Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

                         Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ
                         ΔΙΑΛΟΓΟΣ

Α.
Μισώ τα χρήματα.
Β.
Επρεπε να τ’ αγαπάς. Μ’ αυτά γίνονται όλα. Και γιατί τα μισείς;

Α.
Γιατί μ’ αυτά γίνονται όλα. Πολλές φορές στη ζωή μου ήθελα κάτι και δεν μπορούσα να το αποκτήσω γιατί δεν είχα λεφτά. Μικρός ήθελα να έχω ένα τόπι λαστιχένιο. Δεν είχα λεφτά να τ’ αγοράσω. Δε με πείραζε. Μεγαλύτερος ήθελα ένα βιβλίο, ένα αυτοκίνητο, ένα ρούχο. Δε με πείραζε που δεν είχα να το πάρω. Έλεγα: αυτά είναι για κείνους που έχουν λεφτά. Μέχρι πριν λίγες μέρες έτσι. Πριν αγαπήσω. Όμως από τη μέρα εκείνη μισώ το χρήμα, γιατί ενώ με εκείνο μπορώ να αγοράσω την αγαπημένη μου, δεν το έχω.

Β.
Ώστε αγάπησες;

Α.
Ναι.

Β.
Πότε το ’παθες; Όταν εγω έλειπα;

Α.
Ναι.

Β.
Την ξέρω;

Α.
Όχι.

Β.
Καλή;

Α.
Η καλλίτερη.

Β.
Αμερικανίδα;

Α.
Βουλγάρα.

Β.
Όνομα;

Α.
Τιαλίν.

Β.
Εκείνη σ’ αγαπάει;

Α.
Όχι. Ενώ αν είχα χρήματα….

Β.
Ώστε αγάπησες μια γυναίκα που αγοράζεται με το χρήμα;

Α.
Ναι. Μόνο αυτό έχει στο μυαλό της.

Β.
Και θα ήσουν ικανοποιημένος αν μια γυναίκα σ’ αγαπάει μόνο και μόνο επειδή έχεις χρήμα;

Α.
Ποιος είπε πως και τότε θα με αγαπούσε; Δε θα μ’ αγαπούσε, αλλα εγώ δε θα ήξερα ότι δεν μ’ αγαπάει.

Β.
Τι θέλεις να πεις;

Α.
Αν είχα χρήματα, τότε θα μου συμπεριφερόταν σαν να μ’ αγαπάει. Ουτε θα υπήρχε και λόγος να ρωτήσω αν μ’ αγαπάει. Γιατί τίποτα στην συμπεριφορά της δε θα μου άφηνε την παραμικρή υποψία γι αυτό. Αλλά και να τη ρωτούσα, δε θα είχε λόγο να μου πει πως δεν με αγαπάει. Ισως κιόλας να το πίστευε πραγματικά.
 
Β.
Και πως τα χρήματα θα έκαναν αυτό το θαύμα;

Α.
Να σου πω. Την πρώτη μέρα της γνωριμίας μας θα της έκανα δώρο ένα χρυσό περιδέραιο. Εχω παρατηρήσει πως η επαφή με το χρυσάφι, έχει μια περίεργη επίδραση στα πόδια της γυναίκας. Αυτή ανοίγει αμέσως τα πόδια, όπως τα πόδια ο βάτραχος από το ηλεκτρικό ρεύμα στα πειράματα του Γάλβα. Ετσι θα είχα σίγουρο πως τα πόδια της θα ήταν πάντοτε ανοιχτα για μένα. Γιατί όποτε τυχόν θα πήγαιναν να κλείσουν, ένα νέο χρυσό αντικείμενο θα τα ξανάνοιγε.

Β.
Και λοιπόν; Αυτό είναι που ζητάς από την αγαπημένη σου;

Α.
Όχι βεβαια. Όμως με τον ιδιο τρόπο θα αποκτούσα και  τα άλλα. Γιατί ποια γυναίκα δε θα φρόντιζε τον άντρα που της χαρίζει ένα κόσμημα κάθε τόσο, ή που της δωρίζει σημαντικά χρηματικά ποσά, και που της προσφέρει ταξίδια, διασκεδάσεις, πολυτέλεια, εμπειρίες που μόνο το χρήμα μπορεί να δώσει; Και καμμια φορά, αν έβλεπα κάτι που δεν ταίριαζε στην αγάπη, ας πούμε ένα στραβομουτσούνιασμα, μια στιγμιαία αδιαφορία, ένα οποιοδήποτε ξεστράτισμα, τότε μ’ ένα καινούργιο δόσιμο, θα ξανάφερνα τα πράγματα στη θέση τους, πριν προλάβουν να πάρουν διαστάσεις που θα κλόνιζαν την πίστη μου στην αγάπη της αγαπημένης μου. Βάζω την αγάπη της σε εισαγωγικά για να την ξεχωρίουμε από την αληθινη αγάπη. Κατάλαβες;

Β.
Κατάλαβα. Όμως γιατί λες ότι ποτέ δε θα μπορούσε να σ’ αγαπήσει η αγαπημένη σου;

Α.
Γιατί η αγάπη είναι πάθος της ψυχής. Και η αγαπημένη μου δεν έχει ψυχή.
Β.
Πως; Δεν έχει ψυχή;

Α.
Δεν έχει. Στην θέση οπου οι άλλοι άνθρωποι έχουν την ψυχή, αυτή έχει την ιδέα του χρήματος.

Β.
Όσο καλά κι αν νόμιζα πως σ’ ήξερα, σήμερα μου παρουσιάζεις μιαν άλλη, άγνωστη σε μένα πλευρά σου. Και πρώτα, εσύ, ο λογικός, εσύ, ο σαρκαστής της αγάπης, αγάπησες. Αυτό, με πολλή καλή θέληση κι αυτό, το νιώθω. Είσαι άντρας, σου αρέσει μια γυναίκα, την αγάπησες. Μα μου μένει ανεξήγητο πως, γιατί, αγάπησες μια γυναίκα χωρίς ψυχή. Εκτός κι αν… εκτός κι αν δεν την αγάπησες. Εκτός κι αν νομίζεις μόνον ότι την αγαπάς. Την αγαπας αλήθεια;

Α.
Να σου πω. Ούτε μέσα στη ζωή, ούτε μέσα στα βιβλία δεν είδα την αγάπη πουθενά. Μήπως εσύ, που είσαι κοσμογυρισμένος, που έχεις γνωρίσει πολλούς ανθρώπους στην ζωή σου, μήπως εσύ μπορείς να μου πεις τι είναι αγάπη; Και ξέροντας αυτό, θα μπορέσω κι εγώ να δω αν αγαπάω αληθινά ή όχι, και θα το δεις και εσύ μαζί μου. Λοιπον, τι είναι η αγάπη;

Β.
Ποιος είμαι εγώ να ξέρω κάτι που κανείς ως τώρα δεν τόλμησε να πει πως ξερει; Πες μου όμως την δική σου περίπτωση, για να δω τι λεει κάποιος, πώς αισθάνεται όταν αγαπάει, και μάλιστα κάποιος που ως τώρα άκουγε  για αγάπη και γελούσε ειρωνικά.

Α.
Θα σου πω την περίπτωση μου γιατι πρέπει να τα πω κάπου που πως θα τα προσέξουν. Και γιατί θέλω την συμβουλή σου. Ισως μπορέσεις να με βοηθήσεις με την πείρα και την λογική σου.

Β.
Να σε βοηθήσω σε τι; Και ποιος; Εγώ που μέχρι σήμερα εσυ με συμβούλευες;

Α.
Ναι, εσύ. Να με συμβούλευες πώς, χωρίς να έχω χρήμα, μπορώ να εχω την Τιαλίν, ή πως θα δώσω ένα τέλος στη ζωή μου.

Β.
Ω! Ω! Τα πράγματα είναι σοβαρά! Για λέγε λοιπόν…

Α.
Την είδα σ’ ένα φιλικό σπίτι. Ηταν αυτό που λέμε κεραυνοβόλος έρωτας. Από την πρώτη στιγμή κατάλαβα πως θα βυθιόμουν στη δυστυχία αν αυτή η γυναίκα δεν ερχόταν σε μένα. Και η σκέψη αυτή έγινε η κυρίαρχη σκέψη μέσα στο μυαλό μου. Κι ακόμα βρίσκεται εκεί. Κι ούτε πρόκειται ποτέ να φύγει. Και αυτό είναι ίσως η αγάπη. Το να θέλει κανείς να ’ναι κοντα στο αγαπημένο πρόσωπο.

Β.
Ετσι, χωρίς πρώτα να ξέρεις ποια είναι, τι ιδέες, τι συνήθειες έχει, τι παρέες κάνει, ποια είναι τα ενδιαφέροντά της, γιατι άφησε την πατρίδα της για να έρθει εδώ, ετσι, αυτό ηταν, μια κι έξω την αγάπησες;

Α.
Μα όταν λέω πως την αγάπησα αμέσως, δεν ήταν αυτό κάτι που το διαλεξα εγώ. Μα αν ακόμα μου δινόταν ο χρόνος να τη γνωρίσω, να γνωρίσω τι δουλειά κάνει, πού μένει, τι χρώμα της αρέσει, πόση περιουσία εχει, πότε έβγαλε το σχολείο και λοιπά, τότε δε θ’ αγαπούσα αυτήν. Θ’ αγαπουσα τη δουλειά της, το χρώμα που της αρέσει, τη φτώχεια ή τα πλούτη της, το σχολείο της. Και αυτό βέβαια δεν είναι αγάπη. Είναι συναλλαγή, είναι διαπραγμάτευση, είναι προδοσία της φύσης, θα πει προδοσία της ιδιας της ύπαρξής μας.
Ναι, την αγάπησα χωρις να ξέρω τίποτα γι’ αυτήν, ναι, την αγάπησα ετσι, με την πρώτη ματιά, ναι, ετσι την αγάπησα.
Αυτό ήταν φίλε μου. Αυτό ήταν, αυτό είναι κι αυτό θα είναι.
Κι ύστερα από μια μικρή περίοδο που δεν μπορούσα να ξέρω τις προθέσεις της και ήλπιζα, τώρα είμαι δυστυχής γιατί η αγαπημένη μου είναι μακριά μου.
Δεν θέλει να έρθει σε μένα.
Και δεν μπήκε μόνο η αγάπη μέσα μου. Ρίζωσε κιόλας.
Με ρίζες που φτάνουν βαθιά βαθιά ως τις ρίζες της ύπαρξης μου, ενώ τα κλαδιά της γεμίζουν την ψυχή μου και ποτίουν όλο το είναι μου με το  άρωμα και τη δροσιά τους.
Τι ευτυχία θα ήτανε αν τα πράγματα έμεναν ετσι! Τι άλλο ένας θνητός θα ποθούσε;
Όμως όχι. Η άρνησή της ήρθε σαν ένα βαρύ μαύρο σκουτί και κάλυψε το δένδρο, κι όλα τα δώρα της είναι κρυμμένα πια από μένα. Και δεν ξέρω τι να την κάνω την αγάπη αυτή ετσι χωμένη μέσα στο σκοτάδι, με το μύρο της να μην μπορεί να ξεχαστεί και να την πνίγει, με τα κλαδιά της να μην μπορούν ν’ απλώσουνε και να πλανταζουν, με τη λαμπερή ορμή της να βροντοχτυπάει πάνω σε στενά σκοτεινά τοιχώματα. Και δεν ξέρω τι να την κάνω την αγάπη αυτή που οι ρίζες της ανεβάζουν από τ’ αστείρευτο χωράφι τόσα πλούτη, κι εκείνη δε μπορεί ν’ αγκαλιαστεί τον ήλιο και να κάνει τ’ άνθη της καρπούς. Και τι να τηνε κάνω την αγάπη αυτή, τρανή μου ευτυχισμένη δυστυχία, που πάντοτε θα μείνει ζωντανή-νεκρή μες στο κορμί μου; Τι ωφελεί να φαντάζομαι το δέντρο μου να σπάζουν τα κλαδιά του από το βάρος των καρπών; Η δίδυμη αδερφή της φαντασίας, η λογική, ισόμοιρη κι αυτή του κόσμου τούτου αφέντρα, έρχεται και τηνε διώχνει, και ξανά προβάλει μπρος μου το βαρύ κι άραχνο σκοτάδι του πόνου και της δυστυχίας μου.

Β.
Φρικτά που ζωγραφίζεις την αγάπη!

Α.
Φίλε μου κλείσε το στόμα σου. Και μη λόγια σαν τούτα η γλώσσα σου αρθρώνει. Να ζωγραφίσω εγώ; Εγώ βλέπω μονάχα μέσα μου και λέω. Δε βάζω εγώ τα χρώματα. Δεν είμαι εγώ ο ζωγράφος. Εγώ είμαι μόνον ο πικρός καμβάς. Ποιος ο ζωγράφος; Νομίζω ούτε ο θάνατος ξέρει. Μόνο έρχεται κι αυτός όταν η ώρα του σημάνει, και σκοτώνει έναν έναν. Μα έχω κι άλλο κάτι να σου πω.
Β.
Τι άλλο έξω από τη δυστυχία σου;

Α.
Δεν ξέρω πώς να το πω. Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω. Να! Ξαφνικά ένιωσα φίλος μ’ όλο τον κόσμο.

Β.
Φίλος εσυ με όλο τον κόσμο;

Α.
Ναι φίλε μου. Εγώ. Εγώ που πράγματα και ανθρώπους τα μισούσα. Εγώ που όταν σκόνταφτα σε μια πέτρα καταριόμουν τη γη. Εγώ που αν με δάγκωνε ένα μυρμήγκι θα σκότωνα τα ζώα όλα αν μπορούσα. Εγώ. Ναι. Ξάφνου, λες κι έγινα όλος ένα μάτι. Και λες κι αυτό το μάτι ήταν μεγάλο και δυνατό, ειδα όλα γυρω μου. Όπως ο ήλιος βλέπει όλη τη γη. Κι αγκάλιασε το βλέμμα μου όλο τον κόσμο. Κι ό,τι ως τότε μου ήτανε κρυφό, μου φανερώθηκε ως την πιο μικρή πτυχή του. Για πρώτη φορά ο νους μου μπόρεσε να χωρέσει όλες τις στεριές κι όλες τις θάλλασες, δεμένος σε μια αρμονία πρωτόγνωρη για μένα.
Κι ειδα τα δέντρα των δασών υπομονετικά να στέκουνε ακίνητα στις θέσεις τους, σαν συνεπείς φρουροί της ομορφιάς του κόσμου. Και είδα τα πουλάκια πάνω τους, μαντατοφόρους  της ενότητας της γης και τ’ ουρανού. Και είδα μες στις θάλασσες τους αστερίες και τις μέδουσες να συνεχίζουν την προαιώνια ιστορία της γης χωρίς ταμπανοκρουσίες και πανηγυρισμούς. Κι είδα το χέλι να χυμάει πάνω στη σουπιά κι άλλοτε να την τρώει, κι άλλοτε να σαστίζει από το μελάνι της και να τραβάει γι άλλη λεία χώρις καθόλου σκέψη για ο,τι έχασε.
Κι είδα τις σφαίρες τ’ ουρανού να γράφουν τις τροχιές τους όπως τα χελιδόνια γράφουν κύκλους ψαλιδόσχημους με την ασπρουδερή κοιλιά τους να γελά, ή όπως τ’ αεροπλάνα , τα κατασκευάσματα αυτά της ανθρώπινης λογικής και του ανθρώπινου παραλογισμού, να πετουν πάνω από ξηρές και θάλασσες κουβαλώντας μέσα τους ζωη και θάνατο αδερφωμένα.
Και ότι είδα το αγάπησα. Γιατί ο άνθρωπος αρκεί να έχει μάτια για να δει. Υστερα - δεν γίνεται αλλιώς- ότι είδε θα το αγαπήσει.
Κι έπαψα να βλεπω τη ζωη σαν ένα αποτυχημένο πείραμα της φύσης. Κι έπαψα να βλέπω το θάνατο σαν ένα τέλος.  Όλα ήταν μια Αρχή και μια Άνοιξη. Κι ένα πρωί ελπιδοφόρο ηταν όλα, καθως από ψηλά τ’ αγκαλιαζε γλυκά το νέο μου μάτι και από τότε-από τότε, νιώθω τον πόνο όλων των πραγμάτων. Νιώθω την αγωνία τους να είναι μες στον κόσμο. Νιώθω τον αγώνα τους για τη δικαίωσή τους. Ανοιξε η ψυχή μου κι όλα τα δέχτηκε μέσα της φίλους αγαπητούς κι αιώνιους στο παρελθον, στο παρόν και στο μέλλον. Και παρελθν και μέλλον και παρόν, όλα υπάρχουν μέσα σ’ ένα τώρα, σ’ ένα τώρα φωτερό που αυτό είναι όλη η ζωή κι η ύπαρξη των όντων όλων. Σ’ ένα τώρα που το ζω γεμάτος αγάπη, όχι μόνο για την Τιαλίν, μα και για όλους και για όλα.

Β.
Αφού αγαπάς όλα, αγαπάς κι εμένα. Πες μου λοιπόν και βγάλε με από την απορία: Πως, αφου τ’ αγαπας όλα μισείς το χρήμα;

Α.
Ω! Ηταν ένα σχήμα λόγου.

Β.
Αυτό ή όλα τα άλλα;

Α.
Φίλε μου δε με καταλαβαίνεις λοιπόν ουτε εσύ;
Γελάς με τον πόνο μου κι εσύ;

Β.
Γιατί; Ποιος άλλος δεν σε καταλαβαίνει;

Α.
Ποιος άλλος; Η Τιαλίν.

Β.
Πως θέλεις να νιώσει την αγάπη σου μια γυναίκα που δεν έχει ψυχή; Και που αν και δεν έχει ψυχή εσύ την αγαπάς;

Α.  
Δεν θέλω να νιώσει την αγάπη μου. Αφού δεν μπορώ να τη φέρω κοντά μου με την αγάπη μου, ας έρθει όπως αλλιώς θέλει αλλά ας έρθει…. ας έρθει Θεέ μου…

Β.
Το Θεό τον χρειάζομαι περισσότερο εγώ. Για να με βοηθήσει να καταλάβω την κατάσταση: Αγαπάς κάποια γυναίκα που δεν πρόκειται να σ’ αγαπήσει, και μάλιστα τη θέλεις κοντά σου. Μα να! Ο Θεός με φώτισε. Μπορεί ν’ αγαπάει κανείς. Όχι υποχρεωτικά την ψυχη μιας γυναίκας, αλλά την ομορφιά της, την εξυπνάδα της, την περιέργειά της, την αφοσίωση της, τον ενθουσιασμό της, τις ιδέες της…. Ναι γι’ αυτό την αγάπησες.
Α.
Μην παίρνεις φόρα. Λίγα είναι αυτά που έχει η Τιαλίν από κείνα που κάνουν κάποιον ν’ αγαπήσει μια γυναίκα.

Β. Δηλαδή;

Α.
Η Τιαλίν δεν είναι ούτε έξυπνη ούτε όμορφη. Κι ούτε μπορείς να μιλάς γι’ αφοσίωση αφού δεν έχει ψυχή. Πρόσεξε φίλε! Και προσπάθησε να με καταλάβεις εσύ γιατί αυτή θα είναι η μόνη μου ελπίδα να μη φύγω αδικαίωτος  απ’ αυτό τον κόσμο, αφού άλλος κανείς δεν με καταλαβαίνει.
Μη σε ξενίζει που την αγαπώ ενώ δεν είναι όμορφη. Έχει μιαν άλλου είδους ομόρφιά, και σ’ αυτό το είδος της ομορφιάς είναι τέλεια.
Τα πόδια της στηρίζουν το Σύμπαν. Χοντρά, γερά, στρογγυλά και ολάσπρα, ίδιες ζωντανές μαρμαροκολώνες, το πάνε και το φέρνουν πάνω τους όπως εκείνες θέλουν.
Οι μηροί της Συμπληγάδες στο πέρασμα για τον αγύριστο ωκεανό.
Η φωνή της, ο ήχος των άστρων όταν πέφτουν.
Τα δάχτυλά της νεφελώματα λευκοντυμένα.
Το στόμα της στόμα μικρού παιδιού στο πρώτο βύζαγμα.
Δυαδική τα στήθη της Θεότητα της Νύχτας.
Τ’ αυτιά τις δυο ψιθυριστές υπόσχεσες κρυμμένες στα φιλλώματα των κλαδιών δέντρων υπερκόσμιων.
Η μύτη της ανάστοφη δίδυμη καμπανούλα.
Και ολόκληρη την Τιαλίν μπορεί κανείς να τη λατρέψει, είτε να λατρέψει ένα μικρό κομμάτι της κάθε φορά. Μπορεί για δυο χιλιάδες χρόνια να ευωχείται με μια τρίχα των μαλλιών της. Μπορεί αν είναι ικανος να νιώσει τον τόνο της φωνής της όταν λέει «εϊ», να γιορτάζει για έκατο χιλιάδες χρόνια.
Ανεξάντλητη.
Και είμαι σίγουρος, κανείς δε χάρηκε τις ανεξάντλητες αυτές ομορφιές τις, που η ανοιγμένη πύλη του έρωτα της σ’ αυτές προσκαλεί. Ξέρω, κανείς δε γεύτηκε το κρυφό μέλι της.
Όμως αυτή τι πιο πάνω θα μπορούσε να προσφέρει σε κάποιον, αν αυτός ο κάποιος την αγαπούσε;
Θα μπορούσε να γίνει γλυκυτερη απ’ ότι είναι;
Θα μπορουσε να ’ναι πιο διακριτική;
Το στόμα της θα μπορούσε να χει άλλη χάρη- μεγαλύτερη εποτρυφερότητα  από τούτη;
Το προσωπο της μεγαλύτερη εκφραστικότητα,
Η αδιαφορία της περισσότερο δηλητήριο.
Βεβαία κι όχι. Μ’ από την αλλή, ποιος άλλος έκτός








Μ’ από την αλλή, ποιος άλλος έκτός από μένα θα μπορούσε να δει στο στόμα της τη βεβαιότητα για μια παραδείσια μέλλουσα ζωή; Ποιος θα μπορούσε να βρει στο δέρμα της μεσα επιφανειας της κλείδωσης του αγκώνα της το κρυμένο μυστηριο της ύπαρξης, και να το τρυγήσει εκει σ’ όλη τη φρικιαστική μεγαλοπρέπειά του; Ποιος άλλος εκτός από μενα θα ’βλεπε στο δείκτη του δεξιού του χεριού της το θαύμα της Δημιουργίας; Ποιος άλλος θ’ αντίκριζε στις καμπύλες της τις πορείες των κόσμων; Για ποιον άλλο οι γραμμές της μύτης της θα ’ταν οι ίδιες οι πλαγοές των βουνών που έχει το μάτι τόσο συνηθίσει, και που η ψυχή τόσο έχει ποθήσει να τ’ ανέβει; Και τα ρουθούνια της για ποιον άλλο θαταν τα ίδια εκείνα τα μυστικά κι ανεξερεύνητα και σκοτεινά σπήλια της γης μας της ζωοδότειρας, που μεσα της λατρεύτηκαν τόσοι θεοί; Ποιος αλλος θα μπορούσε να λατρέψει στα μάτια της όχι κάποιον φανταστικό θεό παρα το ίδιο το Είναι, το μέσα της πρωτοφανέρωτο; Και των ποδιών της την αστέρευτη αρμονία που, ανίδεη αύτη, καλύπτει θεωρώντας την ασχήμια, τι άλλο εκτος από το χέρι μου θα μπόρειε να τηνε νιώσει και τι άλλο απ’ τη ματιά μου θα μπόρειε να τους έδινε υπόσταση συνειδητή-να τα γεννήσει;
Γιατί να μην μπορούμε να δώσουμε στο παρελθόν που έρχεται των ονειρική υπόσταση που θα το έκανε ένα θεσπέσιο παρόν; (Όμως τι; Δεν την κρατώ μέσα στο μέλλον; Το μέλλον είναι κιόλας, αλλιως πως θα ’ταν έρωτας ο έρωτάς μου;)
Δεν υπάρχει κάτι άλλο που να ζήσει αυτό τον έρωτα; Αφού την σκέφτομαι, δεν την έχω; Αφού για μια φορά την είδε το μάτι, δεν μπορώ να την ξαναπλάσω ολόκληρη και να την έχω κοντα μου, όχι μονάχα όπως εκεινες τις φορές που σπαρταρούσε πάνω στο κρεβάτι, αλλα και όπως ποτε δεν ύπηρξε πραγματικά;
Α! Και να ’χα λεφτά να την αγοράσω!... ( Κι αυτή, ανύποπτη, να ρωτάει: μα γιατί δίνει τόσα πολλα για μένα;)

Β.
Φτάνει. Ακουσα τόσα πολλα για την ασκήμια της που αν παρόμοια πεις και για την κιυταμάρα της, στο τέλος δυο θα είμαστε οι ερωτευμένοι εδώ μέσα.

Α.
Σου είπα – δεν είναι έξυπνη– δεν της χρειάζεται να είναι. Την έχει η Φύση προικισμένη μ’ όλα όσα ήταν αρκετά για να την αγαπήσω. Κρυψίνοια που όμως μια της λέξη την καταργεί. Μόνον η ανεπάρκειά της αυτή, θα αρκούσε για να την λατρεύω. Γεμάτη απλότητα κι αγνότη που προσπαθεί να την καλύψει με την πονηρία. Όμως η πονηρία, σαν μια μικρη πετρούλα πέφτει μέσα στη λίμνη της αγνότητας, και μόνο να την ομορφαίνει μπορεί, καθώς χαριτωμένα την επιφάνεια της ομόκεντρα ρυτιδώνει. Τι πιο αξιαγάπητο από τούτο;
Σα μια βαρκούλα στου πελάγου τα κύματα, αφήνεται να την παρασέρνει η γνώμη του ενός και του άλλου, ενώ δηλώνει όπου βρεθεί ότι κανείς δεν την εξουσιάζει. Τι απολαυση να τηνε βλέπεις έτσι λέγοντας να πλέει με πανιά τις εντολές άλλων…..
Κι ενώ μόνο κοιτάει τον εαυτό της, και δεν την νιαζει αν όλοι πάνε στο χαμό, εν τούτοις δεν διστάει το μικρό της στόμα να ανοίξει, και «είσαι selfish» να μου πει. Πώς θα τολμούσα να χαλάσω την πανδαισία της αντίφασης αυτής λέγοντας της την αλήθεια; Και πως μπορώ να ζήσω δίπλα της με ολα αυτά τα ερεθίσματα, που το καθένα τους αξίζει εκατό φιλιά ανάμεσα σ’ άντρα και γυναίκα! Κι ουτε μου δίνει εξήγηση γι’ αυτή της την απόφαση. Και πες μου εσυ τώρα, γιατί δε θέλει να με δει, ενώ μέχρι χτες ήταν δικη μου κι ήμουν δικός της;

Β.
Παράτα την.

Α.
Να την παρατήσω;!

Β.
Ναι. Παρατα την.

Α.
Και γιατί παρακαλώ;

Β.
Γιατί σε κοροιδεύει.

Α.
Μα την αγαπώ.

Β.
Ε! Καλά! Παράτα την κι αγάπα την. Παράτα την.

Α.
Καλλίτερα να μου ’λεγες πώς να την έφερνα κοντα μου.

Β.
Αφου δεν έχεις λεφτά, αυτό αποκλείεται.

Α.
Δεν έχεις λοιπον καμμία καλλίτερη συμβουλή;

Β.
Όχι. Παράτα την.

Α.
Σε ευχαριστώ για τη συμβουλή σου που δείχνει πως πήγαν χαμένα όσα σου είπα.

Β.
Παρακαλώ. Γεια σου.

Α.
Γεια σου.

ΤΕΛΟΣ