Σάββατο 1 Ιουνίου 2024

 ΗΤΑΝ

Ήταν λεπτή.
Ήταν λευκή.
Ήταν αβρή.
Ήταν ανθένια.

Ήταν δεκαεννιά.

Ήταν στον Βορά.
Ήταν μανεκέν.

Ήμουν είκοσι.

Είχε ένα περιβόλι μυστικό.
Πανεύφορο.

Και είχα σπόρο έναν
Με ιδανικά κι οράματα
Ολοζωής δουλεύοντας
Πλασμένον.

Κι αυτή ωραία τον έντυσε
Με ωσάν αιμάτινους κροσσούς
Και τρυφερούς κι ευθρύπτους,
Και με μαγέματα καλής νεράιδας τόνε μοίρανε.

Και τον προσμέναμε,
Το χώμα να μεριάσει και να ρθει
Και να φανεί
Κι ως φως να λάμψει.

Κι από την προσμονή αναγαλλιάζαμε.

Κι ήρθε η περίσκεψη
Κι ήρθε η ώρα η άλλη
Κι ήρθε της χρείας η φωνή
Κι ήρθε της κοινωνίας το σκούξιμο
Και τρόμαξε το έτσι αθώο φύτρο.

Και πίσω εκείνο γύρισε
Και χάθηκε στου Άγνωστου τα μάκρη-
Εκεί όπου κι εγώ θε να βρεθώ
Για να γιορτάζουμε μαζί
Στην αιωνιότητα
Ο άπαις εδώ εγώ εκεί πατέρας,
Και ο  απόρφανος αυτός εδώ,
Ζώντος πατρός υγιός σεπτός εκεί.