Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

 ΜΟΥΣΑ ΝΤΟΡΑ ΔΥΟ




Η ζωή είναι μία διαρκής συνουσία.

ΕΛΥΤΗΣ


Οι μεν ιππήων στρότον
οι δε πέσδων οι δε νάων
φαις’ επί γαν μέλαιναν
έμμεναι κάλλιστον
εγώ δε κην' όττω τις έρραται.
ΣΑΠΦΩ





















Α! ΩΡΑΙΑ!..

Εγώ και η ανάπνια μου
μονάχοι περπατούμε
Α! Ομορφιά της Ομορφιάς
Α! Ωραία των Ωραίων
πρώτα πηγαίναμε μαζί
οι δυο εμείς και μια πνοή
Α! πι' Όμορφη απ' τις Όμορφες
πρώτα πηγαίναμε μαζί
δύο εμείς και μια ζωή
τώρα το χνώτο μου απλώ
κι αυτο πλανιέται μοναχό
Α! Ωραία των Ωραίων
τώρα το χνώτο μου απλώ
με το δικό σου δε διπλώ
Α! Όμορφη των Όμορφων
Α! των Ωραίων Ωραια
όλα μου τώρα είναι νεκρά
μόνο η ανάπνια μου πικρά
προτού σκορπίσει στον αέρα
για μια στιγμή μου είναι παρέα
και μόνο η ανάσα μου
Α! Ωραία των Ωραίων
και μόνο η ανάσα μου
βγαίνοντας απ' την κάσσα μου
κι απ' τ' άψυχο μου σώμα
μου λέει πως ζω ακόμα
(Α! Όμορφη των Όμορφων!
Α! των Ωραίων Ωραία!)




ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ

Μόνο με τα πουλιά δε σε τραγούδησα
που πάντοτε μου ήτανε φευγάτα
με τιτιβίσματα δε σε νανούρισα
και με χαμόγελα δροσάτα.

Μόνο με της καρδιάς μου τα χτυπήματα
ποτέ δε σου εμέτρησα το βήμα
μόνο με της αγάπης μου τα κύματα
ποτέ δε σου εξέπλυνα το κρίμα.

Μονάχα του κορμιού μου την ατσάλινη
στ' "όχι" σου δεν εβύθισα λεπίδα'
μονάχα τη χαρά σου την οπάλινη
δε μου εσταύρωσε η ελπίδα.

Μονάχα με τον πόθο μου δε σ' άγγιξα
μόνο με την αγάπη μου δε σ' ήπια'
τη χλεύη μόνο εγώ εστράγγιξα
από τα ζεστά σου τα καρδιοχτύπια.



ΛΟΙΠΟΝ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ

Λοιπόν να σου πω τι ακριβώς έχει γίνει.
Είναι που αγάπη δεν είχα ποτέ μου
 και είναι που δίχως αγάπη οι καρκίνοι
κι αυτοί κι η ζωή τους πηγαίνει χαμένη.

Και είναι που να! για ν' αντέξω να ζήσω
ψάχνω στη σκέψη και στη φαντασία
πέτρες να βρω και με κείνες να χτίσω
μι αγάπη με βάθος-μι αγάπη μ' αξία.

Σε σένανε τώρα ολόκληρο εβρήκα
έτοιμο να 'ναι ως μ' αρέσει το κτίσμα
μαύρα ματάκια με ανείπωτη γλύκα
στόμα ένα τόξο με βέλος το πείσμα.

Κι ας μη μ' αγαπάς-κι αυτό ας πονάει
ένα όνειρο είσαι-και τ' όνειρο, λέω,
θέλγει, μαγεύει, μα δεν αγαπάει
κι ας ειναι όσο θέλει γλυκό και ωραίο.

Γι αυτό πάντα έρχομαι σε σε κάθε λίγο:
θέλω απ' τον πλούσιο τον πύργο να πάρω
κάτι-ένα νεύμα, μια λέξη πριν φύγω
μια πέτρα μικρή να πετάξω στο Χάρο.

Μ' αυτά της Αγάπης το Δράκο γελάω
έτσι κι εμένα γελάει Εκείνος.
Μα έτσι μπορώ κι έστω αργά προχωράω,.
Αλλιώς δε γινότανε-είμαι καρκίνος.


        INSULTING

"Άκη, you insult the family..."
Τι ρήση απαράμιλλη
και τι γλυκούλα λέξη-
insult - που' χεις διαλέξει...

Έδωσες ένα ράπισμα
στης αγενείας το σάλπισμα
α! έχει μυαλουδάκι
αυτό το κεφαλάκι!

Αλλά, μικρή μου, οι Άκηδες
οι δήθεν εξυπνάκηδες
γραφτό είναι όσο ζούνε
συνέχεια ν' απρεπούνε.

Και ίσως ατοπήματα
και λανθασμένα βήματα
'κείνοι να κάνουν πρέπει
η φωνή σου να μας τέρπει.





ΠΟΘΟΣ

Κιτρίνισαν τα φύλλα της ψυχής
και δώσανε το χρώμα τους στου πόθου μου τα φύλλα
έσι καθώς αυτός στέκεται ανεπαρκής
δίπλα στου τοίχου μου του έρμου τη μαυρίλα.

Και είμαι σίγουρος πως στο δεξί
(καθώς κοιτάζω από δω) το φύλλο αυτό το σάπιο
θα 'χουν ζωύφια σαρκοβόρα εμφανιστεί-
να! σαν να βλέπω να κουνιέται κάποιο…

Α! Πόθε μου! Σ' αγόρασα ακριβά
με πράσινο το δώμα μου το μαύρο να στολίσεις
κι έρω για μένα να ριζώσεις στα γλυκά
ματάκια της αγάπης μου όταν τη συναντήσεις.

Μα όμως με προδώσατε κι οι δυο:
και σε κει κείνην της ψυχής σας νίκησαν τα πένθη
που αγέννητα κι αχάλαστα εντός μου κλειω-
και συ μου εμαράθηκες και κείνη δε θα έρθει.



TO ΠΟΥΛΑΚΙ

Ξέρω ένα πουλάκι
μες σ' ένα κλουβί
θέλει να πετάξει
και σε με να 'ρθεί.

Σύρματα μεγάλα
μου το σταματούν
τα μικρά φτεράκια
πάνω τους χτυπούν

Κάθε σύρμα έχει
όνομα ηχηρό
κι ένα τείχος πλέκει
γύρω του γερό-

ήθη, κοινωνία,
λογική, αιδώς-
κι ανοιχτή ούτε μία
δεν υπάρχει οδός.

Κι αν το ράμφος ξένει
τοίχους και σκεπή
άθικτη απομένει
πάντα η φυλακή.

Ξέρω ένα κλουβάκι
κρύο, μεταλλικό
το μικρό πουλάκι
να λαλεί ακώ

βλέπω το κορμί του
νοιώθω την ψυχή
βλέπω την ορμή του
σε τ' εμέ να 'ρθεί.

Α! Γιατί να υπάρχει
τέτοια κατοχή
και το σύρμα να 'χει
δούλη μια ψυχή;

Α! Να μεγαλώσει
Α! Να μεγαλώ-
δύναμη να πάρει
τ' απαλό φτερό..

Δυο χρονάκια ακόμα
κι αχ! να πεταχτεί
το μικρούλι σώμα
μες απ' το κλουβί

κι αχ! και κοινωνία
ήθη, λογική,
σα θα βγει με βία
να τ' αφήσει εκεί,

και σε με σα θα 'ρθει
και σα ρθεί εδώ
για στολίδι να 'χει
μόνο την αιδώ.

Α! Δυο χρόνια ακόμα
κι ω! τρελή χαρά
ανοιχτοί όλ' οι δρόμοι
κι όλα φεγγερά.

Και θα λοιδωρούμε
μ' έρωτα κραυγές
όσους να χαρούμε
δεν αφήναν χτες.

Και θα ζούμε αιώνια
με γλυκό φιλί
τ' ανθηρά μου κλώνια
και το αβρό πουλί.




ΧΩΡΙΣ ΤΑ ΑΝ

Αν η αγάπη σου ήτανε θλίψη
θάταν ολόκληρη δική μου
Κι ούτε από σε θα είχε λείψει
Πάντα θα ήσουνα μαζί μου.

Αν η χαρά σου ήτανε πόνος
θα σε χαιρόμουν κάθε ώρα
Και πια ποτέ δε θάμουν μόνος
Πάνω στου Χρόνου την αιώρα.

Μα τώρα υπάρχουν άλλες σχέσεις
Εσύ εσύ κι εγώ ένας ξένος..,  
Ευχαριστώ τις υποθεσεις
Χωρίς τα «αν» θάμουν χαμένος.




ΓΙΑ ΝΑ ΜΕ ΒΑΣΑΝΙΣΕΙΣ

Γιατί το σώμα της Θεέ να κάνεις έτσι τέλειο
Που όταν μπροστά μου το θωρώ να χάνομαι-να σβήνω..
Δε σ’ έφτανε το άγιο, σοφό σου Ευαγγέλιο
Επρεπε την τελειότητα να δώσεις και σε κείνο;

Και, Θε, γιατί της έβαλες μέσα στο μυαλουδάκι
Την τάση την ολέθρια να ντύνεται με γούστο
Και μ' ένα ψεύτικο μπλουζί, μ' ένα παντελονάκι
Εδέμ να κάνει τους γλουτούς και Κόλαση το μπούστο;

Κι ωραία΄ την έπλασες΄ γιατί οι δρόμοι μας να σμίξουν; Γιατί η βουλή Σου ήτανε να μου τηνε γνωρίσεις;
Τα χείλη σου γι απόκριση το ξέρω δε θ' ανοίξουν ΄
6α σου το πω λοιπόν εγώ! για να με βασανίσεις.





TOY ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ

Οταν σε έπλασε ο Θεός
Στάθηκε λίγο σκεφτικός
«Η ομορφιά που έχω δέσει
Σε ποιάν ασχήμια θα χωρέσει;

Να τήνε στείλω στους διαβόλους
Θα τους κολάσει πάλι όλους
Να τήνε στείλω στους αγγέλους
Θαν ’ η αρχή αυτή του τέλους".

Κι αφού παιδεύτηκε πολύ
 Μιά κάποια λύση για να βρει
 Κι αφού απέρριψε πλανήτες
Και Γαλαξίες και Μαύρες Τρύπες ;

Κι αφού κατάλληλη καμία  
Για σε δε βρήκε κατοικία  
Σ’ όλης της Πλάσης Του τους τόπους,
Είπε "Ας πάει στους ανθρώπους".

Και από τότε τυραννούν
Όποιον τα μάτια σου κοιτούν
Και διπλοκαίν και τσιγαρίζουν
Όποιον τα χέρια σου αγγίζουν.


Όποιον τα χείλια σου φιλούνε
Φαρμάκια χίλια τον κερνούνε,
Κι όποιος κοιτάξει το κορμί σου
"Αντίο" λέει του Παραδείσου.




ΝΤΟΡΑ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ

Για με, ένα παράδαρμα στου Σύμπαντος την τάξη
Για μένα, ένα μηδενικό στων αριθμών τη δίνη
Για να με υπηρετήσουνε οι κόσμοι έχουν υπάρξει
Κι ό,τι στην Πλάση έγινε για μένα έχει γίνει.

Αρχή το Χάος. Υστερα κόσμοι, αστέρια, ήλιοι
κι η γη μας' που απτόητη πλανιέται στους αιθέρες.
Για μένα κάποια Δύναμη όλα τα έχει στείλει-
Γιά να με δικαιώσουνε πλαστήκανε οι μέρες.

Για με γινήκαν οι άνθρωποι μ’ εντός τους χαρισμένα
Αλλος το φως των αστεριών κι άλλος το σκότος του Άδη.
Για με οι γυναίκες. Και Αυτή για μέ-γιά με-γιά μένα
κι ας μη μου δίνει το άγριο λυτρωτικό της χάδι.

Για με η Ρώμη φούντωσε σαν κραταιό  πλατάνι
και βύθισε σ’ αβάσταχτη δουλεία τους ανθρώπους.
Η Ιουδαία απόφαση για μένα είχε κάνει
Να διώξει τους δεσπότες της απ' τους ιερούς της τόπους,

Για να φανεί έτσι ο Χριστός των Ιουδαίων μπροστάρης
Και για να γίνουν τα σοφά τα λόγια Του θρησκεία.
Για μένα η λαμπρότητα της θείας Του της Χάρης
Τη φοβερή εκήρυξε Δευτέρα Παρουσία.

Τότε, χωρίς κοσμήματα ή ρούχα να φοράνε
θα μαζευτούν οι άνθρωποι μπροστά στον θείο Σου θρόνο
Και όλοι με αλάθητη μια κρίση θα κριθούνε-
Και μέτρο θαν' οι πράξεις του του καθενός και μόνο.

Ετσι λοιπόν, ξέρω καλά πως τάχεις κανονίσει
Μέσα στην ατελείωτη ουρά των πεθαμένων
Καθώς θα περιμένουνε την τελική την Κρίση
Να μ’ έχεις αποπίσω της θεέ μου εμέ βαλμένον.

Αλλά το πάθος μου θεέ για κείνης το κορμάκι
Ξέρεις καλά σαν πάνσοφος ότι δεν έχει όρια.
Ξέρεις καλά πως το γλυκό του έρωτα φαρμάκι
Σκοτώνει κάθε μια ντροπή και κάθε ανημπόρια.

Κάνε λοιπόν εξαίρεση και κρίνε με από τώρα  
Γιατί αν με βάλεις στην ουρά σε κείνην αποπίσω-
Γιατί αν γυμνή μπροστά μου δω θεούλη μου τη Ντόρα,
και Παρουσία και Κρίση Σου θα Σου τα μαγαρίσω.




ΚΑΘΟΛΟΥ

Σήμερα ο Ντέηβ ο μάνατζερ
με πήρε απ’ τη δουλειά μου
Κι εκτάκτως μούπε ήθελαν
εκεί τη βοήθειά μου.

Πήγα. Και δούλεψα πολύ.
Μα άλλη είν' η ουσία.
Είναι που δείχνει η κλήση αυτή
πως έχω κάποια αξία.

Τον εαυτό μου ας μην μπορώ
γι αυτό να τόνε πείσω
Κάπου σ’ αυτόν μπορώ κι εγώ
τον κόσμο να βοηθήσω.

Κάποιος σ’ αυτή πάνω τη Γη
κάτι από με προσμένει.
Κάποια εργασία και για με
είναι προορισμένη.

Ένα δεν είμαι άχρηστο
και ξοφλημένο πλάσμα.
Δεν είν' αυτό που τραγουδώ
το κύκνειό μου άσμα.

Βάρος μπορώ κάποιο μικρό
ακόμη να σηκώσω-
Κάτι στους τόσους που ζητούν
μπορώ κι εγώ να δώσω.

…Αλλά κι αυτήνε τη ζεστή
και θριαμβική μου σκέψη
Με ματαιότη ήρθε η σκιά
Εκείνης να τη στέψει

Και όπως σβήνει κάθε μου
ελπίδα μες στη ζήση
Κι αυτό μου το λαχτάρισμα
ήρθε μ' ορμή να σβήσει:


Αφού Εκείνη από με
τίποτα δεν ζητάει
Στους άλλους όποιο δόσιμο
καθόλου δε μετράει.
 
Αφού η  Ντόρα  μου μπορεί
και ζει χωρίς εμένα
Ολα όσα δίνω μάταια,
κενά, σαν μη δοσμένα.



ΜΕ ΤΡΩΕΙ
 
Αν ήξερε το Χιούζ πόσους πελάτες χάνει
Μαζί τους δυο μας να δουλέψουμε όταν βάνει
Στους μάνατζερ του θάλεγε "Ούτε μια ώρα
Μαζί μην ξαναβάλετε το γέρο με τη Ντόρα ."

Τα μάτια σου να βλέπω η τις σακούλες;
Γυμνή εσένα η τις γαλοπούλες ;
Και πως να βλέπω εγώ μπροστά μου
Αφού είσαι δεξιά η αριστερά μου;

Πόσοι πελάτες σπίτι θα γυρίσαν
Με άλλα τρόφιμα από κείνα που ψωνίσαν
Και πόσοι θα εβρήκαν παραπάνω
Είδη που απρόσεχτα εγώ τους βάνω…

Σήμερα μόνο έδωσα σε άλλο
Τον πληρωμένο από άλλον γάλλο
Και μια σακούλα γέμισα κρεμμύδια
Σε κάποιον που αγόρασε αντίδια.

Τα μάτια σου κοιτώντας τα μεγάλα
Αντί να δώσω σ' ένανε το γάλα
Μες στο καρότσι γελαστός που εκράτα
Την άμμο τούβαλα που χέζει η γάτα

Μα σκέφτομαι τι πίκρα που θα νιώσει
Αυτός που εν' αχλάδι θα δαγκώσει
Απ' όσα του εδίπλωσα την ώρα  
Που ήσουνα στο μπρέΐκ σου σύ Ντόρα:

Πίκρα που μ' άλωσε και σ' όλα γύρα
Τηνε επερίχυσα όταν σε είδα-
Κι ακόμα αυτή η θύμηση με τρώει-
Να χαριεντίζεσαι μ’ ένα «μπαγκ-μπόυ».





ΤΟ ΓΛΥΚΟ ΤΗΣ ΝΤΟΡΑΣ

Στομάχι μου έχεις κουραστεί
έχεις δουλέψει
πολύ στη ζωή για μένα...
κι έχεις αγόγγυστα λουστεί
φαγητά άβραστα
ή κακομασημένα...

Όμως ποτέ δε βαργκομάς,
ποτέ δεν έχεις
προδώσει τη φιλιά μας-
όλα τα κόβεις και τα σπας
αδιαμαρτύρητα
ως κόβει ο αδάμας.

Μ' αν δε σε πρόσεχα πολύ
μέχρι τα τώρα
και δε σ' ευχαριστούσα,
ήρθε η ώρα η καλή
κι όλα χτες στάδωσα
μεμιάς που σου χρωστούσα:

το που μου πρόσφερε γλυκό
εχτές η Ντόρα
σε σένα τόχω πέψει
και σα βοτάνι μαγικό
σ' έχει και σένανε
όπως και με μαγέψει.

Κι ακούω μύρια "ευχαριστώ"
για το δωράκι
που μούχε αυτή χαρίσει
που μούχε δώσει να γευτώ:
κάτι τα χέρια της
που μέσα έχουνε κλείσει.

Στομάχι μου παρακαλώ
(ξέρω πώς νιώθεις,
κι εγώ την αγαπάω
κι ό,τι μου τύχει να κρατώ
δικό της, ουτ' εγώ,
ποτέ δεν το πετάω).
 
τώρα μην κάνεις σαν και με
και συ τα ίδια-
μη το γλυκό κοντά σου
μόνο το θέλεις... αχ καυμέ!
εμπρός... προχώρατο...
στείλτο στα έντερα σου!...




ΑΗ-ΝΙΚΟΛΑΣ. ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ.

Αη-Νικόλας. Επιτάφιος. Η σεπτή περιφορά.
Τόσο ωραία Επιτάφιος πρώτη μ' άρεσε φορά.
Γιατί σ' ένα απ' τα κορίτσια που κρατούσαν τ' άγια σκεύη
εξεχώρισα των μαύρων των ματιών σου τα ερέβη.

Με το κόκκινο φουστάνι το μετάξινο ντυτή
συ δεν ήσουν σ' Επιτάφιου αλλά σ' Έρωτα γιορτή.
Και ποιος λίγη έστω λύπη για το Θειο Δράμα νιώθει
αν χορεύοντας μπροστά του περπατούνε χίλιοι πόθοι...

Έτσι εγίνει και με μένα. To κορμάκι το χυτό
διαγραφόνταν από κάτω από τ' άμφιο το λιτό
και με άφηνε να βλέπω τα όμορφά σου ποδαράκια
τη μεσούλα, τους γοφούς σου, την κοιλίτσα, τα στηθάκια...

Τα ματάκια σου κοιτούσαν έτσι αθώα το Σταυρό
που μπορώ τέτοια αθωότη μόνο ψεύτικη να βρω.
Και κλεισμένα τα χειλάκια σε κατάνυξη μια τόση
σαν η έκσταση να τα 'χε της Αγάπης μαρμαρώσει.

Μεγαλύτερο μαρτύριο το δικό μου ή του Χριστού;
Μεγαλύτερη ευτυχία η δική μου ή του πιστού;
Ποιος μπορεί να πει; Κανένας. Μόνο εγώ. Αλλά σωπαίνω
και πεθαίνω κάθε μέρα και ποτέ δεν ανασταίνω.



ΑΛΛΙΩΣ

Πρωί στη δουλεία με ταχύτητα τριάντα.
Της Owensmouth πράσινη κάθε της πάντα
Στου πάρκου της Lanark την άδεια απλωσιά
Σκιουράκια στης χλόης βουτούν τη δροσιά"

Oi κήποί ανθισμένοι. Η Φύση καινούργια.
Τα "STOP" της οδύνης να κόβουν τη φούρια
Και πάνε τ’  αμάξια δυό-δυό στη σειρά
Και λάμπουν στου Ηλιου το φως καθαρά.

Πρωί στη δουλειά τη δική του έχει χάρη.
Το στήθος της δειχνει η Ζιζή με καμάρι.
Η Λώρα γελάει χωρίς τελειωμό
Θυσία πρωινή στης χαράς το βωμό.

Ο Γκέοργκ γερτός στο παγκάκι του μάρκετ
Σφιχτά τυλιγμένος στο σκούρο του τζάκετ
Βαριά με φτηνό μεθυσμένος ποτό
Ξεσπάει σε χίλιες βρισιές το λεπτό.

Και φως μες στο φως, νυσταγμένη ακόμη,
Πρωί του πρωιού, με λυμένη την κώμη
-Εικόνα λαμπρή στην καρδιά πως σε κλειώ-
Εκείνη βαδίζει να πάει  στο σχολειό.

Πρωί  στη δουλειά πως θα ’σουνα πόνος
Αν μέσα σου ήμουνα έρημος-μόνος.
Μα αλλιώς έχει η μοίρα του Κόσμου γραφτεί:
Υπάρχει-θεέ μου-υπάρχει κι αυτή.






ΕΚΕΙΝΗ

«Ποιητή σε βλέπω μοναχόν
να περπατείς τα βράδια,
Με συντροφιά μόνο Μουσών
και όχι αγάπης χάδια.

Τη θλίψη που όλον σε κρατεί
έχω πολύ μισήσει
Τον έρωτά μου άσε να ’ρθεί
και να την αποσβήσει.

Όπως εκείνης που αγαπάς
μου μοιάζουνε τα μάτια-
τα που εντός τους περπατάς
νύχτια θυμίζουν πλάτια.

Αν του κορμιού της οι ομορφιές
σ’ έχουν βαριά λαβώσει
και το κορμί ετούτο-δες-
τις ίδιες θα σου δώσει.

Αν στ’ όνειρό σου, το γλυκό
το στήθος της γυρεύεις
παρ’ το δικό μου ζωντανό
χωρίς να περιμένεις.

Την που γυρεύεις απ’ αυτή
και δεν τρυγάς χαρά σου
θα τήνε βρεις σε με καυτή-
πάρε με-είμαι δικιά σου.»

«Κι αν ίδια είσαι εσύ καλή
κι ωραία όπως εκείνη
κι αν ίσως ένα σου φιλί
το ίδιο μεθύσι δίνει

Κι αν ίδια δώρα σα θα ’ρθείς
τo σώμα σου μου δίνει
και αν σαν λούλουδο ανθείς
όμως δεν είσαι ΕΚΕΙΝΗ.»




ΜΙΣΗΤΑ

Δωμάτια μισητά των κοριτσιών
που όταν μέσα τους εκείνα μπουν
κι όταν την πόρτα πίσω τους θα κλείσουν
αφήνουν ορφανή την οικουμένη...

Μέσα εκεί το Μέγα Μυστικό κλειέται μαζί τους.

Μέσα εκεί
μωράκια ακόμα
Ηδονικά
βομβίζουν τα φιλιά του μέλλοντός τους..

Μέσα εκεί-
στων συρταριών τ' ανάκατα τα ρούχα-
φωλιάζει ό,τι ζωή κι απαντοχή μας είναι:
το ανυπόμονο του πόθου
και του γλυκού χαδιού η προσμονή.

Έξω από τα δωμάτια έχουν μείνει μόνο
Η παγωνιά η νύχτα και ο θάνατος.

Κι όταν την πόρτα ανοίξουνε
και πάλι βγουν
τότε δειλά το φως ξαναπροβάλλει
φέγγοντας πλέρια μόνο σα θα γίνει φανερό
πως τα κορίτσια μέσα εκεί
θ' αργήσουν να ξανάμπουν.




ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ

Όπως η γη στον λαμπροήλιο γύρω
γυρίζει προσδοκώντας ζεστασιά,
κι ως τ' άνθος μόνη ελπίδα του για μύρο
έχει στης άνοιξης την αγκαλιά,

έτσι κι εγώ από σένανε προσμένω
της ύπαρξης μου να ’βρω το σκοπό
και βίο να παραδώσω δικιωμένο
απ' τ' άλυπο δρεπάνι σαν κοπώ.

Γι αυτό καχύποπτα μη με κοιτάζεις-
είναι η αίσθησή μου αληθινή
και μη το νου σου μ' απορίες κουράζεις:
μια λήκυθο μπροστά σου έχεις κενή.

Έλα και ή με κάτι πλήρωσε την-
 μ' αγάπη, μίσος η κατακραυγή-
ή αλλιώς στο χώμα κάτω πέταξε την
την ώρα τη φριχτή ευθύς να βρει.



ΑΧ ΑΗΤΕ!

Αχ Αητέ ! Αχ Αητέ!  Αχ Αητέ  μου κι αχ! μου Δωρείο!
Αχ Αητέ  μου κι αχ  μου Δωρείο ξεπεράσατε το όριο
Κι αχ κι  επλά- κι αχ κι  επλά- κι αχ επλάσατε μωρέ
μια μικρούλα
μια δροσούλα
Κι αχ  επλάσατε μωρέ μια μελένια Δωρειοπούλα.
Κι  αχ περνά- Κι  αχ περνά-Κι  αχ περνα κι  ο τόπος λάμπει
Κι αχ περνά κι  ο  τόπος λάμπει και  ανθίζουνε οι κάμποι.
Και  μιλά και γελά και  μου λιώνει  την καρδίτσα
Και  μου λιώνει  την καρδίτσα με ναζάκια και καπρίτσα.
Αχ  μικρή  μου Δωρειοπούλα-Αητοπούλα μου -ωιμέ
Η καρδιά μου είναι πιό μαύρη απ'   τα μάτια σου καλέ.
Αχ Αητέ;   Αχ Αητέ    Αχ Αητέ  μου κι αχ μου Δώρειο
Τι- κορίτσι  ειν'  αυτό που επλάσατε πανώριο!
Αχ Αητέ!  Αχ Αητέ! Αχ Αητέ μου κι αχ μου Δώρείο
Αχ Αητέ μου κι  αχ μου Δώρειο-ξεπεράσατε το όριο.


THE COLOUR OF MAN
or
THE ONLY AND WHOLE DIFFERENCE
or  
EIMY

(Στην Έιμυ φίλη της Ντόρας)

Ω! Ντροπαλό ερύθημα παρειών μικρής παρθένας
στη σκέψη μόνο των λευκών του Ερωτα φτερών!
Ω! Καλοθύμητη μορφή παληάς λαιμοκαδένας!
 Ω! Βροντοφώναχτη σιωπή απόκρυφων Ιερών!

Ω! Πελαγίσιο φύσημα στου κάμπου το λιοπύρι!  
Ω! Ανέλπιστη ελευτεριά μετά βαριά ειρκτή!
Ω! Ζύμη χειροκάμωτη σε ριγωτό πεσκίρι!
Ω! Παραδείσου φωτεινού θύρα ορθανοιχτή!

Ω! Που το χρώμα της φωτιάς, της βίας και του μίσους
το αραιώνεις με άκρατη ουράνια δροσιά
και χρωματίζοντας μ’ αυτό τους γήινους ναρκίσσους
δίνεις ουσία θεϊκή στης γης την απλωσιά!

Ω! Ηλιου ζεστοκόπημα σε κόσμο παγωμένο!
Ω! Κιβωτός πολύτιμη που μέσα σου κρατείς
φύλαγμα ένα ατίμητο-φύλαγμα τιμημένο
τον σπόρο της τρισεύγενης, της άγιας της ντροπής!

Ω! Εΐμυ, που όταν στ’ άκουσμα μίας λεξούλας μόνης
τα μαγουλά σου ρόδισμα κυριεύει βιαστικό,  
ψηλά-ψηλά-πολύ ψηλά τότε μας ανυψώνεις
Εϊμυ γλυκειά-φωτόπλεχτο κορίτσι ονειρικό.

Κρίνα που ειν' άγνωστα εδώ φέρνεις μαζί σου Εϊμυ
που μόνο σε απάτητες βουνών κορφές ανθούν.   
Εδώ η γη ανεόρταστη κι από αξίες έρμη  
Κτήνη εδώ τα ξερικά τα χώματα πατούν.

Μα συ λατρείας πανάρχαιας τη μυστική την πίστη
μες στου αίματός σου κουβαλείς την απαλή βοή
κι ήρθες με κείνα τη φωτιά ν’ ανάψεις που εσβύστη
μες στης καινούργιας μας της γης το παγερό πρωί.

Με μια μητέρα αλύγιστη στην αυστηρότητα της
αλλά που πεντατρύφερη εντός της κλει' ψυχή
μαζί περνάτε-μιά μικρή σταγόνα εσύ κοντά της
και κείνη μια κρυστάλλινη λίμνη μοναχική.

Στη βασιλεία των μηχανών, στων γραναζιών το χώρο
στον άνομο, στον άψυχο κόσμο της τεχνικής

χώμα ήβρες και φύτρωσες Ιδέας θείο δώρο;  
Νεράκι πού κι εθέριεψες, και φούντωσες κι ανθείς;
 
Ω! Της χρυσής Ανατολής ευήθεια σφύζον κρίνο!  
Ω! Της Ευρώπης των παλιών καλών καιρών καρπός  
μ’ αιμόμικτα αισθήματα μπρος σου το γόνυ κλίνω-
Μάννα ίδια γη μας γέννησε και ίδιος ουρανός.

Μακριά κορίτσι ευάρεστο! Μακριά απ’ τα σίδερά τους  
μακριά απ' την ατσαλένια τους-αν έχουνε-καρδιά  
μακριά συ απ’ τα ένστικτα τα πλήθια κι άγριά τους  
μακριά 'π' των δολαρίων τους την κρύα μυρωδιά,  

μη της ντροπής το ρόδισμα που δεν μπορούν να νιώσουν
το πάρουν στη βιασύνη τους για πάθος ή οργή
και μη τ’ αβρό το ρόδισμα και σε την ίδια λιώσουν
με του ατσαλένιου τους ποδιού μια κίνηση γοργή.  

Σε θέλουμε να βλέπουμε μες στης ντροπής το χρώμα
που σου στολίζει πάναγνο την τρυφερή παρειά
γυμνό της Απαγχόμενης το κρεμασμένο σώμα
να το χαϊδεύουν τ’ άγονα των δέντρων τα κλαδιά.

Να βλέπουμε-και τ’ όραμα αυτό να μας ’μερεύει-
πώς μες στης Πάνδημης θεάς τη σκοτεινή σπηλιά
η Ουρανία στο στόμα σου τ’ ομορφο αποθηκεύει
όσα μια μέρα μες στο φως θε να δοθούν φιλιά.

Σε θέλουμε να σ’ έχουμε βοηθό στην άγρια πάλη
που με τ' Αδιάντροπο θεριό στήσαμε ολοζωής.  
Για να κρατήσουμε ψηλά κι άλυγο το κεφάλι
Ωσπου η πνοή της ύστατης να μας εβγεί πνοής.
 






ΩΡΑΙΑ ΠΟΥ ’Ν’ Η ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΓΕΜΑΤΗ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ!

Ωραία πουν’ η αγάπη μου γεμάτη καλοκαίρι!
Δεμάτι το κορμάκι της και δρέπανο το χέρι
κι ο λίβας της ανάσας της δε στέλνει κατά μένα
τα ολόχρυσα μαλλάκια της μα στάχυα μεστωμένα.

Τα ποδαράκια της γυμνά σαν κρίνα σε γλαστρούλες.
Τα μπράτσα ολαξεσκέπαστα να καίνε τις καρδούλες.
Κι ο κόρφος της-α! ο κόρφος της!-δυο φρέσκες θημωνίτσες
μ’ ακόμα εντός τους τις μικρές πρωινές δροσοσταλίτσες.

Το φουστανάκι μια κολλά στο σώμα και με λιώνει
μια πλαταγίζει και πετά, μια πέφτει και διπλώνει-
βρε αγεράκι πονηρό τι πρόφαση ήβρες πάλι
για να χαρείς της θερινής κοπέλας μου τα κάλλη…

Ωραία που ’ν' η αγάπη μου τώρα το καλοκαίρι!
Σαν σε μιαν έρμη εκκλησιά το μοναχό αγιοκέρι.
Σαν πεταλούδα. Σαν ανθός. Σα νύφη στολισμένη.
Ωραία πουν’ η αγάπη μου στα θερινά ντυμένη!


ΑΘΡΟΙΣΜΑ ΣΑΡΚΩΝ

Άθροισμα σαρκών και οστέων είμαι
δίχως τίποτα πάνω τους να τραβάει το μάτι
Προεξοχές ανώμαλες που απωθούνε
εντυπώματα ανάρμοστα που ασχημαίνουν.
Ξενος προς ό,τι θυμίζει καλαισθησία
γέννημα και λεία ζοφερής ώρας
μέλη δυσανάλογα προς ό,τι αρέσει
κορμί δυσανάλογο προς ό,τι ελπίζει
Κόσμημα τέλειο ενός άλλου κόσμου
φλάμπουρο ανίκητο άλλης ιδέας
ελπίδες και πάθη όπου δεν πρέπει
ερείσματα όπου θέση δεν έχουν.

Μόνη μου ελπίδα εδώ που στέκω
ξένες-βάρβαρες λέξεις εγώ να αρθρώσω
κάτοχος να γίνω της εντόπιας αξίας
και σαν άλλος εγώ να σε αγοράσω.



ΘΑ 'ΘΕΛΑ ΟΤΑΝ ΣΠΙΤΙ ΣΟΥ

Θα 'θελα όταν σπίτι σου το βράδυ αυτό θα ’ρθω,
να έβρισκα τ' αδέρφια σου, τη μάνα σου, το θειο σου
μα τ' όραμα απ' το σπίτι σου να 'λειπε το δικό σου-
όλο το δέντρο να 'βρισκα μα όχι τον ανθό.
Κι όταν πού είσαι να μου πουν καθέναν θα ρωτώ
εκείνοι σαν να ήμουνα τρελός να με κοιτάζαν
και κατανόησης ματιές και πονηρές ν' αλλάζαν
πως πάνω απ' όσο έπρεπε θα είχα πιει πιοτό.

Και ύστερα από κάμποσην αμήχανη σιωπή
πως δεν υπάρχει εκεί καμιά να μου 'λεγαν
Θοδώρα,
πως πάντοτε στο σπίτι τους ήσαν όσοι είναι τώρα
και "να!" να λέγαν μεσα τους "πού το ρακί οδηγεί".

Ούτε σταγόνα βέβαια εγώ δε θα 'χα πιει
και όταν καταλάβαινα πως λένε την αλήθεια
ένα μεθύσι χαρωπό να 'νιωθα μες στα στήθια-
τότε μονάχα να 'νιωθα γαλήνη τι θα πει.

Γιατί –α!-ένα όνειρο θα 'σουνα τότε εσύ
που είδα όταν κοιμήθηκα τη χτεσινή βραδιά
και τ’ όνειρο δε χάνεται και δεν θρηνεί η καρδιά
μόνο μεθάει μ' αληθινής-σπάνιας χαράς κρασί.

΄

ΕΚΕΙΝΟ

Και τι  που  εγέρασα λοιπόν;
Έχω  γεράκι δει εγώ μες  σε κλουβί κλεισμένο
Κλουβί  βρωμιάρικο λερό ξέφτιο και σκουριασμένο.
Εχω  αστέρια δει εγώ πεσμένα μες το βούρκο
και σ’ ένα ερημοκάλυβο παλιό  κι ερειπωμένο
ένα διαμάντι έχω  δει μεγάλο να φυλάνε.
Και μέσα από το θάνατο ζωη είδα να γεννιέται.
Τι που εγέρασα λοιπόν αφού  στα στήθη κλείνω
Τέτοιο αβάσταγο καημό για το κορίτσι εκείνο;




ΔΙΑΛΥΟΜΑΙ

Εμμένω-οργίζομαι
θερμαίνω-φλογίζομαι
ποθώ-ικετεύω
πεθαίνω-λατρεύω
ζηλεύω-αιώρα
διαλύομαι-Ντόρα.




ΝΑΙ-ΕΙΧΕΣ ΕΡΘΕΙ

Τι νάχει γίνει νέο τάχα;
Τι ξαφνικά νάχει αλλάξει;
Η ειν’ ιδέα μου μονάχα
Κι όλα στην ίδια είναι τάξη;

Οχι. Αλήθεια κάτι τρέχει.
Κάτι ασύνηθο συμβαίνει.
Νεύρα κανένας πιά δεν έχει.
Το σούπερ μάρκετ ανασαίνει.

Φως επλημμύρισε ο τόπος.
Τα τρόφιμα όλα ελαφρύναν.
Διασκέδαση έγινε ο κόπος
Και τα χαμόγελα πληθύναν.

Χωρίς καπέλο και ποδίτσα
Οι τσέκερς γύρω τραγουδάνε
Χορό έστησαν τα κορίτσια
Κι όλοι χαρίζουν-δεν πουλάνε.

Κι όλους μας πήρε μία μέθη
Σαν ευτυχία που μας ζαλίζει
Και μια χαρά μας έχει έρθει
Που τέλος λες πως δεν γνωρίζει.

Πώς έτσι-πώς-πώς έχει γίνει
Και όλα αλλάξανε τριγύρω;
Ποιο μυστικό η ώρα κλείνει
Που της χαρίζει τέτοιο μύρο;

Κι επειδή όλα τα ’ξετάζω
Και δίνω σ’ όλα εξηγήσεις
Στρέφω... τριγύρω μου κοιτάζω..
Ναι! είχες έρθει να ψωνίσεις.



ΕΝΑ ΒΕΛΟΣ

Δυό δυό τα βέλη Έρωτα πρέπει να τα τοξεύεις
Και δύο δύο τις καρδιές πρέπει να σημαδεύεις
Ετσι καθείς κάθε φορά που από σε χτυπιέται
Από εκείνην π’ αγαπά σίγουρα θ’ αγαπιέται.

Πόσο πιο ωραία η ζωή θάτανε τότε Ερω
Απ’ τους πιστούς σου μόνο εγώ κάλλιο μπορώ να ξέρω-
Χωρίς η Φύση ούτε μιά να κάνει αβαρία
Όλα θα ήταν πι’ όμορφα με δίχως φασαρία.

Η Ποίηση θα ζήμιωνε μονάχα που ζητάει
Όπως το κάνω τώρα εγώ να σε παρακαλάει.
Αλλ’ από μένα, Ερωτα, και συ αλλά κι η Ποίηση
Δε θα εχάνατε αλλά ηθέλατε κερδίσει.

Αυτή γιατί θα έπαυα εγώ να στιχοπλέκω
Και τα δικά μου βάσανα στης Ποίησης να ,
Και συ γιατί για νάδινες στα βάσανά μου τέλος
Μόνο Αυτήν θα τόξευες-γλυτώνεις ένα βέλος.




ΤΗ ΘΛΙΨΗ

Τόσα δεντράκια γύρω μου ανθοφόρα,
Τόσα καθάρια πεύκα στο βουνό
Και ’γω μακριά-μακριά σα νάχω ψώρα
Και μέσα μου εν’ αβάσταχτο κενό.

Τόσες χαρές εντός μου φυτεμένες
Τόσοι ρυθμοί το νου μου να πλαντούν
Μα εμέ  Θάνατοι σκέπουνε τις Γέννες
Και οι φωνές τραγούδια δεν κεντούν.

Τόσες ελπίδες πάνω σου φτερώνουν,
Σου πήρα τη μονάχη απελπισιά.
Και διάλεξα τη θλίψη απ’ όσες ζώνουν
Χαρές την ποθητή σου αγκαλιά.

ΒΓΕΣ

Βγες να σε δει ο Αυγερινός
μικρή μου περιστέρα.
Βγες νάβγει ο ήλιος ο λαμπρός
Και ν’ αρχινίσει η μέρα.

Βγες και προσμένει το πουλί
Πάλι να κελαδήσει.
Βγες πάλι η Γη μ’ ένα φιλί
Γλυκό σου να γυρίσει.



ΠΟΙΟΣ ΕΤΣΙ…

Τόσο απαλή και διάφανη, τόσο λεπτή κι ωραία
Σα μιά φλογίτσα, σαν μικρή νεροσυρμή του Απρίλη,
Τόσο ’λαφριά σαν γέννημα του νου, σαν μιά ιδέα,
Ποια σ’ έπλασε αέρινη σαν ψεύτικη μιά σμίλη;

Και λιόκρινα δυό σούβαλε αντίς για ποδαράκια
Που να τα πιάσω προσπαθώ και φως αντίς τους πιάνω,
Και σούκαμ’ έτσι ολόμαυρα τα ωραία σου ματάκια
Που αρρωσταίνω σαν τα δω και δε βολεί να γιάνω;

Που σούφτιαξ’ ένα πρόσωπο έμορφο σαν το ψέμα
Και δυό χεράκια τρυφερά σαν αγγελοφτεράκια;
Που λάβα έχυσε καυτή στις φλέβες σου για αίμα
Και δυό κεράσια δαγκωτά σούβαλε για χειλάκια;

Ποιός έτσι αγνή κι ιδανική ένας γλύπτης σ’ έχει πλάσει
που μύρα το κορμάκι σου ιδρώνει αντίς ιδρώτα,
Που αφόντας τόδα ο έρημος δεν έχω πιά γελάσει,
Τα όνειρά μου γλύπτης ποιός μου έκλεψε τα πρώτα;..



XEIPOΜΑΝΤΕΙΑ

Νάμαι λοιπόν στο χέρι σου τη μοίρα να διαβάζω
Ψάχνοντας πάνω του για μιαν ισχνή έστώ ελπίδα
Και συ αγνοώντας βέβαια πόσο βαθιά σπαράζω
Μες στην καρδιά μου πιό βαθιά να σπρώχνεις τη λεπίδα.

Νάμαι λοιπόν να κάθομαι δίπλα, σιμά, κοντά σου
Κατ’ απ’ το φως του πορτατίφ, στον καναπέ επάνω,
Τόσο κοντά μου έχοντας τα κάλλη τ’ ακριβά σου
Που νου και σκέψη και μυαλό και λογισμό να χάνω.
 
Νάμαι λοιπόν να βρίσκομαι όπως ποθούσα χρόνια
Κοντά σου. Νάναι όλη σου η προσοχή δική μου
Σαν το σφουγγάρι να ρουφάς τα σιγανά μου λόγια
Και να γεμίζεις πανικό κάθε μικρή σιγή μου.

Τι ευτυχία θάθελε κανένας πιό μεγάλη
Παρά α βρίσκεται κοντά στ’ αγαπημένο σώμα
Το λιόμορφο στο πλάι του να νιώθει το κεφάλι
Και όλο κι όλο ένα φιλί νάναι μακριά το στόμα;

Μα ενώ παλεύω άπελπις ενάντια εγώ στο Χρόνο
κρατώντας όπλο την ιερή, σεπτή χειρομαντεία,
Εσένα την κουκλίστικη ψυχή δονούνε μόνο
Αισθήματα άλλα, φονικά, αισθήματα εναντία.









ΤΗΝ ΑΧΡΗΣΤΗ

Εχτές που όλοι σου οι δικοί από το σπίτι λείπαν
Συγύριζες. Κι ως έσκυψες κάτι πεσμένο νάβρεις
Το βλέμμα μου που ως πάντοτε σε σε στραμμένο ήταν
Το θέαμα της πατούσας σου το τράβηξε της μαύρης.

Καύσωνας. Θέρος. Περπατάς ξυπόλητη στο χώμα
Κι έτσι λερώθηκες. Καλά. Όμως να εξηγήσω
Αδυνατώ γιατί εγώ που μ’ αηδιάζει η βρώμα
Τα πέλματά σου τα λερά θέλησα να φιλήσω.

Γιατί ένα πάθος μ’ έσπρωξε με θέρμη ν’ αγκαλιάσου
Τα δυό τα ποδαράκια σου που βλέπαν προς εμένα
Και με φιλιά κι ολόθερμα χάδια να τα σκεπάσω
Έτσι καθώς ολόγυμνα ήταν και λερωμένα,

Δεν ήταν που έτσι ξαφνικά είχα το νου μου χάσει
Ούτε καμία διαστροφή με είχε κυριέψει
Είτανε… να… σαν ο πιστός να βλέπει εικονοστάσι
Και το θεό του μέσα κει ζητάει να λατρέψει.

Μα της τρελής αγάπης μου τα νήματα της τόσης
Μπορεί και να τα κίνησε η ιδέα πως επιτέλους
Κάτι δικό σου που ήτανε θάστεργες να μου δώσεις:
Την άχρηστη για σένανε βρωμιά του κάθε σκέλους





ΠΟΙΟΣ ΛΕΕΙ

Ποιος λέει η ανανταπόδωτη αγάπη είναι λάθος;
Ποιος λέιε πως τότε θάμουνα μονάχα ευτυχής
Αν μέσα στο ίδιο έλιωνες κι εσύ με μένα πάθος-
Αν ήσουνα αιχμάλωτη της ίδιας ταραχής;

Ποιος λέει πως καλλίτερα από απλά να υπάρχεις
Θα ήυαν να με αγάπαγες όπως εγ’ω και συ;
 Ποιος λέει πως το μπρούσικο^της μοναχής αγάπες
Απ της διπλής λιγότερο μεθάει το κρασί;

Ω.'Δεν ειν έτσι δυστυχώς μικρούλα μου Θοδώρα.
Η φλόγα γιά τα ολόμαυρα ματάκια σου τα δυό
Που δίχως ανταπόδωση με καίει δυο χρόνια τώρα
Δε μ’ εμποδίζει με χαρές μυριάδες να μεθώ.

Τα φρύγανα που ανέγνοιαστα πετάς μες στα σκουπίδια
Τα παίρνει η αγάπη μου και πλαστουργεί μ’ αυτά
Δάση που παίζουν μέσα τους οι Έρωτες παιχνίδια
Από τα πιο αθώα τους μέχρι τα πιό καυτά.

Με το αθώο το γέλιο σου πηγή αείρροη φτιάχνω
Που αιθέριες νύμφες στήνουνε τριγύρω της χορό
Kαι όπως κύκλο σέχουνε για μιά στιγμή σε χάνω
Και πρέπει νάμπω μέσα τους αν πρέπει να σε βρω.

Με μιά λεξούλα σου μικρή πέντε ψυχές γεμίζω
Μένα σου βλέμμα χτίζω εγώ Κόσμους ιδανικούς
Με εν’ άνθος που εκράτησες όλη τη γη ανθίζω
Παιάνες με άσμα ένα σου γράφω θριαμβικούς.

Και αν τυχαία όπως περνάς η φούστα σου μ’ αγγίξει
Μ’ αυτό ντυμένος τα’ άγγιγμα γίνομαι βασιλιάς
Μ’ όλους τους υπηκόους μου να έχουνε μεθύσει
Απ το πιοτό μιας άγνωστης που μούδωσες χαράς.

Που αν γινόταν ξαφνικά θαύμα και μ’ αγαπούσες
Σε τέτοιας μιας αναλαμπής δεν θ’ άντεχα το φως
Και όταν τα χειλάκια μου στα χείλη μου ακουμπούσες
Απ’ το ουράνιο τ’ άγγιγμα θα έσβηνα ο φτωχός.

Πάλι εσύ Ντορίτσα μου, όσα εδώ ταιριάζω
Μην τα μετρήσεις και πολύ-αγάπησέ με αν θες
Για ένα τέτοιο θάνατο τη ζωή τη θυσιάζω
Γιατί θα είναι Θάνατος από Χαρά μαθές…







ΚΑΙ ΣΒΗΝΕ ΜΟΥ

Τρέχε νερό και φέρνε μου τη δίψα του φιλιού της
Φωτιά τη φλόγα δίνε μου του άλικου χειλιού της
Γράφε στην άμμο κύμα μου τ’ όνομα τ’ ακριβό
Σε σας αυτήν που έχασα - σε σας θα τηνε βρω.

Γλυκιά κι ανθοπερίχυτη και σα ’γγελάκι αγνούλα
Στα πλούτη της βασίλισσα στα χρόνια της παιδούλα
Κάτι που μόνο άξιζε αυτό να κερδηθεί
Μα όλα τ’ άλλα έμειναν κι αυτό έχει χαθεί.

Τρέχε νερό και φέρνε μου τη γλύκα του φιλιού της
Σταγόνα μιά δε μ’ έρανε απ’ το φως του ωκεανού της
Τρέχε νερό κι αν κάποτε μπροστά μου την ιδώ
Τρέχε νερό και σβήνε μου όσα έγραψα εδώ.


ΙΔΑΝΙΚΟΤΗΣ

Αν "μου δινόσουν"-έτσι δεν το λένε;-
Κι αν με ιδρώ υγραίναμε και σπέρμα
Και με χαρά τα ρούχα μας τα έρμα
Που τώρα υγραίνονται με το να κλαίνε…

Αν "μου δινόσουν" και αφού το κύμα
Για λίγο θα μας ύψωνε στα νέφη
Με το θεό οικεία να μας γνέφει-
Μετά στο υγρό θάπεφτα πάλι μνήμα.

Γι αυτό τους τέτοιους έρωτες δε θέλω.
Θέλω σε συνεχή μια συνουσία
Νάναι των δυο ψυχών μας η ουσία
(Και είναι)-δίχως ούτε καν το βέλο
Της επιτήδευσης να τις χωρίζει-
Γιατ’ η ψυχή σου αυτό δεν το γνωρίζει.





\TO ΚΟΎΡΕΜΑ

Αν κανένας μέχρι τώρα
με ρωτούσε να του πω
Πες μου, κόμη εχ’ η Ντόρα;
θα τα μπέρδευα εγώ.

Θα μου πεις "Για χρόνια τρία
κάθε μέρα με κοιτάς
Και σ’ αυτή την απορία
ν’ απαντήσεις δε φελάς;

Θα στο πω και δε με νιάζει
Κι ας με πεις και αναιδή-
Αλλά ποιός μαλλιά κοιτάζει
Τέτοιιο σώμα όταν δει;

Ποιόν τον νοιάζει τι υπάρχει
Στου βουνού την κορυφή
Στις πλαγιές του αν ό,τι ψάχνει
Του ετύχαινε να βρει;

Να! προχτές που όταν μ’ είδες
Οτι πας να κουρευτείς
Στον κουρέα σου, μου είπες,
Τότε έμαθα ευθύς

Γιατί μ’ έκπληξή μου είδα
Οτι-ναι-είχες μαλλιά
(μάλιστα μιά ηλιαχτίδα
Είχε κάνει εκεί φωλιά)

Μα παρ’ όλο αυτό μικρή μου
Ούτε τώρα θα μπορώ
Οταν στέκεις αντικρύ μου
Τα μαλλιά σου να θωρώ

Κι αν ακόμα αποφασίσεις
Το μαλλί νάχεις μακρύ
στις δικές μου εκτιμήσεις
θάσαι πάντα... φαλακρή.








ΚΑΙ ΒΡΟΧΟΣ

Τρύπα γιατρέ μου-σκάβε μου
Σκάλιζε το σαρκί μου:
Μα δε θα ακούσεις-σκάβε μου-
Ποτέ ούτε μια κραυγή μου.

Ενέσεις δεν χρειάζομαι
Εγώ αναισθητικές
Οι σάρκες μου δεν νοιάζονται
Για τέτοιες μαχαιριές.

Πόνος; Γιατρέ τι κρένεις μου;
Ποιός πόνος; Τουτ’ ειν’ χάρη.
Του Έρωτα τ’ Απέλπιδου
Ο Πόνος σ’ έχει πάρει;

Εχεις βρεθεί κατάνυχτα
Μ’ έναν ανθό στο χέρι
Και τα στηθά ολάνοιχτα
Σε Κείνης το μαχαίρι;

Σε χίλια δυό σε λιάνισε
Κομμάτια μιά ματιά της;
Κρυφή πληγή σου άνοιξε
 Στο χέρι εν’ άγγιγμά της;

Τα χείλη-πες-τα φίνα της
Σ’ έχουν ποτέ παιδέψει;
Σε έκαψε καν μια αχτίδα της;
Σ’ έσεισε μιά της λέξη;
.
Του στήθους της του ανήμερου
Το σκλήρος κι η ’λαφραδα

Σου βίτσισαν του ίμερου
Ποτέ τη νιά φοράδα;

Τ’ ασήμαντα τα βλέμματα
Που αθώα σ’ άλλους ρίχνει
Σου γίνανε παιδέματα
Και βρόχος που σε πνίγει;

Σκάβε γιατρέ μου--τρύπα με.
Τις σάρκες σκύλευέ μου.
Και ξέγνοιασε. Ό,τι είπαμε
Λόγια ήτανε τ’ ανέμου.



ΝΑ ΜΟΥ ΠΕΙΣ

Εισ’ αφίλητη ακόμα
Και αυτό μου επιτρέπει
Γιά τ’ ωραίο σου το στόμα
Να ταιριάζω ό,τι πρέπει

Οχι άνοστα φιλάκια
Που λησμόνια δε σου δίνουν
Οχι εφήμερα φιλάκια
Που τον πόθο δε σου σβήνουν

Μα φιλιά που σαν τελειώνουν
Δε σ’ αφήνουν πια καμία
Από κείνες που σε λιώνουν-
Που σε σβουν επιθυμία

Και μου λέει η φαντασιά μου
Όπου τα άτια της καλπάζουν
Οτι μόνο τα φιλιά μου
Στα χειλάκια σου ταιριάζουν.

Μα βεβαίως ουτοπία
Θα μετρούσε να τολμήσω
Κάτι περα απ’ τη φιλία
Από σένα να ζητήσω.

Ετσι έχω να στριμώξω
Στον τορβά με τα κρυμμένα
(Τι πολλά έχω να διώξω!)
Και τον πόθο μου για σένα.

Και ανίσχυρα τη χάρη
Που σκορπίζεις να θαυμάζω
Και λιοντάρι ενώ είμαι
Σαν αρνάκι να βελάζω.




ΣΦΙXTΑ-ΚΑΕΙΣΤΑ

Τα δυό λοφάκια που πηδούν
Σαν ελαφίσια τρέχεις
Αψητη ζύμη ευωδούν-
Καρδιά μου πως τ’ αντέχεις.

Μωράκι μου, καρδούλα μου
Περβόλι της ζωής μου
Λιγνή δεντροκορφούλα μου
Πνοούλα της πνοής μου,

Πικρό λευκό κρινάκι μου
Δροσάτο μου ρυάκι
Καημέ μου και μεράκι μου
Πρωτόπετο πουλάκι,

Αγνή φωνή του Ερωτα
Αγνή φωνή τ’ Απρίλη
ΙΙου ρόδα αφανέρωτα
Κρατείς στα δυό σου χείλη,

Χαρούμενο ακρογιάλι μου
Αγιάτρευτη πληγή μου
Αγαπημένη ζάλη μου
Πυρά στην κρύα Γη μου,

Τα δυό ψωμάκια τα κρουστά
Που-αχ-τους είμαι ξένος
Να τα κρατάς σφιχτά-κλειστά
 Γιατ’ είμαι πεινασμένος.



ΤΑ ΣΚΟΥΛΑΡΙΚΙΑ

Η Στέΐσυ κι η Βεράνκα καθεμιά τους
 Ωραία τα σκουλαρίκια εφωνάζαν
Πως ήταν κάθε μίας τα δικά τους
Κι άπρεπα λόγια οι δυό τους ανταλλάζαν.

Τις άκουγα-εβρίσκονταν κοντά μου-
Ξάφνου δεν ζέρω πως αποφασίσαν
Με αποσπάσαν απ’ τα όνειρά μου
Και τη δική μου γνώμη εζητήσαν.

Εσύ στεκόσουν λίγο παραπέρα.
«Εμείς», μου λεν, «μαλώνουμε όλη μέρα.
Ποιας είναι πιο ωραία συ πες τώρα.
Τους λέω: «Τα πιο ωραία τάχει η Ντόρα.

Κοιτάξτε!» και σε δείχνω. «λάμψη… χρώμα…»
Σε κοίταξαν κι οι δυο απορημένες.
Κι άλλο πριν πω, μου είπαν μ’ ένα στόμα:
«Μα δε φορεί!..», και φύγαν νευριασμένες.


ΚΕΡΑΥΝΟΣΕΙΣΤΡΑ ΜΟΥ

Κεραυνοσείστρα μου μικρή και συννεφοκρατούσα
Την ώρα που ανέγνοιαστος στο πλάι σου περνούσα
Κάλλιο να μην εγύριζα το βλέμμα μου σε σένα
Κάλλιο τα δύο ματια σου σε με να ήταν ξένα.

Τα σύννεφά σου μούριξαν αντίς φωτιά βροχούλα
Κι οι κεραυνοί σου έκαψαν τη μαύρη μου καρδούλα
Τώρα πού νά,βρω εγώ νερό να σβήσω τη φωτιά μου
Πού νάβρω το που μάρπαξες κλαδάκι του δικτάμου;

Κι ως δε χωρά η ασχήμια μου στην τόσην εμορφιά σου
Όταν ξανά, δύστυχος πιά, περάσω από κοντά σου
Λυπήσου μου κι ως πήρες μου καρδούλα και ψυχή μου
Και την που έτσι ρήμαξες φρικτά, πάρε ζωή μου.
 
ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ

Χτες πήγες με μια φίλη σου στο κινηματογράφο
Κι εκεί  το θαύμα έγινε που εδώ για κείνο γράφω.
Ενώ επάνω  στο πανί  οι ηθοποιοί  εδρούσαν
Κάποια στιγμή στην αίθουσα το γέλιο σου ακούσαν.

Επάψανε να παίζουνε, τα λόγια  σταματήσαν
Και όλοι τους τις πάνινες  όψεις σ’εσέ γυρίσαν
Κι αντί εσύ να τους κοιτάς σε κοίταζαν εκείνοι.
Οι θεατές ρωτιόντουσαν τι τάχα έχει γίνει.


Οι πιο  πολλοί  εθάρρεψαν πως χάλασε η ταινία
Και πίσω  τα δολάρια τους ζητούσαν με μανία.
Κι ενώ απ’ τη ζήλεια διπλα σου η φίλη σου εκαιγόταν
Εσυ ούτε τότε ήξερες τι πράγματι γινόταν.

Δίκιο σου δίνω. Η ομορφιά και η άγνοια συμπλέουν.
Ίδιο νερό ποτίζονται κι αγέρι αναπνέουν.
Μάθε λοιπόν ακίνητοι οι ηθοποιοί πως μέναν
Γιατί  βουβοί  κι εκστατικοί εκοίταζαν εσένα.

Όλοι τους-το έργο ήταν παλιό-ήτανε πεθαμένοι.
Μα όταν καταλάβανε πως κει ήσουν καθισμένη
Την ευκαιρία αρπαξάνε που ’χανε πάλι  μάτια
Και στων δικων σου τα στρεψαν τα σκοτεινά τα πλάτια.

Έτσι στη χώρα των νεκρών τα ανείδωτα που κλείνει
Όλα, πως ευτυχίσανε θα ’χουν να λεν κι εκείνοι
Να δούνε το μονάκριβο και ιδεώδες κάλλος
Που εκτός απ τους συγχρόνους σου δεν είδε η θα ’δει άλλος.