Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

 ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ





1. τα χρέη
Ήταν ένα βράδυ στην πλατεία του Αγίου Νικολάου. Παιδιά παίζανε στην πλατεία, γεμίζοντας χαρούμενες φωνές τον αέρα και μεγάλοι, καθισμένοι στα τραπεζάκια των καφενείων της πλατείας κουβεντιάζανε πίνοντας την πορτοκαλάδα τους. Οι μουριές, φυτεμένες ανάμεσα στις πλάκες του δαπέδου, γεμάτες φύλα, στέκονταν ακίνητες χαζεύοντας τη βραδινή κίνηση της πλατείας και των γύρω δρόμων. Πού και πού άπλωναν τα κλαδιά τους και φυλάκιζαν την μπάλα των αγοριών. Τότε ο πιο αδύνατος και ευέλικτος από τους παίχτες σκαρφάλωνε και την κατέβαζε, αφού πρώτα έψαχνε να τη βρει μέσα στο πυκνό φύλλωμα. Τα παιδιά παίζανε ποδόσφαιρο. Δίτερμα. Τρία αγόρια από δω, τρία αγόρια από κει. Οι πελάτες των καφενείων παρακολουθούσαν τον αγώνα σαν να είχαν έρθει εκεί γι αυτό τον λόγο και όχι για να βρεθούν με φίλους ή να βρουν λίγη δροσιά. Και κάθε που έμπαινε ένα γκολ, οι κουβέντες σταματούσαν και τα βλέμματα γύριζαν προς το γήπεδο, δηλαδή προς το κέντρο της πλατείας, βλέποντας εκείνον που έβαλε το γκολ και παρακολουθώντας τις αντιδράσεις των παιχτών-χαρά από τα παιδιά της ομάδας που έβαλε to τέρμα, μουρμούρα και κατήφεια στην αντίπαλη ομάδα.
Όλα τούτα διαρκούσαν ώσπου η μπάλα, από το δρόμο που είχε βρεθεί τρυπώντας τα υποθετικά δίχτυα, έρθει και πάλι στο κέντρο του γηπέδου. Τότε ακολουθούσε η "σέντρα" και οι γύρω θεατές συνέχιζαν την κουβέντες τους ώσπου να μπει το επόμενο τέρμα.
Οι καφετζήδες της πλατείας γκρίνιαζαν γιατί η μπάλα καμιά φορά χτυπούσε πάνω στα τραπεζάκια, τρομάζοντας για μια στιγμή τους ανύποπτους πελάτες και σπάζοντας κανένα ποτήρι Και η γκρίνια αυτή όμως ήτανε ήπια και ποτέ ο καφετζής δεν έφτανε να πραγματοποιήσει την απειλή που είχε πρόχειρη πολλές φορές την κάθε βραδιά στο στόμα του: "Θα πάρω τη μπάλα και θα την ξεφουσκώσω!" Ήξερε κατά βάθος πως χωρίς παιδιά η πλατεία θα ήτανε άψυχη και ίσως άδεια και από πελάτες.
Ως και τα κορίτσια που παίζανε τα δικά τους ήρεμα παιχνίδια στο κεφαλόσκαλο της εκκλησίας, ένιωθαν πως το κέντρο της ζωντάνιας ήτανε η πλατεία με το ποδόσφαιρο και ότι τα δικά τους παιχνίδια γινόνταν στο περιθώριο του παιχνιδιού των αγοριών. Ενώ λοιπόν το παιχνίδι είχε ανάψει και κείνο το βράδυ, κάποιος, που παρακολουθούσε το παιχνίδι από ένα παγκάκι της πλατείας, φώναξε έναν παίχτη και κάτι του είπε. Εκείνος διάταξε τους υπόλοιπους να σταματήσουν το παιχνίδι και να πάνε εκεί. Και μπροστά στον κύριο που είχε κάνει την προσφορά των χρημάτων, τους είπε: "Ρε σεις, αυτός θα δώσει είκοσι χιλιάδες στην ομάδα που θα νικήσει". Ζητωκραυγές ακολούθησαν τα λόγια του κι αμέσως το παιχνίδι ξανάρχισε με μεγαλύτερη προσοχή και επιθετικότητα, μιας και η νίκη θα είχε τώρα σαν αποτέλεσμα, εκτός από τη δόξα και είκοσι χιλιάρικα, δηλαδή περίπου εφτά για τον κάθε παίχτη της νικήτριας ομάδας.
Σαν όριο πέρατος του αγώνα ορίστηκε από τον χρηματοδότη η εντεκάτη, δηλαδή έμενε μισής ώρας παιχνίδι ακόμη.
To σκορ εκείνη τη στιγμή ήτανε δύο ένα. Στη συνέχεια άλλαξε συχνά υπέρ της μιας ή της άλλης ομάδας, για να καταλήξει στο τέλος του παιχνιδιού εννέα οχτώ.
Όταν το ρολόι της εκκλησίας έδειξε έντεκα, οι νικητές σταμάτησαν αμέσως/ro παιχνίδι και όρμησαν προς τον κύριο που τους είχε υποσχεθεί τις είκοσι χιλιάδες.
Ιδρωμένοι και βαριανασαίνοντας ακόμα τις πήραν και αμέσως μετά έκαναν το γύρο της πλατείας όπως
κάνουν στα γήπεδα, ενώ τα κορίτσια, που δεν είχαν
καταλάβει τι είχε μεσολαβήσει, κοίταζαν τον
παράξενο γύρο του θριάμβου απορημένα.
Και όλα θα είχαν τελειώσει μαζί με το γύρο του
θριάμβου των παιδιών, αν δεν γίνονταν τα παρακάτω
ασυνήθιστα.
Οι τρεις παίχτες της νικημένης ομάδας, που ενώ οι
νικητές έφερναν γύρω την πλατεία αυτοί
συσκέπτονταν στη μέση του γηπέδου, πλησίασαν τον
χρηματοδότη και του ζήτησαν να πληρωθούν κι
εκείνοι.
«Έσείς; Γιατί;»,τους ρώτησε εκείνος
"Αν δεν υπήρχαμε εμείς δε θα γινότανε αγώνας και δε
θα υπήρχαν νικητές για vα πληρωθούν. Ύστερα και
μεις είμαστε δυνατοί-το είδατε καλά και σεις, η
διαφορά ήτανε ένα τέρμα, με λίγη τύχη η νίκη θα
ήτανε δική μας".
Ο κύριος είδε λογική τη σκέψη των τριών νικημένων
αγοριών και έδωσε και σ' αυτούς είκοσι χιλιάδες.
Φεύγοντας εκείνοι έρχονταν προς αυτόν η εκκλησία
του Αγίου Νικολάου. Στάθηκε μπροστά του, άναψε
όλα της τα φώτα, χτύπησε τις καμπάνες της και
του είπε ψέλνοντας: "Δική μου είναι η πλατεία.
Χωρίς αυτήνε πού θα 'παιζαν τα παιδιά; Δώσε και σε
μένα είκοσι χιλιάδες."
Ο χρηματοδότης έδωσε και στην εκκλησία είκοσι
χιλιάδες γιατί εκτίμησε την επιχειρηματολογία της.
Ύστερα ήρθε μπροστά του ο ελληνικός λαός: "Την
εκκλησία εγώ την έχτισα και τη συντηρώ. Και τα
παιδιά που έπαιζαν παιδιά δικά μου δεν είναι;"
Ο κύριος έβαλε το χέρι στην άλλη τσέπη του κι
έδωσε είκοσι χιλιάδες στον ελληνικό λαό.
Τότε ξαφνικά όλα εξαφανίστηκαν και για μια στιγμή
έμεινε μόνος. Μα αμέσως απέναντί του πήγε και
στάθηκε η γη στάζοντας τα νερά της: "Όπως όλοι οι
λαοί και τούτος δω που πριν επλήρωσες δική μου
γέννα και δικό μου θρέμμα. Άδικο έχω; Κι αποφάσισε
γρήγορα γιατί δεν μπορώ να στέκω για πολύ
ακίνητη".
"Ναι", της είπε ο κύριος, "δίκιο έχεις. Πάρε και συ τα
λεφτά που σίγουρα τ' αξίζεις".
Όταν και η γη πήρε τα λεφτά, όλα ήρθαν πάλι στη
θέση τους και ο κύριος βρέθηκε καθισμένος στη θέση
του στο παγκάκι με ακόμα είκοσι χιλιάδες λιγότερα στην τσέπη του.
Μα προτού να πάρει τη θέση του στο παγκάκι, να που
η νύχτα έγινε λαμπρή και καυτή. Ο ήλιος είχε
πλησιάσει για να του μιλήσει κι αυτός με τη σειρά
του: "Εγώ εγέννησα τη γη. Καταλαβαίνεις..."
"Καταλαβαίνω". Και έδωσε τις είκοσι χιλιάδες.
Και ο ήλιος έφυγε. Και μαζί του αφανίστηκαν και όλα
τ' άστρα και όλα τα φώτα και η Μεγάλη Νύχτα
ακούστηκε να μιλάει βραχνά μέσα στο απόλυτο
σκοτάδι: "Είμαι η μήτρα για όλα όσα υπάρχουνε.
Όλα εγώ τα γέννησα"
Έδωσε είκοσι χιλιάδες στη Μεγάλη Νύχτα που
αμέσως έδωσε τη θέση της στην εικόνα του βραδιού
της πλατείας του Αγίου Νικολάου.
Ο άγνωστος κύριος σηκώθηκε. Κοίταξε γύρω του.
Του έμεναν άλλες είκοσι χιλιάδες -οι τελευταίες του.
Τις έβγαλε από την τσέπη του και τις σκόρπισε γύρω
του λέγοντας: "Πάρε και συ που μου μιλάς αλλά δε
σ' ακούω". Γύρισε ύστερα στα παιδιά που έβλεπαν
έκπληκτα όλην αυτή την ώρα εκείνα που συνέβαιναν
και τους είπε: "Ξόφλησα όλα τα χρέη μου. Τι ώρα θα
παίξετε αύριο; Θα παίξω μαζί σας,"
Κι αφού συμφωνήθηκε η ώρα, πήρε καθένας το
δρόμο για το σπίτι του.






2. Ένα έγκλημα στην επαρχία
Εκείνο το πρωί ξύπνησα στις πέντε. Και ήξερα πως δε θα ξανακοιμόμουν, γιατί το προηγούμενο βράδυ είχα πέσει για ύπνο νωρίς. Αλλά και για έναν ακόμα λόγο. Γιατί η σκέψη μου πήγε αμέσως στο θέμα που απασχολούσε τη μικρή μας πόλη για εδώ κι ένα μήνα τώρα. Και τέτοια θέματα τραβάνε σα μαγνήτης τη σκέψη.
To θέμα ήτανε η δολοφονία του γερο-Πέτρου.
Ο γερο-Πέτρος, ένας εβδομηνταπεντάχρονος
ανήμπορος γέρος, έμενε με μια μακρινή ανεψιά του που
τόνε φρόντιζε.
Ο γέρος βρέθηκε μια μέρα νεκρός από την ανεψιά του, μ' ένα
μαχαίρι στο στήθος του, όταν αυτή είχε γυρίσει από μιαν
επίσκεψη που είχε κάνει στο σπίτι του αδερφού της.
To σπίτι του γερο-Πέτρου ήτανε μόλις εκατό μέτρα από το δικό μου, στον ίδιο απόκεντρο δρόμο, ένα δρόμο από κείνους τους δρόμους των επαρχιακών πόλεων που θα θεωρούνταν περιττή πολυτέλεια αν φωτίζονταν τις νύχτες.
Οι φήμες έλεγαν πως ο γέρος είχε πολλά λεφτά και πως αυτή ήταν η αιτία της δολοφονίας του, μιας και τα λεφτά δε βρέθηκαν στο σπίτι του όπου ήταν γνωστό σε όλους ότι τα φύλαγε.
Στην κηδεία του πήγαν όλοι οι φίλοι και οι γνωστοί του, πολλοί δηλαδή άνθρωποι, που εκτός από τη λύπη τους για το θάνατό του είχαν την ευκαιρία να κουτσομπολέψουν και λίγο σχετικά με τα πιθανά αίτια της δολοφονίας και τις λεπτομέρειες του φόνου. Ο παπάς, αν και ο μακαρίτης δεν πατούσε στην εκκλησία παρά μόνο το Πάσχα και τα Χριστούγεννα, έκανε μια ολοκληρωμένη κηδεία, χωρίς να περάσει καμία ευχή αδιάβαστη και χωρίς να παραλείψει κανένα μακαρισμό. Ίσως επειδή ήξερε ότι θα καλοπληρωνόταν από τα ανήψια του μακαρίτη.
Γιατί η Κάτια είχε έναν αδερφό που ήταν ο δάσκαλος του μοναδικού μας σχολείου και που μάλιστα έχαιρε της άκρας
εκτιμήσεως γονέων και μαθητών, αλλά και όλης της κοινωνίας της πόλης μας.
Ούτε όμως η καλή κηδεία δεν μπόρεσε να σιγάσει τις συζητήσεις που είχαν ανάψει σχετικά με το φόνο και η σιωπή, έμεινε στην περίπτωση αυτή βαθιά κλεισμένη στον τάφο μαζί με τον νεκρό, αφήνοντας όλον to θόρυβο να συνεχίσει την τρελή κούρσα του έξω από αυτόν, ανάμεσα και μέσα στα σπίτια, στους δρόμους και στο καταστήματα της πόλης μας. Γιατί η πόλη είχε αναστατωθεί και όλοι μόνο γι αυτό μιλούσαν, Όχι τόσο γιατί χάθηκε ένας γέρος έστω άνθρωπος, αλλά επειδή είχε δολοφονηθεί και επειδή ακόμα απόλυτο σκοτάδι κάλυπτε τις έρευνες για το φόνο, κάτι που πυροδοτούσε πιθανότητες από τις πιο λογικοφανείς μέχρι τις πιο παράδοξες και ανυπόστατες. Η αστυνομία, αν και η Κάτια ήταν υπεράνω κάθε υποψίας και αν και, όπως όλοι ήξεραν υπεραγαπούσε τον μακαρίτη, δεν παρέλειψε να ανακρίνει και αυτήν. Για λόγους τυπικούς, όπως έγραψε και η μοναδική εφημερίδα της πόλης, γιατί κανενός η σκέψη δεν πήγε ούτε για μια στιγμή ότι η Κάτια θα μπορούσε να έχει την παραμικρή σχέση με το φόνο.
Και το ίδιο ίσχυε και για τον αδερφό της και ανεψιό του γερο-Πέτρου.
Τα ίδια θα έλεγα κι εγώ και για τους δυο τους αν με ρωτούσε κανείς. Σαν ο μόνος γιατρός της πόλης, είχα γνωρίσει και τους δυο και τίποτε το κακό ή το εγκληματικό δεν είχα διαπιστώσει στους χαρακτήρες τους, που να μπορούσε να οδηγήσει τη σκέψη μου στην υποψία όχι μόνο διάπραξης φόνου, αλλά και οποιασδήποτε συμμετοχής τους σε κάτι τέτοιο. To μόνο που ήξερα καλά, ήτανε ότι η Κάτια, εκτός από σεμνή και υπεράνω πάσης υποψίας, ήτανε και πολύ όμορφη. Αυτά θα έλεγα, αν και το τελευταίο ίσως δεν ενδιέφερε την αστυνομία.
Μα εκτός αυτών που θα έλεγα αν με ρωτούσαν για την ανεψιά και τον ανεψιό, η συμβολή μου στην προσπάθεια εξιχνίασης του εγκλήματος από την αστυνομία επεκτάθηκε και στην ιατροδικαστική εξέταση που έκανα
στο πτώμα. Και όχι για να παινευτώ γι αυτό, όμως τολμώ να πω πως ποτέ δεν είχε γίνει ακριβέστερη και πληρέστερη ιατροδικαστική έκθεση από εκείνην που πήρε οπό μένα η αστυνομία για την περίπτωση της εγκληματικής ενέργειας που στοίχισε τη ζωή στον καλόν αυτό γεράκο.
Η τοπική εφημερίδα πάλι δεν πρόσφερε καμιά καινούργια εκδοχή ή πιθανότητα, πέραν από εκείνες που κυκλοφορούσαν σαν φήμες από στόμα σε στόμα, όπως γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις στις μικρές κοινωνίες. Μα και να είχαν πεί κάτι του κυρ-Μαθιού, του εκδότη της εφημερίδας, πάλι δεν θα υπήρχαν πολλές πιθανότητες να το γράψει γιατί δεν θα το είχε ακούσει-ήτανε θεόκουφος ο κακομοίρης.
Λέγονταν δηλαδή πως ίσως κάποιος περαστικός από την πόλη να έμαθε για τα λεφτά και να έκανε το κακό, ύαμέσως μετά από εδώ. Άλλοι μιλούσαν για κάποιους γύφτους που τελευταία είχαν εμφανιστεί στην περιοχή. To κουτσομπολιό δεν άφησε απείραχτους ούτε τους γειτονικούς με το σπίτι του μακαρίτη εμπόρους. Ίσως κάποιος απ' αυτούς να έφυγε για λίγο από το μαγαζί, να πήγε μέχρι το σπίτι του γέρου, να έκανε to έγκλημα και σαν κύριος να ξαναγύρισε στη δουλειά του. Επίσημα όμως η αστυνομία δεν είχε ανακοινώσει τίποτε και οι αστυνομικοί που είχαν έρθει από την πρωτεύουσα έφυγαν κι αυτοί χωρίς να ρίξουν φως στην υπόθεση, η οποία τελικά κατάληξε στο αρχείο.
Κοίταξα έξω. Απόλυτο σκοτάδι ακόμα.
Ξαφνικά μια μεγάλη επιθυμία που ένιωσα, έκανε να αστράψει στο μυαλό μου μια τρελή όσο και παράτολμη ιδέα.
Έβαλα γρήγορα τα ρούχα μου και βγήκα. Έξω δεν ήταν κανένας, όπως άλλωστε ήτανε φυσικό μια τέτοιαν ώρα σ' ένα τέτοιο μέρος μιας μικρής πόλης. Σκυλιά γαύγιζαν μακριά. Σιγά περπατώντας, έτσι που αν παρ' ελπίδα τύχαινε να με έβλεπε κανείς, να σκέφτονταν πως βγήκα
για μια μικρή νυχτιάτικη βόλτα, έφτασα ως το σπίτι του μακαρίτη γερο-Πέτρου.
Η Κάτια έμενε πάλι τώρα στο σπίτι αυτό. Τις πρώτες μέρες μετά τη δολοφονία είχε πάει να μείνει στου αδερφού της, από γυναικείο φόβο να μείνει στο σπίτι εκείνο μόνη της, με την ανάσα του νεκρού ζεστή ακόμα μέσα εκεί. Μετά από λίγες μέρες όμως, ξαναπήγε και έκατσε στο σπίτι εκείνο, γιατί έπρεπε να γίνει μνημόσυνο κάποια μέρα κοντά και αυτό έπρεπε να γίνει μόνο στο σπίτι του νεκρού και κάποιος έπρεπε να κάνει τις ετοιμασίες. Γυναίκες από τη γειτονιά ή γνωστές του πεθαμένου έκαναν συντροφιά τα βράδια στην Κάτια ώστε να έχει παρέα μέχρι να έρθει η ώρα του ύπνου.
Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά. Κοίταξα δεξιά
αριστερά. Κανείς. Έσκυψα, πήρα ένα χαλικάκι και το
πέταξα στο τζάμι του μικρού παραθύρου του δωματίου
όπου ξάπλωνε η Κάτια. Δεν περίμενα πολύ. Η πόρτα
μισάνοιξε και το πρόσωπό της φάνηκε στο άνοιγμα, σαν
ένα γλυκό φως που εγώ μόνο έβλεπα.
Πλησίασα. Την αγκάλιασα.
"Τρελός είσαι;' μου είπε.
"Δεν μπορούσα! Ήθελα να σε δωΙ Σε θέλω τόσο!."
"Μη!..Φύγε!..Θα μας πάρει κανένα μάτι.."
Με έσπρωξε ήρεμα μα αποφασιστικά. Τότε μόνο, ακούγοντας τα
λόγια της και νιώθοντας το σπρώξιμό της συνήλθα. To
χέρι μου πήγε ασυναίσθητα και έστρωσε τα αχτένιστα
μαλλιά μου.
"Έλα στο ιατρείο να με δεις..."
"Ούτε αυτό γίνεται-φύγε..."
"Σαν άρρωστή μου να έρθεις..."
Με κοίταξε απελπισμένα και ήρεμα μού είπε: "Κι αν το
τολμούσα, ο πόθος μες στα μάτια μου όταν θα 'ρχομαι ή
το αδειανό τους όταν φεύγω από κει, θα με προδώσουν
σε όποιονε με δει... Θες λοιπόν να χαλάσουνε όλα; Πήγαινε αγάπη μου. Σε λίγες μέρες
θα μ' έχεις για πάντα."
'Έχεις δίκιο, δεν έπρεπε να 'ρθω. Πες μου, όλα καλά;"
"Ναι. Κανείς δεν υποψιάζεται τίποτα. Ούτε που πάει το μυαλό κανενός σε
μας. Έκανες την αίτηση;"
"Ναι, χτες έφυγε για το υπουργείο. Τους λέω πως πολύ
κάθισα εδώ και αν δε με μεταθέσουν θα παραιτηθώ.
Καταλαβαίνεις, είτε έτσι είτε αλλιώς σε λίγες μέρες
φεύγω".
"Κι εγώ σε άλλες λίγες σε ακολουθώ. Φύγε όμως τώρα!
Πήγαινε!.."
Τη φίλησα όπως μπορούσα και της είπα:
"Θα 'χω στρωμένο το καινούργιο σπίτι μας,
όπου πάω, με τα λεφτά περιμένοντάς σε. Σ' αγαπώ. Γεια
σου..."
Γεια σου!".
Έκλεισε την πόρτα στέλνοντάς μου πρώτα ένα άηχο
φιλί.
Γύρισα με το ίδιο αργό και αδιάφορο βήμα στο σπίτι
μου.
Σε λίγη ώρα θα ξημέρωνε μια καινούργια μέρα που θα
με έφερνε πιo κοντά στην ευτυχία.











3. Η μόνη της ζωής μου (μέχρι τώρα) περιπέτεια

Αθήνα,2 Δεκέμβρη 2005.
Μπήκα φουριόζος μέσα στο STARBUKCS COFFEE της
Κοραή, συνοδευόμενος από μια κυρία που ήθελε να πιει μια
πορτοκαλάδα.
Ήταν οχτώμισυ το βράδυ.
Ήμουν εκεί από τις εφτάμισυ πίνοντας τον καφέ μου
καθισμένος στα έξω τραπεζάκια ενώ περίμενα αυτή την κυρία,
που δεν ήρθε παρά με καθυστέρηση μιας ώρας.
Δίπλα μου δυο φοιτητές από τους οποίους ο ένας
ψευδός και μια φοιτήτρια της Νομικής, συζητούσαν
μεγαλόφωνα για τα μαθήματά τους και για τις φιλίες
τους.
Και καθόμουν στα έξω τραπεζάκια γιατί αν και Δεκέμβρης, ο
καιρός, όπως θα θυμούνται αυτοί που έχουν γερή μνήμη ήταν καλοκαιρινός, κάτι που γι αυτό όλοι συζητούσαν εκείνες τις ημέρες.
To κέντρο γεμάτο από παρέες νεαρών που γελούσαν και
ηλικιωμένων ζευγαριών που διάβαζαν την εφημερίδα τους ή ρέμβαζαν κοιτώντας έξω από τα μεγάλα παράθυρα.
Ήμουv ο μόνος που δεν είχα παρέα. Δεν ένιωθα όμως
πολλήν μειονεξία ή ντροπή, επειδή αιστανόμουνα δυνάμει συντροφευμένος μιας και ήτανε ζήτημα χρόνου
και το δικό μου ζευγάρωμα.
Όταν λοιπόν φάνηκε η αναμενόμενη συντροφιά μου και μετά τα σχετικά καλωσορίσματα, ένιωσα τόσο βλακωδώς δυνατός και υπερήφανος που χωρίς καμιά πια ντροπή μπήκα φουριόζος στο κατάστημα, ρωτώντας δυνατά πριν ακόμα πλησιάσω στο ταμείο: "Χυμό πορτοκαλάδας έχε...»
Μόλις τότε, προφέροντας το δεύτερο "ε" του "έχετε", συνειδητοποίησα την παρουσία μιας τριανταπεντάχρονης περίπου ωραίας γυναίκας που βρισκόταν μπρος στο ταμείο, παραγγέλνοντας ακόμα. Ένα μόλις συγκρατημένο επιτιμητικό βλέμμα της, που το συνόδεψε με το ελαφρό γύρισμα του κεφαλιού της προς το μέρος από όπου είχε έρθει η αναιδής φωνή, ήταν η αντίδρασή της, αντίδραση που, σ' αυτή την ελαφρά αλλαγή γωνίας από όπου έβλεπα τώρα το πρόσωπο της, τόνισε ακόμα περισσότερο τα όμορφα και όλο ζωντάνια και εκφραστικότητα χαρακτηριστικά του προσώπου της.
Η φωνή μου είχε κοπεί πριν ακόμα αντιδράσει η όμορφη γυναίκα και το ύφος μου άλλαξε σε ντροπιασμένο, ενώ χαμήλωνα τα μάτια μπρος στο όλο ταραγμένη αξιοπρέπεια εκείνο βλέμμα που μου έριξε. Όλα αυτά γίνανε αυτόματα και ασυνείδητα από μέρους μου, όπως υποθέτω αυθόρμητη ήταν και η αντίδραση της ωραίας γυναίκας στην απρέπειά μου. Και ύστερα από αυτά, όλα ξαναγύρισαν στην πρώτη τους σειρά, ενώ εγώ δεν είχα καν εκπνεύσει ακόμα τον αέρα που είχα κρατήσει για να εκφέρω το "...τε" του "έχετε".
Εκείνο που αμέσως πάλι χάλασε τη σειρά αυτή και που τώρα έγινε συνειδητά από μέρους μου, ήταν το παρακάτω.
Πριν εκπνεύσω τον αέρα που είχα πάρει στους πνεύμονές μου για να κάνω την παραγγελία της πορτοκαλάδας, μου ήρθε μια ιδέα που, χωρίς να την επεξεργαστώ διόλου, την έκανα αμέσως πράξη, Έτσι, τον εναπομείναντα αυτόν αέρα, η γλώσσα και τα δόντια μου τον επεξεργάστηκαν για να φτιάξουν την τελευταία συλλαβή του "έχετε" που ακόμα δεν είχε εκφερθεί και να την εκφέρουν σιγανά και επιτηδευμένα και ντροπαλά τώρα, ενώ τα μάτια μου έβλεπαν προς την κομψή κυρία, που συνέχιζε τη δοσοληψία της με την
υπάλληλο, αμέριμνα και πάλι και χωρίς να δίνει σημασία σε ό,τι είχε γίνει λίγο πριν.
Περίμενα να δω την αντίδρασή της, ελπίζοντας κατά βάθος να δω πάλι το υπέροχο πρόσωπό της και από κάποιαν άλλη τώρα γωνία.

To "…τε" μου αυτό ειπώθηκε τόσο δυνατά, ώστε μόλις να ακουστεί και μόνον από την ωραία εκείνη γυναίκα και τόσο σιγανά όσο
του έπρεπε για να αποδώσει τον τόνο της
μεταμέλειας, της αιδημοσύνης, της υποταγής, ακόμα ίσως
τη χροιά της αίτησης συγνώμης για το ατόπημα που είχα
διαπράξει.
Πάλι λοιπόν, όπως επεδίωκα και όπως περίμενα, η άγνωστή μου αντέδρασε.
Τώρα όμως πόσο διαφορετικά!
Ένα αυθόρμητο γέλιο που με μεγάλη προσπάθεια
κατάφερε τέλος να ελέγξει, φώτισε το πρόσωπό
της δημιουργώντας δίπλα στις γωνίες του στόματός της δυο χαριτωμένες ρυτιδούλες. To κεφάλι στράφηκε τώρα
ολόκληρο προς εμένα με μια τέτοιαν άφεση χυμένη πάνω
στο ελευθερωμένο από όποιαν έγνοια και συνθήκη
πρόσωπο, που με έκανε να φαντάξω σαν δημιουργός που
μ' αυτό μπορούσα να κάνω ότι ήθελα.
Όλα αυτά τα είδα σηκώνοντας λίγο μόνο τα μάτια μου-
από ντροπή δα…- και όχι το κεφάλι.
Μετά από αυτό, εκείνη ξαναγύρισε μπροστά
της, κρατώντας όμως την έκφρασή της εκείνη του
γέλιου στο πρόσωπο της.
Όλα όσα περίγραψα πιο πάνω γίνανε στο διάστημα που
κρατάει ένας ανασασμός.
Η σύντροφός μου σε όλο αυτό το διάστημα διάλεγε το
σάντουιτς που θα συνόδευε με την πορτοκαλάδα της.
Δυστυχώς όμως γι αυτήν, το μηχάνημα που στύβει τα
πορτοκάλια είχε χαλάσει και περιορίστηκε εκτός από το
σάντουιτς σ' έναν καφέ.
To μαγαζί μέσα ήταν σχεδόν γεμάτο κι έτσι
στριμωχτήκαμε σε ένα μικρό τραπεζάκι στη γωνία που
στρίβει κανείς πηγαίνοντας προς την κουζίνα και πιο
πέρα αριστερά εκεί που πηγαίνει να πλύνει τα
χέρια του πριν από το φαγητό.
Πριν από μας, τελειώνοντας τη συναλλαγή της με την
ταμία, η μόνη γυναίκα έπιασε ένα τραπεζάκι στο κέντρο της αίθουσας που μόλις είχε αδειάσει.
Δεν την έβλεπα πια από τη θέση που τώρα ήμουν.
Αρχίσαμε να λέμε τα δικά μας με τη συντροφιά
μου, αρχίζοντας από τις δικαιολογίες της για την
αργοπορία της στο ραντεβού μας. Και θα λέγαμε πολλά
γιατί είχαμε δέκα μέρες να ιδωθούμε.
Όσο για μένα, αν ένιωθα σαν στρατηγός με όλον το
στρατό του έτοιμο για μάχη όταν ήρθε η συντροφιά
που περίμενα, τώρα, μετά το περιστατικό με την ωραία
άγνωστη, ήμουν ικανός να οδηγήσω τις στρατιές του
Ναπολέοντα στην πιο νικηφόρα μάχη τους. Επειδή
αιστανόμουν όχι μόνο ζευγαρωμένος πλέον, αλλά η
φαντασία μου με οδηγούσε να σκέφτομαι ότι αν
ήθελα, θα μπορούσα να έχω κατακτήσει εκείνη την
κυρία, αρκεί να βρισκόμασταν κάτω από ευνοϊκότερες
συνθήκες. Στην ουσία κάτω από μία ευνοϊκότερη
συνθήκη: να ήμουν κι εγώ μόνος απόψε μέσα εδώ.
Μερικές φορές όμως η πραγματικότητα όχι μόνον
ξεπερνάει τη φαντασία, αλλά πρωταγωνιστεί σε καταστάσεις που η φαντασία δε θα τολμούσε να δημιουργήσει.
Έτσι έγινε και το βράδυ εκείνο.
Για μένα, με την κουβέντα που είχα αρχίσει, όλο κι
έσβηνε η θύμηση του περιστατικού εκείνου και
αφοσιωνόμουν όλο και πιο πολύ στη συζήτηση με την παρέα μου και στην
αφηρημένη παρατήρηση των πέριξ.
Ήξερα, για μια δυο μέρες θα θυμόμουν τη μορφή της
γυναίκας εκείνης όλο και λιγότερο, ώσπου αυτή να
έσβηνε κάτω από την πίεση των προβλημάτων της
καθημερινότητας ή κάτω από μια νέα εντύπωση όποιας
φύσης, ίδιας σε ένταση ή πιο έντονης από αυτήν.
Μα όπως είπα πιο πάνω, τα πράγματα δεν γίνονται πάντοτε όπως
συνηθίζεται.
Έχοντας αφήσει το πανωφόρι της προφανώς σε κάποιαν αδειανή καρέκλα του τραπεζιού της, εμφανίστηκε ξάφνω κατευθυνόμενη προς το βάθος του διαδρόμου, δηλαδή προς το τραπεζάκι μας, η ωραία μου άγνωστος. Είχε κάτω από τη μασχάλη της ένα τσαντάκι από κείνα noυ oι γυναίκες κρύβουν μέσα τους όλα εκείνα τα περίεργα μικροαντικείμενα του πρόχειρου καλλωπισμού τους.
Χωρίς το πανωφόρι της έδειχνε ένα καλοφτιαγμένο και γεμάτο θηλυκότητα και πρόκληση σώμα, που περπατούσε σοφά λικνιζόμενο πάνω σε δύο καλλίγραμμα πόδια, με κνήμες από κείνες που μπορεί κανείς να τις λατρεύει αιωνίως.
Πηγαίνοντας για τον χώρο όπου θα "φρεσκαριζόταν" θα περνούσε κατ' ανάγκην από δίπλα μου.
Έτσι κι έγινε.
Μόνο που περνώντας, το αριστερό της χέρι άφησε πάνω στο τραπέζι όπου καθόμουν, φροντίζοντας ώστε αυτό καθώς το απόθεσε πάνω στο τραπέζι να γλιστρήσει και να σταθεί ακριβώς κάτω από το πιάτο που βρισκόταν μπροστά μου, ένα μικρό κομμάτι ροζ χαρτιού.
Η κίνηση αυτή έγινε πολύ γρήγορα και χωρίς τα μάτια της να γυρίσουν ούτε για μια στιγμή προς το τραπέζι μου, έτσι όπως θα άφηνε την απόδειξη του λογαριασμού ένας υπάλληλος που έχει τέτοιαν αντίληψη του χώρου όπου για χρόνια δουλεύει, ώστε το χέρι του πηγαίνει τελείως μηχανικά στο μέρος που πρέπει, ενώ το κεφάλι του μπορεί να έχει μέσα του άλλες σκέψεις, τα μάτια του άλλα είδωλα και άλλον προορισμό τα βήματά του. Γρήγορα και χωρίς πολλές προφυλάξεις, επειδή η σύντροφός μου ήταν σοβαρά απασχολημένη με το ξεδίπλωμα του πλαστικού που περιέβαλε το σάντουΐτς με κοτόπουλο και σάλτσα βασιλικού, πήρα και διάβασα το χαρτί. Απλό και επιτακτικό: "Διώξε την παρέα σου".
Αυταρχισμός; Σιγουριά για τη δύναμή της; Η γυναικεία διαίσθηση που διαβλέπει τις προθέσεις και καθορίζει τα γεγονότα; Επιθυμία σε βαθμό ασυγκράτητο για κάτι;
Κάποιο από αυτά μόνο του, ήταν ικανό να σπρώξει τη γυναίκα στην πράξη της εκείνη; Κι αν όχι, συνδυασμός ποιων απ’ αυτά τότε;
Τι άφησα έξω από τις πιθανότητες που έσπρωξαν τη
γυναίκα αυτή να μου δώσει αυτό το σημείωμα;
Άγνωστη παρόλα αυτά η αιτία της βαριάς αυτής διαταγής.
Και ο σκοπός της; Τι άλλο παρά ο έρωτας;
Μα μια τριαντάρα-τριανταπεντάρα το πολύ ωραία
γυναίκα, μ' έναν άντρα που θα μπορούσε να είναι πατέρας της; Έστω- τι άλλο;
Ή μη τυχόν και όλα αυτά ήτανε ο κρίκος μιας αλυσίδας
γεγονότων που αφορούσαν μόνο εκείνην και εγώ θα
γινόμουν ένα πιόνι σε κάποιο άγνωστό μου παιχνίδι της-
μαφιόζικο, κατασκοπικό, ή ότι άλλο τέτοιο;-αλήθεια, για λίγο σκέφτηκα κι έτσι.
Καλά όλα αυτά. Μα τώρα; Τι να έκανα; Και αν επρόκειτο για μιαν ερωτική πρόσκληση, υπήρχε άντρας που θα έλεγε όχι σ' αυτήν, σε μιαν ηλικία μάλιστα που oι ευκαιρίες είναι τόσο περιορισμένες; Όμως και τα άλλα, τα περισσότερο απίθανα σενάρια αν θέτονταν μπροστά μου σαν επιλογές, το ίδιο θα ίσχυε, για μένα τουλάχιστον. Μετά τόσες αστυνομικές, κατασκοπευτικές, μυστηριώδεις υποθέσεις κάθε φύσης που είχα διαβάσει, είχα δει στο σινεμά ή μου είχαν διηγηθεί, να η ευκαιρία να γινόμουν κι εγώ ένα πρόσωπο από τα τόσα που έχουν πραγματική συμμετοχή σε κάτι παρόμοιο.
Και ενώ είχα σχεδόν αποφασίσει να εκτελέσω την εντολή που τελεσιγραφικά λες μου δόθηκε, ήρθε το κορμί εκείνο να μου δείξει και τις πίσω του ομορφιές, καθώς ξαναγυρίζοντας εκείνη στη θέση της, περνούσε πάλι από δίπλα μου, απομακρυνόμενη τώρα. To όραμα αυτό, εξαφάνισε και τους τελευταίους δισταγμούς μου και όποιες σκέψεις μου.

Χωρίς πολλά, δημιούργησα μια κατάσταση λησμονηθέντος επείγοντος και βγήκα γρήγορα από το καφέ μαζί με τη συντροφιά μου. Όταν αποχαιρετιστήκαμε, τράβηξε καθένας για τον προορισμό του, μόνο που εγώ, όταν σιγουρεύτηκα ότι η πριν λίγο παρέα μου είχε οριστικά φύγει, ξαναγύρισα και μπήκα πάλι στο κατάστημα.
Πήγα κατ' ευθείαν κι έκατσα στο ίδιο με κείνην τραπεζάκι, σε μιαν άδεια καρέκλα απέναντι από την εντολέα μου, κοιτάζοντάς την ίσια στα μάτια, περιμένοντας να μιλήσει εξηγώντας μου τα όσα μέχρι τότε φάνταζαν ανεξήγητα.
Με κοίταξε χαμογελώντας μ' ένα θείο χαμόγελο.
-Ευχαριστώ, μου είπε, και συγνώμη για το άξεστο σημείωμα.
-Αφού είμαι εδώ ξέρεις καλά πως σ’ έχω κιόλας συγχωρήσει.
Σοβαρεύτηκε-μια σοβαρότητα ήρεμη, αποφασιστική.
Με κοίταξε μέσα στα μάτια.
-Είσαι έξυπνος, μου είπε. Μια διαπεραστική, μια
ραφιναρισμένη και μαζί μια σχεδόν ενδομήτρια,
ολόγιομη εξυπνάδα.
Είσαι ευαίσθητος σ' ότι πιο μικρό και σ' ότι πιο μεγάλο.
Και η σπίθα της επιθυμίας στα μάτια σου είναι αλάθητο
σημάδι του πόθου και ικανή και αναγκαία συνθήκη του έρωτα.
Όλα αυτά τα έχω βρει στους άντρες ένα ένα χωριστά.
Μα σε κανέναν όλα μαζί.
Σταμάτησε να μιλάει.
Πήρε το πιρούνι από το σερβίτσιο της, το κράτησε και με τα δυο της χέρια μπροστά της στο ύψος του τραπεζιού, έγειρε το κεφάλι και βάλθηκε να το κοιτάζει. Αφού έμεινε έτσι για μερικά δευτερόλεπτα, χωρίς να πάρει το κεφάλι ή τα μάτια της από εκεί, είπε σιγά,
-Θέλω να κάνω έρωτα μαζί σου.
Την κοίταξα για ώρα. Αυτή σκυμμένη περιμένοντας την
απάντησή μου και εγώ ο κύριος πια του
παιχνιδιού, εκείνος που θα έπαιρνε την απόφαση, εκείνος
που θα έλεγε το ναι ή το όχι,
Οι παράδεισοι άνοιξαν μπροστά μου όλες τις πόρτες
τους και με καλούσαν.
Θα έλεγα ναι-θα έμπαινα μέσα στους παραδείσους
αυτούς;
Ή μήπως θα υπάκουα σε μιαν άλλη φωνή, που παράλληλα
με κείνην έκαιγε τ' αυτιά μου; Και μου 'λεγε αυτή η φωνή:
Όχι! Πες όχι! Πάρε εκδίκηση για τα εκατοντάδες όχι που
ολοζωής σου λένε οι γυναίκες. Είναι η μοναδική σου
ευκαιρία. Στο πρόσωπό της ξοφλάς όλες τις δυστυχίες
που σ' έχει ποτίσει η ζωή σου μέχρι σήμερα και γίνεσαι
και πάλι ευτυχισμένος. Πες όχι, Γι αυτό ήρθε αυτή σε
σένα, σταλμένη δεν ξέρω από ποιο αγαθό σου
πεπρωμένο, για να σε λυτρώσει από την Κόλαση που οι
αντιπρόσωποι του φύλου της σ' έχουν ρίξει σ’ αυτήν με τις
αρνήσεις τους. Θυμήσου-πόσες πίκρες πήρες, πόσα όχι
άκουσες; Δεν ήταν όσες και οι πεθυμιές σου; Δείξου
δυνατός. Σύντριψέ την μ' ένα όχι σου και χτίσε με τα
συντρίμμια της τον διαλυμένο σου εαυτό.
Μα όπως μια μπόρα σβήνει μια πυρκαγιά, έτσι και ο
πόθος ήρθε για ακόμα μια φορά να αφανίσει κάθε
άρνηση, κάθε αντίσταση, κάθε ρεβανσιστικό όχι από τη
σκέψη και από τα χείλη μου.
Εκείνη έμενε στην ίδια στάση σαν πετρωμένη σ’ αυτήν.
Της πήρα απαλά το πιρούνι από το χέρι και το απόθεσα
στο πιάτο. Πήρα το χέρι της στο δικό μου. To ένιωσα να
σιγοτρέμει.
Σηκώθηκα.
-Πάμε, της είπα.
Σήκωσε το κεφάλι, αντίκρισε το συντονισμένο με την
επιθυμία της πρόσωπό μου, μετά σηκώθηκε γελώντας σαν
ευτυχισμένο παιδάκι, άρπαξε την τσάντα της, έριξε με το ένα χέρι το πανωφόρι της όπως όπως στους ώμους της και βγήκαμε σκουντώντας εδώ και κει τους άλλους πελάτες στη βιασύνη μας.
Πηγαίνοντας προς το σπίτι της με το ταξί, το στόμα κανενός μας δεν είχε την ευκαιρία να μιλήσει. Εξάλλου δε χρειάζονταν. To ρόλο αυτόν τον είχαν αναλάβει τα μάτια, τα πόδια, τα χείλια, τα χέρια μας τέλος, με πρωταγωνιστές τους τα δάχτυλά μας.
Η σοφία του Δημιουργού δείχνεται θαυμάζοντας και μελετώντας τα δημιουργήματά του. Όλη η σοφία του Δημιουργού δείχτηκε σε μένα σε κείνη τη διαδρομή, από την ικανότητα που έχουν τα δάχτυλα να αιστάνονται.
Μετακινώντας τα δάχτυλά σου πέντε, δέκα, είκοσι εκατοστά πιο πέρα και αγγίζοντας ένα άλλο σώμα, θαυμάζεις για την αίσθηση που αποκτάς πως τότε έχεις όλα όσα πάντα ήθελες. Και θαυμάζεις για την αποκάλυψη πως η ευτυχία βρίσκεται τόσο κοντά σου που φτάνει ν' απλώσεις το χέρι σου και να την έχεις.
Και δεν μπορείς να μη σκεφτείς πως λάθος έχουν οι αστρονόμοι που υπολογίζουν τη διάμετρο του σύμπαντος οε δισεκατομμύρια έτη φωτός, αφού να, η διάμετρός του είναι το πολύ πέντε δέκα εκατοστά.
Φτάσαμε στο σπίτι της. Δεν πρόλαβα να δω τίποτε από τους χώρους ή τη διακόσμησή του. Μπροστά μου, λες και ήτανε ακριβώς πίσω από την εξώπορτα, φανερώθηκε όταν την ανοίξαμε μόνο ένα μεγάλο κρεβάτι το οποίο τράβηξε αμέσως τα κορμιά μας σαν μαγνήτης…
Αν ένας εξωγήινος, που έχει διδαχτεί ότι η φωνή του ανθρώπου μεταδίδεται με κύματα σε μεγάλες σχετικά αποστάσεις βρισκόταν μέσα στο δωμάτιο την ώρα εκείνη, θα δυσκολευόταν να εξηγήσει γιατί η ωραία γυναίκα έπρεπε να ακουμπήσει με τόσο ζήλο τα χείλια της στο αυτί μου για να μου ψιθυρίσει: «κάπου στο κορμί μου έχω μιαν ελίτσα και δε θυμάμαι πού-βρες τηνε σε παρακαλώ.»
Ούτε θα μπορούσε να καταλάβει γιατί κι εγώ με τη σειρά μου έπρεπε να βρω, σέρνοντας το στόμα μου πάνω στο πρόσωπό της, το δικό της αυτάκι, μόνο και μόνο για να την καθησυχάσω λέγοντάς της: «πόντο πόντο θα ψάξω το κορμί σου μα θα τήνε βρω.»
Απ’ όλη αυτή την ιστορία πήρα ένα μάθημα που αν και γιατρός δεν το ήξερα.
Και αν μεταφέρω εδώ την ιστορία αυτή, δεν είναι παρά για να μεταδώσω και σε όποιον τη διαβάσει, τη γνώση που απόκτησα κι εγώ: ότι οι ελιές στο κορμί μιας γυναίκας βρίσκονται καμιά φορά στα πιο απίθανα μέρη.











4.
Ο πολιτισμός αρχίζει από το λεωφορείο

Ώρα τέσσερες πρωί. Μπαίνω στο λεωφορείο για το αεροδρόμιο. Το λεωφορείο βρίσκεται ακόμα στην αφετηρία περιμένοντας να έρθει η ώρα να ξεκινήσει. Κάτω στο πάτωμα οι αποσκευές των ταξιδιωτών απλωμένες. Ψάχνω για μιαν άδεια θέση. Μόνο μία βρίσκεται κοντά στη μπροστινή είσοδο του λεωφορείου και πάνω της ένα χαρτόνι με σχήμα παραλληλεπίπεδου. Κάποιος ίσως έχει αγκαζάρει τη θέση. Ρωτώ μεγαλόφωνα ώστε ν' ακουστώ από όλους: "Κάθεται κανείς εδώ;" Κανείς. Μπορώ λοιπόν να καθίσω και αυτό κάνω με χαρά μου, αφού βάζω δίπλα από το κάθισμά μου το χαρτόνι, που ποιος ξέρει πώς βρέθηκε εκεί. Και το όχημα ξεκινάει μεταφέροντας τους επιβάτες που καθένας τους αύριο θα βρίσκεται σε κάποιο μακρινό μέρος.
Αμέσως μετά το ξεκίνημα του λεωφορείου, νάσου ένας νεαρός ψηλός, μακρυμάλλης, που προφανώς είχε μπει μόλις πριν το αυτοκίνητο ξεκινήσει, που με προσπερνάει πηδώντας πάνω από τις αποσκευές, πηγαίνει και κάθεται πάνω σε ένα σακ-βουαγιάζ απέναντι από τη μεσαία πόρτα του αυτοκινήτου, βγάζει από την τσέπη του ένα βιβκίο και-αρχίζει να διαβάζει.
Είναι σίγουρα ξένος. Αυτό γίνεται φανερό εκτός από το μακρύ μαλλί και από την άνεση με την οποία βολεύτηκε πάνω στο σακ βουαγιάζ σταυρώνοντας σε στάση γιόγκα τα πόδια του και από το γεγονός πως δεν έδινε καμία σημασία στους γύρω του και πως διάβαζε το βιβλίο με προσοχή ασυνήθιστη για έλληνα, που το παραμικρό τον αποσπά από το βιβλίο που διαβάζει.
Δεν πέρασε μισό λεφτό αφότου έκατσε, σηκώνει το κεφάλι από το διάβασμα και κοιτώντας με μου λέει μιλώντας αγγλικά: "Μήπως βρήκατε ένα χαρτόνι πάνω στην καρέκλα;" Σηκώνομαι: "Με συγχωρείτε, δικό σας ήταν το κάθισμα; Παρακαλώ, περάστε' καθίστε." "Όχι ευχαριστώ", μου κάνει, "είμαι πολύ καλά εδώ' μόνο το χαρτόνι δώστε μου αν έχετε την καλοσύνη". Τον ευχαρίστησα και του το έδωσα. Αμέσως ξαναβυθίστηκε στο διάβασμά του. Όσο για μένα σκέφτηκα πόσο τυχερός ήμουν που ο νεαρός δεν ήταν έλληνας, Γιατί αν ήταν έλληνας και είχα κάτσει ατη θέση του, το ευγενικότερο που είχα να περιμένω θα ήταν να σταθεί αποπάνω μου κοιτάζοντάς με αυστηρά και επιτιμητικά και να μου πει: "Αυτή η θέση είναι δική μου". Και τότε, ύστερα από μια τέτοιαν εμπειρία, αντίο καλή διάθεση για όλη την ημέρα και αντίο και ολόκληρο το ταξίδι.
Αλλά η τύχη μου της ημέρας εκείνης δε σταμάτησε εκεί-έδειξε πάλι το πρόσωπό της μετά από λίγο μέσα στο ίδιο εκείνο λεωφορείο. Και να πώς.
'Ελειπα για καιρό από την Ελλάδα και όταν γύρισα είδα πως κατά τη διάρκεια της απουσίας μου είχε αλλάξει μαζί με άλλα και το σύστημα προμήθειας των εισιτηρίων για τα αστικά λεωφορεία και πως τώρα έπρεπε να έχει προμηθευτεί ο επιβάτης από πριν το εισιτήριό του, αλλά και να φροντίσει ο ίδιος για την μέσα στο λεωφορείο ακύρωσή του.
Βέβαια είχα ταξιδέψει πάλι με λεωφορείο, όμως όχι τόσες φορές ώστε να μου γίνει άφευγη συνήθεια η ακύρωση του εισιτηρίου. Εκτός από την έλλειψη της συνήθειας ίσως να συντέλεσε σ' αυτό και το πως τώρα θα έκανα ένα μακρύ σχετικά ταξίδι με το λεωφορείο και αυτό ίσως να με γύρισε πίσω στα υπεραστικά λεωφορεία, όπου το εισιτήριο κόβεται κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Ίσως ακόμα να έφταιγε το γεγονός πως ένα μεγάλο κομμάτι των λογισμών μου ήτανε κιόλας στην υπερατλαντική χώρα η οποία ήτανε και ο προορισμός του ταξιδιού μου αυτού, μην αφήνοντας περιθώριο για ντόπιες υποχρεώσεις. Και καθώς οι πριν από το ταξίδι φροντίδες μου είχανε τελειώσει, τώρα ήτανε η σειρά του αυτοκινήτου αυτού να φροντίσει για τη μεταφορά μου στο αεροδρόμιο και του αεροπλάνου να με πάει στη χώρα του
προορισμού μου, προτού άλλες έγνιες καταλάβουν τη σκέψη μου.
Έτσι ή αλλιώς όμως δεν είχα ακυρώσει το εισιτήριό μου.
Και είχα αφεθεί αμέριμνος στην πρωινή ώρα, με to νου μου πότε να πετάει
μακριά στην χώρα που πήγαινα, ττότε να ασχολείται με το να προσπαθεί να
καταλάβει τι έγνοιες είχε στο κεφάλι του μέσα καθένας από τους επιβάτες του
λεωφορείου ή και να χαζεύει τα μακρινά φώτα που έφευγαν αργά μέσα στο
λυκαυγές, σαν κουρασμένα τραίνα
Έτσι όπως καθόμουν, με την πλάτη μου γυρισμένη προς τον οδηγό, δεν έβλεπα
ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει στο και από το λεωφορείο. Όταν όμως το
λεωφορείο ξεκίνησε πάλι μετά την πρώτη του στάση, μια κομψή γυναικεία
σιλουέτα με προσπέρασε και προσπαθώντας να πατάει ανάμεσα στις
αποσκευές και όχι πάνω τους, έφτασε στο ακυρωτικό μηχάνημα και ακύρωσε το εισιτήριό της.
Φορούσε παντελόνι και μπουφάν και τα πλούσια καστανά μαλλιά της ήτανε
δεμένα με μιαν απλή κορδέλα πίσω.
Ένα κύμα χάρης με χάιδεψε καθώς η γυναίκα περνούσε.
Αν και το μπρος μέρος του κορμιού αυτού ήτανε ίδια χαριτωμένο όπως και το πίσω, τότε θα γινόμουν μάρτυρας μιας ακόμα εύνοιας της τύχης μου σήμερα.
Και αλήθεια, αυτό που αποκαλύφτηκε όταν η γυναίκα έστρεψε, ήταν πολύ
καλλίτερο από ό,τι είχα δει κοιτάζοντάς την όταν πήγαινε προς το
μηχάνημα. Η θωριά του μπροστινού μέρους του σώματός της ήταν τόσο
γλυκιά, ευφρόσυνη και δροσερή και. τόσο ελκυστικότερη από τη θέα του
πίσω, όσο τερπνότερο είναι το φως του φεγγαριού από τις σκιες που πέφτουν
πάνω στους τοίχους από τις αχτίδες του. Πρόσωπο λευκό καθάριο, μάτια
γαλάζια ολόλαμπρα, χείλη λεπτά και καλογραμμένα που δίνανε στο στόμα μιαν έκφραση απέριττης σοβαρότητας, δυο μικρά αυτάκια, τα ζυγωματικά να
προέχουν ελαφρά σαν δυο στήθη πάνω σε άσπιλο κορμί και ο λαιμός μια
γέφυρα τόσο ελκυστική, που αν κι ένωνε δύο τοπία υπέροχα, όμως επάνω της
ήταν ικανή να κρατήσει το βλέμμα για πάντα.
Και βέβαια είναι τερπνή χαρά να βλέπεις μια τέτοιαν οπτασία πρωί πρωί. Για τύχη
μου όμως δεν λογαριάζω αυτό, αλλά ό,τι επακολούθησε.
Όταν η ωραία γυναίκα έστρεψε για να γυρίσει στη θέση της μετά την ακύρωση
του εισιτηρίου, αποκαλύπτοντάς μου σε όλο το μεγαλείο της την ομορφιά
της και ενώ εγώ ήμουν δοσμένος στην απόλαυσή του, τότε μόνο
συνειδητοποίησα γιατί η όμορφη γυναίκα έκανε αυτό τον μικρόν ανώμαλο
δρόμο μέσα στο λεωφορείο και τότε θυμήθηκα ότι εγώ δεν είχα ακυρώσει το
εισιτήριό μου.
Η γνώση αυτή έφερε στην επιφάνεια της σκέψης μου μιαν ενοχή συνοδευμένη
από όλες εκείνες τις τιμωρίες που η βία του Κράτους μηχανεύεται για να
κρατάει δέσμιους και υποχείρια των ορέξεων των κρατούντων τους υπηκόους του. Τότε η μικρή αυτή αφηρημάδα μου πήρε εγκληματικές διαστάσεις και, βοηθούμενη από το γεγονός ότι αυτή αποκαλύφτηκε τόσο ξαφνικά, για μια στιγμή
είδα τον εαυτό μου δέσμιον στη χειρότερη φυλακή, κάτι που επιεικώς μου επιδαψιλεύτηκε από στυγνούς δικαστές αντί της θανατικής ποινής.
Για μια στιγμή τα συναισθήματα αυτά κάλυψαν την παραδείσια μακαριότητα
στην οποία με είχε οδηγήσει η θέα της ωραίας γυναίκας, που ακόμα δεν είχε
προλάβει να κάνει ούτε το πρώτο βήμα της αντίθετης πορείας που θα την
οδηγούσε μακριά από το ακυρωτικό μηχάνημα, αλλά και από όλον εκείνον τον εσμό των ετερόκλητων αντικειμένων που κείτονταν στο πάτωμα του
αυτοκινήτου. Για μια στιγμή ο θαυμασμός και η απόλαυση βρέθηκαν να συνυπάρχουν πάνω στο πρόσωπό μου με το ξάφνιασμα, την ενοχή και την
αγωνία-μ' ένα λόγο με τον πανικό.
Και πάνω στην ώρα εκείνη ακριβώς, το βλέμμα της ωραίας γυναίκας διασταυρώθηκε με το δικό μου.
Ίσως από το κοίταγμα εκείνο, ίσως πάλι γιατί η λογική αστραπιαία δούλεψε και αποφάσισε πως η πραγματικότητα μιας πιθανής ποινής μου για την παράλειψη της ακύρωσης του εισιτηρίου ήτανε πολύ λιγότερο τρομερή απ' όσο η φαντασία την είχε παραστήσει, πάντως το γεγονός της μη ακύρωσης του εισιτηρίου μου πήρε τις φυσιολογικές του διαστάσεις, και ο θαυμασμός μου για την αιθέρια ύπαρξη πάλι επικράτησε, αφήνοντας μόνο φανερή σε μια γωνιά τη μέριμνα για την κάλυψη και της πρακτικής ανάγκης, της ακύρωσης δηλαδή του εισιτηρίου.
Θα ήθελα πολύ να ζητήσω από την ωραία γυναίκα, μιας και ήταν εκεί κοντά, όπου εγώ για να πάω θα χρειαζόταν να πραγματοποιήσω ένα μικρόν ακροβατικό άθλο, να με βοηθήσει, κάνοντας εκείνη για μένα τη δουλειά που έπρεπε να είχα κάνει εγώ. Αλλά δίστασα να το κάνω: πώς θα μπορούσε να έβλεπα ξάφνω την θεσπέσια αιτία του ανθίσματος των τόσων μου συναισθημάτων και επιθυμιών, σαν τον διαπεραιωτή μιας τόσο πεζής υποχρέωσης; Ύστερα και αν ακόμα αυτό θα μπορούσα να το κάνω, πάλι θα έπρεπε να έβρισκα μια δικαιολογία για την παράλειψη της εκτέλεσης του καθήκοντός μου αυτού και αυτή η δικαιολογία θα έπρεπε να είναι η αληθινή' και η αληθινή δικαιολογία δεν ήταν άλλη παρά πως είμαι ξεχασιάρης, ή αφηρημένος, ή, το χειρότερο, αδιάφορος για τις υποχρεώσεις μου. Μα ποιος θα συστηνόταν σε μιαν ωραία γυναίκα με τέτοιο όνομα και επίθετο; Αλλά και ό,τι κι αν χρησιμοποιούσα σαν δικαιολογία, θα έπρεπε να το εκφράσω με λόγια. Και υπήρχαν πολλοί τρόποι για να αρχίσει κανείς τη δικαιολογία αυτήν-ποιον θα διάλεγα, ώστε να φανώ ότι ξέρω να εκφράζω τουλάχιστον τις ιδέες μου, πολύ περισσότερο που αυτές-αν αυτό τό αγνοούσα για μια στιγμή-με είχαν φέρει στη θέση να πρέπει τώρα να απολογηθώ; Ή μήπως να μην απολογηθώ καλλίτερα-πώς θα ζητούσα από μιαν ωραία γυναίκα να με βοηθήσει σε κάτι, τη στιγμή που οι ωραίες γυναίκες είναι εκείνες που έχουν από τη φύση το δικαίωμα να ζητούν από τους άντρες να κάνουν κάτι γι αυτές; Μετά, αν μιλούσα στην ωραία γυναίκα, ο πρώτος λόγος μου δεν θα έπρεπε να είναι η προσφορά σ' αυτήν της θέσης μου; Και αν της πρόσφερα τη θέση μου, πώς θα εκλαμβανόταν αυτό και από την ίδια, αλλά και από τους άλλους επιβάτες του λεωφορείου-ένας ηλικιωμένος να προσφέρει τη θέση του σε μια νέα κυρία, κάτω από τέτοιες μάλιστα συνθήκες, που για να υλοποιηθεί η προσφορά αυτή θα έπρεπε τόσα εμπόδια να υπερπηδηθοϋν και άλλοι τόσοι επιβάτες να ενοχληθούν, κάνοντας στην πράξη μεγαλύτερη ζημιά από όσην θα είχε ωφελιμότητα για την κυρία;
Αλλά και κάτι άλλο είναι που με απότρεπε από του να μιλήσω στην ωραία γυναίκα του πρωινού εκείνου. Και αυτό ήταν πως η γυναίκα αυτή ήταν ξένη. Όλα το φώναζαν επάνω της. To ντύσιμο, η χάρη, το γελαστό πρόσωπο και κυρίως το αλάνθαστο σημάδι-ένας αέρας ελευθερίας-όχι αγερωχότητας ή περιφρόνησης για τους γύρω, αλλά μιας φωτισμένης ανεξαρτησίας, μιας ανεξαρτησίας που είναι τόσο αληθινή και φυσική και σίγουρη, ώστε να αγκαλιάζει το σύμπαν με αγάπη και τους ανθρώπους με ευπροσηγορία αβίαστη και με ενδιαφέρον ανυστερόβουλο.
Και αν και το πιθανότερο ήταν να κατάγεται από χώρα της οποίας τη γλώσσα εγνώριζα, μα δε θα διακινδύνευα απευθύνοντάς της το λόγο, αν δεν είχα μαντέψει σωστά να κάνω τα πράγματα χειρότερα από ό,τι ως τότε ήταν;
Με λίγα λόγια, δεν γινότανε να ζητήσω τη χάρη αυτή από την ωραία γυναίκα.
Από την άλλη πάλι το εισιτήριο έπρεπε να ακυρωθεί. Το λεωφορείο έτρεχε μέσα στη νύχτα και κανένας ελεγκτής δεν θα έδινε σε κανέναν το δικαίωμα να μεταφερθεί από την πόλη στο αεροδρόμιο χωρίς να έχει πληρώσει γι αυτό. Και η απόδειξη πως έχει πληρώσει θα ήταν ένα ακυρωμένο εισιτήριο. Μέσα στην ένταση τέτοιων στιγμών και τέτοιων σκέψεων, αναμέτρησα την απόσταση από τη θέση μου ως το ακυρωτικό μηχάνημα και μαζί έκανα μια κίνηση να σηκωθώ, που περισσότερο όμως ήταν μια υποδήλωση της σκέψης μου να σηκωθώ και λιγότερο μια πραγματική προσπάθεια έγερσης, αφού την ίδια ώρα αναγνώριζα το δύσκολο του εγχειρήματος, τη στιγμή που ακόμα ο μοναδικός δρόμος προς το μηχάνημα ήτανε τα μόλις πριν λίγο δημιουργημένα μικρά κενά δαπέδου ανάμεσα στις αποσκευές, που είχαν με κόπο και υπολογισμό ανοιχτεί από την ωραία γυναίκα καθώς αυτή επήγαινε προς το μηχάνημα και που ακόμα δεν είχαν χρησιμοποιηθεί για τον γυρισμό της στη θέση της. Και σίγουρα θα επέστρεφε από όπου είχε ξεκινήσει, δηλαδή κοντά στον οδηγό, όπου λίγος χώρος ήταν ακόμα γύρω του κενός για να στέκονται οι κάθε φορά νέοι επιβάτες χωρίς να εμποδίζουν το ανοιγόκλεισμα της πόρτας και χωρίς να χρειαστεί να πατήσουν πάνω στις αποσκευές. Όλα τούτα πέρασαν από το μυαλό μου σε τόσο μικρό διάστημα χρόνου, ώστε ακόμα η ωραία γυναίκα βρισκότανε γυρισμένη προς τον οδηγό και έτοιμη να αρχίσει την οδύσσεια του γυρισμού της χωρίς να έχει κάνει ακόμα το πρώτο της βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.
Και εκεί πάνω, στρέφοντας το κεφάλι της προς το μέρος μου, η ματιά της έπεσε πάνω μου.
Πρέπει να είδε όλη την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν και να διάβασε όλες τις σκέψεις μου. Πρέπει να ξεχώρισε στο πρόσωπό μου την έκφραση μιας μικρής ενοχής για την παράλειψή μου, μιας μικρής αγωνίας για τον τρόπο της θεραπείας της παράλειψης αυτής, μια μικρή αδημονία, μια μικρή απελπισία' και πρέπει να τα είδε όλα αυτά ποτισμένα από την ονειρική μαγεία που η γοητεία της είχε πλέξει γύρω μου.
Όμως αυτά που είδε δεν επηρέασαν καθόλου τη στάση της απέναντί μου. Οι ωραίες γυναίκες δεν έχουν να σκεφτούν ή να κοπιάσουν με σκέψεις περίπλοκες και αλληλοσυγκρουόμενες ώσπου να πάρουν μιαν απόφαση πριν κάνουν κάτι. Οι ωραίες γυναίκες όπως είναι ωραίες, έτσι και όλα τα κάνουν ωραία. Έτσι κι αυτή, στάθηκε λίγο όταν αvτικρίστηκαv τα βλέμματά μας, με κοίταξε χαμογελώντας μου ενθαρρυντικά και αμίλητα μου έτεινε το χέρι της περιμένοντας να της δώσω το εισιτήριό μου. Πράγμα που με βιασύνη έκανα, ώστε την άλλη στιγμή το εισιτήριο βρισκόταν στα χέρια μου ακυρωμένο. Ύστερα εκείνη πήγε στη θέση της και εγώ έμεινα στη δική μου μέχρι που φτάσαμε στο αεροδρόμιο.
Μερικοί ξένοι από εκείνους που έρχονται στην Ελλάδα για διακοπές, πηγαίνουν με λεωφορείο στo αεροδρόμιο όταν θέλουν να φύγουν από
αυτήν. Και ευτυχώς. Γιατί έτσι μου δόθηκε η χαρά να είναι ξένοι οι δύο συνεπιβάτες μου του πρωινού εκείνου, με τους οποίους με έφερε σε επαφή η μοίρα.
Και να είναι ξένοι σημαίνει να είναι πολιτισμένοι. Αλλιώς η γυναίκα που μπήκε στο λεωφορείο στην πρώτη στάση και που πήγε να ακυρώσει το εισιτήριό της, θα είχε μιαν αγουροξυπνημένη και τσιμπλιασμένη φάτσα, θα είχε στο πρόσωπο μιαν έκφραση απέχθειας για όλη την ανθρωπότητα και αν, όταν ακύρωνε το εισιτήριό της, η ματιά της έπεφτε πάνω μου, θα με κοίταζε με θυμό που είχα το θράσος να έχω στραμμένο το βλέμμα μου προς το μέρος της και ούτε σαν σκέψη δεν θα περνούσε από το μυαλό της να ακυρώσει το εισιτήριό μου. Το φοβερό με αυτό θα ήτανε όχι πως θα χρειαζότανε να σηκωθώ και να κάνω μόνος μου την ακύρωση του εισιτηρίου-αυτό θα ήτανε το λιγότερο-,αλλά πως και κείνη η μέρα θα κυλούσε όπως όλες στην Ελλάδα, δηλαδή γεμάτη με την αθλιότητα που η κακία και η ηλιθιότητα των ελλήνων ποτίζει τη ζωή εκείνων που, αν και δεν το αξίζουν, όμως έχουν την ατυχία να ζουν στην ίδια χώρα μ' αυτούς.
Ο πολιτισμός αρχίζει από το λεωφορείο που μεταφέρει τους επιβάτες στο αεροδρόμιο. Γιατί μέσα του μεταφέρει ανθρώπους από άλλες χώρες. Και παρατηρώντας τους ανθρώπους αυτούς βλέπεις δείγματα μιας άλλης
ζωής, ενός άλλου κόσμου, απείρως καλλίτερου από κείνον που αφήνεις σε λίγο, με τη βοήθεια των φτερών του αεροπλάνου. Και όταν το αεροπλάνο σηκωθεί, τότε, όσο διαρκεί το ταξίδι βρίσκεσαι μετέωρος ανάμεσα στην παλιανθρωπιά και στην καλοσύνη, στην αγυρτεία και στην τιμιότητα, στον σατραπισμό και στην ευπρέπεια, στην ανευθυνότητα και στην υπευθυνότητα, στην παραφροσύνη και στη φρονιμάδα, στον εγωισμό και στον αλτρουισμό, στην οίηση και στην ταπεινοφροσύνη, στην αξιοπρέπεια και στην δουλικότητα, στην τσαπατσουλιά και στην τάξη, στην υστεροβουλία και στην ανυστεροβουλία, στα στριγκλίσματα και στην ήρεμη αντιμετώπιση των καταστάσεων, στην επίδειξη και στη σεμνότητα, στην ευγένεια και στην αγένεια, στη βία και στην πειθώ, στην τεμπελιά και στην εργατικότητα, στο φθόνο και στην άμιλλα, στην ασχήμια και στην ομορφιά, στην παρανομία και στη νομιμότητα, στη μοιρολατρία και στην χειραγώγηση της μοίρας, στο μέσον και στην αξιοκρατία, στην αμετροέπεια και στη λακωνικότητα, στη γυφτιά και στη νοικοκυροσύνη, στην αδηφαγία και στην λιτή δίαιτα, στην αδαημοσύνη και στη γνώση, στο τραγελαφικό και στο φυσικό, στην αφιλοκαλία και στην καλαισθησία, στην ασυδοσία και στην ελευθερία, στην ασυλλογισιά και στην περίσκεψη, στην προχειρότητα και στον σχεδιασμό, στην αρλούμπα και στην κατανοητή έκφραση, στην αποχαύνωση και στην ενεργητικότητα, στην κακοήθεια και στην χρηστότητα, στην πνευματική αναπηρία και στην εξυπνάδα, στην απερισκεψία και στο στοχασμό, στην ανευλάβεια και στην ευλάβεια, στην αναρμοδιότητα και στην εξειδίκευση, στον αριβισμό και στην αξιοκρατία, στην αλλοπροσαλλοσύνη και στην ευστάθεια, στην αλητεία και στη σταθερότητα, στην αδικολαλιά και στον έπαινο, στη βρωμιά και στην καθαριότητα, στην κατασπατάληση και στην περισυλλογή, στην κατακραυγή και στη συγνώμη, στη διχογνωμία και στην ομόνοια, στη δυστροπία και στην καλογνωμιά, στην επιπολαιότητα και στο βάθος.
Και σε όποια χώρα και να σε αφήσει, ξέρεις ότι έφυγες από την απανθρωπιά και βρίσκεσαι σε τόπο όπου ζουν όντα πολιτισμένα-πραγματικοί άνθρωποι.




5. ΤΖΕΛΣΟΜΙΝΑ
ή
TO ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΑΓΑΠΗ
Ήταν ένα θλιμμένο δειλινό στα αφιλόξενα Καλάβρυτα τον περασμένο Αύγουστο. Το πόδια βαρετά στήριζαν το σώμα των περιπατητών γύρω από την πλατεία. Μαζί με τον ήλιο που έγερνε λες για να μην ξαναφανεί ποτέ πάλι, έγερναν προς την πόλη και τα γύρω βουνά, κλείνοντας σιγά σιγά από το μάτι και τη θέα του μόνου παρήγορoυ σ' αυτή την πόλη του ουρανού. Ο σταυρός του τόπου του μαρτυρίου έμοιαζε να είναι το μόνο όρθιο πάνω από μια ισοπεδωμένη έκταση που κάποτε ήταν όρθια και πολλά υποσχόμενη' Κι έτσι που το νερό δίπλα στην πλατεία κελάρυζε, έμοιαζε μοιρολόγημα και η πόλη τάφος.
'Εβαλα το χέρι μου μέσα στην τσέπη και άγγιξα το κινητό τηλέφωνό μου, θέλοντας να πάρω λίγη σιγουριά από κάτι τόσο πραγματικό και να αλλάξω τις σκέψεις που μου γεννιόνταν στο μυαλό με άλλες, όπως της προόδου και της κατάκτησης από τον άνθρωπο γνώσεων, που δίχως άλλο έδειχναν τουλάχιστο πως κάτι άλλο υπάρχει έξω από τη θλίψη και την ανυπαρξία.
To κινητό μου, σαν αυτό το άγγιγμα να περίμενε, ήχησε τον γνωστό τραγουδιστικό ήχο του. Κάποιος με καλούσε. Το άνοιξα. tlΓιώργoς Tζελσoμίνα."
"Γεια σου Τζελσομίνα, πώς και με πήρες;" "Γιώργος, πότε είναι;"
Εδώ πρέπει να πω δυο λόγια για να καταλάβει ο αναγνώστης τι είναι η Τζελσομίνα και κυρίως να πω για τη γνώση που έχει της ελληνικής γλώσσας.
Η Τζελσομίνα είναι μια μετανάστρια. Μένει στην Αθήνα σε ένα υπόγειο που το μοιράζεται με τα τρία ανήλικα παιδιά της και με κατσαρίδες.
Eίμαι μέλος του Συλλόγου Προστασίας Αναξιοπαθούντων Αλλοδαπών της Ελλάδας. Με την ιδιότητά μου αυτήν επισκέπτομαι κάποτε κάποτε το σπίτι της Τζελσομίνας για να της δώσω μερικά χρήματα κάθε φορά, τόσα όσα η οικονομική κατάσταση του Συλλόγου επιτρέπει. 0 Σύλλογος δίνει ιδιαίτερη σημασία στον τρόπο με τον οποίο φτάνουν τα χρήματα στα χέρια του κάθε ταλαίπωρου αλλοδαπού. Εκείνο που οπωσδήποτε πρέπει να αποφεύγουν τα μέλη του Συλλόγου, είναι να δημιουργούν την εντύπωση στους αποδέκτες των χρημάτων, ότι τα χρήματα αυτά τους δίνονται σαν ελεημοσύνη, κάτι που θα πρόσβαλε, την αξιοπρέπειά τους. Γιατί στην ουσία δεν πρόκειται καθόλου για ελεημοσύνη .Είναι μια βοήθεια ώσπου οι αλλοδαποί να μπορέσουν να ορθοποδήσουν βρίσκοντας μια δουλειά, κάτι για το οποίο επίσης ο Σύλλογος τους βοηθάει όσο μπορεί.
Μία από τις οικογένειες που εγώ έχω αναλάβει να βοηθώ με τα χρήματα του Συλλόγου, είναι και η οικογένεια της Τζελσομίνας. Και, όπως κάνω για κάθε αλλοδαπό την χρηματοδότηση του οποίου έχω αναλάβει, έτσι και στην περίπτωση της Τζελσομίνας, για να μειώσω το μέγεθος της ντροπής και εκείνης που δέχεται τα χρήματα, αλλά και εμένα που της τα δίνω, έχω προσπαθήσει να δημιουργήσω μια σχέση φιλίας ανάμεσά μας, ώστε τα χρήματα να φαίνεται πως έρχονται από ένα φίλο και πάνε σε έναν άλλο φίλο, παρά πως έρχονται από έναν «πλούσιο» που καταδέχεται από καπρίτσιο ή από έναν οποιοδήποτε υπολογισμό να πετάει από καιρό σε καιρό ένα ξεροκόμματο σε κάποιον φτωχό. Παρόλη τη φιλία όμως αυτού του είδους που είχα και με την οικογένεια της Τζελσομίνας , ποτέ ούτε την είχα πάρει τηλέφωνο, ούτε με είχε πάρει, αν και για δυο χρόνια τώρα περίπου είχαμε αυτή τη φιλική σχέση.
Η Τζελσόμίνα δεν ξέρει ελληνικά, παρά μόνο μερικές λέξεις, που όμως δεν τη βοηθάνε καθόλου να σχηματίζει φράσεις κατανοητές σε οποιονδήποτε άλλον εκτός από την ίδια.

Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που έχασε και τις δύο δουλειές που της έχω μέχρι τώρα βρει. Και αν εγώ μπορώ και συνεννοούμαι με την Τζελσομίνα, αυτό έγινε με μεγάλη προσπάθεια από μέρους μου και με την επιστράτευση όλων των ανορθόδοξων μεθόδων προσπέλασης μιας τέτοιας κατάστασης, αλλά κύρια με τη χρησιμοποίηση της μεγάλης φαντασίας με την οποία είμαι προικισμένος. Μ' αυτήν, αλλά και με τη βοήθεια του χρόνου μπορώ από τις λίγες λέξεις που με τόση δυσκολία ξεστομίζονται από την Τζελσομίνανα σχηματίζω τις προτάσεις που αυτή θα μου έλεγε αν ήξερε ελληνικά. Για να το πετύχω αυτό έπρεπε κάθε φορά που μου μιλούσε να την προσέχω έτσι ώστε να βλέπω την έκφραση που κάθε φορά έπαιρνε το πρόσωπό της όταν μου μιλούσε, καθώς και τον τόνο και τη χροιά που είχαν οι λέξεις που κατάφερνε να σχηματίσει. To τελευταίο αυτό, η χροιά που έδινε κάθε φορά στη φωνή της, μου επέτρεψε με τον καιρό να μπορώ να καταλάβω το νόημα των λεγομένων της Τζελσομίνας και όταν ακόμα θα έπρεπε να την ακούω χωρίς να την βλέπω, όπως ας πούμε όταν ήσαν κι άλλοι άνθρωποι στο σπίτι της όταν πήγαινα σ' αυτό. Γι αυτό και δεν είχα μεγάλη δυσκολία να καταλάβω τα λόγια της Τζελσομίνας από το τηλέφωνο.
Εκείνο που με δυσκόλευε περισσότερο στην προσπάθειά μου της κατανόησης της ελληνικής ομιλίας της Τζελσομίνας ήταν η χρησιμοποίηση από αυτήν των ρημάτων και των αντωνυμιών. Για την Τζελσομίνα φαίνεται πως θα ήταν κατόρθωμα και μόνο που μπορούσε να βάλει μετά από κάποιο ρήμα κάποιαν αντωνυμία. Ποια θα ήταν αυτή δεν το εξέταζε καθόλου. Το ίδιο αναλογικά συνέβαινε και με τα ρήματα. Φτάνει η Τζελσομίνα να ξεστόμιζε το ρήμα που της χρειαζόταν για να φτιάξει την πρότασή της και δεν την ενδιέφερε καθόλου το πρόσωπο, η φωνή, ο χρόνος του κύριου αυτού στοιχείου κάθε ανθρώπινης γλώσσας.
Μετάφρασα λοιπόν αμέσως το "πότε είναι;" του τηλεφωνικού διαλόγου μου με την Τζελσομίνα,: "πού είσαι;" "Είμαι σ’ ένα χωριό», της απάντησα.
Η Τζελσομίνα καταλάβαινε από αυτά που άλλοι έλεγαν, περισσότερα από όσα άφηνε αυτή να καταλάβουν όσοι μιλούσαν μαζί της χωρίς να έχουν εξασκηθεί πρώτα στα ελληνικά της. «Ήρθε Αθήνα;» (θα έρθεις στην Αθήνα;)
«Ίσως σε δυο τρεις μέρες». «Εγώ επήγα χωριό" (θα έρθω εγώ στο χωριό) "Γιατί; Τι συμβαίνει; Τα παιδιά είναι καλά;" «Καλά. Έρχεται Αθήνα;» (Καλά είναι. Θα έρθεις στην Αθήνα;) "Για ποιο λόγο;" «Σε αγαπάω".
Για μια στιγμή έμεινα άφωνος. Μια φράση ειπωμένη τόσο σωστά αλλά και με τόση σιγουριά και τοποθετημένη μετά από την ερώτηση μου για τον λόγο που ύστερα από δυο χρόνια αποφάσισε να μου τηλεφωνήσει, ήτανε άραγε κάποιο λάθος γλωσσικό της Τζελσομίνας ή αυτή ήξερε καλά τι έλεγε;
Αλλά ήταν η σειρά μου να μι λησω. Και της απάντησα με τόνο φιλικόν και συνηθισμένον στις συνομιλίες μου μαζί της, "Κι εγώ. σ' αγαπάω Τζελσομίνα και αγαπάω και τον Δημήτρη και τον Θανάση και την Κλειώ. Όμως μου είναι δύσκολο να έρθω τώρα." "Πότε ώρα έρχεται;" (Τι ώρα έρχεσαι;)
0 διάλογος συνεχίστηκε με μένα να θέλω να αποφύγω το που τόσο απρόσμενα βγήκε στη μέση ταξίδι στην Αθήνα χωρίς ένα σκοπό που θα το άξιζε, και με την Τζελσομίνα να προσπαθεί να μάθει τι ώρα θα πήγαινα και πότε-σήμερα ή αύριο. Και αφού κατάλαβα πως δεν μπορούσα να το αποφύγω χωρίς να φανώ ασυγκίνητος από το κάποιο πρόβλημα που η Τζελσομίνα πραγματικά θα είχε και το οποίο η εκεί παρουσία μου θα της έλυνε, αποφάσισα να πάω στην Αθήνα. Τουλάχιστον μπόρεσα να το υποσχεθώ για την επόμενη μέρα.
Πηγαίνοντας προς την Αθήνα έφερνα στη μνήμη μου την Τζελσομίναόπως την γνώρισα στις επισκέψεις μου στο σπίτι της . Καθιστή όλητην ώρα στον μισοξηλωμένο καναπέ, με τα χέρια της παλαιστή σταυρωμένα πάνω στη χοντρή κοιλιά της, με τα πόδια της απλωμένα μπροστά και σταυρωτά, κοιτάζοντας συνέχεια την τηλεόραση ό,τι κι αν αυτή έδειχνε και με τα παιδιά της να κρέμονται άλλο από τον λαιμό της, άλλοαπό κάποιο χέρι της και το τρίτο να κάθεται κάτω δίπλα στα πόδιατης τα οποία αγκάλιαζε και με τα δυο του χέρια όπως φαντάζομαι θα αγκάλιαζαν τον στύλο ενός ναού οι ικέτες που έβρισκαν καταφύγιο σ’ αυτόν οι αρχαίοι έλληνες-με τόσην προσμονή και με τόσο πάθος. Το πρόσωπό τηςείχε πάντοτε μιαν έκφραση αδιάφορη, σαν να ήτανε μόνη της μέσαστο δωμάτιο, κοιτάζοντας προς εμένα μόνον όταν άνοιγα το πορτοφόλι μου και απευθυνόμενη σε κάποιο από το παιδιά της όταν ήθελε να του πει να αλλάξει κανάλι στην τηλεόραση. Μάγουλα χοντρά, στόμα που του έλειπαν τρία μπροστινά επάνω και δυο κάτω δόντια, μαλλιά μαύρα κακοχτενισμένα ίσα για να μη της σκεπάζουν τα μάτια και της στερούν την τηλεθέαση, συμπλήρωναν τηυ εικόνα της φίλης μου.
Είμαι από εκείνους που υποστηρίζουν πως κάθε γυναίκα έχει κάτι όμορφο, όσο άσχημη κι αν είναι κατά τα άλλα και πως αυτό το κάτι την κάνει ικανή να γίνει αξιαγάπητη για κάποιους. Ο καλός Θεός έχει φροντίσει για όλα τα πλάσματά του.
Από Αγίους Θεοδώρους μέχρι Ασπρόπυργο έψαχνα με τη βοήθεια της μνήμης μου και της μικρής ικανότητας που έχω για παρατήρηση, να βρω τι αξιαγάπητο έχει η Τζελσρμίνα, αν έχει, ή μήπως αυτή αποτελεί εξαίρεση και είναι η μόνη από τις γυναίκες που έχω γνωρίσει, που τίποτα δεν έχει που να τραβήξει κάποιον άντρα. .
Και το βρήκα.
Είναι το χαμόγελό της.
Ένα αθώο, γλυκό, όμορφο θα έλεγα χαμόγελο, παρά το άδειο που στο κέντρο του αφήνουν τα ελλείποντα δόντια. Όταν η Τζελσομίνα γελάει, τότε εκείνος που την βλέπει παραμερίζει άθελά του όλα τα άλλα, που για τον καθένα είναι απωθητικά και πάνω της βλέπει μόνο το χαμόγελο εκείνο. Ναι, όταν η Τζελσομίνα γελάει τότε όλη είναι αυτό της το γέλιο. Σαν το στόμα της μισανοίγοντας να καταπίνει κάθε άσχημο ή τέλος πάντων κάθε που οι άνθρωποι θεωρούν άσχημο, και να μένει μπροστά του μια γλύκα και μια ακαθόριστη αίσθηση γαλήνης, χαράς , μια εικόνα ευτυχίας θα έλεγα.
Φτάνοντας στην Αθήνα πήγα κατευθείαν στο σπίτι της Τζελσομίνας, όπου μια μεγάλη έκπληξη με περίμενε: το σπίτι ήτανε καθαρό! Άλλοτε τα πάντα βρωμούσαν εκεί μέσα-πάτωμα γεμάτο αποφάγια, παπούτσια και ρούχα βρώμικα πάνω σε κρεβάτι και σε καρέκλες, ο καναπές να δείχνει τα μπαμπάκια του κάτω από το μόλις συγκρατούμενο σε ένα σημείο του ακόμα μαύρο από τη βρώμα κάλυμμά του, το τραπεζάκι στη μέση του δωματίου που χρησίμευε για φαγητό, για ακουμπιστήρι διαφόρων ετερόκλητων αντικειμένων και για άπλωμα πάνω του των πάντοτε βρωμερών και ξυπόλητων ποδιών της Τζελσομίνας και των παιδιών της να είναι καθαρό με μιαν άσπρη καθαροπλυμένη πετσέτα πάνω του.
Τώρα όλα ήταν φτωχικά μεν αλλά πεντακάθαρα-ο καναπές σκεπασμένος μ' ένα πεντακάθαρο άσπρο σεντόνι, το πάτωμα άδειο από πεταμένα αντικείμενα και σκουπισμένο, τοίχοι πλυμένοι, ο γιούκος πάνω στο μπαούλο σκεπασμένος κι αυτός μ' ένα πολύχρωμο σεντόνι και η Τζελσομίνα αντί να έχει τη συνηθισμένη της στάση, τώρα καθόταν
στον καναπέ με τα πόδια μαζεμένα και είχε τα χέρια της πάνω στον καναπέ ακουμπισμένα με την παλάμη να στηρίζεται πάνω του.
Αλλά η έκπληξη ή πιο μεγάλη ήτανε το ντύσιμο της ίδιας της Τζελσομίνας. Αντί για ένα βρώμικο παλιό υπόλειμμα φορέματος, τώρα φορούσε μια "τουαλέτα", που αν και φτηνή και ασουλούπωτη πάνω της, όμως της έδινε την 6ψη γυναίκας ντυμένης για κάποια σημαντική περίσταση. Κάτω από το φόρεμα το σκισμένο δεξιά και αριστερά από το ύψος του γόνατου και κάτω σύμφωνα με τη μόδα, πρόβαλαν τα χοντροκομμένα πόδια της φίλης μου, ένα σταυρωτό μεγάλο ντεκολτέ άφηνε να μισοφαίνονται τα μεγάλα κρεμάμενα στήθη και κάτω από το ύφασμα του φορέματος που κάλυπτε τον ώμο ξεπρόβαλαν τα χέρια παλαιστή. Η κοιλιά φαινόταν λιγότερο μεγάλη απ' ό,τι ήταν, επειδή το φόρεμα, ίσως διαλεγμένο έτσι για τον λόγο ειδικά αυτόν, έπεφτε φαρδύ πάνω στο κοντόχοντρο σώμα της Τζελσομίνας.
Αφού χαιρετηθήκαμε όπως συνήθως με την Τζελσομίνα, ένα παιδί ξεπρόβαλε από την κουζίνα και με ρώτησε χωρίς άλλη κουβέντα και χωρίς ούτε να με χαιρετήσει πρώτα: "σου αρέσει το καινούργιο φουστάνι;", μου είπε, δείχνοντάς μου προς το μέρος της μητέρας του. Είπα πως πράγματι ήταν ωραίο, ενώ δεν έκανα καμιά παρατήρηση για την καθαριότητα του σπιτιού, για να μη προσβάλω την Τζελσομίνα εννοώντας έτσι πως τις άλλες φορές ήτανε βρώμικο. Ρώτησα αν συμβαίνει τίποτε και μου τηλεφώνησε, και που δεν μπορούσε ίσως να μου το πει από τηλεφώνου. Όχι, δεν συνέβαινε τίποτε. Και αμέσως μετά: "Γιώργος πάει βόλτα μαζί Τζελσομίνα". Είπα ότι ήμουνα κουρασμένος, παρατήρησα πως είναι τόσο καλά να κάθεται κανείς στο σπίτι και να βλέπει τηλεόραση ή να συζητάει, μάταιος κόπος.
Βγήκαμε και αμίλητοι-τι να λέγαμε-προχωρήσαμε μέχρι τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο, όπου τη ρώτησα: "τι λες; πάμε στον Πειραιά; " Σκέφτηκα πως θα ήτανε κάτι πρωτόγνωρο για την Τζελσομίνα η μετάβαση στον Πειραιά και πράγματι δεν έκανα λάθος. Τα μάτια της έλαμψαν και μου είπε πως δεν είχε ξαναπάει στον Πειραιά αν και άκουγε γι αυτόν από τα παιδιά της που ζητιάνευαν εκεί και από φίλες της.
Πήγαμε. Φυσούσε ένας διαβολεμένος νοτιάς, που έριχνε σκουπιδοτενεκέδες σους δρόμους, πέταγε από τα περίπτερα εφημερίδες στο πεζοδρόμιο, ανέμιζε το φουστάνι της Τζελσομίνας και έκανε τους καταστηματάρχες να κλείνουνε βιαστικοί πρόωρα τα μαγαζιά τους. Για μένα όμως ήτανε μια απόλαυση ένας τέτοιος αέρας που χωρίς να με κρυώνει έστελνε κατεπάνω μου κύματα καθαρού αέρα -καθαρού από σκόνες και σκουπίδια που ήδη μετά από τόσης ώρας φύσημα είχαν ήδη εξαφανιστεί και καθαρού από κάθε ανθρώπινο, καθώς η ταχύτητα του αέρα δεν άφηνε να σταθεί πάνω σου καμία ανθρώπινη, σωματική ή ψυχική, ηθελημένη ή αθέλητη, υστερόβουλη ή όχι βρωμιά.
Βγαίνοντας από τον σταθμό του ηλεκτρικού προχωρήσαμε κατά μήκρς της προκυμαίας, προς την κατεύθυνση της εκκλησίας των Ταζιαρχών. Βαδίζαμε ο ένας πίσω από τον άλλο λόγω της στενότητας του πεζοδρομίου. Συνήθως εγώ πήγαινα μπροστά, ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα σε περαστικούς και περίπτερα και η Τζελσομίνα ακολουθούσε. Όταν φτάσαμε στο ύψος της εκκλησίας, όπου είχαμε ελεύθερον χώρο και ενώ περπατούσαμε δίπλα δίπλα τώρα ξάφνω η Τζελσομίνα πέρασε το χέρι της κάτω από το αριστερό δικό μου, πιάνοντάς με έτσι "αγκαζέ". Δέχτηκα χωρίς αντίδραση την χειρονομία αυτή και πια περπατούσαμε έτσι από κει και πέρα. Το χέρι της μόλις που βάραινε πάνω στο δικό μου, κάτι που μου έκανε εντύπωση ύστερα από την εμπειρία που είχα από μια κυρία που πιάνοντάς με «αγκαζέ» απλά έριχνε όλο το βάρος της επάνω μου ώστε να την τραβώ περπατώντας.
Τα σώματά μας διατηρούσαν την απόσταση τους το ένα από το άλλο και αυτό βέβαια ήτανε φυσικό, αφού τίποτε δεν υπήρξε ποτέ ανάμεσά μας που να δικαιολογούσε ένα πλησίασμα των δυο μας ενώ περπατούσαμε, έξω από την ανάγκη να μη χώριζαν από τον σημερινόν αέρα δυο παρέα βαδίζοντας άνθρωποι.
Κατ' αυτό τον τρόπο βαδίζοντας θα πρέπει να κάναμε μιαν, ελαφρά έστω, κωμική εντύπωση σε όποιον μας παρατηρούσε για λίγο-ένα αταίριαστο "αγκαζέ". Εγώ να μη μπορώ να κάνω τίποτε άλλο παρά να μην αντιδρώ σε ό,τι έγινε, κι εκείνη να μην επιτρέπει στον εαυτό της περισσότερο πλησίασμα, καταλαβαίνοντας ίσως πως δεν είχε ούτε το "δικαίωμα" για κάτι τέτoιο, αλλά και μη θέλοντας ίσως να διακινδυνέψει μιαν αντίδραση από μέρους μου που δεν θα ήτανε καλόδεχτη από αυτήν.Παρολαυτά, καθώς με κρατούσε, δυο τρεις φορές τα δάχτυλά της σύρθηκαν χαϊδευτικά πάνω στον πήχυ μου, μόλις ακουμπώντας επάνω στο δέρμα μου μια ή δυο φορές σε κάθε τους απόπειρα.Δεν μπόρεσα να μη θαυμάσω την λεπτότητα του χειρισμού αυτού τουαγγίγματος και αυτού του χαδιού, καθώς ήταν τέτοιος που μπορούσε κανείς να το θεωρήσει είτε σαν μια εκδήλωση κάποιου κρυφού αισθήματος, όπως φαινόταν ότι και είναι, αλλά όμως και σαν μια τυχαία η ασυναίσθητη κίνηση χωρίς καμία άλλη σημασία, πλην ίσωςτης πιθανότητας χαρακτηρισμού του ατόμου που την έκανε σαν απρόσεχτου ή αγενούς. Ήταν μάλλον ένα σήμα που ήθελε να δώσει το έναυσμα μιας παρόμοιας απάντησης, με σκοπό να δημιουργηθείανάμεσα στους εμπλεκόμενους στο παιχνίδι αυτό περισσότερο θάρρος για τολμηρότερες κάθε φορά ενέργειες, στην περίπτωση που και τα δυο μέρη θα το επιθυμούσαν.
Μια πίτσα από το γειτονικό "Έβερεστ" αντικατάστησε το γεύμα που συνήθως είναι η κατάληξη μια τέτοιας εξόδου σε άλλες περιπτώσεις.Μετά πήγαμε στον ηλεκτρικό και φύγαμε για το σπίτι.
Ταιριάζοντας τώρα το τηλεφωνικό "σε αγαπάω" με όλα όσα είχαν γίνει αφότου πήγα στο σπίτι της Τζελσομίνας κατάληξα στο συμπέρασμα πως κάποια χορδή είχε δονηθεί μέσα στο ογκώδες και άσχημο αυτό σώμα και μάλιστα στο μέρος εκείνο όπου λένε πως εδράζεται η λεγόμενη Ψυχή.Δεν είμαι ψυχολόγος ώστε να μπορώ να πω περισσότερα, όμως πρέπει να ομολογήσω ότι πριν έρθω στην Αθήνα μου πέρασε από το μυαλό η πονήρη σκέψη πως ίσως το "σε αγαπάω" να ήταν μια κίνηση από κείνες-που όμως η Τζελσομίνα δεν με είχε συνηθίσει σ' αυτές-που γίνονται με σκοπόιδιοτελή, στην περίπτωσή μου δηλαδή στην απόσπαση περισσότερωνχρημάτων.
Τώρα όμως η σκέψη αυτή είχε παραμεριστεί και έμενε ανίσχυρη μπροστά στα καινούργια στοιχεία που η βόλτα καθώς και η κατάσταση της καθαριότητας του σπιτιού είχαν φέρει στο φως.Αλλά τη χαριστική βολή σε όποιαν τέτοιου είδους πονηρή σκέψη, έδωσε η άρνηση της Τζελσομίνας να πάρει λεφτά, τη στιγμή που μέχρι τότε αυτή ήταν η μόνη σχέση μας και η μόνη αιτία όποιας συνάντησής μας:Όταν έβγαλα το πορτοφόλι μου, αρχίζοντας να δικαιολογώ την πράξη μου αυτή σχετίζοντάς την με την ένδυση των παιδιών για τον χειμώνα που ερχόταν και αιτιολογώντας την σαν ένα δώρο από μένα προς αυτά και πριν ακόμα βγάλω από το πορτοφόλι τα λεφτά, η Τζελσομίνα μού είπε αποφασιστικά, ήρεμα και παραπονεμένα: «Δε θέλω λεφτά!»
……………………………………………………………..