Η ΓΡΑΦΗ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΣΥΛΛΑΒΗ
ΙΕΡΕΜΙΑΣ
1. Προφητείες για την Ιούδα. (1-45)
I1-I15
Λόγος θεού που ειπώθηκε προς τον Ιερεμία
Γιο του Χαλκία, που ήτανε ιερέας και κατοικούσε
Στην Ανανώθ της Βενιαμείν, όπως αυτός ειπώθη
Σ' αυτόνε από το θεό, στις μέρες του Ιωσία
Του γιου του Αμώς, που βασιλιάς ήτανε του Ιούδα,
Και μάλιστα στον δέκατο και τρίτο χρόνο αφότου
Έγινε κείνος βασιλιάς. Κι ακόμα στις ημέρες
Του Ιωακείμ. Κι ήταν αυτός ο γιος του Ιωσία
Που 'ταν του Ιούδα βασιλιάς, ως το ενδέκατο έτος
Του Σεδεκία, που κι αυτός γιος του Ιωσία ήταν,
Στο Ιούδα που βασίλευε, ως την αιχμαλωσία
Ιερουσαλήμ, που έγινε κατά τον πέμπτο μήνα.
Κι είπε σ’ αυτόν ο Κύριος: «Ακόμα πριν σε πλάσω
Μες στην κοιλιά, σε ήξερα. Και πριν από τη μήτρα
Έξω σε βγάλω, σ’ άγιασα και σ’ έκανα προφήτη
Να προφητεύεις στους λαούς.» Και, «Κύριε», του είπα,
«Δέσποτα-μόνε υπάρχοντα, πώς να μιλώ δεν ξέρω
Γιατί ακόμα είμαι παιδί!» Και ο Κύριος μου είπε:
«Μη λες ακόμα είμαι παιδί, γιατί θα πας σε όλους
Σε όσους θα σε στείλω εγώ και όσα σε προστάξω
Θα τους τα πεις. Και διόλου μη μπροστά τους νιώσεις φόβο
Γιατί μαζί με σε κι εγώ θα είμαι», είπε ο Κύριος,
«Να σε βοηθήσω». Κι άπλωσε το χέρι του ο Κύριος
Και άγγιξε το στόμα μου, και, ο Κύριος, μου είπε:
«Να! Έβαλα τους λόγους μου στο στόμα το δικό σου.
Και να! Σ’ έβαλα σήμερα επάνω από τα έθνη
Και πάνω απ’ τα βασίλεια, ώστε να ξεριζώνεις,
Να κατασκάφτεις, να χαλάς, να χτίζεις, να φυτεύεις».
Και του Κυρίου ακούστηκε ο λόγος να μου λέει:
«Τί βλέπεις;» «Βλέπω καρυδιάς» , είπα εγώ, "μια βέργα».
Και ο Κύριος: « Είδες καλά», μου είπε, "γατί θέλω
Γρήγορα εκείνο που θα πω σε πράξη να το βάζω.»
Και δεύτερη σε με φορά εμίλησε ο Κύριος:
«Τί βλέπεις;» «Βλέπω», είπα εγώ, «καζάνι ένα που βράζει
Κι είναι στραμμένο στο Βορρά». Κι ο Κύριος μου είπε:
«Στον κόσμο πάνω τα κακά όλα θα ξεχυθούνε
Απ’ του Βορρά το πρόσωπο. Γιατί θα συγκαλέσω
Τις βασιλείες όλες της γης απ’ το Βορρά» ειπ’ ο Κύριος,
«Και θα ’ρθουνε και κάθε μια το θρόνο της θα βάλει
Μπροστά ’π’ της Ιερουσαλήμ τις πύλες, σ’ όλα γύρω
Τα τείχη και σ’ ολάκερες τις πόλεις του Ιούδα.
Και τότε εγώ με δίκαια θα τους μιλήσω λόγια
Ι16-ΙΙ15
Για τη μεγάλη ασέβεια τους-που μ’ έχουνε ξεχάσει
Και σ' άλλους θυσιάζουνε θεούς, και προσκυνήσαν
Έργα που με τα χέρια τους τα έχουνε φτιαγμένα.
Και συ ζώσε τη μέση σου και όλα όσα προστάξω
Σήκω να πας να τους τα πεις. Μη φοβηθείς μπροστά τους
Και μη διστάσεις, γιατί εγώ βοηθός κοντά σου θα ’μαι.»
Είπε ο Κύριος. «Και να! Σήμερα σ’ έχω κάνει
Σαν ένα τείχος χάλκινο και σαν γερή μια πόλη,
Απ’ του Ιούδα απόρθητη τους βασιλιάδες όλους
Κι απ’ όλους τους αρχόντους της κι απ’ τα έθνη όλου του κόσμου.
Και θα σε πολεμήσουνε και δε θα σε νικήσουν
Γιατί κοντά σε σε κι εγώ», είπε ο Κύριος, «θα ’μαι
Να σε γλιτώσω απ’ το χαμό».
2. Πρώτο μήνυμα στον αποστάτη Ιούδα: παρακλήσεις και προειδοποιήσεις. (II1-III5)
Κι αυτά είπε ο Κύριος: «Τα νιάτα σου θυμάμαι,
Τότε αγνός που ήσουνα. Θυμάμαι την αγάπη
Που μου ’χες όταν μέστωσες. Τότε που ακολουθούσες
Τον Κύριο του Ισραήλ. Και για τον Κύριο ήταν»
Είπε ο Κύριος «το Ισραήλ ο άγιος ο λαός μου,
Ο πρώτος από τους καρπούς που έκαμα. Και όσοι
Φαν απ’ αυτόνε, θα βλαφτούν. Κακά θα τους εβρούνε.»
Λέει ο Κύριος: «Του Ιακώβ ο οίκος ας ακούσει,
Αυτά που λέει ο Κύριος". Κι είπε ακόμα ο Κύριος:
"Τι άσχημο οι πατέρες σας εβρήκανε σε μένα
Και μάταιους ακολούθησαν και μάταιοι γινήκαν;
Και δε σκεφτήκανε να πουν: ο Κύριος πού είναι
Που από της Αίγυπτος τη γη έξω μας έχει βγάλει,
Που μέσα μας οδήγησε απ’ την έρημο, έναν τόπο
Απέραντο κι αβάδιστο και άνυδρο και στέρφο,
Με γη που δε την πέρασε ποτέ άνθρωπος κανένας
Και ούτε άνθρωπος ποτέ την έχει κατοικήσει;
Στον Κάρμηλο σας έφερα να δείτε τους καρπούς του
Και τ’ αγαθά του να ’χετε. Όταν εμπήκατε όμως
Τη γη μου τη μολύνατε, και την κληρονομιά μου
Σιχαμερή την κάνατε. Οι ιερείς δεν είπαν:
Πού βρίσκεται ο Κύριος; Και δε μ’ αναγνωρίσαν
Όσοι τους νόμους κράταγαν. Και οι βοσκοί ασεβούσαν
Και προφητείες κάνανε οι προφήτες για τη Βάαλ
Και πίσω από ανώφελα πράγματα πορευτήκαν.
Γι αυτό και να συνέλθετε από σας θα περιμένω
Κι απ’ των παιδιών σας τα παιδιά. Πηγαίνετε να δείτε,
Άλλαξαν στα νησιά Χεττήμ και στο Κηδάρ τους θεούς τους-
Και ας μην ειν’ αυτοί Θεοί; Μα όμως ο λαός μου
Την πίστη του την άλλαξε. Μα σε κακό θα του ’βγει.
Φρίκη μεγάλη ο ουρανός αιστάνθηκε για τούτο
Κι έκπληξη εδοκίμασε, γιατί, λέει ο Κύριος
«Ασχημα δύο έκανε ο λαός μου: πρώτα εμένα
Τη ζωοδότρα του πηγή έχει εγκαταλείψει.
Και τρύπια ύστερα άνοιξε πηγάδια, όπου όμως
Νερό δεν θα μπορέσουνε μέσα τους να κρατήσουν.
Ειν’ υπηρέτης ο Ισραήλ; Ή δούλος εγεννήθη;
Γιατί σα λάφυρο έγινε; Ενάντια του λιοντάρια
Μ’ άγρια φωνή βρυχιόντανε κι ερήμωσαν τη γη του
Και ακατοίκητα έκαναν τις πόλεις του ερείπια.
II16-II32
Και τα παιδιά της Μέμφεως και τα παιδιά της Τάφνα
Σ’ είδαν και σε κορόιδευαν. Αυτά δεν τα ’χεις πάθει,
Ο θεός σου και ο Κύριος, λέει, γιατί μ’ αρνήθεις;
Και τώρα τι θα κάνεις συ στο δρόμο της Αιγύπτου
Ώστε νερό της Γηών να πιείς; Στων Ασσυρίων το δρόμο
Πού πηγαδιών θα πιεις νερό; Γιατί από με έχεις φύγει
Θα παιδευτείς κι η ασέβεια σου σκληρά θα σ’ ονειδίσει.
Τότε θα μάθεις και θα δεις ότι πικρό για σένα
Είναι να φεύγεις από με», λέει Κύριος ο Θεός σου.
Και, ο Κύριος και Θεός σου λέει: «Σε με αρεστός δεν είσαι
Γιατί από καιρόν πολύ έσπασες το ζυγό σου
Και τους δεσμούς σου διάρρηξες κι είπες: εγώ σε σένα
Δε θα ’μαι υπηρέτης πια, αλλά σε κάθε λόφο
Θα πάω ψηλό, και στον παχύ τον ίσκιο κάθε δέντρου,
Και στην πορνεία μου θα δοθώ τελείως εκεί πέρα.
Αμπέλι εγώ σε φύτεψα καλό και καρποφόρο.
Πικρό πώς έγινες για με και ξένο ένα αμπέλι;
Και αν με νίτρο θα πλυθείς και μ’ άφθονο σαπούνι,
Με την ασέβεια που ’δειξες στο πρόσωπο μου ενάντια
Κηλιδωμένος θα ’σαι» λέει ο λόγος του Κυρίου.
«Πώς «δε μιάνθηκα» θα πεις, και πώς θα πεις «τη Βάαλ
Εγώ δεν ακολούθησα»; Κοίτα στο κοιμητήρι
Και δες ποιοί είναι οι δρόμοι σου και μάθε τι έχεις κάνει.
Πιο πέρα από την έρημο οι δρόμοι σου πηγαίνουν.
Σε κάναν ό,τι θέλανε τα πάθη της ψυχής σου.
Επαραδόθηκες σ’ αυτά: Ποιός θα σε σώσει τώρα;
Δε θα κοπιάσουν να σε βρουν όσοι σ’ αναζητούνε-
μέσα στον ίδιο θα σε βρουν τον εξευτελισμό σου.
Πάρε μακριά το πόδι σου απ’ τον κακό το δρόμο
Κι από τη δίψα μακριά κράτα το φάρυγγα σου.
Κι είπες εσύ «Δεν ντρέπομαι. Ναι. Αγαπούσα ξένους
Και πήγαινα ξοπίσω τους».
Πώς όταν θα πιαστούνε
Οι κλέφτες νιώθουνε ντροπή-το ίδιο θα ντραπούνε
Και τα παιδιά του Ισραήλ: κι αυτοί κι οι βασιλιάδες
Κι οι άρχοντες κι οι προφήτες τους, και οι ιερουργοί τους.
Γιατί «είσαι ο πατέρας μου» είπαν αυτοί στο ξύλο
Και γιατί «συ με γέννησες» έχουνε πει στην πέτρα.
Και μου ’δειξαν τις πλάτες τους αντί το πρόσωπο τους.
Όταν οι πίκρες θα τους βρουν θα ρθούν και θα μου πούνε:
«Ελα και σώσε μας». Αλλά, πού είναι οι θεοί σου
Που συ ο ίδιος έφτιαξες; Ας σηκωθούν εκείνοι
Κι ας έρθουν να σε σώσουνε από τη συφορά σου.
Γιατί είχε κάθε πόλη σου κι ένα θεό Ιούδα.
Και ό,που στην Ιερουσαλήμ δρόμος, και μια θυσία
Στη Βάαλ εγινότανε. Τί με ζητάτε τώρα,
Ενώ σε με ασεβούσατε και κάνατε ανομίες;»
Λέει ο Κύριος: «Μάταια έδωσα στα παιδιά σας
Γερά εγώ χτυπήματα-δε βάλατε σεις γνώση.
Μαχαίρι τους προφήτες σας θέρισε, σαν λιοντάρι
Που γύρω του όλεθρο σκορπά, κι άφοβοι έχετε μείνει».
Τι λέει-ακούστε- ο Κύριος. Ακούστε τη φωνή του:
«Έρημος μήπως ήμουνα για τον Ισραήλ, ή μήπως
Χέρσα γι αυτόν ήμουνα γη; Γιατί ο λαός μου είπε
«Δε θα υπακούμε πια σε σε, κι ούτε προς σε θα ρθούμε».
Ξεχνάει ποτέ το στόλισμα η νύφη; Ή η παρθένα
Ξεχνάει να στηθοδεθεί; Όμως εμέ ο λαός μου
Από καιρό αμέτρητο μ’ έχει τελείως ξεχάσει.
II33-III13
Τι άλλο πια καλλώπισμα θα σοφιστείς να βάλεις
Ψάχνοντας γι αγαπητικούς; Καλά δεν τo ’χεις κάνει.
Το μόνο που σου έμεινε είναι η κακοήθειά σου.
Και βρέθηκε στα χέρια σου αίμα ψυχών αθώων.
Τους βρήκα όχι σε μνήματα παρά στα δέντρα πάνω.
Κι είπες αθώα είμαι εγώ-μονάχα ο θυμός του
Να μην ξεσπάσει πάνω μου.
Λες ότι δεν αμάρτησες. Ας το δεχτώ για λίγο.
Γιατί το θες τόσο πολύ τη γνώμη σου ν’ αλλάζεις;
Θα σε ντροπιάσει η Αίγυπτος όπως κι η Ασσυρία.
Γιατί θα βγεις και από κει τα χέρια έχοντας τα
Επάνω στο κεφάλι σου, γιατί έχει αποδιώξει
Ο Κύριος την ελπίδα σου κι αυτή δε θα σ' ευφραίνει.
3. Η μολυσμένη γη
Αν άντρας τη γυναίκα του τη διώξει από κοντά του
Και κείνη φύγει απ’ αυτόν και άλλον έβρει άντρα
Πίσω ποτέ σ' αυτόν θα ρθεί; Εκείνη πια η γυναίκα
Τελείως δε θα ’χει μιανθεί; Μες στην πορνεία έχεις
Συ με πολλούς πέσει εραστές. Και τώρα», ο Κύριος λέει,
«Σε μένα πάλι έρχεσαι. Τα μάτια σήκωσέ τα
Και κοίτα μπρος. Θα δεις παντού να είσαι μιασμένη.
Στους δρόμους έστεκες γι αυτούς σαν έρημη κουρούνα.
Κι έχεις λερώσει όλη τη γη μ’ ασέβεια και πορνεία.
Και είχες εραστές πολλούς σ' αυτό που να σε σπρώχνουν.
Η όψη σου πόρνης έγινε κι αισχρή για όλους ήσουν.
Και δε θα με καλέσεις πια σα να ’μαστε ένα σπίτι
Κι εγώ πατέρας κι αρχηγός να ’μουν της αρετής σου;
Η οργή μου θα ’ναι αιώνια ή θα κρυφτεί για πάντα;
Γιατί και είπες κι έκανες ό,τι κακό μπορούσες».
Και μου ’πε ο Κύριος τον καιρό του βασιλιά Ιωσία:
«Είδες αυτά που μου ’κανε η Ισραήλ; Επήγαν
Όπου ήτανε ψηλό βουνό και σκιά όπου ήταν δέντρου
Και στην πορνεία δόθηκαν. Και αφού όλες είχαν
Διαπράξει τις πορνείες, σε με, τους είπα, ελάτε πάλι.
Όμως αυτοί δεν ήρθανε. Και, η άπιστη Ιούδα
Είδε την απιστία της. Και είδα πως για όλες
Τις πορνικές που η Ισραήλ τις πράξεις είχε κάνει,
Κι ενώ την έδιωξα μακριά, κι ενώ της είχα δώσει
Του χωρισμού μας να κρατεί στα χέρια της τη βούλα,
Και τότε ακόμα, η άπιστη Ιούδα δε ’φοβήθη
Παρά επόρνεψε κι αυτή. Όμως απ' την πορνεία
Τίποτα δεν εκέρδισε. Και μοίχεψε με ξύλο
Και με την πέτρα εμοίχεψε. Και, η άπιστη Ιούδα,
Μετά απ' αυτά ήρθε σε με όχι με την καρδιά της,
Μα ψεύτικα»
Και μίλησε κι είπε σε μένα ο Κύριος:
«Η Ισραήλ λιγότερο στα μάτια μου ένοχη είναι
Παρά η Ιούδα η άπιστη. Πήγαινε να μηνύσεις
Αυτά τα λόγια στο Βορρά και πες να ’ρθεί το γένος
Πάλι σε με του Ισραήλ» ο Κύριος μου είπε.
«Και δε θα στρέψω ενάντια σε σας το πρόσωπο μου
Γιατί είμαι ελεήμονας, λέει ο Κύριος, κι ούτε
θα σας θυμώσω εγώ ποτέ. Μα όμως να θυμάσαι
III14-ΙV2
Ότι άσεβεια έδειξες στον Κύριο και θεό σου
Κι ότι με ξένους εύφρανες τους δρόμους της ζωής σου
Σε κάθε δέντρου τη σκιά. Και ότι», λέει ο Κύριος,
"Σε μένα δεν υπάκουσες. Γυρίστε πάλι πίσω
Παιδιά μακριά μου που είσαστε, γιατί», λέει ο Κύριος,
«θα σας εξουσιάσω εγώ. Κι από την κάθε πόλη
θα πάρω ένανε, και δυο από κάθε οικογένεια
Και θα σας μπάσω στη Σιών. Κι όπως εγώ τους θέλω
Ποιμένες που ’χουν σύνεση και γνώση θα σας δώσω
Αυτοί να σας ποιμένουνε.
Και όταν θα πληθύνετε, και όταν θ' αυξηθείτε",
Ο Κύριος λέει, "πάνω στη γη, εκείνες τις ημέρες
Πια δε θα λένε η Κιβωτός Διαθήκης του Κυρίου
Του Ισραήλ.» Δε θα ’ναι πια σε κανενός τη σκέψη.
Δε θα της λένε τ’ όνομα. Σ’ αυτήν δε θα πηγαίνουν,
Και πάει, δε θα τη χτίσουνε. Και «Θρόνο του Κυρίου»
Θα πουν την Ιερουσαλήμ εκείνες τις ημέρες.
Κι όλα τα έθνη μες σ’ αυτήν τότε θα συναχτούνε
Και δε θα ξαναπάνε πια εκεί που η πονηρή τους
Θα τους μαυλίζει η καρδιά.
Και τον καιρό εκείνο
Θα πάει στον οίκο Ισραήλ ο οίκος του Ιούδα,
Κι απ' το Βορρά θα ρθούν μαζί κι από τις χώρες όλες
Στη γη που στους πατέρες τους κληρονομιά έχω δώσει».
Κι είπα εγώ: «αφού το λες, έτσι ας γίνει Κύριε».
«Και θα σου δώσω γη εκλεκτή, θεία κληρονομία
Του Παντοκράτορα θεού, να ζεις με τα παιδιά σου".
Τότε «Πατέρα» είπα εγώ «και πάλι κάλεσε με
Και μη ποτέ μ’ αφήσεις πια». «Αλλά, καθώς γυναίκα
Είναι άπιστη στον άντρα της, έτσι ακριβώς σε μένα
Του Ισραήλ απίστησε ο οίκος», λέει ο Κύριος.
Φωνή απ’ των τέκνων του Ισραήλ ακούστηκε τα χείλη.
Και κλάμα ήταν και δέηση. Γιατί άδικη μια στράτα
Επήρανε, και ξέχασαν τον άγιο το θεό τους.
«Παιδιά μου ελάτε πάλι εδώ. Γυρίσετε σε μένα
Και τα συντρίμμια σας εγώ θα τα ξαναταιριάξω».
«Ναι! Δούλοι σου θα είμαστε γιατί είσαι ο Κύριός μας.
Γιατί ο θεός μας είσαι συ. Πράγματι ψέματα ήταν
Οι λόφοι, και η δύναμη που τάχα είχαν τα όρη.
Η σωτηρία του Ισραήλ ο Κύριος και θεός μας.
Ντροπή έχει των πατέρων μας τους μόχθους καταφάει
Απ’ όταν ήμασταν παιδιά: πρόβατα και μοσχάρια
Και γιους και θυγατέρες τους. Με τη ντροπή παρέα
Για ύπνο εξαπλώσαμε. Κι είχαμε για στρωσίδι
Την ατιμία την ίδια μας. Γιατί έχουμε αμαρτήσει
Και μεις και οι πατέρες μας απέναντι του θεού μας
Αφότου νεαροί ήμασταν κι ως την ημέρα ετούτη-
Του θεού και του Κυρίου μας αγνοήσαμε τα λόγια».
4. Προφητείες για την εισβολή
«Ας επιστρέψει ο Ισραήλ σε μένα» λέει ο Κύριος.
Κι αν γυμνωθεί απ’ τα αίσχη του, κι αν φοβηθεί μπροστά μου,
Κι αν με σωστή και δίκαια κρίση θα πάρει όρκο
Κι αληθινά «ζει ο Κύριος» θα πει, τότε τα έθνη
Θα ευλογηθούνε απ’ αυτόν, και το θεό μαζί του
Θα υμνήσουν στην Ιερουσαλήμ».
IV3-IV18
Αυτά λέει ο Κύριος
Σ’ αυτούς που στην Ιερουσαλήμ και στην Ιούδα ζούνε:
"Οργώστε τα χωράφια σας. Μη σπέρνετε στ’ αγκάθια.
Κάνετε την περιτομή που ’χει ο Θεός ορίσει
Και κάνετε περιτομή και στη σκληρή καρδιά σας
Κι όσοι στην Ιερουσαλήμ ζούνε, κι οι Ιουδαίοι
Γιατί ο θυμός μου σαν φωτιά θα ’ρθεί και θα σας κάψει
Κι άσβηστη θα ’ναι η φωτιά γιατί κακία μεγάλη
Μες στο μυαλό σας είχατε.
Και μίλα στον Ιούδα
Ν’ ακούσει κι η Ιερουσαλήμ, κι η σάλπιγγα ας ηχήσει
Μέσα στη χώρα να του πεις. Βάλε φωνή μεγάλη.
Να μαζευτούνε και να μπουν, πες τους, στις πόλεις μέσα
Που ’χουνε τείχη γύρω τους. Ο, τι μπορούν μαζί τους
Να πάρουνε, και στη Σιών να πάνε να κρυφτούνε.
Γρήγορα. Μην καθόσαστε. Γιατί κακό θα στείλω
Απάνω εγώ από το Βορρά κι αφανισμό μεγάλο.
Ο λιόντας βγήκε απ’ τη μονιά και χαλασμό αρχίζει.
Εβγήκε από τον τόπο του τη γη για να ’ρημώσει
Κι οι πόλεις θα καταστραφούν και δε θα κατοικούνται.
Για όλα αυτά που θα σας βρουν μέσα σε σάκους μπείτε.
Και σκούξτε. Και χτυπιόσαστε. Γιατί ο θυμός δεν έχει
Περάσει του Κυρίου για σας. Και την ημέρα εκείνη
Οι βασιλιάδες κι οι άρχοντες το θάρρος τους θα χάσουν,
Θα εκπλαγούνε ιερείς, προφήτες θα θαυμάσουν.
ΙΕΡΕΜΙΑΣ
Κι είπα «Ω! Κύριε! Δέσποτα! Έχεις εξαπατήσει
Και την Ιερουσαλήμ, αλλά, και το λαό τον ίδιο
Λέγοντας πως θα έφερνες ειρήνη. Όμως τώρα
Να! Το μαχαίρι έφτασε ν’ αγγίζει την ψυχή του.
Θα πω στην Ιερουσαλήμ και στο λαό ετούτα:
«Είναι παραπλανητικός ο αγέρας της ερήμου.
Ο δρόμος που ακολουθεί η κόρη του λαού μου
Δεν είναι ούτε καθαρός ούτε και άγιος είναι».
Κι ένας αέρας εκδίκησης πάνω μου θα φυσήξει
και τότε εγώ την κρίση μου σ’ αυτούς θ’ ανακοινώσω.
Ο ΚΥΡΙΟΣ
Όπως το σύννεφο έρχεται. Σαϊτες τ’ άρματά του
Και τ’ άλογα του πιο λαφριά κι απ’ τους αητούς θα είναι.
Ο ΛΑΟΣ
Αλί στους δύστυχους εμάς!
ΙΕΡΕΜΙΑΣ
Αν σωτηρία γυρεύεις,
Απ’ το κακό, Ιερουσαλήμ, ξέπλυνε την καρδία σου.
Ως πότε θα κρατάς εκεί τις μάταιές σου σκέψεις;
Ο ΚΥΡΙΟΣ
Γιατί φωνή κάποιου θα ’ρθεί που από τον Δαν φωνάζει.
Και θλίψη το βουνό Εφραίμ μεγάλη θα κηρύξει.
Θυμήστε το στα έθνη-να! έχουνε κιόλας φτάσει…
Και πέστε στην Ιερουσαλήμ πως από γη μακριά της
Στρατιώτες πολιορκητές φτάνουνε, κι η φωνή τους
Ξεσπάει συνέχεια σ’ απειλές στις πόλεις του Ιούδα.
Και την κυκλώνουν σαν αυτούς που τους αγρούς φυλάνε.
Γιατί, λέει ο Κύριος, μ' έχεις παραμελήσει.
IV19-V1
ΙΕΡΕΜΙΑΣ
Οι δρόμοι που ετράβηξες κι η συμπεριφορά σου
Αυτά εδώ σε φέρανε. Αυτή σου η κακία-
Γιατί ήτανε τόσο πικρή που ’φτασε στην καρδιά σου.
Βαθιά στα σπλάχνα μου πονώ. Στου είναι μου τα βάθη Μου ανταριάζεται η ψυχή. Σπαράζει η καρδιά μου.
Και δε θα πάψω να μιλώ γιατί άκουσε η ψυχή μου
Φωνές σαλπίγγων και κραυγές πολέμου και οδύνης.
Βλέπω να φτάνει χαλασμός. Θλίβεται όλη η χώρα.
Ξάφνω οι σκηνές ξεσκίστηκαν και οι προβιές διαλύσαν.
Ως πότε σάλπιγγες θ’ ακώ και πρόσφυγες θα βλέπω;
Ο ΚΥΡΙΟΣ
Γιατί δε με γνωρίσανε οι άρχοντες του λαού μου-
Είναι παιδιά ανόητα και λογική δεν έχουν:
Σοφοί όταν είναι για κακό, μα για καλό δεν ξέρουν.
ΙΕΡΕΜΙΑΣ
Εκοίταξα πάνω στη γη και τίποτα δεν είδα.
Άφωτος ήταν ο ουρανός. Είδα τα όρη-ετρέμαν.
Κι οι λόφοι τρανταζόντανε. Και κοίταξα και είδα:
Και δεν υπήρχε άνθρωπος και τα πουλιά τρομάζαν.
Κι είδα και να! Ο Κάρμηλος έρημος είχε μείνει.
Κι απ’ τη φωτιά όλες ήτανε οι πολιτείες καμένες,
Όπως ο Κύριος θέλησε, κ ι ήταν αφανισμένες
Από τον άγριο του θυμό.
Ο ΚΥΡΙΟΣ
«Έρημος θα ’ναι όλη η γη-μα τέλος δε θα φέρω.
Πένθος γι αυτά θα έχει η γη κι ο ουρανός σκοτάδι.
Είπα και δεν αλλάζω εγώ. Και πίσω δε θα κάνω
Απ’ το σκοπό που έβαλα. Από φωνή του ιππέα
Κι από του τόξου τέντωμα εχάθηκε όλη η χώρα.
Χωθήκανε στα σπήλαια, κρυφτήκανε στα δάση,
Σε βράχους ανεβήκανε, την κάθε πόλη αφήσαν-
Κανείς δεν μένει πια σ’ αυτές. Και συ τι πια θα κάνεις;
Κι αν θα φορέσεις κόκκινα κι αν στολιστείς χρυσάφι
Κι αν βάψεις και τα μάτια σου, μάταιος ο στολισμός σου:
Σ’ εγκαταλείπουν οι εραστές. Γυρεύουν τη ζωή σου.
ΙΕΡΕΜΙΑΣ
Να ξεφωνίζει άκουσα σαν να κοιλοπονάει
Πάνω στο πρώτο της παιδί. Κι αδύναμη θα γίνει
Η φωνή της κόρης της Σιών, παράλυτα τα χεριά,
Κι «αλλίμονο εγώ», θα πει, «χωρίς ψυχή έχω μείνει
Απ' όσους μου σκοτώθηκαν».
5. Τα αίτια του κακού
Ο ΚΥΡΙΟΣ
Στους δρόμους της Ιερουσαλήμ πάτε και τριγυρίστε
Και ψάχτε στις πλατείες τους να βρείτε αν υπάρχει
Κάποιος που λέει πως έφταιξε και που ζητάει πίστη
Και τότε, λέει ο Κύριος, θα τόνε συγχωρήσω.
V2-V18
ΙΕΡΕΜΙΑΣ
"Ζει Κύριος" λένε. Τι μ' αυτό αν ψεύτικο όρκο παίρνουν;
Κύριε, πάντα τα μάτια σου βλέπουνε την αλήθεια.
Εσύ τους εμαστίγωσες και κείνοι δεν πονέσαν.
Παιδέματα τους έδωσες κι αυτοί δεν διδαχτήκαν.
Από την πέτρα πιο σκληρή έγινε η καρδιά τους
Και πίσω δε γυρίσανε. Ίσως φτωχοί είναι, είπα,
Κι έτσι μη όντας δυνατοί, τον δρόμο του Κυρίου
Και την αλήθεια του θεού αυτοί δεν τη γνωρίσαν.
Ας πάω προς τους πλούσιους-σε κείνους ας μιλήσω
Γιατί αυτοί γνωρίσανε το δρόμο του Κυρίου
Και την αλήθεια του θεού. Μα να, με μία γνώμη
Σπάσαν κι εκείνοι τον δεσμό και τους αρμούς σύντριψαν
Γιατί όρμησε απάνω τους λιοντάρι από το δάσος,
Και λύκος ως το σπίτι τους τούς έχει αφανίσει
Και πάνω από τις πόλεις τους παραφυλάει παρδάλι.
Κι όλοι όσοι έρχονται από κει θα κατασπαραχτούνε.
Γιατί με την ασέβεια τους το ’χουνε παρακάνει
Κι οι αποστασίες πλήθυναν.
Ο ΚΥΡΙΟΣ
Γι αυτά που έχουν γίνει
Πώς να σε συγχωρήσω εγώ; Μ’ αφήσαν τα παιδιά μου
Και όρκο παίρνουνε σ’ αυτούς όπου θεοί δεν είναι.
Εγώ ψωμί τους χόρτασα και μοίχευαν εκείνοι.
Και πήγαιναν και μένανε μες στων πορνών τα σπίτια.
Ακόλαστα άλογα έγιναν και πήγαιναν καθένας
Και στη γυναίκα τ’ αλλουνού χλιμίντριζε από πίσω.
Λοιπόν ετούτα να τα δω δεν πρέπει; είπε ο Κύριος,
Κι εκδίκηση από λαό τέτοιονε να μην πάρω;
Πάτε στους προμαχώνες τους και ρίξετέ τους κάτω
Μα όχι ως το τέλος τους. Αφήστε τα θεμέλια
Γιατί στον Κύριο ανήκουνε. Γιατί, λέει ο Κύριος,
Του Ισραήλ απίστησε βαριά σε μένα ο οίκος
Κι ο οίκος Ιούδα ψέματα στον Κύριό του είπε.
Κι είπαν: Δεν είναι-όχι- έτσι αυτά. Κακά δε θα μας βρούνε.
Δεν πρόκειται να δούμε εμεις μαχαίρι ούτε πείνα.
Κενοί ήταν οι προφήτες μας και του Κυρίου ο λόγος
Μέσα τους δεν βρισκότανε. Γι αυτό λέει ο Κύριος
Αυτά ο παντοκράτορας: Αυτά επειδή τα λόγια
Έχετε πει, γι αυτό εγώ τους λόγους μου έχω δώσει
Να ’ναι φωτιά στο στόμα σου κι ο λαός ετούτος ξύλα
Και να τον φάει η φωτιά. Και να! εγώ θα φέρω
Ένα έθνος από μακριά, επάνω να χιμήξει
Στον οίκο, λέει ο Κύριος, του Ισραήλ. Ένα έθνος
Που θα σας είναι άγνωστη η γλώσσα που μιλάει.
Και θα ’ναι όλοι δυνατοί. Και θα σας καταφάνε
Το θέρισμα και το ψωμί, τους γιους σας και τις κόρες,
Θα σας καταβροχθίσουνε πρόβατα και μοσχάρια
Θα φαν τους αμπελώνες σας, τα σύκα, τις ελιές σας,
Κι από μαχαίρι τις γερές πόλεις σας θα περάσουν
Που πάνω τους πιστεύατε. Μα και τις μέρες κείνες
Δε θα ’ρθει η συντέλεια σας, ο Κύριος θεός σου λέει.
V19-VI3
Κι όταν θα πουν «γιατί έκανε ο Κύριος και θεός μας
Σε μας αυτά όλα;», να τους πεις, «όπως θεούς στη γη σας
Ξένους υπηρετήσατε, έτσι σε ξένα τώρα
Θα υπηρετήστε αφεντικά, σε χώρα όχι δική σας.
Πέστε τα αυτά στου Ιακώβ τον οίκο, κι ας τ’ ακούσει
Και του Ιούδα η γενιά. Άνθρωποι εσείς ακούστε,
Ανόητοι κι αναίσθητοι, που ενώ έχετε μάτια
Δε βλέπετε, κι έχετε αυτιά μα όμως δεν ακούτε-
Μπροστά μου δε θα τρέμετε; Δε θα με φοβηθείτε;
Ο Κύριος λέει, εμένανε, που έβαλα την άμμο
Για σύνορο της θάλασσας αιώνιο να υπάρχει-
Που όσο τον κόσμο κι αν χαλά δε θα το ξεπεράσει;
Ναι, κι ας λυσσούν τα κύματα, δε θα το ξεπεράσει…
Όμως εκείνος ο λαός μιαν ανυπάκουη έχει
Κι επαναστάτισσα καρδιά: παρέκλιναν και φύγαν.
Δεν είπαν: φόβο ας έχουμε στον Κύριο και θεό μας
Που τη βροχή την πρώιμη και όψιμη μας δίνει
Του θερισμού όπως τη μεστή έχει προστάξει ώρα
Και τη βαστάει κάθε χρόνιά... Οι άνομές σας πράξεις
Σάς ξεστρατίσαν απ’ αυτά. Κι ό,τι καλό σάς ήταν
Οι αμαρτίες που κάνατε το διώξαν μακριά σας.
Γιατί ασεβείς ανάμεσα βρέθηκαν στο λαό μου
Που με παγίδες γύρευαν ανθρώπους ν' αφανίσουν.
Και πράγματι τους πιάσανε.
Κι όπως γεμίζει με πουλιά όταν στηθεί η παγίδα
Έτσι τα σπίτια, κι αυτωνών είναι γεμάτα δόλο.
Για τούτο κι επλουτίσανε κι εγίνανε μεγάλοι
Και με του δίκιου σύμφωνα δεν έκριναν το νόμο.
Κι αδικοκρίναν ορφανά και χήρες αδικήσαν.
Τέτοια φερσίματα εγώ μπορώ να τα ξεχάσω;
Και δε θα πάρει εκδίκηση η ψυχή μου, λέει ο Κύριος,
Από λαό καθώς αυτός;
Πράξεις φριχτές κι απρόσμενες πάνω στη γη γινήκαν.
Λένε στις προφητείες τους ψέματα οι προφήτες
Κι οι ιερείς τα χέρια τους χτυπάν το ’να με τ’ άλλο.
Και έτσι όπως γίνεται τ’ αρέσει του λαού μου.
Τί άλλο πια θα κάνετε;
6. Η Ιερουσαλήμ θα πέσει σε μαρτύρια
Παιδιά εσείς του Βενιαμίν βάλτε φτερά στα πόδια
Κι από την Ιερουσαλήμ μακριά πολύ φευγάτε.
Και η φωνή της σάλπιγγας στη Θεκουέ ας ηχήσει
Και πάνω απ’ τη Βαιθαρεχμά καπνού σημάδι υψώστε.
Γιατί κακά από το Βορρά φτάνουνε όπου να ’ναι
Κι έρχεται μέγας συντριμμός. Και το ύψος θα μικρύνει
Της θυγατέρας της Σιών. Βοσκοί σ’ αυτήν θα πάνε
Μαζί με τα κοπάδια τους και γύρω της θα κάνουν
Με τις σκηνές τους έναν κλοιό και θα ποιμάνουν τότε
Καθένας με το χέρι του.
VI4-VI15
ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ
Ενάντια τους για πόλεμο-εμπρός-ετοιμαστήτε.
Σ’κωθείτε κι ας ανέβουμε πάνω της μεσημέρι.
Ο ΛΑΟΣ
Αλίμονό μας. Έγειρε το πρόσωπο της μέρας.
Οι σκιές της πάνε- χάνονται.
ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ
Εμπρός λοιπόν, σ’κωθείτε
Κι ας την ξεθεμελιώσουμε ορμώντας της τη νύχτα.
Γιατί έτσι λέει ο Κύριος.
Ο ΚΥΡΙΟΣ
'Ρημώστε τη από δέντρα.
Ορμήστε στην Ιερουσαλήμ μ' όλη τη δύναμή σας.
Ψεύτικη πόλη. Πάνω της όλη η τυράγνια πέφτει.
Όπως ο λάκκος το νερό κρυώνει, έτσι και κείνη
Την κρυώνει η αμαρτία της. Η δυστυχιά κι η ασέβεια Παντοτινοί της σύντροφοι.
Με βούρδουλα Ιερουσαλήμ και πόνους συμμορφώσου
Γιατί θα πάρω μακριά από σένα την ψυχή μου.
Πρόσεχε μη ακατοίκητη κι έρημη γη σ’ αφήσω.
Γιατί έτσι λέει ο Κύριος: καθώς όσοι τρυγάνε
Γυρίζουνε τα χέρια τους πάνω από το καλάθι
Το ίδιο κάνοντας και σεις, ως κι απ’ τ’ αποτρυγίδια
Το Ισραήλ γυμνώστε το.
ΙΕΡΕΜΙΑΣ
Σε ποιόνε να μιλήσω;
Σε ποιόν να παραπονεθώ κι εκείνος να μ’ ακούσει;
Γιατί αυτιά έχουν άπιστα και δεν μπορούν ν' ακούνε.
Μια κατηγόρια είναι γι αυτούς ο λόγος του Κυρίου-
Δε θέλουνε να τον ακούν.
Ο ΚΥΡΙΟΣ
Κι έχω γεμίσει από θυμό, γιατί τόνε κρατάω
Και δεν τους εκατάστρεψα ν’ αφανιστούν τελείως.
Σε νέους και σ’ ανήλικα όμως θα τον ξεχύσω
Και θα πιαστεί απ' αυτόν μαζί κι ο άντρας κι η γυναίκα,
Μεσόκοποι και γέροντες. Και σπίτια και χωράφια,
Και οι γυναίκες τους μαζί, σε άλλους θα δοθούνε.
Γιατί το χέρι μου εγώ-να!-πάνω απ' τους ανθρώπους
Που κατοικούν σ’ αυτή τη γη θ’ απλώσω, είπε ο Κύριος.
Γιατί από τον πιο μικρό μέχρι τον πιο μεγάλο
Όλοι ανομίες κάνανε. Μια απάτη ήταν όλοι.
Ψευτοπροφήτες κι ιερείς. Στον άρρωστο λαό μου
φέρονταν σαν ασήμαντη να ’ταν η αρρωστιά του.
Και, "ειρήνη.. ειρήνη…», έλεγαν. Μα που ’ναι η ειρήνη;
Ντράπηκαν γιατί αστόχησαν. Αλλά και η ντροπή τους
Πραγματική δεν ήτανε. Το αίσχος τους δεν το ξέρουν
Γι αυτό και όταν πέσουνε για τα καλά θα πέσουν.
Κι όταν εγώ θα ’ρθώ εκεί, εκείνοι θα χαθούνε.
Κι είπε ακόμα ο Κύριος: Σταθείτε και κοιτάξτε
Ποιοι είναι οι αιώνιοι οι δρόμοι του Κυρίου.
Βρείτε το δρόμο τον καλό και πάνω του βαδίστε.
VI16-VII3
Και τότε τον εξαγνισμό θα βρείτε στις ψυχές σας.
Και, «δε θα περπατήσουμε», είπαν, «σ’ αυτό το δρόμο».
Και φύλακες σας έβαλα που «τη φωνή ακούστε»
Σας έλεγαν «της σάλπιγγας». Κι είπατε «δεν ακούμε».
Και τ’ άκουσαν κι οι άρχοντες αυτό, και οι λαοί τους.
Γη τώρα άκουσε και συ. Να! Συφορές θα ρίξω
Πάνω σε τούτον το λαό-αυτό σ’ αυτούς αξίζει
Γιατί επαναστάτησαν. Γιατί σ’ αυτά που είπα
Δεν πρόσεχαν-κι απόρριψαν το νόμο το δικό μου.
Τάχα γιατί μου φέρνετε από το Σαββά λιβάνι
Κι από τα πέρατα της γης μου φέρνετε κανέλλα;
Δεκτά δεν γίνονται από με τα σφάγια των βωμών σας
Ούτε οι θυσίες ευχάριστες που κάνετε μου είναι.
Γι αυτό και, λέει ο Κύριος, να! στο λαό ετούτο
Θα δώσω αρρώστια μια εγώ-και θ' αρρωστούν αντάμα
Και οι πατέρες και οι γιοι. Φίλος θα χάνει φίλο
Και γείτονας το γείτονα.
Να! έρχεται από Βορρά λαός, λέει ο Κύριος,
Και έθνη θα ξεσηκωθούν από της γης τα μάκρη.
Τόξο και λόγχη θα κρατούν. Και φοβεροί θα είναι.
Κι έλεος δε θα δείξουνε. Και θα ηχεί η φωνή τους
Σαν βουητό της θάλασσας. Και θα παραταχτούνε
Σαν φλόγα πάνω στ’ άρματα και στ’ άλογα επάνω
Και, θυγατέρα της Σιών, πόλεμο θα σ’ ανοίξουν.
ΛΑΟΣ
Γι αυτούς όταν εμάθαμε μας κόπηκαν τα χέρια.
Θλίψη μας επερίζωσε και πόνοι σαν της γέννας.
Ο ΚΥΡΙΟΣ
Στους δρόμους μη βαδίζετε. Μην πάτε στα χωράφια.
Γιατί τα ξίφη του εχθρού σας έχουνε κυκλώσει.
ΙΕΡΕΜΙΑΣ
Του λαού μου θυγατέρα εσύ, με σάκο περιζώσου
Σκόρπισε στάχτες πάνω σου κι οικτρό αρχίνα θρήνο
Σαν πρόσωπο να έχασες αγαπητό. Γιατί αίφνης
Μεγάλη μία συφορά επάνω σου θα πέσει.
Ο ΚΥΡΙΟΣ
Σε όρισα δοκιμαστή ανάμεσα σ’ ανθρώπους
Που έχουνε δοκιμαστεί. Γι αυτό μπορείς να ξέρεις
Ότι καλά εξέτασα τους δρόμους που ’χουν πάρει.
ΙΕΡΕΜΙΑΣ
Όλοι είναι ανυπάκουοι. Δρόμο στραβό επήραν.
Σίδερο είναι και χαλκός. Όλοι είναι διεφθαρμένοι.
Δεν έχει φυσερό η φωτιά. Μόλυβδος δεν υπάρχει.
Ο σιδεράς ματαιοπονεί: η κακία τους δε σβήνει.
Με χρήμα παρομοιάστε τους που αξία πια δεν έχει
Γιατί όλη την αξία τους ο Κύριος τους την πήρε.
7. Για το τέμπλο του ναού
Όλοι οι Ιουδαίοι ακούσετε το λόγο του Κυρίου.
Ο θεός και Κύριος του Ισραήλ αυτά τα λόγια λέει:
«Αλλάξετε τους δρόμους σας, αλλάξτε τις βουλές σας,
Και θα σας βάλω εγώ σ’ αυτόν να μείνετε τον τόπο.
VII4-VII22
Πίστη σε λόγια ψεύτικα μη δώστε, γιατί διόλου
Δε θα σας ωφελήσουνε. Μη λέτε «ναός Κυρίου…
Ναός Κυρίου είναι αυτός».
Κι αν δρόμους πάρετε σωστούς κι αν τακτική αλλάξτε
Κι αν κρίνετε τις διαφορές δίκαια των ανθρώπων
Κι αν ξένον, χήρα ή ορφανό δεν τους καταπιέστε
Κι αθώο αίμα δε χύσετε σ’ αυτόν εδώ τον τόπο
Κι αν από πίσω από θεούς ξένους δεν περπατήστε-
Κάτι που θα σας έβλαφτε-τότε σ’ αυτό το μέρος
Θα κάνω εγώ να μείνετε, στη γη που από αιώνες
Έδωσα στους πατέρες σας για πάντοτε δική σας.
Αλλά σε λόγια ψεύτικα σεις έχετε πιστέψει
Που ωφέλεια δε σας φέρανε. Κι είστε μοιχοί και κλέφτες.
Ψέματα ορκιζόσαστε και είστε δολοφόνοι.
Τη Βάαλ θυμιατίζατε και πήρατε από πίσω
Ξένους θεούς, χωρίς καλά να ξέρετε ποιοί είναι-
Κάτι που ειν’ άσχημο για σας. Και ήρθατε στο σπίτι
Που τ’ όνομά μου του ’δωσα, σταθήκατε μπροστά μου
Κι είπατε: δε θα κάνουμε στο μέλλον τέτοια αίσχη.
Μην είναι σπήλαιο ληστών για σας αυτό το σπίτι
Που τ’ όνομά μου του ’δωσα; Γιατί εγώ έτσι βλέπω,
Λέει ο Κύριος. Στη Σηλώ πηγαίνετε, στον τόπο
Που πρώτα πρώτα εγώ σ’ αυτόν έδωσα τ’ όνομά μου
Και δείτε τι έκανα εκεί για τη μεγάλη ασέβεια
Που ’χε ο λαός μου ο Ισραήλ.
Λοιπόν κι εγώ για όλα αυτά που κάνατε τα έργα-
Που σας εμίλησα κι εσείς δεν έχετε ακούσει
Που σας εκάλεσα κι εσείς δεν έχετε απαντήσει
Σ’ αυτόν λοιπόν τον τόπο εγώ που φέρει τ’ όνομά μου
Και που εσείς πιστέψατε-στον τόπο που έχω δώσει
Σε σας και στους πατέρες σας, θα κάνω εγώ τα ίδια
Που έκανα και στη Σηλώ. Θα σας καταφρονήσω
καθώς εκαταφρόνησα τότε τους αδερφούς σας-
Όλο το σπέρμα του Εφραίμ.
Και συ για το λαό αυτόν μη προσευχές μου κάνεις
Έλεος μη ζητάς γι αυτούς, μην εύχεσαι, και ούτε
Να ’ρθεις εδώ πάλι γι αυτούς γιατί δε θα σ’ ακούσω.
Ή μη τι κάνουνε αυτοί στις πόλεις του Ιούδα
Και μες στης Ιερουσαλήμ την πόλη δεν το βλέπεις;
Ξύλα μαζεύουνε οι γιοί, τα καίνε οι πατέρες
Και ζύμη οι γυναίκες τους κάνουν να φτιάξουν πίτες
Για την ουράνια δέσποινα. Και χοΐκές θυσίες
Σε άλλους κάνανε θεούς για να με προκαλέσουν.
Εμένα προκαλέσανε ή μόνο τους εαυτούς τους
Ώστε να ντροπιαστούν αυτοί οι ίδιοι; λέει ο Κύριος.
Γι αυτό κι ο Κύριος λέει αυτά: «Η οργή και ο θυμός μου
Στον τόπο αυτό θα ξεχυθούν, σ’ ανθρώπους και σε ζώα
Σ’ όλα τους τα γεννήματα και σ’ όλα τους τα δέντρα
Και θα τα κάψει αλύπητα.»
Αυτά λέει ο Κύριος: «Μαζέψτε τις θυσίες
Και τα ολοκαυτώματα και φάτε τα για κρέας.
Γιατί προς τους πατέρες σας εκείνη την ημέρα
Που από της Αίγυπτος εγώ τους έβγαλα τη χώρα
VII22-VIII2
Διόλου δεν τους εμίλησα κι ούτε εντολή έχω δώσει
Ούτε για ολοκαυτώματα ούτε και για θυσίες
Παρά σε κείνους είχα πει: Το λόγο μου αν τηρήστε
Τότε θεός σας θα ’μαι εγώ και θα ’στε ο λαός μου.
Και σ’ όσους δρόμους θα σας πω, εκεί αν περπατήστε
Θα ’χετε πάντοτε καλό. Και κείνοι δε μ’ ακούσαν
Και προσοχή δε μου ’δωσαν. Και πορευτήκαν ό,που
Οι φαντασίες της άσεβης τους έλεγαν καρδιάς τους.
Κι αντί μπροστά να περπατούν, πηγαίνουν προς τα πίσω
Αφότου από την Αίγυπτο οι πατέρες τους εβγήκαν
Και μέχρι την ημέρα αυτή. Κι όλους ας έχω στείλει
Τους δούλους, τους προφήτες μου-τους έστειλα να είναι
Κοντά τους βράδυ και πρωί- και πάλι δεν μ’ ακούσαν
Και δε μου δώσαν προσοχή. Κι έχουν τον τράχηλο τους
Απ’ ό,τι οι πατέρες τους περσότερο σκληρύνει.
Κι αυτό το λόγο να τους πεις, ότι γι αυτό το έθνος
Που του Κυρίου τη φωνή δεν άκουσε και ούτε
Προσπάθησε να διορθωθεί, έχει πια η αλήθεια
από το στόμα του χαθεί.
Κούρεψε το κεφάλι σου και πέτα τα μαλλιά σου
Και ας θρηνούν τα χείλη σου γιατί αποδοκιμάζει
Και αποδιώχνει ο Κύριος τη γενεά εκείνη
Που κάνει τέτοια πράγματα. Γιατί οι γιοί του Ιούδα
Κακά, λέει ο Κύριος, έπραξαν ενάντιά μου.
Τα αίσχη τους τα φέρανε για να το μαγαρίσουν
στο σπίτι που ’χει για όνομα τ’ όνομα το δικό μου.
Και χτίσαν στου Ταφέθ ναό, στου γιου του Ενώμ το ρέμα,
Και κει, και γιους και κόρες τους μες στη φωτιά τους ρίχνουν
Πράγμα που ούτε εντολή για τούτο έχω δώσει
Και ούτε το σχεδίασα ποτέ μες στην καρδιά μου.
Γι αυτό, λέει ο Κύριος, Να! Έρχονται ημέρες
Που δε θα λεν «βωμός Ταφέθ» και γιου Ενώμ φαράγγι,
Αλλά"Φαράγγι των Νεκρών", και στο Ταφέθ θα θάφτουν
Γιατί άλλη δε θα μένει γη. Και τα πουλιά θα τρώνε
Του λαού ετούτου τους νεκρούς και τ’ άγρια θηρία.
Και δε θα βρίσκεται κανείς εκεί για να τα διώξει.
Κι από την Ιερουσαλήμ κι από τις πόλεις Ιούδα
Κάθε ευφροσύνης και χαράς φωνή θα τη βουβάνω
Και κάθε μια φωνή γαμπρού και κάθε μία νύφης-
Γιατί όλη η γη θα ’ναι έρημη.
8. Αναισθησία για την αμαρτία
Και, λέει ο Κύριος, τον καιρό εκείνο από τους τάφους
Των βασιλιάδων, τα οστά έξω θα βγουν του Ιούδα,
Και των αρχόντων του τα οστά, τα οστά των ιερέων,
Και τα οστά των προφητών, και τα οστά εκείνων
Που μένουν στην Ιερουσαλήμ, και κάτω από τον ήλιο
Κι απ’ τη σελήνη θ’ απλωθούν, και κάτω από τ’ αστέρια
Και τ’ ουρανού τα πνεύματα-κάτω απ’ όσα εκείνοι
Λάτρεψαν κι υπηρέτησαν και πήραν από πίσω,
VIII2-VIII19
Και είχαν αφοσιωθεί και είχαν προσκυνήσει.
Κι ούτε ποτέ θα μαζευτούν και ούτε θα ταφούνε
Αλλά στης γης το πρόσωπο παράδειγμα θα είναι
Σε όσους απομείνουνε απ’ τη γενιά εκείνη
Όπου εγώ κι αν εξόριστους να ζήσουν θα τους στείλω,
Γιατί αντί για τη ζωή το θάνατο διαλέξαν.
Γιατί, λέει ο Κύριος Μη εκείνος όπου πέφτει
Αυτός και δε σηκώνεται; Ή μη αυτός που φεύγει
Πίσω αυτός δεν έρχεται;-γιατί έφυγε ο λαός μου
Μία φευγάλα όλο ντροπή, και μείνανε σ’ ό,τι είπαν
Και πίσω να γυρίσουνε δε θέλησαν. Προσέξτε-
Αφουγκραστήτε: δε μιλούν. Κι άνθρωπος δεν υπάρχει
Για τη μεγάλη ασέβεια του να δείξει μεταμέλεια
Και να ’λεγε: «τί έκανα!» Ξέκοψε ο δρομέας
Από τον δρόμο που τραβά, όμοια καθώς ξεκόβει
Το ιδρωμένο τ’ άλογο απ’ το χλιμίντρισμά του.
Ο πελαργός στον ουρανό την ξέρει τη σειρά του.
Ίδια τ’ αγριοχελίδονο, ίδια και το τρυγόνι.
Και τα σπουργίτια ξέρουνε την ώρα να γυρίσουν.
Μον’ ο λαός μου τις βουλές δεν ξέρει του Κυρίου.
Και πώς θα πείτε ότι "σοφοί εμείς έχουμε γίνει"
Κι ότι "μαζί μας έχουμε το νόμο του Κυρίου";
Ματαίως γράφει ψέματα των γραμματέων η πέννα.
Ντροπή ενιώσαν οι σοφοί και γέμισαν με φόβο.
Κι αλώθηκαν. Κι αυτό γιατί το νόμο του Κυρίου
Τον απορρίψαν. Ποιά λοιπόν σοφία σ’ αυτούς υπάρχει;
Γι αυτό και τις γυναίκες τους σε άλλους θα τις δώσω,
Κι όσα χωράφια έχουνε, σε κληρονόμους άλλους,
Εκείνοι να ’χουν τη σοδειά δική τους", λέει ο Κύριος.
Γιατί σταφύλια δε θα βρεις στ αμπέλια, ούτε σύκα
Θα βρεις επάνω στις συκιές. Κι όλα, στη γη τα φύλλα.
ΛΑΟΣ
Γιατί έτσι καθόμαστε; Εμπρός, ας μαζευτούμε
Κι ας μπούμε μες στις οχυρές τις πόλεις. Κι εκεί πέρα
Ήσυχοι ας κάτσουμε γιατί ο θεός πια δε μας θέλει
Και μας επότισε χολή-γιατί έχουμε αμαρτήσει.
ΙΕΡΕΜΙΑΣ
Για ειρήνη μαζευτήκαμε, αλλά καλό κανένα.
Και για να γιατρευτούμε αλλά, να! πάλι αγωνίες.
Ο ΚΥΡΙΟΣ
Το φρύαγμα των αλόγων του από τον Δαν θα φτάσει.
Από τα χλιμιντρίσματα η γη τραντάχτηκε όλη.
Και θα ’ρθει και θα φάει τη γη μ’ ότι επάνω έχει
Στην πόλη μ’ όσους μέσα της μένουνε. Και θα στείλω
φίδια σε σας φαρμακερά που δε θα ξεγελιούνται
Και θα σας θανατώνουνε με τον μεγάλο πόνο
Της ξεπνεμένης σας καρδιάς.
ΙΕΡΕΜΙΑΣ
Να! Από χώρα μακρινή της κόρης του λαού μου
Ακούω τα ξεφωνητά. Κύριος στη Σιών δεν είναι;
ΛΑΟΣ
Μα ο θεός μες στη Σιών-εκεί αυτός δεν είναι;
Ή βασιλιάς δεν είναι εκεί;
VIII19-IX10
Ο ΚΥΡΙΟΣ
Γιατί μ’ έχουν θυμώσει
Με τα γλυπτά τους και μ’ αυτά τα μάταια και ξένα.
ΛΑΟΣ
Το καλοκαίρι πέρασε, το θέρισμα έχει γίνει
Και μεις δεν εσωθήκαμε.
ΙΕΡΕΜΙΑΣ
Ζαλίστηκα στο συντριμμό της κόρης του λαού μου. Καταστενοχωρήθηκα, κι είχα μεγάλους πόνους
Όπως γυναίκα που γεννά.
Ρητίνη δεν υπάρχει
Στο Γαλαάδ; Ή μη γιατρό δεν έχουν εκεί πέρα;
Γιατί δε βρίσκει γιατρειά η κόρη του λαού μου;
9. Ο Ιερεμίας θρηνεί για το λαό του
Ποιος στο κεφάλι μου νερό θα δώσει-ποιός θα κάνει
Πηγή δακρύων τα μάτια μου να κλαίνε νύχτα μέρα
Για το λαό μου αυτόν εδώ και για τους τραυματίες
Που έχει η θυγατέρα του;
Ποιος μακριά στην έρημο καλύβι θα μου δώσει
Να μείνω εκεί και το λαό αυτόν να τον αφήσω;
Γιατί όλοι τους μοιχεύονται. Απίστων είναι όχλος.
Όπως το τόξο έχουνε τη γλώσσα τεντωμένη.
«Το ψέμα εκεί περίσσεψε και όχι η αλήθεια.
Κι από κακό σ’ άλλο κακό πηγαίνουν», λέει ο Κύριος.
"Κι εμένα δε με γνώρισαν. Ας φυλαχτεί καθένας
Από το γείτονα, και μη στον αδερφό πιστεύει
Γιατί ο κάθε αδερφός θα τον κατασυντρίψει.
Και κάθε φίλος θα φερθεί με πονηριά στο φίλο
Και ο καθείς το φίλο του θα τόνε κοροϊδέψει.
Και την αλήθεια δε θα πει, γιατί να ψεματίζει
Έμαθε πια η γλώσσα τους. Kι έχουνε αδικήσει
Και διακοπή δεν έκαναν ώστε να επιστρέψουν.
Τόκο στον τόκο βάζουνε και δόλο απά’ στο δόλο.
Δε θέλαν», είπε ο Κύριος, "εμένα να γνωρίσουν!»
Γι αυτό λέει ο Κύριος ετούτα: "Θα τους βάλω
Μες σε καμίνι φλογερό για να τους τυραννήσω.
Κι αυτό για την κακοήθεια της κόρης του λαού μου.
Η γλώσσα έγινε σ’ αυτούς σαν βέλος που πληγώνει.
Καθένας στον πλησίον του ειρηνικά μιλάει
Κι έχει την έχθρα μέσα του. Για όλα αυτά δεν πρέπει
Εγώ να τους επισκεφτώ;" ο Κύριος λέει",-δεν πρέπει
Σ’ ένα λαό καθώς αυτός εκδίκηση να πάρω;
Κλάψετε σεις για τα βουνά, και για τα μονοπάτια
Της έρημος θρηνήσετε. Γιατί ερημωθήκαν-
Άνθρωποι δεν υπάρχουν πια. Και δεν ακούεται πλέον
ΙΧ10-ΙΧ26
Φωνή ζωής απ’ τα πτηνά ούτε από τα κτήνη.
Χτυπήθηκαν και φύγανε. Θα διώξω τους κατοίκους
Από την Ιερουσαλήμ, και μέρος θα την κάνω
Που μένουνε οι δράκοντες. Και έρημες τις πόλεις
Και ακατοίκητες εγώ θα κάνω του Ιούδα.
Ποιός άνθρωπος έχει μυαλό ώστε να καταλάβει-
Που απ' του Κυρίου έφτασε σ' αυτού το στόμα ο λόγος-
Για να σας πει η αίτια ποια είναι που η χώρα εχάθη-
Που κάηκε σαν έρημος και πια δεν περπατιέται;»
Και μου ’πε ο Κύριος: «Επειδή τον νόμο αγνοήσαν
Που έχω δώσει εγώ σ’ αυτούς και διόλου δε μ’ ακούσαν
Μα πίσω περπατήσανε απ’ αυτούς που η καρδιά τους
Είχε διαλέξει η πονηρή, κι από είδωλα από πίσω
Που από τους πατέρες τους μάθανε να λατρεύουν
Γι αυτό κι ο Κύριος και θεός του Ισραήλ λέει τούτα:
Και να! Με βάσανα εγώ θα τους ταΐσω εκείνους.
Θα τους ποτίσω δάκρυα. Και θα τους διασκορπίσω
Στα έθνη μέσα-σ’ εκείνους που ούτε αυτοί τους ξέραν
Ούτε και οι πατέρες τους. Και πάνω τους μαχαίρι
θα στείλω, ώσότου όλους τους να τους εξολοθρεψει."
Αυτά λέει ο Κύριος: αλέσετε να ’ρθούνε
Γυναίκες που μοιρολογούν. Και στις σοφές γυναίκες
Στείλτε να πούνε τα σοφά τα λόγια τους και κείνες.
Και θρήνο ας πιάσουνε για σας και δάκρυα ας τρέχουν
Τα μάτια σας κι ας στάζουνε ιδρώ τα βλέφαρα σας
Γιατί φωνή από τη Σιών λυπητερή ακουστή:
Πως γίναμε πανάθλιοι! Πώς η ντροπή μας πνίγει!
Γιατί τη χώρα αφήσαμε κι έχουμε εγκαταλείψει
Τ’ άγια της τα σκηνώματα! Ακούσετε γυναίκες
Το λόγο τώρα του θεού και ας δεχτούν τ’ αυτιά σας
Τα λόγια από το στόμα του. Το μοιρολόι διδάξτε
Στις κόρες σας, και καθεμιά στην άλληνε το θρήνο.
Γιατί εμπήκε ο θάνατος απ’ τα παράθυρά σας.
Απ’ τις αυλές σας έχει ερθεί τα νήπια σας να πάρει
Κι απ’ τις πλατείες τους νέους σας. Τ’ ανθρώπινα κουφάρια
θα μείνουν για παράδειγμα στο πρόσωπο της γης σας
Σαν χόρτο που απ’ το θεριστή ξοπίσω απομένει.
Και ούτε που θα βρίσκεται κανείς να το μαζέψει.
Αυτά λέει ο Κύριος: Μη ο σοφός καυχιέται
Για τη σοφία του και μη ο ισχυρός καυχιέται
Για την ισχύ του και να μη ο πλούσιος καυχιέται
Για όσα πλούτη απόκτησε. Αν θέλουν να καυχιώνται
Για τούτο μόνο ας καυχηθούν: πως ένιωσαν και ξέρουν
Οτι εγώ είμ’ ο Κύριος που κρίσι κι έλεος κάνει
Και δικιοσύνη πα’ στη γη. Γιατί το θέλημα μου
Αυτό ’ναι, λέει ο Κύριος.
Οι μέρες που θα επισκεφτώ, λέει ο Κύριος όλους-
Και κείνους που περιτομή κάναν, κι όσους δεν κάναν
Έρχονται. Και την Αίγυπτο, κι Εδωμ, και Ιδουμαία,
Τους γιους Αμμών, τους γιους Ίωάβ και όλους όσους κόβουν
Τις τρίχες του προσώπου τους στην έρημο που μένουν.
Γιατί ενώ απερίτμητη τη σάρκα έχουν τα έθνη
Οι οίκοι όλοι του Ισραήλ έχουνε την καρδιά τους.
Χ1-Χ21
Μαστίγωμα της ειδωλολατρείας
Ο οίκος συ του Ισραήλ ακούσετε τα λόγια
Που λέει σε σας ο Κύριος.
Αυτά λέει ο Κύριος: Μη από έθνη άλλα
τους δρόμους τους μαθαίνετε. Και από τα σημάδια
μη φοβηθήτε τ’ ουρανού, όπως φοβούνται εκείνα.
Μάταια τα ήθη των λαών. Πήραν κομμάτια ξύλα
Που από του δάσους έκοψε το δέντρο ο ξυλοκόπος
Και με χρυσό και άργυρο λιωμένο τα ομορφήναν
Και με σφυριά και με καρφιά τα ’χουνε στερεώσει.
Και ό,που αν τα βάλουνε, εκεί εκείνα μένουν.
Άργυρος είναι τορνευτός-ποτέ δε θα βαδίσουν-
Άργυρος είναι πρόσθετος απ’ τη Θαρσίς φερμένος
Και ο χρυσός απ’ τη Μωφάζ. Και χέρια χρυσοχόων
Και τεχνιτών τα φτιάξανε όλα. Και τάχουν ντύσει
Πορφύρα και υάκινθο. Υψώνονται, αν τα υψώσεις-
Μόνα δεν ανεβαίνουνε. Αυτά μην τα φοβάστε
Γιατί ούτε κάνουνε κακό, ούτε καλό κάτι έχουν.
Έτσι σ' αυτούς να πείτε: θεοί, που όπως αυτοί δεν έχουν
Πλασμένα γη και ουρανό, πάνω στη γη θα σβήσουν
Κάτω απ' αυτό τον ουρανό. Ο Κύριος ειν' εκείνος
Που δημιούργησε τη γη με την ισχύ που έχει
Και που με τη σοφία του τον κόσμο έχει πλάσει,
Που με τη φρονιμάδα του τον ουρανό έχει απλώσει
Κι άφθονο του ’βαλε νερό κι έχει τα νέφη φέρει
Από τα πέρατα της γης και αστραπές ανάβει
Που τη βροχή μας φέρνουνε. Κι από τους θησαυρούς του
Έβγαλε φως. Κάθε άνθρωπος διόλου δεν έχει γνώση.
Για τα γλυπτά του εντράπηκε ο κάθε χρυσοχόος
Γιατ’ είναι ψεύτικα-φωνή μέσα τους δεν υπάρχει.
Μια ματαιότητα ειν’ αυτά και μία κοροϊδία.
Όταν θα το θελήσω εγώ κι εκείνα θα χαθούνε.
Μα το μερίδιο του Ιακώβ δεν είναι όπως εκείνων.
Γιατί αυτός που έπλασε τα πάντα, αυτός και είναι
Εκείνου η κληρονομιά-και Κύριος τ' όνομα του.
ΙΕΡΕΜΙΑΣ
Μασ’ την περιουσία σου που ’χει σκορπίσει έξω
Ω! Συ! Που μες στους διαλεχτούς έχεις την κατοικιά σου.
Ο ΚΥΡΙΟΣ
Γιατί, (λέει ο Κύριος), ιδού! Εγώ βυθίζω
Στη θλίψη μέσα όσους αυτή τη χώρα κατοικούνε
Ώστε η πληγή σου να φανεί.
ΛΑΟΣ
Στη συντριβή μου-αλίμονο-οδυνηρή η πληγή μου.
Και σκέφτηκα: αληθινά, αυτό το τραύμα μου είναι
Κι αυτό και μ’ εξουθένωσε. Τσάκισε η σκηνή μου-
Εχάθηκε. Ξεσκίστηκαν τελείως οι προβιές μου.
Πια πάνε-δεν υπάρχουνε τα πρόβατα κι οι γιοί μου.
Τόπο να στήσω πια σκηνή δεν έχω, ούτε τόπο
Που οι προβιές μου ν’ απλωθούν…
ΙΕΡΕΜΙΑΣ
Τον Κύριο δεν εζήτησαν
Γιατί, οι βοσκοί ’ναι άμυαλοι και η νομή εχάθη.
Και σκόρπισαν τα πρόβατα.
X22-ΧΙ12
Ο ΚΥΡΙΟΣ
Και να! Ο ήχος φτάνει
Βουητού μεγάλου, και σεισμός απ’ το Βορρά μεγάλος
Να φέρει τον αφανισμό στις πόλεις του Ιούδα
Και τη φωλιά τους να ’χουνε μέσα τους τα τσακάλια.
ΛΑΟΣ
Γνωρίζω Κύριε, την οδό που ο άνθρωπος βαδίζει
Δεν τήνε διάλεξε αυτός, ούτε άνθρωπος ποτέ του
Πορεία που εχάραξε ο ίδιος θα τραβήξει.
Βάλε μας Κύριε μυαλό, αλλά με ήπια μέσα
Κι όχι μ’ οργή, γιατί από μας λίγους αυτή θ’ αφήσει.
Σε λαούς που δε σε γνώρισαν ξέσπασε το θυμό σου
Και στις γενιές που ακάλεστο έχουνε τ’ όνομά σου.
Γιατί αυτές τον Ιακώβ τον έχουν καταφάει
Και τον ρημάξαν. Κι έχουνε ’ρημώσει τις βοσκές του.
11. Μήνυμα για τη διαθήκη.
ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΕΙΠΩΘΗΚΑΝ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΕΡΕΜΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ, ΛΕΓΟΝΤΑΣ:
"Τους λόγους άκουσε αυτής της συμφωνίας, και πες τους
Σ’ όσους στην Ιερουσαλήμ μένουν, και στους Ιουδαίους
Αυτά ο Κύριος και θεός του Ισραήλ λέει, πες τους: Καταραμένος ο άνθρωπος εκείνος να ’ναι πες τους
Της συμφωνίας αυτής εδώ τα λόγια αν δεν τηρήσει
Που όρισα στους πατέρες σας εγώ, τη μέρα εκείνη
Που έξω τους οδήγησα απ’ τη χώρα της Αιγύπτου
Έξω από την κάμινο τη σιδερένια εκείνη
Κι είπα μιλώντας προς αυτούς: ακούστε τη φωνή μου
Κάνετε όσα θα σας πω και θα ’στε ο λαός μου
Και ο θεός σας θα ’μ’ εγώ, ώστε τον όρκο έτσι
Που έδωσα στους πατέρες σας μια χώρα να τους δώσω
Που θα κυλάει μέσα της το μέλι και το γάλα,
Μια μέρα όπως αυτή εδώ να τόνε ξεπληρώσω".
Και αποκρίθηκα εγώ κι είπα: ας γίνει Κύριε.
Κι είπε σε μένα ο Κύριος: "Διάβασε αυτούς τους λόγους
Έξω από την Ιερουσαλήμ και στις Ιουδαίες πόλεις
Τους λόγους λέγοντας αυτούς ετούτης της διαθήκης:
Ακούστε τους και κάντε τους. Και δεν τους έχουν κάνει".
Και είπε ο Κύριος προς εμέ: "Μία συνωμοσία
Ανάμεσα εξυφάνθηκε στους άντρες του Ιούδα
Και σ' όσους στην Ιερουσαλήμ μένουν. Ξαναγυρίσαν
Στις αδικίες που παλιά κάναν οι προγονοί τους-
Εκείνοι που δε θέλησαν τους λόγους μου ν' ακούσουν.
Και να τους! που επήρανε θεούς από πίσω άλλους
Και δούλοι τους εγίνανε. Και του Ισραήλ ο οίκος
Και του Ιούδα, αγνόησαν αυτή μου τη διαθήκη
Που όρισα στους πατέρες τους".
Για τούτο λέει ο Κύριος: "Να! Συφορές θα φέρω
Εγώ σε τούτον το λαό. Και από κείνες να ’βγουν
Αυτοί δε θα μπορέσουνε. Και μένα θα φωνάξουν
Μα δε θα τους ακούσω εγώ. Κι οι πόλεις του Ιούδα
Κι οι άντρες της Ιερουσαλήμ θα πάνε να φωνάξουν,
Για να σωθούν απ’ τα κακά, τους θεούς που θυμιατίζουν.
Κι αυτοί δε θα τους σώσουνε. Γιατί όσες σου οι πόλεις
XI13-XII5
Τόσοι σου Ιούδα κι οι θεοί. Κι οι δρόμοι της όσοι ήσαν
Και τόσους στην Ιερουσαλήμ βωμούς είχατε στήσει
Τη Βάαλ να θυμιάζετε.
Και συ για τούτον το λαό μη προσευχές μου κανείς
Και μη ζητάς κάτι γι αυτούς μ’ ευχές και παρακάλια
Γιατί όταν με καλέσουνε σαν το κακό τους έβρει
Δε θα τους εισακούσω εγώ. Γιατί η αγαπημένη
Έχει μέσα στο ίδιο μου το σπίτι αμαρτήσει.
Οι ευχές και τ’ άγια κρέατα θα διώξουν από κείνη
Τις αμαρτίες της; Ή τί-με τέτοια θα γλιτώσει;
Ελιά ωραία και σκιερή σ’ ονόμασε ο Κύριος.
Μα θα φουντώσει μια φωτιά και θα σε περιζώσει
Με μια βουή σα θύελλας-και θλίψη θα σου φέρει
Γιατί θα σου είναι τα κλαδιά τελείως αχρηστεμένα.
Ο Κύριος που σε φύτεψε, για την ασέβεια του οίκου
Του Ιούδα και του Ισραήλ, κακά για σένα προείπε-
Για ό,τι ενάντια κάνατε στους ίδιους τους εαυτούς σας
Εμένα εξοργίσατε θυσιάζοντας στη Βάαλ.
Συνωμοσία εναντίον του Ιερεμία. Προφητεία για τους ανθρώπους του Αναθώθ
Κύριε, γνωρίζω ό,τι συ μου δίνεις να γνωρίσω.
Έτσι είδα και τις πράξεις τους. Μα ενώ με οδηγούσαν
Σαν το αρνί το άκακο για το θυσιαστήριο
Εγώ δεν το ’ξερα. Κακά για μένανε υφαίναν
Και λέγαν, ας του βάλουμε φαρμάκι στο φαΐ του
Και από τον κατάλογο των ζωντανών ας λείψει
Ώστε να μην ξανακουστεί ποτέ πια τ’ όνομά του.
Κύριε, που κρίνεις δίκαια, και που καλά γνωρίζεις
Και την καρδιά και το μυαλό, κάνε με ν’ αντικρίσω
Την που θα πάρεις απ’ αυτούς εκδίκηση, γιατί έχω
Σε σένα παραδώσει εγώ τα δικαιώματα μου.
Γι αυτό και λέει στης Αναθώθ ο Κύριος τους ανθρώπους
Που την ψυχή μου θέλουνε και λεν: μη στου Κυρίου
Συ προφητέψεις τ’ όνομα και αν δεν μας ακούσεις
Από τα ίδια μας αυτά τα χέρια θα πεθάνεις:
"Ιδού! Εγώ θα πάω σ' αυτούς: τα νεαρά παιδιά τους
Από μαχαίρι θα χαθούν. Από την πείνα οι κόρες
Κι οι γιοί τους θα πεθάνουνε. Και ούτε θα υπάρχει
Τόπος να πάνε να κρυφτούν. Γιατί σα θα ’ρθει η ώρα
Σ' αυτούς να παρουσιαστώ, τη συφορά θα φέρω
Σ' αυτούς που ζουν στην Αναθώθ".
12. Προσευχή του Ιερεμία και απάντηση του θεού σ’ αυτόν
Δίκαιος είσαι Κύριε, γι αυτό κι εγώ σε σένα
Τολμώ να παρουσιαστώ. Μάλιστα θα μιλήσω
Σε σένα για τις κρίσεις σου. Τους ασεβείς ο δρόμος
Γιατί τους βγάζει σε καλό; Γιατί να ευτυχούνε
Αυτοί που κάνουν προδοσές; Τους φύτεψες-ριζώσαν.
Κάναν παιδιά-καρπίσανε. Στο στόμα τους κοντά είσαι
Μ’ απ’ το μυαλό τους μακριά. Συ με γνωρίζεις Κύριε.
Ξέρεις καλά για σένανε τι σκέφτεται η καρδιά μου.
Για την ήμερα της σφαγής ετοίμασέ τους Κύριε.
Ως ποτέ θα πενθεί η γη; Ως πότε το χορτάρι
Θα το ξεραίνει απα’ στη γη η κακία των ανθρώπων;
XII5-XIII4
Χάθηκαν κτήνη και πτηνά γιατί εκείνοι λέγαν:
Α! Δε θα τους ιδεί ο θεός τους δρόμους τους δικούς μας.
"Τα πόδια σου όλο τρέχουνε και σ’ έχουνε κουράσει.
Πώς μ’ άλογα θα παραβγείς; Κι αν όντας στης ειρήνης
Τον τόπο συ απόκαμες, πώς θ' αντιμετωπίσεις
Του Ιορδάνη τη βοή; Γιατί οι αδερφοί σου
Κι ο οίκος του πατέρα σου κι αυτοί σε κορόιδεψαν-
Κι αυτοί εβόησαν-κι αυτοί πίσω σου μαζευτήκαν
Για να σε κυνηγήσουνε. Καλά κι ας σου μιλάνε,
Μη τους πιστεύεις ούτε αυτούς".
Το σπίτι μου το άφησα και την κληρονομιά μου.
Και την αγαπημένη μου την έχω παραδώσει
Σε κείνους που είναι της εχθροί. Για με η κληρονομιά μου
Λιόντας στο δάσος έγινε κι ενάντια μου βρουχιόταν.
Γι αυτό και την εμίσησα. Μήπως για μένα είναι
Σπήλαιο τάχα ύαινας αυτή η κληρονομιά μου;
Ή μες σε σπήλαιο βρίσκεται; Πηγαίνετε μαζέψτε
Από παντού τ’ άγρια θεριά κι ας έρθουν να τη φάνε.
Πολλοί βοσκοί τ’ αμπέλι μου το ’χουνε καταστρέψει
Και το αγαπημένο μου μολύνανε μερίδιο
Και το ’χουνε απάτητη έρημο καταντήσει.
Εχάθηκε. Αφανίστηκε. Για μένα η χώρα όλη
Έχει τελείως αφανιστεί γιατί άνθρωποι δεν είναι
Που να τους βάλεις στην καρδιά. Μες από της έρημου
Το κάθε πέρασμα ήρθανε και κάναν λεηλασίες.
Γι αυτό από τα ένα της μέχρι το άλλο άκρο
θα καταφάει τη χώρα αυτή μαχαίρι του Κυρίου.
Παντού όπου βρίσκεται ζωή, δε θα υπάρχει ειρήνη.
Ενώ σιτάρι εσπείρανε θερίσανε αγκάθια.
Δε θα τους ωφελήσουνε αυτούς τα μερίδια τους
Κι αντί να καυχηθούν, ντροπή θα νιώσουνε μονάχα
Σαν τους μαλώσει ο Κύριος.
Γιατί λέει ο Κύριος: "Τους πονηρούς γειτόνους
Που θέλουν στην κληρονομιά να βάλουν χέρι, εκείνη
Που στο λαό μου τον Ισραήλ έχω εγώ μοιράσει
Ιδού! Από τη χώρα τους αυτούς εγώ τους παίρνω
Και απ’ ανάμεσα απ’ αυτούς θα βγάλω τον Ιούδα.
Κι αφού τους βγάλω έξω αυτούς, ύστερα θα γυρίσω
Και θα τους δείξω έλεος. Και θα τους βάλω τότε
Καθένα τους να κατοικεί μες στην κληρονομιά του
Και μες στην ίδια του τη γη. Και αν εκείνοι μάθουν
Και του λαού μου πάρουνε το δρόμο, και «ζει Κύριος!»
Σε μένα όρκο πάρουνε, όπως εκείνοι μάθαν
Το λαό μου να ορκίζεται στη Βάαλ, τότε εκείνους
Στο μέσον θα τους βάλω εγώ να στέκουν του λαού μου.
Αλλ’ αν δεν επιστρέψουνε, τότε αυτό το έθνος
Σε τέλεια μια καταστροφή κι ένα χαμό θα δώσω".
13. Η αλληγορία της ζώνης
Αυτά λέει ο Κύριος: "Λινή μια ζώνη πάρε
Και ζωσ’ τη μέση σου μ’ αυτή χωρίς να
τήνε βρέξεις".
Και όπως είπε ο Κύριος επήρα μία ζώνη
Και ζώστηκα στη μέση μου. Κι ο Κύριος μου είπε:
"Πάρε τη ζώνη που ’βαλες στη μέση σου τριγύρω
Και σήκω και περπάτησε και τράβα στον Ευφράτη
XIII5-XIII23
Και κρύψ’ τηνε καλά εκεί σ’ ενός την τρύπα βράχου.»
Και πήγα και την έκρυψα τη ζώνη στον Ευφράτη
Όπως μου είπε ο Κύριος. Πολλές περάσαν μέρες
Κι είπε σε μένα ο Κύριος: «Πήγαινε στον Ευφράτη
Και παρ’ τη ζώνη από κει που σου ’πα να την κρύψεις.»
Και πήγα και στον ποταμό έσκαψα τον Ευφράτη
Και από κει που έκρυψα τη ζώνη τήνε πήρα.
Και να! λιωμένη έστεκε, και χρήσιμη να είναι
Σε τίποτα δεν γίνονταν.
Και του Κυρίου ήρθε σε με ο λόγος λέγοντας μου:
"Αυτά λέει ο Κύριος: Έτσι την περηφάνια
Θα φθείρω της Ιερουσαλήμ εγώ και του Ιούδα.
Και την περφάνια εκεινών θα φθείρω τη μεγάλη
Που να υπακούν δε θέλανε στους λόγους μου-που ξένους
Θεούς ακολουθήσανε και τους υπηρετήσαν
Και τους επροσκυνήσανε. Έτσι και κείνοι θα ’ναι
Όπως η ζώνη αυτή εδώ που ειν’ άχρηστη για όλα.
Γιατί καθώς ταιριάζει αυτή στη μέση των ανθρώπων
Πάνω μου έτσι εκόλλησα τον οίκο, και του Ιούδα,
Και του Ισραήλ, ώστε αυτοί να γίνονταν για μένα
Ένας λαός ονομαστός, και καύχημα, και δόξα.
Και κείνοι δε μ’ ακούσανε.
Και πες στο λαό κάθε ασκός κρασί πως θα γεμίσει.
Κι όταν σου πουν: δεν ξέρουμε κρασί πώς θα γεμίσει
Ο κάθε ασκός, να πεις σ’ αυτούς: Αυτά ο Κύριος λέει:
Ιδού! Με δυνατό κρασί, θα τους μεθύσω εκείνους
Που κατοικούν σ’ αυτή τη γη, και όσους καθισμένους
Γιους του Δαυίδ έχουν αυτοί στο θρόνο βασιλιάδες,
Και τους προφήτες, τους ιερείς, και τον Ιούδα, κι όλους
Που μένουν στην Ιερουσαλήμ. Και θα τους διασκορπίσω
Τον άντρα και τον αδερφό, τους γιους και τους πατέρες
Κι ούτε θα δείξω οίκτο εγώ, και ούτε, λέει ο Κύριος
«θα τους γλιτώσω απ’ το χαμό, ή λύπη εγώ θα νιώσω.
Μην υπερηφανεύεστε. Ακούστε και προσέξτε.
Γιατί ο Κύριος μίλησε. Τον Κύριο δοξάστε
Προτού σε όρη άφωτα το πόδι σας σκοντάψει
Πριν σας γεμίσει σκοτεινιά, κι ενώ φως καρτεράτε
Θανάτου σκιά σας βρει και μες στα σκότη βυθιστείτε.
Κι αν δεν τ’ ακούσετε αυτά, τότε κρυφά η ψυχή σας
θα κλάψει απ’ την περφάνια σας. Και δάκρυα τα μάτια
θα χύνουν, γιατί χάθηκε το ποίμνιο του Κυρίου.
Σε βασιλιά και άρχοντες πέστε: ταπεινωθείτε
Και μη ψηλά σηκώνεστε. Της δόξας το στεφάνι
Έπεσε απ’ το κεφάλι σας. Οι πύλες σας στο Νότο
Έχουν κλειστεί και δεν μπορεί κανείς να τις ανοίξει.
Ο Ιούδας εξορίστηκε. Τα μέλη του όλα φύγαν.
Σήκωσε Ιερουσαλήμ τα μάτια σου. Δες κείνους
Που από τα βόρεια φτάνουνε. Το ποίμνιο που σου ’δόθη
Πού είναι; Τί τα πρόβατα της δόξας σου έχουν γίνει;
Και τί θα έχεις να τους πεις όταν εκεί θα ’ρθούνε
Που συ εκείνους δίδαξες μαθήματα ενάντιά σου;
Όπως γυναίκα που γεννά δε θα πονέσεις τότε;
Κι αν ρωτηθείς "γιατί αυτά μ’ έχουνε βρει εμένα;"
Είναι γιατί αμάρτησες πολύ-ανασηκώθη
Το φόρεμα σου, κι άφησε τις φτέρνες να φανούνε.
Αν γίνει κι ο Αιθίοπας το δέρμα του αλλάξει
XIII23-XIV14
Κι η λιόπαρδη τις βούλες της, τότε και σεις μονάχα
Καλά θα κάνετε αφού κακά έχετε μάθει.
«Σαν φρύγανα στην έρημο που ο αγέρας δέρνει
Έτσι κι εγώ τους σκόρπισα. Αυτόν τον κλήρο έχουν-
Αυτό είναι της απείθειας τους το τίμημα σε μένα».
Λέει ο Κύριος. «Όπως συ μ’ έχεις τελείως ξεχάσει
Και έλπισες στα ψέματα, έτσι κι εγώ μπροστά σου
θα φέρω όσα είναι πίσω σου και θα φανούνε τότε
Μοιχεία κι ατιμία σου και ξεχαλίνωμά σου
Κι η λύσσα της πορνείας σου. Σε όρη τις βρωμιές σου
Και σε πεδιάδες έχω δει. Ιερουσαλήμ αλί σου
Γιατί δεν καθαρίστηκες για να μ’ ακολουθήσεις".
14. Μήνυμα για την ανομβρία
Η Ιουδαία επένθησε. Οι πόλεις της αδειάσαν
Κι η γη κατασκοτείνιασε. Και η κραυγή στα ύψη
Ανέβη της Ιερουσαλήμ. Οι άρχοντες τους νέους
Στείλαν να φέρουνε νερό. Πήγανε στα πηγάδια
Και δεν εβρήκανε νερό κι άδειοι γύρισαν πίσω.
Και να γεννά έπαψε η γη γιατί βροχή δεν είχε.
Κι οι γεωργοί τα χάσανε-καλύψαν τα κεφάλια
Και τα ελάφια γέννησαν και χόρτο δεν εβρήκαν
Κι εγκαταλείψαν τα μικρά. Τ’ άγρια τα γαϊδουράκια
Στα δάση εσταθήκανε, μυρίσαν τον αέρα
Και σβήσανε τα μάτια τους γιατί δε βρήκαν χόρτο.
Οι αμαρτίες που κάναμε ενάντια μας στράφηκαν.
Κύριε, κάνε το καλό σε μας, για τ’ όνομά σου.
Γιατί ενάντια σου πολύ έχουμε αμαρτήσει-
Ναι, αμαρτήσαμε πολύ. Όμως συ είσαι Κύριε
Η απαντοχή του Ισραήλ και συ θα μας γλιτώσεις
Στης συφοράς μας τον καιρό. Γιατί στη γη επάνω
Σαν ξένος έχεις έρθει εσύ, ή σαν κανένας ντόπιος
που ψάχνει για κατάλυμα; Μήπως σαν κάποιος είσαι
Άνθρωπος που έχει κοιμηθεί, ή άντρας γεροδεμένος
Μα να βοηθήσει ανίκανος; Μα είσαι ανάμεσά μας
Και το δικό σου τ’ όνομά το ’χεις σε μας δοσμένο.
Μη μας ξεχάσεις Κύριε.
Για το λαό λέει αυτόν ο Κύριος : «Τους αρέσει
Να ’ναι περιπλανώμενοι. Κι αυτό συνέχεια κάνουν.
Μα ο θεός το πράγμα αυτό δεν το ’χει ευλογήσει
Κι ήρθε ο καιρός να θυμηθούν τ’ άδικα που ’χουν κάνει».
Κι είπε σε μένα ο Κύριος: «Για το καλό ετούτου
Του λαού μη μου προσεύχεσαι. Γιατί και αν νηστέψουν
Τη δέηση που θα κάνουνε δε θα την εισακούσω.
Και αν ολοκαυτώματα μου κάνουν και θυσίες
Δε θα μ' ευχαριστήσουνε. Και πείνα και μαχαίρι
Και θάνατο θα δώσω εγώ σ’ αυτούς, για να χαθούνε».
Κι είπα: «Αιώνιε Κύριε, να! ότι προφητεύουν
Και λένε οι προφήτες τους «μαχαίρι δε θα δείτε
Και πείνα δε θα νιώσετε. Ειρήνη και αλήθεια
Θα δώσω εγώ πάνω στη γη-πάνω σ’ αυτό τον τόπο».
«Ψέματα προφητεύουνε οι προφήτες στ’ όνομά μου»
Είπε σε μένα ο Κύριος. «Ούτε εντολή έχω δώσει,
Ούτε τους μίλησα, ουτ’ εγώ αυτούς τους έχω στείλει.
XIV14-XV8
Μαντείες και οράματα ψεύτικα προφητεύουν
Κι ό,τι τους έρθει στο μυαλό. Και εξηγούν σημάδια.
Γι αυτό, λέει ο Κύριος, για κείνους τους προφήτες
Που λεν πως προφητεύουνε στ’ όνομα το δικό μου
Και που δεν έχω στείλει εγώ, και λένε πως μαχαίρι
Και πείνα η γη δε θα ’δει αυτή, θα πάνε από πείνα
Κι οδυνηρό ένα θάνατο θα ’χουν αυτοί οι προφήτες.
Και ο λαός όπου σ’ αυτόν εκείνοι προφητεύουν
Θα ’ναι στης Ιερουσαλήμ τους δρόμους πεταμένος
Από μαχαίρι όντας κι αυτοί χαμένοι κι από πείνα.
Κι ούτε κανένας θα βρεθεί να θάψει ούτε κείνους
Ούτε και τις γυναίκες τους, τις κόρες ή τους γιους τους.
Όλες τις αμαρτίες τους πάνω τους θα ξεχύσω.
Και να τους πεις το λόγο αυτό: νύχτα και μέρα δάκρυα
Να χύνουνε τα ματιά τους χωρίς να σταματάνε
Γιατ’ είχε μέγα συντριμμό η κόρη του λαού μου
Και η πληγή της ήτανε γεμάτη όλη πόνο.
Αν έξω στις πεδιάδες βγω, να! οι μαχαιρωμένοι
Και να! της πείνας το κακό. Κι αυτό γιατί προφήτες
Και ιερείς, βαδίσανε σε γη που δε γνωρίζαν".
Τελείως εγκατέλειψες τον Ιούδα; Κι η ψυχή σου
Έφυγε πια από τη Σιων; Γιατί έχεις χτυπήσει
Και γιατρειά δεν έδωσες. Προσμέναμε ειρήνη
Αλλά καλό δεν είδαμε. Κι αντί γιατρειά, να! πάθη.
Ξέρουμε τ’ αμαρτήματα που ’χουμε κάνει Κύριε
Και τις που οι πατέρες μας διαπράξαν αδικίες.
Αληθινά αμαρτήσαμε στο θέλημα σου ενάντια.
Μα μη της δόξας σου εσύ τον θρόνο καταστρέψεις.
Μη κάποιος απ’ τους ψεύτικους θεούς βροχή μας δίνει;
Κι αν ρίξει μπόρα ο ουρανός κι αυτό συ δεν το κάνεις;
Θα κάνουμε υπομονή και θα σε καρτερούμε
Γιατί συ είσαι Κύριε που όλα έχεις ποιήσει.
Κι είπε σε μένα ο Κύριος: «Κι ο Μωϋσής ακόμα
Κι ο Σαμουήλ αν έρθουνε και με παρακαλέσουν
Γνώμη δε θα μ’ αλλάξουνε. Το λαό ετούτον διώξ' τον
Κι ας φύγουν. Κι όταν θα σου πουν "Και πού να πάμε;" Πες τους
Αυτό λέει ο Κύριος. Όσοι για θάνατο είναι
Θα πάνε για το θάνατο. Όσοι για το μαχαίρι
Για κείνο θα τραβήξουνε. Στην πείνα όσοι για πείνα
Κι όσοι είναι για αιχμάλωτοι παν στην αιχμαλωσία.
Και τέσσερα είδη αφανισμού φυλάω εγώ για κείνους:
Τους σκύλους για κομμάτιασμα, για σφάξιμο μαχαίρι,
θηρία της γης για να τους φαν, όρνια να τους πληγιάζουν.
Και σ’ όλα τα βασίλεια της γης θα τους μοιράσω
Για να υποφέρουνε σ’ αυτά. Κι αυτό για όλα εκείνα
Που ’κανε στην Ιερουσαλήμ ο γιος του Εζεκία
Που ’ταν του Ιούδα βασιλιάς-ο Μανασσής εκείνος.
Και ποιος για σε Ιερουσαλήμ θα λυπηθεί; Ποιός είναι
Που θα ’κλαιγε για σένανε; Ποιός πίσω θα γυρνούσε
Να δει τι γίνεσαι; Εσύ μου έστρεψες τα νώτα",
λέει ο Κύριος, "Και γι αυτό, βάδιζε τώρα πίσω.
Κι απλώνοντας το χέρι μου θα σε καταχαλάσω.
Κι αυτούς δε θα τους λυπηθώ. Και θα τους εξορίσω
Μακριά από τούτηνε τη γη. Και άτεκνοι θα μείνουν.
Ναι! Για τα τόσα του άδικα θα σβήσω το λαό μου.
Οι χήρες επληθύνανε σαν άμμος της θαλάσσης.
XV8-XVI3
Τους νεαρούς έστρεψα γιους ενάντια στη μητέρα.
Έκανα να κουράζονται το μεσημέρι κιόλας.
Έριξα τρόμο ξαφνικό πάνω τους κι αγωνία.
Η εφτάπαιδη έμεινε έρημη κι ειν’ αποκαμωμένη.
Γι αυτήν ο ήλιος έδυσε στη μέση της ημέρας.
Την έχουν η ταπείνωση και η ντροπή σκεπάσει.
Και όσους μείνουν απ’ αυτούς θα κάνω να χαθούνε
Από μαχαίρι εχθρικό.»
Αλίμονό μου μάνα μου-άνθρωπο έχεις γεννήσει
Που διαφορές και τσακωμοί παντού τον κυνηγάνε.
Ούτε μ’ ωφέλησε κανείς ούτε ωφελήσει έχω.
Σ’ όσους με καταριόντανε χάθηκε η δύναμη μου.
Ας γίνει έτσι δέσποτα και με την προκοπή τους.
«Εμεσολάβησα να μη κακό ο εχθρός σου κάνει
Της θλίψης και της συφοράς σαν έρθει η ώρα. Όμως
Χαλκή μπροστά στο σίδερο η δύναμη σου θα ’ναι.
Τους θησαυρούς σου λάφυρα γι αντάλλαγμα θα δώσω
Για όλες τις αμαρτίες σου, σε όλους σου τους τόπους.
Οι εχθροί θα είναι γύρω σου και συ στη μέση δούλος
Σε άγνωστή σου μία γη. Γιατί από το θυμό μου
Φωτιά μεγάλη άναψε κι εσένα που θα κάψει».
Θυμήσου μου κι έλα σε με, και δίκιωσέ με Κύριε
Σ’ όσους με καταδιώκουνε. Και μην αργείς μαζί τους.
Ξέρεις ότι για σένανε με ονείδισαν εκείνοι
Που δεν ακούν τα λόγια σου. Κάνε τους να χαθούνε.
Όμως χαρά τα λόγια σου φέρνουνε κι ευφροσύνη
Μες στη δική μου την καρδιά, γιατί είναι τ’ όνομά σου
Κύριε παντοκράτορα, και όνομα δικό μου.
Ούτε έκατσα μαζί μ’ αυτούς όταν σε κοροϊδεύαν
Γιατί φοβόμουνα πολύ τη δύναμη που έχεις.
Μονάχος εκαθόμουνα και πίκρα ήμουν γεμάτος.
Γιατί αυτοί που με λυπούν πάντοτε υπερισχύουν;
Μεγάλη μου είναι η πληγή και ποιος θα με γιατρέψει;
Νερό εκείνη είναι για με που όμως δεν ξεδιψάει
Γιατί η πίστη του ’λειψε.
Γι αυτό λέει ο Κύριος αυτά: «Σε με αν ξανάρθεις
Σαν πριν θα σ’ έχω και κοντά σε μένανε θα στέκεις.
Κι αν το ακάθαρτο εσύ απ’ το καθαρό χωρίσεις
Θα είσαι όπως το στόμα μου. Κι αυτοί θα ’ρθουν σε σένα
Κι όχι εσύ θα πας σ’ αυτούς. Και για το λαό ετούτο
Χάλκινο εγώ και οχυρό ένα τείχος θα σε κάνω.
Και θα σε πολεμήσουνε και δε θα σε νικήσουν.
Γιατί κοντά θα βρίσκομαι σε σε για να σε σώζω
Κι από τα χέρια των κακών για να σε προστατεύω.
Κι απ’ τους ολέθριους εγώ θα σε φυλάξω ανθρώπους.
16. Ο ανύπαντρος προφήτης (16:1-17:18)
Και συ μην παντρευτείς και μη ή γιους ή κόρες κάνεις»
Λέει ο Κύριος του Ισραήλ ο θεός «σ’ αυτό τον τόπο.
Γιατί», λέει ο Κύριος, «οι γιοί κι οι θυγατέρες
Που γεννηθούν στον τόπο αυτό, κι οι μάνες κι οι πατέρες
Που στη ζωή τούς φέρανε πάνω σ’ αυτό τον τόπο,
XVI4-XVI18
θα πάνε από Θάνατο με βάσανα που θα ’ρθει.
Και ούτε θα τους κλάψουνε και ούτε θα θαφτούνε.
Πάνω στο πρόσωπο της γης παράδειγμα θα μείνουν.
Θηρία κι όρνια θα τους φαν. Μαχαίρι θα τους κόψει
Και από πείνα θα χαθούν".
Αυτά λέει ο Κύριος: «Μην πας γι αυτούς να κλάψεις
Και στην κηδεία τους μην πας. Ούτε να τους πενθήσεις.
Επήρα την ειρήνη μου απ’ το λαό αυτόνε.
Και δε θα τους θρηνήσουνε κι ούτε θα κάνουν πένθους
Χαραγματιές στο δέρμα τους, κι ούτε θα ξυριστούνε.
Και ούτε όπως γίνεται όταν κανείς πεθάνει
Παρηγοριάς θα κάψουνε ψωμί. Και δε θα δώσουν
Να πιεί κανείς παρηγοριάς ποτό για τη μητέρα
Ούτε για τον πατέρα τους.
Και σε συμπόσιο δε θα πας κοντά τους να καθίσεις
Για φαγητό και για πιοτό. Γιατί ο Κύριος λέει,
Του Ισραήλ ο θεός, αυτά: Ιδού! Απ’ αυτό τον τόπο
Κι απ’ τη δική σας τη γενιά, παίρνω από μπροστά σας
Και παύω εγώ κάθε φωνή χαράς και ευφροσύνης.
Και κάθε μια παύω εγώ φωνή γαμπρού και νύφης.
Και όταν στο λαό αυτόν θα πεις αυτά τα λόγια
Κι αυτοί σε σένα όταν πουν: γιατί αυτά ο Κύριος
Ορίζει τα κακά για μας; Ποια κάναμε αδικία
Και ποια αμαρτία κάναμε στο θέλημά ενάντια
Του θεού και του Κυρίου μας; Σ’ αυτούς εσύ πες τότε
Γιατί οι πατεράδες σας μ’ άφησαν, λέει ο Κύριος,
Και πίσω απ’ άλλους τρέχανε θεούς-τους προσκυνούσαν
Και τους υπηρετούσανε. Και μένα εγκαταλείψαν.
Και ούτε που τηρούσανε το νόμο μου. Σεις πάλι
Πιότερο απ’ τους πατέρες σας έχετε αμαρτήσει.
Ακολουθεί καθένας σας εκείνο που του λέει
Η πονηρή του η καρδιά. Και δε με υπακούτε.
Κι από τη χώρα αυτή εγώ σ’ άλλη θα σας πετάξω
Που δεν την ξέρετε ουτ’ εσείς ούτε οι προγονοί σας.
Και θα δουλεύετε εκεί σ’ άλλους θεούς. Κι εκείνοι
Δε θα ’χουν έλεος για σας.
Γι αυτό λέει ο Κύριος Ιδού! Έρχονται ημέρες
Που δε θα λένε τότε πια "ζει ο Κύριος" που ’χει βγάλει
Έξω από την Αίγυπτο του Ισραήλ τα τέκνα,
Μα "ζει ο Κύριος", αυτός που έξω έχει βγάλει
Τους απογόνους του Ισραήλ απ’ του Βορρά τη χώρα,
Κι απ’ όσες χώρες θα ’ναι αυτοί εκεί εξορισμένοι.
Και θα τους βάλω πάλι αυτούς να μείνουνε στη γη τους
που έδωσα στους πατέρες τους.
Ιδού! Πολλούς θα στείλω εγώ ψαράδες", λέει ο Κύριος,
Κι αυτούς θα τους ψαρέψουνε. Κι ύστερα απ’ τους ψαράδες
Πολλούς θα στείλω κυνηγούς για να τους κυνηγήσουν
Απάνω σ’ όλα τα βουνά, πάνω σε κάθε λόφο
Ως μέσα στις βραχότρυπες. Γιατί όλους τους τους δρόμους
Βλέπουν εμέ τα μάτια μου, και τ’ αδικήματά τους.
Αδύνατο είναι να κρυφτούν απ’ τα δικά μου μάτια.
Και τότε θα πληρώσουνε διπλά για τις κακίες
Και για τις αμαρτίες τους. Γιατί έχουνε τη γη μου
Με των αισχρών τους πράξεων μολύνει τα ψοφίμια
Και με τις ανομίες τους έχουν καταπατήσει
Τον κλήρο που τους έδωσα".
XVI19-XVII19
Η δύναμη μου είσαι συ Κύριε κι η βοήθεια μου
Kαι στις ημέρες τις κακές η προστασία μου είσαι.
Σε σε απ’ της γης τα πέρατα θα έρθουνε τα έθνη
Kαι θα σου πουν πως ψεύτικους θεούς είχανε φτιάξει
οι προγονοί μας και σ’ αυτούς μέσα καλό δεν ήταν.
Μπορεί να φτιάξει ο άνθρωπος θεούς για τον εαυτό του
Που να μην είναι αυτοί θεοί; Γι αυτόν εγώ το λόγο
Σαν έρθει εκείνος ο καιρός το χέρι μου θ’ απλώσω
Για να γνωρίσουνε αυτοί τη δύναμη που έχω
Και για να μάθουνε καλά πως "Κύριος" τ’ όνομά μου.
17. Η απατηλή καρδιά
Καταραμένος ο άνθρωπος που σ’ άνθρωπο ελπίζει
Και σ’ άνθρωπο στηρίζεται και μακριά η καρδιά του
Βρίσκεται από τον Κύριο. Σαν άγριος θάμνος θα ’ναι
Που βρίσκεται στην έρημο. Και τα καλά όταν έρθουν
Δε θα τα δει. Και σ’ άγονο κι έρημο ένα μέρος
μιας γης θα μένει αρμυρής που δε θα κατοικείται.
Κι ευλογημένος ο άνθρωπος που πίστεψε στον Κύριο
Κι έχει τον Κύριο ελπίδα του. Θα είναι σαν το δέντρο
Που έχει δίπλα του νερά και που μες στη ζωντάνια
Εβύθισε τις ρίζες του. Κι όταν το κάμα θα ’ρθει
Εκείνο δε θα φοβηθεί και πράσινο όλο θα ’ναι
Κι ούτε αβροχιά θα φοβηθεί και όλο θα καρπίζει.
Βαθύτερο είναι η καρδιά στον άνθρωπο απ’ όλα-
Και ποιός θα τήνε γνώριζε; Εγώ ο Κύριος είμαι,
Που δοκιμάζω τις καρδιές και τα μυαλά ’ξετάζω
Και δίνω στον καθένανε αυτό που του αξίζει
Ανάλογα ποιους διάλεξε να περπατήσει δρόμους
Και με τ’ αποτελέσματα που ’χουν αυτά που κάνει.
Η πέρδικα μαζεύει αυγά που αυτή δεν τα ’χει κάνει
Και κελαηδάει δυνατά. Έτσι και κείνος είναι
Που άδικα επλούτισε-στη μέση της ζωής του
Θα χάσει όλα τα πλούτη του και θα φανεί στο τέλος
Πως ήτανε ανόητος.
Κύριε, ελπίδα του Ισραήλ και η καταφυγή του
Θρόνε ψηλέ τρισδόξαστε, όλοι εκείνοι Κύριε
Που θα σ’ εγκαταλείψουνε θα ’χουν ντροπή μεγάλη.
Όσοι από σε θα φύγουνε στη γη γραμμένοι θα ’ναι,
Γιατί τον Κύριο αφήσανε πηγή ζωής που είναι.
Σώσε με Κύριε να σωθώ. Γιάνε με για να γιάνω
Γιατ’ είσαι καύχημά μου εσύ.
Να που αυτοί λένε σε με "ο λόγος του Κυρίου
Που είναι; Εμπρός! Ας έρθει εδώ!" Όμως εγώ από πίσω
Να ’ρχομαι από σένανε δεν έπαψα, κι ούτε έχω
Ζητήσει εγώ τ’ ανθρώπινα. Εσύ καλά το ξέρεις-
Τα λόγια που απ’ τα χείλη μου βγαίνουν, δικά σου είναι.
Μη ξένoς γίνεις συ για με και τις κακές ημέρες
Το έλεός σου δείξε μου. Ας κατατροπωθούνε
Εκείνοι που με κυνηγούν κι όχι εγώ. Εκείνοι
Να ’ναι που θα τρομάξουνε κι εγώ να μην τρομάξω.
Κακές ήμερες στείλε τους και κατασύντριψέ τους.
Μήνυμα για το Σάββατο.
Αυτά λέει ο Κύριος: "Περπάτησε και στάσου
ΧVΙΙ19-ΧVΙΙΙ6
Στις πύλες του λαού σου-αυτές απ' όπου οι βασιλιάδες
Του Ιούδα μπαινοβγαίνουνε, μα και στις πύλες όλες
Της Ιερουσαλήμ. Κι εκεί να πεις αυτά σε κείνους:
Του Ιούδα βασιλιάδες σεις, και όλοι οι Ιουδαίοι,
Και όλη η Ιερουσαλήμ, κι όσοι απ’ αυτές τις πύλες
Διαβαίνετε, ακούσετε το λόγο του Κυρίου.
Αυτά λέει ο Κύριος: Φυλάτε τις ψυχές σας
και μη φορτία σηκώνετε τη μέρα του Σαββάτου.
Και μη απ' της Ιερουσαλήμ τις πύλες βγαίνετε έξω,
Και μη από τα σπίτια σας τη μέρα του Σαββάτου
Φορτία έξω βγάζετε. Και μη δουλέψτε διόλου.
Κρατήστε την αμόλυντη τη μέρα του Σαββάτου
Καθώς τους πατεράδες σας έχω εγώ προστάξει.
Και κείνοι δεν ακούσανε-δεν άνοιξαν τ' αυτιά τους
Και από τους προγόνους τους πιο περηφανευτήκαν
Ώστε να μη μ' ακούσουνε και να μη διδαχτούνε.
«Και αν», λέει ο Κύριος, «ακούσετε τι λέω
Και μέσα δεν περάσετε τη μέρα του Σαββάτου
Από της πόλης τούτης δω φορτώματα τις πύλες,
Κι αν άγια κρατήσετε τη μέρα του Σαββάτου
Και διόλου δε δουλέψετε,τότε -από τις πύλες
αυτης της πόλης, άρχοντες θα μπουν και βασιλιάδες΄
Στο θρόνο πάνω του Δαυίδ θα κάθονται, και θάναι
Ανεβασμένοι στ’ άλογα πάνω και στ’ άρματά τους
Και κείνοι και οι άρχοντες, της Ιουδαίας οι άντρες,
Κι όσοι στην Ιερουσαλήμ μένουν. Κι αυτή η πόλη
Θα κατοικείται αιώνια. Κι από τις πόλεις Ιούδα
Και γύρω απ’ την Ιερουσαλήμ κι απ’ του νοτιά τα μέρη
Κι από τη γη του Βενιαμίν κι από πεδιάδες και όρη,
Άνθρωποι θα ’ρθουν φέρνοντας θυμιάματα και μάννα,
Θυσίες κι ολοκαυτώματα, λιβάνι, και θα φέρουν
Υμνους και δοξολογητά στον οίκο του Κυρίου.
Και αν δε θα μ' ακούσετε, και άγια του Σαββάτου
τη μέρα δεν κρατήσετε, και κουβαλήστε βάρη,
Και μπείτε στης Ιερουσαλήμ τις πύλες το Σαββάτο,
Τότε φωτιά στις πύλες της θ' ανάψω, που τους δρόμους
Θα κάψει της Ιερουσαλήμ και σβήσιμο δε θάχει».
18. Το εργαστήρι του αγγειοπλάστη
Ο λόγος που ειπώθηκε προς τον Ιερεμία
Από τον Κύριο, κι έλεγε: «Σηκώσου και κατέβα
Εκεί όπου τα βάζα του φτιάχνει ο αγγειοπλάστης.
Κι όντας εκεί τα λόγια μου θ' ακούσεις». Κι εγώ πήγα
Εκεί όπου τα βάζα του φτιάχνει ο αγγειοπλάστης.
Και να! Έν’ αγγείο έφτιαχνε αυτός πάνω στην πέτρα.
Και το αγγείο που ’φτιαχνε του ’πεσε από τα χέρια.
Εκείνος τότε έφτιαξε ένα αγγείο άλλο
όπως αυτός το ηθελε.
Κι ο λόγος του Κυρίου ήρθε σε μένα λέγοντας:
Να κάνω δεν μπορώ εγώ με του Ισραήλ τον οίκο
Σαν τον αγγειοπλάστη αυτόν; Στο χέρι μου δεν είστε
μέσα εσείς σαν τον πηλό αυτού του αγγειοπλάστη;
XVIII7-XVIII22
Για βασιλεία αν καμμιά, ή για κανένα έθνος
Αν πάρω εγώ απόφαση για να το καταστρέψω
Και να το δώσω στο χαμό, τάχα αν αυτό το έθνος
Απ' τον κακό που τράβαγε δρόμο γυρίσει πίσω,
Ν ' αλλάξω γνώμη δεν μπορώ για όσες να του δώσω
Είχα στο νου μου συφορές; Κι απόφαση αν πάρω
Για έθνος, ή για βασίλειο, να το σηκώσω πάλι,
Κι αν το ριζώσω εγώ γερά, αυτοί αν ενάντιά μου
+Αρχίσουν κι αμαρτάνουνε και δεν ακούν τι λέω,
Ν’ αλλάξω γνώμη δεν μπορώ για τα καλά που είπα
Οτι θα έκανα σ' αυτούς;
Και στους Ιουδαίους τώρα πες, και σ' όσους κατοικούνε
Στην Ιερουσαλήμ, πώς ναι, κακά σας ετοιμάζω
Και σχέδια κάνω άσχημα για σας. Λοιπόν καθένας
Από το δρόμο τον κακό που πήρε, ας γυρίσει,
Και ας φροντίσει οι πράξεις του καλλίτερες να είναι.
Και είπαν: «ειν' ανώφελο. Εμείς θα πορευτούμε
Πίσω από τις κακίες μας, και ο καθείς θα κάνει
Ότι η καρδιά του η πονηρή να κάνει του ζητήσει».
Γι αυτό λέει ο Κύριος αυτά: "Ρωτήσετε τα έθνη
Ποιός πράγματα τόσο φρικτά άκουσε που η παρθένος
Ετόλμησε του Ισραήλ; ΙΊοτέ από το βράχο
Θα λείψουν οι πηγές; Ποτέ απ' το Λίβανο το χιόνι;
Πορεία θ' αλλάξει το νερό όταν με βιά ο αέρας
θα το χτυπήσει; Ομως εμέ με ξέχασε ο λαός μου-
Σε μάταιους θυμιατίσανε θεούς κι αιώνιους δρόμους
Τούς άφησε το πόδι τους και δρόμους έχουν πάρει
Που είναι στενοί κι αδιέξοδοι. Κι έτσι αυτοί τη γη τους
Έρημο θα την κάνουνε και κοροϊδία αιώνια.
Όσοι περνάνε από κει , έκπληκτοι θ’ απομένουν
Και το κεφάλι θα κουνάν. Μπροστά από τους εχθρούς τους
Όπως αέρας καυτερός εγώ θα τους σκορπίσω.
Να δούνε θα τους κάνω εγώ τη μέρα του χαμού τους.
Κι είπαν: Ελάτε και κακά για τον Ιερεμία
Σχέδια εμείς ας κάνουμε. Γιατί από ιερέα
Νόμος ποτέ δε θα χαθεί, λόγος απ' τον προφήτη
Και συμβουλή από συνετό. Εμπρός και με τη γλώσσα
Αυτόν ας τον τσακίσουμε΄ κι ακούμε πια τι λέει.
Εισάκουσέ με Κύριε. Ακουσε τη φωνή μου.
Που σου ζητάει το δίκιο μου. Για τα καλά μπορούνε
Κακά ναρθούν γιά πληρωμή; Γιατί έχουνε μιλήσει
Για να μου πάρουν τη ζωή. Και μυστικά κρατούσαν
Τα που μου ετοίμαζαν κακά. Θυμήσου όταν λόγια
Καλά για κείνους σούλεγα στεκάμενος μπροστά σου
Ωστε να στρέψω μακριά απο κείνους το θυμό σου.
Γι αυτό εκείνων τα παιδιά παράδωστα στην πείνα.
Κι όλους αυτούς στου μαχαιριού ρίχτους μπροστά την κόψη.
Χωρίς παιδιά οι γυναίκες τους να μείνουνε και χήρες.
Θάνατο οι άντρες νάβρουνε, κι οι νέοι τους από ξίφος
Να πέσουνε σε πόλεμο. Και ν’ ακουστούνε θρήνου
Φωνές μέρα στα σπίτια τους, όταν θα στείλεις ξάφνου
ΧVIII22-XIX7
Ληστών στρατιές ενάντια τους. Γιατί εκάναν σχέδια
Για μένα-να με πιάσουνε, και μου ’στησαν παγίδες.
Συ όμως όλη Κύριε γνώριζες τη μανία
Που είχαν να με σκοτώσουνε. Τις αδικίες τους Κύριε
Μη αφήσεις ατιμώρητες. Μη Κύριε τους χαρίσεις
Τις αμαρτίες που κάνανε. Μπροστά σου ας χαλαστούνε.
Και στου θυμού σου τον καιρό ενάντια εκείνων στρέψου.
Τότε ο Κύριος σε με, πάρε μια στάμνα, είπε
Κι απ τους πρεσβύτες του λαού κι από τους ιερείς του
Πάρε μαζί σου μερικούς και στην κοιλάδα τράβα
Που ζουν παιδιά κι αγγόνια τους-που στου Χαρσένθ την πύλη-
Στο έβγα της- απλώνεται και κει διάβασε σ’ όλους
Τους λόγους τούτους που εγώ θα πω σε σένα-πες τους:
Ακούστε βασιλιάδες σεις, και άντρες του Ιούδα
Κι όσοι στην Ιερουσαλήμ μένετε, κι απ’ τις πύλες
Οσοι περνάτε αυτές εδώ, το λόγο του Κυρίου.
Ιδού εγώ, του Ισραήλ ο Θεός και Κύριος λέει,
Στον τόπο τούτο συφορές θα στείλω, ώστε όλοι
Οσοι θα τις ακούσουνε, να φρίξουνε τ’ αυτιά τους.
Γιατί μ’ εγκαταλείψατε κι έχετε βεβηλώσει
Τον τόπο αυτόνε. Σε Θεούς θυμιάσατε άλλους-ξένους
Που ούτε σεις τους ξέρατε κι ούτε οι προγονοί σας.
Και γέμισαν τον τόπο αυτό του Ιούδα οι βασιλιάδες
Μ’ αθώων ανθρώπων αίματα. Και φτιάξαν για τη Βάαλ
Ψηλούς βωμούς και πάνω τους εκαίγανε τους γιους τους
Πράγμα που ούτε εντολή γι αυτό εγώ έχω δώσει
Ούτε σα σκέψη πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό μου.
Γι αυτό, να!, μέρες έρχονται, λέει ο Κύριος, όπου
Δε θα τον λεν τον τόπο αυτόν «το πέσιμο κι ο τάφος
Του γιου του Ενώμ», μα της σφαγής θα λέγεται ο τόπος.
Και η Βουλή Ιερουσαλήμ και η Βουλή του Ιούδα
XIX7-XIX15
Εγώ θα κάνω να σφαγούν σ’ αυτόν εδώ τον τόπο
Απ το μαχαίρι των εχθρών κι από τα χέρια εκείνων
Που τις ζωές τους θέλουνε. Και τ’ άγρια θηρία
Και τ’ ουρανού τα πετεινά θα φαν τα πτώματά τους.
Και χλεύη και αφανισμό στην πόλη αυτή θα δώσω.
Κι όποιος περνάει απ αυτήν θα νιώθει απορία
Κι ειρωνικά για κάθε μια πληγή της θα σφυρίζει.
Των γιων και θυγατέρων τους θα φαν αυτοί τις σάρκες.
Κι όταν στενά πολιορκηθούν αυτοί από τους εχθρούς τους
Τότε τις σάρκες γείτονα ο γείτονας θα φάει.
Και κει μπροστά στα μάτια αυτών που βρίσκονται κοντά σου
Τη στάμνα σύντριψε αυτή, κι αυτά, πες, λέει ο Κύριος:
Και το λαό έτσι αυτόν, κι έτσι αυτή την πόλη
Θα τους συντρίψω εγώ καθώς πήλινο αγγείο σπάζει
Και δε μπορεί με τίποτα πια να ξανακολλήσει.
Ετσι, λέει ο Κύριος, στον τόπο αυτό θα κάνω
Και σ’ όσους μένουνε σ’ αυτόν-θα κάνω αυτή την πόλη
Τελείως να καταστραφεί. Κι ίδια καταστραμμένοι
Κι οι οίκοι οι βασιλικοί θα είναι του Ιούδα
Κι ο Οίκος της Ιερουσαλήμ. Και θα τα κάνω τούτα
Για τη βρωμιά που μέσα τους όλα τα σπίτια θα ’χουν-
Που κάηκε θυμίαμα μέσα στα δωμάτια τους
Προς τ’ ουρανού τις στρατιές και που σπονδές εγίναν
Σε άλλους, άγνωστους θεούς.
Και απ’ της πτώσης γύρισε τη γη ο Ιερεμίας
Οπου τον είχε ο Κύριος στείλει να προφητέψει,
Και στάθηκε μες στην αυλή του Οίκου του Κυρίου
Κι αυτά είπε σ’ όλο το λαό: Αυτά λέει ο Κύριος,
XIX15-XX6
Ιδού εγώ πάνω απ αυτή την πόλη, πάνω σ όλες
Τις συνοικίες γύρω της, και πάνω στα χωριά της
Θα στείλω όλα τα κακά που έχω πει για κείνην.
Γιατ’ οι άνθρωποι σκληρύνανε πολύ τον τράχηλο τους
Κι ό,τι προστάζω δεν τ’ ακούν.
Και ο Πασχώρ ο γιος του Εμμήρ, άκουσε, ο ιερέας
Που ήταν κι αυτός ηγούμενος στον οίκο του Κυρίου
Οταν τους λόγους έλεγε αυτούς ο Ιερεμίας,
Κι ευθύς τον έπιασε και μες στη φυλακή τον βάζει
Που από το σπίτι ήτανε δίπλα, που από πάνω
Και λίγο πέρα ήτανε απ’ τον οίκο του Κυρίου.
Κι από τη φυλακή ο Πασχώρ βγάζει τον Ιερεμία
Και στον Πασχώρ λέει αυτός: Εσένα τ’ όνομα σου
Δεν πρέπει νάτανε Πασχώρ, αλλά Εξορισμένος.
Γιατί ο Κύριος λέει αυτά, ιδού! εγώ σε στέλνω
Και σένα και τους φίλους σου στην εξορία όλους.
Κι από εχθρικό στα μάτια σου μπροστά θα παν μαχαίρι. Κι όλους τους Ιουδαίους και σε, στα χέρια θα σας ρίξω
Του Βαβυλώνιου βασιλιά, και κείνος θα σας πάρει
Και θα σας πάει στην ξενητειά και θα σας κατακόψει.
Κι όλη τη δύναμη αυτής της πόλης και τα κόπια
Και όσους έχει θησαυρούς ο βασιλιάς του Ιούδα,
Θα δώσω εγώ στα εχθρικά τα χέρια να τους πάρουν
Στη Βαβυλώνα να τους παν. Κι εσύ, κι όλοι εκείνοι
Που μένουνε στον οίκο σου, αιχμάλωτοι θα πάτε
Και όλοι θα πεθάνετε πέρα στη Βαβυλώνα.
Κι εκεί κι ο ίδιος θα θαφτείς κι εσύ, κι όλοι σου οι φίλοι
Εκείνοι που τους έλεγες ψεύτικες προφητείες.
XX7-XXI2
Συ Κύριε μ' εξαπάτησες κι είμαι εξαπατημένος.
Συ ρίχτηκες επάνω μου και μ' έχεις καταβάλει.
Κι όλοι με με γελούσανε κι όλο με κοροϊδεύαν.
Τώρα με τα ίδια μου πικρά τα λόγια θα γελάω.
Η απιστιά κι η αθλιότητα το στήριγμα μου θάναι.
Γιατί έγινε για μένανε ο λόγος του Κυρίου
Κορόϊδεμα και χλευασμός όλες μου τις ημέρες.
Και είπα: δε θα ξαναπώ τα όνομα Κυρίου
Και ούτε στ' όνομά του πια εγώ δε θα μιλήσω.
Αλλά μια φλόγα μ' έκαψε ως μες στα κόκκαλά μου.
Κι ολότελα παράλυσα. Κι αυτό δεν το αντέχω.
Και με κυκλώσανε πολλοί και με κατηγορούσαν.
Κι έλεγαν: πάτε ενάντια του σεις που του ειστε φίλοι,
Κι εμείς θ' ακολουθήσουμε… Καλά παραφυλάτε
Τι βγαίνει από το στόμα του, κι αν κάπου θα σκοντάψει
Το εκμεταλλευόμαστε, και την εκδίκηση μας
παίρνουμε τότε απ' αυτόν.
ΧΧ11
Μα ο Κύριος ειν’ ανίκητος πολεμιστής κοντά μου.
Με καταδιώξανε, αλλά, να νιώσουν δεν μπορούσαν
Και πια όλα τα χάσανε΄ κι αξέχαστες αιώνια
θάναι οι ατιμίες τους που αυτοί ανόητα κάμαν.
ΧΧ12
Κύριε που κρίνεις δίκαια, και που καλά γνωρίζεις
Και το μυαλό και την καρδιά, ας δω την που θα πάρεις
Από κεινούς εκδίκηση. Γιατί ό,τι έχει γίνει
Σε σένα το φανέρωσα. Τον Κύριο με τραγούδια
Κι ύμνους δοξολογήστε τον γιατί έχει αυτός γλιτώσει
Ανθρωπο ένανε φτωχόν, απ' των πλουσίων τα χέρια.
ΧΧ14
Η μέρα που γεννήθηκα νάναι καταραμένη.
Η μέρα που η μητέρα μου με έχει γεννημένον
Να μη γνωρίσει μιαν ευχή. Ο άνθρωπος που πήγε
Και είπε στον πατέρα μου: απόκτησες αγόρι,
Να είναι τρισκατάρατος΄ και η χαρά του νάναι
Σαν πόλης που κατάστρεψε μες στον θυμό του ο Κύριος
Και δε μετάνιωσε γι αυτό. Κλάμμα το μεσημέρι,
Σκουξιές ν' ακούει το πρωί΄ γιατί στη μήτρα μέσα
Εκείνος δε με σκότωσε, τάφος μου νάναι η μάνα
κι η μήτρα της αιώνια νάναι με με γεμάτη.
Γιατί απ' τη μήτρα έξω να βγω, λύπες και πόνους νάχω
Και να περνάν οι μέρες μου με τη ντροπή γεμάτες;
XXI
Τα λόγια που ειπ' ο Κύριος προς τον Ιερεμία
Οταν σ' αυτόν ο βασιλιάς έστειλε ο Σεδεκίας
Του Μέλχια το γιό Πασχώρ, μαζί και του Βασαίου
Του ιερέα το παιδί, το Σοφονία, να πούνε:
Ρώτα για μας τον Κύριο. Γιατί ενάντιά μας
Της Βαβυλώνας στράφηκε ο βασιλιάς. Ο Κύριος
θα κάνει μ' όλα τα καλά κι αυτό-να τόνε διώξει;
Κι ο Ιερεμίας προς αυτούς είπε: έτσι,να πείτε
Στο Σεδεκία το βασιλιά Ιούδα, λέει ο Κύριος:
Ιδού! Τα όπλα που μ' αυτά ενάντια πολεμάτε
Προς τους Χαλδαίους, που έχουνε τα τείχη σας κυκλώσει
θα στρέψω εγώ ενάντια σας. Και κείνους θα τους μπάσω
Μέσα στην πόλη αυτήν εδώ. Και θα σας πολεμήσω
Μ’ οργή μεγάλη και θυμό και σίδερο ένα χέρι.
Κι όσους στην πόλη μείνουνε αυτή, θα τους πατάξω.
Ζώα κι άνθρώποι θάχουνε θανατικό μεγάλο.
Κι ύστερα λέει ο Κύριος αυτά: Στον Σεδεκία
Της Ιουδαίας το βασιλιά, στους γιους του και σε όσους
Απ' το λαό γλιτώσουνε, το θάνατο από πείνα
Κι από μαχαίρι στου εχθρού τα χέρια θα τους δώσω,
Που τις ζωές τους θέλουνε-και θα τους κατασφάξουν
Και ούτε λύπηση σ' αυτούς θα δείξω, ούτε οίκτο.
ΧΧΙ8
Και στο λαό αυτό να πεις ετούτα, λέει ο Κύριος:
Ιδού! Το δρόμο της ζωής έβαλα εγώ μπροστά σας
Και του Θανάτου. Και αυτός που μείνει μες στην πόλη
Από μαχαίρι θα χαθεί και πείνα. Κι όποιος φύγει
Και στους Χαλδαίους παραδοθεί, δούλος, αλλά θα ζήσει.
Γιατί έχω για κακό σκοπό στραφεί σ' αυτή την πόλη
Και όχι για καλό. Γι αυτό θα τηνε παραδώσω
Στου Βαβυλώνιου βασιλιά τα χέρια, να την κάψει.
ΧΧΙ11
Ο οίκος συ του βασιλιά Ιούδα, και ο οίκος
Συ του Δαυίδ, ακούσετε τα λόγια του Κυρίου:
Κάνετε κρίση το πρωί και κρίνετε με δίκιο.
Κι αυτόν που χέρι άδικο τον έχει αρπαγμένα
Γλιτώστε τον γιατί αλλιώς φωτιά θ' αναψ' η οργή μου
Και θα σας κάψει-και κανείς δε θάναι να τη σβήσει.
Ιδού! Εγώ σ' όλους εσάς που μένετε στα σπίτια
Του κάμπου της κοιλάδας Σορ, και λέτε: ποιός θα είναι
Που θα μας ενοχλήσει εμάς; Ποιός είναι που στο μέρος
Που κατοικούμε μεις θαρθεί; σας λέω φωτιά θ' ανάψω
Μες στης κοιλάδας το δρυμό, και η φωτιά θα φάει
Κι αυτήν και όλα γύρω της.
XXII
Αυτά λέει ο Κύριος: περπάτα και κατέβα
Στον οίκο Ιούδα βασιλιά και πες του αυτά τα λόγια.
Ακου του Ιούδα βασιλιά τα λόγια του Κυρίου΄
Εσύ στο θρόνο του Δαυίδ που κάθεσαι-κι ο οίκος
Κι ο λαός σου, κι όσοι μπαίνουνε από τις πύλες τούτες
Αυτά λέει ο κύριος: Κάνετε δίκια κρίση
Γλιτώστε όποιον άρπαξε του άδικου το χέρι.
Μην ασεβείτε κι αίμα μη, αθώο εδώ να χύστε.
Κι αυτά αν κάνετε, και αν ακούστε αυτά τα λόγια
Τότε απ' τις πύλες του οίκου αυτού θα μπαίνουν βασιλιάδες
Που θάναι πάνω στου Δαυίδ το θρόνο καθισμένοι.
Και θαν' απάνω σ' άρματα,και σ’ άλογα και κείνοι
Και τα παιδιά τους, κι ο λαός. Αν πάλι ό,τι σας λένε
Τα λόγια αυτά δεν κάνετε, τότε, έχω, λέει ο Κύριος
Στον εαυτό μου ορκιστεί, αυτόν εδώ τον οίκο
Να τον αφήσω έρημο.
XXΙΙ6
Γιατί στον οίκο ο Κύριος του βασιλιά Ιούδα
Αυτά λέει ενάντια του: Συ Γαλαάδ μου είσαι
Η κεφαλή του Λίβανου. Αλλά και σένα ακόμα
Γη θα σε κάνω έρημη. Και πόλεις θα σ' αφήσω
που νάναι ακατοίκητες. Κι ενάντια σου θα φέρω
Ανθρώπους εξολοθρευτές που θα κρατούν τσεκούρι
Και όλους σου τους εκλεκτούς τους κέδρους θα σου κόψουν
Και θα τους ρίξουν στη φωτιά. Και θα περνάν τα έθνη
Από την πόλη δίπλα αυτή και ο καθείς θα λέει
Σ' όποιον κοντά του βρίσκεται: τάχα γιατί ο Κύριος
Αυτά στην πόλη έκανε ετούτη τη μεγάλη;
Και θα τους λεν, γιατί αυτοί είχανε τη διαθήκη
Εγκαταλείψει του θεού και του Κυρίου, κι άλλους
Ξένους θεούς προσκύνησαν και δούλοι τους εγίναν.
ΧΧΙI10
Μην κλαίτε αυτόν που πέθανε-για κείνον μη θρηνείτε
Αλλά για τον εξόριστο θρηνήστε γιατί πάλι
Δε θα γυρίσει πίσω αυτός και δε θα δει πατρίδα.
Γιατί για τον Σελλήμ αυτά τα λόγια ο Κύριος λέει,
Του Ιωσία το παιδί που αντίς του βασιλεύει,
Και που απ' τον τόπο αυτόν εδώ βγήκε: δε θα γυρίσει
Ποτέ του εδώ, αλλά εκεί που εξόριστο τον έχω
Στον τόπο εκείνονε αυτός θ' αφήσει την πνοή του
Χωρίς τη γη αυτήν εδώ ποτέ του νάδει πάλι.
Εσύ όπου το σπίτι σου το χτίζεις με αδικίες
Και χτίζεις τις σοφίτες σου με σκέψη όχι καθάρια
Και δωρεάν το γείτονα παίρνεις και σου δουλεύει
Και δεν του δίνεις το μισθό σαν η δουλειά τελειώσει
Και χτίζεις ένα όμορφο για τον εαυτό σου σπίτι
Με υπερώα ευάερα, παράθυρα μεγάλα
Βαμμένα με κιννάβαρι και κέδρο επενδυμένα
Νομίζεις ότι βασιλιάς μπορείς να γίνεις έτσι;
Ο Άχαζ, ο πατέρας σου, δεν έτρωγε νομίζεις,
Δεν έπινε, και επειδή με δικιοσύνη ζούσε
Και κρίσεις έκανε σωστές, καλλίτερα δεν ήταν;
Συ δεν γνωρίζεις και σωστά ούτε τη φτώχια κρίνεις
Ούτε τη θλίψη. Τί αυτό άλλο σημαίνει, πάρα
ότι δε μ' έχεις συ εμέ γνωρίσει; λέει ο Κύριος.
Ιδού! Τα μάτια κι η καρδιά αγνά σε σε δεν είναι
Αλλά την πλεονεξία σου κι αυτά υπηρετούνε
Κι αίμα αθώο σε βοηθάν να χύνεις, κι αδικίες
Να κάνεις και εγκλήματα.
ΧΧΙΙ18
Γι αυτό το λόγο ο Κύριος, αυτά για του Ιωσία
Λέει το γιό, τον Ιωακείμ: αυτόν δε θα τον κλάψουν
"ω! αδελφέ!" φωνάζοντας-δε θα τόνε θρηνήσουν
"Αλλί", λέγοντας, "Κύριε". Σαν όνο θα τον θάψουν
Σέρνοντας θα τον πάρουνε κι έξω θα τον πετάξουν
Από της Ιερουσαλήμ πολύ μακριά τις πύλες.
XXII20
Ανέβα απά' στο Λίβανο και με φωνή μεγάλη
που ν' ακουστεί ως τη Βασάν κι ως τ' άκρια της θαλάσσης
Σκούξε, γιατί συντρίφτηκαν οι εραστές σου όλοι.
Σου μίλησα όταν έσφαλες, κι είπες "δε θα σ' ακούσω".
Αυτόν από τα νιάτα σου το δρόμον έχεις πάρει-
Δεν άκουγες τα λόγια μου. Τώρα όλους τους βοσκούς σου
θα τους βοσκήσει ο άνεμος και στην αιχμαλωσία
Οι εραστές σου πήγανε.Τότε όσοι σ' αγαπούνε
Ντροπή και περιφρόνηση μονάχα θα σου φέρουν.
Εσέ που μες στο Λίβανο έχεις την κατοικιά σου
'σε, μες στους κέδρους που κλωσσάς και βγάζεις τα πουλιά σου
Πόνοι σα γέννας θα σε βρουν, και θα βαριοστενάξεις.
XΧΙΙ24
Υπάρχω, λέει ο Κύριος. Κι αν ο Ιεχονίας
Ο γιός αυτός του Ιωακείμ, ο βασιλιάς του Ιούδα
Σφραγίδα εγινότανε στο χέρι το δεξί μου
Εγώ θα τον ξεκόλλαγα και από κει ακόμα
Για να τον δώσω σε κεινούς που θέλουν τη ζωή του.
Σε κείνους που φοβάται αυτός να δει το προσωπό τους.
Στα χέρια των Χαλδαίων-ναι-κι αυτόν θα τόνε ρίξω
Και κείνην που τον γέννησε-τη μάννα του, σε τόπο
Που δεν τον γέννησε, παρά ο τάφος του θα γίνει.
Και σ’ όποιαν οι ψυχές τους γη να πάνε λαχταράνε
Εκεί δε θα γυρίσουνε. Ετσι ο Ιεχονίας
θάναι σα σκεύος άχρηστο και περιφρονημένο.
Γιατί διωγμένος ρίχτηκε σε γη π' ούτε την ξέρει.
ΧΧΙΙ29
Ω!γη!.Ω! γη! Ακουσε συ το λόγο του Κυρίου.
Τον άντρα γράψε τον αυτόν-άνθρωπο ξεγραμμένο.
Γιατί από το σπέρμα του άρχοντας του Ιούδα
Πάνω στο θρόνο του Δαυίδ κανείς δε θα καθήσει.
XΧΙΙΙ
Ποιμένες που τα πρόβατα χάνετε και σκορπάτε
Αλλίμονό σας. Γιατί αυτά για τούτο λέει ο Κύριος,
Σ' εκείνους που ποιμένουνε το λαό του: Σεις σκορπάτε
Και διώχνετε τα πρόβατα πούναι δικά μου, κι ούτε
Καθόλου τα προσέχετε. Γι αυτό κατά τις πράξεις
Τις άθλιες σας, ιδού εγώ, εκδίκηση θα πάρω.
Εγώ, αυτούς που θάχουνε μείνει από το λαό μου
θα τους δεχτώ απ' όποια γη τους είχα εξορίσει
Και θα τους βάλω στα παλιά τα μέρη τους να μένουν.
Και θα πολλαπλασιαστούν αυτοί και θα πληθύνουν.
Και απ' αυτούς ανάμεσα ποιμένες θ' αναδείξω
Οπου θα τους ποιμαίνουνε' κι άτρομοι αυτοί θα είναι
Κι άφοβοι, λέει ο Κύριος.
XXIII5
Ιδού! Ημερες έρχονται, λέει ο Κύριος, όπου
Απ' το Δαυίδ ένα βλαστό δίκαιον θ’ αναστήσω.
Κι αυτός θα γίνει βασιλιάς και μυαλωμένος θάναι
Και πάνω κρίσι δίκαια στη γη αυτός θα φέρει.
Και θα σωθεί στις μέρες του ο Ιούδας, και με πίστη
θα κατοικεί ο Ισραήλ. Και θάναι τ' όνομά του
που θα του δώσει ο Κύριος, Ιωσεδέκ προφήτης.
ΧΧΙΙΙ9
Για τους προφήτες μέσα μου συντρίβεται η καρδιά μου.
Τα κόκκαλά μου σείστηκαν. Ερείπιο έχω γίνει.
Και σα να έχω από κρασί μεθύσει μπρος στον Κύριο
Και μπρος στης καλoσύνης του το μεγαλείο νιώθω.
Γιατί εξ αιτίας τους η γη βουτήχτηκε στο πένθος
Και της ερήμου οι βοσκές τελείως ξεραθήκαν.
Κι ο δρόμος τους είναι κακός΄ κι ίδια κι η δύναμη τους.
Γιατί προφήτες κι ιερείς μολύνθηκαν' και είδα
Ως μες σ' αυτό το σπίτι μου τ' άθλια καμώματά τους.
Γι αυτό θα δουν στο δρόμο τους γλίστρημα σε σκοτάδι΄
Και θα πεδικλωθούν και πα' στο δρόμο αυτόν θα πέσουν.
ΧΧIΙΙ13
Μα κι οι προφήτες άνομα έπραξαν της Σαμάρειας.
Μέσω της Βάαλ προφήτεψαν και το λαό μου έτσι
παραπλανήσαν του Ισραήλ. Αλλα και τους προφήτες
Εγώ της Ιερουσαλήμ, φριχτά να κάνουν είδα.
Μοιχεύουν κι ειν' ο δρόμος τους στο ψέμμα χαραγμένος.
Και δυναμώνουν τους κακούς κι εκείνοι δεν γυρίζουν
Απ' τον κακό το δρόμο τους. Μου έχουν όλοι γίνει
Σα Σόδομα. Κι όσοι σ' αυτήν την πόλη κατοικούνε
Για με είναι σαν Γόμορρα.
ΧΧIΙΙ15
Γι αυτό λέει ο Κύριος να! εγώ θα τους ταίσω
Με πόνο αυτούς αντίς φωμί, κι αντίς νερό με πίκρα.
Γιατί απ' της Ιερουσαλήμ εβγήκε τους προφήτες
Βρώμα, και βρώμισε όλη η γη.
ΧΧΙΙΙ16
Αυτά λέει ο Κύριος που τα βαστάζει όλα:
Τους λόγους μη των προφητών ακούτε, γιατί εκείνοι
Μάταια λένε πράγματα. Με το δικό τους στόμα
Κι όχι με του Κυρίου μιλούν. Σ’ αυτούς που του Κυρίου
Το λόγο αποστρέφονται, θάχετε ειρήνη, λένε.
Και σ' όσους κάνουν ό,τι θεν οι λάγνες πεθυμιές τους,
Και σε κεινούς που ακολουθούν τις πλάνες της καρδιάς τους,
Κακά σε σας δε θάρθουνε, είπαν. Ομως ποιός είναι
Που στου Κυρίου τις στρατιές εμπόρεσε και μπήκε
Και έχει δει το λόγο του; Ποιος το αυτί έχει στήσει
Και άκουσε; Ιδού! Σεισμός θαρθεί απ' τον Κύριο
Κι ανεμοστρόβιλος οργής στους ασεβείς θα έρθει.
Και του Κυρίου ο θυμός δε θα τελειώσει ωσότου
Με σιγουριά να κάνει αυτό που η καρδιά του θέλει.
Και θα το νιώσουνε αυτό τις έσχατες ημέρες.
ΧΧΙΙΙ21
Ενώ εγώ δεν έστειλα προφήτες, αυτοί πήγαν.
Ενώ δεν τους εμίλησα εκείνοι προφητεύαν.
Και τάχα πώς αυτοί χωρίς να βλέπουν τις βουλές μου
Και τι μιλώ ν' ακούσουνε, θα φέρναν το λαό μου
Πίσω απ' τον αμαρτωλό που είχαν πάρει δρόμο;
ΧΧΙΙΙ23
Οχι θεός του Μακριά, μα του Κοντά εγώ 'μαι,
Λέει ο Κύριος. Θα κρυφτεί κανείς σ' όποια κρυψώνα
Και δε θα τόνε δω εγώ; Εγώ δεν είμαι κείνος
Που εγώ και γη και Ουρανό πληρώνω, λέει ο Κύριος;
ΧΧΙΙΙ25
Εχω ακούσει ολ' αυτά που λένε οι προφήτες
Που στο δικό μου τ' όνομα τις προφητείες τους κάνουν
Λέγοντας "όράμα έχω δει" ενώ αυτό είναι ψέμμα.
Ως πότε θάναι στην καρδιά των προφητών το ψέμμα
Και θα το προφητεύουνε; Ως πότε της καρδιάς τους
θα κάνουν τα θελήματα, και θάχουν στο μυαλό τους
Το νόμο μου; πώς ο λαός θα κάνουν να ξεχάσει,
Μ’ όσα καθένας όνειρα στο διπλανό του λέει,
καθώς οι πατεράδες τους τ' όνομα το δικό μου
Το ξέχασαν για τη Βαάλ; Εκείνος ο προφήτης
που ένα όνειρο έχει δει, ας πει το όνειρό του.
Και κείνος που ο λόγος μου έχει σ' αυτόνε πάει
Το λόγο μου ας διηγηθεί λέγοντας την αλήθεια.
Στο στάρι μπρος τ' ειν' τ' άχυρο; Και οι δικοί μου λόγοι
Ετσ' είναι, λέει ο κύριος. Γιατί, λέει ο Κύριος,
Τα λόγια μου σαν τη φωτιά δεν είναι; Σαν πελέκι
Την πέτρα δε την κόφτουνε;
XXIII30
Ιδού! Γι αυτό είμαι εγώ ενάντια στους προφήτες
που κλέβουνε τα λόγια μου από τους διπλανούς τους
Λέει ο θεός και Κύριος. Γι αυτό είμαι ενάντια
Σ' αυτούς που προφητεύουνε μονάχα με τη γλώσσα
Και κλείνουνε τα μάτια τους που πάντοτε νυστάζουν.
Ιδου! Γιατ’ είμαι εγώ ενάντια στους προφήτες
Που προφητεύουν όνειρα ψεύτικα, ενώ λένε
Πως τάχα ειν' αληθινά και που με την απάτη
Και με το ψέμμα,το λαό πλανάνε τον δικό μου.
Μα ούτε τους έστειλα εγώ, ουτ' εντολή έχω δώσει
Καμμιά σ' αυτούς, κι ούτε καμμιά ωφέλεια ο λαός μου
Από κεινούς έχει να δει.
ΧΧΙΙΙ33
Κι αν ο λαός ρωτήσει αυτός, ή αν ο ιερέας,
Η' ο προφήτης, "κι είναι ποιο το κέρδος του Κυρίου;"
πες τους το κέρδος είστε σεις΄ και θα τον λιώσω κάτω
Λέει ο Κύριος, αν ειπεί κανείς "κέρδος Κυρίου"-
Προφήτης, είτε ιερέας, είτε και ο λαός μου:
θα εκδικηθώ τον άνθρωπο-κι αυτόν και τη γενιά του.
Ετσι να λέτε ο καθείς σ' αυτόν πούναι κοντά του,
Κι ο αδερφός στον αδερφό,"τί απάντησε ο Κύριος;"
Και "τί έχει πει ο Κύριος;" Και "κέρδος του Κυρίου»
Μη πια το ονομάζετε, γιατί ο λόγος του είναι
Στον άνθρωπο το κέρδος του. "Αλλά γιατί", θα πείτε
ο Κύριος μας και θεός έχει σε μας μιλήσει;
Γι αυτό το λόγο λέει αυτά ο Κύριος και θεός μας:
Γιατί το λόγο έχετε πει αυτόν, "κέρδος Κυρίου"
Ενώ εγώ έστειλα σε σας λέγοντας να μη λέτε
"Κέρδος Κυρίου". Γι αυτό κι εσάς χτυπάω, και-να- συντρίβω
Ως και την πόλη αυτήν εδώ πούχω εγώ δοσμένη
Σε σας και στους πατέρες σας. Και ατιμία αιώνια
Και κοροϊδία αιώνια σε σας θα δώσω τέτοια
Που να ’ναι αλησμόνητη.
Γι αυτό, ημέρες έρχονται, ιδού, λέει ο Κύριος
Που δε θα λέω ζει Κύριος που έβγαλε τα τέκνα
του Ισραήλ απ' την Αίγυπτο, αλλά θα λέω ζει Κύριος
που όλο το σπέρμα του Ισραήλ απ' του βορρά τη χώρα
Κι απ' όσες χώρες είχε αυτούς εκεί εξορισμένους
το μάζεψε και τόφερε στον τόπο του να μείνει.
XXIV
Μου έδειξε ο Κύριος δύο καλάθια σύκα
που στο μπρος μέρος του ναού βρίσκονταν του Κυρίου-
Μετά που είχε εξόριστον ο Ναβουχοδονόσωρ
Της Βαβυλώνας βασιλιάς στείλει τον Ιεχονία
που ήταν γιός του Ιωακείμ, του βασιλιά του Ιούδα,
Και που είχε και τους άρχοντες πάρει, και τους τεχνίτες,
τους πλούσιους, τους αιχμάλωτους, και που τους είχε πάει
Από την Ιερουσαλήμ στην πόλη Βαβυλώνα.
Στόνα καλάθι ήτανε σύκα πολύ ωραία
Καθώς είναι τα πρώιμα. Το άλλο το καλάθι
Σύκα είχε άσχημα πολύ, τόσο που δεν τρωγόνταν.
Κι είπε ο Κύριος προς εμέ: Τί βλέπεις Ιερεμία;
Και είπα σύκα, άλλα καλά, καλλίτερα άλλα, κι άλλα
Ασχημα που δεν τρώγονται από την ασχημιά τους.
ΧΧΙV4
Και του Κυρίου ήρθε σε με ο λόγος λέγοντας μου
Γιατί αυτά του Ισραήλ ο θεός και Κύριος λέει:
Οπως τα σύκα τα καλά έτσι θ’ αναγνωρίσω
Και τους εξόριστους εγώ Ιουδαίους πούχω στείλει
Για το καλό τους από δω στη χώρα των Χαλδαίων.
Με μάτι θα τους δω καλό και θα τους φέρω πάλι
Στη γη αυτή. Και τότε πιά ψηλά θα τους σηκώσω
Και κάτω δε θα τους κρατώ. Δε θα τους ξερριζώσω-
θα τους φυτέψω τότε εγώ.
ΧΧΙV7
Kαι θα τους δώσω εγώ καρδιά ώστε να με γνωρίσουν
Οτι εγώ 'μαι ο Κυριός. Και θάναι ο λαός μου
Και 'γω θεός θάμαι σ’ αυτούς. Γιατί θα μετανιώσουν
Και πάλι θάρθουνε σε με, με όλη την καρδιά τους.
ΧΧΙV8
Κι όπως τα σύκα τ' άσχημα που τόσο άσχημα είναι
Ωστε δεν τρώγοντα ι, έτσι εγώ, αυτά τα λέει ο Κύριος,
Το Σεδεκία, το βασιλιά του Ιούδα, και μαζί του
Τους μεγιστάνες του, κι αυτούς που έχουν απομείνει
Στην πόλη της Ιερουσαλήμ-που μείνανε στη χώρα-
Σε όλα τα βασίλεια της γης θα τους σκορπίσω.
Και θαν' ένα παράδειγμα και μία κοροϊδία,
Και μίσος, και κατάρα μια, στον κάθε τόπο όπου
Εξόριστους τους έστειλα. Και θα τους παραδώσω
Στην πείνα και στο θάνατο, και στο μαχαίρι, ώσπου
Από τη γη να λείψουνε που έχω σε κείνους δώσει.
XXV
Ο λόγος όπου έγινε προς τον Ιερεμία
Για το λαό ολόκληρο του Ιούδα, και το έτος
Το τέταρτο του Ιωακείμ, του γιου του Ιωσία
Που 'ταν του Ιούδα βασιλιάς, και τον οποίο λόγο
Τον είπε σ’ όλο το λαό του Ιούδα, κι όλους όσους
Μέσα στην Ιερουσαλήμ μένανε-και τους είπε:
XXV3
Χρόνια στη βασιλεία του μετρούσε δεκατρία
Ο Ιωσίας, γιός του Αμώς, ο βασιλιάς Ιούδα,
Κι εικοσιένα κλείνανε τη μέρα τούτη χρόνια
Που σας μιλούσα πρωί πρωί κι έλεγα, κι είχα στείλει
Τους δούλους-τους προφήτες μου σε σας πρωί να 'ρθούνε
Και σεις δεν τους ακούσατε, και προσοχή καμμία
Δε δώσατε στα λόγια τους. Κι έλεγα: μεταν ιώστε ΄
Γυρίστε πίσω απ' την οδό της αμαρτίας όλοι
Κι απ' τις κακές τις πράξεις σας, και μείνετε στη χώρα
που έχω στους προγόνους σας και σας τους ίδιους δώσει
Για πάντα να την έχετε. Μην παίρνετε από πίσω
Αλλους θεούς, και μη σ' αυτούς εσείς γίνετε δούλοι. \
Και μη με εξοργίζετε με των χεριών σας έργα
Γιατί θα κακοπάθετε από μένα. Εσείς όμως
Καθόλου δε μ' ακούσατε.
ΧΧV8
Και επειδή στα λόγια μου δεν έχετε πιστέψει
Γι αυτό, λέει ο Κύριος, θα κάνω και θα έρθει
Ενα έθνος από το βορρά και θα τους στείλω ενάντια
Στη γη αυτή, και σε κείνους που τηνε κατοικούνε
Και σ’ όλα τα έθνη γύρω της. Και θα τους ερημώσω
Και θα τους αφανίσω εγώ. Και θάναι για ειρωνία
Και όνειδος αιώνιο. Κι αγύριστα θα πάρω
Κάθε φωνή απ' αυτούς χαράς, κάθε φωνή ευφροσύνης,
Και το καθένα, είτε γαμπρού, είτε της νύφης γέλιο,
Του κάθε μύρου την οσμή, το φως του κάθε λύχνου.
Κι η χώρα τους θ' αφανιστεί , και για εβδομήντα χρόνια
Τους άπιστους θα υπηρετώ.
ΧΧV12
Και όταν θα συμπληρωθούν τα εβδομήντα χρόνια
θα πάρω εκδίκηση απ' αυτό το έθνος΄ θα τους δώσω
Σ’ αφανισμό αιώνιο. Κι απά' σ' αυτή τη χώρα
θα φέρω όλα τα κακά που έχω πει για κείνην
Και όλα όσα γράφονται σε τούτο το βιβλίο.
XXV 34
Εκείνα που ενάντια στα Αιλαμίτικα έθνη
Ο Ιερεμίας προφήτεψε.
Αυτά λέει ο Κύριος: το τόξο Αιλάμ συντρίφτη.
Χάθηκε από τις ρίζες του. Και στο Αιλάμ ενάντια
Απ' τ' ουρανού τα τέσσερα τ' άκρα εγώ θα πάρω
Και τέσσερες αέρηδες θα στείλω. Κι όλους κείνους
Μέσα στους τέσσερες αυτούς θα τους σκορπίσω ανέμους
Κι ουτ' ένας τόπος θα βρεθεί που να μην πάει κάποιος
Απ' τους εξόριστους του Αιλάμ. Και θα τους κάνω φόβο
Για τους εχθρούς τους νάχουνε που τη ζωή τους θέλουν,
Και θα τους δώσω συφορές, όσες η οργή μου λέει
Του πούχω μέσα μου θυμού. Και πια τη μαχαιρά μου
θα στείλω πίσω απ' αυτούς ώσπου να τους τελειώσω.
Και ύστερα το θρόνο μου μες στο Αιλάμ θα στήσω
Και από κει και βασιλιά και πρόκριτους θα διώξω.
Αλλά, λέει ο Κύριος, όταν αυτά τελειώσουν
Σ' αιχμαλωσία το Αιλάμ να πέσει δε θ' αφήσω.
XXVI
Αυτός ο λόγος για το Αιλάμ στη βασιλεία εγίνη
Του Σεδεκία, όταν αυτή ήτανε στην αρχή της.
XXVI2
Και τώρα για την Αίγυπτο. Στη δύναμη ενάντια
Του Αιγυπτίου του βασιλιά, του φαραώ Νεχάου
Που ενώ βρισκόταν στη Χερμείς, στον ποταμό Ευφράτη,
Ο Βαβυλώνιος βασιλιάς, ο Ναβουχοδονόσωρ
Τον νίκησε, στο τέταρτο έτος της βασιλείας
Του Ιωακείμ, που βασιλιάς ήτανε του Ιούδα.
XXVI3
Ασπίδες κι όπλα πάρετε στον πόλεμο να πάτε.
Οι ιππείς σελώστε τ' άλογα κι ανέβετε. Φορέστε
Τις περικεφαλαίες σας. Τα δόρατα γιαλίστε,
Φορέστε και τους θώρακες.
ΧΧVI5
Γιατί έχουν φοβηθεί αυτοί και φεύγουν προς τα πίσω;
Γιατί οι καλλίτεροι απ' αυτούς θα πέσουν χτυπημένοι.
Γι αυτό εκείνοι φύγανε, και αν και κυκλωμένοι
Πίσω, λέει ο Κύριος, δεν εγυρίζαν πάλι.
Ας μη το σκάζουν οι ελαφροί, και όσοι δυνατοί 'ναι
Ας μη σωθούνε στο Βορρά. Οι στρατιές του Ευφράτη
Ασθένησαν και πέσανε.
ΧΧVΙ7
Τ’ είναι που όπως ποταμός αυτό θα πλημμυρίσει-
Που όπως νερό του ποταμού κύματα αυτό σηκώνει;
Ο ποταμός της Αίγυπτος είναι που πλημμυρίζει
Κι είπε, θ' ανέβω, και τη γη τελείως θα καλύψω,
Και όσους κατοικούν σ' αυτή, θα τους εξολοθρέψω.
Στ' άλογα-εμπρός-ανέβετε.Τα όπλα ετοιμάστε.
Κι οι Λίβυες κι οι Αιθίοπες πολεμιστές εβγάτε
Ζωσμένοι με τα όπλα σας. Και οι Λυδοί ανεβήτε,
Τεντώσετε τα τόξα σας. Και θάναι η μέρα εκείνη
Για το θεό τον Κύριο, εκδίκησης ημέρα.
Απ' τους εχθρούς του εκδίκηση θα πάρει. Του Κυρίου
Πολλούς θα κόψει η μάχαιρα. Και χορτασμό θα νιώσει
Και θα μεθύσει με του εχθρού τα αίματα-στον Κύριο
θυσία κάνει ο Βορράς στον ποταμό Ευφράτη.
ΧΧVI11
Ανέβα πάνω στη Γαλαάδ, και βάλσαμο να πάρεις
Και στην παρθένα φέρε το, την κόρη της Αιγύπτου.
Τα φάρμακα σου μάταια τα πλήθυνες-ωφέλεια
Καμμιά δε θάβρεις. Ακουσαν τα έθνη τη φωνή σου
Κι απ' τις κραυγές σου γέμισε η γη. Γιατί οι στρατιώτες
Απόκαμαν να πολεμάν ένας ενάντια του άλλου
και πέσανε κι οι δυο μαζί.
ΧΧVI13
Αυτά είπε ο Κύριος μέσω του Ιερεμία
Πως ήτανε ο βασιλιάς της Βαβυλώνας νάρθει
Και να χτυπήσει αλύπητα τη χώρα της Αιγύπτου.
XXVI14
Στη Μαγδωλό αναγγείλετε, στη Μέμφι παραγγείλτε΄
Σήκω,ετοιμάσου, πέστε της, γιατί τις δρυς σου όλες
Μαχαίρι τις κατάκοψε.
XXVI15
Ο Απις γιατί σούφυγε; Ο εκλεκτός σου μόσχος
κοντά σου δεν εκάθησε και ολοι οι άνθρωποί σου
Απόκαμαν και πέσανε καθείς στο διπλανό του-
Ας σηκωθούμε, έλεγε, κι ας πάμε στο λαό μας
Κι ας πάμε στην πατρίδα μας, μακριά 'πο το μαχαίρι
Το Ελληνικό να φύγουμε. Το όνομα να λέτε
Του φαραώ του Νεχαώ, του Αιγύπτιου βασιλέα,
Σαών Εσβειέ Μωήδ. Ζω εγώ, λέει ο θεός και Κύριος.
Κι όπως το Ιταβύριο στα όρη είναι χτισμένο
Κι ο Κάρμηλος στη θάλασσα, έτσι κι εγώ θα έρθω.
'Τοιμάσου για ξενητεμό, ω! κόρη της Αιγύπτου
Που τώρα είσαι στον τόπο σου. Θ' αφανιστεί η Μέμφις
Και θα τη λένε τότε Ουαί. Γιατί κανείς δε θάναι
Μέσα σ' αυτήν να κατοικεί.
ΧΧVI20
Καλλωπισμένη δάμαλις η Αίγυπτος. Μα όμως
Ενάντια της στρατός πολύς απ' το Βορρά θα έρθει
Κι οι μισθοφόροι σαν παχιά μοσχάρια ειν' εντός του
Που από κείνον τρέφονται. Γιατί κι αυτοί γυρνάνε
Και φεύγουν όλοι τους μεμιάς. Δε στάθηκαν! Η μέρα
Ηρθε για κείνους του χαμού και της εκδίκησης τους.
Ειν' η φωνή τους σφυριχτή σαν του φιδιού-κι εκείνοι
Στην άμμο πάνω περπατούν. Κι αξίνες θα κρατούνε-
Σαν ξυλοκόποι όλα τους θα κόψουνε τα δέντρα.
Γιατί άμετροι είναι, και γιατί, ο Κύριος λέει, θάναι
Απ' τις ακρίδες πιο πολλοί΄ κανείς δεν ξέρει πόσοι.
Τελείως κατατροπώθηκε η κόρη της Αιγύπτου.
Στα χέρια παραδόθηκε λαού από τα βόρια.
XXVI25
Ιδού εγώ για τον Αμμών εκδίκηση θα πάρω
Από το γιο του Φαραώ και από κείνους όλους
Που έχουν την πίστη τους σ' αυτόν.
ΧΧVΙ27
Συ όμως δούλε μου Ιακώβ μη φοβηθείς καθόλου.
Και μην τρομάξεις συ Ισραήλ. Γιατί εγώ και σένα
θα σε γλιτώσω από μακριά, αλλά και τα παιδιά σου
Απ’ την αιχμαλωσία τους. Και πίσω θα γυρίσει
Και ήσυχος ο Ιακώβ θα κοιμηθεί. Κανένας
Δε θάναι να τον ενοχλεί. Ιακώβ να μη φοβάσαι
Γιατί, παιδί μου, ειμ' εγώ μαζί σου, λέει ο Κύριος.
Η ανίκητη κι η τρυφηλή πια πάει, παραδόθη.
Και το χαμό θα δώσω εγώ σ' όλα τα έθνη εκείνα
Οπου σ' εξόρισα σ' αυτά. Εγώ εσένα όχι-
Δε θα σε κάνω να χαθείς. Ομως θα σε δικάσω
Με δίκια κρίση, κι εντελώς αθώο δε θα σ’ έβρω.
ΧXVII
Λόγος που είπε ο Κύριος στη Βαβυλώνα ενάντια.
XXVII2
Πέστε στα έθνη΄ πέστε τους ν’ ακούσουν-μη τα κρύψτε.
Η Βαβυλώνα αλώθηκε, πέστε τους, και η Βήλος
Τελείως ταπεινώθηκε. Και η χλιδή γεμάτη
Κι η ανίκητη η Μαιρωδάχ, είναι παραδομένη.
Γιατ' ήρθε καταπάνω τους απ' το Βορρά ένα έθνος
που θ' αφανίσει αυτή τη γη. Και άνθρωπος ή ζώο
πια δε θα κατοικεί σ' αυτήν.
ΧΧVΙΙ4
Και τα παιδιά του Ισραήλ και τα παιδιά του Ιούδα
Θάρθουνε κείνο τον καιρό και κείνες τις ημέρες
Και θα πηγαίνουνε πεζοί, και κλαίοντας θα ζητάνε
Τον Κύριο και θεό να βρουν. Κι ως στη Σιών να πάνε
(Γιατί για κει πηγαίνουνε) το δρόμο θα ρωτάνε.
Και όταν φτάσουν, στο θεό και Κύριο θα πάνε
Για νάβρουν καταφύγιο εκεί. Γιατ' η διαθήκη αιώνια,
Κι ούτε ποτέ θαξεχαστεί.
XXVII6
Χαμένα πρόβατα έγινε ο λαός μου.Οι βοσκοί τους
Τους βγάλαν έξω στα βουνά και περιπλανηθήκαν.
Λόφους επαίρναν και βουνά. Ξέχασαν τη βοσκή τους.
Όλοι όσοι τους εβρίσκανε μπροστά τους,τους σκοτώναν.
Οι εχθροί τους είπανε καλά ας μη σ' αυτούς φερθούμε
Γιατί στον Κύριο αμάρτησαν. Λιβάδι δικαιοσύνης
Αυτός που τους πατέρες τους είχε συνάξει είναι.
ΧΧVΙΙ8
Από τη γη να φύγετε μακριά της Βαβυλώνας
Και από των Χαλδαίων τη γη. Και γίνετε όπως είναι
Οι δράκοι για τα πρόβατα. Γιατί ιδού! απ'τα βόρια,
Έθνη θα ξεσηκώσω εγώ στη Βαβυλώνα ενάντια.
Και θα την πολεμήσουνε, και θα την καταλάβουν,
Καθώς στρατιώτη κανενός πούχει μυαλό, το βέλος
Δε θάχει πάει άσκοπα. Και η Χαλδαία θάχει
Στη λεηλασία όλη δοθεί. Κι όσοι τη λεηλατήσουν
Με πλούτη θα χορτάσουνε.
XXVII11
Γιατ' είχατε χαρά πολλή και καύχημα μεγάλο
Σαν λαφυραγωγούσατε τον κλήρο το δικό μου.
Γιατί χοροπηδάγατε σα βόδια μες στη χλόη
Και γιατί με τα κέρατα χτυπούσατε σαν ταύροι.
Και τη μητέρα σας πολύ την έχετε ατιμάσει΄
Κι η μάνα που για το καλό σας είχε γεννημένα
Μεγάλη κάνατε ντροπή να νιώσει, κι είναι τώρα,
Η τελευταία των εθνών. Κι απ' του Κυρίου έχει
Έρημη μείνει την οργή, κι ούτε θα κατοικείται,
Κι ολόκληρη θ' αφανιστεί. Κι από τη Βαβυλώνα
Οποιος περνάει, σκυθρωπός θάναι και μ' ειρωνεία
Για κάθε μια πούχει πληγή η πόλη, θα σφυρίζει.
XXVΙΙ14
Παραταχτείτε μάχιμα γύρω απ' τη Βαβυλώνα
όλοι όσοι τόξο έχετε, κι αρχίστε να χτυπάτε
Χωρίς στα βέλη λύπηση. Kαι κατακτήσετέ την.
Τα χέρια της παράλυσαν, οι επάλξεις της έπέσαν,
Το τείχος της έχει σκαφτεί. Και είναι όλα τούτα
Εκδίκηση από το θεό. Εκδικηθήτε τήνε.
Οπως εκείνη έκανε, κάντε και σεις σε κείνη.
Το σπέρμα εξολοθρέψετε από τη Βαβυλώνα
Κι όποιον κρατάει δρέπανο του θερισμού την ώρα.
Πίσω ας γυρίσει ο καθείς κι ας πάει στο λαό του.
Και στη δική του ό καθείς τη γη ας πάει να φύγει
Να μη του πάρει τη ζωή το Ελληνικό μαχαίρι.
XXVΙΙ17
Πρόβατο είναι ο Ισραήλ που εδώ και κει γυρίζει.
Λέοντες το εξόρισαν. Πρώτος το έχει φάει
Ο βασιλιάς Ασσούρ. Μετά τα οστά του έχει φάει
Ο Βαβυλώνιος βασιλιάς. Γι αυτό λέει ο Κύριος:
Ιδού! Εγώ εκδίκηση θα πάρω κι απ' τον ίδιο
Το Βαβυλώνιο βασιλιά, αλλά κι από τη γη του
όπως κι από το βασιλιά Ασσούρ εγώ έχω πάρει.
Και το Ισραήλ στον τόπο του και πάλι θα το βάλω
Στον Κάρμηλο, στο Γαλαάδ, και στο Εφραίμ το όρος.
Και θα χορτάσει του η ψυχή. Και τις ημέρες κείνες
Και τον καιρό εκείνονε, την αδικία θα ψάχουν
Του Ισραήλ να έβρουνε, μ’ αυτή δε θα υπάρχει.
Και. του Ιούδα θα ζητούν να βρουν τις αμαρτίες
Και κείνες δε θα βρίσκονται' γιατί ελεήμων θάμαι
Γι αυτούς που θάχουνε στη γη, ο Κύριος λέει, μείνει.
XXVII21-22
Πικρό ανέβα πάνω της εκδίκησης μαχαίρι
Και όσους βρεις να κατοικούν σ' αυτήν, αφάνισε τους.
Και κάνε όλα όσα εγώ σου είπα, λέει ο Κύριος.
Πολέμου αντάρα και χαμός στη γη Χαλδαίων μέγας.
Πώς το σφυρί όλης της γης έσπασε κι εσυντρίφτη;
Πώς έχει έτσι αφανιστεί στα έθνη η Βαβυλώνα;
Θ' ανέβω πάνω σου χωρίς εσύ να καταλάβεις,
Και, Βαβυλώνα, θ' αλωθείς-στον Κύριο αντιστάθης,
Σε βρήκαν και σε πήρανε.
ΧΧVΙΙ25
Τους θησαυρούς του άνοιξε και του θυμού του ο Κύριος
Τα σύνεργα έξω έβγαλε. Γιατί ο θεός και Κύριος
Στη γη Χαλδαίων θα εργαστεί. Γιατ' ήρθαν οι καιροί της.
Μπήτε στις αποθήκες της, σαν σπήλιο ψάξετέ την
Και τέλεια καταστρέψτε την. Τίποτα μην αφήστε.
Ξεράνετε όλους τους καρπούς. Σφάξετε τους ανθρώπους.
Αλλίμονο σ' αυτούς γιατί η μέρα τους έχει έρθει-
Η ώρα της εκδίκησης έχει για κείνους φτάσει.
Και όσοι φεύγουν να σωθούν από τη Βαβυλώνα
θα πάνε στη Σιών να πουν: ο Κύριος και θεός μας
Την πήρε την εκδίκηση.
XXVII 29
Καλέστε ναρθουνε πολλοί στη Βαβυλώνα ενάντια-
Καθέναν τόξο που κρατεί, και γύρω απ’ αυτήνε
Στρατοπεδέψτε. Να σωθεί κανένας μην αφήστε.
Ανταποδώσετε σ' αυτήν τα έργα πουχει κάνει
Γιατί αντιστάθη στου Ισραήλ τον άγιο θεό και Κύριο.
Γι αυτό μες στις πλατείες της οι νέοι της θα χαθούνε
Κι οι άντρες της θα πέσουνε στο χώμα, λέει ο Κύριος.
XXVII 31
Ιδού! Εγώ ενάντια έρχομαι, ο Κύριος λέει
Σε σένανε την αναιδή. Γιατ' η ημέρα σου ήρθε,
Κι η ώρα σου της εκδίκησης. Και η περήφανειά σου
θα πέσει κάτω αδύναμη. Κι ούτε κανείς θα υπάρχει
Να στην ανάσταινε ξανά. Και μια φωτιά θα βάλω
Στο δάσος σου, να καταπιεί γύρω από σένα όλα.
XXVII33
Αυτά λέει ο Κύριος: οι απόγονοι του Ιούδα
Κι οι απόγονοι του Ισραήλ, έχουνε υποφέρει.
Ολοι όσοι τους επήρανε αυτούς για αιχμαλώτους
Τους κάναν να υποφέρουνε και πίσω δεν τους στέλναν.
Μα ισχυρό έχουν λυτρωτή. Και τ' όνομά του είναι
Κύριος ο παντοκράτορας. Και κρίση θα κινήσει
Με όσους έχει διαφορές τη γη τους να ρημάξει
Κι όσους στη Βαβυλώνα ζουν να τους καταταράξει.
Μαχαίρι στου Χαλδαίους θα μπει, κι όσους στη Βαβυλώνα
Εχουν την κατοικία τους. Μαχαίρι στους σοφούς της
Μαχαίρι στους προκρίτους της. Μαχαίρι στ' άλογα της
Και στ' άρματα της. Και αυτοί που την υπερασπίζουν
Κι αυτοί θα παραλύσουνε. Μαχαίρι στους ιππείς της,
Και στον ανάκατο λαό που βρίσκεται στην πόλη.
Και σα γυναίκες θα ’ναι αυτοί. Στους θησαυρούς μαχαίρι-
Μες στα νερά θα σκορπιστούν-και θα ντραπούν εκείνοι –
γιατ' είναι η χώρα των γλυπτών. Και στα νησιά μαχαίρι
Οπου καυχιούνται πιό πολύ. Γι αυτό θα κατοικήσουν
Σκιές επάνω στα βουνά, ενώ οι κουκουβάγιες
Θα κατοικήσουνε σ' αυτήν' και στον αιώνα θάναι
Η πόλη ακατοίκητη. Καθώς καταστρεμμένα
Τα Σόδομα και Γόμορρα έχει ο θεός αφήσει,
Και όσες πόλεις ήτανε συνοριακές με κείνες,
Ετσι, ειπ' ο Κύριος, άνθρωποι σ’ αυτήνε δε θα μένουν
Κι ούτε θα κατοικήσει εκεί παιδί ποτέ ανθρώπου.
ΧΧV1141
Ιδού!Λαός απ’ το βαρρά έρχεται-έθνος μέγα
Και βασιλιάδες απ' της γης θα σηκωθούν την άκρη
Τόξο κρατώντας και σπαθί' κι ειν' άγριοι και μήτε
Κανείς θα δείξει έλεος. Θάλασσα η φωνή τους.
Και θαν' απάνω στ' άλογα, και έτοιμοι θα είναι
Σαν τη φωτιά για πόλεμο σε σένανε ενάντια.
Ω! Κόρη Βαβυλώνα συ! Άκουσε τη βουή τους.
Και, ο Βαβυλώνιος βασιλιάς του κόπηκαν τα χέρια.
Και θλίψη ένιωσε βαριά, και πόνους σαν της γέννας.
Να! σαν λιοντάρι θ' ανεβεί από τον Ιορδάνη
Τραβώντας κατά τη Γαιθάν. Γιατί απ' αυτήν εκείνους
Γρήγορα θα τους διώξω εγώ. Κι όλους εγώ τους νέους
θα κάνω-έτσι που σ' αυτήν ενάντια να στραφούνε.
Γιατί ποιός είναι σαν και με; Και ποιός θα ειν' εκείνος
Σ' εμένα που θ' αντισταθεί; Κι ο άρχοντας ποιός είναι
που θάρθει εναντίον μου;
ΧΧVII45
Γι αυτό ακούστε η βουλή ποια είναι του Κυρίου
Στη Βαβυλώνα ενάντια. Κι ακούσετε τα σχέδια
που έχει για όσους κατοικούν μέσα σ' αυτήν Χαλδαίους.
Όλα τ' αρνιά των κοπαδιών που γάλα τρων ακόμα
θα χαλαστούν. Και τη βοσκή θα τους την αφανίσω.
Απ' τη φωνή που όταν παρθεί θα βγάλει η Βαβυλώνα
Σεισμό θ' ακούσει όλη γη, κι από τα έθνη όλα
Η άγρια κραυγή της θ' ακουστεί.
XXVIII
Αυτά λέει ο Κύριος:Ιδού! θα ξεσηκώσω
Στη Βαβυλώνα ενάντια εγώ κι ενάντια στους Χαλδαίους
Που μες σ' αυτήνε κατοικούν, λίβα που εξολοθρεύει.
Και χαλαστές θα στείλω εγώ στη Βαβυλώνα ενάντια
Και θα τηνε γκρεμίσουνε και θα τη λεηλατήσουν.
Στη Βαβυλώνα όλη ουαί τη μέρα του χαμού της.
Τέντωσε συ το τόξο σου τοξότη. Κι οποίος έχει
Ας ζώσει τώρα τ' όπλο του. Μη λυπηθείτε διόλου
Τους νέους της κι όλη της τη δύναμη αφανίστε.
Και ας γεμίσει τραυματίες η χώρα των Χαλδαίων
Κι ο τόπος γύρω της νεκρούς.
XXVIII5
Γιατί απ' τον παντοκράτορα τον Κύριο και θεό τους
Ο Ιούδας και ο Ισραήλ, δεν έχουν ορφανέψει
Κι ενάντια ας αμάρτησαν στου Ισραήλ τα όσια.
Για να σωθείτε φύγετε από τη Βαβυλώνα
Από την ατιμία της κι εσείς να μη χαθείτε.
Γιατί εκδίκηση απ' αυτήν θα πάρει τώρα ο Κύριος,
Και ό,τι εκείνη έκανε θα της το ανταποδώσει.
Η Βαβυλώνα ήτανε στο χέρι του Κυρίου
Χρυσό ποτήρι που ολ' η γη μεθούσε από κείνο.
Κι ήπιαν τα έθνη απ' αυτό, γι αυτό και σαλευτήκαν.
Κι η Βαβυλώνα ξαφνικά έπεσε και συντρίφτη.
Θρηνήστε την. Και βάλετε βάλσαμο στην πληγή της
Μήπως και τη γιατρέψετε. Κι έχουμε προσπαθήσει
Μα γιατρειά δεν είδε αυτή. Ας φύγουμε από κείνη.
Ας την αφήσουμε. Καθείς στη χώρα του να πάει.
Γιατί άγγιξε τον ουρανό το κρίμα της-κι ως πάνω
Μέχρι τ' αστέρια έφτασε. Την κρίση του ο Κύριος
Την έχει κάνει πια γι αυτήν. Ελάτε και ας πάμε
Κι ας αναγγείλουμε στη Σιών τα έργα που ο Κύριος
Και ο θεός μας έκανε.
ΧΧVIII11
Τα βέλη ετοιμάζετε. Γεμίστε τις φαρέτρες.
Σήκωσε ο Κύριος το μυαλό του βασιλιά των Μήδων
Γιατί ολ' η οργή του στο χαμό είναι της Βαβυλώνας.
Γιατ' ειν' η εκδίκηση αυτή του ίδιου του Κυρίου
Και του λαού του εκδίκηση. Σημαία στης Βαβυλώνας
Πάνω τα τείχη βάλετε. Τοιμάστέ τις φαρέτρες.
Βάλτε σκοπιές.Τα όπλα σας 'τοιμάστε γιατί ο Κύριος
Πράξη να κάνει άρχισε ο,τ' ειπωμένο είχε.
Γι αυτούς που στα πολλά νερά μένουν της Βαβυλώνας
Και για τους τόσους θησαυρούς πούναι αυτή γεμάτη.
Αφεύγατο πραγματικά το τέλος σου έχει έρθει.
Γιατί ορκίστη ο Κύριος στο χέρι του επάνω
Κι είπε, θα σε γεμίσω εγώ μ' ανθρώπους σαν μ' ακρίδες.
Κι όποιος πεθαίνει, ενάντια σου θα κλαίει και θα φωνάζει.
ΧXVΙΙΙ15
Ο Κύριος έπλασε τη γη με την ισχύ που έχει.
Με τη σοφία του αυτός τον κόσμο έχει φτιάξει.
Με σύνεση τον ουρανό έχει αυτός απλώσει.
Με τη μιλιά του το νερό έβαλε στα ουράνια.
Από της γης την άκρη αυτός τα σύννεφα συνάζει.
Εκείνος με τις αστραπές κάνει η βροχή να πέφτει.
Αυτός φανέρωσε το φως από τους θησαυρούς του.
Μάταιος ειν' ο άνθρωπος με όλες του τις γνώσεις.
Για τα γλυπτά του ντράπηκεν ο κάθε χρυσοχόος.
Γιατί έργα φτιάξαν ψεύτικα-δεν έχουν πνεύμα εντός τους.
Μάταια έργα-ναι-ειν' αυτά γιά περιφρόνηση άξια.
Οταν η ώρα τους θαρθεί τελείως θα χαθούνε.
Τέτοιο μερίδιο ο Ιακώβ δεν έχει όμως-όχι΄
Γιατί αυτός που έπλασε τα πάντα, αυτός και είναι
Εκείνου η κληρονομιά. Και Κύριος τ' όνομά του.
ΧXVΊΙΙ20
Τα σκεύη του πολέμου συ σκόρπιζες τα δικά μου
Κι έθνη εγώ ανάμεσα σε σένα θα σκορπίσω.
Και θα σου καταστρέψω εγώ δικούς σου βασιλιάδες.
Και θα χωρίσω τ' άλογο από τον καβαλάρη.
Και θα χωρίσω τ' άρματα από τους επιβάτες.
Και θα σκορπίσω εγώ σε σε το νέο και την παρθένα.
Και θα χωρίσω εγώ σε σε γυναίκα από τον άντρα.
Και θα χωρίσω εγώ σε σε κοπάδι απ' το βοσκό του.
Και θα χωρίσω γεωργό απ' τον αγρό που οργώνει.
Και θα σκορπίσω στρατηγούς σε σένα κι ηγεμόνες.
Στη Βαβυλώνα πίσω εγώ και σ' όλους τους Χαλδαιους
που κατοικούνε μέσα της, όλες θ' ανταποδώσω
Τις αδικίες που στη Σιών αυτοί έχουνε κάνει-
που βλέπεις με τα ίδια σου τα μάτια, λέει ο Κύριος.
XXVIII25
Ιδού!Εγώ είμαι για σε το διεφθαρμένο όρος
που φθείρει ολόκληρη τη γη. Και να! πάνω σε σένα
θ' απλώσω εγώ το χέρι μου, και κάτω, μες στα βράχια
θα σε γκρεμοτσακίσω εγώ. Και θα σε κάνω σάμπως
Νάσαι καμμένο ένα βουνό. Και από σένα ούτε
Πέτρα θα πάρω για γωνιά ούτε και για θεμέλιο
Γιατί για πάντα ρημαδιό θα είσαι, λέει ο Κύριος.
XXVΙΙΙ27
Σημαία σηκώστε πα' στη γη. Σαλπίσετε στα έθνη.
Λαούς σηκώστε ενάντια της. Κακά γι αυτήν μηνύστε
Σε βασιλιάδες από με, και στους Αχαναζέους.
Στηστ' εναντιά της μηχανές. Πάνω της ξαπολύστε
Αλογα που το πλήθος τους να μοιάζει των ακρίδων.
Στείλτ' έθνη καταπάνω της, το βασιλιά των Μήδων,
Κι όλης της γης τους στρατηγούς κι όλους τους διοικητές της.
Σείστη και πόνεσεν η γη γιατί της Βαβυλώνας
Κυρίου άστραψε θυμός τη γη να τη ρημάξει
Και να την κάνει έρημη.
XXVIIΙ30
Της Βαβυλώνας έπαψαν να μάχονται οι στρατιώτες.
Μένουν στα χαρακώματα. Χάθηκε η δύναμη τους.
Σαν τις γυναίκες γίνανε. Καήκανε οι σκηνές τους
Και οι μοχλοί τους σπάσανε. Ο ταχυδρόμος τρέχει
Να φτάσει άλλον που κι αυτός πίσω από άλλον τρέχει,
Κι ο κήρυκας σ' αντάμωμα κήρυκα τρέχει άλλου
Να πάνε και στο βασιλιά να πουν της Βαβυλώνας
Πως έπεσεν η πόλη του. Πως από τις διαβάσεις
Επάρθηκε τις ακρινές. Οτι φωτιά έχει φάει
Τις αποθήκες. Πως κι αυτοί οι μαχητές της φύγαν.
ΧΧVIII33
Ο Κύριος λέει: του βασιλιά της Βαβυλώνας οι οίκοι
θ' αλωνιστούν σαν ώριμο σιτάρι. Λίγο ακόμα
Κι ο θερισμός τους αρχινά.
ΧΧVΙΙΙ34
Μ' έφαγε. Με διαμέλισε. Πάνω μου έχει πέσει
Ενα σκοτάδι που τρυπά: ο Ναβουχοδονόσωρ
Της Βαβυλώνας βασιλιάς, σα δράκος με κατάπιε.
Οι κόποι και οι λύπες μου που μ' έχουν εξορίσει
Στη Βαβυλώνα ας πέσουνε θα πει αυτή που έχει
Την κατοικία της στη Σιών. Και το αίμα μου επάνω
Να πέσει, σ' όσους μένουνε σ' αυτήνε-στους Χαλδαίους,
Η Ιερουσαλήμ θα πει.
XXVIII36
Γι αυτό λέει ο Κύριος: Ιδού! Εγώ θα κρίνω
Αυτήν που είναι αντίπαλη δική σου. Και θα πάρω
Εκδίκηση για σένα εγώ. Έρμη τη θάλασσα της
θα την αφήσω, και ξερή θα κάνω την πηγή της.
κι η Βαβυλώνα θα χαθεί και δε θα κατοικείται.
Γιατί ξεσηκωθήκανε σκύμνοι μαζί και λιόντες.
Και θα τους δώσω ένα ποτό πάνω στην έξαψη τους
Να τους μεθύσω. Και αυτοί ένα κάρωμα θα νιώσουν
Και σ' ύπνο αιώνιο θα δοθούν και πια δε θα ξυπνήσουν,
Λέει ο Κύριος.Τότε συ, σφάξ' τους σαν τα κριάρια,
Σα ρίφια και σαν πρόβατα.
ΧΧVΙΙΙ41
Πώς έπεσε-πώς πιάστηκε στου κυνηγού τα βρόχια
όλης της γης το καύχημα; Πώς ήρθε η Βαβυλώνα
Και έγιν' ένα τίποτα ανάμεσα στα έθνη;
Η θάλασσα ανέβηκε στη Βαβυλώνα πάνω
Και όλη των κυμάτων της τη σκέπασε η αντάρα.
Οι πολιτείες της γίνανε σαν γη ξερή και έρμη
Κι ουτ' ένας πια μέσα σ’ αυτήν ποτέ θα κατοικήσει.
Και άνθρωπος κατάλυμμα ποτέ σ' αυτήν δε θάβρει.
Κι εκδίκηση θα πάρω εγώ από τη Βαβυλώνα.
Θα βγάλω από το στόμα της εκείνα που κατάπιε
Και πλέον δε θα τρέχουνε ολ' οι λαοί σ' αυτήνε.
Κι οι τραυματίες όλης της γης θάναι στη Βαβυλώνα.
Οσοι ελευθερωθήκατε από τη χώρα ετούτη
Πηγαίνετε-μη στέκεστε΄ κι από μακριά που θάστε
Τον Κύριο να θυμόσαστε, και μέσα στην καρδιά σας
Νάχετε την Ιερουσαλήμ. Ντροπή έχουμε νιώσει
Γιατί την κοροϊδία μας ακούσαμε. Ατιμία
Το πρόσωπό μας σκέπασε. Στ' άγια μας ξένοι μπήκαν.
Ακόμη ξένοι μπήκανε στον οίκο του Κυρίου.
XXVIII52
Γι αυτό λέει ο Κύριος, ιδού! έρχονται μέρες
Που εκδίκηση απ' τ' αγάλματα θα πάρω των θεών της
Και πάνω σ' όλη της τη γη θα πέσουν τραυματίες.
Γιατί κι αν ως τον ουρανό θ' ανέβει η Βαβυλώνα
Και όσο κι αν τα τείχη της γερά τα οχυρώσει
θα παν σε κείνους από με οι εξολοθρευτές της
Λέει ο Κύριος. Φωνές… κραυγές στη Βαβυλώνα…
Και στη Χαλδαίικη τη γη καταστροφή μεγάλη.
Γιατί την εξολόθρευσε τη Βαβυλώνα ο Κύριος
Κι έχασ' εκείνη τη φωνή που είχε τη μεγάλη
Σα να ηχούσαν κύματα πολλά. Στον όλεθρο έχει
Εκείνη δώσει τη φωνή. Γιατί στη Βαβυλώνα
Μεγάλες λύπες ήρθανε. Οι υπερασπιστές της
Αιχμάλωτοι πιαστήκανε. Τ’ άστρο της έχει δύσει.
Γιατί ανταπόδωση ο θεός σε κείνους έχει κάνει.
Ανταποδίδει ο Κύριος΄ και τους σοφούς της άντρες
Τους στρατηγούς κι αρχόντους της, με μια μεγάλη μέθη
θα τους μεθύσει όλότελα, λέει ο βασιλέας-
Και Κύριος παντοκράτορας είναι το όνομά του.
ΧΧVIII58
Αυτά λέει ο Κύριος: αν και της Βαβυλώνας
Το τείχος χτίστηκε πλατύ, τελείως θα πέσει όμως
Και όλο θα καταστραφεί. Και οι ψηλές της πύλες
Τροφή θα γίνουν της φωτιάς. Και των λαών ο ιδρώτας
Και των εθνών των κραταιών οι κόποι θα χαθούνε
Και μάταιοι θ' αποδειχτούν.
XXVIII59
Τον Ιερεμία διάταξε ο Κύριος, τον προφήτη,
Τα λόγια στο Σαραία να πει αυτά για το Νηρεία,
Γιό του Μασσαίου, όταν αυτός από το Σεδεκία,
Της Ιουδαίας το βασιλιά, τραβαε στη Βαβυλώνα,
Οταν η τέταρτη χρονιά της βασιλείας του ήταν.
Και ο Σαραίας ήτανε ο άρχοντας-των δώρων.
κι ο Ιερεμίας έγραψε όλες όσες θαρχόνταν
Στη Βαβυλώνα συφορές σ' ένα βιβλίο μέσα,
Ολους τους λόγους τούτους ’δω, που είχανε γραμμένα
Της Βαβυλώνας τα δεινά. Κι ειπ' ο Ιερεμίας
Προς το Σαραία: όταν μπεις στη Βαβυλώνα μέσα
Κι όλους τους λόγους τούτους 'δω τους δεις και τους διάβασεις
θα πεις, Κύριε Κύριε, εσύ 'σαι που ενάντια
Στον τόπο μίλησες αυτόν να τον εξολοθρέψεις
Και να μην κατοικούν σ' αυτόν ούτε άνθρωποι ούτε ζώα
Και νάναι στον αφανισμό για πάντα αυτός δοσμένος.
Και όταν του βιβλίου αυτού το διάβασμα ταλειώσεις
Δέσε μια πέτρα πάνω του και ρίξτο στον Ευφράτη,
κι η Βαβυλώνα έτσι, να πεις, και κείνη θα βουλιάξει
Και ούτε θα ξαναφανεί απ' τα κακά τα τόσα
Που εγώ θα ρίξω πάνω της.
XXIX
Ενάντια στους αλλόφυλους αυτά ο Κύριος λέει:
Ιδού! Ανεβαίνουνε νερά 'πο το βορρά' και θάναι
πλημμυρισμένος χείμαρρος-κι η γη θα κατακλύσει
Και όλους τους κατοίκους της, την πόλη, κι όλους όσους
Μέσα σ' αυτήνε κατοικούν. Κι οι άνθρωποι θα κράξουν
Και όλοι όσοι κατοικούν τη χώρα, θ' αλαλάξουν
Απ’ της ορμής του τη βοή, κι απ' τα νυχόποδά του,
κι απ' των αρμάτων το σεισμό, κι απ' των τροχών τους βρόντους.
Πατέρες δε γυρίσανε τους γούς τους να κοιτάξουν
Γιατί τους παραλύσανε τα χέρια την ημέρα
που σα θαρθεί, οι αλλόφυλοι μέσα της θα χαθούνε.
Την Τύρο θ' αφανίσω εγώ, και τη Σιδωνα, κι όλους
όσους της μένουν σύμμαχοι. Γιατί θα εξολοθρέψει
ο Κύριος, κι όσους στα νησιά θάχουνε απομείνει.
Θα μείνει η Γάζα φαλακρή. Θα παταχτεί η Ασκάλων
Κι οι υπόλοιποι της Ενακίμ.
ΧΧΙΧ6
Ως πότε θα χτυπάς εσύ μαχαίρι του Κυρίου;
Ως πότε θάσαι ακούραστο; Μπες μέσα πια στη θήκη
Και αναπαύσου-ησύχασε.
ΧΧΙΧ7
Τα λόγια αυτά ο Κύριος λέει για την Ιδουμαία:
Σοφία δεν έχει πια η Θαιμάν' η σταθερή η γνώμη
Εχάθηκε απ' τους συνετούς.Τους άφησε η σοφία.
Η γη τους απατήθηκε. Βαθιά θεμέλια χτίστε
Εσείς που ζείτε στη Δαιδάμ γιατί μεγάλο βάρος
Σας έχει δώσει ο Θεός. Με την επίσκεψη μου
Κακό μεγάλο έφερα. Κι οι τρυγητές θαρθούνε
Και δε θ' αφήσουνε τσαμπί. Σαν κλέφτες μες στη νύχτα
Θ' απλώσουνε τα χέρια τους.
ΧΧΙΧ10
Εχω ξεκάμει τον Ησαύ. Εδειξα τα κρυφά τους.
Να μου κρυφτούνε δεν μπορούν. Χαθήκαν απ' το χέρι
Του γείτονα και του αδερφού, και δεν υπάρχουν τώρα.
Τα ορφανά σου άστα να ζουν. Εγώ θα σου τα ζήσω.
και θαχουνε-οι χώρες σου την πίστη τους σε μένα.
ΧΧΙΧ12
Γιατί έτσι λέει ο Κύριος: Γι αυτούς πούλεγε ο νόμος
Απ' το ποτήρι να μην πιούν, ήπιαν. Και συ δε θάσαι
Αθωωμένη εντελώς. Γιατί στον εαυτό μου
Πήρα όρκο, λέει ο Κύριος, πως μέσα τους θα είσαι
Καταραμένη κι έρημη. Και θα σε κοροϊδεύουν.
Κι όλες οι πόλεις εκεινής θαν' έρημες για πάντα.
ΧΧΙΧ14
Κάτι που είπε άκουσα, ο Κύριος. Και στα έθνη
Αγγελιαφόρους έστειλε να πουν: συγκεντρωθείτε
Και πάτε εναντίον της. Στον πόλεμο ριχτείτε.
Εθνος μικρό σ’ έκανε εγώ κι άσημο στους ανθρώπους.
Το θράσος σου εστράφηκε σε σε την ίδια ενάντια.
Η ωμότητά σου σ' έστειλε μες στις σπηλιές να μένεις
Και στα ψηλά πάνω βουνά. Μα κάτω θα σε ρίξω,
Κι ας έχεις κάνει σαν αυτούς στα ύψη τη φωλιά σου.
ΧΧΙΧ17
Κι η Ιδουμαία θαν' έρημη. Και όποιος θα περνάει
θα τη σφυρίζει ειρωνικά. Όπως καταστράφηκαν
Τα Σόδομα και Γόμορρα με τα περίχωρά τους
Είπε ο παντοκράτορας ο Κύριος, κι εκεί πέρα
Ούτε και τώρα ούτε ποτέ άνθρωπος δε θα μείνει
Ιδού! λιοντάρι θ' ανεβεί από τον Ιορδάνη
Να πάει στον τόπο της Αιθάμ. Γιατί μες από κείνην
Γρήγορα θα τους διώξω εγώ. Κι ενάντια τους τους νέους
Στείλτε να πολεμήσουνε. Γιατί ποιός σαν εμένα;
Και ποιος θα μου αντισταθεί; και ποιος ειν' ο ποιμένας
Που θάρθει μου αντιμέτωπος;
ΧΧΙΧ20
Γι αυτό ακούστε τι όρισε στην Ιδουμαία ενάντια
Και τι ενάντια στη Θαιμάν ο Κύριος εβουλήθη.
Τα πρόβατα μέχρις ενός το χαλασμό θα βρούνε.
Η κατοικία τους έρημη τελείως θ' απομείνει.
Το βουητό της θάλασσας το σκέπασε η φωνή τους
Την ώρα που βυθίζονταν' κι η γη ένιωσε τρόμο.
Να! θα φανεί σαν αετός, και πάνω στα οχυρά της
θ' απλώσει τις φτερούγες του. Και μες στην Ιδουμαία
Τη μέρα εκείνη η καρδιά των ισχυρών θα μοιάζει
Σαν της γυναίκας την καρδιά που πόνους γέννας έχει.
XXX
Ετσι ο Κύριος για τους γιους είπε του Αμμών: δεν έχει
Ανθρώπους πια το Ισραήλ; Ή μήπως κληρονόμο
Τάχα δεν έχουνε αυτοί; Τη Γαλαάδ γιατί έχει
Κληρονομήσει η Μελχόλ, και σε κείνων τις πόλεις
Μέσα θα μείνουνε αυτοί; Γι αυτό, λέει ο Κύριος,
Ιδού! Ημέρες έρχονται που ν' ακουστεί θα κάνω
Βουή πολέμου στη Ραββάθ. Κι έρημη θ' απομείνει
Και ακατοίκητη. Φωτιά θα φάει τους βωμούς της
Και το Ισραήλ τον τόπο του θα παραλάβει πάλι.
Φωνή μεγάλη Εσεβών βάλε-η Γάΐ αλώθη.
Οι θυγατέρες του Ραββάθ σκούξετε και θρηνήστε
Σάκκους ζωστείτε-η Μελχόλ τραβάει στην εξορία
Κι οι ιερείς κι οι άρχοντες πηγαίνουνε μαζί της.
ΧΧΧ4
Τί τόσο μες στης Ενακείμ χαίρεσαι την πεδιάδα
Κόρη εγωίστρια εσύ, που στήριξες την πίστη
Μόνο στα πλούτη σου-και λες, ενάντια μου ποιος θάρθει;
Ιδού! Εγώ τρόμο σε σε θα στείλω, είπε ο Κύριος,
Από τα κράτη γύρω σου, και όλοι σας μπροστά του
θα σκορπιστείτε, και κανείς δε θάναι να σας μάσει.
ΧΧΧ28
Προς τη βασίλισσα Κηδάρ που ο Ναβουχοδονόσωρ
Της Βαβυλώνας βασιλιάς επάταξε, ειπ' ο Κύριος:
Σήκω και τράβα στης Κηδάρ και στης Κεδέμ τα τέκνα.
Λεηλάτησε τα-τις σκηνές, τα πρόβατά τους πάρε,
Τα ρούχα και τα σκεύη τους και τις καμήλες όλες
Και για δικά σου κράτα τα. Κι από τριγύρω φέρε
Καταστροφή ενάντια της. Φευγάτε και θεμέλια
Κάντε γερά όσοι από σας μείνετε στο παλάτι.
Γιατί ενάντια ο βασιλιάς σε σας της Βαβυλώνας
Κακή βουλή βουλήθηκε κι άσχημα σχέδια κάνει.
ΧΧΧ31
Σήκω και σ' ένα ήσυχο τράβα και κάτσε μέρος
που ασφαλισμένο στέκεται και που δεν έχει πόρτες
ούτε αμπάρες και μοχλούς, και κει μονάχοι μένουν.
Και θα χαθούνε τα πολλά τα ζώα τους' κι οι καμήλες
που έχουν, θα λεηλατηθούν. Κι αυτούς θα τους σκορπίσω
Σε όλους τους αγέρηδες που από το πρόσωπό τους
Θα τους σαρώνουν τα μαλλιά. Κι όλεθρο θα τους στείλω
Από παντού τριγύρω τους. Ετσι ο Κύριος είπε.
Και θάναι το παλάτι τους σπίτι στρουθοκαμήλου
κι αιώνιος ερημότοπος. Κι άνθρωποι εκεί πέρα
Είτε απόγονος εκεί ανθρώπου δε θα κάτσει.
ΧΧΧ23
Στη Δαμασκό Ημάθ κι Αρφάθ ντροπιάστηκαν τελείως.
Γιατί κακή ακούσανε μιαν είδηση. Θύμωσαν
Και εγινήκαν έξαλλες κι ανάπαυση δεν έχουν.
Παράλυσεν η Δαμασκός και τόβαλε στα πόδια.
Τρόμος βαρύς την πλάκωσε. Η πόλη η δικιά μου
πώς χώρια δε μετρήθηκε που τόσο αγαπούσα;
Γι αυτό μες στις πλατείες σου νέοι θα σκοτωθούνε
Κι οι άντρες σου οι πολεμιστές θα πέσουν, λέει ο Κύριος.
Και στη φωτιά θα δώσω εγώ της Δαμασκού τα τείχη
Κι όλους θα καταφάει αυτή του γιου του Αδέρ τους δρόμους.
XXXI
Ετσ' είπε ο Κύριος στη Μωάβ: Ουαί. Η Ναβάν εχάθη,
Κυριεύτηκε η Καριαθαίμ, και καταντροπιαστήκαν
Και η Αμάθ και η Αγάθ. Και πλέον δεν υπάρχει
Γιατρειά για τη Μωάβ. Και πάει της Εσεβών η δόξα.
Κακά σχεδιάστηκαν γι αυτήν. Τη σβήσαμε απ' τα έθνη.
Και πάει πια,τελείωσε. Σ' ακολουθεί μαχαίρι,
Κι από την Ωρονάμ φωνή ακούστηκε μεγάλη
Που για χαμό ανήκουστο και συντριβή μιλάει.
Κι ότι συντρίφτηκε η Μωάβ να πείτε στη Ζογόρα.
’πνίγει στο δάκρυ της η Αλώθ' κι όποιος το δρόμο πάρει
Για ν' ανεβεί στην Ωροναίμ, φριχτές φωνές θ' ακούσει.
ΧΧΧΙ6
Για να σωθείτε φύγετε και νάσαστε σαν όνος
Αγριος μες στην έρημο. Και συ πούχεις πιστέψει
Οτι τα οχυρώματα που κάνεις θα σε σώσουν
Γι αυτό θα πιάσουνε και σε. Και πάει για εξορία
Και η Χαμές, κι οι άρχοντες κι οι ιερείς της όλοι.
Κι η πόλη όλη θα χαθεί και σωτηρία δε θάχει.
Και η κοιλάδα θα χαθεί, και θα χαθεί η πεδιάδα,
Καθώς ο Κύριος έχει πει Στη Μωάβ βάλτε σημάδια
Γιατί θα μείνει κάρβουνο, και όλες της οι πόλεις
Ερημες θ' απομείνουνε. Και ποιός εκεί θα μείνει;
Καταραμένος ειν' αυτός που τα έργα του Κυρίου
Τα κάνει δίχως προσοχή. Αυτός που από το αίμα
Τραβάει το μαχαίρι του.
ΧΧΧΙ11
Αναπαυόταν η Μωάβ από μικρό παιδάκι
Σίγουρη για τη δόξα της, κι απόνα αγγείο σ' άλλο
Τα υγρά της δεν τα έχυνε' και εξορία δεν πήγε.
Γι αυτό η γεύση έμεινε σ' αυτήν, κι η οσμή το ίδιο.
Γι αυτό κι οι μέρες έρχονται, που εγώ, λέει ο Κύριος,
Κακούς θα στείλω οδηγούς να την παραπλανήσουν-
Να σπάσουνε τα σκεύη της, τους πίθους της να σπάσουν.
Και η Μωάβ απ' τη Χαμώς θα νικηθεί τελείως
Οπως νικήθη του Ισραήλ απ' τη Βαιθήλ ο οίκος
Που ήταν η ελπίδα της και πίστευε σε κείνην.
ΧXΧΙ14
Και πώς θα πείτε, είμαστε γεροί, ή, είμαστε άντρες
που ξέρουνε να πολεμούν; Η Μωάβ ελεηλατήθη
Κι οι εκλεκτοί οι νέοι της για τη σφαγή επήγαν.
Κοντεύει η μέρα της Μωάβ ναρθεί, γιατ' η κακία
Τη φέρνει η μεγάλη της.Την πόλη αυτή θρηνήστε
Τριγύρω της οσοι είσαστε. Και τόνομά της πέστε,
Και πέστε της πώς η ένδοξη έσπασε βακτηρία-
Του μεγαλείου το κλαδί;
ΧΧΧΙ18
Κατέβα από τη δόξα σου και μες στους βάλτους μείνε.
Θα γίνει σκόνη η Δαιβών γιατ' η Μωάβ εχάθη.
Γιατ' ήρθε κατεπάνω σου κάποιος που καταστρέφει.
Εσύ που μένεις στην Αρήρ, στο δρόμο στάσου. Κοίτα,
κι αυτόν που φεύγει να σωθεί, «τί τρέχει;» ρώτησέ τον.
XXXI20
Κατατροπώθηκε η Μωάβ και είναι συντριμμένη.
Σκούξε και κλάψε, στην Αρνών την είδηση να φέρεις Οτι εχάθηκε η Μωάβ κι ότι φτάνει η κρίση
Στη γη Μεισώρ και στη Χελών, στου Δαιθλαθαίμ τον οίκο,
και στη Μωφάς, και στη Δαιβών, και στου Γαιμήλ τον οίκο,
Και στην Καριωθ, και στη Βοσόρ, και στης Μωάβ τις πόλεις
Τις μακρινές και κοντινές. Σπασμένο είναι το κέρας
Και ο βραχίων της Μωάβ συντρίμμια έχει γίνει.
ΧΧΧΙ26
Γιατί μεγάλος να δειχτεί ετόλμησε στον Κύριο
Γι αυτό και σεις μεθύστε τον. Και με κεινού το χέρι
θα δώσει χτύπημα η Μωάβ. Και τότε περιγέλιο
Κι αυτός θα γίνει' γιατί μη δεν ήτανε γελοίος
Αυτός για σένα Ισραήλ; Και δε σε είχε κλέψει;
Και δεν τόνε πολέμαγες; Αφήσανε τις πόλεις
Και μες στα βράχια μείνανε όσοι στη Μωάβ εμέναν.
Σαν περιστέρια γίνανε στα βράχια που φωλιάζουν
Και στων σπηλαίων τ' ανοίγματα.
XXXI29
Την περηφάνεια της Μωάβ την έχω ακουσμένα.
Αλήθεια είναι περήφανη πολύ, και η καρδιά της
πολύ αλαζονεύεται.Τα έργα της όμως ξέρω,
Δεν είναι αρκετά γι αυτήν; Αυτά δεν τάχει κάνει;
ΧΧΧΙ31
Γι. αυτό απ' ολόγυρα παντού για τη Μωάβ θρηνείτε.
Για τους χαμένους κλαίγετε της σκοτεινής κοιλάδας.
Αμπέλι της Ασερημά, με του Ισραήλ το κλάμμα
θα κλάψω εγώ για σενάνε.Τη θάλασσα περάσαν
Και στης Ιαζήρ τ' αμπέλια σου εφτάσανε τις πόλεις.
Και στους καρπούς σου, και σ' αυτούς που τους τρυγούν επάνω
Χαμός μεγάλος έπεσε.Τελείως έχουν φύγει
Από τη χώρα της Μωαβ χαρά και ευφροσύνη.
Κι αν και στο πατητήρι σου σταφύλια ήτανε μέσα
πρωΐ δεν τα πατήσανε, και ούτε και το δείλι.
Απ' τις κραυγές της Εσεβών που ως την Αιτάμ έφτασαν
Οι πόλεις τους υψώσανε μεγάλη τη φωνή τους
Από Ζαγόρ ως Ωρωναίμ, κι ακούονταν οι κραυγές τους
Οπως δαμάλας τρίχρονης. Γιατί καμένο θάναι
Και το νερό μες στη Νεβρείν.
XXXI35
Και, λέει ο Κύριος, τη Μωαβ θα τηνε καταστρέφω
Γιατί θεούς πα' στο βωμό δικούς της θυμιατίζει.
Και θ' αντηχήσει η καρδία του Μωάβ σαν το καλάμι.
Και σαν καλάμι κι η καρδία η δική μου θ’ αντηχήσει
Πάνω σ' ανθρώπους άχρηστους. Και τα κεφάλια όλα
Σε κάθε τόπο τους αυτοί θα τάχουν ξυρισμένα.
Κι όλα τα γένια θα κοπούν, και θα θρηνούν χτυπώντας
Τα χέρια πα' στο στήθος τους' και σάκκο θα φορούνε.
Κι έτσι στα σπίτια της Μωαβ και στις πλατείες της όλες.
Γιατί, λέει ο Κύριος, την έχω εγώ συντρίψει
Όπως αγγείο άχρηστο. Πώς έχει αλήθεια αλλάξει
Πώς έδειξε την πλάτη της η Μωάβ! Κατατροπώθη
Και γελοιοποιήθηκε η Μωαβ, και να τηνε μισούνε
Εκανε όλους γύρω της.
ΧΧΧΙ40
Γιατί έτσι είπε ο Κύριος: Η Καριώθ επάρθη
Μαζί με τα οχυρώματα. Και η Μωάβ θα πάψει
Να κλείνει κόσμο μέσα της γιατί έχει μεγαλώσει
Στον Κύριο απέναντι. Φόβος, παγίδα, λάκκος,
κάθονται πάνω σου Μωαβ. Και όποιος να γλιτώσει
θέλει από το φόβο του, θα πέσει μες στο λάκκο*
Κι από το λάκκο αν ανεβεί,θα πέσει στην παγίδα.
Αυτά θα κάνω στη Μωάβ σαν έρθει ο καιρός της.
ΧΧΧΙΙ15
Ετσι ο Κύριος του Ισραήλ και ο θεός του είπε:
πάρε από το χέρι μου ετούτο το ποτήρι
που με ανέρωτο κρασί το έχω γεμισμένο,
Κι όλα τα έθνη που σ' αυτά σε στείλω, πότισέ τα.
Θα πιουν. Και θα εμέσουνε. Και ταραχή θα νιώσουν
Απ' το μαχαίρι που εγώ θα στείλω ανάμεσα τους.
ΧΧΧΙΙ17
Κι απ’ του Κυρίου πήρα εγώ το χέρι το ποτήρι
Και τα έθνη που ο Κύριος μ' έστειλε έχω ποτίσει.
Πότισα την Ιερουσαλήμ, τις πόλεις του Ιούδα,
Για να τις κάνει έρημες να μείνουν από ανθρώπους
Κι όλοι να τις περγελοΰν κι αδιάβατες να είναι.
Τους βασιλιάδες κι άρχοντες πότισα του Ιούδα,
Το βασιλιά το Φαραώ πότισα της Αιγύπτου,
κι αυτούς που τον υπηρετούν, κι όλους τους συγγενείς του,
Και το λαό του ολόκληρο, με όλους του τους ξένους,
Κι όσων απ' αλλη είναι φυλή τους βασιλιάδες όλους,
Τη Γάζα, την Ασκάλωνα, πότισα την Ακκάρων,
Κι ό,τι έμειν' απ' την Άζωτον, τη γη της Ιδουμαίας,
Τη γη τη Μωαβίτιδα, και του Αμμών τα τέκνα,
Τους βασιλιάδες και των δυό, και Τύρου και Σιδώνας,
Κι όσους περ' απ' τη θάλασσα υπάρχουν βασιλιάδες,
Και τη Δαιδάν, και τη Θαιμάν,τη Ρως, κι όλους εκείνους
Που ξυρισμένο έχουνε το πρόσωπο, και όλους
Που ειν' από διάφορες φυλές κι εν’ ανακάτωμα είναι
Και μένουνε στην έρημο, κι όλους τους βασιλιάδες
Που ή κοντά ή μακριά στα βόρια κατοικούνε.
Και πότισα όχι μόνο αυτούς μα και τους αδερφούς τους
Και όλα τα βασίλεια όσα στη γη υπάρχουν.
ΧΧΧΙΙ27
Και πες τους έτσι,ο Κύριος είπε ο παντοκράτωρ:
θα πιείτε, θα μεθύσετε, και ύστερα θα εμέστε.
Και ύστερα θα πέσετε και δε θα σηκωθείτε
Απ' το μαχαίρι που εγώ θα στείλω ανάμεσά σας.
Κι αν απ' τα χέρια σου αρνηθούν να πάρουν το ποτήρι,
Και αν δε θέλουνε να πιουν, πες τους έτσι είπε ο Κύριος:
Θα πιείτε οπωσδήποτε, γιατί από την πόλη
που το δικό μου τ' όνομα έχει, από κει θ' αρχίσω
Εγώ να κάνω το κακό. Και να καθαριστείτε
θάναι για σας αδύνατο. Μαχαίρι εγώ θα φέρω
Σε όσους ζουν πάνω στη γη.
ΧΧΧΙΙ30
Και συ προφήτεψε σ' αυτούς και πες αυτά τα λόγια
Και πες τους πως από ψηλά ο Κύριος θα μιλήσει-
Από τον άγιο τόπο του θα έρθει η φωνή του.
Λόγο από τον τόπο του θα πει' και θ' απαντήσουν
Εκείνοι, όπως φωνάζουνε εκείνοι που τρυγάνε.
Και σ' όσους ζουν πάνω στη γη χαμός μεγάλος θάρθει
Μέχρι την κάθε της γωνιά. Γιατί έχει με τα έθνη
Λογαριασμούς ο Κύριος. Αυτός θα κρίνει όλους,
Και στο μαχαίρι οι ασεβείς θα πάνε, λέει ο Κύριος.
XXXII32
Ο Κύριος έτσι εμίλησε. Ιδού! Το ένα έθνος
Φέρνει στο άλλο συφορές. Και λαίλαπα μεγάλη
θάρθει σ' ολόκληρη τη γη. Και στου Κυρίου τη μέρα
Από τη μια ως την άλληνε γωνιά της θα γεμίσει
Νεκρούς η γη απ’ τον Κύριο. Και ούτε θα θαφτούνε.
Θάναι κοπριά πάνω στη γη. Βοσκοί, φωνή σηκώστε!
Και σκούξετε! Και δέρνεστε των κοπαδιών κριάρια,
Οι μέρες σας τελειώσανε, και στη σφαγή τραβάτε.
Και σαν κριάρια διαλεχτά θα πέστε. Και να φύγουν
Δε θα μπορούνε οι βοσκοί. Και ούτε τα κριάρια
Δε θα μπορέσουν να σωθούν. Και οι βοσκοί θα σκούζουν,
Τα κριάρια και τα πρόβατα φριχτές φωνές θα βγάζουν.
Γιατί ο Κύριος έσβησε τα μέρη που βοσκούσαν.
Κι απ' το μεγάλο μου θυμό, κι η λίγη ειρήνη πούχαν
Κι αυτή τελείως θα χαθεί. Σαν το λιοντάρι ο Κύριος
Απ' τη φωλιά του έχει βγει, κι έρμη έμεινε η γη τους.
XXXIII
Από τον Κύριο αυτός ο λόγος έχει έρθει
Στη βασιλεία Ιωακείμ, του γιου του Ιωσία
Και μάλιστα όταν αυτή ήτανε στην αρχή της:
Στάσου, ειπ' ο Κύριος, στην αυλή του οίκου του Κυρίου
Και σ' όλους τους Ιουδαίους να πεις, και σ' όσους στου Κυρίου
Τον οίκο για προσκύνημα έρχονται, όλα εκείνα
Τα λόγια που σε πρόσταξα, χωρίς να λείψεις λέξη.
Μπορεί ν' ακούσουν, και καθείς το δρόμο πούχει πάρει
Μπορεί ν' αφήσει τον κακό' και τοτε εγώ θα πάψω
Κακά γι αυτούς να σκέπτομαι. Κι έτσ' είπε, πες, ο Κύριος,
Εάν δε θα μ’ ακούσετε, το δρόμο να βαδίστε
Του νομού που σας έδωσα-τα λόγια αν δεν ακούστε
Των τέκνων μου των προφητών που εγώ τους έχω στείλει
Σε σας ναρθούν νωρίς νωρίς-ναι, εγώ τους έχω στείλει-
Και σεις δεν τους ακούσατε, τότε αυτό τον οίκο
Σαν τη Σηλώ θα κάνω εγώ, Κι αυτή εδώ η πόλη
Σ' όλα τα έθνη όλης της γης μία κατάρα θάναι.
ΧΧΧΙΙΙ7
Κι άκουσαν, ιερείς, λαός, και οι ψευτοπροφήτες
Τον Ιερεμία πούλεγε στον οίκο του Κυρίου
Τα λόγια αυτά. Κι ολόκληρο σαν τέλειωσε το λόγο
Τον πιάσαν ιερείς, λαός, και οι ψευτοπροφήτες
Και ,θα πέθανεις, τούλεγαν, γιατί έχεις στου Κυρίου
Τ' ονομα, προφυτεψει εσύ, ότι αυτός ο οίκος
θα γίνει όπως η Σηλώ, κι ότι από κατοίκους
Ερμη θα μείνει η πόλη αυτή.
ΧΧΧΙΙΙ10
Κι όλος μαζεύτηκε ο λαός στον οίκο του Κυρίου
Στον Ιερεμία ενάντια. Κι οι άρχοντες του Ιούδα
Ακούσανε τα λόγια αυτά, κι από τον οίκο φύγαν
Του βασιλιά, και πήγανε στον οίκο του Κυρίου
Και κάτσανε στην είσοδο της πύλης της καινούργιας.
Και είπανε κι οι ιερείς κι οι ψεύτικοι προφήτες
Στους άρχοντες και στο λαό, πως θάνατος αξίζει
Σ' αυτόν εδώ τον άνθρωπο, γιατί έχει προφητέψει
Ενάντια, όπως ακούσατε και σεις, σ' αυτή την πόλη.
XXXIII12
Και σε λαό και άρχοντες είπ’ ο Ιερεμίας:
Εμένα ο Κύριος μ’ έστειλε ώστε να προφητέψω
Γι αυτό τον οίκο και γι αυτή την πόλη, όλα τα λόγια
που σεις ακούσατε. Λοιπόν καλλίτερους τους δρόμους
Κάνετε και τα έργα σας, και τη φωνή Κυρίου
Ακούστε, και ο Κύριος, τα άσχημα που είπε
Δε θα τα κάνει πια. Και να! Εμένα με κρατάτε,
Και κάντε με ό,τι σε σας καλό είναι και συμφέρον.
Θα πρέπει όμως να ξέρετε πως αν θα με σκοτώστε
Αθώο αίμα πάνω σας θα πέσει και στην πόλη
Και σ' όσους μένουνε σ’ αυτήν. Γιατί αλήθεια είναι
Οτι ο Κύριος μ’ έστειλε σε σας, ώστε τ’ αυτιά σας
Ν' ακούσουν από μένανε όλους αυτούς τους λόγους.
ΧΧΧΙΙΙ16
Και ο λαός, κι οι άρχοντες, στους ψεύτικους προφήτες
Και στους ιερείς εμίλησαν, κι είπανε πως δεν πρέπει
ποινή στον άνθρωπο αυτό θανάτου γιατί ό,τ' είπε
Στου θεού Κυρίου τ' όνομα το είπε. Και οι άντρες
Οι γεροντότεροι της γης αυτής εσηκωθήκαν
Και, ο Μιχαίας, στο λαό είπαν, ο Μωραθίτης,
Που ζούσε όταν βασιλιάς ήταν των Ιουδαίων
ο Εζεκίας, είχε πει σ' όλους τους Ιουδαίους:
Αυτά είπε ο Κύριος, η Σιών όπως χωράφι
θα οργωθεί, κι η Ιερουσαλήμ έρημη θ' απομείνει
Και του οίκου τούτου το βουνό δάσος πυκνό θα γίνει.
Μήπως τον σκότωσαν αυτόν Ιουδαίοι κι Εζεκίας;
Όχι, γιατί φοβήθηκαν τον Κύριο, και στον Κύριο
Προσευχηθήκαν, και αυτός δεν έκανε τα όσα
Κακά σ' αυτούς θα έκανε. Και μεις για τις ψυχές μας
Κακά μεγάλα κάναμε.
XXXIII 20
Κι ένας Ουρίας ήτανε, παιδί κάποιου Σαμαίου
Που ήταν απ' την Καριαθιαρίμ, και στ' όνομα Κυρίου
Εκείνος επροφήτευε γι αυτήν εδώ τη χώρα,
Κι έλεγε τα ίδια πούλεγε και ο Ιερεμίας.
Κι ο βασιλιάς Ιωακείμ, και οι αρχόντοι όλοι
Τα λόγια του όταν άκουσαν, θέλαν να τον σκοτώσουν.
Και ο Ουρίας σαν τάκουσε στην Αίγυπτο εμπήκε.
Κι άντρες στην Αίγυπτο έστειλε ο βασιλιάς, κι εκείνοι
Τον πήραν και στο βασιλιά μπροστά τον κουβάλησαν.
Και με μαχαίρι τότε αυτός τον σκότωσε, και μέσα
Στο λαϊκό τον έριξε το μνήμα. Αλλά όμως
Του γιου Σαφάν, του Αχεικάμ, προστάτευε το χέρι
Τον Ιερεμία, για να μη στου λαού τα χέρια πέσει
Και κείνοι τον σκοτώσουνε.
XXXIV
Αυτά είπε ο Κύριος: Φτιάξε δεσμά και ηνία
Και πάρε τα και βαλε τα γύρω απ' τον τράχηλό σου.
Και στείλτα προς το βασιλιά του Μωάβ, της Ιδουμαίας, Των γιων του Αμμών, το βασιλιά της Τύρου, της Σιδώνας.
Και στων αγγελιαφόρων τους μπιστέψου τα τα χέρια
που πάνε στην Ιερουσαλήμ για να τους συναντήσουν. Γιατ' ειν' αυτοί του βασιλιά του Ιούδα Σεδεκία.
Και στους κυρίους τους να πουν: έτσι ο Κύριος είπε,
Πες τους, ο θεός του Ισραήλ, κι έτσι και σεις να πείτε
Προς τους κυρίους σας: Εγώ έχω τη γη αυτήνε
Με τη μεγάλη δύναμη που έχω καμωμένη,
Και με το χέρι μου αυτό που υψηλά κάνει έργα,
Σε όποιον μου φανεί καλός σε κείνον θα τη δώσω.
Στο Βαβυλώνιο βασιλιά τώρα την έχω δώσει,
Το Ναβουχοδονόσορα, να υπηρετεί εκείνον
Και τα θηρία τ' άγρια για κείνον να δουλεύουν.
Κι έθνος αν κάποιο ή βασιλιάς τον τράχηλο δε βάλει
Απ' το ζυγό του βασιλιά κάτω της Βαβυλώνας,
Ξίφος και πείνα εγώ σ' αυτούς θα στείλω, είπε ο Κύριος,
Ωσπου κατ' απ' το χέρι τους τελείως να χαθούνε.
ΧΧΧΙV9
Και μη τους ψεύτικους εσείς ακούτε τους προφήτες,
Κι όσους τους μάντεις κάνουνε,ή όνειρα εξηγούνε,
Και σε μαγείες, και σ’ οιωνούς, που λεν ότι δεν πρέπει
Το Βαβυλώνιο βασιλιά εσείς να υπηρετείτε.
Γιατ' ειν' οι προφητείες τους ψεύτικες, και ζητάνε
Από τη γη σας μακριά με κείνες,να σας διώξουν.
Και όποιο έθνος στο ζυγό τον τράχηλό του βάλει
Του Βαβυλώνιου βασιλιά και εργαστεί για κείνον,
Τότε αυτόν στην ίδια του τη γη θα τον αφήσω
Σ' αυτήνε να εργάζεται κι εκεί να κατοικήσει.
ΧΧΧIV12
Και προς το Σεδεκία εγώ, το βασιλιά Ιούδα
Τα λόγια αυτά παράγγειλα, κι είπα: τον τράχηλό σου
Βάλτονε κάτω απ' το ζυγό' και για τον Βαβυλώνιο
Να εργάζεσαι το βασιλιά' γιατί εγώ δεν είμαι
Αυτός που εκείνους έστειλα,κι άδικα προφητεύουν.
Και, λέει ο Κύριος, άσεβα μιλάνε στ' όνομα μου
Για να σας καταστρέψουνε. Και θα καταστραφείτε
Και σεις, και οι προφήτες σας που ψέμματα σας λένε.
ΧΧΧIV16
Εχω μιλήσει σ' όλονε το λαό, στους ιερείς του,
Είπε ο Κύριος, και σε σας, και είπα:μην ακούτε
Τις προφητείες των προφητών που λένε να! τα σκεύη
Του οίκου του Κυρίου, θαρθούν πίσω απ' τη Βαβυλώνα,
Γιατί εκείνοι ψεύτικες σας λένε προφητείες.
Δε σας τους έστειλα εγώ.Αλλ' αν σε κείνους μέσα
Λόγος Κυρίου βρίσκεται, και αν προφήτες είναι,
Ας παρουσιαστούν σε με. Αυτά είπε ο Κύριος.
ΧΧΧIV19
Κι όσο για τα υπόλοιπα σκεύη, που ο Βαβυλώνιος
Δεν τα επήρε ο βασιλιάς, όταν τον Ιεχονία
πήρε απ' την Ιερουσαλήμ, κι αυτά στη Βαβυλώνα
Να πάνε, λέει ο Κύριος.
XXXV
Κι όταν του τέταρτου ήτανε έτους ο πέμπτος μήνας
Της βασιλείας του βασιλιά Ιούδα Σεδεκία,
Ο Ανανίας, γιός του Αζήρ, ο ψεύτικος προφήτης,
που ήταν απ' τη Γαβαών, μες στου Κυρίου τον οίκο
Μου είπε,ενώ ήτανε οι ιερείς παρόντες,
Αλλά και όλος ο λαός: Ετσιο Κύριος, είπε,
Είπε σε μένα, και μπροστά κι όλος ο λαός βρισκόταν
Κι οι ιερείς: ο Κύριος ετούτα είπε: Έχω
Του Βαβυλώνιου βασιλιά συντρίψει τη δουλεία.
Δυό χρόνια ακόμα, κι ύστερα, στον τόπο αυτόν τα σκεύη
Ξανά θα φέρω πίσω εγώ του οίκου του Κυρίου.
Και τους Ιουδαίους εξόριστους, και τον Ιεχονία,
Γιατί του βασιλιά εγώ θα τόνε καταστρέψω
Του Βαβυλώνιου το ζυγό.
ΧΧXV5
Και σ' όλο το λαό μπροστά, και στους ιερείς που ήταν
Μες στου Κυρίου το ναό, είπε στον Ανανία
Ο Ιερεμίας: Εύχομαι να κάνει έτσι ο Κύριος
που όσα επροφήτεψες αληθινά να γίνουν-
Τα σκεύη να επιστρέψουνε στον οίκο του Κυρίου
Και όλοι όσοι βρίσκονται εκεί στη Βαβυλώνα
Στον τόπο αυτό πάλι ναρθούν.Το λόγο του Κυρίου
Ακούστε όμως, που εγώ, μιλάω μες στ' αυτιά σας
Και σ' όλου του λαού τ' αυτιά: εκείνοι οι προφήτες
που ήρθανε πριν από με, και από σας, πριν αιώνες,
Που είχανε για κραταιά βασίλεια προφητέψει,
Και που για κράτη είπαν πολλά, πόλεμο προφήτεψαν.
Οσο για τον προφήτη αυτόν που ειρήνη προφητεύει,
Αυτό που είπε όταν γενεί, τότε θα μάθουν όλοι
ποιόν έστειλε ο Κύριος να προφητεύει αλήθεια.
XXXV10
Κι ο Ανανίας τους ζυγούς μπρος στου λαού τα μάτια
Έβγαλε από τον τράχηλο γύρω του Ιερεμία
Και τους κατακομμάτιασε. Κι είπε ο Ανανίας
Μπροστά σε όλον το λαό: Αυτά ο Κύριος είπε:
Και το ζυγό έτσι εγώ θα τον κατασυντρίψω
Του Βαβυλώνιου βασιλιά που έχει εκείνος βάλει
Στον τράχηλο όλων των εθνών. Κι έφυγ' ο Ιερεμίας
Και τράβηξε το δρόμο του.
XXXV12
Κι ο λόγος ήρθε του Κυρίου προς τον Ιερεμία
Μετά αφού εσύντριψεν από τον τράχηλό του
ο Ανανίας το ζυγό. Και, πήγαινε, του είπε,
Και, έτσι είπε ο Κύριος, να πεις του Ανανία:
Ζυγούς ξυλένιους έσπασες΄ κι εγώ ζυγούς θα φτιάξω
που θάναι από σίδερο. Γιατί ο Κύριος είπε
Ζυγό σε όλων των εθνών τον τράχηλο έχω βάλει
Που είναι από σίδερο, για να δουλεύουν όλοι
Στο Βαβυλώνιο βασιλιά. Και ο Ιερεμίας,
Δε σ' έστειλε ο Κύριος, είπε στον Ανανία,
Και το λαό σε ψέμματα τον κάνεις να πιστεύει.
Γι αυτό είπε ο Κύριος, ιδού! θα σ' αφανίσω
Από το πρόσωπο της γης' και, φέτος, θα πεθάνεις.
Και πέθανε τον έβδομο του χρόνου εκείνου μήνα.
XXXVI
Κι αυτούς τους λόγους μέσα του γραμμένα είχε το γράμμα
Που από την Ιερουσαλήμ έστειλ' ο Ιερεμίας
Σε όσους γεροντότερους ήταν στην εξορία,
Αλλά και σ’ όλο το λαό (μετά που ο Ιεχονίας
Εβγήκε, κι η βασίλισσα, κι οι ελεύθεροι, κι οι ευνούχοι,
Κι όσοι τεχνίτες ήτανε και όσοι υπηρέτες
Από την Ιερουσαλήμ), στο χέρι δίνοντάς το
Του Ελεασάν, γιού του Σαφάν, κι αυτό του Γαμαρία,
Γιο του Χελκία, που ο βασιλιάς Ιούδα-ο Σεδεκίας-
Γι αγγελιαφόρους έστειλε πέρα στη Βαβυλώνα,
Στο Βαβυλώνιο βασιλιά.
XXXVI 4
Κι έλεγε: έτσι του Ισραήλ ο θεός και Κύριος είπε
Σ' αυτούς απ' την Ιερουσαλήμ που έστειλε εξορία:
Χτίσετε σπίτια μείνετε. Καλλιεργείστε κήπους
Και τρώγετε τους τους καρπούς. Και πάρετε γυναίκες
Και κόρες κάνετε και γιους. Και δώστε στα παιδιά σας
Αντρες στις θυγατέρες σας, στ’ αγόρια σας γυναίκες.
Και να πληθύνετε' και μη λιγότεροι γινήτε΄
Και για ειρήνη απα' στη γη εκείνη εργαστείτε
Που εγώ σ' αυτήν σας έστειλα. Και προσευχή στον Κύριο
Να κάνετε για το λαό εκείνο-γιατί ειρήνη
Τότε θα έχετε κι εσείς, αυτός αν έχει πρώτα.
Γιατί έτσι είπε ο Κύριος: οι ψεύτικοι προφήτες
Να μη σας ξεγελάσουνε. Να μη σας απατήσουν
Οι μάντεις και τα όνειρα που ο ύπνος σας σας φέρνει.
Σας προφητεύουν ψέμματα στ' όνομα το δικό μου.
Και δεν τους έστειλα εγώ. Γιατί έτσι ο Κύριος είπε:
Οταν χρονιές να κλείνετε όντας στη Βαβυλώνα
Εβδομήντα θα κοντεύετε, τότε σε σας θα έρθω
Κι ό,τι υποσχέθηκα σε σας αλήθεια θα το κάνω-
Να ξαναφέρω εγώ σ' αυτό τον τόπο το λαό σας.
Και κάνοντας αυτό σε σας, κακό δε θα σχεδιάζω
Μα θάναι όλα για καλό. Και προσευχή σε μένα
θα κάνετε ,κι ευνοϊκά εγώ θα σας ακούσω.
Και θα μ' αναζητήσετε, και τότε θα με βρείτε*
Γιατί θα με ζητήσετε με όλη την καρδιά σας.
Κι εγώ θα σας φανερωθώ-γιατί είπατε ο Κύριος
προφήτες έστειλε σε μας εδώ στη Βαβυλώνα.
XXXVI 21
Και για τον Αχιάβ αυτά και γιά τον Σεδεκία
Είπε ο Κύριος: Ιδού! Εγώ μέσα στα χέρια
Του Βαβυλώνιου βασιλιά τους βάζω αυτούς΄ και κείνους
Εκεί, μπροστά στα μάτια σας αυτούς θα τους πατάξει.
Κι οι Ιουδαίοι, αιχμάλωτοι σ' όλη τη Βαβυλώνα
Κατάρα μια θα φτιάξουνε από κείνους και θα λένε,
Το ίδιο και με σένανε ο Κύριος να κάνει,
Ο,τι έκανε με τον Αχιάβ και με τον Σεδεκία
που ο Βαβυλώνιος βασιλιάς τους έχει τηγανίσει
Για όσες μες στο Ισραήλ έκαναν αμαρτίες-
Που τις γυναίκες μοίχευαν αυτοί των πολιτών τους
Και γιατί λόγια είπανε που τάχα εγώ τα είπα,
Ομως χωρίς να τάχω πει. Και μάρτυρας για τούτα
Εγώ είμαι, λέει ο Κύριος.
ΧΧΧVI24
Και στο Σαμαία πήγαινε να πεις τον Αιλαμίτη
Δε σ' έστειλα εσένα εγώ στ' όνομα το δικό μου
Και στου Μασσαίου το γιό να πεις που είναι ιερέας,
Το Σοφονία, ο Κύριος, σ' έκανε ιερέα
Στη θέση του Ιωδαέ που ήταν ιερέας,
Ώστε να επιβλέπεις ποιοί στον οίκο του Κυρίου
Είναι παράφρονες αντίς αληθινοί προφήτες,
Και να τους βάλεις φυλακή και να τους τιμωρήσεις.
Και τώρα γιατί βρίζετε κι οι δυό τον Ιερεμία
που είναι από την Ανανώθ και που σας προφητεύει;
Για τούτο δε τον έστειλε; Γιατί αυτό το μήνα,
Στη Βαβυλώνα, εκεί, σε σας, έστειλε, λέγοντας σας:
Αργεί ακόμα-χτίσετε σπίτια να κατοικείτε
Και κήπους να φυτέψετε να τρώτε τους καρπούς τους.
Κι ο Σοφονίας διάβασε το γράμμα ενώ κοντά του
Ο Ιερεμιας άκουγε.
ΧΧΧVΙ30
Κι ο Κύριος εμίλησε προς τον Ιερεμία
Κι αυτά του είπε: Στείλε πες προς την αιχμαλωσία,
Για το Σαμαία είπε αυτά, τον Αιλαμίτη ο Κύριος:
Επειδή ήρθε και σε σας προφήτεψε ο Σαμαίας,
Και δεν τον έστειλα εγώ, και σας σας έχει κάνει
Και ψέμματα πιστέψατε, γι αυτό, είπε ο Κύριος,
Ιδού! Εγώ θα επισκεφτώ και το Σαμαία τον ίδιο
Και τη γενιά του. Κι απ' αυτούς κανείς ανάμεσά σας
Δε θα υπάρχει για να δει όσα καλά σας κάνω-
Οχι-αυτοί δε θα τα δουν.
XXXVII
Ο λόγος ο γενόμενος προς τον Ιερεμία
Λέγοντας: έτσι του Ισραήλ ο θεός και Κύριος είπε:
Γράψε όσα λόγια σούχω πεί σ' ένα βιβλίο μέσα
Γιατί ημέρες έρχονται, ιδού! λέει ο Κύριος
που πίσω τον αιχμάλωτο λαό μου θα τον φέρω
Του Ιούδα και του Ισραήλ, και θα τους βάλω πάλι
Στη γη που στους πατέρες τους έδωσα, λέει ο Κύριος,
Κι αυτή δική τους θάναι πια.
XXXVII4
Και για Ιούδα και Ισραήλ αυτά είπε ο Κύριος:
Ετσ' είπε ο Κύριος: τη φωνή θ' ακούσετε του φόβου-
όχι ειρήνης, φόβου-ναι! Ρωτήσετε και δέστε
Αν τίκτει το αρσενικό. Ρωτήστε για το φόβο-
Γιατί κρατούν τη μέση τους και σωτηρία γυρεύουν;
Γιατ' είδα νάχουν οι άνθρωποι τα χέρια τους στη μέση.
Και πρόσωπα έχουν κίτρινα. Γιατί μεγάλη είναι
Η μέρα κείνη, κι όμοια της δεν έχει γίνει άλλη.
Και θάναι για τον Ιακώβ καιρός για στενοχώρια.
Μα θα γλιτώσει απ’ αυτήν. Εκείνη την ημέρα,
Είπε ο Κύριος, το ζυγό από τον τράχηλό τους
Συντρίμμια θα τον κάνω εγώ. Θα σπάσω τα δεσμά τους
Και πια δε θα δουλεύουνε για ξένους. Για τον Κύριο
Το θεό τους θα εργάζονται. Και θα τους αναστήσω
Το βασιλιά τους το Δαυίδ.
XXXVII12
Αυτά είπε ο Κύριος: Σ ' έχω κατασυντρίψει.
Πολύ η πληγή σου σε πονεί, και δεν υπάρχει κάποιος
Να ενδιαφερθεί για σένανε. Η γιατρειά πονάει.
Ωφέλεια δε θα δεις καμιά. Οι φίλοι σε ξεχάσαν.
Κανένας δε ρωτά για σε. Γιατί σου έχω δώσει
πληγή που δίνει μόνο εχθρός. Γερά σ' έχω παιδέψει.
Οι αμαρτίες σου πιο πολλές από την ασέβειά σου.
Γι αυτό αυτοί που θα σε φαν, κι αυτοί θα φαγωθούνε.
Κι ολ' οι εχθροί σου τα ίδια τους τα κρέατα θα φάνε.
Πιο πέρα οι αμαρτίες σου επλήθυναν απ’ ό,τι
Η ασέβειά σου πλήθυνε. Γι αυτό αυτά σου κάναν.
Κι όσοι σε πήραν λάφυρο, λάφυρα αυτοί θα γίνουν.
Κι όσοι σ' αιχμαλωτίσανε θα αιχμαλωτιστούνε.
Αλλά θα σε γιατρέψω εγώ. Την που πολύ πονάει,
Λέει ο Κύριος, την πληγή, εγώ θα σου τη γιάνω.
Και Σκροποχώρι σ' έλεγαν΄ και, λεία μας, λέγαν,είναι,
Γιατί δε βρίσκεται κανείς να ενδιαφερθεί για κείνην.
XXXVII18
Αυτά είπε ο Κύριος: Ιδού απ' την εξορία
θα φέρω πίσω τον Ιακώβ. Και ευσπλαχνία θα δείξω
Σ’ αυτούς που ειν' αιχμάλωτοι. Και θα χτιστεί μια πόλη
Ευπρεπισμένη. Κι ο λαός θα ζει όπως του πρέπει.
Και ο λαός θα τραγουδά και θα ευχαριστιέται.
Και θα τους κάνω ν' αυξηθούν κι όχι να ελαττωθούνε.
Οπως και πρώτα θα γυρνάν λεύτερα τα παιδιά τους,
Μπροστά σε με θα μαρτυρούν εκείνοι την αλήθεια,
και θα επισκεφτώ εγώ εκείνους που τους θλίβουν.
Και ισχυρότεροι εκεινών θα ειν' οι ισχυροί τους,
Κι οι άρχοντες τους απ' αυτούς θα βγαίνουνε τους ίδιους.
θα τους μαζέψω και αυτοί κοντά μου θάρθουν πάλι.
Γιατί, λέει ο Κύριος, ποιός μόνος την καρδιά του
Κοντά σε μένα θάφερνε;
ΧΧΧVΙΙ23
Γιατί έχει έβγει φοβερή μια ορμή από τον Κύριο
Και σαν ανεμοστρόβιλος ένας θυμός εβγήκε
Και χτύπησε τους ασεβείς. Και πίσω του Κυρίου
Η τρομερή δεν κάνει οργή αν πρώτα δε χτυπήσει
Και αν δεν κάνει πρωτ' αυτή ό,τι ζητά η καρδιά του.
Και θα τα δείτε ολ' αυτά στις τελευταίες μέρες.
XXXVIII
Το χρόνο, είπε ο Κύριος, εκείνο, για το γένος
Του Ισραήλ θάμαι θεός κι αυτός λαός μου θάναι.
Στην έρημο, ειπ' ο Κύριος.να ζεις ακόμα σ' ήβρα
Μαζί μ' αυτούς που φονικό τους έκοψε μαχαίρι.
Χωρίς να καταστρέψετε τον Ισραήλ βαδίστε.
Από μακριά εμφανίστηκε ο Κύριος σε κείνον.
Και τούπε:με παντοτινή σ' έχω αγαπήσει αγάπη
Γι αυτό μεγάλη ένιωσα για σένα ευσπλαχνία.
Γι αυτό, παρθένος του Ισραήλ, θα σε οικοδομήσω
Και όρθια πάλι θα σταθείς. Ως και το τύμπανό σου
θα πάρεις, και μαζί θα βγεις μ' αυτούς που διασκεδάζουν.
Γιατί αμπέλια εβάλατε στα όρη της Σαμάρειας.
Φυτέψτε και δοξάσετε. Γιατί θα έρθει η μέρα
που όσοι στα όρη της Εφραίμ προσεύχονται, θα πούνε:
Σ'κωθήτε πάμε στη Σιών, στον Κύριο και θεό μας
XXXVIII7
Γιατί ετσι είπε στον Ιακώβ ο Κύριος: ευφρανθείτε
Και θριαμβέψτε πρώτοι εσείς ανάμεσα στα έθνη.
Και ψάλλετε. Και δυνατή ας ακουστεί η φωνή σας.
Και, το λαό του ο Κύριος, πέστε, τον έχει σώσει-
Ο,τι έμειν' απ' το Ισραήλ. Αυτούς ναί θα τους πάρω
Απ' το βορρά, κι από της γης τις άκρες θα τους πάρω
Και στου Φασέκ το γιορτασμό όλους θα τους μαζέψω.
Κι όταν πολλοί θα γίνουνε, εδώ θαρθούνε πάλι.
Θρηνώντας βγήκαν μα εγώ θα τους γυρίσω πίσω
Παρηγορώντας τους' και πια να πάρουν θα τους κάνω
Τον ίσιο δρόμο, σαν νερό που πάει μες στ' αυλάκι.
Κι όντας στο δρόμο μέσα αυτόν, πλάνη δε θα γνωρίσουν.
Γιατί έχω για τον Ισραήλ όπως πατέρας γίνει
Και γιατί πρωτογέννητο ειν' ο Εφραίμ παιδί μου.
XXXVIII10
Τους λόγους του Κυρίου λαοί, ακούστε κι αναγγείλτε
Ως τα μακρύτερα νησιά. Πέστε τους ότι εκείνος
Που σκόρπισε τον Ισραήλ, αυτός θα τον μαζέψει
Κι όπως κοπάδι ο βοσκός, έτσι θα τον φροντίσει.
Γιατί ο Κύριος έσωσε τον Ιακώβ-τον έχει
Από των δυνατότερων τα χέρια γλιτωμένον.
Και στ' όρος θάρθουν της Σιών κι ευφρόσυνα θα νιώσουν
Και στου Κυρίου τα καλά θα έρθουνε-στη χώρα
Πούχει σιτάρι και κρασί, πρόβατα, κτήνη, φρούτα.
Και όπως δέντρο καρπερό θα είναι η ψυχή τους
Και πια δε θα πεινάσουνε.Τότε και οι παρθένες
Χαρά μεγάλη στων νεαρών θα βρούνε τις παρέες.
Και θα χαρούν κι οι γέροντες γιατί χαρά θα κάνω
Το πένθος τους, ώστε κι αυτοί ευφρόσυνα να νιώσουν.
Και θα μεθύσω την ψυχή και θα την μεγαλώσω
Των ιερέων των γιων Λευί, και όλος ο λαός μου,
Ο Κύριος είπε, από καλά δικά μου θα γεμίσει.
XXXVIII15
Απ' τη Ραμά θρήνος, κλαυθμός, και οδυρμός ακούστη.
Κλαίει η Ραχήλ τα τέκνα της και δεν παρηγοριέται
Γιατί αυτά δεν είναι πια. Ετσι ο Κύριος είπε:
Να κλαίει ας πάψει σου η φωνή-τα μάτια να δακρύζουν.
Γιατί κατά τα έργα σου θα είναι ο μισθός σου
Κι από τη γη την εχθρική θαρθούνε πάλι πίσω
Και τα παιδιά σου μόνιμη θα έχουν κατοικία.
ΧΧΧVΊΙΙ18
Ακουσα να οδύρεται ο Εφραίμ. Και μίλαγε έτσι:
Με παίδεψες, παιδεύτηκα. Μα σα μοσχάρι νάμουν
Δεν εδιδάχτηκα απ’ αυτό. Φέρε με πάλι πίσω
Και θάρθω' γιατί είσαι συ ο Κύριος και θεός μου.
Αφού αιχμαλωτίστηκα μετάνιωσα κατόπιν
Κι όταν αυτό το ένιωσα είχα βαριά στενάξει
Για την ημέρα της ντροπής. Και τότε σούχα δείξει
Οτι με λοιδωρούσανε απ' όταν ήμουν νέος.
Αγάπητός μου γιός ο Εφραίμ-παιδάκι τρυφερό μου.
Γιατί αφού οι λόγοι μου μέσα σ' αυτόν υπάρχουν
Γι αυτό θα τόνε θυμηθώ. Κι ήρθα γοργά κοντά του
Ωστε να δείξω έλεος σ' αυτόν, είπε ο Κύριος.
XXXVIII21
Προετοιμάσου ω Σιών! Παρ' την εκδίκηση σου
Χωρίς κανένα δισταγμό.Του Ισραήλ παρθένα
Γύρισε πίσω απ' την οδό πούχεις ως τώρα πάρει.
Κλαίγοντας έστω γύρισε στις πόλεις σου και πάλι.
Ως ποτέ θασαι μακριά κόρη ατιμασμένη;
Καινούργιο ο Κύριος έσπειρε χωράφι σωτηρίας
Για να σωθούν οι άνθρωποι. Γιατί έτσι ο Κύριος είπε:
Το λόγο ακόμα αυτόν θα πουν αυτοί στη γη Ιούδα
Και μες στις πολιτείες τους, όταν τους φέρω πίσω
Απ' την αιχμαλωσία τους: ευλογημένος νάναι
Ο Κύριος πάνω στ' άγιο και δίκαιό του όρος.
Και θα υπάρχουν κάτοικοι σ' όλες τις πόλεις Ιούδα
Μα και στη χώρα ολόκληρη. Και γεωργοί θα υπάρχουν.
Και οι τσομπάνοι θα τραβάν μαζί με τα κοπάδια.
Οποια ψυχή εδίψαγε την έχω εγώ μεθύσει
Κι όποια ψυχήν επείναγε την έχω χορτασμένη.
Και ξύπνησα και κοίταξα και γλύκανέ μου ο ύπνος.
ΧΧΧVIII27
Γι αυτό ημέρες έρχονται-ιδού!-λέει ο Κύριος
όπου Ιούδα κι Ισραήλ με σπέρμα θα τον σπείρω
Κτήνους κι ανθρώπου. Κι όπως πριν μονάχη μου φροντίδα
Ηταν πως να τους έβλαφτα και πως να τους γκρεμίζω,
Με ίδια, λέει ο Κύριος, καθώς εκείνη ζέση
Σε χτίσιμο και φύτεμα βοηθός τους θα τους γίνω.
Και τον καιρό οι άνθρωποι εκείνον δε θα λένε
Πως επειδή εφάγανε οι πατέρες αγουρίδες
Ειν’ η αιτία πον μούδιασαν τα δόντια των παιδιών τους-
Καθένας απ' την ίδια του αμαρτία θα πεθαίνει,
Και όποιου αγουρίδα φάει,τα δόντια θα μουδιάσουν.
XXXVΙΙΙ31
Φτάνουνε, λέει ο Κύριος, οι μέρες που διαθήκη
Καινούργια μια θα κάνω εγώ με Ισραήλ και Ιούδα.
Διαθήκη όχι όπως αυτή που είχα δώσει τότε
Εγώ στους πατεράδες τους, τη μέρα που απ' το χέρι
Κρατώντας τους, τους έβγαλα απ' τη χώρα της Αιγύπτου.
Γιατί αυτοί δεν κράτησαν εκείνη τη διαθήκη
Κι εγώ τους παραμέλησα γι αυτό, λέει ο Κύριος.
Κι αυτή θαν' η διαθήκη μου, που εγώ, λέει ο Κύριος,
θα κάνω με το Ισραήλ: Μετά τις μέρες κείνες
Τους νόμους μου βαθιά βαθιά στο νου τους θα τους βάλω
Λέει ο Κύριος-στην καρδιά τους μέσα θα τους γράψω,
Και θαμ' εγώ γι αυτούς θεός κι αυτοί θάναι λαός μου.
Και οι πολίτες δε θα λεν στον άλλον ο καθένας
Κι ο αδερφός στον αδερφό τον Κύριο να μάθει,
Γιατί θα με γνωρίζουνε όλοι, μικροί μεγάλοι.
Γιατί τις αδικίες τους θα τους τις συγχωρήσω.
Κι όλες τις αμαρτίες τους για πάντα θα ξεχάσω.
XXXVIII35
Κι αν υψωθεί ο ουρανός πάνω απ' τα σύνορα του,
Και αν το έδαφος της γης πάει πιό κάτω ακόμα,
Και τότε ακόμα, του Ισραήλ το γένος, λέει ο Κύριος,
Δε θα το τιμωρήσω εγώ για ό, τι έχει κάμει.
ΧΧΧVIΙΙ36
Ετσ' ειπ' ο Κύριος που 'δωσε τον ήλιο φως της μέρας
και που τη νύχτα φώτισε μ' αστέρια και φεγγάρι,
Και που έδωσε στη θάλασσα φωνή κι αυτή βουίζει-
Και Κύριος παντοκράτορας το όνομά του είναι.
Κι αν κάποτε τους νόμους μου αυτούς, λέει ο Κύριος,
Τους έπαυα, τότε κι αυτό, του Ισραήλ το γένος
θα έπαυε για πάντοτε αγαπητό να μου είναι.
ΧΧΧVΙΙΙ38
Ιδού! Λέει ο Κύριος, φτάνουν οι μέρες όπου
Από τον πύργο Αναμεήλ ως τη γωνιαία πύλη
Πόλη στον Κύριο θα χτιστεί, κι ως του Γαρήβ τους λόφους
θάναι μεγάλη, και μπροστά στα μάτια τους θ' απλώνει.
Και από πέτρες διαλεχτές θάχει ένα κύκλο γύρω.
Και όλοι οι Ασαρεμώθ κι οι Νάχαλ Κέδρων, μέχρι
Την ανατολική γωνιά της Πύλης των Αλόγων
Ολοι τους εν’ αγίασμα θα είναι για τον Κύριο.
Και δε θα χαλαστεί ποτέ, κι αιώνια θα υπάρχει.
XXXIX
Ο λόγος απ' τον Κύριο προς το Ιερεμία
Που ήρθε όταν για χρονιές δέκα ο Σεδεκίας
Βασίλευε, κι όταν χρονιές μέσα στη Βαβυλώνα
Δεκαοχτώ βασίλευε ο Ναβουχοδονόσωρ.
Και ο στρατός του βασιλιά της Βαβυλώνας, φράγμα
Φτιάχνει στην Ιερουσαλήμ. Και ο Ιερεμίας
Μες στην αυλή της φυλακής ήταν φυλακισμένος,
Που μέσα στο βασιλικό ήτανε το παλάτι.
Εκεί τον είχε ο βασιλιάς κλείσει ο Σεδεκίας,
Γιατί, του είπε, προφήτεψες, λέγοντας: είπε ο Κύριος
Ιδού! την πόλη αυτή εγώ στα χέρια θα τη δώσω
Του Βαβυλώνιου βασιλιά, κι αυτός θα τηνε πάρει
Κι ο Σεδεκίας δε θα σωθεί απ' τα χέρια των Χαλδαίων
Γιατί στα χέρια αφεύγατα θα τόνε παραδώσουν
Του Βαβυλώνιου βασιλιά. Με τα ίδια τους τα μάτια
τότε αυτοί θα ιδωθούν, και θα μιλήσουν τότε
Ενας στον άλλο απέναντι. Και πια ο Σεδεκίας
Στη Βαβυλώνα όταν μπει, εκεί θα κατοικήσει.
ΧΧΧΙΧ6
Κι ο λόγος ήρθε του Κυρίου προς τον Ιερεμία
Κι είπε: Ιδού! Ο Αναμεήλ που του Σαλώμ παιδί 'ναι
Πουν' του πατέρα σου αδερφός, έρχεται προς εσένα
Και λέει: το χωράφι μου εσύ αγόρασέ το
Που έχω εγώ στην Ανανώθ. Γιατί να τ' αγοράσεις
Συ έχεις το δικαίωμα.
ΧΧΧΙΧ8
Κι ήρθε σε με ο Αναμεήλ γιός του Σαλώμ που είναι,
Πουν’ του πατέρα μου αδερφός, και στην αυλή μου είπε
Της φυλακής: αγόρασε συ τον αγρό που έχω
Στη Βενιαμίν, στην Ανανώθ, γιατί κι εσύ να κάνεις
Αξίζει αυτή την αγορά, κι ο πιό μεγάλος είσαι.
Κι ήξερα οτ' ήτανε αυτός ο λόγος του Κυρίου.
Και από τον Αναμεήλ, πούναι παιδί εκείνου
Πουν' του πατέρα μου αδερφός, αγόρασα το χτήμα.
Και μέτρησα δεκαεφτά σίκλους σ' αυτόν αργύρου,
Και σε βιβλίο τόγραψα, κι έβαλα και μαρτύρους
Και υστέρα το σφράγια. Και ζύγισα τ' αργύριο
Σε ζυγαριά, και το βιβλίο το σφραγισμένο πήρα,
Και στον Βαρούν το έδωσα, γιος που είναι του Νηρία,
Γιου του Μασαίου. Κι ολ' αυτά, ενώ παρόντες ήσαν
Ο γιός του αδερφού εκείνου που μ' έχει γεννημένον,
Οι άντρες που της αγοράς γράψανε το βιβλίο,
Κι οι Ιουδαίοι που στην αυλή της φυλακής βρισκόνταν.
Και μπρος τους δίνω στον Βαρούχ μιαν εντολή-του λέω
Ο παντοκράτωρ Κύριος λέει έτσι: το βιβλίο
Παρτο αυτό της αγοράς, που έχουμε διαβάσει,
Και βάλτο σ’ ένα πήλινο αγγείο, για να μείνει
Καιρόν πολύ. Γιατί έχει πει ο Κύριος ότι έτσι
Θ' αγοραστούν ακόμα αγροί, και σπίτια κι αμπελώνες.
Μέσα στη χώρα αυτήν εδώ.
ΧΧΧΙΧ16
Και το βιβλίο της αγοράς αφού το είχα δώσει
Στο γιό-Νηρία, το Βαρούχ, μιά προσευχή κατόπιν
Έκανα προς τον Κύριο, έτσι σ' αυτόν μιλώντας:
Συ Κύριε αληθινά ύπαρχεις. Συ έχεις κάνει
Γη κι ουρανό, με την ισχύ που έχεις τη μεγάλη
Και με το μέγα χέρι σου, που εκεί ψηλά δουλεύει.
Κρυφό για σένα τίποτα. Συ ελεείς χιλιάδες,
Και αμαρτίες των γονιών στα τέκνα συ τις δίνεις,
θεέ μεγάλε,δυνατέ. Κύριε η θέληση σου
Μεγάλη, και τα έργα σου ειν' ισχυρά και κείνα.
Θε' μέγα, παντοκράτορα, μεγάλο τόνομά σου.
Τα μάτια σου πάντα κοιτάν τα μάτια των ανθρώπων
Κι ανάλογα ποιόν πήρανε δρόμο, και συ τους δίνεις.
Συ έκανες στην Αίγυπτο τέρατα και σημεία
Ως σήμερα, και στο Ισραήλ, και σ' όσους ήταν ντόπιοι.
Κι όλοι σ' υπολογίζουνε ως την ημέρα ετούτη.
Κι από τη γη της Αίγυπτος έβγαλες το λαό σου,
Τον Ισραήλ, αφού έκανες τέρατα και σημεία,
Μ' ένα βραχίονα υψηλό και κραταιό ένα χέρι
και με μεγάλα οράματα, και έδωσες σε κείνους
Τη γη που στους πατέρες τους ορκίστηκες να δώσεις,
Τη γη που τρέχουν πάνω της το μέλι και το γάλα.
Και μπήκαν και την πήρανε, κι αγνόησαν τη φωνή σου Και δεν περπάτησαν εκεί που είχες συ προστάξει.
Τις εντολές δεν άκουσαν που εσύ τους είχες δώσει,
Κι αίτιοι αυτοί των συμφορών που τους εβρήκαν είναι.
Όχλος στην πόλη-να-έφτασε, γιά να την καταλάβει
Κι η πολιτεία δόθηκε στα χεριά των Χαλδαίων
Που πολεμούν ενάντια της με πείνα και μαχαίρι.
Και όπως είπες έγινε. Και μου 'πες ν' αγοράσω
Το χτήμα αυτό με άργυρο. Κι έχω βιβλίο γράψει,
Το σφράγισα, και μάρτυρες έχουνε καταθέσει.
Κι η πολιτεία δόθηκε στα χέρια των Χαλδαίων.
ΧΧΧΙΧ27
Και του Κυρίου προς εμέ ο λόγος ήρθε κι είπε:
Εγώ είμαι ο Κύριος, θεός του κόσμου όλου.
Κάτι από μένα θα κρυφτεί; Γι αυτό και έτσι ο Κύριος
Είπε, ο θεός του Ισραήλ: Αφευγα αυτή η πόλη
Στου Βαβυλώνιου βασιλιά τα χέρια θα περάσει.
Και θα την καταλάβει αυτός-θαρθούνε οι Χαλδαίοι
Ενάντια της να πολεμούν και θα την πυρπολήσουν.
Και όσα σπίτια θύμιαζαν τη Βάαλ στα δωμάτιά τους
Και σε θεούς άλλους σπονδές προκλητικά εκάναν,
Αυτά τα σπίτια θα καούν. Γιατ' ήτανε οι μόνοι
Οι γιοί Ιούδα κι Ισραήλ, που απ' όταν ήταν νέοι
Εκεί, μπροστά στα μάτια μου, πράξεις κακές έκαναν.
Ητανε κάτω απ' την οργή και κάτω απ' το θυμό μου
Η πόλη αυτή, απ’ τη στιγμή που χτίστηκε ως τα τώρα.
Κι ήθελα να τη χάλαγα για τα κακά που κάναν
Οι γιοί του Ιούδα κι Ισραήλ για να με προκαλέσουν-
Αυτοί κι οι βασιλιάδες τους, κι οι άρχοντες,κι οι ιερείς τους
Και όσοι στην Ιερουσαλήμ μένουνε Ιουδαίοι.
Και μούδειξαν τα νώτα τους κι όχι το προσωπό τους.
Τους δίδαξα από την αρχή, μα εκείνοι δεν ακούσαν-
Δε θέλησαν να μάθουνε. Και οι πολλές βρωμιές τους
Εμόλυναν τον οίκο μου που έχει τόνομά μου.
Και στη Βαάλ χτίσαν βωμούς, στου γιου του Ενώμ το ρέμα,
Για να προσφέρουν στο Μολώχ το βασιλιά τους γιους τους
Και τα κορίτσια τους-κι αυτά εγώ δεν τους τα είπα,
Και ούτε σκέφτηκα ποτέ αυτή τη σιχαμένη
πράξη να κάνουνε αυτοί, για ν' αμαρτήσει ο Ιούδας.
ΧΧΧΙΧ36
Και ο θεός του Ισραήλ, ο Κύριος, είπε τώρα
Ετούτα για την πόλη αυτή, που λες εσύ για κείνην
Στου Βαβυλώνιου βασιλιά τα χέρια πως θα πέσει
Κατ' από κόψη μαχαιριού, κι από εξορία και πείνα:
Και να! Εγώ απ' οληνε τη γη θα τους μαζέψω
Απ' ό,που τους εξόρισε ο θυμός και η οργή μου
Κι η φοβερή μανία μου. Και θα τους φέρω πίσω
Στον τόπο αυτό, κι υπάκοους να είναι θα τους κάνω
Και ο λαός μου θαν' αυτοί και θάμαι ο θεός τους.
Και θα τους βάλω σ’ άλλο εγώ δρόμο. και θα τους δώσω
Αλλη καρδιά, το φόβο μου πάντοτε για να έχουν,
Για το καλό των ιδιωνών αλλά και των παιδιών τους.
Και μια διαθήκη αιώνια θα κάνω εγώ μαζί τους
Που δε θα πάρω πίσω πιά. Και μέσα στην καρδιά τους
θα βάλω εγώ το φόβο μου, να μη μου ξαναφύγουν.
Και θα τους επισκέπτομαι καλό για να τους κάνω,
Κι έτσι πιστούς, μέσα στη γη αυτήνε θα τους βάλω
Ολόκαρδα κι ολόψυχα.
ΧΧΧΙΧ42
Γιατί έτσι,είπε ο Κύριος,όπως εγώ σε κείνους
Μεγάλα έδωσα κακά, έτσι και θα τους δώσω
Οσα καλά τους έχω πει. Κι αγροί θ' αγοραστούνε
Κι άλλοι, στη γη που λες εσύ πως θαναι από κτήνη
Κι από ανθρώπους έρημη, και στων Χαλδαίων τα χέρια
Οτι παραδοθήκανε. Και δίνοντας ασήμι,
Χωράφια θ' αγοράσουνε. Και συ βιβλίο θα γράψεις,
Και το βιβλίο θα σφραγιστεί, και καταθέσεις θάχεις
Μαρτυρικές, στου Βενιαμίν τη χώρα, και τριγύρω
Στην πόλη της Ιερουσαλήμ, στις πόλεις του Ιούδα,
Στις πολιτείες του βουνού, στις πολιτείες του κάμπου,
Και στου νοτιά τις πολιτείες-γιατί θα τους λυτρώσω
Απ’ την αιχμαλωσία τους.
XL
Και του Κυρίου ο δεύτερος ακούστηκε ο λόγος
Προς τον Ιερεμία, ενώ αυτός ακόμα ήταν
Μες στην αυλή της φυλακής δεμένος, και του είπε:
ΧL2
Αυτά είπε ο Κύριος τη γη που έχει πλάσει
Και που μορφή της έδωσε για να τηνε στεριώσει-
Και τ' όνομα του Κύριος: Βοήθεια ζήτησε μου
Κι εγώ θα σου αποκριθώ. Και πράγματα θαυμάσια
Και μεγαλειώδη θα σου πω που άγνωστα σου ήταν.
Και για τα σπίτια αυτής εδώ της πόλης είπε ο Κύριος,
Και του Ιουδαίου βασιλιά τα σπίτια, που γκρεμίσαν
Και γίναν οχυρώματα, και γίναν προμαχώνες
Για να μπορούν να στέκώνται ενάντια στους Χαλδαίους
Και ύστερα μ' ανθρώπινα κουφάρια να γεμίσουν
Που τσάκισα μες στην οργή εγώ και στο θυμό μου,
Γιατί απόστρεψα απ' αυτούς εγώ το πρόσωπό μου
Για όλα όσα είχανε αυτόί κακά διαπράξει.
Ιδού εγώ, επούλωση και θεραπεία θα φέρω
Και θα φανερωθώ σ' αυτούς και θα τηνε γιατρέφω
Την πόλη, και ειρήνη εγώ, και πίστη θα της φέρω.
XL7
Και πίσω θα γυρίσω εγώ απ' την αιχμαλωσία
Τον Ιούδα και τον Ισραήλ, και θα τους κάνω πάλι
Να είναι όπως ήταν πριν. Και θα τους καθαρίσω
Απ' όλα τ' αδικήματα που ενάντια μου διαπράξαν,
Και θα ξεχάσω όσες αυτοί έκαναν αμαρτίες
Κι από κοντά μου φύγανε. Και για χαρά θα είναι
Και θάναι για εξύμνηση και για δοξολογία
όλων των λαών πάνω στη γη, εκείνων που θ' ακούσουν
όσα της κάνω εγώ καλά. Και την πικρία θα νιώσουν
Και φόβο θα γνωρίσουνε για τα καλά εκείνα
Και την ειρήνη που εγώ θα φέρω ανάμεσα τους.
XL10
Αυτά είπε ο Κύριος: στον τόπο τούτο ακόμα
που από κτήνη έρημος κι ανθρώπους είναι λέτε,
Εξω απ' την Ιερουσαλήμ, στις πόλεις του Ιούδα-
Σ' αυτές λοιπόν τις ερημιές τις δίχως ζώα κι ανθρώπους
Φωνή 'φροσύνης θ' ακουστεί, φωνή χαρά γεμάτη,
Γαμπρού φωνή, νύφης φωνή, φωνές που θα φωνάζουν:
Στον Κύριο παντοκράτορα ευχαριστίες στείλτε
Γιατ' ειν' ο Κύριος καλός' γιατί το έλεός του
Για μας, θα υπάρχει πάντοτε. Και στου Κυρίου τον οίκο
Δώρα θα φέρουνε, γιατί, θα φέρω πάλι πίσω
Και θα τους έχω όπως πριν όσοι αιχμάλωτοι ήσαν
Αυτής της γης, ο Κύριος είπε. Και είπε πάλι
Ο Κύριος των δυνάμεων, ότι θα είναι ακόμη
Στον τόπο αυτό τον έρημο από άνθρωπο και κτήνη
Σ' όλες τις πολιτείες του τσοπάνικα καλύβια
Και στάνες για τα πρόβατα: στις πόλεις τις βουνίσιες,
Στα νοτινά,στα πεδινά,στου Βενιαμίν τον τόπο,
Και σ' όσες στην Ιερουσαλήμ πόλεις τριγύρω υπάρχουν.
Και κείνοι που τα πρόβατα μετράνε,είπε ο Κύριος,
Δε θα τα προλαβαίνουνε.
XLI
Ο λόγος που ειπώθηκε προς τον Ιερεμία
Από τον Κύριο, ο βασιλιάς όταν της Βαβυλώνας
Ο Ναβουχοδονόσορας, και ο στρατός του όλος
Κι όλες οι πολιτείες του, ενάντια πολεμούσαν
Στην πόλη της Ιερουσαλήμ και στις Ιουδαίες πόλεις
Κι έλεγε: Είπε ο Κύριος, στο βασιλιά του Ιούδα
Το Σεδεκία, πήγαινε. και πες του είπε ο Κύριος
Η πόλη θα παραδοθεί αυτή στην εξουσία
Του Βαβυλώνιου βασιλιά, και κείνος θα την πάρει
Και θα τη ρίξει στη φωτιά΄ και συ δε θα γλιτώσεις
Από τα χέρια εκεινού, παρά θα σε συλλάβουν
Και θα σε δώσουνε σ' αυτόν, κι αντικρυστά θα δείτε
Ένας τον άλλο, και θα μπεις στη Βαβυλώνα μέσα.
XLI4
Ομως, του Ιούδα βασιλιά, άκουσε, Σεδεκία,
Το λόγο του Κυρίου, γιατί, ειρηνικά ο Κύριος
Πως θα πεθάνεις λέει εσύ κι όπως τους βασιλιάδες
Κλάψαν τους πατεράδες σου που πριν σου βασιλέψαν
Ετσι θα κλάψουνε και σε "ουαί" λέγοντας "Κύριε",
Και ως τον Αδη θα θρηνούν για σένα, γιατί έτσι
Είπα εγώ, ειπ' ο Κύριος.
ΧLΙ6
Και μες στην Ιερουσαλήμ είπε ο Ιερεμίας
Τους λογούς προς το βασιλιά αυτούς, το Σεδεκία.
Κι ενάντια στην Ιερουσαλήμ και στις Ιουδαίες πόλεις
Την Αζηκα και τη Λαχίς που είχαν απομείνει
Γιατ' ήταν πόλεις ισχυρές του Ιούδα, οι στρατιώτες
Του Βαβυλώνιου βασιλιά ακόμα πολεμούσαν.
XLI8
Ο λόγος απ' τον Κύριο προς τον Ιερεμία
Αφού διαθήκη ο βασιλιάς έκανε ο Σεδεκίας
Με το λαό για άφεση-πως πρέπει ο καθένας
Το δούλο ή τη δούλα του ελεύθερη ν’ αφήσει,
Εβραίο κι Εβραία, ώστε πια κανείς άντρας Ιουδαίος
Να μην υπάρχει σε σκλαβιά. Και τότε ολοι οι πλούσιοι
Και όλοι εκείνοι που μ' αυτούς έγινε η διαθήκη,
Δούλο και δούλα ο καθείς ελεύθερους αφήκαν,
Και δούλοι έπαψαν αυτοί και δούλες τότε νάναι.
XLI12
Κι έγινε λόγος του Κυρίου προς τον Ιερεμία,
Που λέει, έτσι ειπ' ο Κύριος, διαθήκη έχω κάνει
Εγώ με τους πατέρες σας, τότε που απ' της Αιγύπτου
Τη χώρα έξω σας έβγαλα-τη χώρα της δουλείας,
Λέγοντας, οι έξη οι χρονιές όταν συμπληρωθούνε
Τον αδερφό σου ελεύθερο θ’ αφήσεις τον Εβραίο,
Γιατί πουλήθηκε σε σε, σου δούλεψε έξη χρόνια,
Και τωρα ασ' τον ελεύθερο. Μα κείνοι δε μ' ακούσαν-
Δεν ίδρωσε τ' αυτάκι τους. Και σήμερα έχουν έρθει
Εκείνο που μ' ευχαριστεί να κάνουνε μπροστά μου-
Αφεση για να δώσουνε καθείς στο γείτονα του.
Και μπρος μου, μες στο σπίτι αυτό που φέρει τόνομά μου
Διαθήκη κάναν. Ομως σεις έχετε στρέψει πίσω
Και πάλι ξαναπήρατε δούλους γυναίκες κι άντρες
Που πριν ελευθερώσατε, και τόνομά μου έτσι
Εσείς το βεβηλώσατε δουλώνοντάς τους πάλι.
ΧLΙ17
Γι αυτό ετσι είπε ο Κύριος: δε μ' έχετε ακούσει
Στο γείτονα του άφεση καθένας σας να δώσει.
Και να! ελεύθερον εγώ το θάνατον αφήνω
Και το σπαθί και το λιμό και μέσα στα βασίλεια
Θα σας σκορπίσω όλης της γης. Και όσους απ' τους άντρες
Ξέχασαν τη διαθήκη μου που κάνανε μαζί μου
Και δεν την εφαρμόσανε, το μόσχο που εφτιάξαν
Για να θυσιαζουνε σ' αυτόν, τους άρχοντες του Ιούδα,
Τους ιερείς, και το λαό, κι αυτούς που τους ορίζουν,
Θα δώσω όλους στους εχθρούς. Κι όσοι απ’ αυτούς πεθάνουν
Φαΐ θα γίνουν στα πουλιά και στης ξηράς τ' αγρίμια.
Της Ιουδαίας το βασιλιά, το Σεδεκία, θα δώσω
Μαζί του και τους άρχοντες στα χέρια των εχθρών τους.
Κι όσοι γλιτώσουν απ' αυτούς, στου βασιλιά θα πέφτουν
Του Βαβυλώνιου το στρατό. Ιδού! ο Κύριος λέει
Που προσταγή θα δώσω εγώ και πάλι θα τους φέρω
Στη γη αυτή. Και πόλεμο θα κάνουνε γι αυτήνε,
Και θα τηνε κυριέψουνε, και θα την κατακάψουν
Κι αυτήνε, και μαζί μ’ αυτήν τις πόλεις του Ιούδα.
Κι έρημες θα τις κάνω αυτές, χωρίς καθόλου ανθρώπους.
ΧLII
Ο λόγος που ειπώθηκε προς τον Ιερεμία
Στις μέρες του Ιωακείμ του βασιλιά του Ιούδα
Από τον Κύριο, που έλεγε: Πήγαινε κι όλους φέρε
Από το σπίτι του Αρχαβείν στον οίκο του Κυρίου,
Σε μιαν απ' τις αυλές, και κει, δος τους κρασί να πιούνε.
Και τον Ιεχονία εγώ που έχει για πατέρα
Τον Ιερεμίν, γιό Χαβασίν, έβγαλα εγώ, κι ακόμα
Τους αδερφούς του και τους γιούς, κι όλη την οικογένεια
Του Αρχαβείν, κι έβαλα αυτούς στον οίκο του Κυρίου,
Στο θάλαμο των γιων Ιωνάν, του γιου του Ανανία,
Του Γοδολία που είναι γιός που το θεό φοβάται
Κι έχει το σπίτι του κοντά στο σπίτι των αρχόντων,
Που είναι παν' απ' του Μασσαίου, του γιου Σελώμ το σπίτι
Που την αυλή εφύλαγε. Και μοίρασα ποτήρια
Σ' αυτούς, και κρασοκάνατο , "κρασί", λέγοντας «πιέστε».
ΧLΙΙ6
Και, δε θα πιούμε, είπαν, κρασί, γιατί ο Ιωνάδαβ
Γιός του Ρηχάβ, πατέρας μας, σα συμβουλή μας είπε
Ποτέ μην πιείτε σεις κρασί, ούτε και τα παιδιά σας.
Και σπίτια να μη χτίσετε και σπόρο να μη σπείρτε
Κι αμπέλια να μην έχετε, γιατί σε τέντες μέσα
Ολες σας θα περάσετε τις μέρες, για να ζήστε
Καιρόν πολύ σ' αυτή τη γη που πάνω της περνάτε.
Και του πατέρα μας εμείς ακούσαμε τα λόγια
Του Ιωνάδαβ, που έλεγε πως σ' όλη τη ζωή μας
Δεν έπρεπε να πίνουμε κρασί, κι οχι μεις μόνο
Αλλά και οι γυναίκες μας, κι οι κόρες μας, κι οι γιοί μας,
Και σπίτια να μη χτίζουμε μέσα να κατοικούμε
Κι αμπέλια, σπόρος και αγρός σε μας να μην υπάρχει.
Και μείναμε μες στις σκηνές, κι ακούσαμε τα λόγια
Και καναμε ότι ακριβώς μας διάταξ' ο Ιωνάδαβ
που ήτανε πατέρας μας. Και όταν είχεν έρθει
Ο Ναβουχοδονόσορας στη χώρα μας ενάντια
Είπαμε νάμπουμε κι εμείς' και μπήκαμε αλήθεια
Μέσα στην Ιερουσαλήμ, γιατ' είχαμε το φόβο
Του Χαλδαϊκού κι Ασσυριακού στρατού, κι εκεί πια ζούμε.
XLII13
Και του Κυρίου ήρθε σε με ο λόγος, και μου λέει:
Αυτά λέει ο Κύριος. Πήγαινε πες στον Ιούδα
Και σ' όσους στης Ιερουσαλήμ την πόλη κατοικούνε
Εσείς δε διδαχτήκατε τους λόγους μου ν' ακούτε;
Οι γιοί Ιωνάδαβ, γιού Ρηχάβ, τηρήσανε τα όσα
που στα παιδιά του είπε αυτός κρασί για να μην πιούνε
Κι αληθινά δεν ήπιανε. Κι όσα εγώ σας είπα
Από παλιά, δεν κάνατε. Κι έστειλα τα παιδιά μου
Ναρθούνε-τους προφήτες μου-σε σας και να σας πούνε:
Από το δρόμο τον κακό καθένας σας γυρίστε
Και αλλαγή προς το καλό κάντε στις συνήθειες σας
Και μην ακολουθείτε σεις και μην υπηρετείτε
Αλλους θεούς, και μείνετε μέσα σ’ αυτή τη χώρα
Σε σας και στους πατέρες σας που έχω εγώ δοσμένη.
Και σεις δε σκύψατε τ' αυτί ν' ακούστε τι σας λένε.
κι ενώ οι γιοί του Ιωναδάβ που του Ρηχάρ παιδί 'ναι
την πατρική τη συμβουλή την έχουνε ακούσει
όμως ετούτος ο λαός εμέ δε δε μ' έχει ακούσει.
Γι αυτό, έτσι ο Κύριος είπε: Γιατί ακούσαν
Οι γιοί Ιωνάδαβ, γιου Ρηχάβ, τον πατρικό το λόγο
Και ό,τι ο πατέρας τους τους έχει πει έκαναν,
Γι αυτό απ' τους γιους Ιωναδάβ, γιό του Ρηχάβ, κανένας
Κοντά σε με να στέκεται από κείνους δε θα λείψει
Οσο η γη θα βρίσκεται.
XLIII
Μέσα στην τέταρτη χρονιά του Ιωακείμ, που ήταν
Γιός του Ιωσία, βασιλιάς που ήταν του Ιούδα,
Αυτός ο λόγος προς εμέ ηρθε απ’ τον Κύριο κι είπε:
Παρε ένα βίβλινο χαρτί και πάνω του να γράψεις
Ολους τους λόγους που έχω εγώ σε σε απευθύνει
Ενάντια στην Ιερουσαλήμ κι ενάντια στον Ιούδα
Κι ενάντια σ' όλους τους λαούς απ’ την ημέρα όπου
Εγώ εμίλησα σε σε, όταν ο Ιωσίας
Ήταν του Ιούδα βασιλιάς κι ως την ημέρα τούτη.
Ισως του Ιούδα η φυλή, όταν ακούσει όλα
Οσα κακά έχω σκοπό σ’ αυτούς εγώ να κάνω
Να πισωστρέψει απ' τον κακό το δρόμο πούχει πάρει
Και τότε σπλαχνικός εγώ για τ' άδικα τους θάμαι
Και για τις αμαρτίες τους.
ΧLIII4
Και του Νηρία το γιό Βαρούχ κάλεσ’ ο Ιερεμίας
Και του 'πε κι όλους έγραψε τους λόγους του Κυρίου
Που είπε κείνος προς αυτόν, σε χάρτινο βιβλίο.
Κι ο Ιερεμίας στον Βαρούχ, είμαι φυλακισμένος,
Του 'πε, και δε μπορώ να μπω στον οίκο του Κυρίου.
Συ το βιβλίο όμως αυτό να πας να το διαβάσεις
Μέρα νηστείας στο λαό, στον οίκο του Κυρίου,
Και σ’ όσους απ' τις πόλεις τους έρχονται Ιουδαίους.
Ισως οι παρακλήσεις τους να φτάσουνε στον Κύριο
Κι από το δρόμο τον κακό γυρίσουν πάλι πίσω.
Γιατί μεγάλη η οργή και ο θυμός Κυρίου
Που ενάντια στο λαόν αυτό έχει αυτός ξεχύσει.
ΧLΙΙΙ8
Και όλα έκαν' ο Βαρούχ που τουπ' ο Ιερεμίας.
Και το βιβλίο διάβασε στον οίκο του Κυρίου
Οπου τους λόγους έγραφε μέσα του του Κυρίου.
Και τη χρονιά την όγδοη, στον ένατό της μήνα
Αφότου ο Ιωακείμ έγινε βασιλέας
Όλος ο λαός Ιερουσαλήμ κι ο οίκος του Ιούδα
Νηστεία κατά το θέλημα κάνανε του Κυρίου.
Και το βιβλίο ο Βαρούχ στον οίκο του Κυρίου
Διάβασε, που είχε μέσα του τους λόγους Ιερεμία,
Στου Γαμαρία, γιού Σαφάν, του γραμματέα το σπίτι,
Και μάλιστα μες στην αυλή, στην είσοδο της πύλης
Της νιόχτιστης, που βρίσκεται στον οίκο του Κυρίου.
Και τ' ακούσε όλος ο λαός.
ΧLIII11
Και ο Μιχαίας άκουσε, ο γιός του Γαμαρία
Που του Σαφάν ήτανε γιός τους λόγους του Κυρίου
Ολους που μέσα ήτανε γραμμένοι στο βιβλίο.
Και πήρε και κατέβηκε στου βασιλιά το σπίτι
Στο δώμα του γραμματικού και να! εκεί καθόνταν
Ολ' οι άρχοντες-ο Ελισαμά, που ήταν γραμματέας,
Και ο Δαλαίας όπου γιός ήταν του Σελεμία,
Κι ο Ιωνάθαν του Ακχοβώρ, κι ήταν κι ο Γαμαρίας
Γιός του Σαφάν, κι ο Σεδεκίας, ο γιός του Ανανία-
Και ήταν ολοι οι άρχοντες. Και ο Μιχαίας τους είπε
Τους λόγους που από το Βαρούχ είχε αυτός ακούσει
Ενώ εκείνος διάβαζε ώστε ο λαός ν' ακούει.
XLIII14
Κι ορίσανε ολ' οι άρχοντες προς το Βαρούχ να πάει
Γιό του Νηρία, ο Ιουδίν, ο γιός του Ναθανία,
Γιού Σελεμία, γιού Χουσί, και, το χαρτί εκείνο,
Να του ειπεί, που μέσα του εδιάβαζες στον κόσμο,
Πάρε το κι έλα. Κι ο Βαρούχ επήρε το βιβλίο
Και ως αυτούς κατέβηκε. Και, διάβασέ το πάλι,
Του είπαν, να τ' ακούσουμε. Και ο Βαρούχ διαβάζει.
Κι όταν τα παντ' ακούσανε, τάπανε μεταξύ τους,
Και, θα τα πούμε ολα αυτά, είπαν, στο βασιλέα.
Και τον Βαρούχ ρωτήσανε κι είπαν: αυτούς τους λογούς
Πού βρήκες και τους έγραψες ; κι είπε ο Βαρούχ: το στόμα
Του Ιερεμία μου τάλεγε όλα τα λόγια ετούτα
Και στο βιβλίο τάγραψα. Και του Βαρούχ του είπαν:
Τραβά και κρύψου κι ο ίδιος συ και ο Ιερεμίας
Και να μην ξέρει άνθρωπος που είσαστε κρυμμένοι.
XLIII20
Και στην αυλή του βασιλιά πήγαν, και το βιβλίο
Το έδωσαν να φυλαχτεί στου Ελισαμά το σπίτι.
Και είπανε στο βασιλιά όλους αυτούς τους λόγους.
Κι έστειλ' αυτός τον Ιουδίν να φέρει το βιβλίο
Κι αυτός απ' του Ελισαμά το σπίτι το επήρε.
Και διάβασε ο Ιουδίν μπροστά στο βασιλέα
Και σ' όλους μπρος τους άρχοντες τριγύρω του που στέκαν.
Κι ο βασιλιάς καθότανε στο χειμωνιάτικό του
Και μπρος του έκαιγε φωτιά. Και κάθε τρία φύλλα
Ή τέσσερα, που διάβαζε ο Ιουδίν, κατόπ ι,
Με το ξυράφι τάκοβε του γραμματέα, και μέσα
Τάριχνε αμέσως στη φωτιά, ώσπου όλο το βιβλίο
Μες στη φωτιά εχάθηκε. Και ούτε οι αυλικοί του
που όλα τούτα τ' άκουγαν, ούτε ο βασιλέας
Τον Κύριο δεν εζήτησαν. Κι ούτε τα ιμάτιά τους
Δε διέρρηξαν. Και είπανε στο βασιλιά οι δύο,
Ο Γοδολίας κι ο Ελναθάν να κάψει το βιβλίο.
Κι ο βασιλιάς τον Γερεμεήλ εδιάταξε, το γιό του,
Και τον Σαραία του Εσριήλ να πάνε να συλλάβουν
Ιερεμία και Βαρούχ.
ΧLΙΙΙ27
Κι ο Κύριος εμίλησε προς τον Ιερεμία
Μετά αφού ο βασιλιάς έκαψε το βιβλίο
Ολα τα λόγια δηλαδή που ειπ' ο Ιερεμίας
Και ο Βαρούχ τα έγραψε, και είπε, πάρε πάλι
Αλλο βιβλίο, και μες σ' αυτό γράψε τους λόγους όλους
Που στο βιβλίο ήτανε που έχει κάνει στάχτη
Ο βασιλιάς Ιωακείμ. Και πες, είπε ο Κύριος,
Συ το βιβλίο έκαψες εκείνο γιατί είπες
Πως έγραψα μέσα σ' αυτό πως σίγουρα θα έρθει
Ο Βαβυλώνιος βασιλιάς κι ότι τη γη ετούτη
θα τη 'ρημώσει εντελώς κι ότι άνθρωποι και κτήνη
θ' αφανιστούνε απ' αυτήν;
ΧLIII30
Γι αυτό για τον Ιωακείμ, το βασιλιά Ιούδα
Είπε ο Κύριος γι αυτόν ότι δε θα καθίσει
Πάνω στο θρόνο του Δαυίδ, και ότι ο νεκρός του
Ριγμένος μες στο πύρωμα θα είναι της ημέρας
Και στης νυχτιάς τον παγετό. Και δε θα τον ξεχάσω
Μα θα τον επισκέπτομαι κι αυτόν και τη γενιά του
Ως και τους υπηρέτες του' και πάνω του θα ρίξω
Και σ’ όσους στην Ιερουσαλήμ μένουν, και στην Ιουδαία,
Οσα τους έλεγα κακά, κι εκείνοι δε μ' ακούγαν.
Κι άλλο βιβλίο ο Βαρούχ επήρε και σε κείνο
Από το στόμα έγραψε του Ιερεμία όλους
Τους λόγους που 'χε μέσα του εκείνο το βιβλίο
Που έκαψε ο Ιωακείμ. Κι ακόμα προστεθήκαν
Σ' αυτούς τους λόγους, κι άλλοι- αυτοί:
ΧLIV
Και βασιλιάς στου Ιωακείμ τη θέση είχε γίνει
Ο Σεδεκίας όπού γιός ήταν του Ιωσία,
Και που αυτόνε βασιλιά τον έβαλε του Ιούδα
Ο Ναβουχοδονόσορας. Ούτε και κείνος όμως
Ούτε κι οι υπηρέτες του και ο λαός της χώρας
Τους λόγους δεν ακούσανε που με τον Ιερεμία
Είπε σ’ αυτούς ο Κύριος.
XLIV3
Κι ο Σεδεκίας βασιλιάς που ήταν, είχε στείλει
Τον Ιωάχαλ, που ήτανε παιδί του Σελεμία
Και του Μαασσαίου το παιδί, τόνομα Σοφονίας
Που ιερέας ήτανε, να παν στον Ιερεμία
Και να του πούνε, προσευχή κάνε για μας στον Κύριο.
Κι από της πόλης πέρασε το κέντρο ο Ιερεμίας
Γιατί δεν τόνε βάλανε στη φυλακή και πάλι.
Κι από την Αίγυπτο ο στρατός του φαραώ εβγήκε
Και οι Χαλδαίοι την είδηση όταν ακούσαν, πήγαν
Και μπήκαν στην Ιερουσαλήμ.
ΧLIV6
Και λόγος ήρθε του Κυρίου προς τον Ιερεμία
Κι είπε, ετσι ειπ' ο Κύριος στο βασιλιά του Ιούδα
Να πεις, που εσένα έστειλε για να ζητήσει εμένα:
Να! Ο στρατός του φαραώ που ήρθε να σας βοηθήσει
Στην Αίγυπτο πάλι θα παν, και οι Χαλδαίοι πίσω
Θαρθούν, να πολεμήσουνε σ' αυτή την πόλη ενάντια.
Και θα την καταλάβουνε, και θα την πυρπολήσουν.
Γιατί έτσι λέει ο Κύριος: μη βάνετε στο νου σας
Και τρέχοντας λέτε, από μας θα φύγουν οι Χαλδαίοι.
Γιατί όχι-δε θα φύγουνε. Κι αν όλους τους Χαλδαίους
Που πολεμαν ενάντια σας θα τους εξολοθρέψτε,
Και τραυματίες μοναχά αν μερικοί θα μείνουν
Αυτοί καλά θα γίνουνε στον τόπο τους καθένας
Και θάρθουν και .θα βάλουνε φωτιά σ' αυτή την πόλη.
XLIV11
Κι όταν απ' την Ιερουσαλήμ εφύγανε οι Εβραίοι
Από το φόβο του φαραώ, βγήκε ο Ιερεμίας
Να πάει απ' την Ιερουσαλήμ στου Βενιαμίν τη χώρα
Για ν' αγοράσει θέλοντας χτήματα εκεί πέρα.
Κι ενώ αυτός βρισκότανε στου Βενιαμίν την πύλη
ο άνθρωπος που έμενε μαζί του, ο Σαρουΐα
Του Σελεμία το παιδί, του γιου του Ανανία
Τον Ιερεμία έπιασε, γιατί, όπως του είπε
Προς τους Χαλδαίους πήγαινε. Κι εκείνος, ψέμμα, είπε,
Δεν πάω στους Χαλδαίους εγώ. Και δεν τον άκουε κείνος.
Κι ο Σαμουΐα τον έπιασε, και, τον Ιερεμία
Τον πήγε ως τους άρχοντες. Και με τον Ιερεμία
θυμώσανε οι άρχοντες και τον κακοποιήσαν
Και τόνε ξαποστείλανε στο σπίτι του Ιωνάθαν,
Του γραμματέα, που φυλακή τόχανε καμωμένα.
XLIV16
XLIV16
Κι ο Ιερεμίας στου σπιτιού το σκοτεινό εμπήκε
Κελλί, και για πολλές εκεί εκάθισε ημέρες.
Κι ο Σεδεκίας έστειλε κοντά του να τον φέρουν,
Και, ο βασιλιάς, τον ρώταγε κρυφά, αν κάποιος λόγος
Του ήρθε από τον Κύριο. Κι εκείνος, ναι, του είπε,
Στου Βαβυλώνιου θα βρεθείς του βασιλιά τα χέρια.
Κι ο Ιερεμίας μίλησε στο βασιλιά και τούπε:
Σε τί εγώ αδίκησα τους δούλους σου ή εσένα
Ή το λαο αυτό, και συ στη φυλακή με βάζεις;
Και πού 'ναι οι προφήτες σας που προφητείες σας κάναν
Και λέγαν πως στη γην αυτή δε θα ερχόνταν μέσα
Ο Βαβυλώνιος βασιλιας; Και, κύριε βασιλιά μου,
Μπροστά σου η παράκληση ας ακουστεί η δικιά μου.
Γιατί στο σπίτι μ' έστειλες να μείνω του Ιωνάθαν,
Του γραμματέα; Μα εγώ εκεί δε θα πεθάνω.
Και διάταξε ο βασιλιάς και φυλακή τον βαλαν
Κι ένα ψωμί του δίνανε απ' το αρτοποιείο
Την κάθε μέρα, μέχρι που ψωμιά πλέον στην πόλη
Επάψαν να υπάρχουνε .
XLV
Κι ο Σοφονίας άκουσε, που γιός ήταν του Νάθαν
Κι ο Γοδολίας,γιός Πασχώρ, κι ο γιός του Σεμελία
Ο Ιωάχαλ, ολα αυτά που 'πε ο Ιερεμίας
Οταν μιλούσε στο λαό.
ΧLV2
Που είπε, ετσ' ειπ' ο Κύριος: Αυτός που θα ξεμείνει
Σ’ αυτή την πόλη, από σπαθί και πείνα θα πεθάνει
Κι όποιος προς τους Χαλδαίους πάει, θα ζήσει-η ζωή του
θα του δοθεί σα χάρισμα' θα ζήσει, γιατί έτσι
Ο Κύριος είπε: εξάπαντος η πόλη αυτή θα πέσει
Στου Βαβυλώνιου βασιλιά των στρατιωτών τα χέρια-
θα τηνε καταλάβουνε. Κι είπαν στο βασιλέα
Σκότωσ' αυτό τον άνθρωπο που παραλεί τα χέρια
Των μαχητών που μείνανε μέσα σ' αυτή την πόλη
Αλλά και όλου του λαού με όσα λόγια λέει.
Γιατί ο άνθρωπος αυτός για ειρήνη δε μιλάει
Μα προφητεύει τα κακά. Κι ο βασιλιάς τους είπε:
Τον έχετε στα χέρια σας-γιατί δεν το μπορούσε
Αντίθετα ο βασιλιάς στη γνώμη τους να πάει.
Και στου Μελχία, του βασιλιά του γιου μέσα το λάκκο
Τον έριξαν, που στην αυλή της φυλακής βρισκόταν
Και μέσα κει τον άφησαν, κι είχε ο λάκκος λάσπη
Αντίς νερό. Και μέσα κει, στη λάσπη τον αφήσαν.
XLV7
Κι ο Αβδεμελέχ, Αιθίοπας, που έμενε στο σπίτι
Του βασιλιά μεσα κι αυτός, άκουσε πως στο λάκκο
Τον Ιερεμία ρίξανε. Κι ο βασιλιάς στην πύλη
Τότε ήτανε του Βενιαμίν. Και πήγε αυτός κει πέρα
Και είπε προς το βασιλιά: αυτά που έχεις κάνει
Γυρεύοντας τον άνθρωπο εκείνο να σκοτώσεις
Από την πείνα, είναι κακά. Ψωμί μέσα στην πόλη
Δεν έχει μείνει άλλο πια. Κι ο βασιλιάς διατάζει
Τον Αβιμέλεχ λέγοντας, πάρε στις προσταγές σου
Τριάντα άντρες από 'δω και για να μη πεθάνει
Από το λάκκο βγάλτονε. Κι ανθρώπους ο Αβιμέλεχ
Πήρε, και στα υπόγεια του παλατιού επήγε
Και από κει παλιά σκοινιά επήρε και κουρέλια
Και μες στο λάκκο τάριξε που 'ταν ο Ιερεμίας
Και τούπε-.κατ' απ' τα σκοινιά ετούτα βάλτα' κι έτσι
Ο Ιερεμίας έκανε. Και τον τραβήξαν έξω
Με τα σκοινιά, κι έτσι αυτός εβγήκε από το λάκκο
και στην αυλή της φυλακής εμειν' ο Ιερεμίας.
ΧLV14
Κι έστειλε και τον κάλεσε ο βασιλιάς να πάει
Στο σπίτι του Ασελεισήλ που στου Κυρίου τον οίκο
Εκείνο εβρισκότανε' κι ο βασιλιάς του είπε:
θα σε ρωτήσω κάτι τι μα να μου πεις αλήθεια.
ΧLV15
Και αν σου πω, στο βασιλιά ειπε ο Ιερεμίας,
Δε θα μου δώσεις θάνατο; Κι αν συμβουλή σου δώσω
θα την ακούσεις; Και σ' αυτόν ο βασιλιάς πήρε όρκο
Λέγοντας ζει ο Κύριος, που ζωή μας έχει δώσει
Ούτε θα σε σκοτώσω εγώ, και ούτε στων ανθρώπων
Τα χέρια θα σε δώσω αυτών.
ΧLV17
Και, έτσι είπε ο Κύριος, τούπε ο Ιερεμίας:
Στους άρχοντες του βασιλιά σαν πας της Βαβυλώνας
Τότε θα ζήσεις' και αυτή δε θα καεί η πόλη
Και θα σωθεί το σπίτι σου και συ. Και αν σε κείνους
Δεν πας, η πόλη τότε αυτή θα πέσει στους Χαλδαίους,
Και θα της βάλουνε φωτιά, και συ δε θα γλιτώσεις.
XLV19
Και είπε τότε ο βασιλιάς προς τον Ιερεμία:
Οι Ιουδαίοι που φεύγουνε και παν προς τους Χαλδαίους
Το λόγο τους μου δώσανε να μη με παραδώσουν
Στα χέρια τους, κι αυτοί γελάν με με και κοροϊδεύουν.
ΧLV20
Δε θα σε παραδώσουνε είπε ο Ιερεμίας.
Το λόγο άκου που εγώ σου λέω του Κυρίου
Κι αυτό θάναι καλλίτερο για σένα-και θα ζήσεις.
Και αν δε θέλεις συ να πας, αυτά μου είπε ο Κύριος:
Και όλες όσες μείνανε γυναίκες μες στο σπίτι
Του Ιουδαίου βασιλιά στους άρχοντες επήγαν
Του Βαβυλώνιου βασιλιά, και, οι άντρες, του έλεγαν,
Που ειρήνη είχανε με σε, σ’ έχουν εξαπατήσει
Και θα στραφούν εναντία σου. Θα κάνουν να γλιστρήσει
Το πόδι σου, γιατί αυτοί εφύγανε από σένα
Και γιους σου και γυναίκες σου θα δώσουν στους Χαλδαίους,
Και συ δε θα σωθείς, αλλά, το χέρι θα σε πιάσει
Του Βαβυλώνιου βασιλιά, και θα καεί αυτή 'πόλη.
ΧLV24
Κι είπε σ' αυτόν ο βασιλιάς, άνθρωπος να μη μάθει
Τα λόγι' αυτά και τότε συ δε θα πεθάνεις. Κι όταν
Ακούσουνε οι άρχοντες πως σου 'χω εγώ μιλήσει
Και 'ρθούνε να σου πούνε πες, ο βασιλιάς τι είπε,
Δε θάβρεις θάνατο από μας αυτό αν δε μας κρύψεις,
Κι αν πουν, τί σούπε ο βασιλιάς, την ικεσία μου, πες τους,
Εφερα μπρος στο βασιλιά, να μη με στείλει πάλι
Ωστε να μην πεθάνω εγώ, στο σπίτι του Ιωνάθαν.
XLVI
Και πάνω ήταν στον ένατο μήνα που στον Ιούδα
Ο Σεδεκίας βασίλευε, που ο Ναβουχοδονόσωρ
Ο Βαβυλώνιος βασιλιάς και όλος ο στρατός του
Επήγαν στην Ιερουσαλήμ και την πολιορκούσαν.
Και την ενάτη του μηνός του τέταρτου του μήνα
Ενώ το ενδέκατο ήτανε έτος του Σεδεκία
Επεσ' η πόλη, κι οι άρχοντες εμπήκαν όλοι μέσα
Του Βαβυλώνιου βασιλιά και στη μεσαία πύλη
Συνάχτηχαν. Και ήτανε Σαμάγωθ, Ναβουσάχαρ,
Μαργανασάρ, Ναβουσαρείς, και ο Νασερραβάμαθ,
Κι ο Ναγαργάς. Μα ήτανε και όλοι οι άλλοι αρχόντοι
Του Βαβυλώνιου βασιλιά. Και τον Ιερεμία
Εστείλανε, κι απ' την αυλή της φυλακής τον πήραν
Και τόνε δώσαν στου Αχεικάμ το γιό, το Γοδολία
που 'χε παππού του τον Σαφάν. Και τόνε βγάλαν έξω
Και -στο λαό ανάμεσα είχε καθίσει εκείνος.
XLVI15
Λόγος Κυρίου έγινε προς τον Ιερεμία
Μες στην αυλή της φυλακής' κι είπε: στον Αβδεμέλεχ
Πήγαινε τον Αιθίοπα, και πες του, έτσι ειπ' ο Κύριος
Ο θεός του Ισραήλ: Ιδού! Τους λόγους μου θα φέρω
Στην πόλη αυτήνε για κακό, κι όχι για καλοσύνη.
Και την ημέρα εκείνη εγώ θα σε γλιτώσω εσένα-
Δε θα σε παραδώσω εγώ στα χέρια των ανθρώπων
Που τους φοβάσαι. Γιατί εγώ σίγουρα θα σε σώσω
Και από ξίφος δε θα πας. Και θαναι η ζωή σου
Χάρισμα, γιατί πίστεψες σε μένα, λέει ο Κύριος.
XLVII
Ο λόγος απ’ τον Κύριο στον Ιερεμία όταν
Ο αρχισωματοφύλακας, απ' τη Ραμά που ήταν
Και λέγονταν Ναβουζαρδάν, είχε σταλθεί σ' αυτόνε
Για να τον πάει από κει τα χέρια δένοντας του
Στους Ιουδαίους ανάμεσα τους αιχμαλωτισμένους
Και σ' όσους μεταφέρθηκαν μέσα στη Βαβυλώνα.
XLVII2
Κι ο αρχισωματοφύλακας τον πήρε και του είπε:
Ο Κύριος και θεός σου αυτά να γίνουν έχει ορίσει
Σ' αυτό τον τόπο τ’ άσχημα' κι ο Κύριος τάχει κάνει
Γιατί αμαρτήσατε σ' αυτόν και γιατί τη φωνή του
Δεν την ακούσατε. Και να! Τα χέρια σου τα λύνω
Και αν καλό σου φαίνεται ναρθείς μαζί με μένα
Στη Βαβυλώνα, τοτε εγώ μαζί μου θα σε πάρω.
Αν όχι, τρέχα πήγαινε πάλι στο Γοδολία
Γιό του Αχεινάμ, γιό του Σαφάν, όπου στην Ιουδαία
Ο Βαβυλώνιος βασιλιάς τον έχει κυβερνήτη
Και κάτσε μ' όλο το λαό στη γη την Ιουδαία.
Ο,που σου φαίνεται καλό να πας πως είναι, τράβα.
Κι ο αρχισωματοφύλακας του έδωσε και δώρα.
Κι αυτός στην πόλη Μασσηφά πήγε, στο Γοδολία
Και κάθισε με το λαό που είχε 'κει απομείνει.
ΧLVII7
Και του στρατού οι αρχηγοί που ήτανε στη χώρα
Ακούσανε κι οι ίδιοι αυτοί κι οι άντρες τους πως έχει
Ο Βαβυλώνιος βασιλιάς βάλει το Γοδολία
Τη χώρα για να κυβερνά και στείλανε σε κείνον
Αυτούς με τις γυναίκες τους που ο Ναβουχοδονόσωρ
Δεν τους επήρε, να τους πάει κι αυτούς στη Βαβυλώνα.
Και πήγανε στη Μασσηφά κοντά στο Γοδολία
Του Ναθανία το παιδί Ισραήλ, κι ο Ιωάναν
που είναι γιός του Καρηέ, και πήγε ο Σαραίας
που είναι γιός του Θαναεμέθ, και τα παιδιά επήγαν
Του Ιωφέ Νετωφαθί, και πήγε ο Εζονίας
Του Μωχαθί ο γιός κι αυτοί πηγαίνοντας, μαζί τους
Είχανε και τους άντρες τους.
ΧLVII19
Κι ο Γοδολίας ορκίστηκε σε κείνους και στους άντρες
Που είχανε αυτοί μαζί, και είπε: τους Χαλδαίους
Μη τους φοβάστε' μείνετε στη χώρα και δουλέψτε
Στο Βαβυλώνα βασιλιά-γιά σας καλλίτερα είναι.
Κι εγώ εδώ στη Μασσαφά θα βρίσκομαι, κοντά σας
Για να σταθώ αντίθετος σε κείνους τους Χαλδαίους
Που θάρχονταν ενάντια σας. Κρασί, καρπό και λάδι
Μονάχα σεις μαζεύετε, και βάλτε τα στ' αγγεία
Καί μες στις που κρατήσατε μείνετε πολιτείες.
ΧLVII11
Κι ολοι οι Ιουδαίοι της Μωάβ κι οι Αμμών της Ιδουμαίας
Κι όλοι στη χώρα, ακούσανε ότι της Βαβυλώνας
Ο βασιλιάς, κατάλυμα έδωσε στον Ιούδα
Κι ότι έβαλε του Αχεικάμ το γιό, το Γοδολία
Ναν' αρχηγός τους, κι ήρθανε κοντά στο Γοδολία
Στην Ιουδαία Μασσηφά, κι εκεί κρασί εβγάναν
Και μάζευαν οπωρικά πολλά, και λάδι εβγάζαν.
ΧLVII13
Και το παιδί του Κάρηε, ο Ιωάναν, κι όλοι
Οι αρχηγοί που το στρατό της χώρας κυβερνούσαν
Στο Γοδολία πήγανε στη Μασσηφά, και τούπαν
Ο Βελεισσά ο βασιλιάς, ο γίιος του Αμμών, το ξέρεις
Πως έστειλε τον Ισμαήλ να κόψει τη ζωή σου;
Αλλα δεν τους επίστεψε αυτούς ο Γοδολίας.
Και είπε εκεί, στη Μασσηφά, κρυφά ο Ιωάναν
Στο Γοδολία, άσε με στον Ισμαήλ να πάω
Να τον σκοτώσω, και αυτό κανείς να μη το μάθει
Αλλιώς θα σε σκοτώσει αυτός και όλοι οι Ιουδαίοι
Που ’χουν κοντά σε σένα 'ρθεί θα σκορπιστούνε τότε
Κι όσοι Ιουδαίοι μείνανε κι εκείνοι θα χαθούνε.
Κι ο Γοδολίας, όχι, αυτό, είπε στον Ιωάναν
Να μη το κάνεις του Ισμαήλ. Ψέμματα λες για κείνον.
ΧLVIII
Και ήρθανε τα πράγματα έτσι ώστε το μήνα
Τον έβδομο, ηρθ' ο Ισμαήλ, ο γιός του Ναθανία
Που ήταν γιός του Ελεασά, του βασιλιά το σόι,
Κι άντρες μαζί του έχοντας δέκα, στο Γοδολία,
Στη Μασσαφά επήγανε και φάγανε μαζί του.
Κι ο Ισμαήλ σηκώθηκε μαζί κι οι δέκα οι άντρες
Που 'χε κοντά, και σκότωσαν το Γοδολία που είχε
Ο Βαβυλώνιος βασιλιάς κάνει άρχοντα στη χώρα,
Κι όσους Ιουδαίους μένανε στη Μασσαφά μαζί του
Κι όσους Χαλδαίους βρήκε 'κει.
ΧLVIII4
Κι ήρθε η μέρα η δεύτερη από τότε που εκείνος
Το Γοδολία σκότωσε, και άνθρωπος κανένας
Αυτό δεν το εγνώριζε. Και από τη Σαμάρεια
Κι απ' το Συχέμ κι απ' το Σαλίμ ογδόντα ήρθαν άντρες
Που ξυρισμένοι ήτανε και ρούχα είχαν σχισμένα
Και που έδερναν τα στήθια τους και θέλανε να πάνε
Στον οίκο του Κυρίου να μπουν. Κι ο Ισμαήλ εβγήκε
Να τους υποδεχτεί, κι αυτοί βαδίζανε κι εκλαίγαν.
Κι είπε σ’ αυτούς ο Ισμαήλ: Πάμε στο Γοδολία.
Κι όταν στης πόλης φτάσανε τη μέση, τοτε εκείνος
Τους ρίχνει αφού τους έσφαξε σ' ένα πηγάδι μέσα.
ΧLVIII9
Και το πηγάδι που έριξε ο Ισμαήλ εντός του
Ολους αυτούς που σκότωσε, πηγάδι μέγα είναι
που τόφτιαξε ο βασιλιάς Ασά από το φόβο
Του Βαασά, του βασιλιά του Ισραήλ-εκείνο
Είναι αυτό που ο Ισμαήλ γέμισε σκοτωμένους.
ΧLVIII10
Και πήρε από τη Μασσηπά τον κόσμο που είχε μείνει
και πήρε ακόμα ο Ισμαήλ του βασιλιά τις κόρες
Που είχε στο γιο του Αχεικάμ το Γοδολία αφήσει
Ο αρχισωματοφύλακας, για νάναι φυλαγμένες,
Κι από τη χώρα μακριά των γιων του Αμμών επήγε.
ΧLVIII11
Και το παιδί του Κάρηε άκουσε, ο Ιωάναν,
Και του στρατού οι αρχηγοί που ήτανε μαζί του
Ολα όσα είχε ο Ισμαήλ άσχημα καμωμένα
Και το στρατό τους πήρανε όλον και ξεκινήσαν
Για να τον πολεμήσουνε. Και στο πολύ έφτασαν
Που ο Γαβαών έχει νερό. Κι όταν τον Ιωάναν
Και του στρατού τους αρχηγούς που είχε αυτός μαζί του
Είδε ο λαός που ήτανε με τον Ισμαήλ, αμέσως
Προς τον Ιωάναν πήγανε. Κι ο Ισμαήλ εσώθη
Μ' άντρες οχτώ, και κίνησε στους γιους του Αμμών να πάει.
ΧLVIII16
Και του στρατού οι αρχηγοί, όσοι ήτανε μαζί του
Κι ο Ιωάναν, πήρανε αυτούς που είχαν μείνει
Απ' το λαό, που ο Ισμαήλ τους είχε πάρει πίσω-
Αντρες γενναίους στον πόλεμο, και πήρε τις γυναίκες
Και όλα τ' άλλα πράγματα, πήρε και τους ευνούχους
Που ήρθαν απ' τη Γαβαών και κίνησαν και φύγαν.
Και κει, κοντά στη Βηθλεέμ, στη Γαβηρωχαμάα
Εμείνανε, με το σκοπό στην Αίγυπτο να πάνε
Απ' τους Χαλδαίους να κρυφτούν γιατί τους εφοβόνταν
Επειδή σκότωσ' ο Ισμαήλ το Γοδολία που είχε
Ο Βαβυλώνιος βασιλιάς βάλει άρχοντα στη χώρα.
XLIX
Και του στρατού οι αρχηγοί Ιωάναν κι Αζαρίας
Που του Μαασαίου ήταν γιός, κι ο λαός μικροί μεγάλοι,
Στον Ιερεμία πήγανε, και τούπαν, του προφήτη,
Ικέτες ήρθαμε σε σε γι αυτά τ' απομεινάρια
Μια προσευχή στον Κύριο να κάνεις, το θεό σου,
Γιατί ενώ είμασταν πολλοί, έχουμε μείνει λίγοι-
Το βλέπεις με τα μάτια σου' και ας μας πει το δρόμο
Που πρέπει να βαδίσουμε ο Κύριος και θεός σου
Και πράξεις ποιες να κάνουμε.
XLIX4
Και ο Ιερεμίας σ' αυτούς, σας άκουσα, τους είπε,
Και θα προσευχηθώ εγώ στον Κύριο και θεό μας
Καθώς μου εζητήσατε .Και τούτο 'δω σας λέω,
Πως ό, τι κι αν ο Κύριος θεός μου απαντήσει
θα σας το πω, κι ούτε μικρό κανένα δε θα κρύψω.
ΧLΙΧ5
Και στον Ιερεμία αυτοί είπανε, μαρτυράς μας
Δίκαιος ας είναι και πιστός ο Κύριος, αν σε όλα
Δεν τον ακούσουμε αυτά που θα μας παραγγείλει.
Κι είτε καλά είτε κακά, μα του Κυρίου θεού μας
Που εμείς σε στείλαμε σ' αυτόν, θ' ακούσουμε τα λόγια
Κάτι καλό για να μας βρει, γιατί ακούμε έτσι
θεού Κυρίου τη φωνή.
ΧLΙΧ7
Και δέκα μέρες ύστερα ήρθε στον Ιερεμία
Λόγος από τον Κύριο. Κι αυτός τον Ιωάναν
Και του στρατού τους αρχηγούς, κι όλους, μικρούς μεγάλους
Απ' το λαό εκάλεσε, και, έτσι είπε ο Κύριος
Τους είπε: αν θα μείνετε στη γη αυτή, εγώ τότε
θα κάνω να προκόψετε, κι ενάντιος σας δε θάμαι.
Θα κάνω να ριζώσετε και δε θα σας μαδήσω
Γιατί με φτάνουν τα κακά που εγώ σας έχω κάνει.
Το Βαβυλώνιο βασιλιά να μη τον φοβηθείτε-
Γιατί τόνε φοβόσαστε. Αυτόν, λέει ο Κύριος,
Να μη τόνε φοβόσαστε γιατ' ειμαι εγώ μαζί σας
Για να σας βάλω ξέχωρα και για να σας γλιτώσω
Από τα χέρια εκεινών. Και σπλάχνια θα σας δείξω
Και έλεος. Και πάλι εγώ στη γη σας θα σας στείλω.
ΧLΙΧ13
Κι αν πείτε δε θα κάτσουμε στη γη εμείς ετούτη
Και ούτε του Κυρίου εμείς θ' ακούσουμε τα λόγια
Γιατί στη χώρα μέσα εμείς θα μπούμε της Αιγύπτου
Να μην ακούμε σάλπιγγα, πόλεμο να μη δούμε
Να μην πεινάσουμε ψωμί, και μέσα κει να ζούμε,
Τότε ακούσετε γι αυτό το λόγο του Κυρίου-
Γιατί έτσι ειπ' ο Κύριος: Στην Αίγυπτο αν θα πάτε
Και μπείτε κει και μείνετε, τότε το ξίφος κείνο
Που σεις φοβάστε θα σας βρει στη χώρα της Αιγύπτου
Και η που να ξεφύγετε φροντίζετε έτσι πείνα
θα σας εβρεί στην Αίγυπτο και κει θα σας σκοτώσει.
Και τότε ολοι οι άνθρωποι και οι ξενόφερτοι όλοι
Που στης Αιγύπτου ήρθανε τη γη να κατοικήσουν
Από την πείνα θα χαθούν και από το μαχαίρι
Κι ουτ’ ένας τους δε θα σωθεί απ’ τα κακά εκείνα
Που εγώ θα ρίξω πάνω τους.
XLIX18
Γιατί έτσι ειπ' ο Κύριος: ως έπεσ' η οργή μου
Σε κείνους την Ιερουσαλήμ που κατοικούν, το ίδιο
θα πέσει καταπάνω σας στην Αίγυπτο αν πάτε.
Κι έρημοι τότε θάσαστε και υποχείριοι άλλων
Και μια κατάρα θάσαστε και μία καταισχύνη
Και πάλι πια δε θάδετε αυτόν εδώ τον τόπο.
ΧLΙΧ19
Αυτά είπε ο Κύριος για σας που μείνατ' απ' τον Ιούδα
Στην Αίγυπτο μη μπαίνετε. Και τώρα μάθετε ότι
Μες στην ψυχή σας είχατε την πονηρία όταν
Μ' είχατε να προσευχηθώ στείλει για σας στον Κύριο,
Λέγοντας, ό,τι ο Κύριος θα πει, αυτό θα γίνει.
Και του Κυρίου τη φωνή δεν έχετε ακούσει
Που μ' έχει στείλει προς εσάς' και τώρα με μαχαίρι
Και πείνα θα πεθάνετε στον τόπο ετούτον όπου
Να μπείτε θέλατε εκεί, κι εκεί να κατοικείτε.
L
Και όταν όλα στο λαό τα λόγια του Κυρίου
Ο Ιερεμίας λέγοντας έπαψε να μιλάει,
Αφού τα λόγια είχε αυτά πει όλα που ο Κύριος
Μ' αυτόν σε κείνους έστειλε, τότε ό Αζαρίας
Του Μαασαίου το παιδί μίλησε, και μαζί του
Και ολοι οι άντρες μίλησαν, που είχανε μιλήσει
Στον Ιερεμία και πιό πριν-μαζί κι ο Ιωάναν
Που 'ταν του Κάρηε παιδί, κι είπαν στον Ιερεμία:
Ψέμματα! Ο Κύριος σε μας δεν έχει εσένα στείλει
Για να μας πεις, στην Αίγυπτο να μείνετε μην πάτε,
Μα του Νηρία το παιδί, ο Βαρούχ, σε μας σε στέλνει
Για να μας δώσει θέλοντας στα χέρια των Χαλδαίων
Που ή θα μας σκοτώσουνε, ή αιχμαλωτισμένους
Στη Βαβυλώνα θα μας παν. Κι απ’ το λαό κανένας
Κι απ' του στρατού τους αρχηγούς , κι ούτε ο Ιωάναν
Δεν υπακούσαν στη φωνή Κυρίου, και στη χώρα
Την Ιουδαία να μείνουνε.
L5
Και του στρατού ολ' οι αρχηγοί κι ο Ιωάναν, πήραν
Ολους αυτούς που απόμεναν από τους Ιουδαίους
Που πίσω ήρθαν και σ' αυτή τη γη εκατοικούσαν,
Γυναίκες, όλα τα παιδιά, τους δυνατούς τους άντρες,
Και τα βασιλοκόριτσα, και κείνους όπου είχε
Αφήσει ο Ναβουζαρδάν μαζί κι ο Γοδολίας
Που ήταν παιδί του Αχεικάμ, και πήραν τον προφήτη
Ιερεμία, και τον Βαρουχ, γιός που ήταν του Νηρία,
Και μπήκανε στην Αίγυπτο γιατί δεν υπακούσαν
Στα λόγια που ειπ' ο Κύριος. Και μπήκανε στις Τάφνες.
L8
Και λόγος ήρθε του Κυρίου προς τον Ιερεμία
όταν αυτός βρισκότανε στις Τάφνες, και του είπε:
Πέτρες μεγάλες μάζεψε και πήγαινε και κρυψ' τες
Στο έμπα της πύλης του σπιτιού του Φαραώ, στις Τάφνες.
Κι οι Ιουδαίοι να σε δουν. Και πες τους ειπ' ο Κύριος
Αυτά: Ιδού! θα στείλω εγώ κι εδώ της Βαβυλώνας
Το Ναβουχοδονόσορα το βασιλιά θα φέρω
και θάχει αυτός το θρόνο του απάνω στα λιθάρια
αυτά που έκρυψες εσύ. Και όπλα θα σηκώσει
Σ' αυτούς ενάντια, και θα μπει, κι άλυπα θα χτυπήσει
Την Αίγυπτο. Και απ' αυτούς όσοι για θάνατο είναι
θα πάνε για το θάνατο. Κι όσοι για εξορία
Στην εξορία τους θα παν. Κι όσοι για ξίφος, ξίφος.
Και των θεών τους τα ιερά στις φλόγες θα τα δώσει.
και θα τους εξορίσει αυτούς' και όλους, έναν έναν
θα τους εβρεί στην Αίγυπτο, όπως τσοπάνης βρίσκει
Τις ψείρες στην καπότα του. Κι ειρηνικά θα φύγει
Και στην Ηλιούπολη, στην Ων, τους στύλους θα συντρίψει
Και μες στις φλόγες της φωτιάς τα σπίτια τους θα κάψει.
LI
Ο λόγος που ειπώθηκε προς τον Ιερεμία
Για τους Ιουδαίους που στη γη Αιγύπτου κατοικούνε
και για κείνους που μένουνε στο Μαγδαλό, στις Τάφνες
Και στην Παθούρη, λέγοντας: Αυτά τα λόγια είπε
Ο Κύριος θεός του Ισραήλ: εσείς τα είδατε όλα
όσα στην Ιερουσαλήμ κακά εγώ έχω στείλει
Κι όσα στον Ιούδα έστειλα. Κι έρημοι τώρα μείναν
Από την αμαρτία τους που κάνανε σε μένα
Να με κακοκαρδίσουνε-που πήγαν και θυμιάζαν
θεούς που δεν τους ξέρετε. Κι όντας νωρίς ακόμα
Έστειλα τους προφήτες μου-έστειλα τα παιδιά μου-
Τους έστειλα για να σας πουν τη σιχαμένη πράξη
Που εγώ μισώ μην κάνετε. Κι εκείνοι δε μ'ακούσαν
και δεν τους ίδρωσε τ' αυτί ώστε την πράξη εκείνη
Να μη την κάνουν-θύμιαμα σ’ άλλους θεούς να κάψουν.
Και η οργή μου χύθηκε, και χύθηκε ο θυμός μου
Κι ολόφλογος εφάνηκε στις πύλες του Ιούδα
Κι έξω απ' την Ιερουσαλήμ. Κι ως την ημέρα ετούτη
Είναι τελείως έρημοι.
LI7
Και τώρα έτσι ο Κύριος είπε ο παντοκράτωρ:
Κακά μεγάλα τόσο εσείς που εναντία στις ψυχές σας
Στρέφονται, γιατί κάνατε ; θέλετ' εγώ τον κάθε
Αντρα να κόφω από σας, την κάθε μια γυναίκα,
Και τα παιδιά, και τα μωρά του Ιούδα που θηλάζουν
Ώστε κανένας από σας στο τέλος να μη μείνει;
Γιατί πικράνει μ' έχετε με τα έργα των χεριών σας
Πού μες στη γη της Αίγυπτος άλλους θεούς θυμιάτε-
Στη γη που για να μείνετε σ' αυτήν έχετε πάει
Για να σας κόψω; Νάσαστε όνειδος και κατάρα
Μέσα στα έθνη όλης της γης; Εχετε σεις ξεχάσει
Οσα κακά οι πατέρες σας κι οι βασιλιάδες Ιούδα
Κι οι άρχοντες κι οι γυναίκες σας κάναν στην Ιουδαία
Κι έξω απ' την Ιερουσαλήμ; Και μέχρι ετού’ τη μέρα
Δεν τα σταμάτησαν αυτά. Και ό, τι έχω ορίσει
Εγώ στους πατεράδες σας, εκείνοι δεν τ' ακούσαν.
LI11
Γι αυτό έτσι ο Κύριος είπε: Ιδού! Εγώ στρέφω
Το πρόσωπό μου ενάντια σας, να καταστρέψω όσους
Απόμειναν στην Αίγυπτο. Και από το μαχαίρι
Κι από την πείνα θα χαθούν όλοι μικροί μεγάλοι.
Χαμό, κατάρα κι όνειδος απάνω τους θα στείλω
και σ' όσους ζουν στην Αίγυπτο απάνω τους θα πέσω
Καθώς στην Ιερουσαλήμ με πείνα και μαχαίρι.
Κι ούτε κανένας θα σωθεί απ’ όσους Ιουδαίους
Στης Αίγυπτος μένουν τη γη, για να γυρίσουν πάλι
Στη χώρα την Ιουδαϊκή όπως μες στις ψυχές τους
Αυτοί ελπίδα έχουνε πίσω εκεί να πάνε:
θα παν όσοι μπορέσουνε μονάχα να το σκάσουν.
Κι ολ' οι άντρες που οι γυναίκες τους ξέραν πως θυμιατίζουν
Κι όλες-που πλήθος ήτανε μεγάλο-οι γυναίκες
κι όλος ο λαός στην Παθουρή που 'μενε της Αιγύπτου
Απάντηση εδώσανε στον Ιερεμία κι είπαν:
LI16
Αυτά που συ είπες σε μας στ' όνομα του Κυρίου
Δε θα τ' ακούσουμε, αλλά, θ ' ακούσουμε τα λόγια
που από το στόμα μας θα βγουν. Και στ' ουρανού θα καίμε
θυμίαμα τη βασίλισσα, και τις χοές μας θάχει
Οπως και οι πατέρες μας κι εμείς κάναμε πάντα
Κι όπως κι οι βασιλιάδες μας κι οι άρχοντες εκάναν
Εξω απ' την Ιερουσαλήμ και στις Ιουδαίες πόλεις
Και εχορταίναμε ψωμί και ζούσαμε ωραία
Κι ούτε μας ήβρανε κακά. Και όταν στην ουράνια
Βασίλισσα επάψαμε θυμιάματα να καίμε
Τότες ελαττωθήκαμε, και με σπαθί και πείνα
Χαθήκαμε. Και στ' ουρανού θυμιάματα μεις όταν
Καίγαμε τη βασίλισσα, και τις χοές μας είχε,
Τάχα χωρίς τους άντρες μας ζυμώναμε τις πίττες
Και κάναμε σ' αυτήν σπονδές;
LI20
Και σ’ όλο μίλησε το λαό κι είπε ο Ιερεμίας
Και στις γυναίκες, και σ’ αυτούς τη δύναμη που έχουν,
Και σ' όσους αποκρίθηκαν σ' αυτόν μ' αυτά τα λόγια
Κι είπε: Μη το θυμίαμα στις πόλεις του Ιούδα
Κι έξω απ’ την Ιερουσαλήμ που έχετε θυμιάσει
Και σεις και οι πατέρες σας, αλλά κι οι βασιλιάδες,
Κι οι άρχοντες σας, κι ο λαος, τόχει ξεχάσει ο Κύριος;
Μη κείνο δεν ανέβηκε ως μέσα στην καρδιά του;
Κι ο Κύριος να σας ανεχτεί δεν το μπορούσε άλλο
Για τα κακά που κάνατε και για τα σιχαμένα
Κι η γη σας ακατοίκητη κι έρημη έχει μείνει
Κι ως την ημέρα τούτη 'δω είναι καταραμένη.
Και τα θυμιάματα γι αυτό ήτανε η αιτία
Κι οι αμαρτίες που κάνατε στον Κύριο ενάντια.
Και του Κυρίου τη φωνή δεν έχετε ακούσει.
Τους νόμους,τα μαρτύρια και τα προστάγματά του
Σεις δεν τ’ ακολουθήσατε, γι άυτό κι αυτός σας έχει
Ετούτα δώσει τα κακά.
LI24
Και σε γυναίκες και λαό μίλησ' ο Ιερεμίας
Κι είπε σ’ αυτούς: ακούσετε το λόγο του Κυρίου
Γιατί ο Κύριος και θεός του Ισραήλ ετσι είπε:
Γυναίκες με το στόμα σας ό. τι έχετε μιλήσει
Αυτό και με τα χέρια σας τοχετε κάνει πράξη,
Που 'πατε πως θα κάνετε ό,τι έχετε ειπωμένο-
θύμιαμα στην ουράνια βασίλισσα να κάψτε
Και να της κάνετε χοές. Και μείνατε σε κείνο
Που είπατε, και κάνατε ο,τ' είχατε ειπωμένο.
Γι αυτό και τώρα ακούσετε το λόγο του Κυρίου: ,
Κάθε Ιουδαίος απ' αυτούς στην Αίγυπτο που μένουν,
Στ' όνομα το μεγάλο μου ορκίστηκα, ειπ’ ο Κύριος,
Να μη κανείς στο στόμα του Ιουδαίος τ' όνομά μου
Παίρνοντας, πει, «ζει Κύριος», σ' όλη τη γη Αιγύπτου
Γιατί στο νου μου όλους αυτούς όχι για καλοσύνη,
Μα για κακό τους έχω εγώ. Και όσοι στης Αιγύπτου
Τη γη Ιουδαίοι κατοικούν, από σπαθί και πείνα
θα περαστούν ως να χαθούν. Και όσοι απ' το μαχαίρι
Γλιτώσουν, θα γυρίσουνε, λίγοι, στη γη Ιούδα.
Και όσοι απομείνουνε Ιουδαίοι και θελήσουν
Στην Αίγυπτο να μείνουνε, αυτοί καλά θα μάθουν
Ποιανού ο λόγος γίνεται.
LI29
Κι ένα σημάδι ας ειν' αυτό σε σας ότι θα έρθω
Για να σας φέρω το κακό. Κι έτσι ο Κύριος είπε:
Να! Του Αιγύπτιου βασιλιά, του Όναφρη, τον δίνω
Στα χέρια του εχθρού του εγώ, και σε κείνου τα χέρια
Που τη ζωή του αποζητά, καθώς τον Σεδεκία
Τον βασιλιά τον έριξα, του Ιούδα, μες στα χεριά
Του Βαβυλώνιου βασιλιά που εχθρός του μέγας ήταν,
Του Ναβουχοδονόσορα, που 'θελε τη ζωή του.
Κι είναι τα λόγια τούτα δω αυτά που ο προφήτης
Στο γιό Νηρία, τον Βαρούχ, είπε, ο Ιερεμίας
Οταν τους λόγους έγραφε αυτούς που από το στόμα
Του Ιερεμία βγαίνανε, μες στο βιβλίο, το έτος
Της βασιλείας το τέταρτο του βασιλιά του Ιούδα
Ιωακείμ, που ήτανε παιδί του Ιωσία.
Ετσι για σένα ο Κύριος, είπε, Βαρούχ, που είπες
Αλί! Αλί! Ο Κύριος κόπο γεμάτον πόνο
Με φόρτωσε' με στεναγμούς ο ύπνος μου γεμάτος
Και δεν εβρήκα ανάπαυση-αυτά ειπ' ο Κύριος πες του: Ιδού! Αυτούς που ύψωσα τώρα θα τους γκρεμίσω
Και κείνους που εφύτεψα θα τους μαδήσω τώρα
Και για τον εαυτό σου συ γυρεύεις τα μεγάλα;
Μην τα γυρεύεις γιατί ναι, κακά εγώ θα φέρω
πάνω σε κάθε άνθρωπο. Αλλά, ο Κύριος λέει,
Χάρισμα τη ζωή σου εγώ σε σένανε θα δώσω
Σε όποιον τόπο κι αν βρεθείς.
LII
Εντεκα στην Ιερουσαλήμ χρονιές ο Σεδεκίας
Βασίλευε, απ’ τη χρονιά που ανέβηκε στο θρόνο
Εικοσιενός όντας ετών. Και Αμειτάαλ ήταν
Τ' όνομα της μητέρας του, κόρης του Ιερεμία
που ήταν απ' τα Λοβενά.
LII4
Κι όταν στο έτος το ένατο της βασιλείας του ήταν
Στις δέκα του ένατου μηνός, ο Ναβουχοδονόσωρ,
Ο Βαβυλώνιος βασιλιάς, με όλον το στρατό του
Ενάντια στην Ιερουσαλήμ ήρθαν και την κυκλώσαν
Και με μεγάλες χτίσανε πέτρες τριγύρω τείχος.
LII5
Και μέχρι τον ενδέκατο χρόνο που ο Σεδεκίας
Βασίλευε, συνέχιζε η πολιορκία της πόλης
Ως την ενάτη του μηνός' και τότε μες στην πόλη
Η πείνα επερίσσεφε' ψωμί ο λαός δεν είχε
Κι η πολιτεία έπεσε κι οι μαχητές της όλοι
εβγήκαν νύχτα παίρνοντας το δρόμο προς την πόλη
Για να βρεθούν ανάμεσα στο τείχος και στο μέρος
που ήταν το προτείχισμα, στου βασιλιά τον κήπο.
Και οι Χαλδαίοι βρίσκονταν τριγύρω από την πόλη.
Κι εκείνοι πήραν το στρατί στην έρημο που πάει.
Και πίσω από το βασιλιά έτρεξαν οι Χαλδαίοι
Και πέρα απ' την Ιεριχώ τον φτάσανε. Και όλοι
Οι υπηρέτες του, μακριά έτρεξαν από κείνον.
Και πιάσανε το βασιλιά, στη Δεβλαθά τον πήγαν,
Στο Βαβυλώνιο βασιλιά, κι εκεί τόνε δικάσαν.
Κι ο Βαβυλώνιος βασιλιάς τους γιους του Σεδεκία
Σφάζει μπροστά στα μάτια του. Και του Ιούδα όλους
Στη Δεβλαθά έσφαξε. Kαι τα μάτια
Του Σεδεκία έβγαλε, και τον αλυσοδένει,
Και, ο Βαβυλώνιος βασιλιάς τον πάει στη Βαβυλώνα
Και μέσα ώσπου πέθανε τον είχε σ' ένα μύλο.
LII12
Και τη δεκάτη του μηνός του πέμπτου, ο Ναβουζάρδαν
Ο αρχισωματοφύλακας όπου κοντά βρισκόταν
Στον Βαβυλώνιο βασιλιά, ήρθε και μπήκε μέσα
Στην πόλη της Ιερουσαλήμ και έδωσε στις φλόγες
Την κατοικία του βασιλιά, τον οίκο του Κυρίου,
Τα σπίτια όλα, και φωτιά είχε μεγάλη βάλει
Σε όλα τα πλουσιόσπιτα. Κι αυτοί που 'χε μαζί του
Ο αρχισωματοφύλακας, απ' τους Χαλδαίους στρατιώτες,
Τριγύρω στην Ιερουσαλήμ ερίξαν κάθε τείχος.
Μα τον υπόλοιπο λαόν απείραχτον αφήκε
Ο αρχισωματοφύλακας για να καλλιεργούνε
Της γης τ' αμπελοχώραφα.
LII17
Και σπάσανε τους χάλκινους τους στύλους, και τις βάσεις
Και τη χαλκένια θάλασσα του οίκου του Κυρίου,
Και πήρανε και το χαλκό πήγαν στη Βαβυλώνα.
Στεφάνια, φιάλες πήρανε, τις κρεατολαβίδες,
Και ό,τι σκεύος χάλκινο της λειτουργίας εβρήκαν.
Και το απφώθ,το μασμαρώθ, και τα χωνιά για λάδι,
Και τα λυχνάρια πήρανε, και τα λιβανιστήρια,
Και τα καλάθια, ολόχρυσα, και τ' ασημένια όλα
ο αρχισωματοφύλακας επήρε, και ακόμα
Δυό στύλους, και μια θάλασσα και κάτω απ’ αυτήνε
Μοσχάρια δώδεκα χαλκά που είχε ο Σολομώντας,
Ο βασιλιάς, για το ναό φτιαγμένα του Κυρίου-
Και ο χαλκός όλων αυτών δύσκολα ζυγιαζόνταν.
LII21
Κι οι στύλοι ο καθένας τους τριανταπέντε πήχες
Είχανε ύψος. Και σκοινί δώδεκα πήχες μάκρος
Ητανε γύρω απ' αυτόν. Και του σκοινιού το πάχος
Δάχτυλα ήταν τέσσερα σε όλο του το μήκος,
Κι οι στύλοι γείσο χάλκινο είχαν, και πέντε πήχες
Καθένας ήτανε μακρύς, και δίχτυ και αυλάκια
Γύρω απ’ τους γείσους ήτανε-και χάλκινα ήταν όλα.
Και επειδή στο δεύτερο το στύλο οχτώ αυλάκια
Στη μία πήχυ υπήρχανε, και δώδεκα οι πήχες,
Στο ένα μέρος ήτανε 'νενηνταέξη αυλάκια
κι όλα τ' αυλάκια εκατό στο δίχτυ γύρω ήταν.
LII24
Κι ο αρχισωματοφύλακας τους ιερείς επήρε,
Τον πρώτο και τον δεύτερο, και τους σκοπούς του δρόμου
Κι έναν ευνούχο, του στρατού που ήταν επιστάτης,
Κι άντρες εφτά ονομαστούς απ' την ακολουθία
Του βασιλιά, που έτυχε και βρέθηκαν στην πόλη,
Το γραμματέα του στρατού, όπου το γραμματέα
έκανε τώρα του λαού, κι άλλους εξήντα ανθρώπους
Απ' τους ανθρώπους των αγρών που βρέθηκαν στην πόλη.
Και πήρε ο Ναβουζαρδάν, του βασιλιά που ήταν
ο αρχισωματοφύλακας, αυτούς, και τους επήγε
Στο Βαβυλώνιο βασιλιά, στη Δεβλαθά. Και όλους
ο Βαβυλώνιος βασιλιάς στο θάνατο τους δίνει
Στη Δεβλαθά στη γη Αιμάθ.
LII31
Και χρόνια τριανταεφτά αφότου ο Ιουδαίος
ο βασιλιάς Ιωακείμ πήγε στην εξορία,
και στις εικοσιτέσσερες του δωδεκάτου μήνα
Ο Βαβυλώνιος βασιλιάς που 'ταν ο Ουλεμαδάχαρ,
και τη χρονιά που άρχισε αυτός να βασιλεύει,
Τον Ιουδαίο βασιλιά Ιωακείμ επήρε
Τον κούρεψε,τον έβγαλε από το σπίτι όπου
Τον είχαν και τον φύλαγαν, καλά του είπε λόγια,
Κι ανέβασε το θρόνο του φηλότερα απ' των άλλων
Των βασιλιάδων που ήτανε κι αυτοί στη Βαβυλώνα,
Και τη στολή της φυλακής του άλλαξε, και μαζί του
Τον είχε κι έτρωγε ψωμί για όλη τη ζωή του*
και το μερίδιο του αυτό του τόδινε συνέχεια
ο Βαβυλώνιος βασιλιάς μέρα με την ημέρα,
Ώσπου η μέρα έφτασε που είχε πεθάνει εκείνος.
ΙΑΜΕΝΤΑΤΙΟΝS
ΘΡΗΝΟΙ ΙΕΡΕΜΙΟΥ
Κι ήταν μετά που το Ισραήλ σκλαβώθηκε, και ήταν
Μετά που η Ιερουσαλήμ έρημη είχε μείνει
Που έκατσε και κλαίγοντας θρήνησε ο Ιερεμίας
Και για την Ιερουσαλήμ αυτό τον θρήνο είπε:
ΑΛΕΦ.
Η πόλη πώς ερήμωσε που ’ταν γεμάτη ανθρώπους!
Αυτή που πρώτη έστεκε ανάμεσα στα έθνη
Αυτή που ήταν βασίλισσα στις επαρχίες όλες
Τώρα σα χήρα έμεινε. Σα δούλα έχει γίνει.
ΒΗΘ.
Τη νύχτα κλαίει ακράτητα. Πάνω στα μαγουλά της
Πλημμύρα είναι τα δάκρυα. Παρηγοριά δε βλέπει
Απ' όσους την αγάπησαν. Και όσους είχε φίλους
Απιστα της φερθήκανε- εχθροί της εγινήκαν.
ΓΙΜΕΛ.
Η Ιουδαία αλώθηκε από σκλαβιά και πόνο
Και ούτε βρίσκει ανάπαυση ανάμεσα στα έθνη.
Οι διώκτες της μες στα στενά την έκλεισαν της θλίψης.
ΔΑΛΕΘ.
Αδειοι οι δρόμοι της Σιών, πενθούνε στις γιορτές της.
Οι πύλες της ειν' έρημες. Στενάζουν οι ιερείς της.
Θλιμμένες οι παρθένες της κι η ίδια όλο πίκρα.
Η.
Την κυβερνούν οι τύραννοι. Ευημερούν οι εχθροί της.
Ο Κύριος για τις τόσες της τη σύντριψε αμαρτίες.
Τα νήπια της αιχμάλωτα τάχει ο εχθρός παρμένα.
ΟΥΑΥ.
Από την κόρη της Σιών έφυγε όλη η δόξα.
Σα 'λαφια που δε βρίσκουνε τροφή οι άρχοντές της
ΖΑΙΝ.
Αδύναμα βαδίζουνε-και πίσω τους οι εχθροί τους.
Στις μέρες της μεγάλης της θλίψης και καταφρόνιας
Θυμήθηκ’ η Ιερουσαλήμ όλα τ’ αγαπημένα
Πούχε στα χρόνια τα παλιά-αυτά στο νου της ήρθαν
όταν στα νύχια των εχθρών έπεσε ο λαός της.
Και δεν τη βόηθαγε κανείς. Και οι εχθροί την είδαν
Είδανε την κατάντια της και γέλαγαν μαζί της.
ΗΘ.
Η Ιερουσαλήμ αμάρτησε, γι αυτό και υποφέρει.
Απ' όσους τη δοξάζανε τώρα καταφρονιέται.
Γιατ' είδανε τα αίσχη της. Κι αυτή στενάζει όλο
ΤΗΘ.
Και κάθεται παράμερα. Και η φαυλότητά της
Είναι στα πόδια της μπροστά κι όχι στο μέλλον κάπου.
Και έπαψε τους κομπασμούς. Λόγο καλό ουτ' ένας
Να της ειπεί δε βρέθηκε. Τη θλίψη μου δες Κύριε.
ΙΩΔ.
Γιατί πληθύναν οι εχθροί. Κι απλώσανε το χέρι
Σ' ό,τι αυτή επόθησε. Και οι ειδωλολάτρες
Που να μη μπούνε πρόσταξες μες στη Συναγωγή σου
Μες στ’ άγια της εμπήκανε. Οι κάτοικοί της όλοι
Ψωμί ζητούν στενάζοντας. Ο, τ ι πολύ αγαπούσαν
Τόχουνε δώσει για να βρουν τροφή-να στυλωθούνε.
Δες Κύριε και βοήθησε' γιατ’ είναι ατιμασμένη.
ΛΑΜΕΔ.
Διαβάτες σεις κοιτάτε με, και πέστε, είναι πόνος
όπως ο πόνος τούτος δω που ο Κύριος μούχει δώσει-
Αυτος που με το στόμα μου μιλούσε- την ημέρα
ΜΗΜ
Του φοβερού του του θυμού; Από ψηλά που είναι
Φωτιά έστειλε και μ’ έκαψε ως μες στα κόκκαλά μου.
Δίχτυ άπλωσε στα πόδια μου και πίσω με ξεσέρνει.
Μ' αφάνισε κι ολημερίς να κλαίω μ' έχει κάνει.
ΝΟΥΝ.
Εγύρισε το μάτι του στις αμαρτίες μου πάνου
Κι αυτές ετυλιχτήκανε στα χέρια μου τριγύρω
Και στο λαιμό μου φτάσανε, κι η δύναμη μου πάει.
Μούδωσε ο Κύριος βάσανα που δεν μπορώ ν' αντέξω.
ΣΑΜΕΧ.
Ο Κύριος κάθε δυνατόν τον πήρε από κοντά μου
Και όλους μου τους εκλεκτούς συντρίμμια θα τους κάνει,
Και όπως μέσα στον ληνό πατάνε τα σταφύλια
Και την παρθένα ο Κύριος, την κόρη του Ιούδα
Ετσι κι αυτός επάτησε. Για τούτα όλα κλαίω.
ΑΙΝ.
Σα βρύση παν τα μάτια μου. Γιατί όποιος θα μπορούσε
Να μου στυλώσει την φυχή-να με παρηγορήσει
Τώρα μακριά μου βρίσκεται. Χάθηκαν τα παιδιά μου
ΦΗ.
Γιατί δυνάμωσε ο εχθρός.Το χέρι της απλώνει
Αλλά κανένας τη Σιών δεν πάει να την βοηθήσει.
Το ενδιαφέρον του έδειξε για τον Ιακώβ ο Κύριος-
Οι εχθροί τον περικύκλωσαν. Κι ανάμεσα τους έχει
Σα μια γυναίκα βρωμερή η Ιερουσαλήμ καθήσει.
ΤΣΑΔΗ.
Ο Κύριος είναι δίκαιος: τον έχω εγώ πικράνει.
Ακούστε όλοι οι λαοί' να ο πόνος μου ποιός είναι:
Οι νέοι κι οι παρθένες μου έχουνε γίνει σκλάβοι.
ΚΩΦ.
Κάλεσα όσους μ' αγαπούν μα κείνοι με γέλασαν.
Πεθάνανε οι ιερείς κι οι γέροντες της πόλης
Γιατί ζητήσανε φαί να φάνε και δε βρήκαν.
ΡΗΧΣ.
Να γιατί Κύριε θλίβομαι.Τα σπλάχνα μου ματώνουν
Και η καρδιά μου μέσα μου ειν' αναστατωμένη.
Γιατί αποστάτησα από σε αποστασία μεγάλη.
Εξω απ’ το σπίτι μ’ άφησε άτεκνη το μαχαίρι
ΧΣΕΝ.
Οπως-στο σπίτι ο θάνατος. Γιατί στενάζω ακούστε΄
Γιατί δε βρίσκεται κανείς για να με συμπονέσει.
Οι εχθροί μου όλοι άκουσαν τις τόσες συφορές μου
Και χάρηκαν γιατί εσύ σταλμένα μου τις έχεις.
Συ την ημέρα έστειλες' κι έχεις την ώρα φέρει
ΘΑΥ.
Κι όμοιοι με με γίναν αυτοί. Α! η κακία τους όλη
Μπροστά σε σένα ας ερθεί' και μέτρα μία μία
Τις αμαρτίες τους, καθώς αυτοί κάμαν με μένα.
Γιατί πονώ κι απέραντα θλίβεται η καρδιά μου.
ΑΛΕΦ.
Πώς στην οργή του ο Κύριος ετύλιξε με νέφος
Τη θυγατέρα της Σιών; Του Ισραήλ τη δόξα
Την έριξε απ' τον ουρανό στη γη. Και δε λυπήθη
Το στήριγμα που πάνω του τα πίδια του πατούσε.
ΒΗΘ.
Ο Κύριος ανελέητα, τη μέρα που οργίστη,
Την πέταξε στη θάλασσα. Όσα ωραία είχε
Ο Ιακώβ, τα πέταξε μες στην οργή του πέρα.
Τα τείχη κατεδάφισε της πόλης του Ιούδα
Και βασιλιά της κι άρχοντες τους έχει ταπεινώσει.
ΓΙΜΕΛ
Μες στη μεγάλη μάνητα του άγριου θυμού του
Ολα τα κάκκαλα έσπασε στου Ισραήλ το σώμα.
Το χέρι του το δεξιό που ήταν για μας σαν τείχος
Το πήρε μπρος απ' τον εχθρό. Και στον Ιακώβ ενάντια
Φωτιά έχει στείλει φοβερή πούφαγε όλα γύρω.
ΔΑΛΕΘ.
Ενάντια μας ετέντωσε το τόξο-σαν εχθρός μας
Και του χεριού του η δύναμη αντίπαλη μας ήρθε.
Γκρέμισε κάθε αρεστό στα ματιά, μες στο σπίτι
Της θυγατέρας της Σιών. Σα φλόγα το θυμό του
Η.
Απάνω μας τον ξέχυνε. Εχθρός έγινε ο Κύριος
Και βούλιαξε το Ισραήλ κι όλα του τα παλάτια.
Αφάνισε τα τείχη του και πλήθυνε τη θλίψη
Κι έφερε την ταπείνωση στην κόρη του Ιούδα.
ΟΥΑΥ.
Στους πέντε ανέμους σκόρπισε την ιερή Σκηνή του.
Και τις γιορτές του ρήμαξε. Κι έχει ο Κύριος κάνει
Να ξεχαστεί ό,τι στη Σιών θεμέλιωσε ο ίδιος:
Το Σάββατο και η γιορτή. Και στην οργή του απάνου
Και βασιλιά αγνόησε, κι άρχοντα, κι ιερέα.
ΖΑΙΝ.
Ο Κύριος παραπέταξε το θυσιαστήριο του
Και το ιερό του μίσησε. Με των εχθρών τα χέρια
Των παλατιών της γκρέμισε τους τοίχους. Αλαλάζαν
σαν να βρισκόνταν σε γιορτή στον οίκο του Κυρίου.
ΗΘ.
Ο Κύριος έβαλε βουλή το τείχος ν' αφανίσει
Της θυγατέρας της Σιών. Εφτασε ως τα άκρα.
Το χέρι του δεν κράτησε απ’ το να καταστρέφει.
Και πένθος στα οχυρώματα έφερε΄και μαζί τους
ΤΗΘ.
Τα τείχη αδυνατίσανε. Οι πύλες της θαφτήκαν.
Αφάνισε και σύντριψε το κάθε στήριγμά της.
Ο βασιλιάς της κι οι άρχοντες στους άπιστους δοθήκαν.
Και νόμος δεν υπάρχει πια. Δε λογαριάζει ο Κύριος
ΙΩΔ.
Ούτε και τους προφήτες του. Αμίλητοι οι πρεσβύτες
Της θυγατέρας της Σιών στη γη είναι καθισμένοι
Και πάνω στο κεφάλι τους παίρνουν και ρίχνουν χώμα.
Και σάκκους εζωστήκανε. Και οι ωραίες παρθένες
Της Ιερουσαλήμ, στη γη τα μάτια έχουν σκυμένα.
ΧΑΦ.
Από τα δάκρυα πούχυσα τα μάτια μου στεγνώσαν.
Τα σπλάχνα μου ταράζονται. Η υπόληψη μου εχάθη
Γιατί κατασυντρίφτηκε η κόρη του λαού μου.
Γιατί και βυζανιάρικα, και τα μικρά παιδάκια
Χάθηκαν απ' την πόλη μας. Ρώταγαν τις μανάδες
ΛΑΜΕΔ.
"Πού είναι στάρι και κρασί;" και στις πλατείες της πόλης
Επέφτανε λιπόΘυμακίί&ώί οι τραυματίες"
Και η ψυχή τους άδειαζε στης μάνας πα' το στήθος.
ΜΗΜ.
Πως να σε περιγράψω εγώ; Με τί να σε συγκρίνω
Κόρη της Ιερουσαλήμ! Ποιός θα σε σώσει εσένα
Παρθένα κόρη της Σιων; Ποιός θάρρος θα σου δώσει;
Γιατί μεγάλο ειν' του χαμού που πίνεις το ποτήρι
ΝΟΥΝ
Και γιατρειά σε ποιόν θα βρεις; Τη ματαιότητα σου
Την είδαν οι προφήτες σου. Είδαν την αφροσύνη
Αλλά την αδικία σου δεν τηνε φανερώσαν
Ωστε να σε γλιτώσουνε απ' την αιχμαλωσία.
Ναι-όλα σου τα μάταια είδαν και τα ολετήρια.
ΣΑΜΕΧ
Ολοι όσοι βρεθήκανε στους δρόμους σου σφυρίζαν
Κούναγαν το κεφάλι τους κι ειρωνικά τα χέρια
Κόρη της Ιερουσαλήμ, χτυπούσαν τόνα στ' άλλο.
"Αυτή η πόλη", λέγανε, "είναι η στεφανωμένη
ΑΙΝ
Με τη χαρά όλης της γης; Και οι εχθροί σου όλοι
Ανοίξανε το στόμα τους και λέγαν κι όλο λέγαν.
Και σφύριζαν, και τρίζοντας τα δόντια τους φώναζαν:
"Ορίστε. Την κατάπιαμε. Αυτήνε την ημέρα
που όλοι περιμέναμε, την είδαμε, τη ζούμε."
ΦΗ.
Εκανε ο Κύριος αυτό πούχε στο νου του βάλει.
Ο,τ' είχε πει από παλιά, τόκανε πράξη τώρα.
Γκρέμισε-δεν αστειεύτηκε. Κι έκανε τους εχθρούς σου
ΤΣΑΔΗ.
Να χαίρονται με σένανε. Εκείνων που σε θλίβουν
ετράνωσε τη δύναμη. Και βόησε η καρδία τους
Και είπε προς τον Κύριο "Σα χείμαρρος τα δάκρυα
Από τα τείχη της Σιών ας τρέχουν όλη μέρα.
Ποτέ ας μη στερέψουνε. Οι κόρες των ματιών της
ΚΩΦ.
Σταματημό ας μην έχουνε. Η νύχτα όταν πέσει
Σήκω και δείξε ότι ζεις. Και χύσε την καρδιά σου
Σαν το νερό στο πρόσωπο αντίκρυ του Κυρίου.
Υφωσ' τα χέρια σου σ' αυτόν για τα μωρά παιδιά σου
Που από την πείνα πέφτουνε στων δρόμων σου τις άκρες.
ΡΗΧΣ.
Κοίταξε Κύριε καλά σε ποιόν αυτά έχεις κάνει.
Θέλεις να φάνε τον καρπό οι γυναίκες της κοιλιάς τους;
Ηδη διαλέγει ο δήμιος τα νήπια που θηλάζουν.
Θα ήθελες να σκοτωθούν; Προφήτης κι ιερέας
Στ' αγιαστηριό σου θάθελες Κύριε να χαθούνε;
ΧΣΕΝ.
Μικρά παιδιά και γέροντες κοιμούνται μες στους δρόμους.
Οι νέοι κι ον παρθένες μου αιχμάλωτες συρθήκαν.
Εσφαξες-δε λυπήθηκες τη μέρα της οργής σου.
Με πείνα και με κοφτερό, μακέλλεψες μαχαίρι.
ΘΑΥ.
Από τριγύρω εκάλεσε όλους τους γείτονες μου
Κι ουτ' ένας δεν εσώθηκε. Δεν έμεινε ουτ' ένας
Τη μέρα που οργίστηκε ο Κύριος-κι ήταν τότε
Που πλούσιους και δυνατούς έκανα τους εχθρούς μου.
ΑΛΕΦ.
Εγώ είμαι που επείνασα όταν εκείνος είχε
Στρέψει ενάντια σε με τη ράβδο του θυμού του.
Με πήρε και μ' οδήγησε όχι στο φως-στο σκότος.
Ναι, εναντίον μου έστρεφε το χέρι του όλη μέρα.
Τα κόκκαλά μου' έσπασε. Μου άχρήστεψε τό σώμα.
ΒΗΘ.
Απάνω μου εξέσπασε. Σκότισε το μυαλό μου
Και θλίψη όλον με γέμισε. Οπως τους πεθαμένους
Μες στα σκοτάδια μ' έριξε. Με κύκλωσε ένα γύρω
Ωστε να βγω να μην μπορώ. Κι έχει μεγάλο δώσει
ΓΙΜΕΛ.
Βάρος στις αλυσίδες μου.Κι όσο και να φωνάζω
Κι ό,τι κι αν πω, μου έφραξε αυτός την προσευχή μου.
ΔΑΛΕΘ.
Τα μονοπάτια μου έκλεισε, τους δρόμους μου έχει φράξει.
Με τρόμαξε σα νάχω δει αρκούδα σε καρτέρι.
Και σα λιοντάρι μούγινε που με θωρεί κρυμμένο.
Να του ξεφύγω έτρεξα, πίσω μου τρέχει εκείνο,
Με φτάνει… με τελείωσε… μ’ έχει κατασπάραξει.
Η.
Ετέντωσε το τόξο του και μ' έβαλε σημάδι.
Τα βέλη της φαρέτρας του έμπηξε στα νεφρά μου.
Το περιγέλιο μ' έκανε του ίδιου του λαού μου
Και το τραγούδι που αυτός όλη τη μέρα λέει.
ΟΥΑΥ.
Μ’ έχει γεμίσει με χολή' με χόρτασε με πίκρα.
Μου έσπασε τα δόντια μου με πέτρες' με τις στάχτες
Με τάισε σαν πείνασα. Και την ειρήνη έχει
Διωγμένη από μέσα μου. Ξέχασα κάθε ωραίο.
Κι η δύναμη μου χάθηκε κι η ελπίδα μου στον Κύριο.
ΖΑΙΝ.
Και δεν ξεχνώ τη φτώχεια μου. Κι απ' το διωγμό που μούχουν
Η πίκρα μου και η χολή δε φεύγει απ' την ψυχή μου.
Αυτά συνέχεια σκέπτομαι. Γι αυτό και υπομένω.
ΗΘ.
Είναι Κυρίου έλεος που στη ζωή είμ’ ακόμα-
Που με λυπάται και συχνά τον οίκτο του μου δείχνει.
Οχι, δεν εχαθήκαμε-το έλεός του μέγα
Κι η πίστη μας κάθε πρωί καινούργιο μας το δίνει.
" «Είναι κομμάτι από με» είπε η ψυχή μου, "ο Κύριος"
Και ειν’ αυτό που να κρατώ με κάνει και να ελπίζω.
ΤΗΘ.
Καλός ο Κύριος δείχνεται σ' όσους σ' αυτόν προσβλέπουν
Καλό είναι και η ψυχή αυτόν ν’ αποζητάει.
Γιατί τη σωτηρία της ήσυχα θα προσμένει
Ελπίζοντας στον Κύριο. Καλό είναι για τον άντρα
Οταν ζυγό στα νιάτα του βαστάει-τοτε μόνος
Και σιωπηλός θα κάθεται με τέτιο ένα φορτίο.
ΙΩΔ.
Στη μια παρειά τον χτύπησαν, θα δώσει και την άλλη.
Και θα χορτάσει εμπαιγμούς. Αλλά για πάντα, όχι,
ΧΑΦ.
Δεν αποδιώχνει ο Κύριος. Γιατί αν πικράνει κάποιον
Με το μεγάλο του έλεος θα λυπηθεί για κείνον.
Γιατί δεν είναι από καρδιάς που θλίβει τους ανθρώπους.
ΛΑΜΕΔ.
Δεν έχει πει ο Κύριος της γης τους δούλους όλους
Ο άρχοντας με τα πόδια του τα δυο να τους πατάει.
Ούτε είπε να διαστρέφεται η κρίση των ανθρώπων
Απέναντι στο πρόσωπο του ύψιστου. Ούτε πάλι
Είπε με δίκη άδικη κανένας να δικάζει.
Ποιός είπε κι έτσι έγινε; Δεν πρόσταξε ο Κύριος-
Και το καλό και το κακό απ' το στόμα του δε βγαίνουν;
ΜΕΜ.
Γιατί να παραπονεθεί ο άνθρωπος-ο άντρας
Που για τις αμαρτίες του στη ζήση τιμωρείται;
ΝΟΥΝ.
Τους δρόμους τους γνωρίσαμε όλους. Ας πάμε τώρα
Και πάλι προς τον Κύριο.Τα χέρια, την καρδιά μας
Κρατώντας, ας τα υψώσουμε ψηλά-προς τα ουράνια.
Σε άσεβία πέσαμε κι έχουμε αμαρτήσει.
Και συ δε μας συχώρεσες. Μας έχεις αποδιώξει
Και με θυμό μας σκέπασες. Σκότωσες-δε ’λυπήθεις.
Με σύννεφο σκεπάστηκες ώστε η προσευχή μας
Να μη σε φτάνει-να 'μαστέ τυφλοί κι αποδιωγμένοι.
Μόνους εμάς μας έβαλες ανάμεσα στα έθνη.
Ολ' οι εχθροί μας άνοιξαν ενάντια μας το στόμα.
Οργή και φόβος μας κρατεί, θλίψη και αγωνία.
Δάκρυα απο τα μάτια μου θα τρέξουν καταρράχτες
Για το μεγάλο το χαμό της κόρης του λαού μου.
ΦΗ.
Τα μάτια μου πνιγήκανε μέσα στα δάκρυα τους.
Και δε θα πάψει ο λόγος μου-σταματημό δε θάχω
Ωσπου να δώσει προσοχή από ψηλά ο Κύριος.
Ο, τι το μάτι μου θα δει, τυράγνια στην ψυχή μου
ΤΣΑΛΗ.
Για τα κορίτσια ολόκληρης της πόλης. Με κυνήγι
Σαν το πουλί με πιάσανε. Και οι εχθροί μου όλοι
Χωρίς αιτία ρίξανε σε λάκκο τη ζωή μου
Και πέτρα βαλαν πάνω μου. Νερών πλημμύρα εχύθη
Απάνω απ’ το κεφάλι μου. "Χάνομαι τώρα", είπα.
ΚΩΦ.
Και τόνομά σου φώναξα Κύριε απ’ τα βάθη πούμουν.
Και τη φωνή μου άκουσες. Δεν έκλεισες τ’ αυτιά σου
Στην ικεσία μου αυτή. Και βοηθός μου ήρθες.
Τη μέρα που σε φώναξα μου είπες "μη φοβάσαι".
ΡΗΧΣ.
Εβγαλες Κύριε απόφαση στη δίκη της ψυχής μου
Και τη ζωή μου λύτρωσες. Τα βάσανά μου είδες
Και έκανες την κρίση σου. Και την εκδίκησή τους
Ολη την είδες, κι ό,τι αυτοί σχεδιάζανε για μένα.
ΧΣΕΝ.
Τις ειρωνίες τους άκουσες, και όλες τους τις σκέψεις
που εναντιά μου κάνανε. Και διάβασες τα χείλη
Όσων κατά μου ορθώθηκαν. Και είδες τι για μένα
Ολημερίς μελέταγαν.Τους είδες καθισμένους,
Τους είδες σα σηκώθηκαν. Δες τους στα μάτια μέσα
Κι ανάλογα ποιες ήτανε οι πράξεις των χεριών τους,
κάνε την ανταπόδοση την ίδια νάχουν Κύριε.
ΘΑΥ.
Δώσε σ' αυτούς σαν πληρωμή τον πόνο της καρδιάς μου.
Κυνήγησε τους με οργή και πα’ στη γη ετούτη
Αφάνισέ τους Κύριε.
ΑΛΕΦ.
Πώς ο χρυσός θαμπώνει
Και πώς μαυρίζει ο καθαρός ο άργυρος! Οι λίθοι
Οι άγιοι, εσκορπιστήκανε στις άκρες κάθε δρόμου.
ΒΗΘ.
Τα τέκνα τ’ άξια της Σιών ίδιο χρυσάφι που ήσαν
Πώς σαν αγγεία πήλινα γίνανε, που τα χέρια
ΓΙΜΕΛ.
Των κεραμέων φτιάχνουνε! Και τα θηρία ακόμα
Γυμνώνουνε τα στήθη τους να πιούνε τα παιδιά τους΄
Μα του λαού μου έχουνε οι θυγατέρες γίνει
αγιάτρευτα σκληρόκαρδες όπως πουλί ερήμου.
ΔΑΛΕΘ.
Από τη δίψα κόλλησε πάνω στο φάρυγγά τους
Η γλώσσα όσων βυζαίνουνε. Ψωμί ζητάν τα νήπια
Κι εκείνος που θα τόκοβε να δώσει δεν υπάρχει.
Η.
Αυτοί που όλα τάχανε πεθάνανε στους δρόμους
Κι όσοι πορφύρα φόραγαν κοπριά είναι ντυμένοι.
ΟΥΑΥ.
Και η ποινή για τ' άδικο της κόρης του λαού μου
Απ’ των Σοδόμων την ποινή τρανότερη αυτήταν,
Που χάθηκαν σε μια στιγμή χωρίς χεριώνε κόπο.
ΖΑΙΝ.
Ήταν οι Νεζερίτες της πιο καθαροί από χιόνι,
από το γάλα πιό λευκοί κι αγνοί σαν από φλόγα.
Απ’ ό,τι ο ζαφειρόλιθος πιό λαμπεροί αυτοί 'ταν.
ΗΘ.
Η όψη τους εμαύρισε περσότερο απ’ την κάπνα.
Κανενας δεν τους γνώριζε στους δρόμους όταν βγαίναν.
Το δέρμα τους εκόλλησε πάνω στα κόκκαλά τους.
Ξεράθηκαν-εγίνανε όπως κομμάτι ξύλο.
ΤΗΘ.
Πιό τυχεροί αυτοί ήτανε που από μαχαίρι πήγαν
Παρά όσοι πεθάνανε από πείνα: τρυπημένοι
Από την έλλειψη καρπών των χωραφιών τους πήγαν.
ΙΩΔ.
Γυναίκες που ήταν εύσπλαχνες έψησαν τα παιδιά τους
Και φάγανε τις σάρκες τους, όταν η θυγατέρα
Του λαού μου εσυντρίφτηκε. Ο Κύριος το θυμό του
Όλονε τόνε ξέσπασε. Το μένος της οργής του
Όλο το εφανέρωσε και μια φωτιά έχει ανάψει
Που εκατάπιε της Σιών τα ίδια τα θεμέλια.
ΛΑΜΕΔ.
Της γης δεν το πιστεύανε ποτέ οι βασιλιάδες
Ούτε και όσοι κατοικούν σ’ όλη την οικουμένη
Οτι εχθροί κατακτητές θα πέρναγαν τις πύλες
ΜΗΜ.
Της πόλης της Ιερουσαλήμ, από τις ανομίες
Που οι ιερείς εκάνανε κι οι αμαρτωλοί προφήτες
Που των δικαίων χύνανε το αίμα μες στην πόλη.
ΝΟΥΝ.
Αυτοί για όλα τούτα φταιν. Οι νυχτοφυλακές της
Τρεκλίζανε στους δρόμους της και όλα ήτανε μ’ αίμα
Μες στην αδυναμία τους τα ρούχα τους γεμάτα.
ΣΑΜΕΧ.
"Πηγαίνετε ακάθαρτοι! Πηγαίνετε! Φευγάτε!"
Ακουες,"μη τους αγγίζετε!"΄ κι ενώ αυτοί εφεύγαν
Και πήγαιναν εδώ κι εκεί, ελέγονταν στα έθνη:
"Πια δε θα μείνουνε αυτοί μαζί με μας-κοντά μας".
ΑΙΝ.
Ήταν κομμάτι απ' αυτούς το πρόσωπο Κυρίου.
Και' τώρα προς το μέρος τους ποτέ δε θάδει πάλι.
Αυτοί δεν εσεβάστηκαν πρόσωπο ιερέως.
ΦΗ.
Προφήτες δεν ελέησαν. Και μας, ενώ ακόμα
Στους ζωντανούς μετρούσαμε, τα μάτια μας νεκρώσαν Προσμένοντας τη μάταιη που θάρχονταν βοήθεια.
ΤΣΑΔΗ.
Από έθνος περιμέναμε που δεν μπορεί να σώσει.
Και τώρα τα μικρά παιδιά δεν πάνε πια στους δρόμους.
ΚΩΦ.
Ηρθε ο καιρός μας. Εφτασε η μέρα. Η ώρα ήρθε.
Απ' τ' ουρανού τους αετούς πιο ελαφροί εγίναν
Εκείνοι που μας κυνηγούν. Και πέταξαν στα όρη
Κι ενέδρες έστησαν σε μας στα μέρη της ερήμου.
ΡΗΧΣ.
Το ζωογόνο πνεύμα μας-ο Κύριος ο δικός μας
Πιάστηκε στην παγίδα τους-αυτός για τον οποίο
Λέγαμε πως στη σκιά του εμείς θα ζήσουμε στον κόσμο.
ΧΣΕΝ.
Χαίρε και ευφροσύνευε της Ιδουμαίας η κόρη:
Ο Κύριος το ποτήρι του θα φέρει κι από σένα
Και θα μεθύσεις. Κι ύστερα συ θα κερνάς η ίδια.
ΘΑΥ.
Η τιμωρία σου τέλειωσε της Σιών η θυγατέρα.
Δε θάσαι πια αιχμάλωτη. Κόρη της Ιδουμαίας
Τις αμαρτίες σου τις πολλές τις είδε.Τις ασέβειες
πούκανες τις εγνώρισε.
1.
Θυμήσου τι επάθαμε
Κύριε.Την κοροϊδία
κοίτα που μας εκάμανε.
2
Κληρονομιά που ήταν για μας
εδόθηκε σε άλλους.
Ξένοι έχουνε τα σπίτια μας.
3
Και ορφανοί εγίναμε.
Δεν έχουμε πατέρα'
σα χήρες είναι οι μάνες μας.
4
Να πιούμε το ίδιο μας νερό
Πληρώσαμε χρυσάφι.
Τα ξύλα μας τ' αλλάξαμε
Με βάρος στο λαιμό μας.
5
Διωχτήκαμε. Κοπιάσαμε,
Χωρίς στασό να βρούμε.
6
Ψωμί για να χορτάσουμε
Απλώσαμε το χέρι
Σ' Ασσύριους και σ' Αιγύπτιους.
7
Πέθαναν οι πατέρες μας-
Αυτοί είχαν αμαρτήσει-
Και τώρα εμείς πληρώνουμε
Τις αμαρτίες εκείνων.
8
Δούλοι μας εξουσιάζουνε
Και δεν υπάρχει εκείνος
Που θα μας λύτρωνε απ' αυτούς.
9
Τρώμε φωμί με κίνδυνο
Της ίδιας της ζωής μας
Απ' της ερήμου το σπαθί.
10
Το δέρμα μας εμαύρισε.
Σα φούρνος 'κατακάη
Από της πείνας τ' άστραμμα.
11
Γυναίκες μόλυναν στη Σιων.
Κόρες στην πόλη Ιούδα.
12
Τους άρχοντες εκρέμασαν.
Τους γέρους δεν τιμήσαν.
13
Οι' άντρες που διαλέχτηκαν
θρηνήσανε. Οι νέοι
Επέσανε λιπόθυμοι
Κάτω από τα ξύλα.
14
Των γέρων έπαψε η φωνή
Από την πύλη. Όι άντρες
Που ορίστηκαν για τους ψαλμούς
Πάψαν τη μουσική τους.
15
Μες στις καρδιές μας η χαρά
έσβησε. Ο χορός μας
Χορός θανάτου έγινε.
16
Απ' το κεφάλι μας-αλί -
Έπεσε το στεφάνι-
Ναι! Γιατί αμαρτήσαμε.
17
Γι αυτό κι η λύπη ήρθε σε μας
Και θλίβεται η καρδιά μας.
Γι αυτό κι έχει στα μάτια μας
Βαρύ σκοτάδι πέσει.
18
Και γιατί ο λόφος της Σιών „
Έρημος έχει μείνει
Γι αυτό και τώρα περπατούν
Πάνω του αλεπούδες.
19
Αλλά συ όμως Κύριε
Για πάντα θα υπάρχεις.
Από γενιά σ' άλλη γενιά
Ο θρόνος σου ίδιος μένει.
20
Γιατί εσύ για πάντοτε
θέλεις να μας ξεχάσεις
Και για καιρό τόσον πολύ
Να βρίσκεσαι μακριά μας.
21
Οδήγησε μας Κύριε
Σε σε, κι εμείς θαρθούμε.
Και κάνε τις ημέρες μας
Λαμπρές όπως και πρώτα.
22
Γιατί αλήθεια υπέρμετρα
Μας έχεις αποδιώξει.
Οργίστηκες ενάντια μας
Οργή πολύ μεγάλη.
-----