρούχα τους να πλύνουνε.
Mαύρου ψωμιού θυμίζουνε τις ξεραμένες κόρες
που έρμες μετά το φαγητό κι αφάγωτες θα μείνουνε.

Αφού λοιπόν τα ρούχα τους πλυθούν, μετά τα βγάζουν
από τον κάδο το ζεστό, και σοβαρά κι αμίλητα
σ' ένα πανέρι ψάθινο με τάξη τ' αραδιάζουν,
με πείσμα σφίγγοντας κι οργή τα χείλη τους τ' αφίλητα.

Κι όταν καθώς διπλώνουνε τα ρούχα ένα ένα
φτάσουνε και στους άχαρους κι άχρηστους πια
στηθόδεσμους
με όλο μίσος κι εχθρικό γύρω κοιτάζουν βλέμμα
σαν άσπροι που κυκλώθηκαν απ’ άγριους ερυθρόδερμους.



ΚΑΥΚΑΣΟΣ

Ενα λεπταίσθητο είμαστε και φρούδο εργαλείο
που η ανυπόμονη άγνοια επάνω μας ξεσπά
παιδιού, που παίζοντας κολλά τα μέρη μας τα δύο
για λίγο έτσι μας κρατεί-κι απέ μας ξανασπά.





ΒΑΣΤΑΤΕ…

Αχου! Βαστάτε ρεματιές-βαστάτε σεις ραχούλες!
Βαστάτε μονοπάτια μου και λυγεροκορφούλες.
Βαστάτε κατσικάκια μου ψηλοσκαρφαλωμένα.
Βαστάτε λίγο κι έρχομαι από τα μαύρα ξένα.

Βαστάτε φίλοι κι έρχομαι! Βαστάτε αγαπημένοι!
Βάστα καρδιά μου άτυχη! Βάστα καρδιά καμένη!
Βαστάτε φίλοι κι έρχομαι! Βαστάτε φίλοι φτάνω!
Βαστάτε φίλοι κι έρχομαι στον ένα χρόνο επάνω.

Αχ! Και θα έβρω τα γλυκά απογέματα του Απρίλη
αχ! και θα έβρω τα χρυσά κονέματα το δείλι
αχ! και θα βρω τα όμορφα βραδάκια στην ταβέρνα
που οι φίλοι πάλι θα μου λεν: "κέρνα γιατρέ μου, κέρνα..."

Αχ! Θα 'βρω τις αξέχαστες πάλι νυχτιές του Ιούλη
που διπλα από 'να ολάνθιστο γιορτοντυμένο γιούλι
της Αφροδίτης θε ν' ακώ τη γνοιαστική φωνίτσα
που θα μαλώνει τρυφερά τα δυο της τα κορίτσα.

Άχου! Βαστάτε και θα 'ρθω-ένα χρονάκι ακόμα.
Βάστα στυφή πατρίδα μου δροσιά πάνω στο χώμα
γιατί σα 'ρθω, τόσο βαθιά κι άγρια θα το φιλήσω
που αν καφτερό μου το κρατάς-αλλί μου-θ' αρρωστήσω.

Βάστα ουρανέ του τόπου μου-νερό της θάλασσάς μου.  
Χρόνος ακόμα ένας εδώ και κιώνεται ο μπελάς μου.  
Και πια σας έρχομαι-και πια κοντά σας θα 'μαι πάλι
και δε θα φύγω πια ποτέ ως τη ζωή την άλλη.

Βαστάτε ανθομύριστα χωράφια του Μαϊου.  
Βαστάτε αρώματα ακριβά του άοσμού μου βίου.
Βαστάτε και σας έρχομαι-βαστάτε κι είμαι πίσω
βαστάτε και ξεκίνησα-βαστάτε-θα γυρίσω.

Βαστάτε ηλιογέρματα ερυθρά και θεία βράδια!
Βαστάτε και σας έρχονται τα μάτια μου τα ολάδεια.
Βαστάτε και πουλάκια μου τα κελαδήματά σας
μην τα τελειώστε κι έρχομαι-φτάνω κι εγώ κοντά σας.

Κι αχ! Βάστα Χάρε μου κι εσύ-βάστα και μη με παίρνεις
το σκέλεθρό σου το κορμί πάνω μου μην το γέρνεις.
Αχ! Βάστα Χάρε μου καλέ κι εγώ θα σου χαρίσω
χαρούμενο ένα λείψανο λίγο ακόμη αν ζήσω.





TOY ΚΑΡΦΙΟΥ

Σαν τοίχος μοιάζει που ποτέ
πάνω του δεν κρατεί
τίποτε. Όλα φεύγουνε,
γλιστρούνε από κείνον
και πάνω πέφτουν στου απλωτού
πατώματος το χέρι
και κείνο άκοπα κρατεί
όσα από κείνον φεύγουν
χωρίς τον κίνδυνο ποτέ
μακριά του να του πάνε.

Ενώ αν κάτι απ' αυτά
κι αυτός ποθήσει να 'χει
έστω μικρό κι ασήμαντο
με πόνους και με δάκρυα
πρέπει να το αποκτήσει
αφού θα πρέπει του καρφιού
τον πόνο τον αλύπητο
στα σπλάχνα μου να νιώσει.




ΣΤΗΝ CHARLEVILLE

Δούλευε βάψιμο στην Charleville.
Σ' ένα παλιό σπιτάκι που ανακαίνιζαν.

Την πρωτη μέρα είδε
στο φρέσκο το τσιμέντο πάνω μια γραφή:
"MARCIA LOVES BILLIE".
Γραφή χαρούμενη και βιαστική.
Κι η διπλανή τριανταφυλλιά την έπαιρνε
και λέγανε τα λουλουδένια χείλη:
"MARCIA LOVES BILLIE…
MARCIA LOVES BILLIE…"

Τη δεύτερη τη μέρα μια αλλαγή-
και μ' επιμέλεια καμωμένη.
Πάνω στο κρύο το τσιμέντο:
"MARCIA LOVED BILLIE" εδιάβαζες.
Και η γραφή έμενε εκεί ασήκωτα πεσμένη
να την πατάν τα πόδια και να λεν
τα πετρωμένα χείλη:
"MARCIA LOVED BILLIE..
MARCIA LOVED BILLIE.."

TO ΠΑΣΧΑ ΜΑΣ

"To Πάσχα μας..."

Έχουμε κι εμείς Πάσχα;
Πού είναι τ' αρνιά κι η μαγειρίτσα;
Πού είναι τ' αυγοκούλουρα:
Πού το Χριστός ανέστη;

Έχουμε κι εμείς Πάσχα;
Πού είναι η Μεγάλη Τρίτη μας η Κασσιανή;
Πού η αυγοβαφού Μεγάλη Πέμπτη;

Χαθήκανε και πάνε όλα
και θυμώντας τα
την απουσία τους μόνο μεγαλώνουμε.

Πάνε τα Πάσχα μας.
Παρασκευές Μεγάλες έχουμε μονάχα
που και κείνες
τόσο τις συνηθίσαμε
που κι οι σταυροί δεν μας πονάνε πια.

To Πάσχα μας… Πού είναι το
με την Αγάπη και με το φιλί;






Η ΤΟΥΡΤΑ

Μία τούρτα ειν' αφημένη
στο τραπέζι το βαρύ.
Μία τούρτα μουχλιασμένη
που αναδίνει άθλια οσμή.

Μαύρο απόσβηστο κεράκι
στέκει πάνω της καθώς
απορφάνευτο παιδάκι
ή σαν ήλιος σκοτεινός.

To δωμάτιο παγωμένο
και το σπίτι αδειανό
σαν καράβι κουρσεμένο
σ' ανοιχτόν ωκεανό.

Δεν ακούγονται τραγούδια
και χαρούμενες φωνές
δεν προσφέρονται λουλούδια
κι ούτε λέει κανείς ευχές.

Μόνο, νύχτα, το φεγγάρι
κάτι σκιες δείχνει θαμπές
που αγκαλιάζονται ομάδι
και φιλιούνται μοναχές.

Μη σταθείτε οδοιπόροι-
μην ταράξτε ούτε στιγμή
τη σιωπή που στεφανώνει
την παράξενη γιορτή.

ΣΚΕΝΤΕΡΜΠΕΗΣ

Σε φτηνό μέταλλο χυμένος,
την τιμή και την ιστορία των αλβανών,
πάνω από το σαπισμένο,
πολυκαιρινό έπιπλο που βαλμένος είναι
φροντίζει.

Το κεφάλι του-
αντίθετα από της Τεύτας-
στην Ανατολή στραμμένο,
μήπως και πάλι κάποιοι από κει
κινήσουν να 'ρθουν.

Σε φτηνό μέταλλο χυμένος.
Σε κάθε αλβανικό μέσα σπίτι.

Σαν ενθύμηση ακριβή και σαν καθήκον.






ΓΡΗΑ ME ΛΟΥΛΟΥΔΙ

Γριά με την τρεμάμενη μιλιά
και το ξερό και μαραμένο δέρμα
τι θέλεις το λουλούδι στα μαλλιά-
τι θέλει ο Αυγερινός στου ηλιού το γέρμα;

Στο στόμα σου φαντάσματα φιλιά
τα μάτια σου σπηλιές του κάτω κόσμου
γριά τι βάζεις τ' άνθος αγκαλιά
με τ' άχερα του κήπου σου του αόσμου;

Τ’ άγια γριά μη δίνεις στα σκυλιά.  
Το άνθος που αμήχανο σ' αγγίζει
στης μνήμης άφησέ το τη φωλιά-
εκεί και θα ευωδά και θα στολίζει.







Η ΟΡΝΙΘΑ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ

To βλέπω το μαχαίρι που κρατάς.
Άνθρωπε σκότωσέ με να με φας.  
Το θάνατο αυτόν μου τον χρωστάς:

σκαλίζοντας κι εγώ μες στο κατώι
χορταίνω απ' το σκουλήκι που σε τρώει
κι απ' τη δροσάτη που λιπαίνεις χλόη.

Ζωή κι οι τρεις που ζούμε αληθινά
το θάνατο ο ένας τ' άλλου να πεινά!
Ζωή κι οι τρεις που ζούμε αληθινά!..



Ο ΑΝΤΡΑΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΖΕΙ

Ο άντρας πρέπει να ζει-πάει να πει
πρέπει να ’χει μια γυναίκα.

Ο άντρας πρέπει να προσεύχεται-πάει να πει
πρέπει
μια φορά την ημέρα
να οσφραίνεται γυναικείο άρωμα.

Ο άντρας πρέπει να υποψιάζεται την Πρώτη Αιτία-
πάει να πει πρέπει ν’ ακούει
μια γυναικεία φωνή να του λέει: «πού πάς»
ή ας πούμε: «άργησες απόψε!».

Ο άντρας πρέπει από καιρό σε καιρό
να νιώθει πως υπάρχει-πάει να πει
να βλέπει κρεμασμένα γυναικεία ρούχα
στην κρεμάστρα του χωλ.

Ο άντρας πρέπει κάθε τόσο
να ψηλαφάει ένα κορμί
αλλιώτικο από το δικό του-
αλλιώς και τι να το ’κανε το χέρι.








ΥΣΤΕΡΟΒΟΥΛΕΣ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ

Πρέπει οι λέξεις να είναι μετρημένες.
Θάρρος να μη δίνουν πολύ στον πλησίον.

Οι εικόνες μέσα τους πρέπει να 'ναι κρυμμένες
καθώς στο απόστημα είναι το πύον.

Αχ! Ό, τι αισθανόμαστε δεν πρέπει να λέμε:
μπορεί ο πλησίον να παρανοήσει.
Και αντί να γελάμε πρέπει να κλαίμε
αν αυτό η παρέα της στιγμής απαιτήσει.

Δεν πρέπει ν' αγκαλιάσουμε την Ιουλία
κι ας έχουμε χρόνια πολλά να τη δούμε.
Να βάλουμε πρόωρα πρέπει τελεία
στην πρόταση που είχαμε σχεδιάσει να πούμε.

Ω! Δεν πρέπει ν' ανοίγουμε λεπτές συζητήσεις
γιατί ίσως πληγεί ο πλησίον καιρίως.  
Δεν πρέπει ν' ανοίγουμε τις καρδιές μας επίσης
ούτε όταν τάχα μιλάμε εγκαρδίως.

Ας φεύγει ο πλησίον με γρήγορα βήματα,   
ας κλείνουν επάνω μας σαν τάφοι τα κύματα,
τα λόγια μας πρέπει να κρύβουν τα αισθήματα.  
Πρέπει-α! πρέπει-να τηρηθούν τα προσχήματα.




FLAMINGOS
(Laughlin, Colorado river)

Κυρίες καλαίσθητες και καλαμένιες
ψηλές, μακρύλαιμες, δίχως έγνοιες
περνάνε τα flamingos τη ζωή τους
χωμένα στην ανία και στη σιωπή τους.

Γεννήσεις γίνονται, βαφτίσια, γάμοι,
και σ' όλα μάρτυρας το ποτάμι
που σέρνει τα ολοκάθαρα νερά του
απ' τ' άσπρο φτέρωμά τους από κάτου.

Ωραίες κυρίες μου ας ήταν να 'χα
μιαν ώρα ανέγνια-μία μονάχα
απ' όσες ο Πανάγιος έχει δώσει
σε σας με τη σοφία του την τόση.





ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ…

-"Dont give up!"
–Τι εννοείς;
-"Dont give up!"
–Μα πώς;..




ΤΑ ΑΜΦΙΒΙΑ

Μια στο νερό και πότε στην ξηρά
ζούνε τ' αμφίβια τη μικρή ζωή τους
αλλάζοντας πατρίδα στη σειρά
μιας γεννηθούνε κι ως τη θανή τους.

Ανάπαψη ποτέ τους δε θα βρουν.
Στους θάμνους μια και μια στα φύκια.
Ποτέ τους δε θ' αναπαυτούν
σ' ενός στοιχείου την επιείκεια.

Τα διώχνει σαν προδότες το νερό-
σαν κατασκόπους η ξηρά τα διώχνει
και τα τρυπά κι εκεί κι εδώ
του ανεπιθύμητου η λόγχη.

Και δίχως την αγάπη τη γλυκιά
και δίχως της φιλίας τ' άγιο δώρο
τρέχουν απ' το χώμα στα νερά
κυνηγημένα σε κάθε χώρο.

Να πείσουν δεν μπορούν-κι αλήθεια πώς;-
ότι έχουνε καρδιά έτσι πλασμένη
που έχει ο τρυφερός τους ο παλμός
και για τα δυο αγάπη φυλαγμένη.






ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΡΙΕΣ

Οι ελληνίδες μετανάστριες
ντύνονται με τ' ακριβά τους ρούχα
στολίζονται με τα χρυσάφια και με τα διαμάντια τους
και στα σαλόνια πάνε
και συζητούν "δια τέχνην υψηλήν"
και παίζουν πιάνο...

Και κάθονται στον καναπέ σαν να λένε:
"Κοιτάξτε με πόσο ντυμένη είμαι-
και φαντασθείτε με γυμνή..."
Και σηκώνουν το ποτήρι της σαμπάνιας
με λεπτές κινήσεις των δακτύλων σαν να λένε:
"δέστε αυτά τα χέρια..
δεν πιάνουν άλλο τίποτε από το ποτήρι.
Και φαντασθείτε…"
Και: "κύριε Μαζαράκις", λένε,
"παρακαλώ μπορώ να έχω…"
ενώ ταυτόχρονα βλέπουν τριγύρω σαν να λεν:
"Ακούτε; λόγια τόσο μόνον ευγενικά
λέει το στόμα μου.
Και φαντασθείτε..."

Ύστερα γυρίζουνε στο σπίτι
αφού προσεκτικά τινάξουνε πριν μπουν
τις νότες που 'χουνε σκαλώσει επάνω τους,
κι η ηδονή γι αυτές είναι η πρώτη
να βγάλουν τόσα ρούχα.

Μετά πατούν στον Πούσκιν για ν' ανέβουν στο κρεβάτι
όπου η δεύτερη τις περιμένει
μακριά 'πό ψεύτικες ευγένειες και μασκαρέματα.

Και όταν αποκοιμηθούν
ο Σαίξπηρ ένα ράκος
ανάμεσα στα πόδια τους.







Ο ΚΟΛΙΚΟΣ

Σε ξένο τόπο κι άγνωστος σ’ άγνωστους μέσα τρέμω
Μη και μια νύχτα παγερή με πιάσει ο κολικός μου-
Μόνος δωπέρα ως βρίσκομαι στα πέρατα του κόσμου
Σαν ένας απροσπέλαστος σύγχρονος πλοίαρχος Νέμο.

Θα πάρω βέβαια ένα δυό τηλέφωνα που ξέρω
Μα όλοι θ’ αποφύγουνε ναρθούν-χωρίς αιτία
Μόνο γιατί έχουν αύριο να παν στην εργασία
Και μένα θα μ' αφήσουνε μόνον να υποφέρω.

Να ήξερα τουλάχιστον την άτιμη τη γλώσσα-
Νάξερα και το νούμερο της άμεσης της κλήσης
Και να το πάρω… μα ύστερα πως να τους εξηγήσεις
Τι έπαθες, που βρίσκεσαι και χίλια άλλα τόσα…

Μόνη ελπίδα μούμεινε νερά πολλά να πίνω.
Μα ενώ το λέω αποβραδίς ξεχνιέμαι όταν φέξει
Γιατ' η δουλειά δεν καρτερά κι η βρύση για να τρέξει
Πρέπει να πάω μέχρι εκεί και λίγο εκεί να μείνω.

Μα τούτο είν’ αδύνατο και άλλο δε μου μένει
Παρά στο θεό των κολικών να δέομαι επιμόνως
Να μη μου στείλει να με βρεί ο φοβερός του πόνος
Που του αρρώστου το κορμί σαν ξίφος διατιτραίνει.




ΑΜΕΡΙΚΗ

Η μακρινή Αμερική
Είναι μια χώρα εργατική
Ολοι δουλεύουν με μανία
Χωρίς ανάπαυλα καμία.

Αν πεις πως έχουνε ψυχή
Καντο μονάχα σαν ευχή
Ανδρείκελα είναι κουρντισμένα
Που υπάρχουν έτσι, στα χαμένα.

Αν βρεις κανένα με καρδιά
Εχει φριχτή αναπαραδιά
Μέσα στα βρώμικα σκουπίδια
Ψάχνει να βρει αποφαϊδια.

Ταβέρνα, φίλους και κρασί
Δεν τα γνωρίζούνε, γιατί
Διασκέδαση τους μόνη έχουν
Ολο να τρέχουνε-να τρέχουν.

Θρησκεία διάφορη από μας
Εχουν-γι αυτούς Αγία Τριάς
Υπνος Φαΐ και Εργασία
Και το εργοστάσιο Εκκλησία.

Κι όπως η πλούσια Αμερική
Λαών στα πτώματα πατεί,
Και κάθε πλούσιο Αμερικάνο
Σε πτώματα άλλων βλέπεις πάνω.

            
ΟΙ  ΚΛΩΣΤΕΣ

Μ' ένα ρυθμό αργό αργό και ρυθμικό συνάμα
οι πλεκτικές οι μηχανές κινούν τις κεφαλές τους
ενώ εγώ υπηρετώ τροχαίους κι αναπαίστοπυς
μια το μολύβι αδράχνοντας, μια πιάνοντας τη λάμα.

Σε δύο μέτρα απόσταση μ' ακρίβεια μετρημένη
οι κεφαλές των μηχανών πηγαίνουν και γυρίζουν
κι απ' την ευθεία άλλη γραμμή σάμπως να μη γνωρίζουν
η ρότα τους ακλόνητα ευθεία πάντα μένει.

Κι αν δεν εκόβονταν ποτέ οι τρεχαλητές κλωστίτσες-
κι αν δεν εσπάζανε ποτέ οι γυαλιστερές βελόνες
τότε οι καλές μας μηχανές θα πλέκαν για αιώνες
γιακάδες και πουκάμισα, πουλόβερ και φουστίτσες.

Έτσι κι εμείς δεν παύουμε να τρέχουμε ολημέρα
κάθε ημέρα κάνοντας τα πράγματα τα ίδια `
για παρεκκλίσεις χαρωπές και για τρελά παιχνίδια
καιρός δε μένει κι οι χαρές οι ωραίες πάνε πέρα.

Κι αιώνια θα κινούσαμε κι εμείς τις κεφαλές μας
κι άχθος αρούρης θα 'μασταν στ' άλλο της πάνω βάρος
αν κάθε τόσο ο τρομερός κι αλύπητος κουρσάρος
δεν έκοβε τις, άλλωστε, λεπτότατες κλωστές μας.


ΤΑ ΓΚΡΕΜΙΣΜΕΝΑ

Έπιπλα δεν είχε το δωμάτιο
και όσο να πεις
ένα τραπέζι
απαραιτήτως χρειάζονταν.

Δε θα ’τρωγε καλά για λίγες μέρες
το κάπνισμα θα εμετρίαζε
το φως νωρίς θα το ’σβηνε
λίγο από δω-λίγο από κει
θα τα κατάφερνε στο τέλος.

Και όχι πολυτέλειες. Δεν ήθελε
ξύλο καλό, ούτε μορφήν και στυλ θα εκοιτούσε.
Ένα απλό τραπέζι.
Λίγο γυαλιστερό μόνο στην επιφάνεια
και κάπως, όσο γίνονταν
τα πόδια του κομψά
(μπορεί να το ’ντυνε και με χαρτί
έτσι κι η φθήνεια του θα κρύβονταν
και τακτικός θα έλεγαν πως είναι).

Τώρα θα πεις:
μεγάλη ανάγκη ήταν το τραπέζι;
Ανάγκη όχι, μα είναι κάποια συντροφιά
ένα δωμάτιο άδειο άσχημα χτυπάει. Πάλι
κάποιος μπορεί να ’ρχόταν
και την κατάντια του να δει δε θ’ ανεχόταν.
Και τέλος είναι κάτι όρθιο
μέσα σε τόσα γκρεμισμένα.

ΑΛΛΙΩΣ

Πρωί στη δουλεία με ταχύτητα τριάντα.
Της Owensmouth πράσινη κάθε" της πάντα
Στου πάρκου της Lanark την άδει απλωσιά
Σκιουράκια στης χλόης βουτούν τη δροσιά"

Oi κήποί ανθισμένοι. Η Φύση καινούργια*
Τα "STOPS" της οδύνης να κόβουν τη φούρια
Και πάνε τ'  αμάξια δυό-δυό στη σειρά
Και λάμπουν στου Ηλιου το φως καθαρά.

Πρωΐ στη δουλειά τη δική του έχει χάρη.
Το στήθος της δειχνει η Ζιζή με καμάρι.
Η Λώρα γελάει χωρίς τελειωμό
Θυσία πρωινή στης χαράς το βωμό.

Ο Γκέοργκ γερτός στο παγκάκι του μάρκετ
Σφιχτά τυλιγμένος στο σκούρο του τζάκετ
Βαριά με φτηνό μεθυσμένος ποτό
Ξεσπάει σε χίλιες βρισιές το λεπτό.

Και φως μες στο φως, νυσταγμένη ακόμη,
Πρωί του πρωιού, με λυμένη την κώμη
-Εικόνα λαμπρή στην καρδιά πως σε κλειώ-
Εκείνη βαδίζει να πάει  στο σχολειό.


Πρωί  στη δουλειά πως θάσουνα πόνος
Αν μέσα σου ήμουνα έρημος-μόνος.
Μα αλλιώς έχει η μοίρα του Κόσμου γραφτεί:
Υπάρχει-θεέ μου-υπάρχει κι αυτή.




ΤΑ  ΟΝΕΙΡΑ ΠΟΥ ’ΧΩ

Τα όνειρα που  'χω στη ζωή καμωμένα
περίλυπα στέκουνε γύρω από μένα
και κλαιν τα ματάκια τους, και θλίβει η μορφή τους
και άκαρποι πέφτουν και παν οι καρποί τους.

"Γιατί" , με ρωτάνε,  "γιατί να μας πλάσεις;
Τα ράκη εμείς κι οι ζητιάνοι της πλάσης.
Αστέγαστα, ατέλεστα, κούφια γυρνάμε
κι η νύχτα μας έφτασε και πια πού θα πάμε;"

Κι εγώ πονεμένα κι έτσι έρμα ως τα βλέπω
με όση μ'  απόμεινε θέρμη τα σκέπω
και δίχως μιλιά-τι να πω… τι να πούμε…
μαζί προχωράμε, μαζί περπατούμε.


ΜΑΥΡΟ-ΑΣΠΡΟ

Οι μαύροι ωκεανοί δε με φοβίζουν
πιοτό φαρμακερό αλλά τους πίνω.
Μα η άσπρη όταν έρχεται σταγόνα
το φως της το πολύ πώς ν'  απαλύνω;

Άχου-τη λύπη την κρατώ
μες στο φαρδύ μου ράσο
μα τη χαρά μου-τη χαρά!
με ποιον να τη μοιράσω;



ΧΑΜΕΝΟ

Ήρθε τα μεσάνυχτα καθαρά και χωρίς αμφισβήτηση
βγαίνοντας μέσα από κάτι γράμματα και μαγνητοταινίες.

Μιλάω για την αίσθηση πως είσαι μόνος-
καλλίτερα πως πάντα μόνος ήσουν και δεν το 'ξερες.

Και πίσω από την αίσθηση αυτήν ακολουθούσε
η οριστική γνώση της πληρότητας
και της ανυπαρξίας.

Κατάλαβα πια πως ό, τι είχα μαζέψει ως τότε
ήταν απόλυτα δικό μου
κι ό, τι είχα χάσει
οριστικά χαμένο ήταν.



ΕΙΚΟΝΑ ΠΡΩΙΟΥ

Ο δρόμος μου 'στελνε πρωινές φωνές.
Η πάχνη εθάμπωνε τα τζάμια.
Κάτω στο πάτωμα
κείτονταν άτονα
τα εσώρουχά της. Με πλοκάμια
κολλώδη μ' έσφιγγαν μνήμες φτηνές.


ΝΟΣΤΟΣ

Η θάλασσα είναι αδιάβατη.
    
Νόστε φίδι φαρμακερό
Νόστε τυραννική ερωμένη
Νόστε φράχτη αγκαθερέ
Φως αβάσταχτο στ’ ανθρώπινα μάτια
Νόστε πικρέ
Νόστε απανθράκώνοντα
Νόστε διατρυπώντα.

Η θάλασσα είναι αδιάβατη.

Τρίαινες νεκροστόλιστες τα βλέφαρά της.
Τα σπασμένα δόντια της τρύπες του νερού.
Τα μαλλιά της συνωμοτούντα φίδια.
Οι μηροί της Συμπληγάδες στο Αγύριστο Φαράγγι.
Σπυριά πάνω στο μαλακό δέρμα της τα νησιά.  

Και δεν μπορείς να πάρεις το αυτοκίνητο    
Να πεταχτείς μέχρι τον… ή την..    
Την ανθρωπιά σου να υποθηκέψεις στου Γιάννη...    
Ή να πας να παίξεις τη ζωή σου κορώνα γράμματα στου Σπύρου...

Οι κουβέντες "θα ’ρθω το βράδυ",
"Πάρε με τηλέφωνο",
"θα σε δω το πρωί"
Δεν έχουνε κανένα νόημα.
Αναρωτιέσαι: πού τις βρήκα αυτές τις λέξεις;
τί σημαίνουν;

Φυτρώνει άραγε βασιλικός εδώ;
Όχι, δεν μπορεί.

Πανικός.
Το δωμάτιο είναι στενό.
Δε σε χωράει.
Να φύγεις από κει.
Να βγεις έξω.
Να τρέξεις ώσπου… (να και το τρέξιμο…)
Ώσπου τι;

Θάλασσα μεγάλη
Δεν είναι τα καράβια που χάνονται στα βύθη σου
Δεν είναι οι άνθρωποι που συνθλίβονται στις πλάκες των νερών σου
Η αδιάβατη μεγαλοσύνη σου είναι που σκοτώνει.
Κυκλώνεις τη γη σαν δαχτυλίδι φαρμακερό.
Στου σφραγιδόλιθού σου την κρύπτη
Το φαρμάκι της ξενιτειάς φωλιάζει.
Πάνω σου πλέουν κομμάτια γης
Γι άλλους θεούς καθένα αγαπητά.
Και κάθε θεός το ιερό του
Και κάθε ιερό τους πιστούς του.

Λέγαμε λοιπόν πως η θάλασσα είναι αδιάβατη.



Ω ΚΥΡΙΑ..
(Συγκέντρωση γιατρών του Λος Άντελες, 1989)

Πονεμένη μαρκησία
Πούχει έρθει απ' την Ασία
Στην ανάγκη μου θυσία
Σάν Αγία η Οσία.

Τα κολλιέ της διαμαντένια
Στο μυαλό της μία έγνοια
Όλο χάρη κι όλο ευγένεια
Να μου κόψει τ' άσπρα γένια.

Κουβεντιάζει υψηλοφώνως
Κι όταν δει πως είμαι μόνος
Πλησιάζει και ο Χρόνος
Της χαράς μου δολοφόνος

Ω καλή μου σεις κυρία
Των λαθών σας η σωρεία
Κι η μεγάλη σας μωρία
Η δική μου τιμωρία.

Ω κυρία! είναι κι άλλοι
Παραπέρα πιο μεγάλοι
Να τους φέρει λίγη ζάλη
Της γλωσσίτσας σας το χάλι.





ΤΟ ΔΕΚΑΝΙΚΙ

Πολλή δουλειά στο μαγαζί εκείνη την ημέρα.
Μέχρι που κλείσανε δε στάθηκαν.

Κλείνοντας,
«σήμερα πήγαμε καλά», της είπε.

Κι αυτό αλήθεια έπρεπε να ειπωθεί,
ώστε το μερτικό της κι η συνήθεια να ’χει,
κι η καθημερινότητα να ευμενιστεί
έτσι,
που ύστερα απ’ το γύρισμα στην πόρτα του κλειδιού
να επιδοθούν ελεύθερα στον έρωτα
που υπομονετικά περίμενε
να μαζευτούνε κάμποσες χιλιάδες πρώτα στο συρτάρι.

Γιατί,
ο σοφός,
καλά γνωρίζει πως το χρήμα
του είναι δεκανίκι απαραίτητο-
έτσι που η κοινωνία τον έχει καταντήσει-
για να πορευτεί.



ΧΡΟΝΟΣ

Άπλωνε Χρόνε, άπλωνε τ’ ακούραστα φτερά σου
κι αφήνοντας  στη σκοτεινιά ό,τι είναι να χαθεί,
χλίαινε με τη θέρμη σου τα τέκνα του Πηγάσου
που κάρπισε στα πλάτια σου όποια άξια μου γραφή.

Φεύγε και παίρνε αντάμα σου κράτη, λαούς, θρησκείες
κι άλλες ο αθέρας των φτερών σου ολόγυρα ας σκορπά-
εκείνες ρίχνε στις σκιές  του σύμπαντος τις κρύες
δίνε στις νιες να δένουνε σε πλάτια φωτερά.

Κι όπως οι πόρτες τ’ ουρανού κλείνουν προτού οι Μοίρες
προλάβουν να στεριώσουνε κατάρες τους ή ευχές
κλείνε και συ ξοπίσω σου ελπιδοφόρες θύρες
για φιλοσόφων θεωρίες κι αγίων προσευχές.

Όμως στις μέρες της ζωής, τις δυστυχιά γεμάτες
και στις νυχτιές τις άφωτες και του κατατρεγμού
μέσα τους συνταιριάζοντας πόθους, χαρές φευγάτες
κόσμους εχτίζαν οι έλικες  του αισθαντικού μου νου.

Άπλωνε Χρόνε, άπλωνε, τ’ ακούραστα φτερά σου
και φεύγε όλο, στο Χαμό βυθίζοντας το Χτες
Φεύγε και ούτε θύμηση ας μην ανθεί μακριά σου.
Φεύγε του Χάους σχίζοντας τις ζοφερές ερμιές.

Μα στο άσωστο ταξίδι σου κοντά σου Χρόνε παίρνε
Τα όσα λόγια μου εσέ πρώτα έχουν σεβαστεί.
Τα όποια τους νοήματα μαζί σου πάντα φέρνε
και απ’ αυτά κανένα τους, ποτέ μην ξεχαστεί.

Άπλωνε Χρόνε, άπλωνε τ’ ακούραστα φτερά σου
κι αφήνοντας  στη σκοτεινιά ότι είναι να χαθεί,
χλίαινε με τη θέρμη σου τα τέκνα του Πηγάσου
που κάρπισε στα πλάτια σου όποια άξια μου γραφή.



ΚΑΘΡΕΦΤΗ ΜΟΥ ΧΡΩΣΤΑΣ

Καθρέφτη μου χρωστάς ένα καθάριο βλέμμα.
Καθρέφτη μου χρωστάς πλούσια ξανθά μαλλιά.
Ένα κορμί λαμπάδα μου χρωστάς
κι αντίς για χέρια δυο φτερά πετάμενα.

Θυμάσαι πώς χαρά όλος ήσουνα
κι ανεμελιά σα με κοιτούσες;
Πώς έλαμπες ολάκερος σα στέκοσουν εμπρός μου,
κι όταν δε μ’ έβλεπες σκοτάδι εγέμιζες λες και δε ζούσες;

Καθρέφτη για φορά μια μόνο
Φέρε μπροστά μου πάλι την εικόνα την παλιά.
Παιδάκι γίνε χαρωπό κι ευτυχισμένο.

Κι αφού δεν το μπορώ εγώ παιδί να μείνω
Σου υπόσχομαι καλέ μου ότι
Τη νιότη τη χρυσή την εδική σου όταν δω
Με αθανασίας πέπλο θα σκεπάσω-
υπόσχομαι καθρέφτη
την ίδια ώρα εκείνη να σε σπάσω.








ΤΟΥ ΚΡΕΒΒΑΤΙΟΥ ΤΟ ΒΗΤΑ

Πάντοτε με διορθώνουν-
οι ανόητοι-
πως το κρεββάτι μ’ ένα βήτα γράφεται.

Δεν είναι βέβαια ποιητές.

Αν ήταν, θα ’ξεραν
πως άδειο το κρεββάτι μ’ ένα βήτα είναι,
όπως με μόνο αυτούς επάνω του.

Το δεύτερο το βήτα ειν’ η γυναίκα.



ΣΩΖΟΥΣΑ

Όταν περνώντας το στενό στόμιο
στην ευρυχωρία βρέθηκαν
απλώθηκαν γύρω. Μερικοί
κάρφωσαν ένα ξύλο, του ’βαλαν χορδές.
Άλλοι εζύμωναν, ψαρεύαν.
Κλωστές άλλοι ταιριάζαν
βότανα βρίσκαν, σπίτια χτίζανε.
Τέλος καθένας κάτι όριζε
και ψηλά το σήκωνε σαν λάβαρο
ή σαν θυρεό
ή σαν θεωρία
ή σαν σώζουσα πίστη.

Κι έτσι προχωρώντας πλατυνόμενοι, ξάφνω
μπροστά σ' ένα στενό στόμιο
πάλι βρέθηκαν.
Και καθώς πίσω
έρχονταν κι άλλοι ανεμίζοντας πανιά
και άτρομα βαδίζοντας,
και καθώς άλλο να διαλέξουν δεν μπορούσαν
χώθηκαν πάλι μες στο στόμιο το στενό
συμπυκνωνόμενοι.




ΤΙ ΝΑ ’ΚΑΝΕ

«Αντρέα θυμίσου. Πρέπει -ακούς; Κοίταξε μην
ξεχάσεις
στη Νέα Υόρκη όταν πας-με το καλό όταν φτάσεις
στο Γιώργο τηλεφώνησε και πες του ...ξέρεις
τώρα...
μόνος του, δίχως χρήματα σε μία ξενη χώρα...»

« Αν θέλω ας κάνω και αλλιώς. Έτσι και δεν τον πάρω
ποιος είδε και δε σκιάχτηκε-όταν θα 'ρθώ-το Χάρο...
Τον ξέρω-ούτε για ψωμί δεν έχει. Ένα ψοφίμι
που δεν απόχτησε ποτέ χρήματα, δόξα, φήμη…»

Πάντα στις γνωριμίες του και στις δημόσιες σχέσεις
ο Αντρέας ήτανε καλός. Κρατεί τις υποσχέσεις.
Kαι μ' ενδιαφέρον φρόντισε να ντύσει τη φωνή του
(ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΓΜΗ ΠΛΗΣΙΑΣΕ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΥ).

ΝΑ ΜΟΥ ΜΙΛΗΣΕΙ ΤΟΥ 'ΠΑΝΕ-ΤΙ ΝΑ 'ΚΑΝΕ ΚΑΙ ΚΕΙΝΟΣ
ΤΟΥΣ ΤΟ 'ΤΑΞΕ ΚΑΙ ΠΡΑΤΤΟΝΤΑΣ ΩΣ ΠΑΝΤΟΤΕ ΥΠΕΥΘΥΝΩΣ
ΜΕ ΠΗΡΕ. ΠΑΕΙ ΚΙ ΑΥΤΟ ΛΟΙΠΟΝ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΤΕΛΕΙΩΜΕΝΑ
ΓΙ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΤΟΥ ΤΟ ΖΗΤΗΣΑΝ… ΓΙΑ ΚΕΙΝΟΝΕ… ΓΙΑ
ΜΕΝΑ...







ΣΤΟ ΓΙΑΝΝΗ

(απόστρατο αξιωματικό, που πέθανε στο LΑ- στην ξενιτιά)

Γιάννη, χρυσές οι θύμησες που φεύγοντας αφήνεις.
Να 'ταν κακές, να 'ταν πικρές, να 'ταν φαρμακεμένες
θα σβηούσαν-μα σταλάγματα μελίρροης είναι κρήνης
κι-έρωτας Κάλλους κι Αρετής τις έχει γεννημένες.

Κι έτσι τρανές κι ως δε βολεί-κι ας θέλουν-να κρυφτούνε
στολίδι του ο κόσμος μας τις έκανε δικό του
και σαν αστέρια λάμπουνε-σαν άνθη ευωδούνε
κι αυτός που νιώθει, απαντοχή τις έχει και σκοπό του:

Ευαισθησία, σεμνότητα, ευγένεια, τιμιότη,
αγνότητα και αρετή και ηθική και κρίση,
κι ανάμεσό τους ρήγισσα και σ' όλες ολοπρώτη
η Ανθρωπιά, που δίχως της τρόμο γεμάτη η ζήση.

Και κάτεχες την αρετή την πιο βαριά του άντρα:
να 'ναι μονάχη ολοζωής έγνοια σου το καθήκον
είτε κει πέρα, στο στρατό,-μες στων αμνών τη
μάντρα-
ή στο εργοστάσιο, εδωδά, μες στη μονιά των λύκων.

Γιάννη, με βιάση έφυγες σαν κάποιος εκεί πέρα
να 'χε από την ακοίμητη έγνοια σου ξάφνω χρεία
Όμως για μας, σα μίσεψες, σκότισε εδώ η μέρα,
και η χαρά είναι πιο πικρή κι η νύχτα είναι πιο κρύα.

Στο δέντρο πάνω του Καλού ανατρίχιασαν τα φύλλα.
ή Λεβεντιά τ' ολόρθο της έσκυψε λίγο σώμα.
Άδειασε η κούπα η αργυρή που Ελπίδα πριν 'ξεχείλα
και η Φιλία δε μετρά πιο πάνω από το χώμα.

Έφυγες Γιάννη. Σύντροφος, παιδιά και συγγενείς σου,
εικόνα σ' έχουν στην ψυχή κι όχι στο μάτι τωρα.
Κι οι φίλοι, που το δάκρυ τους εστέρευε μαζί σου,
κάθε τους θλίψη θάνατος-κάθε βροχούλα μπόρα.



ΦΥΣΑΕΙ ΕΝΑ ΚΡΥΟ

Φυσάει ένα κρύο δροσό αεράκι
της μέρας η κάψα έχει φύγει
και μες στη ψυχή ένα λάλο πουλάκι
σκορπάει ευφρόσυνα ρίγη.

Μια θάλασσα η δύση βαθιά ματωμένη
μαχαίρι πυρρό κάθε αχτίδα.
Α! Να 'ταν ο ήλιος μια γλάστρα ανθισμένη!..
Α! Να 'μουνα λέει στην πατρίδα!...








ΒΟΥΔΑΣ ΚΑΙ ΆΝΑΝΤΑ

Ο Βούδας στέκει συλλογισμένος.
Τη διάλεξη έπρεπε να 'χει αρχίσει.  
Μα έλειπε ο Άναντα-δίχως 'κείνον
δεν εγινότανε να προχωρήσει.

Στέλνει τον Μάντζουρσι να τον έβρει
κι όσο πιο γρήγορα να τονε φέρει
γιατ' ήταν φίλος πρώτος του Βούδα
κι ο πιο υπάκουος ακόλουθός του.

Τώρα η Μάντενκα, πόρνη απ' τις πρώτες
μαζί κι η όμορφη κόρη της Ψίτα
τον Άναντα είχανε βάλει στη μέση
και το γλεντούσανε οι τρεις παρέα.

Βέβαια ο Άναντα "άθελά του"
τάχα εβρέθηκε με τις πόρνες
κι είπε στον Μάντζουρσι πως με μάγια
εχθροί τον είχανε κάποιοι μαγέψει.

Τα «μάγια" ο Μάντζουρσι αμέσως λύνει
και πάει τον Άναντα πάλι στο Βούδα.
"Α! Επιτελους!" κάνει ο Βούδας,
«μπορώ τη διάλεξη τώρα ν' αρχίσω!"



Η ΣΙΩΠΗ

Καθώς από τους σπόρους τους γεμάτα είναι τα ρόδια
όμοια υπάρχει μια σιωπή Λίλιαν γεμάτη λέξεις
όμοια υπάρχει μια σιωπή Λίλιαν γεμάτη λόγια
σιωπή που συ δε δύνασαι Λίλιαν να την αντέξεις.

Υπάρχει Λίλιαν μια σιωπή που εντός της ειπωμένα
στέκουνε όλα όσα μπορεί στόμα να πει ανθρώπου
μία σιωπή ακριβόθωρη-μια Πόνου κι Ήλιου γέννα
μία σιωπή ανάρχιστη και ατελείωτη όπου,

τα δυο της όλασπρα φτερά σαν χρυσαφένια λάμπουν
και ό, τι σκέπουν το κρατούν απείραχτο απ'  το Χρόνο.
Που στα ιερά τεμένη της μπορούνε μόνο να  'μπουν
όσοι τον άνανθο κρατούν της πεθυμιάς τον κλώνο.

Υπάρχει Λίλιαν μια σιωπή φτιαγμένη απ’  τις λεπίδες
των μαχαιριών που ολημερίς λιανίζουνε τη σκέψη.
Υπάρχει Λίλιαν μια σιωπή φτιαγμένη απ' τις ελπίδες
που απέλπιδα κι αγύριστα έχουν καιρό μισέψει.

Καθώς από τους σπόρους τους γεμάτα είναι τα ρόδια
όμοια υπάρχει μια σιωπή Λίλιαν γεμάτη λέξεις
όμοια υπάρχει μια σιωπή Λίλιαν γεμάτη λόγια
σιωπή που συ δε δύνασαι Λίλιαν να την αντέξεις.
Η ΑΝΑΜΝΗΣΗ

Ό,τι περίμενε ήρθε μια νύχτα  
το τζάμι του παράθυρου χτυπώντας.

Και καθώς η μισή κιόλας ζωή της
είχε ανεόρταστα περάσει,
σκέφτηκε πως της χρωστούσε κάτι και γι αυτό-
μετά από τόσων χρόνων δάκρυα και υπομονή-
η ζωή της το 'στειλε επιτέλους.

To έπιασε στα χέρια της λοιπόν,
το είδε απ' όλες τις μεριές  
ναι, σίγουρα ήταν ό,τι επερίμενε.

Για μια στιγμή αναλογίστηκε
την αλλαγή και τις ευθύνες που αυτό
στην ήσυχη θα ’φερνε στη ζωή της

To τζάκι έκαιγε με μία φλόγα σιγανή.

Πώς έγινε κι αυτό εβρέθηκε να καίγεται
στις φλόγες μέσα του τζακιού
και στο λεφτό έγινε στάχτη,
ακόμα να το πεί δεν το μπορεί.

Και βάλθηκε ξανά να περιμένει.
Κάτι που ήξερε πολύ καλά
κι αλάθητα τόσον καιρό να κάνει.


ΤΟ ΚΟΥΝΟΥΠΙ

Ένα κουνούπι να! μπροστά του.
Τις δυο παλάμες του παράλληλες απλώνει
και φλάπ! έσβησε-πάει το κουνουπάκι.

Τι θορυβώδεις που είμαστε! Ενώ ο δικός μας
τόσο αθόρυβα έρχεται ο θάνατος
και τόσο εργάζεται διακριτικά
που αν ζει μονάχος του κανείς
τυχαία κάποτε
θ’ ανακαλύψουν ότι πέθανε.

Και ακοή χωρίς καμιά  να ενοχληθεί.



ΤΟ ΚΕΝΟ

Όλο χωρίζανε
κι όλο ξαναβρισκόνταν.
«Καλή μου δεν μπορώ χωρίς εσένα»,
«άλλη καμιά δεν αγαπώ»,
τέτοια.
Ώσπου εκείνη κάποια μέρα
«αγάπη μου», του είπε,
«καθένας μας ένα μισό κενό είναι,
που ο άλλος
αφότου εβρεθήκαμε,
το συμπληρώνει.»

Όταν συμφώνησε κι αυτός,
αμέσως και οι δύο πέσαν στο κενό τους.

Εκείνο, που αυτό περίμενε,
τους έσβησε
και δυο υπάρξεις άλλες έφτιαξε
ολότελα κενές
να ξαναρχίσει ο κόσμος.



ΑΎΤΑΝΔΡΟ

Ό, τι χτίζει
κάποιος
βιαστικός πίσω του έρχεται
και το γκρεμίζει.

Ίσως να είναι ο χρόνος.
Ίσως τα χέρια τ' άλλα του.
Ή κι ίσως η φουσκονεριά από το μεγάλο πλοίο
που  αύτανδρο βυθίζεται κάθε πρωί.




CAMOENS

Το ναυάγιο όταν διηγόνταν
τόσο ζωντανά τα κύματα ζωγράφιζε
άσπρα μέσα στη νύχτα, το νερό
έτσι μεταμόρφωνε σε υγρόν τάφο
που τον περίμενε, των επιβατών τα ουρλιαχτά
τόσο ταίριαζε με τη βοή του αγέρα,
που όσοι τον άκουγαν,
στην ώρα εκείνη μεταφέρονταν
και κινδυνεύαν να πνιγούν μαζί του.

Μόνο σαν έφτανε να πέσει μες στο κύμα,
στα χέρια του σφιχτά
το μισοτελειωμένο έπος του κρατώντας
και να πνιγεί αφήνοντας τη μαύρη φίλη του,
εκεί
για λίγο
αφήνονταν να ξεχαστεί
κι έβαζε στη διήγηση ανάμεσα, ενός άλλου-
που έγινε πιο πέρα-τον χαμό, πριν συνεχίσει.

Κι όσοι τον άκουγαν δεχόνταν την υπεκφυγή
γιατί στα βάθη μέσα της καρδιάς τους έβραζε
το Λουζιτάνικο αίμα, και γιατί ένιωθαν,
ότι το φέρσιμο του αυτό
κράτησε όρθια την Πορτογαλία,
που αν χάνονταν το έπος του,
αυτή θα βούλιαζε αντίς για τη μιγάδα ερωμένη του
κι όχι στης θάλασσας,
αλλά στης λησμονιάς τα νερά,
τ’ αδιαπέραστα από Μάτι
κι από Μνήμη
κι από Χρόνο.



ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Ένα ψάρι τώρα πολύχρωμο, μία λαμπρίτσα ύστερα,
ένα λουλούδι, απλά, γρήγορα και απαλά,
με μικρές, λεπτές κινήσεις
ζωγραφίζει.  

Να ζωγράφιζε κανείς έτσι
ένα νέον κόσμο
και να μη καμμιά γραμμή αγωνίας χαράξει,
καμμιά γωνία τρόμου,
και κανένα κενό του
με μοναξιά να μην πληρώσει.

Και έτσι να τον αφήσει ζωγραφιστόν.

Και άνθρωπο μέσα του
να μη κανέναν σχηματίσει.

Έτσι.  
Σαν μια αιώνια ομορφιά.



ΤΟ ΠΛΥΝΤΗΡΙΟ

Μετά από κάθε πλύσιμο
Πρέπει να βάλει στη σειρά και πάλι
Τα πράγματα που από το τρέμουλο της πλύσης
Ανακατεύτηκαν επάνω στο πλυντήριο-
Μπουκάλια, καλαθάκια, περιοδικά…

Συνηθισμένος είναι
Γιατί έτσι και μετά από κάθε τράνταγμα
Που τα χτυπήματα της ζωής του φέρνουν
Πρέπει στη θέση τους κάθε φορά να ξαναβάζει
Συνήθειες, πεποιθήσεις, συναισθήματα, ιδέες…

Δε γίνεται αλλιώς.
Κι ας ξέρει,
Κι ας το βλέπει,
Πως πριν καλά καλά την ταχτοποίηση τελειώσει
Έχουν αρχίσει άπλυτα καινούργια να σωρεύονται.


   
ΣΤΗΣ  ΕΡΗΜΟΥ

Κάπως έτσι θα  'χει γίνει
κι ήρθα στη ζωή-
στης ερήμου το καμίνι
όπως πα'  η βροχή.

Έτσι εκείνη άσκοπα όπως
πίνεται απ'  τη γη
κι ο δικός μου τέτοια ο κόπος
έχει ανταμοιβή.

Κι όπως 'κείνη δεν ποτίζει
δέντρο ή ανθό
και για με η μοίρα ορίζει
έτσι να χαθώ.

Και θλιμμένη λογαριάζω
και χλωμή "γιατί-
α!  γιατί μ'  αυτόν να μοιάζω"
θα ρωτά κι αυτή.









ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ
(ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΟΥ ΓΥΖΗ)

Τι θαμασμό γεμάτα μάτια
που τα παιδιά έχουν ανοίξει!
Τάχατες τι χρυσά παλάτια
το παραμύθι έχει δείξει;

Θα σκοτωθεί ο δράκος ή όχι;
Και η πριγκίπισσα θα ζήσει;
Α! Σ΄ άλλη τέτοια μία κώχη
δεν έχει πόδι περπατήσει.

Καλή γιαγιά, τόσες ψυχούλες
που από το στόμα σου κρεμώνται
τόσες ψυχές που έχεις δούλες
σ΄όσα απ΄τα χείλια σου ακουγώνται,

λυπήσου τες και χάρισέ τους
την ευτυχία που καρτερούνε-
το παραμύθι τέλειωσέ τους
όπως, οι αγνούλες μας, ποθούνε.

Μία ζωή έχουν μπροστά τους
για δυστυχία και για πόνο.
Από τα χείλια της γιαγιάς τους
την ευτυχία ας έχουν μόνο.

Μα όμως όχι! Καμιά λύση
Στην ιστορία σου δε θα δώσεις.
Και το μαγκάλι δε θα σβήσει.
Το γνέσιμο δε θα τελειώσεις.

Όλα αιώνια έτσι θα ΄ναι
καθώς ο Γύζης τα ΄χει πλάσει.
Λαχταριστά θα σε κοιτάνε
Κάθε αγόρι και κοράσι.

Λαχταριστά κι εμείς ζητάμε
Μέσα στον πίνακα να μπούμε
Λίγα απ΄  τα μάγια που μεθάμε
Και που αυτός κρατεί, να βρούμε.

Μα αδύνατο είν’ αυτό να γίνει.
Κι ίσως αυτό της Τέχνης να ΄ναι
Το μυστικό: όσα μας δίνει
Άφταστα πάντα να μετράνε.


           PINK PEACH  TREES
(Van Gogh)

Α!  Ροζ μικρές ροδακινιές!  Η Άνοιξη κυλάει
μες στων κλαδιών σας τους χυμούς,  χορεύει και πηδάει
και αγκαλιάζει ερωτικά το τρυφερό κορμί σας
και παίζει και ακκίζεται και χαίρεται μαζί σας.

Κοντά σας να  'μαστε και μεις.  Με χέρια, μάτια, στόμα,
μ'  αυτιά, με μύτη, με κορμί, και με τη γλώσσα  ακόμα
πασκίζουμε να νιώσουμε λίγη απ'  την Άνοιξή σας
από το γλυκοκάρωμα και την απόλαψή σας.

Κοιτάμε, αφουγκραζόμαστε, μυρίζουμε, δαγκάμε
μα τη γλυκιά τη μέθη σας εμείς δεν τη μεθάμε.
Ζηλότυπα την Άνοιξη εντός σας την κρατείτε
και "όχι" μας φωνάζετε, "όχι-ποτέ όσο ζείτε".




CAFE  TERRACE  AT  NIGHT
(Van Gogh)

Φωτοπερίχυτη γωνιά με δάπεδο ερυθρό.
Δίπλα του σούρουπου η ζωή-της νύχτας η πειθώ.
Δυο κόσμοι-ο ένας ζωντανός, λουσμένος μες στο φως
κι ο άλλος πλάι του σταχτίς, αφώτιστος, κρυφός.

Ένα "καφέ" παρισινό. Μικρά και στρογγυλά
τα τραπεζάκια στέκονται κομψούλια και ψηλά
με τις καρέκλες δίπλα τους κυρίες ελκυστικές
χίλιες μικρές απόκρυφες να υπόσχονται  χαρές.

Νύχτα! Παρίσι!  Άνοιξη!  Ζολά!  Μπωντλαίρ!  Ουγκώ!
Ω!  αηδονάκι του φωτός στον κόσμο το μουγγό!
Α!  και ζωγράφε που πολύ ό, τι ήθελα να δω
αφού εγώ δεν πήγα εκεί μου το  ’φερες εδώ…





Η ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ

Εξετάζοντας τον εαυτό του κάθε μέρα
Παρατηρώντας κάθε αντίδραση
Κάθε πτυχή
Κάθε ανασασμό του ,
Πρόσεξε
Ότι αμέσως πρέπει ν’ αναιρεί
Αυτό που κάθε τόσο διαπιστώνει
Και άλλην αποτίμηση αυτού που είναι
Απ’ αρχής κάθε φορά να κάνει.

Έτσι μελετώντας για καιρούς
Όλο και πιο βαθιά έμπαινε σε μία σφαίρα μέσα όπου
Η απογραφή όλο και πιο απλή γινόταν
Των συστατικών του
Ώσπου τέλος είδε ότι
Ολόκληρος δεν ήτανε παρά
Ένα καθάριο
Ελεύθερο βλέμμα.






ΕΝΑ ΚΡΥΦΟ...

Οι φλέβες στα πόδια του ξαδέρφου μου του φεγγαριού
το κόκκινο γαρύφαλλο στο πέτο του
η επιείκεια στη ματιά του
όλα γνώριμα...

Ο έρωτας της πέτρας και του ρυακιού
το υγρό αγκάλιασμά τους
η αιώνια-ακατάλυτη ψυχή του ήλιου μες στο έλατο
όλα οικεία...

Όμως
ας είμαι μια παραφυάδα της νύχτας μόνο, ας είμαι
ο ήχος του ραβδιού που μες στα χέρια μου κρατώ ανεβαίνοντας
καθώς αυτό χτυπάει σε κάθε βήμα μου στις πέτρες  
ας είμαι το στραφτάλισμα των φύλλων μες στα δέντρα,
καθώς οδεύω πρέπει
να σταθώ στη βρύση,
να γευτώ λίγο νερό,
να δώσω μια με το ραβδί σε κείνο τ’ αγριόχορτο,
κι αφού απ’ του δέντρου τον κορμό κόψω παχιά μια φλούδα
κι ενώ θα τη σκαλίζω
πρέπει να πω μες στο αυτί της ερημιάς
τα λόγια που οφείλω
τα λόγια που χρωστάω να πω
τα λόγια που θα έλεγα
αν είχα ένα κρυφό...
ένα όμορφο...
κάτι για να μ’ ακούσει.





ΑΔΟΚΗΤΑ

Βουτηγμένοι στην εφημερίδα τους
κι αυτός κι αυτή
όπως έμποροι στα χρέη τους.
Ανάμεσά τους η σιωπή που δεν φοβάται ομιλίες
σαν χώρου ναού
βαριά χρυσά στολισμένου.

Τίποτα μη διεκδικώντας ο ένας απ’ τον άλλο,
αφημένοι έτσι στην εγκατάλειψη
μηδενικά θυμίζουν περίοπτα
απ’ όποια γωνιά ευφροσύνης
και απ’ όποια πλευρά εγωισμού κι αν κοιταχτούν.

Τους έτσι ακούσια κι απροφύλακτα στερημένους
η αύρα της αγάπης εποπτεύουσα,
την κόκκινη μπέρτα της φορεί, τα φτερά
δοκιμαστικά διάπλατα ανοιγοκλείνει
και στην κοινή τους ετοιμάζεται
να ενσκήψει τη ζωή,
την ώρα που ακριβώς αυτοί
το τελευταίο βήμα θα έχουν κάνει
στον δρόμο της ακμάζουσας ανίας τους.




ΝΕΕΣ ΑΝΑΠΝΟΕΣ
ή
ΣΤΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ
(Στο εστιατόρια του κύπριου Τζίμη, 28 Μάρτη ’95)

Στης συνοδού του την αδιαφορία πλέκοντας
γελάει το κοριτσάκι. Το γέλιο του
σαν πεταλούδα πετάει μέσα στο βαρύ εστιατόριο,
υφαίνοντας με κύκλους και στροφές περίπλοκες,
ένα δίχτυ αθωότητας-αυτής
που έχει για την ηλικία του καθοριστεί.

Τo πέταγμά του εύκολα
μες από βγαλμένα δοντάκια μπαινοβγαίνει
φέρνοντας νέες αναπνοές κάθε φορά
στα πνευμόνια του πηχτού βραδιού,
που αλλιώς
θα πέθαινε από απελπισία
με τους λιγοστούς πελάτες νεκροθάφτες του.


ΕΤΣΙ  

Τη βέργα παίζοντας μέσα στο χέρι του
στην πολυθρόνα καθιστός,
άλλοτε ο ρόζος της χτυπάει στο δάχτυλό του
κι άλλοτε άγγιχτο τ’ αφήνει.

Έτσι.
Τυχαία.

Όπως τα σύμπαντα χαλιούνται η φτιάχνονται.


ΠΡΩΙ

Μέσα από την παγωμένη ομίχλη του κήπου
με το βήμα του παφλασμού της θάλασσας συντονισμένη
η μυρωδάτη ελπίδα του τριαντάφυλλου έρχεται
να ξεπλύνει τα μάτια από το δάκρυ.

Μέσα στην προαιώνια αθωότητα του πρωινού
ο ουρανός ακόμα μαραμένος,
ακόμα κοιμισμένη η φωνή του αηδονιού,
θολές ακόμα από μυστήριο οι ψυχές.

Το νέο πρωινό έφτασε
πίσω του συντρίμμια αφήνοντας το ειδύλλιο
της νύχτας και του θάνατου.
Από το παιδικά άδολο πρόσωπό του
μυριάδες πιθανότητες ευτυχίας εκπηδούν.
Το μέλλον χρωματίζει τις παρειές του
και το χαμόγελό του
ανυστερόβουλο
σε όλα πλήρως χαρίζεται.
Και στο χέρι του το κουβάρι κρατεί
του χαρταετού ήλιου
που κιόλας
χρωματιστός ξεπροβάλλει
πίσω από θάλασσες και όρη.


ΟΙ ΑΠΟΜΑΚΡΟΙ

Στο σπίτι όταν μπουν
αφού διπλά πρώτα κλειδώσουνε την πόρτα
ευθύς μετά στο βάθος κρύβονται του δωματίου τους
κι ανήσυχοι ακόμα
στην καρέκλα κάθονται
ακίνητοι αναμένοντες ωσότου
κι ο τελευταίος απόηχος
του δρόμου και της αγοράς να σβήσει.

Μετά στα χέρια ένα βιβλίο παίρνουν
και διαβάζοντας
τα φύλλα του απαλά γυρίζουν
μη κάποιος ήχος ανεπαίσθητος
ραγίσει την μονάκριβη
κρυστάλλινη ερημία του σύμπαντός τους.



Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

Απλόχερα το σκότος σκορπισμένο
μες στο μικρό το καμαράκι
που μέσα του αποθήκευαν τα ξύλα-
τα πυρομαχικά για την αντίσταση
στον άλλο τους εχθρό: το κρύο.

Μ’ αυτά για σκηνικό
μπροστά στο ανύποπτο παιδί φάνηκε ο Θεατρώνης
βικτωριανά ντυμένος ρούχα.
Παρουσιάστηκε κι ευθύς
άρχισε να μιλάει.
Προλόγισε το έργο
για συγγραφέα μίλησε
για σκηνοθέτη κι ενδυματολόγο
για μουσικούς, για υποβολείς, για ιμπρεσάριους…
Κι έλεγε και σταματημό δεν είχε.

Η ώρα πέρασε και πέρασε.

Τα παιδικά τα βλέφαρα εβάρυναν.
Ώρα για ύπνο.
Κι ως το μικρό το καμαράκι είχε γεμίσει
με σκηνικά του έργου που ούτε η πόρτα
δεν άνοιγε για κάποιον να ’βγει έξω,
έγειρε το παιδί σ’ ένα κρεβάτι
που στη σκηνή βαλμένο ήταν επάνω.

Τα λόγια μπλέκοντας του θεατρώνη
με τις δικές του ιδέες
πριν κοιμηθεί σκεφτόνταν το παιδί:
«Άραγε μη το έργο είναι μονόλογος;
Ή τάχα ο πρόλογος είναι το έργο;
Κι έτσι κι αλλιώς η υπόθεση ποια είναι;
Ποιο το τέλος του;»

Μα ενώ του κλείνανε τα μάτια
και η φωνή του θεατρώνη όλο αλάργευε,
οι σκέψεις του όλο κι έσβηναν και οι αισθήσεις του
τίποτε πια δεν του ζητούνε.






ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Τα στόματα κουράστηκαν.
Τα μάτια μάταιες γέμισαν εικόνες.
Τα πόδια
σαν μέσα σε χιονοθύελλες να περπατούν
τα τελευταία βήματα βαριά σέρνουν.

Είναι η ώρα των ψυχών.

Μέχρι τώρα εκείνες σώπαιναν
μέσα στους κρινένιους κήπους τους.
Τώρα δοκιμάζουν τα φτερά τους
όπως πουλιά φυλακισμένα.
Για να θυμηθούν.

Τα σώματα νιώθουν το σάλαγό τους
ακούγοντας το τραγούδι της δροσοπηγής
ή ένα μεθυσμένο από φως πρωινό θυμώντας.

Κι όταν αυτές πετάξουν
εκείνα μένουν άδεια
σαν παιδιά όταν το παραμύθι τελειώνει.



ΤΡΟΜΟΣ

Όταν μιλούν οι άνθρωποι τρομάζει.
Βλήματα γι αυτόν οι λέξεις
και ο λόγος
όπλο εκηβόλο από τα τελειότερα.

Και σκέφτεται:
«Μη τόσο αρχέγονος εγώ έχω μείνει
Και κατοικία μου το Άναρθρο είναι;

Και όμως
οι κραυγές προτιμότερες θα ήσαν
να τραβούν ίσια στον αρχαίον ορίζοντα:
ένας ψίθυρος για την αγάπη,
ένας γρυλισμός συγνώμης για τη χαρά,
μια οιμωγή για το αύριο,
αντίς τα στρογγυλεμένα
πληγές γεμάτα λόγια
που την ψυχή πάντοτε πληγώνουν.
Έτσι και ο μέσα μας ουρανός δεν θα μάτωνε
Και το δαχτυλίδι της ευτυχίας μας
θα το φορούσαμε ακόμα
καθώς οι ζέβρες τις γραμμώσεις τους
και την περφάνια τους οι αετοί.»