Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

 Ο ΓΕΙΤΟΝΑΣ

Γυναίκα ξαπλωμένη στον καναπέ και παίζοντας αφηρημένα με τις άκρες των μαλλιών της. Είναι απόβραδο. Ένα κόκκινο φεγγάρι ρίχνει τις αχτίδες του στα έπιπλα και στον τοίχο. Μακριά φωνές παιδιών που παίζουν. Πάνω στο τραπέζι βάζο με τριαντάφυλλα. Όλα μέσα στο δωμάτιο με ευαισθησία και γούστο ταχτοποιημένα. Η πόρτα χτυπάει. Η Γυναίκα σηκώνεται αργά και ανοίγει. Στην πόρτα στέκει ο Γείτονας. Μια σιωπή κι από τους δυο για λίγο. Η Γυναίκα κάνει μια κίνηση να κλείσει την πόρτα, κάτι στην όψη πάνω του Γείτονα την κάνει να αλλάξει γνώμη. Εκείνος κοιτάζει τις μύτες των παπουτσιών του, κάνει μια κίνηση βιασμένης απόφασης με το κεφάλι του και αρχίζει να μιλάει. Δειλά στην αρχή, κατόπιν πιο θαρρετά. Προσπαθεί πάντοτε να δίνει στη φωνή του μιαν αίσθηση ουδετερότητας, μιαν εκδοχή αποστασιοποίησης ή ανεξαρτησίας. Μερικές φορές δεν το καταφέρνει και αυτή αναδίνει άθελα του ένα αίσθημα ερωτικής διάθεσης.
Η Γυναίκα τον ακούει στην αρχή αδιάφορα μετά με προσοχή, τέλος ήρεμα σαν να έχει χρόνια που τον γνωρίζει και να τον έχει τώρα αποδεχτεί.

ΓΕΙΤΟΝΑΣ
Ξέρω, δεν είναι συνηθισμένο τέτοιαν ώρα να χτυπά κανείς την πόρτα σας. Μα παίρνω το θάρρος γιατί υποθέτω με ξέρετε κυρία. Πολλές φορές έχουν διασταυρωθεί οι καθημερινοί μας δρόμοι. Κι όχι που έχω τίποτα ιδιαίτερο να σας πω, μα να, το φεγγάρι τούτη τη νύχτα μια κομμένη γλώσσα στον ουρανό και η πλάση βουβή απόψε. Πλαντούσα. Ήθελα ν’ ακούσω μια φωνή. Έστω τη δική μου. Γι αυτό ήρθα. Σας ευχαριστώ που δεν κλείσατε την πόρτα.
Είμαι ο γείτονας σας.
Το γειτόνεμα το βλέπω σαν μια δύναμη φιλική-σαν μια ορμή όλο αγιότητα, σαν μια δύναμη που προστατεύει, που ανοίγει κλειστές πόρτες σε καταστάσεις οικείες, γνησιότητας και συμφιλίωσης με όλα.  Είμαι ο γείτονας σας.
Σας βλέπω συχνά. Να περπατάτε στο δρόμο, να ψωνίζετε.
Μια μέρα σας ακολούθησα και σας είδα να μπαίνετε μέσα εδώ, στην πολυκατοικία αυτή. Ήταν μια περιέργεια πέστε, ή ίσως και μια ακαθόριστη προϋπόθεση για μια επίσκεψη σαν την αποψινή. Όταν είδα ότι μένετε εδώ, τόσο κοντά σε μένα, σάμπως ένας βρόχος που για αιώνες μ’ έσφιγγε, ένιωσα να χαλαρώνει. Και πάνω μου σαν ν’ άπλωσε μια στέγη που θα με προφύλασσε από όλα τα κακά που έρχονται από το Πάνω. Ποιο Πάνω; Δεν ξέρω. Μα το χώμα το νιώθουμε δικό μας, μας ανέχεται να το πατούμε, παίζουμε μ' αυτό, χτίζουμε, προφυλαγόμαστε. Ενώ ότι έρχεται από Πάνω είναι άγνωστο και απρόσμενο. Και κείνος ο απροσδιόριστος κίνδυνος- που τα βράδια μας κάνει πιο υποψιασμένους για τον παραμικρό θόρυβο, ποτέ δεν έρχεται από τη γη. Από τον ουρανό τον περιμένουμε.
Τώρα που σας γνώρισα, όταν σας βλέπω έξω θα είναι σαν να βλέπω κάποιον δικό μου άνθρωπο, ένα φίλο ίσως. Θα έλεγα συγγενή, όμως οι συγγενείς γίνονται με τον καιρό τόσο απόμακροι... ίσως γιατί βαρέθηκαν από τη συνεχή παρουσία ο ένας του άλλου... ενώ ένας φίλος μπορεί να είναι φίλος για μια ζωή.
Έτσι φανταζόμουνα το διαμέρισμα σας. Με τα λουλούδια στο τραπέζι, με το απαλό πράσινο στους τοίχους, με τον καναπέ… Και κείνα τα άσπρα τριαντάφυλλα έρχονταν στον ύπνο μου ή κι ίσως προτού ακόμα κοιμηθώ-πού να ξέρει κανείς-και με ζάλιζαν απαλά με τη μυρωδιά τους.
Ίσως κιόλας σας είχα δει να τα αγοράζετε.
Παίζει πολλά παιχνίδια αυτό που λέμε λογική στους ανθρώπους. Υπάρχουν ας πούμε πράγματα που εμείς οι ίδιοι κάνουμε ή που μας τυχαίνουνε-μικρά κομμάτια από τη ζωή μας-που μοιάζουνε ασήμαντα σε μας ή και συνηθισμένα τόσο, που ούτε τα σκεφτόμαστε καθόλου. Εκείνο το γέλιο σας αίφνης, που ίσως κιόλας εντελώς σεις να το έχετε ξεχάσει. Γιατί φεύγουν οι στιγμές και χάνονται στη θάλασσα του Χρόνου.
Όμως να, κάποιοι αδράχνουν τις στιγμές τις αλλιώς χαμένες και τις κρατούνε σαν πολύτιμο κάτι, όπως κομμάτια από τη συλλογή τους οι φιλότεχνοι.
Και ζουν μ’ αυτά. Δεν ξέρω γιατί. Δεν ξέρω τίποτα.
Και το κάνουν χωρίς άλλος κανείς να ξέρει πως εκείνοι κατέχουν την τελειότητα από κάτι-από μια κίνηση, από ένα γέλιο, από ένα γύρισμα δεξιά του κεφαλιού.
Είναι τόσο περίπλοκοι οι συνδυασμοί των μυών του προσώπου μας όταν φτιάχνουν μια έκφραση, μια μίμηση, ένα γέλιο, που δεν μπορείς να αναλύσεις το αποτέλεσμα όλων τους ούτε να το ταξινομήσεις. Ακόμα και οι γιατροί θα έχετε προσέξει με πόση φυσικότητα βγάζουν μια διάγνωση σαν να τα ξέρουν όλα. Ή σαν να μην ξέρουν τίποτα που είναι ίδιο. Και οι μικροβιολόγοι ποτέ δεν βρίσκουνε τίποτα στις εξετάσεις τους-αν τους παρακολουθήσετε, γράφουν το αποτέλεσμα σαν προϊόν σκέψης και όχι μέτρησης. Ποια διάγνωση; Ποιος ξέρει από τι υποφέρει κάποιος άλλος;
Ξεχάστηκα.
Έλεγα για κείνο το γέλιο σας.
Γιατί το συγκράτησα λοιπόν;
Ίσως σε προαιώνιες εικόνες κάποτε συνυπήρξαμε εγώ κι εκείνο. Εκείνο σαν βρύο σε υγρές σπηλιές κι εγώ σαν ηλιοφώς. Ή το αντίθετο. Πάλι μπορεί στις πρώτες συμπαντικές εκτινάξεις το γέλιο σας να ήτανε η φόρμα ενός γαλαξία κι εγώ ένα πρωτογενές νεφέλωμα κοντά του.
Μπορεί και τίποτε από αυτά και να μου άρεσε το γέλιο σας έτσι.
Απλά-έτσι.
Ήτανε την περασμένη εβδομάδα, την Τρίτη, που σας είδα έξω από εκείνο το κατάστημα γυναικείων ειδών. Κουβεντιάζατε με μια φιλενάδα σας. Και ξάφνω αρχίσατε να γελάτε. Ευτυχία έλαμπε στα μάτια σας που η λάμψη της σκορπίζονταν γύρω κάνοντας όλα παραμυθένια, όπως το δάσος όταν η νεράιδα κάνει εκείνη την μαγική κίνηση με το ραβδάκι της σαν να μαλώνει το σκοτάδι κι εκείνο τρέχει να κρυφτεί. Πέστε αν θέλετε ότι εδώ έχω έρθει για να σας ευχαριστήσω που άκουσα το γέλιο σας εκείνο. Αυτό θα μπορούσε να ταιριάζει. Θα το δεχόμουν.
Για μέρες ύστερα από εκείνο μας το συναπάντημα σκεφτόμουν πως η χαρά του έρωτα δεν είναι παρά ένα τέτοιο γέλιο. Κι ότι του εραστή η ικανότητα δεν είναι άλλη παρά να προκαλεί το γέλιο αυτό στην αγαπημένη-κι αυτό είναι όλο κι όλο. Που θα πει να τήνε κάνει ευτυχισμένη...
Όπως και να ’ναι, για μένα το γέλιο σας εκείνο μου φάνηκε άξιο να το περιλάβω στους θησαυρούς μου.
Μη με ρωτήσετε γιατί. Πέρα από ότι σας είπα δεν έχω άλλο να σας πω για κείνο. Και ίσως εκείνο που δεν μπορώ να πω να ’ναι κείνο που οπωσδήποτε θα ’πρεπε να γνωρίζετε.
Σας ευχαριστώ που με ακούτε.
Είμαι σίγουρος πως το γέλιο σας αυτό θα μένει αιώνια μέσα στον κόσμο όσο αυτός υπάρχει. Και θα προσμένει αχάλαστο μια νέα κυρία-ίσως και πάλι να ’στε σεις η ίδια- για να ξανανθίσει πάνω στα ίδια χείλια σας αυτά και ίδια πάλι να σκορπίσει ευτυχία σε μιας άλλης πόλης τους δρόμους και τα σπίτια, έτσι που όλοι να κοιτάζονται  έκπληκτοι για το έξαφνο κύμα της χαράς που τους εβρήκε.

Ίσως σας κούρασα μ' αυτά ή πάλι να σας απασχόλησα από κάτι.
 Άλλες βραδιές μπορεί και να μην έπαιρνα το θάρρος να χτυπήσω την πόρτα σας.
Μα απόψε το φεγγάρι-το είδατε κυρία; Η σιωπή του απόψε με τρόμαξε. Έχεις μια παρέα κάθε βράδυ κι έξαφνα, χωρίς γι αυτό να είσαι προετοιμασμένος, ένα βράδυ η συντροφιά σου δεν έρχεται.
Ω! Νιώθω ένα είδος ευτυχίας που το φεγγάρι φαίνεται από το παράθυρό μου. Όπως άλλωστε φαίνεται και από το δικό σας.
Από σήμερα, αν πάλι το φεγγάρι κάποια νύχτα σωπάσει ξαφνικά, δεν θα έχω ανάγκη να έρθω να σας δω για να το αντέξω. Τώρα που σας γνώρισα θα σκέφτομαι πως λείπει και σε σας κι η έλλειψή του έτσι θα είναι σε μένα πιο ασήμαντη.
Δεν ήτανε το ίδιο πριν σας γνωρίσω. Τώρα όμως που ξέρω πώς κλείνετε τα μάτια, πώς ανασαίνετε, πώς σηκώνετε το χέρι... Συγχωρείστε μου που δείχνομαι τόσο οικείος, ήτανε μόνο για να σας περιγράψω πώς νιώθω.
Ως χτες, εγώ, ο γείτονας σας, ήμουν πιο μακριά σας από όσο είναι μεταξύ τους δυο βουνοκορφές. Με ευχαριστεί να τονίζω καταστάσεις πού δείχνουν τη διαφορά του χτες από το σήμερα. Μα από τότε που σας πρωτόδα, στον δρόμο, νιώθω πιο ζωντανός. Νιώθω συμμέτοχος στον κόσμο.
Και όταν είδα πού μένετε, και ότι μόνο ένα τετράγωνο απέχει το διαμέρισμα σας από το δικό μου, μου έφτανε αυτό για να ενδιαφερθώ πάλι για τα πράγματα.

Τ’ απογέματα βγαίνω στο μπαλκόνι καμιά φορά. Αλήθεια είναι τόσο ανώφελα μεγάλο… Βλέπω από κει τον ήλιο να πηγαίνει κατά τη δύση του και λέω γιατί, για ποιον υπάρχει ο ήλιος, για ποιον υπάρχει η μέρα, αυτό το απόγεμα, αυτά τα δέντρα; Κατόπι σκέφτομαι ότι δεν υπάρχει ο ήλιος, πως νομίζω ότι τον βλέπω. Μερικοί φιλόσοφοι το 'χουν πει κι αυτό.
Αυτοί πια όλα τα έχουν πει. Τίποτε ανείπωτο δεν υπάρχει-τίποτε καινούργιο δεν γίνεται στον κόσμο. Και τώρα που σας μιλώ δεν νομίζετε πως κάποτε αυτό έχει ξαναγίνει; Σε ποιους καιρούς; Σε ποιους κόσμους; Και άραγε τα ίδια τριαντάφυλλα ήσαν και τότε μέσα στο ίδιο βάζο; Και τι απόγιναν εκείνα, τα άλλα τριαντάφυλλα; Ερωτήσεις... ερωτήσεις... να μπορούσε τουλάχιστον κάποια ν’ απαντηθεί…

Τα σπίτια γύρω από μας-πόσο παράξενο μου φαίνεται που λέω "μας"-τα σπίτια γύρω από μας είναι άδεια-σαν τάφοι. Κανείς δε φαίνεται στα τόσα μπαλκόνια, στα τόσα παράθυρα. Και όταν κάποτε μια κουρτίνα ενός παράθυρου βλέπω να έχει αλλάξει θέση από την προηγούμενη μέρα, λέω θα τηνε φύσηξε κάποιος αγέρας ή κάποιο χέρι αόρατο θα της άλλαξε θέση ίσα για να κάνει εντονότερη την απουσία κάθε υπαρκτού, για να δείξει πως πράγματι και για μένα κάτι υπάρχει, αλλά αυτό το κάτι κι ας ήταν για μένα όμως δε θα το δω ποτέ. Για να είναι μεγαλύτερη η αίσθηση της ερημίας.
Μερικές φορές είναι αλήθεια κοιτάζοντας από το μπαλκόνι μου κάτω, βλέπω κάτι παιχνιδιάρικα χρώματα να κινούνται βιαστικά από ένα σημείο του δρόμου σε άλλο. Είναι τα μικρά παιδιά με τα χρωματιστά ρουχάκια τους που παίζουν κρυφτό και κρύβονται πίσω από τα κτίρια.
Τα παιδιά μπορούν ακόμα να φαίνονται. Αλλά όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που κυκλοφορούν στους δρόμους είναι τόσο ανύπαρκτοι. Ή θα έλεγε κάποιος ότι εγώ είμαι ανύπαρκτος. Γιατί όχι; Ύστερα ξέρετε πόσο μπλέκεται κανείς αν αρχίσει τέτοιους συλλογισμούς σε έναν κόσμο όπου όλα μπορούν να συμβαίνουν.
Όλοι περνάνε λοιπόν χωρίς να με κοιτάζουν. Και όποτε διασταυρωθώ με κάποιον σε ένα πεζοδρόμιο, αυτός στέκει στην άκρη σαν κάτι να θυμήθηκε, ή όπως στις περιστρεφόμενες πόρτες περιμένει κανείς να φτάσει το άνοιγμα μπροστά του. Κι όταν τον προσπερνώ, σίγουρος τότε το δρόμο του τραβά.
Τα πράγματα αλλάζουν κάπως όταν περπατώ σε ένα σχολείο δίπλα, ή σε κάποιους πεζόδρομους από αυτούς που έχει κάμποσους αλήθεια η πόλη μας. Εκεί πράγματι ακούω τις φωνές παιδιών, πράγματι βλέπω καθισμένους νέους στα παγκάκια. Και αν και θα μπορούσα να τους μιλήσω, περνώ από μπροστά τους σαν εγώ να μην τους έβλεπα, ή σαν να ήμουνα κάποιος παρείσακτος στον χώρο τους. Δεν μοιάζει σε τέτοια συναπαντήματα σαν να επαναλαμβάνεται η παιδική μας ηλικία χωρίς εμάς; Τρέχω λοιπόν όταν βρεθώ σε τέτοια μέρη για να λιγοστέψω το χρόνο της παραμονής μου κοντά τους, που τόσες δυστυχίες καινούργιες μου γεννάει.

Τα φύλλα που πέφτουν από τα δέντρα δε λέω-είναι κάτι που το νιώθεις ως μέσα στην ψυχή σου: κάτι πέφτει επιτέλους! κάτι πηγαίνει εκεί όπου πας κι εσύ, κάτι τελειώνει, κάτι σε συμπονά.
Και το κάθε φύλλο λέει τόσες ιστορίες από την μεγάλη του πορεία μέσα στο φως και στον αέρα...
Ύστερα είναι και τα πουλιά… μήπως σας κούρασα με τη πολυλογία μου;
(Η Γυναίκα κάνει μια κίνηση με το δεξί της χέρι που θα μπορούσε να  σημαίνει: δεν υπάρχει πρόβλημα, ή: καθόλου, συνεχίστε. Ο Γείτονας συνεχίζει με κάποια μεγαλύτερη άνεση)
Τα πουλιά... έχετε βρεθεί στην κεντρική πλατεία την ώρα του σούρουπου; Έχετε προσέξει ποτέ πως στην πλατεία αυτή υπάρχουν αγριοκαστανιές;
Θα ήθελα να μην το είχατε προσέξει και να το μαθαίνατε τώρα από μένα. Θα είχα κάνει κάτι για σας έτσι.
Θα έχετε δει πάνω στις αγριοκαστανιές  λοιπόν το σούρουπο να μαζεύονται πουλιά. Πολλά πουλιά!
Και τι καλαδήματα! Τι φωνές... τι ιδανική μουσική συμφωνία κι αυτή!
Μια συνεχής ροή τιτιβισμάτων που αλληλοσυγχέονται συμπληρώνοντας την τελειότητα που η ακοή του ανθρώπου αλλιώς δεν θα έφτανε να απολαύσει κάποτε.
Στέκω κάτω από τα δέντρα και τα βλέπω. Στρατιές ολόκληρες μικρών φτερωτών θεών.
Πηδούν από το ένα κλαδί στο άλλο, κάθονται για λίγο, απλώνουν τα φτερά τους, τα τινάζουν, ξύνονται κάτω από τις φτερούγες τους.
Στρίβουν δεξιά αριστερά το κεφάλι, και ξαφνικά αλλάζουν κλαδί.
Έχουν δει κάποιον γνωστό τους και πηγαίνουν κοντά του να του πουν τα νέα της ημέρας;
Έχουν δει κάτι φαγώσιμο πιο περά και τραβούνε να ελέγξουν;
Μετατοπίζονται συνέχεια. Δε στέκουν ποτέ στο ίδιο μέρος.
Ίσως αυτό να είναι στοιχείο της υποτιθέμενης από εμάς ευτυχίας τους-εμείς μένουμε τόσο στάσιμοι σε όλα...

Βλέποντας πως κανένας από τους περαστικούς, δε δίνει σημασία στα πουλιά, μου ήρθε στο μυαλό να ρωτήσω κάποιον από όλους: τα ακούτε τα πουλιά;
Μα δεν το ’κανα. Δεν μπορώ να μιλώ εύκολα σε ξένους. Ύστερα μπορεί και να μου έλεγαν πως δεν ακούνε τίποτε.
Δε θα μου ξερίζωναν έτσι την ελπίδα;
(το ρολόι της πλατείας χτυπάει)
Μικρός έτσι χτυπούσε πάλι το ρολόι. Εγώ μεγάλωσα, το ρολόι έμεινε το ίδιο. Τα πράγματα έχουν μια αθωότητα που τα κάνει να μένουν ίδια για πολλές ανθρώπινες ζωές.
Δεν μπορούσα να συγχωρήσω στους ανθρώπους να ρυθμίζει τη ζωή τους ένα ρολόι. Αναρωτιόμουνα τι θα γινόταν αν το ρολόι πάθαινε βλάβη. Μου φαινόταν φυσικό πως τότε θα πάγωνε ο χρόνος και όλα θα έμεναν στη θέση που είχαν όταν το ρολόι σταμάτησε, μέχρι που ένα μεγάλο χέρι –το χέρι του θεού υπολόγιζα-θα το διόρθωνε.
Σας είπα πριν πως ζούσα μικρός εδώ; Νομίζω ναι. Έφυγα μετά για χρόνια. Ρωτούσα όταν έβλεπα πατριώτες, μου λέγαν η πόλη μας άλλαξε... η πόλη μας άλλαξε... πώς μετράν την αλλαγή;
Ήρθα, βρήκα καινούργια σπίτια, καινούργιους ανθρώπους.
Μα δεν άλλαξε η πόλη. Η πόλη ίδιο το χώμα της, ίδιος ο αγέρας της, ίδιος ο χρόνος της μέρα με τη μέρα. Τι θα την άλλαζε;

Ύστερα ήταν και τα πρωινά της. Φωτεινά πάντα. Και πάντοτε φεύγοντας τόσο γρήγορα. Και τώρα ακόμα. Παρακολουθώ τον ήλιο καθώς προχωρεί μέσα στο δωμάτιο από έπιπλο σε έπιπλο
και από γωνιά σε γωνιά...
Πόσο γρήγορα...
Καμιά φορά σκέφτομαι, εσείς- κοιτάζετε κι εσείς τον ήλιο να περπατάει μέσα στο δωμάτιο σας;

Κάποτε περπατώ μέχρι τον Αη-Θανάση.
Μερικές φορές λέω... ξέρετε, είναι ωραία η διαδρομή… λέω... να... ίσως κάποια μέρα αν έχετε καιρό και βρεθείτε εκεί, πολύ θα σας αρέσει.
Από τον γλιστερό του βράχο αρχίζει ένα μονοπάτι. Το παίρνω καμία φορά. Ένα παχύ στρώμα πευκοβελόνες, μια κατηφοριά που πρέπει να προσέχει μη γλιστρήσει κανείς.
Εκεί, στη μοναξιά και στην ησυχία του μικρού δάσους βλέπω όλα αυτά τα άψυχα πράγματα και δεν ξέρω γιατί μου αρέσουν τόσο-ένα αγριολούλουδο, μια πηγή, μια πέτρα ντυμένη βρύα, το τιτίβισμα των πουλιών, το βούισμα των μελισσών…
Τι θα μπορούσε να δώσει το δικαίωμα σε όλα αυτά ν’ αξιώσουν την αγάπη μου;
Δεν αγαπώ όμως τα ίδια τα αντικείμενα αυτά, παρά την ιδέα που αυτά εξεικονίζουν.
Αγαπώ σ’ αυτά τη σιγαλή δημιουργική ζωή, την ήσυχη, αυτάρκη δραστηριότητα, την αυτόνομη ύπαρξη, την εσώτερη αναγκαιότητα, την αιώνια ενότητα με τον εαυτό τους.
Αυτά τα αντικείμενα είναι η εικόνα της χαμένης παιδικής μου ηλικίας, που για μένα παραμένει ό,τι ακριβότερο και γι αυτό με γεμίζουν νοσταλγία.
Τα αντικείμενα αυτά είναι ότι εγώ ήμουν κάποτε και ότι οφείλω να γίνω και πάλι.
Η ανθρωπιά πρέπει και πάλι να μας ξαναφέρει από το δρόμο του Λόγου και της Ελευθερίας στην παλιά μας εικόνα. Ίσως αυτός να είναι ο προορισμός μας.

Το κίτρινο της μπλούζας σας μου θυμίζει το λαμπρό γλυκό κίτρινο φως του Café Terrace at night. Μια νύχτα χωρίς καθόλου μαύρο.
Έτσι, ντυμένη με αυτή την μπλούζα σας φέρνω στη μνήμη μου, μπλούζα που και σεις θα την αγαπάτε αφού σας έχω δει να τη φοράτε και έξω, στην πόλη.
Κάποια μέρα, σε κάποιους στίχους μου, τόλμησα να αγγίξω την άκρη της όταν υπολόγισα πως εσείς δεν με βλέπετε. Τα τερτίπια και οι ευαισθησίες των ποιητών... Μπορεί και αυτή να είναι όλη η αξία των ποιημάτων-να
πραγματοποιούν τα αδύνατα.
Μερικές φορές λέω στον εαυτό μου ότι δεν είχα άλλο λόγο που αποφάσισα να σας μιλήσω παρά για να σας πω όσα σας είπα γι αυτή την μπλούζα σας.

Αφότου είδα πού μένετε, τα βράδια, πριν πάω στο σπίτι μου κάνω το γύρο του τετραγώνου για να περάσω από το σπίτι σας μπροστά.
Αν δω φως στο παράθυρο σας πάω στο σπίτι μου ήσυχος και κοιμάμαι έναν ύπνο ήσυχο, βαθύ, χωρίς την έγνοια πως θα τρίξει η κλειδαριά, χωρίς προφύλαξη από κάποιο πιθανό κακό.
Το φεγγάρι αυτές τις νύχτες δεν είναι καχύποπτο ούτε μου ζητάει εξηγήσεις για τις πράξεις της ημέρας.
Μα όταν φως δε φωτίζει το παράθυρο σας, οι υποθέσεις για την αιτία του σκοταδιού-όταν κανείς δεν κοιμάται σκαρώνει υποθετικά σενάρια για οτιδήποτε-,είναι τόσο βασανιστικές σαν ο χρόνος να σταμάτησε στην ώρα ενός διαρκούς ερωτηματικού.
(Μια πόρτα άνοιξε στο πάνω πάτωμα. Σιγανές ομιλίες ακούγονται. Ύστερα η πόρτα έκλεισε πάλι.)

Όμως, κυρία-μου αρέσει να σας λέω κυρία-και τ’ όνομα σας ακόμα να ήξερα πάλι κυρία θα σας έλεγα όταν σας μιλούσα-όμως, κυρία, δε θέλω να σας κρατήσω άλλο όρθια.
Συγχωρείστε μου αυτή την επίσκεψη, όμως να! Θα φύγω. Θα πάω στο μπαλκόνι μου να βλέπω το φεγγάρι από ψηλά. Τώρα πια δε θα με τρομάζει η σιωπή του. Σας ευχαριστώ κυρία.

(Σκύβει το κεφάλι, το ξανασηκώνει, κάτι πάει να πει, στρέφει προς τα πίσω, βλέπει πάλι προς τη Γυναίκα, κάνει μίαν αδιόρατη κίνηση αποχαιρετισμού, ύστερα απομακρύνεται αργά χωρίς να πει καληνύχτα.
Η Γυναίκα στέκει εκεί κοιτάζοντάς τον να μακραίνει ώσπου αυτός χάνεται από τα μάτια της. Μένει ακίνητη για λίγο κρατώντας την πόρτα ακόμα ανοιχτή, ύστερα την κλείνει σιγά και αθόρυβα. Ρίχνει μια ματιά γύρω στο δωμάτιο. Παίρνει μία καρέκλα, την τοποθετεί δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο και κάθεται κοιτάζοντας το φεγγάρι. Μένει λίγο έτσι και έξαφνα κρύβει το πρόσωπο στα χέρια της, σκύβει το κεφάλι και δίνεται σε ένα σιγανό κλάμα.)