ΟΜΙΛΙΕΣ
Κάθε λαός στον κόσμο, μικρός είτε μεγάλος
κι από ’να κάτι έχει που δεν το έχει άλλος.
Οι γερμανοί ναζίζουν
οι άγγλοι αποφασίζουν
οι γάλλοι ξεφαντώνουν
οι ισπανοί ματώνουν
οι ιταλοί αγαπάνε
κι οι έλληνες… μιλάνε!
Από γεννησιμιού του καθ’ έλλην κουβαλάει
το αναφαίρετό του δικαίωμα-να μιλάει.
Συζητούν κυρίες κουτσομπόλες στα παράθυρα,
βουλευτές απ’ της τιβί μιλούνε τα «παράθυρα»
απ’ το ραδιόφωνο άλλοι, άλλοι απ’ τα γραφεία
στους δρόμους, στα φαγάδικα, στις πλαζ, στα καφενεία.
Και γενικώς ο έλλην τη ράτσα του σεβόμενος
μιλάει είτε τον ακούν, είτε και μη ακουόμενος.
Οι καταστηματάρχες μιλούν με τους πελάτες
με αυτοσχέδιες κάποιες που φτιάχνουνε παρλάτες
με το σκοπό τους δόλιους πελάτες να ζαλίσουν
κι εκείνοι, ζαλισμένοι, στο τέλος να ψωνίσουν.
Στα εγγόνια ο παππούς τους λέει όλο παραμύθια
όχι για τα εγγόνια, μα έτσι, από συνήθεια.
Και στο ύστατο λεφτό του, στον Άδη πριν να πάει
την τελευταία πνοή του βγάζοντας, θα μιλάει.
Οι υπάλληλοι οι δημόσιοι άνετα καθισμένοι
με τους πολίτες όλοι τα βάζουν φουρκισμένοι-
πολίτες που και κείνοι, μη κλείνοντας το στόμα
τους υπαλλήλους βρίζουν και φεύγοντας ακόμα.
Κι αν πεις για τις γυναίκες σταματημό δεν έχουν
και τόσο να σωπαίνουν στιγμή δεν το αντέχουν,
που είτε απ’ τα παράθυρα είτε τους δρόμους παίρνοντας
κουτσομπολεύουν λέγοντας και λεν κουτσομπολεύοντας.
Και ούτε μία απ’ αυτές ποτέ της δεν ακούει,
μόνο μιλάει, στης φυλής υπείκοντας το χούι.
Μιλούν σοφοί και σώφρονες, μιλούν κι αεριτζήδες
μιλούνε κι όσοι έχουνε στριμμένες κάποιες βίδες.
Μιλούν ο μεν, αντιμιλούν οι άλλοι απέναντί τους
λέγοντας άλλοι το κοντό και άλλοι το μακρύ τους.
Μιλούνε οι αμόρφωτοι, μιλούν οι σπουδαγμένοι,
μιλούν οι φίλοι και μιλούν οι μεταξύ τους ξένοι.
Μιλούνε οι αμέθυστοι, μιλούν οι μεθυσμένοι,
μιλούνε πόρνες διάτρητες μιλούν σεμνές παρθένοι,
μιλούνε βλάκες και μωροί, μιλούνε κι ευφυείς,
νέοι μιλούνε και γεροί, μιλούν ημιθανείς,
μιλούν μεγάλοι και μικροί, γέροι και μαθουσάλες,
κι αν πεις για τους πολιτικούς, μιλούνε ούμπερ άλες.
Άλλοι χωρίς μικρόφωνο και άλλοι με ντουντούκες,
μιλούν πληβείοι και λαϊκοί, μαρκήσιοι και δούκες.
Όλοι στη χώρα μας μιλούν κι αυτό δε θα ’ταν άσχημο,
η γλώσσα αν δεν έπαιρνε μόνον αυτή παράσημο
κι αν άλλα μέρη του κορμιού δεν παίρνουνε βραβείο
παρά ασθενή και άσημα διανύουν ένα βίο.
Μα τίποτε δε γίνεται στην έρμη αυτή τη χώρα
κι ας βγάζει η γλώσσα τα στραβά και τ’ άπλυτα στη φόρα,
γιατί από τις χώρες η Ελλάς σ’ όλη την οικουμένη,
όλο ομιλεί, μα μοναχά στην ομιλία μένει.
Μιλεί μιλάει και μιλά ο κύριος Βενιζέλος
και πλημμυρίζει ο λόγος του της απληστίας το έλος.
Κι ενώ σαν άτακτο παιδί μπροστά στη Μέρκελ στέκει
ο λόγος του στους έλληνες σωστό αστροπελέκι.
Καθηγητής πληθωρικός, χοντρός και λιπαρός,
αντί να βγει απ’ το στόμα του ο λόγος καθαρός
αλτρουισμό διδάσκοντας κι «εμείς» κι ανιδιοτέλεια,
όμως βρωμάει έπαρση κι «εγώ» και φιλοκέρδεια.
Πήρε ένα κόμμα είκοσι και το ’κανε οχτώ
και καμαρώνει και γαυριά κι επαίρεται γι αυτό…
Μιλάει και ο Σαμαράς σα μάγκας και σα μόρτης
που αντί ευπρεπή πρωθυπουργό θυμίζει μάρκα πρώτης.
Φόρους φορτώνει το λαό, τα σπίτια του τού παίρνει,
συνταξιούχους γέροντες σε διαδηλώσεις δέρνει,
ανθούντα κλείνει μαγαζιά, φτωχεύει επιχειρήσεις,
στερεί χιλιάδες πολιτών της ουτοπίας της ζήσης,
και ό,τι κλέβει απ’ το λαό στα πόδια τ’ αποθέτει
της Μέρκελ, σαν σε αφεντικό δωράκι από επαίτη.
Κι εκλιπαρεί γι ανταλλαγμα και, ο φαύλος, ικετεύει,
της εξουσίας το ersatz καλάμι να ιππεύει-
συνήθειο ανθρώπων που ακλουθούν της ύλης τ’ άθλιο ρέμα,
ενώ τριγύρω τους οργά-πλαντάει τ’ Αέναο Πνέμα.
Μιλούνε κι οι πολιτικοί, υπουργοί και βουλευτάδες
και κάθε είδος του μιαρού δεντρού τους παραφυάδες
όπου κυκλώνουν το λαό, σφιχτά τόνε τυλίγουν
και τα πανούργα αγκάθια τους στο σώμα του του μπήγουν.
Μιλάνε και ωρύονται και κράζουν και στριγγλίζουν
και με τη λογοδιάρροια τους το δόλιο λαό ζαλίζουν
και πια μπαίνουν στο σπίτι του, απ’ όλα τόνε γδύνουν
και ύστερα σαν έλεος, λίγο ψωμί του δίνουν.
Κι αυτό γιατί όχι θέλουνε ο άμοιρος να ζήσει,
μα ζωντανός να κρατηθεί να τους υπηρετήσει.
Όντα τις σάρκες που αγαπούν και το αίμα των ελλήνων
όπως οι γάτες το λευκό ορέγονται των κρίνων.
Μα ενώ αυτές με θάνατο τη σύληση ξοφλάνε
οι έλληνες τους βέβηλους άβλαβους τους κρατάνε.
Μιλά ο ηγέτης της ΔΗΜΑΡ ο σοβαροφανής
που κατω απ’ τα μουστάκια του ειν’ ο γέλως εμφανής
όταν αναλογίζεται πως πρόεδρος θα γίνει
αξίωμα που τα στραβά τα πριν όλα τα σβήνει.
Γιατί ουδείς θα τον ειπεί τότε αποτυχημένο
αφού τον κάνει ο ρόλος του αυτός πετυχημένο.
Καθήμενος ακίνητος σαν Βούδας στην καρέκλα,
απρόσβλητος από κακά καθώς η αγία Θέκλα,
το χέρι του το δεξιό μονάχα θα κουνάει
όχι να γνέψει, να ντυθεί ή ίσως για να φάει,
μα ως τους αργοναύτες μας έσωσε η Ανάφη
αυτός θα σώζει το λαό με το να υπογράφει.
Και είναι πρώτη και σ’ αυτό η ελληνίδα γη
που όλων δα είναι των καλών στον κόσμο η πηγή:
ο πρώτος ο πολίτης της, χωρίς να το διαβάζει,
σε όποιο βλέπει έγγραφο υπογραφή να βάζει!
Και να! Μιλάει κι ο αρχηγός ο Πάνος ο Καμένος.
Αυτός το λαό δεν έκλεψε με το βουλευτηλίκι,
αλλά πριν γίνει βουλευτής. Ο καπιταλισμός
δε γνοιάζεται το πότε-πώς έγινε ο βιασμός
αλλ’ αν ευχαριστήθηκε τη γνοιάζει ο βιαστής.
Κι αν ναι, τοτε δικαιόπρεπα γίνεται βουλευτής.
Να κι ο Κουίκ μες στους ΑΝΕΛ ο κουμουνιστοφάγος
που τους διαβάλλει πιο πολύ απ’ ό,τι αν ήταν Ιάγος.
Που όντας ο ίδιος κάθαρμα, καθάρματα εβάφτιζε
όποιον ενάντια σε Δεξιά και Φασισμό εβάδιζε.
Κι ο Δημαράς μες στους ΑΝΕΛ, που όλοι τον δουλεύουν
όμως αυτός μικρόνους ων θαρρεί πως τον παινεύουν.
Να ο Χαϊκάλης που η μικρή τον έκανε οθόνη
ίνδαλμα των ανόητων και του Γελοίου πιόνι.
Κι ο Καπερνάρος, δεξιό βαμμένο μανιαούρι
οφίκιο κάποιος του ’ταξε , φεύγει απ’ το αχούρι
και-ζώο με ζώα έμπλεξε τι άλλο μπορεί να κάνει-
τραβάει με τα τέσσερα να μπει σε κάποια στάνη.
Να και ο Σύριζα. Μιλάει κι όμορφα λόγια λέει
που τα σκορπάει σ’ όλη τη γη ο αέρας καθώς πνέει.
Διαμάντι μες στους βουλευτές ο Στάθης Παναγούλης
μακράν των άλλων ρέμπελος όσο η γη της Θούλης.
Η Ρένα Δούρου υβριστική, εριστική και φαύλη.
Ο Σύριζα θα ’χει απ’ αυτήν τη μοίρα του Κανδαύλη.
Ως για τον Πάντζα, κωμικός πέμπτης κατηγορίας
το πρότυπο του Έρασμου στο «Εγκώμιο της Μωρίας».
Ο Βαρεμένος. Τόσο αγνός ως ήλιος ανατέλλων.
Άριστος θα ’ταν βουλευτής σε κόμμα ένα αγγέλων.
Μα δεν υπάρχουν άγγελοι κι αν ναι, μα δε μιλούνε.
Ξέρουν: τα λόγια πάντοτε τα έργα τα πολεμούνε.
Όμως η Νέα πιο πολύ Δημοκρατία μιλάει.
Κόμμα οπισθοδρομικό, κόμμα που κουβαλάει
του έθνους την καταστροφή, του λαού του την κατάρα
κόμμα που κάθε νέου παιδιού έθαψε τη λαχτάρα
κόμμα φωλιά κάθε κακού και κάθε ατιμίας,
κόμμα-χαμού της λευτεριάς και της δημοκρατίας,
κόμμα στους ξένους δουλικό, στους ντόπιους η βουκέντρα
κόμμα που ειν’ η υποταγή η μόνη του αφέντρα.
Κόμμα ταγματασφαλιτών, τραμπούκων και χιτών
και δοσιλόγων έκπαλαι και μαυραγοριτών.
Κόμμα που μ’ άλλα ονόματα χρονιές προτού δεκάδες
βρωμιές εκάναν, ικανές να θάψουν δέκα ελλάδες.
Κόμμα που με τους γερμανούς έκανε συμμαχία
κι όταν αυτοί εφύγανε έφερε την Αγγλία.
Κόμμα που τα δεκεμβριανά είχε αρχινισμένα
τυφλά χτυπώντας στο ψαχνό κορμιά ξεσηκωμένα.
Κόμμα μετά που εγέννησε μαύρους ροπαλοφόρους,
κουμουνιστές που χτύπαγαν στις σκοτεινές παρόδους.
Κόμμα που το αντάρτικο πολέμησε με λύσσα
και νίκησε και γύρισε το φως σε σκότος πίσσα.
Κόμμα που με αρχιστράτηγο πρωθυπουργό Παπάγο
όση είχε μείνει λευτεριά την έβαλε στον πάγο
για να προικίσει την ΕΡΕ με μια παγοκολόνα
για οχταετία ολόκληρη που έμοιαζε μ’ αιώνα.
Κόμμα κυνήγι αριστερών, κόμμα υποτελείας
κόμμα αισχρό Μακρόνησος και κόμμα Ακροναυπλίας,
κόμμα οικτρά Ιουλιανά, κόμμα με χουντοβία
κόμμα με μίζες, διαφθορά και πρόοδο καμία.
Κόμμα που ουδόλως νοιάζεται κάτι καλό να χτίσει
αφού ο λαός έτσι κι αλλιώς πάλι θα το ψηφίσει
στους κράχτες υποκύπτοντας ανόητων ψηφοφόρων
αφού ειν’ οι έλληνες λαός ηλίθιος άνευ όρων.
Κι ακούς μέσα ονόματα στο κόμμα βουλευτών
κληρονομιά που το ’χουνε από πολλών ετών:
από πατέρα ή από θειο, παππού ή πεθερό,
την πόρτα κι ας χτυπήσανε τ’ αη-Πέτρου από καιρό.
Κι έτσι αντίς να έχουμε σε θρόνο βασιλιάδες
δεκάδες έχουμε αντ’ αυτών κηφήνες βουλευτάδες.
Μα μες στο κόμμα υπάρχουνε και πλήθος νέα φυντάνια-
ζιζάνια πάνω στα παλιά που φύτρωσαν ζιζάνια.
Μιλάει λοιπόν μια Πιπιλή, σκιάχτρο ένα γυναικείο
που αναρωτιέσαι αν βυζιά έχει και αν αιδοίο,
και λέει ακατανόητες αηδίες κάθε τόσο
κάνοντας μάλιστα φορές πολλές και τον καμπόσο.
Και η Σοφία η Βούλτεψη στριγγλίζει και τσιρίζει
για ν’ αποδείξει το στραβό για δίκιο πως αξίζει.
Κι ο Αργυρός Ντινόπουλος, φασίστας ως μεδούλι
μες στα «παράθυρα» στητός φυλάει καραούλι
κι αν κάποιον ’δει να ευλογεί κάτι εκτός Νου Δου
τότε ξελαρυγγίζεται σιτάρ σα να ’ναι ινδού
ξερνώντας φληναφήματα και κρώζοντας σα γύπας
χωρίς του μέτρου αντίληψη κι αίσθηση δίχως τσίπας.
Ως για τον Γεωργιάδωνι, την άθλια ρίχνει Υγεία
και με τα μπάζα υλικά την χτίζει πιο αθλία.
Αλλά και ο Γεράσιμος μιλαει ο Γιακουμάτος,
ο μπαρμπα-Γιώργος της Νου Δυο ο πάντοτε ορεξάτος
επί παντός επιστητού να έχει κάποια γνώμη,
πάντα γινόμενος φαιδρός μα κι έτοιμος ακόμη
να συμφωνήσει μ’ όποιονε κατόπι του μιλήσει
αρκεί αυτός να ’ναι ισχυρός κι ας μη τον έχει πείσει.
Μες στους φασίστες τους πολλούς που ’χει η Νου Δου μαζέψει
να κι ο Βορίδης που πολύ τώρα έχει σοβαρέψει
και πια τσεκούρι δεν κρατεί μ’ από άλλο μετερίζι
τώρα όχι δάση και λαιμούς, μα το λαό λιανίζει.
Τριπολιτσώτικος μετά ο Λυκουρέντζος χοίρος
τα χοίρινα καλύπτοντας προσόντα του προχείρως
μέσα στα έλη της Νου Δου πηδώντας πάνου κάτου
ηλίου φαεινότερον βρίσκεται στα νερά του.
Φασιστογέννημα σκληρό κι ο Κώστας ο Γκιουλέκας,
Νου Δου στηρίζει, ως κάποτε σουλτάνο ο Βεληγκέκας.
Για τώρα η φάτσα του η πολλά δεινά υποσχομένη
στη μαύρη φασιστοσειρά στέκει και περιμένει.
Αυτά όλα που γράφονται ποταμηδόν δω πέρα,
και βέβαια incognita διόλου δεν είναι terra,
μιας και σε όλους μας γνωστό τυχαίνει ασφαλώς
πως τα ’χει μες στη φύση του ο καπιταλισμός
που τόνε ζούμε φονικό καθένας στο πετσί του
μ’ όσα στραβά κι ανάποδα σέρνει αυτός μαζί του.
Μ’ ας είναι πάγκοινα γνωστά, λίγ’ απ’ αυτά εδώ λέω
θες λόγω άλλου κίνητρου θες εκλογών ελέω.
Στον κόσμο έχει απλωθεί ο καπιταλισμός
σα σε «παρθένους» ευλογιά και σαν κατακλυσμός.
Κι οι άνθρωποι που απ’ αυτόν πνίγονται ή αρρωστούν
είναι αυτοί την ανθρωπιά στον κόσμο που βαστούν.
Οι άλλοι, τα ζώα, στο μισητό το Σύστημα χωμένοι
απομυζούν της ανθρωπιάς το αίμα μανιασμένοι.
Καθείς στον κόσμο σα θα βγει και φτάσει να ξεκρίνει,
ή προς το μέρος των φτωχών-της ανθρωπιάς- θα κλίνει
ή προς το άλλο, το φριχτό, του ματωμένου πλούτου.
Κι αφού αποφασίσουνε, καθένας, ή του νου του
τις αυλακιές ακολουθεί που ανοίγει αυτός στη γη του,
ή των φτερών το σάλαγο πετώντας η ψυχή του.
Οι πρώτοι ειν’ οι πολιτικοί κι οι δημοσιογράφοι
που κάνουν ότι το μιαρό βιβλίο του πλούτου γράφει.
Και είναι οι βιομήχανοι και οι εφοπλιστάδες
κι οι εκλεκτοί των καναλιών κι οι μεγαλοκυράδες.
Όλοι αυτοί μ’ εγωισμό μιλούν και με αηδία
ζόφο της κάθε μέρας μας κάνοντας την ευδία.
Βροντοφωνάζουν, φωνασκούν, γκαρίζουνε, κραυγάζουν,
μα μ’ ολ’ αυτά λόγο σωστό απ’ το στόμα τους δε βγαζουν.
Μιλούν στα πρωινάδικα οι ατάλαντοι κι οι πόρνες
ρυπαίνοντας το πνεύμα μας τον αέρα όπως οι κόρνες.
Της ενημέρωσης μιλούν οι πρωινοί μονάρχες
ξεδιάντροπα υπακούοντας τους φαύλους καναλάρχες.
Μ’ όλα τους πλέουν τ’ άρμενα οι ειδήσεις των οχτώ
μη αφήνοντας ούτε το φως του ηλίου ανεκτό.
Μιλούν οι αργυρώνητοι δημοσιογραφίσκοι
για να μας πουν πως τέλεια όλα καθείς τα βρίσκει.
Μιλούν των νύχτιων εκπομπών οι ενοικιαστές οι φαύλοι
που καθαρότεροι απ’ αυτούς οι στάνες και οι στάβλοι.
Και οι φυλλάδες ομιλούν με γράμματα κι εικόνες
κι όσο μιλούν, πιο σφίγγουνε των πολιτών οι ζώνες.
Μιλά ο αφρός απ’ την που λεν γενιά πολυτεχνείου.
Γενιά που τον αγλέουρα έφαε του Δημοσίου
Και γιατί τάχα; Άκουσον: για να εξαργυρώσει
θυσίες που δεν έκανε. Κι έχει ο λαός πληρώσει
το άδειο αυτό πουκάμισο με δάκρυα και μ’ αίμα.
Τι Αλήθειας υψηλή τιμή για τόσο μέγα Ψέμα!
Μιλούν οι δυο αηδιαστικοί πρωινοί του σκάι τύποι
που και οι δυο τους σιχασιάς κι απέχθειας είναι κήποι.
Μιλάει η Τρέμη η άκαμπτη και η αποκοιμίστρα
που όποιον κοιμίσει δεν ξυπνούν χίλια κι αν σειούνται σείστρα.
Μιλάει κι ονειρεύεται πως κέντρο είναι του κόσμου
ενώ είναι μόνο τ’ άρωμα ενός ασβού δυσόσμου.
Ο δανεικά κι αγύριστα μιλάει Οικονομέας
που θα ’πρεπε να λέγεται πράγματι Κονομέας.
Κι ως βέρος χαμαιλέοντας χρώματα όλο αλλάζει
τόσο γοργά που το λευκό αισίως πλησιάζει.
Μιλάει και ο λαλίστατος Γεώργιος Παπαδάκης.
Και τόσο δείχνει φυσικός κι αλτρουιστής, οσάκις
να θάψει ετοιμάζεται κάθε του καλεσμένο,
που θα τον δούμε πάντοτε στ’ άλλο άκρο, γυμνωμένο.
Κι ο κύριος να! Νικόλαος ο Χατζηνικολάου
που τις δουλειές του αθόρυβα κάνει και λάου λάου.
Άραγε πόσο «σοβαρός» πρέπει να είναι κάποιος
που να μη δείχνει, μέσα του το πόσο είναι σάπιος;
Κρίμα που τόσο ο φίλος μας δεν είναι σοβαρός
και σάπιος σ’ όσους ξέρουνε να δούνε στέκει εμπρός…
Τι να πω για τις γυναίκες τηλεπαρουσιάστριες
που θυμίζουνε και Γραίες ου μην αλλά κι Άρπυιες.
Αντρογύναικο η Πάνια
μια αλόγα η Τατιάνα
τσαλαφή η Μενεγάκη
και… μη βιάζεστε λιγάκι…
πώς τη λεν μωρέ εκείνη τη δεινή μοιρολογίστρα
που το πάτωμα του στούντιο απ’ τα δάκρυα κάνει γλίστρα…
μωρέ κείνη που έχει λέει την εκπομπή «Πάμε πακέτο»…
τέλος, όσο και να ψάξω δε θα τήνε βρω για φέτο…
Γενικά όλοι οι πιο πάνω, σερνικά και θηλυκά
καπιταλισμό βρωμάνε από μίλια μακριά,
όπως κι όλοι όσοι έχουν ντι εν έι φασιστικό
κι άραγε στη δυστυχία μέγα του έθνους μερτικό.
Μα πέραν όλων τούτων εις την κλεινήν Ελλάδα
μιλούν οι τηλεοράσεις που στήθηκαν αράδα
για να τις βλέπουν οι έλληνες και να αποβλακώνονται
καθώς μπροστά τους κάθονται και σπάνια σηκώνονται.
Μα τα κουτιά μονάχα τους να ομιλούν δεν δύνανται
(πράγματα τέτοια πουθενά στον κόσμο μας δεν γίνονται)
κι αυτά για να ’χουνε φωνή άνθρωποι ενοικιάζονται
δημοσιογράφοι τ’ όνομα. Αυτοί ξελαρυγγιάζονται
για να μιλούν και να μιλούν, αηδίες να φωνάζουνε
βλακείες να ξερνοβολούν, δηλώσεις να σχολιάζουνε
να μπουρδοαερολογούν, να πολυπραγμονούνε,
να ψεμματίζουν συνεχώς, να κινδυνολογούνε
και ολ’ αυτά όχι αζήμιωτα μα χρυσοπληρωμένα
με χρήματα που απ’ το λαό ειν’ όλα τους κλεμμένα:
«Θέλετε να πλουτίσετε κύριε δημοσιογράφε;»
«Ξέρετε… ποιος δε θα ’θελε…» «Τότε παιδί μου γράφε
ότι σου πω, κι αυτά ακριβώς θα πεις στα νέα το βράδυ».
«Και… κύριε… του κόπου μου ποιο θα ’ναι το μοιράδι;..»
«Καμία πεντακοσαριά χιλιάρικα το χρόνο».
«Θα λέω ότι θέλετε κι αυτά θα πάρω μόνο;»
«Εκτός αυτών είναι και τα… και κείνα … και τα άλλα…
κι αυτά εκεί… κι αυτά εδώ… ποσά κι αυτά μεγάλα…».
Κι η συμφωνία αφού κλειστεί, αρχίζουν οι ομιλίες
που υπηρετούν των διευθυντών τις βδελυρές φιλίες.
Και δέχεται η φτωχολογιά τα λεκτικά τα βέλη
χωρίς να ξέρουν πως ακούν ό,τι ο πλούτος θέλει.
Και χάριν της προδοτικής δημοσιογραφίας
καλά κρατάει ο χορός της διαπλοκοκρατίας.
Μιλάνε όλοι οι έλληνες μιλάει κι ο Λεβίθης.
Με το ανεμολόγιο του, τάχα σεμνός κι ευήθης
και εμβριθής κι επί παντός επιστητού ειδήμων,
το Θείο Σώμα ως έθαψε ο Ιωσήφ ο ευσχήμων
έτσι κι αυτός κάθε βραδιά του λαού το μίσος θάβει,
μη ζήσει και στο σύστημα καμία κάνει βλάβη.
Και τύποι χαζοβιόληδες παίρνουν και του μιλάνε
κι ενώ έτσι το κύμα τους στο βράχο πάνω σπάνε
όμως θαρρούνε πως μ’ αυτό, το γκόβερνο θα ρίξουν.
Μα τον Λεβίθη μοναχά στο τάλιρο θα πνίξουν.
Και κείνος μες στο σύστημα χωμένος ως τα μπούνια
βλέπει τους «συνακροατές» στ’ αγκίστρι του μπαρμπούνια.
Και μικροί είτε μεγάλοι, οι δημοσιογράφοι όλοι
στην προσπάθεια τους ν’ αρέσουν στο λαό το χαζοβιόλη
ψέματα σερί αραδιάζουν στις Πινόκειες εκπομπές τους
φανερή κάνοντας έτσι μιαν απ’ όλες τις πομπές τους.
Όμορφα λοιπόν τα βρίσκουν μες στη χώρα μας τα πάντα
λες τους έχει η φύση δώσει μια μεγάλη σ’ όλα αβάντα.
Η Ελλάδα ειν’ η πιο όμορφη στον κόσμο χώρα:τέρμα!
Κι άνθισε όλων των καλών πρώτο εδώ το σπέρμα!
Τα ελληνικά είναι νησιά στον κόσμο τα καλλίτερα!
Τα άλλα όλα έρχονται πολύ πιο πίσω ύστερα.
Οι κάτοικοι κάθε νησιού όπου η γλώσσα έχει
η δημοσιογραφική, μαγκώσει, που όλο τρέχει,
είναι οι πιο φιλόξενοι στα μήκη των συμπάντων
κι η ομορφιά του υπερτερεί από αυτήν των πάντων!
Της πόλης είτε του νησιού τα όποια τ’ αξιοθέατα
μόνον αυτών αξίζουνε. Των άλλων όλων πέτα τα.
Την ίδια τύχη έχουνε κι όλα τα προϊόντα
που η ελληνίς παράγει γη: όλα έχουν τα προσόντα!
Η Ελλάς λοιπόν το πιο καλό έχει το πορτοκάλι,
το πιο καλό κρασί, ρακί, και ούζο έχει βγάλει,
παράγει το καλλίτερο ροδάκινο στη γη
η πρώτη είναι των νόστιμων των αγγουριών πηγή,
μα προ παντός τον ήλιο της κανένας δεν τον φτάνει
για πόρτα χειμωνιάτικη λες πως αυτός την πιάνει.
Πως πρώτοι εν’ οι έλληνες απ’ τη φιλοσοφία
ως το ποδόσφαιρο, κανείς αντίρρηση καμία!.
Κι αν στο ποδόσφαιρο φορές πολλές πιάνουμε πάτο,
ας όψεται ο διαιτητής που ’δωσε σ’ άλλους τράτο.
Και τάχα ποιος ελάνσαρε το πόλο και το χόκεϊ;
Και ποιος στον κόσμο ήτανε ο πρώτος-πρώτος τζόκεϊ;
Ποιος πρώτος χρήση έκανε σίδερου και χαλκού
(και ατσαλιού θα έλεγα εγώ καλού κακού);
Απ’ τον Κολόμβο επήγε ποιος πριν στην Αμερική
άσχετα γνώμη αν έχουνε διάφορη μερικοί;
Οι Πέρσες μάθαν από ποιους να παίζουνε ζατρίκιο;
Και περικεφαλαίας γιος δεν είναι το πηλίκιο;
Κι ο Χίτλερ πρώτος έκαψε βιβλία ανεπιθύμητα
η ο Πλάτων του Δημόκριτου τα έργα τ’ ανεκτίμητα;
(αληθινή όντως πρωτιά
του Πλάτωνα η αποκοτιά)
Κι αυτά τ’ ακούει ο λαός κουτόχορτο που τρώει
κι όρεξη πια δεν του ’ρχεται να πάρει νέο αγώι:
τόσα αφού έκανε καλά, ας κάνουν τώρα κι οι άλλοι…
Και στο χουζούρι στρώνεται με ήσυχο κεφάλι.
Αυτοί όλοι ενάντια του λαού κι υπέρ του πλούτου στρέφονται
μιας κι απ’ τον πλούτο πλούτισαν κι από τον ίδιο τρέφονται.
Και δεν χωρεί να γίνονται διακρίσεις μεταξύ τους
ποιοι τάχα είναι καλλίτεροι και ποιοι χειρότεροί τους,
αφού αυτό που μισητούς στον έρμο λαό τους κάνει
ένα είναι κι ίδιο: το αισχρό της Εξουσίας στεφάνι.
Και όλοι έχουνε βαλθεί ενάντια να φωνάζουν
στους χρυσαυγίτες γιατί αυτοί τέρατα τους φαντάζουν
όταν στη φόρα βγάζουνε τα βρώμικα άπλυτά τους.
Και όχι μόνο σκούζουνε οι φαύλοι ενάντιά τους
μα κι ούτε κάθονται μ’ αυτούς στο ίδιο το τραπέζι
σαν όπως κάνει το παιδί που τις κουμπάρες παίζει.
Οι δημοκράτες δηλαδή του «τόξου του Συντάγματος»,
έξω απ’ την πολλαπλότητα του Λαϊκού του Άρματος
θέλουνε να πετάξουνε κατοσταριές χιλιάδες
λαού- παιδιά που γέννησαν όπως κι αυτών μανάδες.
Και για δημοκρατία μιλούν. Δημοκρατία ειν’ αυτή;
αν δηλαδή οι έλληνες στων ψηφοφόρων τη γιορτή
πούμε πως βγάζαν της Χρυσής Αυγής το Κόμμα πρώτο
να μη δεχότανε αυτή, θα ’πρεπε, ξένο χνώτο,
και στο τραπέζι που αυτή καθόταν να μιλήσει
άλλονε να μην έστεργε στο ίδιο να καθίσει;
Τους είπαν, τους διαβάλανε, στη φυλακή τους βάλανε
και τι; μια τρύπα στο νερό μεγάλη μόνο εκάνανε.
Ο λαός, που τους αδύναμους από ένστικτο βοηθάει,
τους πήρε, τους αγκάλιασε και στη Βουλή τους πάει
χαστούκι στα ολόπαχα τα λιπαρά τα μούτρα
αυτών που τέτοια σκέφτηκε η βρωμερή τους κούτρα.
Κι αν τους φωνάζουν στη Βουλή τώρα οι χρυσαυγίτες
ληστές, αισχρούς και άθλιους και βρωμερούς κι αλήτες,
ε τι; δεν είναι ολ’ αυτά οι άνθρωποι του πλούτου
που του καπιταλιστικού κάνοντας χρήση κνούτου
σωρούς υψώσανε χρυσού, και χτίσαν εξουσία
τέτοια που τους απαίτησε η φαιά τους η ουσία;
Μα όντας τόσο η φαιά ουσία τους βλαμμένη
δε σκέφτηκαν πως κάποτε κάπου στην οικουμένη
κάποιοι θα έπρατταν αλλιώς: όχι όπως το μυαλό τους
μα ως η ψυχή τούς οδηγεί, και για καλό δικό τους,
αλλά και για να δικιωθούν όσοι αδικημένοι
από μια τόσο υπόφεραν δημοκρατία φτιαγμένη…
Μα να κι ο ανασχηματισμός. Ήρθε κι αυτός φουριόζος
καθώς ενάντια των τουρκών επήγαινε ο Ματρόζος.
Κι ήρθε απ’ τη Βέρμαχτ προσταγή: «Αλό! Αλό!: ο Στουρνάρας
στη διοίκηση της Τράπεζας να πάει της Ελλάδας.
Κι ο Γκίκας ο Χαρδούβελης Οικονομίας να γίνει
κι όσο θ’ αφήσω εσένα εγώ, τόσο κι αυτός να μείνει.
Βαγγέλης κι Αβραμόπουλος το πράγμα μένει ως έχει.
Κι απέ για τα υπόλοιπα, για Μέρκελ πέρα βρέχει.»
Κι αφού το τέλεξ διάβασε ο Σαμαράς με δέος
κι εσώρουχο αφού άλλαξε, πήγε μετά δρομέως
σ’ ένα τραπέζι έκατσε
και «Τράπουλα!» διέταξε.
Κι η χαρτορίχτρα ως τα χαρτιά πριν κόψει ανακατεύει
κι ο Σαμαράς την τράπουλα των υπουργών μπερδεύει
και μπερδεμένα τα χαρτιά τα ίδια μοιράζει πάλι.
Ίδια χαρτιά, ίδιοι υπουργοί, και όλα ίδιο χάλι.
Κι ιδού ο ανασχηματισμός: Vires acquirit eundo…
Βραχνά τα κακαρίσματα κι άθλιο το κοντραπούντο..:
Προσπάθεια τα συφέροντα να μη διαταραχτούν,
περιοχές γεωγραφικές να εκπροσωπηθούν,
να μη θυμώσει το ΠΑΣΟΚ και το «καπάκι» σπάσει
να μην η τρόικα θιχτεί κι η συμφωνία χαλάσει…
Τέτοια, και όχι του λαού το αληθινό συφέρο,
κι όχι του τόπου η προκοπή και το καλό το βέρο.
Φασίστες νέοι υπουργοί και δημοσιογράφοι
καθείς μαυρίλα κουβαλεί και την Ελλάδα βάφει.
Πρωθυπουργός ο Σαμαράς. Τι δημοκρατικό:
το εικοστρία τοις εκατό διοικεί το εκατό!
Και με οχτώ τοις εκατό, αν λείψει ο Σαμαράς,
θα κουμαντάρει τότε πια ο Μπένι ο κοιλαράς.
Ο Αργύρης ο Ντινόπουλος των Εσωτερικών,
καθημερνά στα Μι Μι Ε ως τώρα φωνασκών,
από τα τώρα κι ύστερα με το υπουργείο μεγάφωνο
πως ειν’ φασίστας θα βοά με τρόπο πια ξεκάθαρο.
Ο Δένδιας στην παράδοση δάκρυσε. Η ώρα εκείνη
θα μείνει σαν απόδειξη πως κλαίνε και τα κτήνη.
Ο Γιακουμάτος: της Νου Δου οικτρό απολειφάδι,
χωριαταράς του κερατά, πολιτικό ρημάδι,
των ΜιΜιΕ αληταριό, μικρόνους γαργαντούας,
ο πρώτος απ’ τους μόθακες κι ο ύστατος της βούας.
Μα και του Μητσοτάκη ο γιος
Να τον που έγινε υπουργός.
Πώς κάποιον όπου λησμονεί τις δόσεις να πληρώσει
της Ζήμενς, τώρα υπουργείο τον έχουνε φορτώσει;
Πώς θα θυμάται ως υπουργός πράγματα τόσα τώρα;
Πώς κλέφτες να σε κυβερνούν αντέχεις έρμη χώρα…
Ο Χρυσοχοϊδης έπρεπε να πάρει την Παιδεία-
να μάθαινε να διάβαζε θα είχε έτσι ευκαιρία.
Πού κατάντησες Λοβέρδο! Στο θρανίο με Σαμαρά,
Μητσοτάκη και Βορίδη! Και ολ’ αυτά για τον παρά…
Ο Βορίδης αδιστάκτως του παιδιού που δεν προκόβει
με φασιστικό τσεκούρι το κεφάλι θα του κόβει.
Νέο παιδί πώς και στο Τάξης σ’ έβαλαν μωρέ Κικίλια,
που αν βλέπεις τρομοκράτη θα σε πιάνει ευθύς ευκοίλια;..
Και συ φασίστα Σαμαρά,
δεν έχεις πράξει καθαρά:
τον Πορτοσάλτε ξέχασες να κάνεις υπουργό
ή μάλλον να τον έχριζες ευθύς πρωθυπουργό
μιας κι από σένα είναι αυτός τρανότερος φασίστας
και άραγε στων φασιστών συ δεύτερος της λίστας.
Άλλη μία ευκαιρία χάθηκε για το λαό
να λειτουργηθεί στον άγιο της δημοκρατίας ναό.
Άλλη μία ευκαιρία χάθηκε ώστε παινεψιά
απ’ την ξύλινη τη γλώσσα να μη βρίσκει η κλεψιά.
Άλλη μία ευκαιρία χάθηκε η ανθρωπιά
να λυθεί απ’ τις αλυσίδες που τη δένουνε βαριά.
Να ιδούμε να γελούνε πρόσωπα σεμνά στο εκράν
κι όχι φάτσες γουρουνίσιες ληστρικές να κυβερνάν…
-----------------