Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

 ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΙΣΠΑΝΟΙ…


Αγαπητοί ισπανοί
είδα το πανό σας που έλεγε «μην κάνετε θόρυβο για να μην ξυπνήσουμε τους έλληνες» (που κοιμούνται κει δεν ξεσηκώνονται ενάντια σε κείνους που έφεραν και που εκμεταλλεύονται την κρίση για να πλουτίσουν)
Εδώ λοιπόν θα εξηγήσω τη στάση των ελλήνων απέναντι στις περικοπές των εσόδων τους που η ελληνική κυβέρνηση τους επέβαλε. Δεν πρόκειται για δικαιολογία της στάσης των ελλήνων, όσο για βάλσιμο στη θέση τους των σχετικών πραγμάτων.

Και ιδού οι λόγοι του ύπνου των ελλήνων:

1. Οι έλληνες πάντοτε, από την ίδρυση του κράτους τους περνούσαν φτωχικά. Μόνο εδώ και τρεις δεκαετίες ένιωσαν πώς είναι η οικονομικά άνετη ζωή, όταν τα χρήματα από την Ευρώπη έρρεαν προς τις τσέπες των πολιτικών και των φίλων τους. Θα μου πείτε πώς περνούσε καλά ο ελληνικός λαός αφού τα χρήματα πήγαιναν μόνο στους πολιτικούς και στους φίλους τους. Περνούσε γιατί οι πολιτικοί και οι φίλοι τους πετούσαν τα ψίχουλα από τα γεύματά τους στο λαό. Και αυτά αρκούσαν σε κάποιους που ως τότε ζούσαν ζητιανεύοντας, να λένε ότι τώρα ζούνε πλούσια. Καταλαβαίνετε, όλα είναι σχετικά. Ας πούμε στις τρεις αυτές δεκαετίες , οι έως τότε φτωχοί αγόραζαν πάνω από μία φορά την εβδομάδα κρέας, είχαν πιστωτικές κάρτες, ντύνονταν όχι πια σε μοδίστρες και σε ράφτες αλλά με έτοιμα ρούχα, είχαν τηλεόραση, και οι πιο «καπάτσοι» σ’ αυτά έφτιαξαν σπίτια, πήραν βάρκες και ίδρυσαν εταιρίες.
Φίλοι του ενός ή του άλλου κόμματος , οι έλληνες βολεύονταν εναλλάξ.
Όσο ήτανε στην κυβέρνηση οι δεξιοί ας πούμε, βολεύτηκαν οι δεξιοί. Όταν ήρθανε οι ψευτοσοσιαλιστές στα πράγματα, ο αρχηγός τους έδωσε διαταγή «να αλλάξει χέρια ο πλούτος» όπως είπε, όπερ και εγένετο και ματσώθηκαν και αριστεροί.
Έξω από το φαγοπότι έμειναν και στις δύο περιπτώσεις είτε αυτοί που δεν ήσαν ενεργοί υποστηρικτές των κομμάτων, είτε όσοι δεν είχαν καπατσοσύνη στην κλοπή.
Τώρα που ήρθε η κρίση, οι έλληνες ξαναγύρισαν απλά στα συνηθισμένα τους. Πάλι δηλαδή στη φτώχεια. Για τους νέους είναι λίγο ασυνήθιστο, όμως οι γονείς τους τούς προσγείωσαν στα πάτρια νήστια έθιμα. Δεν είναι δύσκολο αυτό μιας και οι νέοι ζούνε μαζί με τους γονείς τους μέχρι τα τριάντα τους και βάλε και έτσι κάνουν ό,τι εκείνοι τους πουν.

2. Οι έλληνες είναι γενικώς υποταγμένα όντα. Πάντοτε είχαν έναν αφέντη-Ενετούς, Άγγλους, Αμερικάνους, Βαυαρούς, Ιταλούς, Γερμανούς, Τούρκους, ενάντια στους οποίους ποτέ δεν διανοήθηκαν να εξεγερθούν. Ε, τώρα είναι υποταγμένοι στο Δου Νου Του. Το όνομα αλλάζει μόνο. Εξάλλου ο συνδετικός κρίκος μεταξύ λαού και δυναστών του είναι πάντοτε ο ίδιος-οι πουλημένοι στον κάθε φορά δυνάστη έλληνες, που τώρα λέγονται πολιτικοί. Καταλαβαίνετε, τα ονόματα και οι τίτλοι μόνον αλλάζουν.
Μαθημένοι οι έλληνες να κυβερνιούνται από άλλους, δεν διανοούνται καν ότι θα μπορούσε κάποτε να αυτοκυβερνηθούν.

3. Οι έλληνες μιλάνε. Σημαντικότατο στοιχεί για το φαινόμενο που εξετάζουμε.
Και φωνάζουνε. Μιλάνε και φωνάζουνε. Λένε, διαπιστώνουν, συμφωνούν ή διαφωνούν αναμεταξύ τους, τσακώνονται… και αυτό ήταν: εκτονώνεται έτσι κάθε τους τάση για ουσιαστική διαμαρτυρία ή για έμπρακτη αντίσταση, αν υποθέσουμε ότι κάποτε τους γεννιέται κάποια τέτοια.
Αυτή τους η συνήθεια έχει βοηθηθεί να υπερισχύσει και από τη στάση των πολιτικών απέναντί τους. Αυτοί, έχουν θεσπίσει νόμους που επιτρέπουν την ελεύθερη ομιλία και γραφή, απαγορεύουν όμως τη διεκδίκηση των υλικών, πολιτιστικών και κοινωνικών αγαθών, τα οποία βρίσκονται στην κατοχή των θεσπιστών. Με άλλα λόγια λένε αυτοί στους έλληνες: «Φωνάζετε όσο θέλετε, μόνο το χέρι να μην απλώστε να πάρετε πίσω ό,τι σας έχουμε κλέψει.»
Και οι έλληνες, σαν αποτέλεσμα της υπ’ αριθμό τρία αυτής κατάστασης, απλά υπακούνε.

4. Δεν ξέρω τι κάνετε εσείς με την Παιδεία, όμως οι έλληνες είναι αμόρφωτοι. Η αμορφωσιά τους, η οποία τους έχει οριστεί από τους κυβερνώντες (ακόμα και όταν πηγαίνουν στα Σχολεία ή βγάζουν Πανεπιστήμια), τους κάνει ανίκανους να αντιληφθούν την κατάσταση στην οποία βρίσκονται , ή αν όχι, να την αντιπαρέρχονται με την αδιαφορία της ανευθυνότητας μουρμουρίζοντας «κάτι θα γίνει… υγεία να έχουμε… έχουμε καιρό…» και άλλα τέτοια. Ποτέ ο ορθός λόγος δεν ήταν ο οδηγός στις πράξεις τους. Και αν Παιδεία είναι ο κύκλος που διατρέχει το άτομο για να φτάσει στην αυτογνωσία, όμως αν όποιος, όπως οι έλληνες, αρνείται να τον ακολουθήσει, ισχνότατο κέρδος αντλεί από το ότι έχει γεννηθεί στην πλέον φωτισμένη περίοδο της Ιστορίας.


5. Ο ελληνικός λαός δεν είναι λαός αλλά συρφετός.
Ψηφίζουν όποιον παλιότερα τους έδινε ένα ζευγάρι παπούτσια ή όποιον τώρα τους υπόσχεται διορισμό, δάνειο, επισκευή του δρόμου που περνάει απέξω από το σπίτι τους, κυρίως όμως όποιον ρίξει ένα ωραίο σύνθημα από το μπαλκόνι ή όποιον καταφέρει, λέγοντάς τους αυτά που θέλουν να ακούν, να τους τραβάει από τη μύτη.
Τώρα που κανείς δεν τους υπόσχεται τίποτα αφού τίποτα δεν υπάρχει για να υποσχεθεί, οι έλληνες δεν ενδιαφέρονται και αυτοί για κανέναν.
Ύστερα οι πολιτικοί τους, έχουν πάψει από πολλά χρόνια να λένε τη λέξη «λαός» στους λόγους ή στις κουβέντες τους, γιατί η λέξη παραπέμπει, κατ’ αυτούς, σε επαναστατικές διεκδικήσεις. Έτσι η λέξη, μη ακουόμενη, έχει χάσει το νόημα και τη σημασία της. Έτσι οι έλληνες δεν είναι πια λαός. Επειδή όμως κάτι έπρεπε να είναι μέσα στον κόσμο αυτόν της ομαδοποίησης, διάλεξαν να γίνουνε όχι πολίτες, επαναστάτες, τιμωροί ή εκδικητές, παρά «η κοινωνία», «οι ψηφοφόροι», «οι τηλεθεατές» ή «οι ακροατές». Ως για τα ονόματα που αντί για «λαός» τους δίνει ο κάθε πολιτικός , αυτά είναι: «ο κόσμος», «οι άνθρωποι», «το κοινό» και ό,τι άλλο η στιγμή ή η περίσταση απαιτήσει.
Και αφού οι έλληνες δεν είναι λαός, αποκλείεται να συμπεριφερθούν σαν τέτοιος.

6. Η Ελλάδα είναι χώρα γεωργική. Λίγοι είναι οι έλληνες που έχουν αποκοπεί ολοσχερώς από την αγροτική ζωή, έστω και αν ζουν μόνιμα σε μια πόλη. Γιατί οι πόλεις μας είναι μικρές, γιατί καθεμιά τους θυμίζει πολύ χωριό και γιατί η απόσταση καθενός από το χωριό του είναι μικρή και άραγε το χωριό εύκολα προσβάσιμο μέσα σε λίγες ώρες.
Έτσι στην πραγματικότητα ο έλληνας δεν έχει αποκοπεί από το χωριό, αφού και εκείνοι που μένουν σε μια πόλη μόνιμα είναι νεοαστοί, μένουν δηλαδή στην πόλη όχι για τόσο χρονικό διάστημα ώστε να έχουν δεθεί με αυτήν, αλλά μπορούν, όταν οι συνθήκες το επιβάλουν, να ξαναπάνε στο χωριό και εκεί να αρχίσουν μια νέα-παλιά ζωή (οι έλληνες δεν είναι βορειοευρωπαίοι ή αμερικανοί, να μην ξέρουν ότι οι πατάτες βγαίνουν από το χώμα και δεν κρέμονται από πατατιές ή ότι το γάλα βγαίνει με άρμεγμα από πρόβατα.)
Ποτέ λοιπόν οι έλληνες δεν ξέχασαν το χωριό. Το επισκέπτονταν πάντα όσο ζούνε στην πόλη, είτε για να περάσουν τα σαββατοκύριακά τους, είτε για να φορτώσουν τρόφιμα το αυτοκίνητό τους (λαχανικά, κοτόπουλα, τυριά, λάδι, φρούτα, αλεύρια και ό,τι άλλο το χωριό τους παράγει.)
Και είναι αυτός ένας άλλος λόγος που οι έλληνες δεν εξεγείρονται. Ό,τι τους στερεί η κρίση, το παίρνουν από το χωριό. Αυτή τους η τακτική, μαζί με το γεγονός ότι οι περισσότεροι έχουν ένα μικρό ή μεγαλύτερο σπιτάκι για να ζουν, επιτείνει την αδιαφορία τους για την κατάστασή τους.

7. Ο Πάγκαλος, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησής μας, είπε πρόσφατα μιλώντας για τα αίτια της κρίσης και αντικρούοντας τον ισχυρισμό ότι «οι πολιτικοί τα φάγανε» (τα λεφτά), το περίφημο: «μαζί τα φάγαμε».
Αυτό θεωρήθηκε στην αρχή σαν πρόκληση. Με τον καιρό όμως, οι έλληνες άρχισαν να σκέφτονται πως ίσως ο αντιπρόεδρος έχει δίκιο. Βλέποντας καθένας όσα έχει (σπίτι, αυτοκίνητο, εξοχικό σπίτι και άλλος άλλα), αναλογίζεται τον τρόπο με τον οποίο τα απόκτησε, και συμφωνεί με τον Πάγκαλο. Γιατί κάθε περιουσία έχει αποκτηθεί ή ύποπτα,ή παράνομα, ή εις βάρος άλλων ελλήνων που υποφέρουν. Αναλογίζεται λοιπόν ο έλληνας ότι δεν άξιζε να έχει αυτά που έχει, ότι δεν τα απόκτησε με την αξία του. Αυτό τον κάνει να συμφωνεί με τον Πάγκαλο σε γενικές γραμμές. Και από τις γενικές γραμμές είναι εύκολο στον καθένα να εξατομικεύσει τη συμμετοχή του στη ρεμούλα, η οποία, δεδομένου του πλήθους των μικρών ή μεγαλύτερων παρανομιών, γίνεται γρήγορα (και δικαίως) στο μυαλό τους ένας από τους σημαντικούς παράγοντες της επέλευσης της παρούσας κρίσης. Το αίσθημα αυτό του φταιξίματος επιτείνεται από τη θρησκεία των ελλήνων που μέσο των παπάδων, των ιεροκηρύκων, των μοναχών, των κατηχητών, τους έχει ποτίσει ανεξίτηλα με το αίσθημα της ενοχής.
Και ο έλληνας συνειδητοποιεί ότι πράγματι φταίει κι αυτός για την κατάντια της χώρας, με αποτέλεσμα πάλι να μην μιλάει-τι να πει;
Αν ρωτήσετε: και γιατί οι έλληνες κλέβονται μεταξύ τους, νομίζω πως έχω την απάντηση.
Οι έλληνες παλιά είχανε ριζώσει σε άλλες χώρες και τρώγανε από αυτές τη μερίδα του λέοντος, αφήνοντας για τους γηγενείς της κάθε χώρας ψίχουλα. Αυτό συνέβαινε από τα παλιά χρόνια (για όσους θέλουν οι έλληνες οι σημερινοί να έχουν κάποια σχέση με τους αρχαίους). Αλλά και στα πολύ πολύ νεότερα χρόνια το ίδιο συνέβαινε στη Ρουμανία, στην Αίγυπτο, στην Τουρκία, για να θυμηθώ τρανταχτά παραδείγματα. Εκεί οι έλληνες έκλεβαν τους λαούς που τους φιλοξενούσαν. Και όταν οι λαοί εκείνοι έδιωξαν τους κλέφτες από τα χώματά τους, εκείνοι ήρθαν στην Ελλάδα. Εδώ, συνηθισμένοι στην κλεψιά και μη έχοντας άλλους να κλέψουν, άρχισαν να κλέβονται μεταξύ τους και με τους γηγενείς, πλουτίζοντας σε μέλη τις ήδη υπάρχουσες ομάδες κλεφτών.

8. Τέλος κοιτάξτε τα παιδιά ή και τους μεγάλους έλληνες. Δεν βλέπετε τις φάτσες τους πόσο ηλίθιες είναι; Πόσο παραδομένες στην εξουσία των εχόντων; Πόσο ανοιχτό στόμα έχουν όταν ακούνε κάποιον πολιτικό να μιλάει λες και αυτός φροντίζει για το καλό τους; Δεν βλέπετε πώς ζωηρεύουν μόνο όταν μιλάνε για ποδόσφαιρο ή ασχολούνται με την «σωτηρία» του περιβάλλοντος, ασχολίες στις οποίες τους σπρώχνουν οι πολιτικοί ώστε εκείνοι ανενόχλητοι να κλέβουν;
Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί που ακούγονται στην επαρχία, είναι εκείνοι που μιλάνε για ποδόσφαιρο, και οι της Εκκλησίας. Από τους άλλους ακούγονται μόνον οι της κρατικής ραδιοφωνίας, δηλαδή οι της επίσημης αποβλάκωσης των ελλήνων-λοιπόν τι θα περιμένατε σαν αποτέλεσμα έξω από εκείνο που σας ανάφερα πιο πάνω;
Ο κομπιούτερ είναι κάτι άγνωστο για την πλειοψηφία των ελλήνων. Και όσοι έχουν κομπιούτερ τον έχουν σαν γραφομηχανή και δεν ξέρουν τίποτε άλλο από αυτόν. Υπάρχουν φυσικά και οι φανατικοί του κομπιούτερ, κάτι όμως που δεν βοηθάει καθόλου την κατάσταση, μιας κι αυτοί χρησιμοποιούν τους κομπιούτερς τους για λόγια… λόγια… λόγια…
Να μην συνεχίσω.
Η ευγένεια σάς δίνει δίκιο να κάνετε ησυχία να μην ξυπνήσετε τους έλληνες, όμως μη φοβόσαστε, οι έλληνες δεν ξυπνάνε με τίποτα.
Κι αν ακούστε περί «αγανακτισμένων» στην πλατεία Συντάγματος, δεν αλλάζει τίποτα. Μερικοί έλληνες ονειρεύονται πως ξύπνησαν ή απλά αλλάζουν πλευρό.