Η ΓΕΝΕΣΗ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΣΥΛΛΑΒΗ
ΓΕΝΕΣΙΣ
Ι
Τον ουρανό είχε και τη γη πρώτα ο θεός φτιαγμένα.
Μορφή δεν είχε ως τότε η γη, από τα γύρω διόλου
ακόμα δεν ξεχώριζε, και σκέπαζε σκοτάδι
τ’ άπειρα πλήθη των νερών. Και του θεού το πνεύμα
πλανιόταν από πάνω τους. Είπε ο θεός ετότε:
Να γίνει φως. Κι έγινε φως. Κι είδε ο θεός πως ήταν
καλό το φως. Και χώρισε το φως απ’ το σκοτάδι.
Κι είπε ο θεός μέρα το φως και νύχτα το σκοτάδι.
Κι έγινε βράδυ, κι έγινε πρωί, ημέρα μία.
Ι6
Κι είπε ο θεός: στερέωμα μες στα νερά να γίνει
που να χωρίζει τα νερά το ένα από το άλλο.
Κι έτσι έγινε. Και ο θεός στερέωμα είχε φτιάξει.
Και τα νερά εχώρισε ο θεός σ' αυτά που κάτω
ήταν απ’ το στερέωμα και σ' όσα πάνω του ήταν.
Και το στερέωμα ο θεός το ’χει ουρανό ονομάσει.
Και ο θεός το 'δε καλό. Και βράδυ είχε γίνει,
κι ύστερα έγινε πρωί, η δεύτερη ημέρα.
Ι9
Κι είπε ο θεός: να μαζευτεί σε μια μεριά μονάχα
όσο νερό στον ουρανό βρίσκεται από κάτω
και η ξηρά να εμφανιστεί. Και είχε γίνει έτσι.
Και το νερό που ήτανε στον ουρανό αποκάτω
μαζεύτηκε στα μέρη του και η ξηρά εφάνη.
Κι είπε ο θεός γη την ξηρά. Και των νερών τα πλήθη
θάλασσα τα 'πε ο θεός. Κι ο θεός καλό το είδε.
Κι είπε ο θεός: να βγάλει η γη χορτάρι που να έχει
σπέρμα κατά το μοιάσιμο και κατά τη γενιά του.
Και δέντρα που να κάνουνε καρπό, που αυτός θα έχει
σπέρμα κατά το γένος του στη γη. Κι ο θεός καλό το είδε.
Κι έγινε βράδυ, κι έγινε πρωί, ημέρα τρίτη.
Ι14
Και στο στερέωμα τ’ ουρανού τα φωτεινά τ’ αστέρια,
είπε ο θεός, να γίνουνε, τη γη για να φωτίζουν
και για να ξεχωρίζουνε τη μέρα από τη νύχτα.
Και για σημάδια ας ειν’ αυτά, κι ας είναι για να δείχνουν
την αλλαγή των εποχών, τις μέρες και τα χρόνια.
Κι ας λάμπουνε στον ουρανό τη γη για να φωτίζουν.
Κι έτσι έγινε. Και ο θεός τα δύο τα μεγάλα
έφτιαξε τ' άστρα τα λαμπρά-τ’ αστέρι το μεγάλο
της μέρας να ’ναι άρχοντας, και το μικρότερο άστρο
άρχοντας να ’ναι της νυχτιάς, κι όλα τ’ αστέρια τ’ άλλα.
Και στο στερέωμα τ’ ουρανού τα ’χει ο θεός βαλμένα
για να φωτίζουνε τη γη και της ημέρας να ’ναι
και της νυχτιάς οι άρχοντες, και από το σκοτάδι
το φως να ξεχωρίζουνε. Κι ο θεός καλό το είδε.
Κι έγινε βράδυ, κι έγινε πρωί, μέρα τετάρτη.
Ι20
Και, τα νερά, είπε ο θεός, ζώα ερπετά να βγάλουν
και πετεινά που να πετούν από τη γη επάνω-
στον ουρανό. Κι έτσι έγινε. Και τα μεγάλα κήτη
έφτιαξ’ ο θεός, και τα ερπετά, και των πτηνών τα είδη,
όλα κατά τα γένη τους. Κι ο Θεός καλό το είδε.
Και τα ευλόγησε ο θεός λέγοντας: μεγαλώστε
Και πλήθη γίνετε πολλά, και τα νερά γεμίστε
της θάλασσας , και τα πτηνά τη γη να πλημμυρίσουν.
Κι έγινε βράδυ, κι έγινε πρωί, ημέρα πέμπτη.
Ι24
Κι είπε ο Θεός, η γη ζωή να βγάλει κατά γένη,
τετράποδα και ερπετά, και γένη των θηρίων.
Κι έτσι έγινε. Και ο Θεός έφτιαξε τ’ άγρια ζώα
κι έφτιαξε και τα ερπετά, κι έφτιαξε και τα κτήνη
κατά τα γένη τους στη γη. Κι ο Θεός καλά τα είδε.
Ι26
Και, άνθρωπο, είπε ο θεός ας φτιάξω να μου μοιάζει
κι ίδια μ’ εμέ να ’χει μορφή. Και στ’ ουρανού αφέντης
να ’ναι αυτός τα πετεινά, στης θάλασσας τα ψάρια,
στα κτήνη και σ’ ολόκληρη τη γη, και πάνω σ’ όλα
τα ερπετά όπου στη γη σερνάμενα είναι πάνω.
Κι έφτιαξ' ο Θεός τον άνθρωπο έτσι που να του μοιάζει.
Κι αρσενικό και θηλυκό τους έχει καμωμένους.
Και τους ευλόγησε ο Θεός αυτούς μ’ αυτά τα λόγια:
Γίνετε άξιοι και πολλοί κι όλη τη γη γεμίστε
κι αφεντικά της γίνετε. Και στ’ ουρανού εξουσία
να ’χετε τα πετούμενα, στης θάλασσας τα ψάρια,
στα κτήνη, και σ’ ολόκληρη τη γη και σ’ όλα όσα
ζούνε σερνάμενα στη γη. Και ο Θεός, να! είπε,
χόρτα σας έχω δώσει εγώ που όλη τη γη σκεπάζουν
και που έχουν σπόρο μέσα τους για να ξανασπαρθούνε.
Κι όλα τα δέντρα που ’χουνε καρπό για να σπερνώνται
Και για να τρέφεστε μ’ αυτόν. Και τα θηρία όλα
της γης να εξουσιάζετε, και όσα ζώα σερνόνται
και τα πτηνά όπου ψηλά στον ουρανό πετάνε,
και τα φυτά όπου μ' αυτά τρέφεστε. Κι έγινε έτσι.
Και είδε όλα ο Θεός όσα είχε καμωμένα
και όλα ήτανε καλά. Και βράδυ είχε γίνει
κι ύστερα έγινε πρωί, κι έγινε η έκτη μέρα.
Έτσι έγιναν κι ο ουρανός κι η γη κι ο στολισμός τους.
ΙΙ
Και τέλειωσε τα έργα του ο Θεός την έκτη μέρα.
Και να εργάζεται έπαψε την έβδομη τη μέρα.
Και ο Θεός τη μέρα αυτή την έχει ευλογήσει
και την αγίασε, γιατί, έπαψε αυτή τη μέρα
όλα τα έργα που ο Θεός να κάνει είχε αρχίσει.
ΙΙ4
Της κτίσης ουρανού και γης αυτό είναι το βιβλίο
όταν εγίνη, δηλαδή τη μέρα που ο Κύριος
έφτιαξε γη και ουρανό, και πριν του αγρού τα χόρτα πάνω στη γη να γίνουνε, και πριν του αγρού οι θάμνοι
να ’χουν φανεί, γιατί ο Θεός στη γη δεν είχε βρέξει
κι άνθρωπος δεν εργάζονταν σ’ αυτήν. Ανέβαινε όμως μία πηγή μέσα στη γη και την επότιζε όλη.
Και ο Θεός τον άνθρωπο από χώμα είχε πλάσει
και πνοή εφύσησε ζωής πάνω στο πρόσωπό του
κι ο άνθρωπος ζωντάνεψε.
II8
Και τον παράδεισο ο Θεός έφτιαξε, έναν κήπο
που ήταν ανατολικά, μες στην Εδέμ. Κι εντός του
τον που είχε πλάσει άνθρωπο έβαλε. Και ακόμα
φύτρωσε' ο Θεός πάνω στη γη όλα τα ωραία δέντρα
που ήταν καλά και για τροφή, και της ζωής το δέντρο
στου παραδείσου έβαλε τη μέση-με άλλα λόγια
το δέντρο που ήταν του Kαλού και του Kακού η γνώση.
Κι ένα ποτάμι, στην Εδέμ που είχε τις πηγές του,
ποτίζει τον παράδεισο, ενώ από κει και πέρα
σε τέσσερα χωρίζεται ποτάμια. Και το ένα
Φίσων το λένε, και τη γη την Ευιλάτ κυκλώνει.
Κι εκεί χρυσάφι βρίσκεται. Και είναι το χρυσάφι
της γης αυτής πολύ καλό. Κι όνυχας και ρουμπίνια
εκεί ακόμα βγαίνουνε. Και Γεών τ' όνομα είναι
του ποταμού του δεύτερου. Και της Αιθιοπίας
αυτός κυκλώνει όλη τη γη. Κι ο ποταμός ο τρίτος
Τίγρητας ονομάζεται, κι από των Ασσυρίων
περνά μπροστά τη χώρα αυτός. Και τ' όνομα Ευφράτης
του ποταμού του τέταρτου. Και ο Θεός και Κύριος
τον άνθρωπο που έπλασε τον πήρε και τον βάζει
στον κήπο της απόλαυσης για να τόνε φυλάει
και για να τον καλλιεργεί. Και διαταγή είχε δώσει
Ο θεός και Κύριος στον Αδάμ. Του είπε πως απ’ όλα
τα δέντρα του παράδεισου μπορεί αυτός να τρώει,
αλλά απ' της γνώσης του Kαλού και του Kακού το δέντρο
«Ποτέ μη φάτε απ' αυτό. Γιατί όποια μέρα φάτε
Σίγουρα θα πεθάνετε!»
II18
Και ο Θεός και Κύριος, καλό δεν είναι, είπε,
ο άνθρωπος να ’ναι μόνος του. Ένα βοηθό για κείνον
ας κάνουμε παρόμοιον του. Και ο Θεός ακόμα
όλα απ' το χώμα έπλασε τ’ άγρια τα θηρία
και τ' ουρανού τα πετεινά. Και στον Αδάμ τα πήγε
να δει πώς θα τα ονόμαζε. Κι όποιο σε κάθε ζώο
έδωσε όνομα ο Αδάμ, αυτό ’ταν τ’ όνομά το.
Και σ’ όλα έδωσε ο Αδάμ ονόματα τα κτήνη,
και στ' ουρανού τα πετεινά, και στ’ άγρια θηρία.
Αλλά βοηθός για τον Αδάμ όμοιός του δεν εβρέθη.
Και τον Αδάμ μες σε βαθύ ο Θεός τον έριξε ύπνο
και μια πλευρά πήρε απ’ αυτόν, γεμίζοντας με κρέας
το χώρο που άφησε αυτή. Και την πλευρά που πήρε
απ’ τον Αδάμ, μ' αυτή ο Θεός έφτιαξε τη γυναίκα
και τήνε πήγε στον Αδάμ. Και, τούτο είναι τώρα
κόκκαλο, είπε ο Αδάμ, από το κόκκαλό μου
και κρέας απ’ το κρέας μου. Και θα ειπωθεί γυναίκα
γιατί από τον άντρα της επάρθηκε. Κι ο άντρας
πατέρα και μητέρα του γι αυτήν θα τους αφήσει
και στη γυναίκα του αυτός θα ’ναι προσκολλημένος.
Και σάρκα μια θα ’ναι κι οι δυο. Κι ήταν γυμνοί κι οι δύο,
κι ο Αδάμ και η γυναίκα του, όμως ντροπή δε νιώθαν.
III
Κι απ’ όσα ο Κύριος και θεός στη γη έφτιαξε θηρία,
το φίδι ήτανε πάνω της απ’ όλα πιο πανούργο.
Και στη γυναίκα μίλησε το φίδι και της είπε:
Τ’ είναι που είπε ο θεός από τα δέντρα όλα
μη φάτε του παράδεισου; κι είπε αυτή στο φίδι:
Μας είπε όλους τους καρπούς να τρώμε από τα δέντρα που έχει ο παράδεισος, μ’ απ’ τον καρπό του δέντρου που είναι στου παράδεισου τη μέση, ούτε να φάμε,
ούτε και να τ’ αγγίξουμε, είπε ο θεός, αν θέμε
να μην πεθάνουμε. Αλλά, της έκανε το φίδι,
όχι, δε θα πεθάνετε, ο θεός γνωρίζει όμως
πως όταν φάτε απ' αυτό, τα μάτια σας θ’ ανοίξουν
και σεις θεοί θα γίνετε, γιατί καλό ποιό είναι
και ποιο κακό θα ξέρετε. Και είδε η γυναίκα
ότι καλό ήταν για φαΐ το δέντρο, και ωραίο
ήτανε όταν το ’βλεπε, κι άξιζε να το νιώσει.
Και πήρε κι από τον καρπό έφαγε αυτού του δέντρου
κι έδωσε και στον άντρα της και φάγανε κι οι δυο τους.
Και τότε ανοιχτήκανε και των δυονών τα μάτια
κι είδαν πως ήτανε γυμνοί. Και πήρανε και ράψαν
φύλλα συκιάς, και φτιάξανε ρούχα να σκεπαστούνε.
Και η φωνή ακούστηκε του θεού και του Κυρίου
καθώς μες στον παράδεισο το δείλι περπατούσε.
Κι από τον Κύριο και θεό, στου παραδείσου μέσα
τα δέντρα, κι η γυναίκα του και ο Αδάμ κρυφτήκαν.
Κι ο θεός και Κύριος τον Αδάμ κάλεσε, λέγοντας του:
Αδάμ πού είσαι; κι είπε αυτός: άκουσα τη φωνή σου
καθώς μες στον παράδεισο περπάταγες, και φόβος
μ’ έπιασε από τη γύμνια μου, και κρύφτηκα από σένα.
Κι είπε σ’ αυτόνε ο θεός: Και πώς γυμνός πως είσαι
θα ’ξερες αν δεν έτρωγες από το δέντρο εκείνο
που να μη φας σου είπα εγώ; Και ο Αδάμ του είπε:
η γυναίκα που μου έδωσες, αυτή από το δέντρο
μου ’δωσε κείνο κι έφαγα. Και είπε στη γυναίκα
ο θεός και Κύριος: γιατί αυτό το έχεις κάνει;
Το φίδι με ξεγέλασε κι έφαγα ειπ' η γυναίκα.
ΙΙΙ15
Κι είπε ο Κύριος και θεός στο φίδι: γιά το λόγο
που έχεις κάνει εσύ αυτό, καταραμένο να ’σαι
ανάμεσα σ' όλης της γης τα ήμερα κι άγρια ζώα.
Να προχωρείς σερνάμενο με στήθος και κοιλιά σου
και όσο ζεις χώμα να τρως. Κι ανάμεσα σε σένα
και στη γυναίκα, έχθρα εγώ θα βάλω, και ακόμα
ανάμεσα στο σπέρμα σου και σε κείνης το σπέρμα.
Εκείνοι θα φυλάγονται από την κεφαλή σου
και συ από τη φτέρνα τους. Και στη γυναίκα είπε:
και στεναγμούς και πόνους σου εγώ θα τους πληθύνω.
Με πόνο θα γεννάς παιδιά και θα υπακούς τον άντρα
και κείνος θα σε κυβερνά. Και στον Αδάμ πάλι είπε:
Επειδή άκουσες αυτό η γυναίκα που σου είπε
κι από το δέντρο έφαγες που από κείνο μόνο
εγώ σου είπα να μη φας-ναι, απ' αυτό έχεις φάει-
καταραμένη να ’ναι η γη στα έργα τα δικά σου.
Να βγάζεις από μέσα της με κόπο το φαί σου.
όσο υπάρχεις κι όσο ζεις. Αγκάθια και τριβόλια
να σου φυτρώνει η γη, και συ του αγρού να τρως τα χόρτα.
Και το ψωμί όπου θα τρως με ιδρώτα να το βγάζεις
ώσπου στη γη πάλι να πας απ’ όπου έχεις έρθει.
Γιατί δεν είσαι παρά γη κι εκεί θα πας και πάλι.
Και της γυναίκας του ο Αδάμ Ζωή είπε τ’ όνομά της,
γιατί η μητέρα ολωνών θα ήταν των ανθρώπων.
Και στη γυναίκα του Αδάμ και στον Αδάμ τον ίδιο
ρούχα ο Κύριος και θεός, που ήταν από δέρμα,
έφτιαξε και τους έντυσε.
III23
Κι είπε ο θεός, να! ο Αδάμ, που επειδή γνωρίζει
τ’ είναι καλό και τι κακό, σαν ένας έχει γίνει
όπως εμείς. Και τώρα μη ποτέ το χέρι απλώσει
κι από το δέντρο της ζωής πάρει καρπό και φάει
γιατί θα γίνει αθάνατος. Και ο θεός και Κύριος
έξω από της απόλαυσης τον έβγαλε τον κήπο
για να εργάζεται στη γη που απ’ αυτήν επλάστη.
Κι έξω είχε βγάλει τον Αδάμ κι απέναντι απ’ τον κήπο
τον είχε της απόλαυσης να μένει. Κι είχε βάλει
τα χερουβείμ και το σπαθί που είναι από φλόγα
ώστε του δέντρου της ζωής το δρόμο να φυλάνε.
IV
Κι ο Αδάμ με τη γυναίκα του ενώθηκε και κείνη
συνέλαβε και γέννησε τον Κάιν. Κι είπε τότε,
άνθρωπο έχω και γι αυτό ο θεός ειν’ η αιτία.
Και γέννησε και αδερφό σε κείνονε-τον Άβελ.
Κι ο Άβελ έγινε βοσκός προβάτων, και ο Καιν
Γεωργός, και δούλευε τη γη. Και κάποτε, μια μέρα
ο Κάιν για τον Κύριο θυσία είχε φέρει
απ' ό,τι έβγαζε η γη. Κι έφερε και ο Άβελ
από τα πρωτογέννητα τ’ αρνιά του-μάλιστα είχε
διαλέξει τα παχύτερα. Και ο θεός τον Άβελ
τόνε καλόειδε-και αυτόν κι όσα είχε φέρει δώρα.
Μα ούτε τις θυσίες του, πρόσεξε, ούτε τον Κάιν.
Κι ο Κάιν λυπήθηκε πολύ και ήταν όλο μούτρα.
Κι είπε ο Κύριος και θεός στον Κάιν: γιατί λυπάσαι
και γιατί μούτρα έριξες; Δεν κάνεις αμαρτία
σωστά αν τα φέρεις, μα σωστά τη μοιρασιά αν δεν κάνεις;
Όμως ησύχασε, o θυμός θα υποταχτεί σε σένα
και συ θα τόνε κυβερνάς.
IV8
Κι ο Κάιν στον Άβελ μίλησε, και, πάμε στην πεδιάδα,
του είπε. Κι όταν πήγανε οι δυο τους στην πεδιάδα
ο Κάιν επιτέθηκε στον αδερφό του Άβελ
και τόνε σκότωσε. Κι ο θεός, «ο Άβελ, ο αδερφός σου,
πού είναι;» είπε κι ο Κύριος, στον Κάιν. «Πού να ξέρω,
φύλακας είμαι ’γω εκεινού; είπε ο Κάιν. Κι ο Κύριος
«Τί είναι», του 'πε, «που έκανες; Το αίμα μού φωνάζει
του αδερφού σου από τη γη. Και τώρα συ να είσαι καταραμένος απ' τη γη αυτή που ένα στόμα
έχει ανοίξει να δεχτεί το αίμα του αδερφού σου
που χύθηκε απ' το χέρι σου. Και όταν τη δουλεύεις,
να μη σου δίνει ανάλογα μ' όλη τη δύναμη της.
Τρέμοντας και στενάζοντας στη γη να ζεις επάνω.»
Κι είπε στον Κύριο και θεό ο Κάιν: «πιο μεγάλο
απ' τη συγγνώμη το έγκλημα είναι που έχω κάνει.
Κι αν απ’ τον τόπο αυτόν εδώ σήμερα θα με διώξεις
Κι αν από σένανε κρυφτώ και ζω στη γη επάνω
τρέμοντας και στενάζοντας, τότε και ο καθένας
θα με σκοτώσει αν με βρει.» Και ο θεός και Κύριος
«Έτσι δεν είναι», είπε σ’ αυτόν, «γιατί αυτός τον Καιν που θα σκοτώσει, εφτά ποινές για εκδίκηση θα πάρει.»
Και τον σημάδεψε ο θεός και Κύριος τον Κάιν
ώστε όποιος θα τον έβρισκε να μη τόνε σκοτώσει.
Κι έφυγε ο Καιν απ’ του θεού κοντά την παρουσία,
κι απέναντι από την Εδέμ, στη Ναϊδ πήγε να μείνει.
ΙV17
Κι ο Κάιν με τη γυναίκα του ενώθηκε, και κείνη
συνέλαβε και τον Ενώχ γέννησε. Και μια πόλη
έχτισε ο Καιν και Ενώχ την είπε από το γιο του.
Και ο Ενώχ εγέννησε τον Γαϊδάδ. Και κείνος
τον Μαλελεήκ εγέννησε. Κι αυτός τον Μαθουσάλα.
Κι ο Μαθουσάλας γέννησε τον Λάμεχ. Κι αυτός δύο
πήρε γυναίκες και της μιας Αδά ήταν, και της άλλης
Σελλά ήτανε τ’ όνομα. Και η Αδά γεννάει
τον Ιωβήλ. Και ήτανε αυτός γενάρχης όλων
των κτηνοτρόφων, σε σκηνές που μέσα κατοικούνε.
Κι αυτός είχε έναν αδερφό που Ιουβάλ τον λέγαν
και το ψαλτήρι βρήκε αυτός πρώτος και την κιθάρα.
Μα κι η Σελλά εγέννησε τον Θόβελ. Κι ήταν κείνος χαλκωματάς και σιδεράς .Και αδερφή μια είχε
που τηνε λέγαν Νοεμά. Και μίλησε ο Λάμεχ
και είπε στις γυναίκες του: Αδά, Σελλά, ακούστε
του Λάμεχ οι γυναίκες σεις, κι ανοίξετε τ’ αυτιά σας.
Γιατί έναν άντρα σκότωσα που μ' είχε τραυματίσει
και νεαρό έναν σκότωσα γιατί χτυπήσει μ' είχε.
Κι αν θα ’ταν η εκδίκηση εφτάφυλλη του Κάιν, εβδομηνταεφτάφυλλη θα είναι για τον Λάμεχ.
ΙV25
Και τη γυναίκα του ο Αδάμ κοιμήθηκε, την Εύα,
κι εκείνη γέννησε ένα γιό και Σηθ τον είχε βγάλει,
άλλο βλαστάρι ο θεός, λέγοντας, μου ’χει δώσει
στη θέση του Άβελ, εκεινού που σκότωσε ο Κάϊν.
Αλλά κι ο Σηθ απόκτησε ένα γιό, κι Ενώς τον είπε
κι αυτός είναι που άρχισε του θεού και του Κυρίου
να μνημονεύει τ’ όνομα.
V
Έτσι έγιναν οι άνθρωποι από τη μέρα εκείνη
που τον Αδάμ είχε ο θεός πλασμένον να του μοιάζει.
Κι αρσενικά και θηλυκά τους είχε καμωμένους.
Και τους ευλόγησε αυτούς. Κι είπε Αδάμ τον άντρα
τη μέρα που τον έπλασε. Και διακοσίων τριάντα
όταν ο Αδάμ ήταν χρονών, γιό είχε τότε κάμει
ίδιο μ’ αυτόν σώμα ψυχή, και Σηθ τον είχε βγάλει.
Κι αφού γεννήθηκε ο Σηθ, έζησ’ ο Αδάμ ακόμα
χρόνια εφτακόσα, κι έκανε και γιους και θυγατέρες.
Και σύνολο έζησ' ο Αδάμ χρόνια εννιακόσα τριάντα.
Και όταν είχε γίνει ο Σηθ διακόσων πέντε χρόνων
γέννησε τότε τον Ενώς. Κ ι από του Ενώς τη γέννα
κι ύστερα, εφτακόσα εφτά ο Σηθ έζησε χρόνια.
Και κόρες έκανε και γιούς. Και σύνολο είχε ζήσει
χρόνια εννιακόσα δώδεκα ο Σηθ. Και όταν ήταν
σε ηλικία ο Ενώς ’κάτό ενενήντα χρόνων
εγέννησε τον Καϊνάν. Κι απ’ του Καϊνάν τη γέννα
Ο Ενώς για χρόνια έζησε εφτακόσα δεκαπέντε.
Και γιους και κόρες έκανε. Και εννιακόσα πέντε
ήταν τα χρόνια που ο Ενώς συνολικά είχε ζήσει.
Και όταν χρόνων εκατό και εβδομήντα ήταν
Ο Καϊνάν τον Μαλελεήκ γέννησε. Και κατόπι,
μετά από του Μαλελεήκ ο Καϊνάν τη γέννα,
χρόνια σαράντα έζησε κι ακόμα εφτακόσα.
Και κόρες έκανε και γιούς. Και εννιακόσα δέκα
συνολικά του Καϊνάν η ζωή μέτρησε χρόνια.
V15
Και χρόνων ο Μαλελεήκ 'κατόν εξήντα πέντε
ήτανε όταν γέννησε τον Ιάρεδ, κι είχε ζήσει
αφού τον Ιάρεδ γέννησε, εφτακόσα τριάντα χρόνια.
Και σερνικά εγέννησε παιδιά και θυγατέρες.
Κι ως να ’ρθει για τον Μαλελεήκ η ώρα του θανάτου
χρόνια οχτακόσα έζησ' αυτός και ενενήντα πέντε.
Και εκατόν εξήντα δυο χρονών ήταν ο Ιάρεδ
Και τον Ενώχ εγέννησε. Και οχτακόσα χρόνια
Ο Ιάρεδ έζησε μετά από του Ενώχ τη γέννα.
Και κόρες έκανε και γιούς. Και χρόνια ο Ιάρεδ
είχε ζωής συνολικά εννιακόσα εξήντα δύο.
Και όταν έγινε ο Ενώχ 'κατόν εξήντα πέντε
τον Μαθουσάλα γέννησε. Και για διακόσα χρόνια
μία ζωή θεάρεστη μετά του Μαθουσάλα
τη γέννα έζησε ο Ενώχ. Κι έκανε γιους και κόρες.
Κι όλα τα χρόνια του Ενώχ τρακόσα εξήντα πέντε.
Και στο θεό αγαπητός ήταν ο Ενώχ και ’χάθη
γιατί τον πήρε ο θεός. Και γέννησε τον Λάμεχ
στα εκατόν εξήντα εφτά χρόνια του ο Μαθουσάλας.
Και κόρες έκανε και γιούς. Και σύνολο για χρόνια
ο Μαθουσαλας έζησε εκατόν εξήντα εννέα.
Και ήταν ογδονταοχτώ χρονών όταν, ο Λάμεχ
γέννησε γιό και τ’ όνομα που του ’δωσε ήταν Νώε.
Κι είπε, θα μ' αναπαύσει αυτός απ’ τη βαριά δουλειά μου
κι απ’ των χεριών τον κάματο που μία γη δουλεύουν
απ’ το θεό και Κύριο καταραμένη που ’ναι.
Κι αφότου έφερε στο φως τον Νώε, μετά ο Λάμεχ
για πεντακόσα έζησε κι εξήντα πέντε χρόνια.
Και κόρες έκανε και γιούς. Και όλα όλα ο Λάμεχ
για εφτακόσα έζησε πενηντατρία χρόνια.
Κι ο Νώε χρόνια μέτραγε στη ζήση πεντακόσα
και γέννησε τρεις γιούς: τον Σημ, τον Χαμ και τον Ιάφεθ.
VI
Κι όταν οι άνθρωποι πολλοί πάνω στη γη γινήκαν
και θυγατέρες βρίσκονταν ανάμεσα σε κείνους.
Και τα παιδιά είδαν του θεού, οι κόρες των ανθρώπων
ότι ήταν όμορφες πολύ, και τις επαντρευτήκαν,
καθένας όποιαν διάλεξε. Κι είπε ο θεός και Κύριος,
Το πνεύμα μου ανάμεσα σε τούτους τους ανθρώπους
Πάντα δε θα ’ναι γιατί αυτοί σάρκα μονάχα είναι
κι εκατόν είκοσι χρονιές αυτοί θα ζούνε μόνο.
Και γίγαντες υπήρχανε τότε στη γη επάνω-
γιατί όταν του θεού οι γιοί, επαίρναν των ανθρώπων
τις θυγατέρες κι έκαναν αυτές παιδιά με κείνους,
τότε γεννιόνταν γίγαντες, που απ’ τα παλιά τα χρόνια
ονομαστοί ήσαν άνθρωποι.
VΙ6
Και είδε ο Κύριος και θεός ότι πολύ πληθύναν
οι αμαρτίες που κάνανε πάνω στη γη οι ανθρώποι
και ότι όλοι στο κακό τον έχουνε το νου τους
πάντοτε και αδιάκοπα. Και ο θεός εσκέφτη
ότι αυτός τον άνθρωπο στη γη τον είχε πλάσει.
Και συλλογίστηκε ο θεός και είπε: θ’ αφανίσω
τον άνθρωπο που έφτιαξα πάνω στη γη, κι ακόμα
θα καταστρέφω τα πουλιά, τα ερπετά, τα κτήνη
γιατί που τα ’πλασα όλα αυτά, το έχω μετανιώσει.
VI9
Αλλά ο Κύριος και θεός τον Νώε τον αγαπούσε.
Κι αυτά επί Νώε γίνανε: Ο Νώε δίκαιος ήταν
και στη γενιά του τέλειος, κι ο θεός τον αγαπούσε.
Και τρεις ο Νώε γέννησε γιους: Σημ, Χαμ και τον Ιάφεθ.
Και πήγε ενάντια στο θεό η γη κι άδικη εγίνει.
Κι είδε ο Κύριος και θεός τη γη τη διεφθαρμένη
που όλοι το νόμο του εκεί τον είχανε διαστρέψει
κι είπε ο Κύριος ο θεός στον Νώε: των ανθρώπων
το τέλος ήρθε, γιατί η γη στις αδικίες τους πλέει.
Και να! εγώ, που και τη γη και κείνους θα χαλάσω.
VI15
Φτιάξε λοιπόν μια κιβωτό τετράγωνη από ξύλο
και σε δωμάτια χώρισ' την. Και να τήνε πισσώσεις
και μέσα κι έξω. Kι έτσι εσύ την κιβωτό να φτιάξεις:
Μακριά να είναι η κιβωτός τρακόσες πήχες. Πλάτος
πενήντα να ’χει, και ψηλή τριάντα να ’ναι πήχες.
Κι όσο ψηλώνει η κιβωτός, τόσο και να στενεύει.
Και σ’ έναν πήχυ να κλειστεί. Της κιβωτού η πόρτα
να βρίσκεται στο πλάι της. Και τρεις ορόφους να ’χει.
Κι εγώ να! τον κατακλυσμό πάνω στη γη θα φέρω
να καταστρέψω κάθε τι που ’χει ζωή εντός του
και που το σκέπει ο ουρανός. Και θα πεθάνουν όλα
όσα στη γη πάνω ειν' αυτή.
VI19
Και τη διαθήκη μου με σε θα κάνω. Και θα μπούνε
μέσα στην κιβωτό εσύ, θα μπούνε τα παιδιά σου
θα μπουν και οι γυναίκες σας, εσένα και των γιων σου.
Και μες στην κιβωτό μαζί με σένανε θα μπούνε
και θα ταΐζονται από σε, από τα κτήνη όλα
κι απ’ τα θηρία κι ερπετά, κι απ’ ό, τι ζει στον κόσμο,
από το κάθε είδος δυο. Κι αρσενικό το ένα
και τ’ άλλο να ’ναι θηλυκό. Απ’ τα πτηνά θα πάρεις
από το ίδιο γένος δυο, το ίδιο κι απ’ τα κτήνη,
το ίδιο κι απ' τα ερπετά. Κι απ’ όλα δύο δύο
να μπούνε, και να τρέφονται από σένα και να είναι
αρσενικό και θηλυκό. Και μάζεψε απ’ όλα
Τα φαγητά που τρωτέ σεις, και πάρε τα μαζί σου
ώστε να τρως και συ κι αυτοί. Και με ακρίβεια ο Νώε
όλα όσα ο Κύριος και θεός του είπε είχε φτιαγμένα.
VII
Κι είπε ο Κύριος και θεός στον Νώε: μπες ο ίδιος
εσύ, κι η οικογένεια σου στην κιβωτό, γιατί είδα
πως απ’ αυτή τη γενεά πιστός συ μόνον ήσουν.
Από τα κτήνη ζεύγη εφτά τα καθαρά να βάλεις
αρσενικό και θηλυκό. Και μόνο ένα ζευγάρι,
αρσενικό και θηλυκό απ’ όσα ακάθαρτα είναι,
για ν’ απλωθούν πάνω στη γη' γιατί σ’ εφτά ημέρες
θα ρίξω εγώ πάνω στη γη βροχή σαν καταρράχτη
σαράντα ημερόνυχτα, και θα εξαφανίσω
από το πρόσωπο της γης ό, τι κι αν έχω πλάσει.
Κι έκανε ο Νώε όλα αυτά που του ’πε ο θεός και Κύριος.
Κι ο Νώε ήτανε χρονών εξακοσίων όταν
εγίνηκε ο κατακλυσμός. Και μέσα και ο Νώε
κι οι γιοί του, κι οι γυναίκες τους, εκείνου και των γιων του
για να σωθούν απ’ το νερό στην κιβωτό εμπήκαν.
Κι αρσενικά και θηλυκά εμπήκαν από δύο,
ακάθαρτα και καθαρά, από πτηνά και κτήνη.
Κι από τα ερπετά της γης εμπήκαν από δύο
αρσενικά και θηλυκά στην κιβωτό του Νώε,
όπως το είπε ο θεός. Και μετά εφτά ημέρες
εγίνηκε ο κατακλυσμός στη γη, ενώ ο Νώε
εξακοσίων ήταν χρονών, κι ο δεύτερος ο μήνας
εικοσιεφτά εμέτραγε. Αυτή ’τανε η μέρα
που της αβύσσου οι πηγές είχανε σπάσει όλες
κι οι καταρράχτες τ’ ουρανού ανοίξαν, και σαράντα
έπεφτε ημερόνυχτα βροχή στη γη επάνω.
Ο Νώε την ημέρα αυτή στην κιβωτό εμπήκε.
Και μπήκανε μαζί μ' αυτόν Σημ, Χαμ και ο Ιάφεθ-
του Νώε οι γιοι-η γυναίκα του, των γιων του οι γυναίκες
και τα θηρία, τα πτηνά, τα ερπετά, τα κτήνη,
αρσενικό και θηλυκό , δυο δυο και κατά γένος
απ' όλα όσα έχουνε πνοή ζωής εντός τους.
Στην κιβωτό εμπήκανε που μπήκε και ο Νώε.
Κι αρσενικό και θηλυκό ήτανε όσα μπήκαν,
κι από τα είδη όλα καθώς είπε ο θεός στον Νώε.
Κι έκλεισε ο Κύριος και θεός την κιβωτό απέξω.
VII17
Κι εγίνει ο κατακλυσμός μερόνυχτα σαράντα
πάνω στη γη. Και το νερό είχε πολύ πληθύνει
και σήκωσε την κιβωτό πάνω απ’ της γης το χώμα.
Και το νερό περίσσευε και πλήθαινε συνέχεια
πάρα πολύ πάνω στη γη. Και στο νερό επάνω
η κιβωτός στεκότανε. Και το νερό υψωνόταν
Πανω απ' τη γη ασταμάτητα, και τα βουνά είχε όλα
κάτω απ’ τη σκέπη τ’ ουρανού, όσο ψηλά, σκεπάσει.
Κι έφτασε πάνω το νερό στις δεκαπέντε πήχες
και είχε τα ψηλά βουνά κατασκεπάσει όλα.
Και είχε κάθε ζωντανό πάνω στη γη πεθάνει:
πτηνά και κτήνη, ερπετά, θηρία και ανθρώποι.
Και όσα πάνω στην ξηρά ανασαίνανε, πεθάναν.
Και κάθε ζωή πάνω στη γη την είχε αφανίσει:
άνθρωποι, κτήνη, ερπετά, πτηνά, απ’ τη γη χάθηκαν.
Ο Νώε μόνον έμεινε στην κιβωτό, κι εκείνοι
όπου μαζί του ήτανε. Και το νερό υψωμένο
ήτανε πάνω από τη γη εκατόν πενήντα μέρες.
VIII
Και ο θεός θυμήθηκε τον Νώε κι όλα τα κτήνη,
και τα πτηνά και τα ερπετά και όλα τα θηρία
που ήταν μ' αυτόν στην κιβωτό. Και ο θεός αέρα
έστειλε πάνω από τη γη κι έπαψε πια να βρέχει.
Και της αβύσσου οι πηγές σκεπάστηκαν. Και κλείσαν
οι καταρράχτες τ’ ουρανού και η βροχή είχε πάψει
να πέφτει από τον ουρανό. Κι όλο υποχωρούσε
κι αποσυρόταν το νερό πάνω απ' τη γη. Και μέχρι
εκατόν πενήντα ύστερα μέρες, ελαττωνόταν.
Και κάθισε η κιβωτός τον έβδομο το μήνα
πάνω στα όρη Αραράτ είκοσι εφτά του μήνα.
Και το νερό ως τον δέκατο το μήνα ελαττωνόταν.
Κι όταν η πρώτη του μηνός του δέκατου ήταν μήνα
βουνοκορφές φανήκανε. Και σε σαράντα μέρες
θυρίδα μια, η κιβωτός που είχε, άνοιξε ο Νώε,
κι απόλυσε τον κόρακα. Και κείνος έξω βγήκε
και δεν εγύρισε ξανά, ώσπου η γη εξεράθη.
Και πίσω από κείνονε στέλνει το περιστέρι
θέλοντας απ’ τη γη να δει αν το νερό είχε φύγει.
Και δεν εβρήκε να σταθεί κάπου το περιστέρι
κι εγύρισε στην κιβωτό γιατί νερό υπήρχε
ακόμα σ’ όληνε τη γη. Και άπλωσε το χέρι
το πήρε, και το έβαλε στην κιβωτό μαζί του.
Κι ακόμα επερίμενε μέρες εφτά, και πάλι
το περιστέρι άφησε απ’ την κιβωτό να έβγει.
Και προς το βράδυ γύρισε το περιστέρι πάλι
ένα ξερό φύλλο ελιάς στο ράμφος του κρατώντας.
Έτσι ο Νώε κατάλαβε πως το νερό κοπάζει.
Και όταν επεράσανε κι άλλες εφτά ημέρες
το περιστέρι έστειλε πάλι, αλλά εκείνο
δεν ξαναγύρισε σ’ αυτόν. Και ήτανε στο χρόνο
τον ένα κι εξακοσιοστόν από του Νώε τη γέννα,
πρώτη του πρώτου του μηνός που το νερό είχε φύγει
από τη γη. Της κιβωτού, που είχε φτιάξει, ο Νώε,
τη στέγη τότε άνοιξε κι είδε πως είχε πάψει
να ’ναι νερό πάνω στη γη. Κι η γη όταν εξεράθη
ήτανε εικοσιεφτά του δεύτερου του μήνα.
Και ο θεός και Κύριος είπε στον Νώε: βγες έξω
από την κιβωτό εσύ, η γυναίκα σου κι οι γιοί σου
μαζί με τις γυναίκες τους και όλα τα θηρία
όσα μαζί σου έφερες. Και το καθένα ζώο,
πτηνά και κτήνη κι ερπετά, μαζί σου έξω ας βγούνε.
Κι ακμαίοι να ’σαστε στη γη και πλήθιοι να γενήτε.
Κι ο Νώε κι η γυναίκα του βγήκανε, και μαζί τους
κι οι γιοί του κι οι γυναίκες τους, και όλα τα θηρία,
κι όλα τα κτήνη, τα πτηνά και τα ερπετά εβγήκαν
που σέρνονται πάνω στη γη-στην κιβωτό που ήσαν-
όλα κατά το γένος τους.
VIII20
Κι ο Νώε θυσιαστήριο στον Κύριο είχε χτίσει.
Κι απ’ όλα πήρε τα πτηνά, τα καθαρά, κι απ’ όλα
τα κτήνη που ήταν καθαρά, και στο θυσιαστήριο
πήγε και τα θυσίασε. Και ο θεός και Κύριος
οσμή αιστάνθη ευχάριστη. Και ο θεός και Κύριος
είπε αφού εσκέφτηκε: για τα έργα των ανθρώπων
δε θα ειπώ εγώ στη γη καμιά κατάρα πάλι,
γιατί του ανθρώπου το μυαλό απ’ τη νεότητά του
έχει ροπή προς το κακό. Κι ούτε θα καταστρέψω
κάθε πνοή ζωής εγώ σαν που έχω κάνει τώρα.
Και δε θα πάψουνε ποτέ όσο ή γης υπάρχει
ο θερισμός και η σπορά, το κρύο και η ζέστα,
το Καλοκαίρι κι η Ανοιξη, η μέρα και η νύχτα.
IX
Και ο θεός ευλόγησε το Νώε και τους γιους του
Κι είπε σ' αυτούς: να γίνετε πολλοί κι ακμαίοι να ’στε
και να γεμίσετε τη γη και να της είστε αφέντες.
Και τ’ ουρανού τα πετεινά, τα ψάρια της θαλάσσης
και όλα τα θηρία της γης, κι ότι στη γη κινείται
Φόβο και τρόμο να ’χουνε για σας. Σας τα ’χω βάλει
Μέσα στα χέρια σας τα δυο. Να τρώτε σεις μπορείτε
κάθε ερπετό που ’χει ζωή. Όλα σας τα ’χω δώσει
σαν χόρτα μέσα στους αγρούς. Μονάχα να μη φάτε κρέας που ’χει αίμα μέσα του. Και το αίμα το δικό σας
και των θηρίων το αίμα εγώ, πίσω θα το ζητήσω.
Και την ανθρώπινη ζωή εγώ θα την ζητήσω
από τον άνθρωπο. Κι αυτός που αίμα χύσει ανθρώπου
κι αυτού το αίμα θα χυθεί, γιατί τον άνθρωπο έχω
να μοιάζει κάνει του θεού. Και να ευημερείτε
και πλήθος γίνετε πολύ, τη γη για να γεμίστε
και να ’σαστε οι αφέντες της.
IX8
Κι είπε στο Νώε ο θεός αλλά και στα παιδιά του:
Τη συμφωνία μου εγώ, με σας-να!-τώρα κάνω
και με τους απογόνους σας, και μ’ ότι ζει μαζί σας.
Και είναι η συμφωνία μου με σας, να μην πεθάνουν
από κατακλυσμού νερά ποτέ τα οντά όλα.
Πάλι ποτέ κατακλυσμός τη γη δε θα ρημάξει.
Και είπε ο Κύριος και θεός στον Νώε: το σημείο
αυτό της συμφωνίας μας ας είναι, που εγώ δίνω
ανάμεσα σε μας τους δυο κι ανάμεσα σε μένα
και κάθε τι που ’χει ζωή, ώστε αυτό να το ’χουν
όλες οι μέλλουσες γενιές: το ουράνιο το τόξο.
Αυτό πάνω στα σύννεφα το βάζω σα σημάδι
της συμφωνίας που εγώ ανάμεσα σε μένα
κι ανάμεσα κάνω της γης. Κι όταν εγώ μαζεύω
σύννεφα πάνω από τη γη, θα φαίνεται το τόξο
ανάμεσα στα σύννεφα κι αυτό θα μου θυμίζει
τη συμφωνία που εγώ ανάμεσα έχω κάνει
σε σας κι εμέ, κι ανάμεσα σε με και κάθε ζώο,
και δε θα ’ρθεί κατακλυσμός κάθε ζωή να σβήσει.
Κι απάνω κει, στα σύννεφα, το τόξο μου θα είναι
και θα θυμίζει η όψη του την αιωνία διαθήκη
ανάμεσα στη γη κι εμέ, κι ανάμεσα σε μένα
και κάθε τι που ’χει ζωή κι είναι στη γη επάνω.
Κι είπε στον Νώε ο θεός, αυτό είναι το σημάδι
Της συμφωνίας που έκανα ανάμεσα σε μένα
και κάθε ζωή πάνω στη γη.
IX18
Και ήτανε του Νώε οι γιοί που από μέσα εβγήκαν
από την κιβωτό, ο Σημ, ο Χαμ και ο Ιάφεθ.
Και ο γενάρχης ήτανε ο Χαμ των Χαναναίων.
Αυτοί ’ναι οι τρεις του Νώε γιοί. Κι οι άνθρωποι από κείνους
σ’ όλη τη γη σπαρθήκανε. Και έπιασε ο Νώε
που άλλωστε ήταν γεωργός, και φύτεψε αμπέλια.
Κι ήπιε κρασί και μέθυσε, γδύθηκε, και στο σπίτι
κυκλοφορούσε ολόγυμνος. Κι ο Χαμ που ο γενάρχης
των Χαναναίων ήτανε, όταν γυμνό τον είδε
έξω εβγήκε και στους δυο τους αδερφούς του το ’πε.
Και ο Ιάφεθ και ο Σημ επήραν ένα ρούχο
και πίσω τους κρατώντας το, ανάποδα βαδίσαν
και του πατέρα τους μ' αυτό σκεπάσανε τη γύμνια.
Και επειδή το πρόσωπο το είχαν γυρισμένο
δεν είδαν του πατέρα τους τη γύμνια. Και ο Νώε
όταν ξεμέθυσε, έμαθε αυτά όπου ο γιος του
έκανε ο μικρότερος. Κι είπε: καταραμένη
Ναναι η γενιά του Χαναάν και δούλοι αυτοί να είναι
στους αδερφούς τους. Και, ο θεός ας είναι ευλογημένος,
είπε, του Σημ, κι ο Χαναάν δούλος του να του είναι.
Και τον Ιάφεθ ο θεός να τόνε μεγαλώσει
κι ό,που τα σπίτια είναι του Σημ, εκεί να κατοικήσει
και δούλο νάχει το Χαναάν.
IX28
Και χρόνια έζησε μετά τρακόσα και πενήντα
O Νώε απ’ τον κατακλυσμό. Και σύνολο εννιακόσες
πενήντα ήταν οι χρονιές που έζησε ο Νώε
μετρώντας τον κατακλυσμό.
X
Κι αυτοί ’ν’ οι απόγονοι του Σημ, του Χαμ και του Ιάφεθ,
των γιων του Νώε-γιατί γιους και κείνοι αποκτήσαν μετά από τον κατακλυσμό.
Χ2
Οι γιοί του Ιάφεθ ήτανε, Γαμέρ, Μαγώγ, Ιωύαν,
Μαδοί, Θοβέλ και Ελισά, και ο Μοσόχ κι ο Θείρας.
Και στον Γαμέρ ο Ασχανάζ γεννήθηκε, κι ακόμα
ο Θεργαμά και ο Ριφάθ. Και γιοί του Ιωίαν
ήταν οι Θάρσεις, ο Ελισά, οι Κήτιοι και οι Ρόδιοι.
Κι είναι απ' αυτούς που στα νησιά των εθνικών επήγαν
και απομακρυνθήκανε, ανάλογα καθένας
με τη φυλή, τη γλώσσα ταυ και με τον εθνισμό του.
Οι γιοί του Χαμ: Χους, Μεσραΐν, Φουό, Χαναάν. Και είχε
Παιδιά ο Χους: Σαβά, Ευιλά και Σαβαθά αποκτήσει,
κι ακόμα τον Σαβαθακά και τον Ρεγμά. Κι ακόμα
έκαμε τον Νεβρώδ ο Χους. Αυτός ο πρώτος ήταν
ο γίγαντας πάνω στη γη. Αυτός επίσης ήταν
ενώπιον του Κυρίου θεού και κυνηγός μεγάλος.
Γι αυτόν και λεν: "Σαν τον Νεβρώδ που κυνηγός μεγάλος
ήτανε μπρος στον Κύριο". Κι αυτός είναι ο πρώτος
Της Βαβυλώνας βασιλιάς, του Ορέχ και του Χαλάννη,
και της Αρχάδ -στη γη Σεναάρ. Κι από τη γη εκείνη
βγήκε ο Ασσούρ, που έχτισε τη Νινευί την πόλη,
και τη Ρωωβώθ και τη Χαλάλ, και τη Δασή που ήταν
ανάμεσα στης Νινευί και στης Χαλάλ τα μέρη
όπου μεγάλη ήταν κι αυτή. Κι ο Μεσραΐν γεννάει
Τους Λουδιείμ, τους Νεφθαλείμ, και τους Ενεμετιείμτες,
τους Πατροσωνιείμ, Λαβιείμ, τους Χασμωνιειμίτες,
τους Γαφθορείμ. Και βγήκανε απ’ τους Χασμωνιειμίτες
οι Φιλιστείμ. Κι ο Χαναάν γέννησε τον Σιδώνα
που ήταν ο πρώτος του ο γιός, κι ύστερα τον Χετταίο,
τον Ιεβουσαίο, τον Αμαθί, Ευαίο, Αμορραίο,
τον Γεργεσαίο, Αράδιο, τον Αρουκαίο, κι ακόμα
τον Σαμαραίο κι Ασενναίο. Και ύστερα από τούτο
των Χαναναίων οι φυλές σκορπίσανε. Και ήταν
των Χαναναίων τα σύνορα από τη Σιδώνα μέχρι
τη Γεραρά και τη Γαζάν, και ως κανείς να πάει
στα Σόδομα και Γόμορρα, και ως κανείς να πάει
στην Αδαμά και Σεβωΐμ, ως τη Δασά. Αυτοί ’ταν
του Χαμ οι γιοί κατά φυλές, με ανάλογα καθένας
τη χώρα του, τη γλώσσα του και με τον εθνισμό του.
Χ21
Κι ο Σημ, ο μεγαλύτερος ο αδερφός του Ιάφεθ
απόχτησε κι αυτός παιδιά κι έγινε ο γενάρχης
των γιων του Εβερ ολωνών. Κι ήταν του Σημ οι γόνοι
Ελάμ, Ασσούρ και Αρφαδάξ, Καϊνάν και Λουδ και Άραμ.
Κι ο Αρφαδάξ τον Καϊνάν εγέννησε. Κι εκείνος
έχει γεννήσει τον Σαλά. Κι αυτός γεννάει τον Έβερ.
Κι ο Έβερ δύο είχε γιους. Φαλέγ λέγαν τον ένα
γιατ’ ήταν στις ημέρες του η γη που εμοιράστη,
και του αδερφού του τ’ όνομα ήταν Ιεκτάν. Κι εκείνος
τον Ελμωδάδ εγέννησε, Σαλέθ, Σαρμώχ και Ιάραχ,
και Οδορρά, Ευάλ, Δεκλά, Αιβήλ και Αβιμάελ,
Σαβά,Ουφείρ και Ευεϊλά και Ιωβάβ. Αυτοί όλοι
ήταν παιδιά του Ιεκτάν. Κι αυτοί εκατοικήσαν
στον τόπο από το Μασσή μέχρι κανείς να πάει
στο Σαφηρά, ένα βουνό που στην Ανατολή ’ναι.
Αυτοί ήτανε οι γιοί του Σημ, ανάλογα καθένας
με τη φυλή, τη γλώσσα του, το έθνος του, τη γη του.
Και σύμφωνα με τους λαούς και πώς εγεννηθήκαν
των γιων του Νώε οι φυλές, ήταν αυτές. Και είναι
αυτοί που σκορπιστήκανε και φτιάξανε τα έθνη
μετά από τον κατακλυσμό.
XI
Και δύο χείλη όλη η γη και μία γλώσσα ήταν.
Κι όταν απ' την ανατολή ξεκίνησαν εκείνοι
πεδιάδα βρήκανε στη γη Σεναάρ κι εκεί εμείναν.
Και μεταξύ τους είπανε: Να φτιάξουμε ελάτε
πλίθρες και να τις ψήσουμε μες στη φωτιά. Και ήταν
πέτρες οι πλίθρες για κείνους, κι η πίσσα ήτανε λάσπη.
Και είπανε, ας χτίσουμε μια πόλη κι έναν πύργο
που ως ψηλά στον ουρανό να φτάνει η κορυφή του.
Έτσι προτού σκορπίσουμε στης γης τα μέρη όλα
ονομαστοί θα γίνουμε. Και για να δει την πόλη
ο Κύριος εκατέβηκε και για να δει τον πύργο
που έφτιαξαν οι άνθρωποι. Και, ναι, είπε ο Κύριος,
ένας λαός είναι αυτός και μία έχουν γλώσσα
κι αυτό άρχισαν να κάνουνε. Και τώρα ο,τι στο νου τους
τους έρθει να καταπιαστούν σε πέρας θα το φέρουν.
Κάτω ας κατέβουμε λοιπόν, και την που εκεί μιλάνε
γλώσσα, ας τους την μπερδέψουμε, να μην καταλαβαίνουν
τι λέει ο ένας τ’ αλλουνού. Και από κει ο Κύριος
σ’ όλη την έκταση της γης τους έχει σκορπισμένους.
Και πάψανε να χτίζουνε την πόλη και τον πύργο.
Γι αυτό και ονομάσανε Σύγχιση αυτή την πόλη
Γιατί εκεί εσύγχισε ο Κύριος τις γλώσσες
όλης της γης και από κει σκόρπισε αυτούς ο Κύριος
σ’ όλη την έκταση της γης.
ΧΙ10
Και να του Σημ οι γενεές: ο Σημ εκατό χρόνων
εγέννησε τον Αφραδαξ το δεύτερο το έτος
μετά από τον κατακλυσμό. Και πεντακόσα χρόνια
μετά τη γέννα του Αφραδάξ ο Σημ έζησε ακόμα.
Και κόρες έκανε και γιους. Και όταν ηλικία
ο Αρφαδάξ είχε εκατόν τριάντα πέντε χρόνια
εγέννησε τον Καϊνάν. Και τετρακόσα χρόνια
έζησε ο Αρφαδάξ μετά του Καϊνάν τη γέννα.
Και κόρες έκανε και γιους. Και εκατόν τριάντα
ήταν χρονών ο Καΐνάν και τον Σαλά γεννάει.
Και είχε ζήσει ο Καϊνάν τρακόσα τριάντα χρόνια
μετά τη γέννα του Σελά. Κι έκανε γιους και κόρες.
Και όταν έγινε ο Σαλά εκατόν τριάντα χρόνων
γεννάει τον Έβερ. Κι ο Σαλά, τρακόσα τριάντα χρόνια
έζησε αφού εγέννησε τον Έβερ. Κι είχε κι άλλα
κάνει παιδιά, κόρες και γιους. Και τον Φαλέγ ο Έβερ ’
κατόν τριαντατέσσερων όντας χρονών γεννάει.
Κι ύστερα απ’ όταν ο Φαλέγ το φως του κόσμου είδε
για χρόνια ο Έβερ έζησε διακόσα εβδομήντα.
Και κόρες έκανε και γιους. Και εκατόν τριάντα
ήτανε χρόνων ο Φαλέγ και τον Ραγάν γεννάει.
Και είχε ζήσει ο Φαλέγ διακόσα εννέα χρόνια
Μετά τη γέννα του Ραγάν. Κι έκανε γιους και κόρες.
Και εκατόν τριάντα δυό χρόνια ο Ραγάν μετρούσε
που τον Σερούχ εγέννησε. Κι απ’ του Σερούχ τη γέννα Χρόνια διακόσα εφτά ο Ραγάν είχε ακόμα ζήσει.
Και κόρες έκανε και γιους. Και εκατόν τριάντα
χρόνια είχε ζήσει ο Σερούχ και τον Ναχώρ γεννάει.
Κι από τη γέννα του Ναχώρ διακόσα ακόμα χρόνια
ζωής εμέτρησε ο Σερούχ. Κι έκανε γιους και κόρες.
Και ο Ναχώρ στα εκατόν 'βδομήντα εννιά του χρόνια
γεννάει τον Θάρρα. Κι ο Ναχώρ ’κατόν εικοσιπέντε
χρονιές ακόμα έζησε απ' τη γέννηση του Θάρρα.
Και κόρες έκανε και γιους. Και εβδομήντα χρόνων
ο Θάρρα ήταν σα γέννησε Ναχώρ, Αρράν και Άβραμ.
XI27
Κι αυτοί ’ναι οι απόγονοι που απόκτησε ο Θάρρα.
Λοιπόν ο Θάρρα εγέννησε Ναχώρ, Αρράν και Άβραμ.
Κι ο Αρράν εγέννησε τον Λωτ. Κι ενώ ακόμα ο Θάρρα
εζούσε, ο πατέρας του, ο Αρράν, είχε πεθάνει
στη γη που εγεννήθηκε, στη χώρα των Χαλδαίων.
Και πήραν ο Άβραμ κι ο Ναχώρ γυναίκες. Κι η γυναίκα
Μελχά λεγόταν του Ναχώρ, του Αρράν ήταν κορίτσι
κι είχε αδερφή την Ιεσμά. Και τη γυναίκα του Άβραμ
Σάρα τη λέγαν, κι ήτανε στείρα και δεν γεννούσε.
Κι ο Θάρρα εσηκώθηκε, πήρε το γιό του Άβραμ,
πήρε το εγγόνι του-το Λωτ, το γιό του Αρράν, τη Σάρα-
τη νύφη του, που ήτανε του γιου του Άβραμ γυναίκα-
κι απ’ των Χαλδαίων έξω αυτός τους έβγαλε τη χώρα
να πάνε για τη Χαναάν. Και στη Χαρράν επήγαν
κι εκεί εκατοικήσανε. Και για διακόσα πέντε
χρόνια ο Θάρρα έζησε στη γη Χαρράν και ήταν
σ' αυτή τη γη όταν πέθανε.
XII
Και μίλησε ο Κύριος στον Άβραμ και του είπε:
το πατρικό το σπίτι σου, τη γη, τους συγγενείς σου,
άσ’ τα και πήγαινε στη γη που θα σου πω. Και μέγα
έθνος θα κάνω εσένα εγώ κι όνομα μέγα θα ’χεις.
Κι ευλογημένος θα ’σαι συ-γιατί θα σ' ευλογήσω.
Και θα καταραστώ εγώ τους που σε καταριούνται.
Και από σε οι φυλές της γης όλες θα ευλογηθούνε.
Κι αυτό που του ’πε ο Κύριος ο Άβραμ το ’χε κάνει.
Κι ήταν μαζί του και ο Λωτ. Και εβδομήντα πέντε
ο Άβραμ ήτανε χρονών απ’ τη Χαρράν σα βγήκε.
Κι ο Άβραμ τη γυναίκα του πήρε κοντά, τη Σάρα,
τον ανηψιό του πήρε Λωτ, τα υπάρχοντά τους όλα
και όσους είχαν στη Χαρράν ανθρώπους αποκτήσει
και βγήκανε και τράβηξαν στη γη Χαναάν να πάνε.
Κι ο Άβραμ βάδισε σ’ αυτή τη γη μέχρι τον τόπο
Συχέμ, στη Δρυ την Υψηλή. Τότε οι Χαναναίοι
σ' αυτή τη γη εμένανε. Κι εφανερώθη ο Κύριος
στον Άβραμ και, αυτή τη γη, του ’πε, θα τήνε δώσω
στους απογόνους σου εγώ. Κι ένα θυσιαστήριο
στον που του φανερώθηκε έχτισε ο Άβραμ Κύριο.
Και μακριά έφυγε από κει και σ’ ένα όρος πήγε
που ήταν ανατολικά από τη Βαιθήλ. Κει πέρα
θυσιαστήριο έχτισε στον Κύριο και το είπε
με του Κυρίου τ’ όνομα. Κι ο Άβραμ εσηκώθη
και πήγε και στην έρημο είχε στρατοπεδέψει.
ΧΙΙ10
Κι επειδή πείνα έπεσε στη χώρα, πήρε ο Άβραμ
και πήγε προς την Αίγυπτο, εκεί να κατοικήσει,
γιατί μεγάλος ο λιμός ήτανε μες στη χώρα.
Κι όταν ο Άβραμ κόντευε στην Αίγυπτο να φτάσει
στη Σάρα τη γυναίκα του μίλησε ο Άβραμ κι είπε:
Είσαι γυναίκα όμορφη κι οι Αιγύπτιοι σα σε δούνε
θα πουν, γυναίκα του ειν’ αυτή, και μένα θα σκοτώσουν και σένα θα σε σώσουνε. Γι αυτό πως αδερφή μου
είσαι να λες, ώστε και με καλά να μου φερθούνε
και να μου σώσεις τη ζωή. Κι όταν ο Άβραμ μπήκε
στην Αίγυπτο, την ομορφιά τη σπάνια και μεγάλη
την είδαν οι Αιγύπτιοι που η γυναίκα του είχε.
Κι οι άρχοντες του Φαραώ την είδανε κι εκείνοι
και στο Φαραώ την παίνεψαν και στο παλάτι μέσα
του Φαραώ την πήγανε. Και φέρθηκαν στον Άβραμ
καλά για χάρη εκεινής. Κι απόχτησε ο Άβραμ
μοσχάρια, όνους, πρόβατα, μουλάρια και καμήλες
και δούλους κι υπηρέτριες. Και με μεγάλες λύπες
και σοβαρές τον Φαραώ είχε ο θεός ποτίσει
αλλά και όλους γύρω του, κι αιτία η γυναίκα
του Άβραμ ήτανε γι αυτό-η Σάρα. Και τον Άβραμ
εκάλεσε ο Φαραώ και του είπε: γιατί τούτο
μου το ’κανες-να μη μου πεις ότι αυτή η γυναίκα
γυναίκα σου ήτανε; γιατί, ειν' αδερφή μου, είπες
κι εγώ τήνε παντρεύτηκα, και τώρα να!-εδώ 'ναι.
Και παρ’ την τη γυναίκα σου και γρήγορα να φύγεις.
Κι ο Φαραώ κανόνισε ποιοί άντρες με τον Άβραμ
θα επηγαίνανε μαζί για να τόνε ξεβγάλουν
αυτόν και τη γυναίκα του με όλα όσα είχε.
XIII
Κι ο Άβραμ κι η γυναίκα του με όλα όσα είχαν
αφήνοντας την Αίγυπτο στην έρημο ανεβήκαν.
Κι ήταν μαζί τους και ο Λωτ. Κι ο Άβραμ πολύ πλούσιος ήταν σε κτήνη, σε χρυσό και σε ασήμι. Κι όταν
στην έρημο εφτάσανε, ως τη Βαιθήλ επήγε,
στον τόπο όπου τη σκηνή πρωτύτερα είχε στήσει
ανάμεσα Βαιθήλ κι Αγγαί, στον τόπο που χτισμένο
είχε θυσιαστήριο, πρώτα εκεί σαν ήταν.
Κι εκεί επικαλέστηκε τ’ όνομα του Κυρίου.
Κι είχε ο Λωτ όπου μαζί πήγαινε με τον Άβραμ
Βόδια, σκηνές και πρόβατα. Κι αντάμα για να μείνουν
η χώρα δεν τους χώραγε, γιατί τα υπάρχοντα τους
ήταν πολλά -γι αυτό μαζί να μείνουν δε γινόταν.
Και μάχη στήσαν οι βοσκοί του Λωτ μ’ αυτούς του Άβραμ.
Κι οι Χαναναίοι μένανε κι οι Φερεζαίοι στη χώρα.
Κι ο Άβραμ μίλησε στο Λωτ και του ’πε: ας μη μαλώνουν
ούτε οι βοσκοί μας ούτε εμείς. Γιατί είμαστε αδέρφια.
Μπροστά σου είναι όλη η γη. Χώρισε από μένα.
Κι αν κάνεις συ αριστερά, δεξά εγώ θα κάνω.
Κι αν συ τραβήξεις δεξιά, ζερβά εγώ πηγαίνω.
Και σήκωσε τα μάτια του ο Λωτ κι ολόκληρη είδε
τη χώρα που τη χώριζε ο Ιορδάνης. Κι είδε
πως όλη ποτιζότανε πριν ο θεός χαλάσει
Τα Σόδομα και Γόμορρα, κι ότι σαν της Αιγύπτου
ήταν τη χώρα, ώσπου κανείς στη Ζόγορα να πάει,
ή σαν θεού παράδεισος. Κι ο Λωτ για τον εαυτό του
τη χώρα όλη εδιάλεξε γύρω απ’ τον Ιορδάνη
και πήγε ανατολικά. Κι οι συγγενείς χωρίσαν.
Την κατοικία του στη γη Χαναάν έκανε ο Άβραμ
κι ο Λωτ σε μια κατοίκησε πόλη των περιχώρων
κι εσκήνωσε στα Σόδομα. Κι ήταν κακοί οι ανθρώποι
και στο θεό απέναντι αμαρτωλοί πολύ ήταν
που ζούσανε στα Σόδομα. Κι είπε ο θεός στον Άβραμ
όταν εχώρισε απ’ τον Λωτ: τα μάτια σου άνοιξέ τα
και δες απ’ όπου βρίσκεσαι κατά Βορά και Νότο.
Στο μέρος της ανατολής και της θαλάσσης κοίτα.
Γιατί τη γη όλη αυτή που βλέπεις, θα τη δώσω
για πάντα να την έχετε συ κι οι απόγονοί σου.
Κι εγώ τους απογόνους σου καθώς της γης την άμμο
θα τους πληθύνω. Κι αν κανείς την άμμο θα μπορούσε
της γης ποτέ να μέτραγε, έτσι θα το μπορέσει
και για τους απογόνους σου. Σήκω λοιπόν περπάτα
στο πλάτος και στο μήκος της τη χώρα, γιατί αυτήνε
για πάντα θα την έχετε συ κι οι απόγονοί σου.
Και τη σκηνή του ξέστησε, και είχε πάει ο Άβραμ
και δίπλα στη βαλανιδιά Μαμβρή είχε καθήσει
που εβρισκόταν στη Χεβρώμ κι εκεί θυσιαστήριο
έχτισε για τον Κύριο.
XIV
Και βασιλιάδες ήτανε στη Σενναάρ ο Αμάρφαλ,
και ο Αριώχ στην Ελλασάρ, και ο Θερμάλ στα έθνη,
κι ο Χοδολλογομώρ στο Βλαμ. Αυτοί πόλεμο κάναν
κατά Βαλά που βασιλιάς ήτανε των Σοδόμων,
κατά Βερσά που βασιλιάς ήτανε της Γομόρρας,
κατά Σενναάρ που βασιλιάς ήτανε στην Αδάμα,
και εναντίον του Συμοβόρ, του βασιλιά Σεβώειμ,
κι ενάντια στο βασιλιά της Βάλακ, που τη λένε
αλλιώς Σηγώρ. Ολοι αυτοί μαζί συγκεντρωθήκαν
μες στο Φαράγγι τ’ αλμυρό-αυτό που λένε τώρα
η θάλασσα του Αλατιού. Μετά δώδεκα χρόνων
δουλεία στο Χοδολλογομώρ, στα δεκατρία εκείνοι
τα χρόνια ξεσηκώθηκαν. Κι οι βασιλιάδες ήρθαν,
μαζί κι ο Χοδολλογομώρ το επόμενο το έτος,
και κόψανε τους γίγαντες στο Ασταρώθ που ζούσαν
και στην Καρνάΐν και μαζί τα κράτη τα γερά τους,
και τους Ομμαίους που στου Σαυή εμένανε την πόλη,
και τους Χορραίους που στο βουνό Σηείρ εκατοικούσαν
ως την τερέβυνθο Φαράν στην έρημο που είναι.
Και γύρισαν και στην Πηγή της Κρίσεως βρεθήκαν-
αλλιώς της Κάδης. Κι έκοψαν όσους αρχόντους ήσαν
στην Αμαλήκ, και κόψανε τους Αμορραίους όλους
που μέναν στο Ασασονθαμάρ. Κι ο βασιλιάς Σοδόμων
κι ο βασιλιάς της Γόμορρας κι ο βασιλιάς Σεβώειμ,
κι ο βασιλιάς της Αδαμά, κι ο βασιλιάς της Βάλακ-
αυτής που τώρα λεν Σηγώρ, έξω αυτοί εβγήκαν,
και για να κάνουν πόλεμο στο βασιλιά ενάντια
του Ελάμ, το Χοδολλογομώρ και στον Θαργάλ ενάντια
το βασιλιά των εθνικών, κι ενάντια στον Αμάρφαλ
το βασιλιά του Σενναάρ, και στον Αριώχ ενάντια
το βασιλιά της Ελλασάρ, στην Αλμυρή Κοιλάδα
πήγαν και παρατάχτηκαν-τέσσεροι βασιλιάδες
σε πέντε ενάντια. Κι η Αρμυρή Κοιλάδα πίσσα βγάζει.
Κι οι βασιλιάδες φεύγοντας Σοδόμων και Γομόρρας
μέσα της εμπλέχτηκανε. Και όσοι απομείναν
για τα βουνά εφύγανε. Και όλο των Σοδόμων
και της Γομόρρας το ιππικό κι όλα τα τρόφιμά τους
επήρανε και φύγανε. Μαζί τους και του Άβραμ
τον ανεψιό πήραν, τον Λωτ, κι ότι μαζί του είχε
και φύγανε-γιατί έμενε στα Σόδομα κι εκείνος.
XIV 13
Κι ένας απ’ όσους σώθηκαν, στον Άβραμ τον περάτη επήγε κι είπε τι έγινε. Στη Δρυ κοντά εκείνος
του Αμορραίου του Μαμβρή έμενε, που αδερφοί του ήταν ο Αυνάν και ο Εσχώλ, δυό έμπιστοι του Άβραμ.
Κι ο Λωτ πως είναι αιχμάλωτος σαν έμαθε ο Άβραμ,
τότε τρακόσους δεκαοχτώ πήρε δικούς του άντρες
και πήγανε από πίσω τους ώσπου στη Δαν τους φτάσαν.
Και νύχτα πέσαν πάνω τους κι αυτός και οι δικοί του
και τους εκατακόψανε. Κι ως τη Χαβά κατόπι
αριστερά απ' τη Δαμασκό τους πήγε κυνηγώντας.
Και των Σοδόμων το ιππικό το πήρε πάλι πίσω
και πήρε πίσω και τον Λωτ πάλι τον ανεψιό του
μ’ όλα του τα υπάρχοντα, το λαό και τις γυναίκες.
Και για να τους υποδεχτεί εβγήκε ο Σοδομίτης
ο βασιλιάς, απ’ του Σαβά τον κάμπο αφού είχε
πίσω γυρίσει, από εκεί το χαλασμό που βρήκε
κι αυτός κι ο Χοδολλογομόρ και όσοι βασιλιάδες
ήταν μαζί του. Κι απ’ αυτό Κοιλάδα Βασιλέων
τον κάμπο τόνε λεν αυτόν.
ΧΙV18
Και του Σαλήμ το βασιλιά Μελχισεδέκ τον λέγαν
και ιερέας του θεού ήτανε του υψίστου.
Κι άρτο και οίνο πρόσφερε θυσία, και τον Άβραμ
εκείνος τον ευλόγησε, και: εύλογημένος, είπε,
να ’ν’ ο Άβραμ απ' τον ύψιστο θεό που έχει χτίσει
και γη αυτός και ουρανό. Και δοξασμένος να ’ναι
ο ύψιστος θεός γιατί έκανε οι εχθροί του
να πέσουνε στα χέρια του. Κι ο Άβραμ του ’χε δώσει
απ’ όλα ένα δέκατο. Κι ο βασιλιάς Σοδόμων
είπε στον Αβραμ, δώσε μου τους άντρες και συ πάρε
δικά σου όλα τ' άλογα. Αλλά ο Άβραμ είπε
στο Σοδομίτη βασιλιά: το χέρι θα σηκώσω
και στο θεό τον ύψιστο θα ορκιστώ, τον Κύριο
που έχτισε ουρανό και γη, πως από τα δικά σου-
από κλωστή μέχρι τριχιά τίποτα δε θα πάρω,
για να μην πεις ότι εγώ τον πλούτισα τον Άβραμ.
Μον’ όσα οι άντρες φάγανε θα πάρω, κι όσα πρέπει
στους άντρες που ’ρθανε μαζί με μένα να δοθούνε-
Αυτοί, Εσχώλ, Αυνάν, Μαμβρή, θα πάρουνε μερίδιο.
XV
Κι αφού αυτά εγίνανε φωνή Κυρίου στον Άβραμ
Σε όραμα ήρθε, λέγοντας: φόβο μην έχεις Άβραμ.
Εγώ σε υπερασπίζομαι κι η πληρωμή σου θα ’ναι
πολύ μεγάλη. Δέσποτα, του είπε τότε ο Άβραμ,
Τί θα μου δώσεις Κύριε; Χωρίς παιδιά πεθαίνω.
Κι ο γιός μου που με τη Μασέκ τη σκλάβα μου έχω κάνει
που είναι από τη Δαμασκό, αυτός-ο Ελιέζερ-
θα είναι ο κληρονόμος μου. Κι ευθύς φωνή Κυρίου
ήρθε που μίλησε σ’ αυτόν, και, όχι, του λέει, δε θα ’ναι
αυτός ο κληρονόμος σου. Κι έξω τον είχε βγάλει
και του ’πε: κοίταξε ψηλά, στον ουρανό, και τ’ άστρα
αν θα μπορέσεις μέτρα τα. Έτσι θα είναι, του ’πε,
κι οι απόγονοί σου εσένανε. Κι επίστεψε ο Άβραμ
στο θεό, και γι αρετή ’μετρήθη αυτό από κείνον.
Κι είπε σ αυτόν. Εγώ ο θεός είμαι που απ’ των Χαλδαίων
τη χώρα έξω σ’ έβγαλα, ώστε τη γη ετούτη
να δώσω εγώ σε σένανε να την κληρονομήσεις.
Και του ’πε, Κύριε, Δέσποτα, και πώς εγώ θα ξέρω
πως θα ’μαι ο κληρονόμος της; Κι είπε σ’ αυτόνε: πάρε
μία δαμάλα τρίχρονη, μια τρίχρονη κατσίκα,
ένα κριάρι τρίχρονο, και μια τρυγόνα πάρε
και περιστέρι ένα για με. Και πήρε αυτός απ’ όλα,
στη μέση τα εχώρισε, και τα ’βαλε το ένα
να βλέπει τ’ άλλο. Τα πουλιά δεν τα ’κοψε στη μέση.
Και στα κομμένα σώματα τα όρνια κατεβήκαν
και δίπλα ο Άβραμ κάθονταν. Και όταν έπεφτ’ ο ήλιος
ο Άβραμ σ’ έκσταση έπεσε, κι ένας μεγάλος φόβος
και σκοτεινός τον έπιασε. Κι ειπώθηκε στον Άβραμ:
Μάθε πως οι απόγονοι θα ζήσουν οι δικοί σου
ξένοι σε ξένη μια γη για τετρακόσα χρόνια.
Θα τους υποδουλώσουνε και θα τους ταπεινώσουν
και θα περάσουν άσχημα. Κι εγώ θα κρίνω το έθνος
που δούλους θα τους έχει αυτούς. Κι ύστερα απ' όλα τούτα
εδώ θα ’ρθούνε φέρνοντας περιουσία μεγάλη.
Και συ αφού γεράματα θα ’χεις ευτυχισμένα
θα πας και τους προγόνους σου θα έβρεις εν ειρήνει.
Κι εδώ στην τέταρτη αυτοί γενιά θα ξαναρθούνε
γιατ' οι αμαρτίες δεν έχουνε των Αμορραίων ακόμα
γίνει όσο χρειάζεται πολλές. Και στου ηλιού τη δύση
μια φλόγα φανερώθηκε, και να! ένα καμίνι
που κάπνιζε, και να! φωτιάς φλόγες λαμπρές, που μέσα
περάσαν απ' τα σώματα τα διχοτομημένα.
Τη μέρα εκείνη ο Κύριος διαθήκη με τον Άβραμ
έκαμε, καθώς του ’λεγε: τη γη αυτή θα δώσω
στους απογόνους σου εγώ-τη γη που απ’ το ποτάμι
της Αίγυπτος απλώνεται, ως μέχρι το μεγάλο
ποτάμι που Ευφράτη λεν. Κεναίους, Κενεζαίους,
και Κεδμωναίους, Ραφαείν, Χεταίους, Φερεζαίους,
τους Αμορραίους, τους Χαναάν, Ευαίους, Γεργεσαίους
κι Ιεβουσαίους θα δώσω εγώ σε σας, να σας δουλεύουν.
XVI
Κι η Σάρα, η γυναίκα του, δε γένναγε στον Άβραμ.
Κι είχε μια δούλη Αιγύπτια που Άγαρ τηνε λέγαν.
Και, ο Κύριος με σφράγισε, η Σάρα είπε στον Άβραμ,
ώστε να μη γεννώ. Λοιπόν, τη δούλα μου κοιμήσου
να ’χω παιδί έστω απ’ αυτήν. Και του Άβραμ η γυναίκα,
η Σάρα, την Αιγύπτια δούλη την Άγαρ πήρε
και πήγε και στον άντρα της τη δίνει, δέκα χρόνια
αφού στη γη είχε Χαναάν ο Άβραμ κατοικήσει.
Και μπήκε κείνος μέσα της, κι έγκυα εκείνη μένει.
Και την κυρά της ύστερα απ’ αυτό περιφρονούσε.
Και, αδικoύμαι εγώ από σε, η Σάρα είπε στον Άβραμ.
Εγώ τη δούλη μου έδωσα να ’ρθεί στην αγκαλιά σου
κι αυτή σαν έγκυος έμεινε μ’ έχει περιφρονήσει.
Ας κρίνει ο θεός ανάμεσα σε σένα και σε μένα.
Και, να! μέσα στα χέρια σου, είπε στη Σάρα ο Άβραμ,
η δούλη σου είναι-κάνε την ό,τι εσύ νομίζεις.
Κι αυτή της κακοφέρθηκε κι έφυγε αυτή από κείνην.
XVI7
Και άγγελος στην έρημο τη βρήκε αυτήν Κυρίου
σε μια πηγή του δρόμου Σουρ. Κι. ο άγγελος Κυρίου
είπε σ’ αυτήν: πουθ’ έρχεσαι, δούλη της Σάρας, Αγαρ
και πού πηγαίνεις; Κι είπε αυτή: απ’ την κυρά μου Σάρα
φεύγω μακριά. Κι είπε σ’ αυτήν ο άγγελος Κυρίου:
γύρισε στην αφέντρα σου-και μπρος της ταπεινώσου.
Κι είπε σ’ αυτήν ο άγγελος Κυρίου: θα πληθύνω
εγώ τους απογόνους σου, κι απ’ το πολύ το πλήθος
δεν θα μπορούν να μετρηθούν. Κι ο άγγελος Κυρίου
της είπε ακόμα: ιδού! εσύ έγκυος έχεις μείνει
και θα γεννήσεις ένα γιό κι Ισμαήλ θα τόνε βγάλεις
γιατί την τόση θλίψη σου την έχει δει ο Κύριος.
Κι αυτός θα ’ναι αγριάνθρωπος και μ’ όλους θα τα βάζει
κι όλοι θα τα ’χουνε μ’ αυτόν. Κι αυτός θα κατοικήσει
στ’ άλλα τ’ αδέρφια του κοντά. Και τ’ όνομα Κυρίου
που εμιλούσε προς αυτήν επρόφερε η Άγαρ
και είπε: συ είσαι ο θεός που κοίταξε και μένα-
γιατί εφανερώθηκες μπροστά μου και σε σε είδα.
Και το πηγάδι απ’ αυτό τ’ ονόμασε Πηγάδι
Αυτού που Μπρος μου Φάνηκε. Κι αυτό στο μέσον είναι
μεταξύ Κάδης και Βαράδ. Και γιό γέννησε η Άγαρ
στον Άβραμ, κι είπε τ’ όνομα του γιου του αυτού ο Άβραμ
που η Άγαρ του εγέννησε, Ισμαήλ. Κι ο Άβραμ ήταν
όταν γεννήθηκε ο Ισμαήλ, ετών ογδονταέξη.
XVII
Και όταν ενενήντα εννιά χρονών ήταν ο Άβραμ
ο Κύριος του εμφανίστηκε, και, εγώ είμαι ο θεός σου,
του είπε. Γίνε άμεμπτος κι ευχάριστος σε μένα
κι ανάμεσα σε σένανε κι ανάμεσα σε μένα
θα κάνω τη διαθήκη μου εγώ και θα πληθύνω
πολύ τους απογόνους σου. Και με το πρόσωπό του
ο Άβραμ έπεσε στη γη και ο θεός του είπε:
και να η διαθήκη μου με σε: πολλών εθνών γενάρχης
θα είσαι συ, και τ’ όνομα θα είναι το δικό σου
όχι Άβραμ αλλά Αβραάμ θα ’ναι από δω και πέρα
γιατί γενάρχη εγώ εθνών πολλώνε θα σε κάνω,
θα σε πληθύνω υπέρογκα κι έθνη από σε θα κάνω
και βασιλιάδες από σε θα βγούνε. Και, σε μένα
ανάμεσα και σένανε, κι ανάμεσα σε μένα
και σ’ όσες ύστερα γενιές θα ’ρθούνε από σένα,
θα βάλω τη διαθήκη μου-διαθήκη πως για πάντα
θα ’μαι ο θεός εγώ για σε και για όσους ύστερά σου
θα ’ρθούνε απογόνους σου. Και εγώ σε σε θα δώσω
μα και στους απογόνους σου τη γη που τώρα μένεις
και ξένος είσαι μέσα της, τη γη Χαναάν, δική σας
να είναι αυτή για πάντοτε. Και θα ’μαι εγώ ο θεός σας.
Κι είπε ο θεός στον Αβραάμ: αυτή μου τη διαθήκη
και συ και όσοι θα ’ρθουνε κατόπι απόγονοί σου
όσο υπάρχουνε και ζουν, πιστά να την τηρήστε.
Κι ανάμεσα σε σε και με κι ανάμεσα σε μένα
και σ’ όσους ύστερα από σε θα ’ρθούν απόγονοί σου
αυτή είναι η διαθήκη μου και θα τηνε τηρήστε
στις γενεές των γενεών: κάθε αρσενικό σας
παιδί να περιτέμνεται. Να κόβετε τη σάρκα
σεις της ακροποσθίας του. Αυτή η συμφωνία
θα ’ναι ανάμεσα σε μας. Οχτώ σαν κλείνει μέρες
κάθε παιδί αρσενικό περιτομή να κάνει.
Κάθε παιδί αρσενικό, σε όλες τις γενιές σας.
Και όποιος μένει σπίτι σας, και οποίον αγοράστε
που δεν κατάγεται από σε κι άλλον πατέρα έχει
κι αυτός θα περιτέμνεται-και ο αγορασμένος
κι αυτός που μένει σπίτι σας. Κι αιώνια θα είναι
αυτή η που για τη σάρκα σας λέει αυτά διαθήκη.
Κι αρσενικό απερίτμητο, που την ακροποσθία
δε θα του περικόψετε την όγδοη τη μέρα,
τελείως θα χαθεί η ψυχή εκείνου απ’ τη γενιά της
γιατί τη συμφωνία μας θα ’χει καταπατήσει.
Κι είπε ο θεός στον Αβραάμ: δε θα τη λένε Σάρα
τη Σάρα τη γυναίκα σου, αλλά από δω και πέρα
Σάρρα θα τηνε λεν αυτή. Και θα την ευλογήσω
και θα σου κάνει αυτή παιδί. Και κείνο θα ευλογήσω
κι έθνη θα βγούνε απ’ αυτό και βασιλιάδες θα ’βγουν.
Κι έπεσε μπρούμυτα στη γη ο Αβραάμ κι εχάρη
αλλά και είπε μέσα του: παιδί από τη Σάρρα
θα έχω εγώ εκατό χρονών κι εκείνη εννενήντα;
Και στο θεό ειπ’ ο Αβραάμ: μα κι ο Ισμαήλ ας ζήσει.
Και ο θεός του είπε, ναι, η γυναίκα σου η Σάρρα
γιό θα σου κάνει κι Ισαάκ αυτόν θα ονομάσεις.
Και η διαθήκη μου μ’ αυτόν διαθήκη θα ’ναι αιώνια.
Και μένα θα ’χουν για θεό κι αυτός κι οι απόγονοί του.
Και όσο για τον Ισμαήλ, έκανα αυτό που μου ’πες
και τον ευλόγησα εγώ κι ακμαίο θα τον κάνω
και να πολλαπλασιαστεί πολύ εγώ θα δώσω
και δώδεκα έθνη απ’ αυτόν θα βγούνε, και γενάρχης
λαού μεγάλου θα ’ναι αυτός. Κι αυτή μου τη διαθήκη
θα κάνω με τον Ισαάκ που θα γεννήσει η Σάρρα
του χρόνου τέτοια εποχή. Κι ότι είχε αφού είπε,
έφυγ’ ο θεός απ’ τον Αβραάμ.
ΧVΙΙ23
Και τότε πήρε ο Αβραάμ τον Ισμαήλ το γιο του
και όσους γεννηθήκανε στο σπίτι του υπηρέτες
κι εκείνους που με αγορά τους είχε αποκτήσει
και κάθε αρσενικό παιδί στο σπίτι όπου μέσα
του Αβραάμ εβρίσκονταν, και την ακροποσθία
τους έκοψε ολοτρόγυρα καθώς ο θεός του είπε.
Και ήταν ενενήντα εννιά ο Αβραάμ χρονώνε
σαν της ακροποσθίας του τη σάρκα είχε κόψει.
Κι ο γιός του ήταν ο Ισμαήλ δεκατριώ χρονώνε
σαν της ακροποσθίας του τη σάρκα είχε κόψει.
Και την ημέρα κείνη εκεί περιτομή εκάναν
ο Αβραάμ, ο Ισμαήλ ο γιός του κι όλοι οι άντρες
του οίκου του, αλλά κι αυτοί που αγορασμένοι ήσαν
απ’ άλλα έθνη, κι όλοι αυτοί που ήσαν υπηρέτες
αλλά στο σπίτι του Αβραάμ ήτανε γεννημένοι.
XVIII
Και παρουσιάστηκε ο θεός στη γη Μαμβρή, σε κείνον.
Ενώ αυτός καθότανε στην πόρτα της σκηνής του
το μεσημέρι σήκωσε τα μάτια και τους είδε.
Ήταν τρεις άντρες προς αυτόν πού ’ρχονταν. Σαν τους είδε
σηκώθηκε και βιάστηκε να τους προϋπαντήσει.
Και τους προσκύνησε ως τη γη και, Κύριε, είπε, αν χάρη
εβρήκα κάποτε από σε, μη μ’ αγνοήσεις τώρα.
Νερό ας πω να φέρουνε τα πόδια σας να νίψουν
και κάτω από το δέντρο αυτό να δροσιστείτε λίγο.
Κι ας φέρω κάτι για φαί κι ύστερα πάρτε πάλι
το δρόμο που λοξέψατε για να ’ρθετε σε μένα.
Και του ’παν: κάνε όπως λες. Κι ο Αβραάμ επήγε
στη Σάρρα, μέσα στη σκηνή και, γρήγορα, της είπε,
πιάσε και τρεις σταχτόπιττες σιμιγδαλένιες ψήσε.
Υστερα απ’ το κοπάδι του ο Αβραάμ επήρε
ένα καλό και τρυφερό μοσχάρι και το δίνει
στο δούλο του και γρήγορα το ’τοίμασεν εκείνος.
Μετά επήρε βούτυρο, γάλα και το μοσχάρι
κι έβαλε κι έφαγαν αυτοί. Κι αυτός κοντά σε κείνους
κάτω απ’ το δέντρο έστεκε.
ΧVΙΙI9
Και του ’πε: η γυναίκα σου που βρίσκεται, η Σάρρα;
Μες στη σκηνή, είπε αυτός. Και του ’πε: σα γυρίσω
του χρόνου τέτοια εποχή, γιό θα ’χει τότε η Σάρρα.
Κι από την πόρτα της σκηνής τ’ άκουσε αυτό η Σάρρα
γιατί ήταν από πίσω του. Μα ο Αβραάμ κι η Σάρρα
είχανε μπει στα γερατειά-ήταν πολύ μεγάλοι.
Και είχαν σταματήσει πια τα έμμηνα της Σάρρας.
Και γέλασε μονάχη της και σκέφτηκε η Σάρρα
παιδί δεν είχα ως σήμερα κι άντρα μεγάλον έχω.
Κι είπε ο Κύριος στον Αβραάμ, γιατί γελάει η Σάρρα
και «θα γεννήσω πράγματι; εγώ γριά 'μαι» λέει;
Για το Θεό αδύνατο κανένα πράγμα υπάρχει;
Του χρόνου τέτοια εποχή σα θα ξαναγυρίσω
η Σάρρα τότε θα ’χει γιό. Κι η Σάρρα εφοβήθη
κι αρνήθηκε πως γέλασε. Κι είπε σ’ αυτήνε: όχι,
δε γέλασες, μα γέλασες.
ΧVΙΙΙ16
Και σηκωθήκαν από κει και τράβηξαν οι άντρες
για Σόδομα και Γόμορρα. Κι ο Αβραάμ μαζί τους
Να τους ξεβγάλει επήγαινε. Και σκέφτηκε ο Κύριος:
απ' τον Αβραάμ το δούλο μου αυτά εγώ που κάνω
κρυφά δε θα ’χω. Ο Αβραάμ πολύπληθο θα γίνει,
έθνος μεγάλο. Κι απ’ αυτόν της γης όλα τα έθνη
θα ευλογηθούν, γιατί αυτός ξέρω πως τα παιδιά του
κι όλο τον οίκο του μαζί, το δρόμο του Κυρίου
θα τους διδάξει να τραβάν, και πως δικαιοσύνη
και κρίση θα ’χουνε σωστή, ώστε να δώσει ο Κύριος
στον Αβραάμ όλα όσα αυτός σε κείνον υποσχέθη.
Κι είπε ο Κύριος: οι φωνές πληθαίνουν των Σοδόμων
και της Γομόρρας προς εμέ, κι είναι πολύ μεγάλες
οι αμαρτίες πού ’χουνε. Θα κατεβώ εκεί κάτω
να δω αν οι αμαρτίες τους είναι όπως μου τις λένε
οι που σε με φτάνουν φωνές. Κι αν όχι, να το ξέρω.
Κι οι άντρες φύγαν από κει στη Γόμορρα να πάνε.
Κι ο Αβραάμ επήγαινε κοντά στον Κύριο ακόμα.
Και τον πλησίασε ο Αβραάμ και του ’πε: μη τον δίκιο
μαζί με τον αμαρτωλό εσύ θα καταστρέψεις;
Ίδια καθώς ο δίκαιος κι ο ασεβής θα είναι;
Και αν πενήντα δίκαιοι στην πόλη θα βρεθούνε
θα καταστρέψεις συ κι αυτούς; Για τους πενήντα εκείνους
αν έχει δίκαιους αυτή, δε θα τη σώσεις όλη;
Καθόλου συ το πράγμα αυτό δεν πρόκειται να κάνεις,
τον δίκαιο και τον ασεβή ίδια να καταστρέψεις-
και δίκαιον και ασεβή σ’ ίδια να βάλεις μοίρα.
Καθόλου! Συ που όληνε κρίνεις τη γη, θα κάνεις
Το πράγμα αυτό το άδικο; Και, αν, είπε ο Κύριος
πενήντα υπάρχουν δίκαιοι στην πόλη των Σοδόμων
Τότε θ’ αφήσω απείραχτη ολόκληρη την πόλη
κι όλη τη γύρω περιοχή για το χατίρι εκείνων.
Και πάλι μίλησ’ ο Αβραάμ και είπε: έχω αρχίσει
προς τον Κύριό μου να μιλώ, το χώμα εγώ κι η στάχτη!
Και αν θα λιγοστεύανε και, οι δίκαιοι οι πενήντα
σαρανταπέντε γίνονταν, ολόκληρη την πόλη
για πέντε θα κατάστρεφες λιγότεροι που θα ’ταν;
Κι είπε: όχι, αν τους έβρισκα σαράντα πέντε να ’ναι
δε θα τηνε κατάστρεφα. Και να μιλάει στον Κύριο
συνέχισε, και του είπε, κι αν βρεθούν εκεί σαράντα;
Και, δε θα την κατάστρεφα σαράντα αν ήσαν, είπε.
Και, Κύριε, είπε, θα ’ν' άσχημο και πάλι να μιλήσω;
Κι αν θα βρεθούν τριάντα εκεί; Δε θα την καταστρέψω,
είπε, αν τριάντα θα βρεθούν. Και, να μιλάω, είπε,
αφού μπορώ στον Κύριο: και είκοσι αν βρεθούνε;
Και είπε, αν έβρω είκοσι, δε θα την καταστρέψω.
Κι είπε: πειράζει Κύριε κάτι να πω ακόμα;
Κι αν δέκα θα βρεθούν εκεί; Κι είπε, γι αυτούς τους δέκα
δε θα την καταστρέψω εγώ. Κι έφυγε αμέσως όταν
στον Αβραάμ σταμάτησε ο Κύριος να μιλάει.
Κι ο Αβραάμ εγύρισε στον τόπο του και πάλι.
XIX
Και φτάσαν οι δυο άγγελοι στα Σόδομα το βράδυ
κι ο Λωτ που κάθονταν κοντά στην πόλη των Σοδόμων
τους είδε και σηκώθηκε να τους προϋπαντήσει.
Και με το πρόσωπο στη γη προσκύνησε και είπε:
Να κύριοι: το δρόμο σας αφήστε τον για λίγο
κι ελάτε να κονέψετε στου δούλου σας το σπίτι.
Και νίψετε τα πόδια σας. Και όταν ξημερώσει
πηγαίνετε στο δρόμο σας. Και, όχι, στην πλατεία,
είπαν, εμείς θα μείνουμε. Κι επέμεινε εκείνος
Και πήγανε και μείνανε στο σπίτι το δικό του.
Και δείπνο τους επρόσφερε, κι άζυμα είχε ψήσει
και φάγανε. Όμως προτού να κοιμηθούν εκείνοι,
οι άνθρωποι που μένανε στην πόλη, οι Σοδομίτες,
Το σπίτι περικύκλωσαν, νέοι και γέροι, όλοι,
κι απ’ έξω φώναζαν στο Λωτ και λέγανε σε κείνον:
πού ειν’ οι άντρες πυυ ’ρθανε σε σένανε τη νύχτα;
Δος τους μας ώστε σαρκικά να σμίξουμε μαζί τους.
Και στα σκαλιά βγήκε ο Λωτ και πίσω κλει’ την πόρτα.
Κι είπε σ’ αυτούς: μη πονηρά φερόσαστε αδέρφια.
Δυο θυγατέρες έχω εγώ που άντρα δε γνωρίσαν.
Θα δώσω αυτές σε σας κι εσείς κάντε τες ό,τι θέτε.
Στους άντρες όμως εκείνους μη άδικα φερθείτε,
γιατί γι αυτό εμείνανε κάτω από τη σκεπή μου.
Κι είπαν σ’ αυτόν: φύγε από κει, ήρθες εδώ σαν ξένος
και δικαστής να γίνεις θες; Λοιπόν κακό σε σένα
παρά σ’ αυτούς θα κάνουμε. Κι άγρια τον Λωτ τον σπρώχναν
και πλησιάζαν θέλοντας να σπάσουνε την πόρτα.
Κι απλώσατε τα χέρια τους στον Λωτ οι δύο άντρες
και μέσα τόνε πήρανε μαζί μ’ αυτούς, στο σπίτι.
Και του σπιτιού εκλείσανε την πόρτα. Και τους άντρες
που στου σπιτιού ήταν κοντά την πόρτα, τους τυφλώσαν
όλους, μεγάλους και μικρούς, και κείνοι απόκαμαν
την πόρτα ψάχνοντας να βρουν. Κι είπαν στο Αωτ οι άντρες:
έχεις γαμπρούς εσύ εδώ η γιους ή θυγατέρες;
και όποιον άλλο μες σ’ αυτή την πόλη έχεις δικόν σου
παρ’ τον και από τούτονε τον τόπο έξω βγαλ’ τον
γιατί χαμό εμείς σ’ αυτόν θα φέρουμε τον τόπο,
γιατί η φωνή των τόσων τους αμαρτιών υψώθη
κι έφτασε ως τον Κύριο. Κι έστειλε εμάς ο Κύριος
για να τον αφανίσουμε. Κι ο Λωτ έξω εβγήκε
και στους γαμπρούς του που τις δυο τις κόρες του θα παίρναν
σκωθείτε, είπε, κι απ' αυτό τον τόπο έξω βγείτε
γιατί αυτήν ο Κύριος την πόλη θ’ αφανίσει.
Και οι γαμπροί του νόμισαν ότι αστεία τους λέει.
Και όταν έγινε πρωί, οι άγγελοι τον βιάζαν
Τον Λωτ, και, τη γυναίκα σου, του λέγαν, σήκω πάρε
και πάρε και τις κόρες σου που ’χεις τις δυο και φεύγα
μη με τις αμαρτίες μαζί και συ χαθείς της πόλης.
Κι αυτοί εταραχτήκανε κι οι άγγελοι επιάσαν
το χέρι της γυναίκας του και του ίδιου, και τα χέρια
των δύο θυγατέρων του. Κι αυτό το κάναν διότι
ο Κύριος τους λυπήθηκε.
ΧΙΧ17
Κι έξω αφού τους βγάλανε, τους είπαν: τώρα πρέπει
να ειν’ όλη η φροντίδα σας να σώστε τις ζωές σας.
Πίσω να μην κοιτάξετε ούτε και να σταθείτε
στης πόλης τα περίχωρα. Και σε βουνό τραβάτε
για να μην έχετε και σεις ίδια με κείνους τύχη.
Κι ο Λωτ, φοβάμαι Κύριε, είπε, που έλεος δείχνεις
σε μένανε το δούλο σου, να σώσεις τη ζωή μου
γιατί έτσι τη μεγάλη σου δείχνεις δικαιοσύνη-
φοβάμαι μη ως το βουνό να φτάσω δεν μπορέσω
και μη και μένα το κακό θα μ’ έβρει και πεθάνω.
Να! μία πόλη εδώ κοντά, που ’ναι μικρή. Εκεί πέρα
ας πάω εγώ για να σωθώ-μικρή είναι-δεν είναι;
και η ζωή μου θα σωθεί γιατί εσύ το θέλεις.
Κι είπε σ’ αυτόν: μού άρεσε που την υποστηρίζεις
και δεν θα καταστρέψω εγώ την πόλη που μου είπες.
Τράβα όμως γρήγορα εκεί γιατί δεν θα μπορέσω
Ωσότου εσύ εκεί να πας να κάνω αυτό που πρέπει.
Γι αυτό Σηγώρ την πόλη αυτή την είχε ονομάσει.
Κι ο Λωτ εμπήκε στη Σηγώρ σαν έβγαινε ο ήλιος.
Κι έβρεξε από τον ουρανό φωτιά και θειάφι ο Κύριος
σε Σόδομα και Γόμορρα, κι αυτές τις δύο πόλεις
κι όλα τους τα περίχωρα με τους κατοίκους όλους
και μ’ ό,τι εφύτρωνε απ’ τη γη τα είχε καταστρέψει.
Και γύρισε η γυναίκα του και είδε προς τα πίσω
κι έγινε στήλη άλατος. Κι ο Αβραάμ σηκώθη
και για να δει πρωί πρωί τον τόπο είχε πάει
εκεί που εστεκόντανε όντας κοντά στον Κύριο.
Και κοίταξε σε Σόδομα και Γόμορρα, και σ' όλα
κοίταξε τα περίχωρα και είδε ν' ανεβαίνει
φλόγα απ' τη γη, σα να ’βγαινε καπνός από καμίνι.
Και να που όταν αφάνισε ο θεός τις πόλεις όλες
εκείνης της περιοχής, τον Αβραάμ ’θυμήθη
κι έξω από της καταστροφής φυγάδεψε τον τόπο
τον Λωτ- προτού ο Κύριος τις πόλεις καταστρέψει
που ’μενε μέσα τους κι ο Λωτ.
XIX30
Κι έφυγε ο Λωτ απ’ τη Σηγώρ και στο βουνό καθόταν
κι αυτός κι οι κόρες του μαζί-γιατί να κατοικήσει
μες στη Σηγώρ φοβήθηκε. Κι έμενε σ’ ένα σπήλιο
και κείνος και οι κόρες του. Κι είπε η πιο μεγάλη
στην πιo μικρή: ο πατέρας μας γέρασε και κανένας
πάνω στη γη δε βρίσκεται μαζί μας για να σμίξει
ως γίνεται πάνω στη γη. Λοιπόν να δώσουμε έλα
κρασί να πιεί ο πατέρας μας μ’ αυτόν να κοιμηθούμε
και από τον πατέρα μας να κάνουμε απογόνους.
Και τον πατέρα τους κρασί τον πότισαν τη νύχτα
κι η κόρη η μεγαλύτερη σαν έφτασε η νύχτα
μαζί με τον πατέρα της επήγε κι εκοιμήθη.
Κι αυτός, και πριν να κοιμηθεί, και όταν εσηκώθη
τίποτα δεν κατάλαβε. Και όταν η επομένη
η μέρα ήρθε, είπε αυτή που ήταν πιο μεγάλη
σ’ αυτήν που ήταν μικρότερη: το χτεσινό το βράδυ
με τον πατέρα μας εγώ κοιμήθηκα' συ απόψε
αφού τόνε ποτίσουμε κρασί τράβα κοιμήσου
ώστε από τον πατέρα μας να κάνουμε απογόνους.
Και δώσαν στον πατέρα τους κρασί κι αυτή τη νύχτα,
και πήγε και η δεύτερη με κείνον κι εκοιμήθη.
Κι αυτός και πριν να κοιμηθεί, και όταν εσηκώθη
τίποτα δεν κατάλαβε. Κι οι δυο οι θυγατέρες
του Λωτ, απ' τον πατέρα τους έγκυες είχαν μείνει.
Κι έκανε η μεγαλύτερη γιό που Μωάβ τον είπε.
Κι είπε: απ’ τον πατέρα μου. Αυτός είναι που εγίνη
γενάρχης των Μωαβιτών. Και γέννησε η πιο νέα
κι έκανε γιό και τ’ όνομα Αμμάν του είχε δώσει.
Κι είπε: Παιδί του γένους μου. Αυτός είναι που εγίνη
γενάρχης των Αμμανιτών.
XX
Και από κει ο Αβραάμ πήγε κατά το νότο
και είχε μείνει ανάμεσα Κάδης και Σουρ. Και πήγε
προσωρινά στα Γέραρα. Και είπε για τη Σάρρα
που ήτανε γυναίκα του, πως είναι αδερφή του
γιατί φοβήθηκε να πει γυναίκα του πως είναι
μη τον σκοτώσουνε γι αυτήν οι άντρες αυτής της πόλης.
Κι ο Αβιμέλεχ, βασιλιάς που ήταν των Γεράρων
δικούς του ανθρώπους έστειλε και του ’φεραν τη Σάρρα.
Και νύχτα πήγε ο θεός κι είπε στον Αβιμέλεχ:
για τη γυναίκα συ αυτή που πήρες θα πεθάνεις
γιατί σε άντρα ανήκει αυτή. Αλλά ο Αβιμέλεχ
εκείνη δε την άγγιξε' και είπε: Κύριε, έθνος
θα καταστρέψεις δίκαιο που άθελα αμαρτάνει;
Δεν είπε αυτός σε μένανε πως αδερφή του είναι;
Κι αυτή εκείνον αδερφό πως έχει δεν μου είπε;
Εγώ με καθαρή καρδιά και χέρια δικιοσύνης
το ’κανα αυτό. Και ο θεός του είπε στ’ όνειρό του
Το ξέρω πως με καθαρή καρδιά το έχεις κάμει
Γι αυτό και δε σε άφησα να πέσεις σ’ αμαρτία-
Γιατί εγώ αυτήν εδώ σε σ’ άφησα ν’ αγγίξεις.
Τώρα στον άντρα της αυτήν συ δώσε τη γυναίκα
Γιατί προφήτης ειν’ αυτός και προσευχή θα κάνει
Ώστε να μην πεθάνεις συ. Κι αν πίσω δεν τη δώσεις
Να ξέρεις-θα πεθάνετε και συ κι όλοι οι δικοί σου.
Κι όταν σηκώθη το πρωί, κάλεσε ο Αβιμέλεχ
Όλους τους υπηρέτες του, και όλα όσα γίναν
Τους τα ’πε να τα μάθουνε. Και όλοι φοβηθήκαν
Πάρα πολύ οι άνθρωποι. Και φώναξ' ο Αβιμέλεχ
Τον Αβραάμ, κι είπε σ’ αυτόν: Γιατί αυτό σε μένα
Το ’κανες; Αμαρτήσαμε μήπως απέναντί σου
που και σε μένα έφερες και σ’ όλη μου τη χώρα
Τόσο μεγάλο ένα κακό; Σε μένα έκανες κάτι
που δε θα το ’κανε κανείς. Κι είπε ο Αβιμέλεχ
Στον Αβραάμ, τ’ είδες σε με, κι αυτό μου έχεις κάνει;
Νόμισα, είπε ο Αβραάμ, ότι σ’ αυτό τον τόπο
Το θεό δεν τόνε σέβονται και ότι θα σκοτώσουν
Εμέ για τη γυναίκα μου. Εξ άλλου ειν’ αλήθεια
πώς αδερφή μου ειν’ αυτή όχι από μητέρα
Μ' από πατέρα, και γι αυτό την πήρα και γυναίκα.
Κι όταν απ’ του πατέρα μου μ’ έβγαλ’ ο θεός το σπίτι
Της είπα, θέλω το καλό να κάνεις συ σε μένα
Ό,που πηγαίνουμε να λες πως είμαι αδερφός σου.
Και πήρε χίλια δίδραχμα, και πρόβατα, μοσχάρια,
Δούλους και υπηρέτριες, και όλα τα ’χε δώσει
Ο Αβιμέλεχ στον Αβραάμ. Και πίσω του ’χε δώσει
Τη Σάρρα τη γυναίκα του. Κι είπε ο Αβιμέλεχ
Στον Αβραάμ: η χώρα μου απλώνεται μπροστά σου.
Ό,που σ’ αρέσει κάθισε. Κι είπε στη Σάρρα, χίλια
Του αδερφού σου δίδραχμα του ’δωσα. Τούτα είναι
Για τη ντροπή που έγινε σε σένα και σε όλες
όσες μαζί σου ήτανε. Και στο εξής αλήθεια
πάντα να λες. Κι ο Αβραάμ στο θεό επροσευχήθη
Και εθεράπευσε ο θεός κι αυτόν τον Αβιμέλεχ,
Κι ακόμα τη γυναίκα του και όλες του τις δούλες.
Κι αυτές γεννήσανε. Γιατί καλά είχε κλεισμένη
Την κάθε μήτρα ο θεός στο σπίτι του Αβιμέλεχ
Για της γυναίκας τού Αβραάμ, της Σάρρας, το χατήρι.
XXI
Κι ο Κύριος επισκέφτηκε τη Σάρρα όπως είπε.
Κι αυτή ένα γιό στον Αβραάμ, τον γέρο, είχε γεννήσει
Την εποχή που ακριβώς του είχε πει ο Κύριος.
Και τ’ όνομα του γιου αυτού που του ’καμε η Σάρρα
Ο Αβραάμ το ’πε Ισαάκ. Και την ογδόη μέρα
Ο Αβραάμ τον Ισαάκ τον είχε περιτάμει
Όπως του είχε πει ο θεός. Και εκατό ήταν χρόνων
Όταν απόκτησ' ο Αβραάμ τον Ισαάκ το γιο του.
Κι είπε η Σάρρα, ως μ’ έκανε και γέλασα ο Κύριος,
Και όποιος άλλος που αυτό ακούσει θα γελάσει.
Και είπε, ποιός στον Αβραάμ θα πει ότι η Σάρρα
παιδί θηλάζει, γιατί γιο, γριά εγώ, έχω κανει.
Και το παιδί μεγάλωσε κι έπαψε να θηλάζει.
Κι ο Αβραάμ έκανε μια γιορτή πολύ μεγάλη
Όταν ο γιος του ο Ισαάκ έπαψε να θηλάζει.
Κι όταν η Σάρρα είδε το γιό της αιγυπτίας της Άγαρ
που ’κανε αυτή στον Αβραάμ, με τον Ισαάκ να παίζει,
τη δούλα, είπε στον Αβραάμ, αυτήνε και το γιό της, διωξ’ τους να πάνε μακριά, να μην κληρονομήσει
μαζί ο γιός μου ο Ισαάκ, κι ο γιός αυτής της δούλας.
Κι αυτός ο λόγος στον Αβραάμ πολύ σκληρός εφάνη
που για το γιο του ειπώθηκε. Και ο θεός του είπε
να μη σου φαίνεται σκληρό ό,τι για το παιδί σου
και για τη δούλα σου άκουσες. Κι όσα σου πει η Σάρρα
να την ακούς, γιατί αυτοί θα ’ναι απόγονοί σου
που θα ’βγουν απ’ τον Ισαάκ. Κι έθνος θα κάνω μέγα
Το γιό της δούλας αυτηνής, γιατί παιδί σου είναι.
Κι ο Αβραάμ σηκώθηκε πρωί, ψωμί επήρε
κι έναν ασκό πήρε νερό τα έδωσε της Άγαρ
και το παιδί της έβαλε στον ώμο, και τη διώχνει.
Κι έφυγε αυτή και γύριζε στα μέρη της ερήμου
στου Όρκου το Πηγάδι-εκεί. Και του ασκού όταν είχε Τελειώσει όλο το νερό, άφησε το παιδί της
κάτω από ένα έλατο και πήγε μακριά του
όσο του τόξου η ριξιά, γιατί είπε, του παιδιού μου
ας μην ιδώ το θάνατο. Κι έκατσε απέναντί του.
Και το παιδί εφώναζε κι έκλαιε. Και τη φωνή του
ευνοϊκά την άκουσε ο θεός απ’ ό,που ήταν.
Κι άγγελος θεού απ’ τον ουρανό εκάλεσε την Άγαρ
και, τί συμβαίνει, είπε σ’ αυτήν, Άγαρ; Να μη φοβάσαι,
απ’ ό,που είναι, το παιδί το ’χει ο θεός ακούσει.
Σήκω και πάρε το παιδί και κράτα το απ’ το χέρι.
Έθνος μεγάλο απ’ αυτό θα κάνω. Και τα μάτια
Της άνοιξε αυτηνής ο θεός και είδε ένα πηγάδι
που ζωντανό είχε νερό. Και μέχρι εκεί επήγε
Και τον ασκό εγέμισε και το παιδί ποτίζει.
Και το θεό είχε το παιδί προστάτη στη ζωή του.
Και το παιδί μεγάλωσε. Κι είχε τοξότης γίνει.
και μες στην έρημο έμενε. Κι ήταν στην έρημο όταν
γυναίκα μια εδιάλεξε η μητέρα του για κείνον
και το ’δωσε, που απ’ τή Φαράν ήτανε της Αιγύπτου.
XXI22
Κι ήταν εκείνο τον καιρό όπου ο Αβιμέλεχ
κι ο αρχιευνούχος του Οχοζάθ, κι ο αρχιστράτηγος του
που τόνε λέγανε Φιχόλ, στον Αβραάμ επήγαν.
Κι ο Αβιμέλεχ μίλησε και του ’πε, σ’ όσα κάνεις
να ’χεις μαζί σου το θεό. Και στο θεό κάνε όρκο
πως ούτε μένα θ’ αδικείς, ούτε και τ’ όνομά μου,
ούτε τους απογόνους μου, παρά, καθώς σε σένα
δίκαια φέρθηκα εγώ, έτσι και συ θα κάμεις
για με και για τη χώρα μου που έχεις σε κείνη μείνει.
Κι ειπ’ ο Αβραάμ ορκίζομαι. Κι ο Αβραάμ τον Αβιμέλεχ
έλεγξε, γιατί δούλοι του τού πήραν τα πηγάδια
που όμως δικά του ήτανε. Και του ’πε ο Αβιμέλεχ:
Δεν ξέρω ποιός σου το ’κανε το πράγμα αυτό. Ως τώρα
τίποτα εγώ δεν άκουσα, ούτε και συ μου είπες.
Και πρόβατα ο Αβραάμ επήρε και μοσχάρια,
στον Αβιμέλεχ τα ’δωσε και κλείσαν συμφωνία.
Κι εφτά ξεχώρισ’ ο Αβραάμ από τις προβατίνες.
Κι ο Αβιμέλεχ του Αβραάμ του ’πε: τις προβατίνες
Γιατί ξεχώρισες αυτές; Εσύ για να τις πάρεις,
του απάντησε ο Αβραάμ, απόδειξη για να ’ναι
πως το πηγάδι αυτό εδώ το ’χω εγώ ανοίξει.
Γι αυτό Πηγάδι του Ορκισμού ονόμασε τον τόπο
γιατί εκεί ορκίστηκαν οι δυο τους. Κι εσηκώθη
ο Αβιμέλεχ κι ο Οχοζάλ, που ’ταν ο αρχιευνούχος,
κι ο αρχιστράτηγος Φιχόλ και πάλι πίσω πήγαν
στη χώρα των Φυλιστιείμ. Κι ο Αβραάμ τριγύρω
απ’ το πηγάδι του Ορκισμού εφύτεψε τον τόπο.
Και είπε εκεί το όνομα Κυρίου θεός αιώνιος.
Κι έμειν’ ο Αβραάμ καιρό στων Φυλιστιείμ τη χώρα.
XXII
Κι ύστερα αφού γίναν αυτά, είχε ο θεός θελήσει
να δοκιμάσει τον Αβραάμ και, Αβραάμ, του είπε,
και είπε αυτός: εδώ ειμ’ εγώ! Και του ’πε: παρ’ το γιο σου,
τον πολυαγαπημένο σου, που τόση αγάπη του ’χεις,
τον Ισαάκ, και πήγαινε στον Υψηλό τον τόπο
και κει θυσίασε τόνε σ’ ένα βουνό επάνω,
αυτό εγώ που θα σου πω. Και το πρωί εσηκώθη
και σέλωσε ο Αβραάμ την όνο του, επήρε
δυο υπηρέτες του μαζί και τον Ισαάκ το γιο του
και ξύλα αφού για τη φωτιά έσκισε της θυσίας
κίνησε και προχώρησε κι έφτασε ως τον τόπο
που ο θεός του είχε πει, μετά από τρείς ημέρες.
Και σήκωσε τα μάτια του κι είδε αυτό τον τόπο
από μακριά. Κι ο Αβραάμ στους υπηρέτες του είπε:
Καθίστε με την όνο εδώ. Εγώ και το παιδί μου
θα πάμε ως τον τόπο αυτόν, και θα σας βρούμε πάλι
μετά από το προσκύνημα. Και πήρε της θυσίας
τα ξύλα, και, ο Αβραάμ τα φόρτωσε στο γιό του
τον Ισαάκ και πήρε αυτός το πυρ και το μαχαίρι.
Και πήγαιναν κι οι δυο μαζί. Κι ο Ισαάκ, "πατέρα"
μίλησε στον πατέρα του τον Αβραάμ. Κι εκείνος:
«Τί θες παιδί μου;» Κι είπε αυτό: "Βλέπω εδώ τα ξύλα,
βλέπω φωτιά, μα το αρνί για τη θυσία πού ’ναι;"
Κι απάντησε ο Αβραάμ κι είπε: ο θεός παιδί μου-
για της θυσίας το πρόβατο-εκείνος θα φροντίσει.
Και βάδισαν κι οι δυο μαζί και φτάσανε στον τόπο
που του ’πε ο θεός. Κι ο Αβραάμ θυσιαστήριο χτίζει,
βάζει τα ξύλα, του Ισαάκ τα πόδια, του παιδιού του,
έδεσε, και τον έβαλε πα' στο θυσιαστήριο,
στα ξύλα πάνω, κι άπλωσε να πάρει το μαχαίρι,
ο Αβραάμ στο χέρι του, το γιό του για να σφάξει.
Κι άγγελος απ’ τον ουρανό του μίλησε Κυρίου
και του ’πε: Αβραάμ! Αβραάμ! Κι εκείνος: εδώ είμαι!
Του λέει, μη το χέρι σου αγγίξει το παιδί σου
και μη του κάνεις τίποτα. Γιατί γνωρίζω τώρα
ότι φοβάσαι το θεό. Για μένα δε λυπήθης
το γιό σου τον αγαπητό. Και σήκωσε τα μάτια
και κοίταξε ο Αβραάμ και είδε ένα κριάρι
που στο φυτό είχε Σαβέκ τα κέρατα μπλεγμένα.
Και πήγε κει ο Αβραάμ και πήρε το κριάρι
κι αντίς του γιου του Ισαάκ θυσίασε εκείνο.
ΧΧΙΙ14
Και τ’ όνομα ο Αβραάμ το ’πε του τόπου εκείνου
"Κύριος είδε", για να λεν ως σήμερα, στο όρος
που ο Κύριος φανερώθηκε. Και άγγελος Κυρίου
Για δεύτερη απ' τον ουρανό φορά είχε μιλήσει
στον Αβραάμ, και ειν' αυτά που του ’πε: Λέει ο Κύριος
στον εαυτό μου ορκίστηκα ότι γι αυτό το πράγμα
που ’κανες, να μη λυπηθείς για χάρη μου το γιό σου,
που τόσο σου είν’ αγαπητός, εγώ γι αυτό το λόγο
θα σ’ ευλογήσω εξάπαντος, και πλήθος απογόνους
όσα τ’ αστέρια τ’ ουρανού σε σένανε θα δώσω
και όση είναι στης θάλασσας την παραλία η άμμος.
Κι οι απόγονοι σου των εχθρών θα πάρουνε τις πόλεις.
Και από σε θα ευλογηθούν όλα της γης τα έθνη.
Κι αυτό γιατί με άκουσες κι έκανες ό,τι σου είπα..
Και πίσω πάλι ο Αβραάμ στους δούλους του επήγε
και σηκωθήκαν και μαζί όλοι το δρόμο επήραν
Ως το πηγάδι του Ορκισμού. Και είναι στο Πηγάδι
αυτό που έμειν’ ο Αβραάμ.
XXII20
Μετά που έγιναν αυτά, του Αβραάμ του είπαν:
Στον αδερφό σου τον Ναχώρ έχει η Μολχά γεννήσει
κι αυτή παιδιά: Πρώτον τον Ουζ, το Βαύξ, τον αδερφό του,
τον Καμουήλ, που θα ’ναι αυτός γενάρχης των Συρίων,
Αζαύ, Φαλδές και Ιελδάφ, και τον Βαθουήλ. Και λένε
την κόρη που ο Βαθουήλ εγέννησε, Ρεβέκκα.
Αυτοί οι οχτώ ήταν οι γιοί που ’χε η Μελχά γεννήσει
Στον αδερφό του Αβραάμ Ναχώρ. Κι η παλλακίδα
που Ρεύμα τηνε λέγανε, αυτή του είχε κάνει
Ταβέκ, Ταάμ, Τοχός, Μοχά.
XXIII
Χρόνια εκατόν είκοσι εφτά η Σάρρα είχε ζήσει
και πέθανε στην πόλη Αρβόκ, που είναι στην κοιλάδα
που ’ναι η Χεβρών της Χαναάν. Κι ο Αβραάμ επήγε
για να θρηνήσει τη νεκρή. Κι αφήνοντας για λίγο
το θρήνο, εσηκώθηκε και είπε στους Χετταίους:
Ανάμεσα σας είμαι εγώ προσωρινός και ξένος.
Δώστε μου όμως τάφο εδώ, που θα τον αγοράσω
κι ας είναι μακριά από με, να θάψω τον νεκρό μου.
Κι οι γιοί του Χέττ στον Αβραάμ είπανε: όχι κύριε,
συ είσαι βασιλιάς για μας απ’ το θεό σταλμένος.
Στα εκλεκτά μνημεία μας θάψε τον τον νεκρό σου.
Κανένας το μνημείο του δε θ’ αρνηθεί σε σένα
να θάψεις τον νεκρό σου εκεί. Κι ο Αβραάμ ’σηκώθη
και τους Χετταίους προσκύνησε που αυτή τη γη κατείχαν
και, ο Αβραάμ, τους μίλησε: Αφού την καλοσύνη
είχατε να μ’ αφήστε εδώ να θάψω τον νεκρό μου
ακούστε: πέστε στον Εφρών, γιο του Σαάρ, για μένα,
ότι το σπήλιο το διπλό που στο χωράφι του έχει
αφού του δώσω τα λεφτά που αξίζει, να το πάρω
τώρα, μπροστά σας, ώστε εγώ να το ’χω για μνημείο.
Και με τους άλλους κάθονταν ο Εφρών εκεί Χετταίους.
Κι απάντησε ο Χετταίος Εφρών στον Αβραάμ και του ’πε,
ενώ κι όλοι όσοι μπαίνανε στην πόλη, κ ι οι Χετταίοι,
ακούγανε τα λόγια του: Έλα κοντά μου κύριε
Και άκου με: το σπήλαιο και τον αγρό στα δίνω.
Εδώ, μπρος σ' όλο το λαό, στα ’χω χαρίσει κιόλας.
Θαψ’ το νεκρό σου. Κι ο Αβραάμ προσκύνησε και πάλι
Της γης αυτής τους κάτοικους, κι ενώ ακούγαν όλοι
Ετούτα είπε στον Εφρών: Αφού τα δίνεις, άκου:
Ας αγοράσω τον αγρό και θάβω τον νεκρό μου.
Κι είπε ο Εφρών στον Αβραάμ: βέβαια έχω ακούσει
ως τετρακόσα δίδραχμα αξίζει αργυρίου…
Μα κύριε όχι, τ’ ειν’ αυτά τώρα αναμεταξύ μας;..
Θαψ’ τον νεκρό σου. Κι ο Αβραάμ αυτό σαν είχε ακούσει
που ο Εφρών σ’ όλους μπροστά δήλωσε τους Χετταίους,
έδωσε αμέσως στον Εφρών τα τετρακόσα αργύρια
σε νόμισμα που ήτανε δεκτό από τους εμπόρους.
Και το χωράφι του Εφρών που στο Διπλό ήταν Σπήλιο,
απέναντι από τη Μαμβρή-και σπήλιο και χωράφι
και κάθε δέντρο του αγρού, και ότι μες στα όρια
ήτανε γύρω απ’ αυτόν, μπροστά σε όλους όσους
μέσα στην πόλη μπαίνανε και στους Χετταίους όλους
ο Αβραάμ τ’ απόκτησε. Κι ο Αβραάμ κατόπι
τη Σάρρα τη γυναίκα του στου αγρού θάβει το σπήλιο που ’ναι διπλό. Κι απέναντι απ’ τη Μαμβρή (και είναι
η Χεβρών αυτή της Χαναάν) βρίσκεται. Κι εκυρώθη
και το χωράφι κι η σπηλιά που μέσα του υπήρχε
να τα ’χει αυτά ο Αβραάμ στη χώρα των Χετταίων
σαν τόπο για ταφή νεκρών.
XXIV
Και σε μεγάλη ο Αβραάμ έφτασε ηλικία.
Και ο θεός ευλόγησε τον Αβραάμ σε όλα.
Κι ειπ’ ο Αβραάμ στο δούλο του τον πιο ηλικιωμένο,
αυτόνε που επέβλεπε σε όλα του σπιτιού του:
έλα και βαλ’ το χέρι σου κάτω από το μηρό μου
και στο Θεό ουρανού και γης ορκίσου μου, τον Κύριο
να μη στο γιό μου βρεις εσύ, τον Ισαάκ, γυναίκα
απ’ τις γυναίκες της Χαναάν που εγώ στη γη τους μένω.
Στη γη που εγεννήθηκα να πας και στη φυλή μου
και κει του γιου μου Ισαάκ γυναίκα να διαλέξεις.
Και του ’πε ο υπηρέτης του: και αν αυτή δε θέλει
πίσω να ’ρθεί σ’ αυτή τη γη, τότε στη γη εκείνη
απ’ όπου έχεις βγει εσύ να στείλω εγώ το γιό σου;
Κι είπε σ' αυτόν ο Αβραάμ: μ’ όλη την προσοχή σου
άκου με: όχι, μη ποτέ τον πας εκεί το γιό μου.
Ο θεός της γης και τ’ ουρανού, ο Κύριος, που εμένα
με πήρε απ’ τού πατέρα μου το σπίτι κι απ’ τη χώρα
που μέσα της γεννήθηκα, που μίλησε σε μένα
και μου ορκίστηκε αυτή τη γη να τηνε δώσει
σε με και σ’ όσους γεννηθούν απ’ το δικό μου σπέρμα,
αυτός θα στείλει άγγελο σε σε να σε βοηθήσει
για να διαλέξεις από κει γυναίκα για το γιό μου.
Και αν στη γη δε θέλει αυτήν να έρθει η γυναίκα
λύνεται τότε ο όρκος σου. Μόνο το γιό μου κοίτα
πάλι να μη τον πας εκεί. Κι έβαλε ο υπηρέτης
απ’ το μηρό του Αβραάμ το χέρι του από κάτω
και όρκο πήρε για όλα αυτά. Και του κυρίου του πήρε
δέκα καμήλες, κι αγαθά μαζί του κάθε είδους
απ’ του κυρίου του τ’ αγαθά, και κίνησε στην πόλη
να πάει, Ναχώρ που λέγεται, της Μεσοποταμίας.
Κι όταν το βράδυ έφτασε απέξω από την πόλη
κοίμισε τις καμήλες του κοντά σ’ ένα πηγάδι
που οι γυναίκες πήγαιναν νερό από κει να πάρουν.
ΧΧΙV12
Και είπε: θεέ και Κύριε που του κυρίου μου είσαι
του Αβραάμ συ ο θεός, δώσε καλά να πάει
εκείνο που ανάλαβα, και ελεήμων δείξου
στον κύριό μου Αβραάμ. Και να ’μαι εγώ που στέκω
στο νεροπήγαδο αυτό που θυγατέρες κείνων
που μένουνε στην πόλη αυτή βγαίνουν νερό να πάρουν.
Κάνε ώστε η παρθένα αυτή που θα της πω εγώ «δος μου
Να πιω από τη στάμνα σου» και κείνη θα μου δώσει
Και «πιες και συ» θα μου ειπεί, «και ’γω νερό θα δώσω
Και στις καμήλες σου ώσπου αυτές άλλο να μη διψάνε»,
Να ’ναι όποια για το δούλο σου τον Ισαάκ προορίζεις.
Κι εγώ θα ξέρω απ’ αυτό πως έχεις ελεήσει
Τον κύριό μου Αβραάμ.
XXIV15
Και, πάνω που το σκέφτονταν, να σου και η Ρεβέκκα
Του Βαθουήλ, γιού της Μαλχά, που το Ναχώρ είχε άντρα,
Τον αδερφό του Αβραάμ, να ’ρχεται, μία στάμνα
Έχοντας πα’ στον ώμο της. Και είχε η κοπέλα
Πολύ μεγάλη ομορφιά. Και ήτανε παρθένα
Και άντρα δεν εγνώρισε. Επήγε στο πηγάδι,
Τη στάμνα της εγέμισε και σ’κώθηκε να φύγει.
Κι ο υπηρέτης έτρεξε για να τη συναντήσει
και «δος μου από τη στάμνα σου λίγο νερό» της είπε.
Κι είπε αυτή: «πιες-κύριε» και γρήγορα τη στάμνα
Χαμήλωσε στο χέρι της και του ’δωσε και ήπιε
Μέχρι που εξεδίψασε. Κι είπε: «και στις καμήλες
Μέχρι που όλες ποτιστούν θα δώσω εγώ να πιούνε».
Και κένωσε τη στάμνα της στο ποτιστήρι μέσα
Και στην πηγή πηγαίνοντας κι άλλο νερό επήρε
Και τις καμήλες πότισε όλες. Κι ο υπηρέτης
Την κοίταζε προσεχτικά κι αμίλητα, να μάθει
Αν το σκοπό του ευόδωσε ο Κύριος ή όχι.
Και όταν όλες πάψανε να πίνουν οι καμήλες,
ο υπηρέτης δυο χρυσά επήρε σκουλαρίκια
που μια δραχμή ζυγίζανε, και δυο βραχιόλια πήρε
Και πέρασε στα χέρια της, που και τα δύο είχαν
Δέκα χρυσών βάρος δραχμών. Και ρώτησ’ ο υπηρέτης:
Ποιανού είσαι θυγατέρα συ; Και πες μου αν υπάρχει
Τόπος για μας να μείνουμε στο πατρικό σου σπίτι.
Και του ’πε αυτή: του Βαθουήλ είμαι η θυγατέρα,
Γιου της Μελχά και του Ναχώρ. Κι έχουμε εμείς, του είπε,
Και φαγητό, και άχυρα, και τόπο να σταθείτε.
Κι ο άνθρωπος χαρούμενος προσκύνησε τον Κύριο
Και είπε, ο Κύριος και θεός ας είναι δοξασμένος
Του αφέντη μου του Αβραάμ, που με τη δικιοσύνη
Και την αλήθεια του τιμά τον κύριό μου ακόμα
Και που εμένα ο Κύριος στο σπίτι έχει φέρει
Του αδερφού του αφέντη μου. Και τρέχοντας η κόρη
Επήγε στη μητέρα της κι είπε ότι είχε γίνει.
Κι είχε η Ρεβέκκα εν’ αδερφό που τόνε λέγαν Λάβαν.
Κι όταν ο Λάβαν άκουσε τι είπε η αδερφή του
ότι της είπε ο άνθρωπος, και όταν της Ρεβέκκας
Είδε τα χέρια να ’χουνε βραχιόλια, κι όταν είδε
Τα σκουλαρίκια, τότε αυτός εκίνησε και πήγε
Στον άνθρωπο που στέκονταν δίπλα από το πηγάδι
Και στις καμήλες του κοντά, και του ’πε: σπίτι μου έλα.
Έξω γιατί να στέκεσαι συ που ευλογημένος
Είσαι από τον Κύριο; Για σένα ετοιμασμένο
Έχω το σπίτι κι έκαμα για τις καμήλες τόπο.
Και πήγε ο ξένος άνθρωπος στο σπίτι, τα σαμάρια
Έβγαλε απ’ τις καμήλες του, και του ’φερε ο Λάβαν
Για τις καμήλες του τροφές κι άχυρο, και για κείνον
Και για τους άντρες του νερό, τα πόδια τους να νίψουν.
Και φαγητό τους έφερε να φάνε. Κι είπε ο ξένος:
Φαί εγώ δε θα γευτώ μέχρι να πω εκείνα
Που έχω να σας πω. Κι αυτοί, πέστα μας τότε, του είπαν.
ΧΧΙV34
Κι είπε: υπηρέτης ειμ’ εγώ του Αβραάμ. Ο Κύριος
Τον κύριό μου ευλόγησε κι έγινε αυτός μεγάλος.
Του ’δωκε μόσχους, πρόβατα, κι άργυρο και χρυσάφι
Και υπηρέτες του ’δωκε, και όνους και καμήλες.
Κι η Σάρρα, η γυναίκα του, γιό κάνει στον κύριό μου
Όταν αυτός εγέρασε. Κι ο κύριός μου όλα
όσα δικά του ήτανε στο γιό του τα ’χει δώσει.
Κι ο κύριος μου μ’ όρκισε και μου ’πε: για το γιό μου
Πρόσεξε μη διαλέξεις συ γυναίκα Χαναναία
Που εγώ στη γη τους κατοικώ, αλλά στα πατρικά μου
Να πας τα μέρη, κι από κει, γυναίκα απ’ τη φυλή μου
Για το παιδί μου διάλεξε. Και στον κύριό μου είπα:
Και αν με με μαζί να ’ρθει δε θέλει αυτή η γυναίκα;
Κι είπε, ο Κύριος και θεός που μ’ έχει αγαπήσει
Αυτός θα στείλει άγγελο κι αυτός θα σε βοηθήσει
Απ’ τού πατέρα μου το σόι και από τη φυλή μου
Να ’ναι η γυναίκα πού εσύ στο γιό μου θα διαλέξεις.
Κάνοντας έτσι, από με κατάρα συ δε θα ’χεις.
Κι αν πάλι στη φυλή μου πας, και κείνη δε σου δώσει,
Απαλλαγμένος θα ’σαι συ απ’ τον όρκο που ’χεις πάρει.
Και σήμερα ήρθα στην πηγή και είπα: Κύριε, που είσαι
Θεός του αφέντη μου Αβραάμ, αν θες να με βοηθήσεις
Στο έργο που ανάλαβα, να! που εγώ έχω φτάσει
Εδώ, κορίτσια για νερό που ’ρχονται από την πόλη.
Κάνε η παρθένα που εγώ νερό θα της ζητήσω
Και, πιες και συ, αυτή μου πει, κι εγώ νερό θα δώσω
Να πιούνε κι οι καμήλες σου, αυτή να ’ναι η κόρη
Που για το δούλο του Ισαάκ ετοίμασε ο Κύριος.
Και εγώ θα ξέρω τότε πια πως ελεήμων είσαι
Στον κύριό μου Αβραάμ. Και πριν τη σκέψη κάνω
Να κι η Ρεβέκκα που ’ρχονταν, κι η στάμνα της στον ώμο.
Κι όταν τη γέμισε νερό της είπα πως διψάω.
Κι έγειρε αυτή τη στάμνα της στο χέρι της απάνω
Και μου ’πε, πιες και συ, κι εγώ τα ζώα σου θα ποτίσω.
Κι ήπια και τις καμήλες μου αφού είχε ποτίσει
Τη ρώτησα να μου ειπεί ποιανού είναι θυγατέρα.
Κι αυτή μου λέει του Βαθουήλ, που είναι γεννημένος
Απ’ τον Ναχώρ και τη Μελχά. Τα σκουλαρίκια τότε
Της έδωσα, και πέρασα στα χέρια της βραχιόλια.
Κι έσκυψα και χαρούμενος προσκύνησα τον Κύριο
Που του κυρίου μου Αβραάμ θεός και Κύριος είναι,
Και τόνε δοξολόγησα που βοήθεια μου ’χε δώσει
Ώστε αυτή που διάλεξα γυναίκα για το γιό του
Να είναι του κυρίου μου του αδερφού η κόρη.
Λοιπόν αν καλοσύνη εσείς και δίκια κρίση δείξτε
Για τον κύριό μου, πέστε μου. Κι αν όχι, πέστε πάλι
Ώστε να ψάξω εγώ αλλού.
ΧΧΙV50
Κι ο Λαβαν και ο Βαθουήλ του απάντησαν και του ’παν:
Από τον Κύριο είναι αυτό-τι άλλο εμείς να πούμε;
Να! Η Ρεβέκκα είναι δω, παρ’ την λοιπόν και τράβα
Κι ας γίνει στου κυρίου σου το γιό αυτή γυναίκα
όπως ο Κύριος πρόσταξε. Και του Αβραάμ ο δούλος
Σαν άκουσε τα λόγια αυτά προσκύνησε τον Κύριο
Και ασημένια και χρυσά σκεύη έβγαλε και ρούχα
Και στη Ρεβέκκα τα ’δωσε. Και δώρα της μητέρας
Και του αδερφού της έδωσε. Και φάγανε και ήπιαν
Και κείνος και οι άντρες του, και πέσανε για ύπνο.
Και το πρωί σηκώθηκε και, ετοιμάστε με, είπε,
Να πάω στον αφέντη μου. Κι οι αδερφοί της είπαν
Το ίδιο κι η μητέρα της: Ας μείνει δέκα μέρες
Ακόμα η κόρη μας με μας, και ύστερα θα έρθει.
Μη με κρατάτε, είπε αυτός. Ο Κύριος το σκοπό του
Τόνε πραγματοποίησε. Στείλτε με στον κύριό μου.
Κι είπαν αυτοί, ας ρωτήσουμε την ίδια την κοπέλα.
Και τη Ρεβέκκα φώναξαν, και, θες να φύγεις τώρα
Της είπαν, με τον άνθρωπο; Κι αυτή είπε ναι, θα φύγω.
Και τη Ρεβέκκα ξέβγαλαν αυτοί, την αδερφή τους
Μ’ όλα της τα υπάρχοντα, και του Αβραάμ το δούλο
Κι όσους μαζί του ήτανε. Κι ευχήθηκαν τ’ αδέρφια
Και στη Ρεβέκκα είπανε: Είσαι η αδερφή μας.
Η προγονή γίνου εσύ χιλιάδων μυριάδων
Κι οι απόγονοί σου των εχθρών ας πάρουνε τις πόλεις.
Και η Ρεβέκκα, και μαζί μ’ αυτήν οι ακόλουθές της
Σηκώθηκαν κι ανέβηκαν επάνω στις καμήλες
Κι έφυγαν με τον άνθρωπο. Και τη Ρεβέκκα πήρε
Ο υπηρέτης κι έφυγε.
ΧΧΙV62
Ο Ισαάκ επήγαινε απ’ την έρημο περνώντας
Για το πηγάδι που το λεν της Όρασης Πηγάδι-
Στο νότιο μέρος έμενε της χώρας. Και το δείλι
Προς την πεδιάδα τράβηξε για να ξεδώσει λίγο.
Κοιτάει και βλέπει προς αυτόν να έρχονται καμήλες.
Μα κι η Ρεβέκκα τον Ισαάκ από μακριά τον είδε
Και γρήγορα επήδησε κάτω από την καμήλα
Κι είπε στο δούλο, αυτός εκεί ο άνθρωπος ποιος είναι
Που απ' την πεδιάδα έρχεται για να μας συναντήσει;
Ο κύριός μου είναι αυτός, της είπε ο υπηρέτης.
Και κείνη με το βέλο της αμέσως εσκεπάστη.
Κι ο δούλος είπε στον Ισαάκ όλα όσα είχαν γίνει.
Και μπήκε στης μητέρας του ο Ισαάκ το σπίτι
Και πήρε και γυναίκα του έκανε τη Ρεβέκκα.
Κι αυτό τον παρηγόρησε για το χαμό της Σάρρας.
XXV
Ο Αβραάμ παντρεύτηκε και δεύτερη γυναίκα,
Που τ’ όνομά της ήτανε Χεττούρα. Κι απαυτήνε
Απόκτησε τον Ιεζάν, Ζομβράν, Μαδάλ, Σωίε,
Τον Ιεσβώκ και τον Μαδιάμ. Και τον Δεδάν γεννάει
Ο Ιεζάλ, και τον Σαβά. Και ο Δεδάν γεννάει
Τον Ασσουριείμ, τον Λατουσιείμ και τον Λαωμείμ. Και ήταν
Γιοί του Μαδιάμ οι Ελγαδά, Αφείρ, Ενώχ, κι ακόμα
Ο Αβειδά και ο Γεφάρ. Και είναι η Χαττούρα
Η προγονή όλων αυτών. Κι έδωσε όσα είχε
Ο Αβραάμ στον Ισαάκ. Και στα παιδιά που είχε
Από τις παλλακίδες του, δώρα τους είχε δώσει,
Και, πριν πεθάνει, μακριά απ’ τον Ισαάκ τα στέλνει
Να πάνε στην Ανατολή. Και ήτανε τα χρόνια
Ο Αβραάμ που έζησε, ’κατόν ’βδομήντα πέντε.
Κι ο Αβραάμ επέθανε αφού είχε πια γεράσει
Κι είχε καλά γεράματα. Και πήγε όπου κι οι άλλοι
Απ’ το λαό του πήγανε. Και στο Διπλό το Σπήλιο-
Που στο χωράφι του Εφρών βρίσκεται, του Χετταίου,
Που ’χει πατέρα τον Σαάρ και που απέναντι είναι
Απ’ τη Μαμβρή, και που τα δυο, και Σπήλιο και χωράφι
Απ’ τους Χετταίους ο Αβραάμ τα είχε αγοράσει-
εκεί τον θάψαν ο Ισαάκ κι ο Ισμαήλ, οι γιοί του.
Εκεί και η γυναίκα του η Σάρρα, και ο ίδιος
Ο Αβραάμ εθάφτηκε. Κι ο θεός είχε ευλογήσει
Αφού επέθαν’ ο Αβραάμ, τον Ισαάκ-το γιο του.
Κι έμεινε ο Ισαάκ κοντά στο μέρος που το λένε
πηγάδι της Οράσεως. Κι οι απόγονοι αυτοί είναι
Του Ισμαήλ, γιου του Αβραάμ, που η Αιγύπτια Άγαρ
Δούλη της Σάρρας που ήτανε, σ’ αυτόν είχε γεννήσει.
Κι είναι των γιων του Ισμαήλ αυτά τα ονόματά τους
Σύμφωνα με τα ονόματα που είχαν οι γενιές τους:
Στον Ισμαήλ πρώτο παιδί ο Ναβαΐώθ γεννήθη.
Μετά: Κηδάρ και Ναβδεήλ, Μασσάρ, Μασμά. Κατόπι
Δουμά, Μασσή, Χοδδάν, Θαιμάν, Ιετούρ, Ναφές και Κέδνα.
Αυτοί ’ναι οι γιοι του Ισμαήλ κι αυτά τα ονόματά τους,
Δώδεκα όλοι κι αρχηγός ενός λαού καθένας.
Κι είχαν αυτοί καταυλισμούς από σκηνές φτιαγμένους.
Κι είναι εκατόν τριάντα εφτά τα χρόνια που είχε ζήσει
Ο Ισμαήλ. Και πέθανε, και πήγε όπου κι οι άλλοι
Απ’ τη φυλή του πήγανε. Και οι απόγονοί του
Ανάμεσα Ευιλάτ και Σουρ την κατοικία τους είχαν
Που εκτείνεται απ’ την Αίγυπτο μέχρι την Ασσυρία. Κατοίκησαν απέναντι από τους αδερφούς τους.
ΧΧV19
Οι απόγονοι του Ισαάκ, του γιου Αβραάμ αυτοί είναι.
Ο Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ. Και ήταν
Χρονών σαράντα ο Ισαάκ τότε που τη Ρεβέκκα,
Την κόρη επαντρεύτηκε, του Βαθουήλ του Σύρου,
Απ’ τη Συρία που ήτανε της Μεσοποταμίας
Κι ήταν του Λαβαν αδερφή-του Σύρου. Και στον Κύριο
Προσεύχονταν ο Ισαάκ και τον παρακαλούσε
Για χάρη της γυναίκας του Ρεβέκκας, που ήταν στείρα.
Και ο θεός τον άκουσε κι έκανε τη Ρεβέκκα
Να μείνει έγκυος. Και σ’ αυτήν μέσα, τα δυο παιδιά της
Κινούνταν σα να μάλωναν. Κι είπε αυτή: αν είν’ έτσι
Γιατί να μείνω έγκυος ; Και πήγε και να μάθει
Από τον Κύριο εζήτησε. Κι είπε σ’ αυτήν ο Κύριος:
Δυο έθνη έχεις στην κοιλιά, και δυο λαοί θα βγούνε
Και θα χωρίσουν απ’ αυτήν. Κι ο ένας απ’ τον άλλο
θα είναι αξιότερος. Κι αυτός που θα ’ν’ μεγάλος
Θα υπηρετήσει τον μικρό. Κι όταν η μέρα ήρθε
Εγέννησε και πράγματι, δίδυμα είχε κάνει.
Και βγήκε ο πρώτος κόκκινος και τριχωτός στο δέρμα
Κι αυτόν τον έβγαλε Ησαύ. Και βγήκε ο αδερφός του
Και με το χέρι του έπιανε του Ησαύ αυτός τη φτέρνα.
Κι αυτόν τον είπε Ιακώβ. Και όταν η Ρεβέκκα
Γέννησε, τότε ο Ισαάκ ήταν εξήντα χρόνων.
Κι οι νέοι εμεγάλωναν. Κι ο Ησαύ άνθρωπος ήταν
Που στο κυνήγι ήταν καλός και στους αγρούς εζούσε.
Κι ο Ιακώβ ήταν απλός και του άρεσε το σπίτι.
Και τον Ησαύ ο Ισαάκ αγάπαγε, γιατί είχε
Φαί απ’ το κυνήγι του. Κι από τους δυο η Ρεβέκκα
Τον Ιακώβ αγάπαγε.
ΧΧV29
Κι ένα φαί μαγείρεψε ο Ιακώβ μια μέρα.
Κι από τον κάμπο ήρθε ο Ησαύ και ήταν πεινασμένος.
Κι είπε ο Ησαύ στον Ιακώβ: Απ’ το φαί ετούτο
Δος μου κι εμέ το κόκκινο, γιατί πολύ πεινάω.
Γι αυτό τον είπανε κι Εδώμ. Κι ο Ιακώβ του είπε:
Μόνο αν τα πρωτοτόκια σήμερα θα μου δώσεις.
Κι είπε ο Ησαύ: Εδώ εγώ πεθαίνω από την πείνα,
Τα πρωτοτόκια μούλειψαν. Κι ο Ιακώβ του είπε:
Ορκίσου το μου τώρα εδώ. Κι ευθύς ορκίστη εκείνος
Και του Ησαύ ο Ιακώβ πήρε τα πρωτοτόκια.
Κι έδωσε στον Ησαύ αυτός φακές μαγειρεμένες
Να φάει, και μαζί ψωμί. Κι έφαγε εκείνος κι ήπιε
Κι ύστερα σ’κώθη κι έφυγε. Κ ι έτσι τα πρωτοτόκια
Τα περιφρόνησε ο Ησαύ.
XXVI
Κι ήρθε στη χώρα ένας λιμός σαν κείνον που είχε πέσει
Την εποχή του Αβραάμ. Κ ι ο Ισαάκ επήγε
Στον Αβιμέλεχ, βασιλιάς που ήταν των Φιλισταίων
Στα Γέραρα. Κι ο Κύριος σ’ αυτόν εφανερώθη
Και του ’πε: μη στην Αίγυπτο να πας, παρά να μείνεις
Στον τόπο εγώ που θα σου πω. Προσωρινά εκεί μείνε.
Κι η ευλογία μου με σε θα ’ναι, κι εγώ μαζί σου.
Γιατί στους απογόνους σου θα δώσω και σε σένα
Ολόκληρη τη χώρα αυτή. Εγώ θα τον κρατήσω
Τον που έχω στον πατέρα σου τον Αβραάμ δώσει όρκο.
Κι όσα τ’ αστέρια τ’ ουρανού θα ’ν’ οι απόγονοί σου
Κι ολόκληρη αυτή τη γη δική τους θα την κάνω
Και απ’ αυτούς θα ευλογηθούν όλα της γης τα έθνη.
Γιατί ο πατέρας σου Αβραάμ άκουσε τι του είπα
Και φύλαξε τις εντολές και τα προστάγματα μου
Και τήρησε το νόμο μου και τα δικαιώματα μου.
Κι έμειν’ ο Ισαάκ στα Γέραρα. Και στους εντόπιους άντρες
Όταν για τη γυναίκα του ρώτησαν, τη Ρεβέκκα,
Είπε πως είναι του αδερφή. Γιατί το φόβο είχε
Πως αν γυναίκα του έλεγε πως είναι, τότε εκείνοι
Για να την αποκτήσουνε, που ήτανε ωραία,
θα σκότωναν αυτόν. Κ ι εκεί πολλά έζησε χρόνια.
Κι ο Αβιμέλεχ, βασιλιάς στα Γέραρα που ήταν
Απ’ το παράθυρο έσκυψε κι είδε με τη Ρεβέκκα,
Που ήτανε γυναίκα του, τον Ισαάκ να παίζει.
Κι ο Αβιμέλεχ κάλεσε τον Ισαάκ και του ’πε:
Λοιπόν γυναίκα σου ειν’ αυτή. Γιατί είπες αδερφή σου;
Για να γλιτώσω, ο Ισαάκ του είπε, τη ζωή μου.
Γιατί μας το ’κανες αυτό; του είπε ο Αβιμέλεχ.
Λίγο ακόμα κι από μας κάποιος θα εκοιμόταν
Με τη γυναίκα σου, και πια θα είχε αμαρτήσει
Χωρίς ιδέα να ’χει γι αυτό. Κι όλους ο Αβιμέλεχ
Τους υπηκόους του μάζεψε, και, όποιος ακουμπήσει
Ή τη γυναίκα του, ή αυτόν τον άνθρωπο, τους είπε,
Αυτός το θάνατο θα βρει. Και τη χρονιά εκείνη
Όταν στη γη ο Ισαάκ έσπειρε αυτήν, ο σπόρος Εκατονταπλασιάστηκε. Γιατί ευλογημένος
Ήταν από τον Κύριο. Και πλούτισε και όλο
Πιο πλούσιος εγινότανε, ώσπου τρανός εγίνη.
Και είχε βόδια, πρόβατα, κι είχε πολλά χωράφια.
Κι οι Φιλισταίοι τον ζήλεψαν. Και όλα τα πηγάδια
Που του πατέρα του άνοιξαν, σα ζούσε, οι υπηρέτες,
Οι Φιλισταίοι χώματα τους ρίξαν και τα κλείσαν.
Κι ο Αβιμέλεχ του Ισαάκ, φύγε από δω, του είπε,
Γιατί έχεις πιότερη από μας δύναμη αποχτήσει.
Και από κει ο Ισαάκ έφυγε κι είχε πάει
Και στην κοιλάδα τη σκηνή έστησε των Γεράρων.
Και κει έμεινε μόνιμα.
XXVI18
Και άνοιξε ο Ισαάκ και πάλι τα πηγάδια
Αυτά που είχαν του Αβραάμ οι δούλοι ανοιγμένα
Και που όταν ο πατέρας του Αβραάμ είχε πεθάνει
Οι Φιλισταίοι τα ’φραξαν. Κι ονόματα τους είχε,
Αυτά που κι ο πατέρας του είχε σ’ αυτά δοσμένα.
Και σκάψανε του Ισαάκ οι δούλοι στην κοιλάδα
Που βρίσκονταν τα Γέραρα, κι ανοίξανε πηγάδι
Που ’χε ολοκάθαρο νερό. Και οι βοσκοί εκείνοι
που ζούσανε στα Γέραρα πόλεμο εσηκώσαν
Ενάντια στους τσοπάνηδες του Ισαάκ, γιατ’ ήταν
Δικό τους λέει το νερό που ’βρέθη στο πηγάδι.
Και τ’ όνομα του πηγαδιού το είπε Αδικία
Γιατί τον αδικήσανε. Κι έφυγε από κείθε
Κι άλλο πηγάδι άνοιξε. Μα και γι αυτό εκείνοι
Τα ίδια ισχυρίζονταν. Και στο πηγάδι εκείνο
τ’ όνομα Εχθρία έδωσε. Κι έφυγε κι από κείθε
Κι άλλο πηγάδι άνοιξε. Και πόλεμο για κείνο
Δεν του κήρυξαν και γι αυτό το είπε Ευρυχωρία
Γιατί, είπε, μας μεγάλωσε ο Κύριος και μας έχει Πλούσιους στη γη κάνει αυτή.
ΧΧVI23
Και από κει στου Ορκισμού ανέβη το πηγάδι.
Κι ο Κύριος φανερώθηκε σ’ αυτόν τη νύχτα εκείνη.
Και, του πατέρα σου Αβραάμ είμαι ο θεός, του είπε.
Φόβο μην έχεις γιατί εγώ μαζί με σένα είμαι.
Για χάρη του πατέρα σου Αβραάμ θα σ’ ευλογήσω.
Και πλήθος οι απόγονοι θα είναι οι δικοί σου.
Και κει θυσιαστήριο έχτισε, κι απ’ τον Κύριο
Να τον βοηθήσει ζήτησε κι έστησε τη σκηνή του.
Και στην κοιλάδα όπως αυτοί έκαναν των Γεράρων,
Και κει οι δούλοι του Ισαάκ ανοίξανε πηγάδι.
Κι από τα Γέραρα σ’ αυτόν επήγε ο Αβιμελεχ,
Κι ο αρχιευνούχος του Οχοζάθ, κι ο αρχιστράτηγός του
Που τόνε λέγανε Φιχόλ. Κι ο Ισαάκ του είπε:
Γιατί ήρθατε σε μένανε; Σεις μ’ είχατε μισήσει
Και διώξει τότε μ’ είχατε. Κι αυτοί, είδαμε, του είπαν
Πως σ’ αγαπάει ο Κύριος και είπαμε πως πρέπει
Μια συμφωνία ανάμεσα σε σε και μας να γίνει
Ώστε όπως σου φερθήκαμε καλά εμείς εσένα
Και δε σ’ αποστραφήκαμε, και όπως με ειρήνη
Μακριά σε στείλαμε, και συ κακό να μη μας κάνεις.
Κι ευλογημένος θα ’σαι συ τότε από τον Κύριο.
Κι αυτός τραπέζι έστρωσε και φάγανε και ήπιαν.
Και τ’ άλλο πρωί ορκίστηκαν κι ο ένας και ο άλλος.
Κι ο Ισαάκ ειρηνικά τους έστειλε και φύγαν.
Και πήγαν την ημέρα αυτή στον Ισαάκ οι δούλοι
Και του ’παν πως δε βρήκανε νερό μες στο πηγάδι
Που ’χαν ανοίξει. Κι Όρκο αυτό το είπε το πηγάδι.
Και από κει και τ’ όνομα το είχε πει της πόλης
Πηγάδι του Όρκου-και αυτή ως σήμερα υπάρχει.
ΧΧVI34
Σαράντα χρόνων ο Ησαύ ήταν όταν παντρεύτη
Και πήρε του Χετταίου Βεώχ την κόρη για γυναίκα.
Και πήρε και τη Βασεμάθ, κόρη του Ελώ, Χετταίου.
Και μάλωναν με τον Ισαάκ και τη Ρεβέκκα εκείνες.
XXVII
Κι ο Ισαάκ δεν έβλεπε καλά στα γηρατειά του.
Και τον Ησαύ εκάλεσε, το γιό του τον μεγάλο
Και του ’πε: γιέ μου. Κι είπε αυτός: εδώ ’μαι! Και του είπε:
Παιδί μου εγώ εγέρασα και φτάνει όπου να ’ναι
Η ώρα του θανάτου μου. Λοιπόν το τόξο πάρε
Και τη φαρέτρα, τα όπλα σου, και τράβα στην πεδιάδα,
Σκότωσε κάτι, και φαί φτιάξε καθώς μ’ αρέσει
Και φέρε μου να φάω εγώ ώστε να σ’ ευλογήσω
Προτού ο θάνατος με βρει. Κι άκουσε η Ρεβέκκα
Αυτά που είπε στον Ησαύ ο Ισαάκ το γιό του.
Κι ο Ησαύ για τον πατέρα του πήγε να βρει κυνήγι.
Και στο μικρότερό της γιό, Ιακώβ, είπε η Ρεβέκκα:
Άκουσα τον πατέρα σου να λέει στον αδερφό σου
Τράβα κυνήγι φέρε μου και φτιάξε μου να φάω
Ώστε να σ’ ευλογήσω εγώ στ’ όνομα του Κυρίου
Προτού ο θάνατος με βρει. Τώρα λοιπόν παιδί μου
Άκου καλά τι θα σου πω. Τράβα στα πρόβατά μας
Και δύο ρίφια τρυφερά φέρε μου και θρεμμένα
Και ’γω όπως του πατέρα σου τ’ αρέσει θα τα κάνω
Και στον πατέρα σου εσύ τα πας. Και όταν φάει
Εσύ την ευλογία του θα πάρεις πριν πεθάνει.
Και στη Ρεβέκκα ο Ιακώβ, που ’ταν μητέρα του, είπε:
Γεμάτος τρίχες ο Ησαύ κι εγώ άτριχος είμαι.
Κι αν τύχει κι ο πατέρας μου απάνω μου ακουμπήσει
Τότε στα μάτια του εγώ θα ’μαι απατεώνας
Κι αντίς την ευλογία του κατάρα θα μου δώσει.
Απάνω μου η κατάρα του, του είπε αυτή, παιδί μου.
Μονάχα άκου με κι αυτά που σούπα τράβα φέρε.
Και πήγε κείνος κι έφερε, και φαγητό με κείνα
Έφτιαξε η μητέρα του, όπως ότι τ’ αρέσει
Ήξερε του πατέρα του.
XXVII15
Και, η Ρεβέκκα, τη στολή του γιου της του μεγάλου
Του Ησαύ επήρε την καλή, που βρίσκονταν στο σπίτι
Και το νεότερο έντυσε γιό της Ιακώβ με κείνη.
Και γύρω από τα χέρια του κι απ’ του λαιμού τη γύμνια
Του έβαλε τα δέρματα που μείναν απ’ τα ρίφια.
Και το ψωμί και το φαί που είχε καμωμένο
Στο γιό της τα ’δωσε Ιακώβ. Κι εκείνα αυτός κρατώντας
Επήγε στον πατέρα του. Πατέρα, λέει, κι εκείνος
Εδώ ’μαι, του απάντησε. Και, γιέ μου, εσύ ποιός είσαι;
Και είπε στον πατέρα του ο Ιακώβ, εγώ ’μαι,
Ο Ησαύ, ο πρώτος σου ο γιος. Έκανα όπως μου ’πες.
Έλα κι απ' το κυνήγι μου κάτσε και φάε πατέρα
Κι ευλόγησέ με ύστερα. Κι ειπ’ ο Ισαάκ στο γιό του:
Τι ζώο τόσο γρήγορα εσκότωσες παιδί μου;
Ότι μπροστά μου έστειλε ο Κύριος και θεός σου.
Κι ειπ’ ο Ισαάκ στον Ιακώβ: Πλησίασε παιδί μου,
Να δω αν είσαι ο Ησαύ ή όχι, αφού σ’ αγγίξω.
Και στον πατέρα του Ισαάκ ο Ιακώβ πλησιάζει.
Κι αφού τόνε ψηλάφησε ο Ισαάκ, του λέει:
Του Ιακώβ ειν’ η φωνή και του Ησαύ τα χέρια.
Και δεν τον αναγνώρισε, γιατί τα χέρια του ήταν
Όπως τα χέρια τριχωτά του Ησαύ, του αδερφού του.
Και τότε τον ευλόγησε. Και, συ, του είπε, είσαι
Ο γιος μου ο Ησαύ; Εγώ, του είπε ευθύς εκείνος.
Και του ’πε: απ’ το κυνήγι σου φέρε να φάω παιδί μου
Να σ’ ευλογήσω ύστερα με όλη την ψυχή μου.
Και του ’φερε έφαγε φαί, κρασί του ’φερε κι ήπιε.
Και ο πατέρας του Ισαάκ, είπε σ’ αυτόν: παιδί μου
Πλησίασε και φίλα με. Πλησίασε, τον φιλάει.
Και μύρισε τα ρούχα του και είπε: αυτή του γιου μου
Είναι η μυρωδιά: αγρού, που ευλογημένος είναι
Από τον Κύριο, και καρπό ειν’ ολόκληρος γεμάτος.
Και τότε τον ευλόγησε. Και, είθε ο θεός, του είπε,
Δροσιά ουράνια σε σε να δώσει, και χωράφια
Που εύφορα να ’ναι, κι άφθονο να ’χεις κρασί και στάρι
Κι άρχοντες να σε προσκυνούν, κι έθνη να σου δουλεύουν.
Του αδερφού σου αφεντικό να ’σαι, και μπρος σε σένα
Οι γόνοι του πατέρα σου να ’ρθουν να προσκυνήσουν.
Κι όποιος εσέ καταραστεί καταραμένος να ’ναι.
Κι ευλογημένος να ’ναι αυτός που εσέ θα ευλογήσει.
XXVIΙ30
Κι όταν ευλόγησε ο Ισαάκ τον Ιακώβ το γιό του
Κι απ’ τον πατέρα του Ισαάκ ο Ιακώβ γυρνούσε,
Να κι ο αδερφός του o Ησαύ που ήρθε απ’ το κυνήγι.
Και στον πατέρα του αυτός φτιάχνει φαί και πάει.
Και είπε στον πατέρα του: Σήκω πατέρα κι έλα
Κι απ’ το κυνήγι φάε αυτό που σου ’φερε ο γιός σου
Κι ευλόγησέ με ύστερα με όλη την ψυχή σου.
Κι είπε σ’ αυτόν ο Ισαάκ, ποιός είσαι εσύ; και κείνος:
Εγώ ’μαι ο πρωτότοκος γιός σου, ο Ησαύ, του λέει.
Κι έκπληξη ένοιωσ’ ο Ισαάκ πολύ μεγάλη, κι είπε:
Τότε ποιος ήτανε αυτός που μου ’φερε κυνήγι
Και πριν εσύ ερθείς, εγώ απ’ όλα έχω φάει
Και τον ευλόγησα και πια ευλογημένος είναι;
Και όταν άκουσε ο Ησαύ του Ισαάκ τα λόγια
Φωνή μεγάλη και πικρή πολύ μια είχε βγάλει
Και του ’πε: ευλόγησε και με παρακαλώ πατέρα.
Και κείνος του ’πε: ήρθε εδώ με δόλο ο αδερφός σου
Και την δική σου που ήτανε πήρε την ευλογία.
Δίκαια, είπε ο Ησαύ, Ιακώβ τον έχουν βγάλει
Γιατί για δεύτερη φορά μ’ εξαπατάει τώρα.
Πρώτα τα πρωτοτόκια μου εκείνος είχε πάρει
Και τώρα τη δική μου αυτός πήρε την ευλογία.
Και είπε στον πατέρα του ο Ησαύ: για με πατέρα
Για να μου πεις δεν έμεινε καμία ευλογία;
Και αποκρίθηκε ο Ισαάκ και του Ησαύ του είπε:
Αυτόν αν έχω κάνει εγώ αφεντικό δικό σου
Και δούλους έκανα σ’ αυτόν όλους τους αδερφούς του,
Κι αν με κρασί τον έχω εγώ γεμίσει και με στάρι
Τότε παιδί μου τί μπορώ για σένανε να κάνω;
Και στον πατέρα του ο Ησαύ ξανάπε: ούτε μία
Πατέρα δε σου έμεινε να δώσεις ευλογία;
Παρακαλώ, ευλόγησε και μένανε πατέρα.
Και να δακρύσει ο Ισαάκ έτοιμος ενώ ήταν
Φώναξε δυνατά ο Ησαύ και άρχισε να κλαίει.
Και είπε τότε ο Ισαάκ: Η κατοικία σου να ’ναι
Κάτω απ’ τη δρόσο τ’ ουρανού και σ’ εύφορη μια χώρα.
Να ζεις με το μαχαίρι σου του αδερφού σου δούλος
Ώσπου να ’ρθει ένας καιρός που το ζυγό θα σπάσεις
που σου ’χει αυτός στον τράχηλο, και θα τόνε πετάξεις.
XXVII41
Και ο Ησαύ του Ιακώβ του το ’χε κρατημένο
Που είχε ο πατέρας του εκείνον ευλογήσει.
Και στο μυαλό του έλεγε: οι μέρες ας περάσουν
Του πένθους του πατέρα μου όταν αυτός πεθάνει,
Και θα σκοτώσω τον Ιακώβ τότε, τον αδερφό μου.
Και η Ρεβέκκα τα ’μαθε αυτά που στο μυαλό του
Είχε ο μεγάλος της ο γιός. Και τον Ιακώβ φωνάζει,
Το γιό της το μικρότερο, και, ο Ησαύ, του λέει,
Να σε σκοτώσει απειλεί. Τώρα λοιπόν παιδί μου
Άκου με. Σήκω και να πας στον αδερφό μου Λάβαν
που ζει στην πόλη τη Χαρράν της Μεσοποταμίας.
Και λίγες μέρες μείνε εκεί, ώσπου του αδερφού σου
Να του περάσει ο θυμός και η οργή που σου ’χει
Και να ξεχάσει ό,τι συ του έχεις καμωμένα.
Και από κει θα στείλω εγώ και θα σε φέρω πίσω-
για να μη χάσω δυο παιδιά μαζί σε μία μέρα.
Και του Ισαάκ, βαρέθηκα, του είπε, τη ζωή μου
Με τις Χετταίες νύφες μας. Κι ο Ιακώβ αν πάρει
Γυναίκα από τη χώρα αυτή, τη ζωή μου τι τη θέλω;
XXVIII
Κι ο Ισαάκ τον Ιακώβ έστειλε και φώναξαν,
Τον ευλογεί και εντολή του δίνει και του λέει:
Γυναίκα από τις κόρες συ των Χαναναίων μην πάρεις.
Σήκω λοιπόν και πήγαινε στη Μεσοποταμία
Και στον Βαθουήλ, στης μάνας σου πήγαινε τον πατέρα,
Και από κει γυναίκα σου να πάρεις, απ’ τις κόρες
Του αδερφού της μάνας σου, του Λαβαν. Κι ο θεός μου
θα σ’ ευλογήσει εσένανε και θα σε αναδείξει.
Και πλήθος οι απόγονοι θα ’ναι που θα σου δώσει.
Και θα ’βγουνε λαοί πολλοί από σε. Και θα σου δώσει
Την στον πατέρα μου Αβραάμ που έδωσε ευλογία:
Σε σε και στους απόγονους που θα ’ρθουν από σένα
Τη γη που τώρα κάθεσαι να την κληρονομήσεις-
Χώρα που έχει ο θεός στον Αβραάμ δοσμένη.
Κι έτσι, ο Ισαάκ τον Ιακώβ στη Μεσοποταμία
Τον έστειλε, και πήγε αυτός στο Λαβαν, γιο του Σύρου
Του Βαθουήλ, που αδερφός ήτανε της Ρεβέκκας
Της μάνας Ιακώβ και Ησαύ.
ΧΧVΙΙΙ6
Και, ο Ησαύ, του Ιακώβ είδε την ευλογία,
Και στη Συρία ο Ισαάκ της Μεσοποταμίας
Ότι τον έστειλε από κει γυναίκα για να πάρει,
Ώστε την ευλογία του να ’χει, και πως του είπε
Γυναίκα να μην πάρει αυτός από τις Χαναναίες,
Και ότι άκουσ' ο Ιακώβ πατέρα και μητέρα
Και στη Συρία τράβηξε-στη Μεσοποταμία.
Και είδε ακόμα ο Ησαύ πως για τις Χαναναίες
Άσχημη ο πατέρας του γνώμη είχε σχηματίσει,
Και πήγε ο Ησαύ στον Ισμαήλ και για γυναίκα πήρε
Την Μαελέθ, του γιου Αβραάμ-του Ισμαήλ-κορίτσι,
Την αδερφή του Ναβεώθ, μαζί με τις γυναίκες
Που είχε από πρωτύτερα.
ΧΧVΙΙΙ10
Κι ο Ιακώβ απ’ του Ορκισμού έφυγε το πηγάδι
Και τράβηξε για τη Χαρράν. Κι απάντησε έναν τόπο
Κι έπεσε κι εκοιμήθη εκεί, γιατ’ είχε ο ήλιος δύσει.
Κι ένα λιθάρι απ’ αυτό τον τόπο είχε βάλει
Κάτω από το κεφάλι του. Κι έπεσε κει για ύπνο.
Και είδε όνειρο. Και να! Μια σκάλα στηριγμένη
Που ήταν στη γη, και που έφτανε στον ουρανό η κορφή της,
Και ανεβοκατέβαιναν σ’ αυτήν θεού αγγέλοι.
Και πάνω εστηρίχτηκε σ’ αυτήν ο Κύριος κι είπε:
θεός είμαι του πατέρα σου του Αβραάμ. Και είμαι
Και ο θεός του Ισαάκ. Καθόλου μη φοβάσαι.
Τη χώρα όπου πάνω της κοιμάσαι θα τη δώσω
Σε σένα και σ’ αυτούς μετά που θα ’ρθουν από σένα
Βγαλμένοι από το σπέρμα σου. Κι άμετροι εκείνοι θα ’ναι
Όπως η άμμος πα’ στη γη. Και θα εξαπλωθούνε
Προς θάλασσα κι Ανατολή και προς Βορρά και Νότο.
Και από σε και απ’ αυτούς που θα ’ναι απόγονοί σου
θα ευλογηθούνε οι φυλές σ’ όλη τη γη επάνω.
Και δίπλα σου θα στέκω εγώ φύλακας για να σου είμαι
Σε όποιον δρόμο πορευτείς. Και πίσω θα σε φέρω
Πάλι εγώ σ’ αυτή τη γη-δε θα σ’ εγκαταλείψω
Μέχρι όλα αυτά να κάνω εγώ που σου ’χω ειπωμένα.
Κι από τον ύπνο ο Ιακώβ σηκώθηκε και είπε:
Θεός υπάρχει πράγματι σ’ αυτόν εδώ τον τόπο
Κι εγώ αυτό δεν το ’ξερα. Και εφοβήθη κι είπε:
Τι φοβερός τόπος αυτός! Κι αυτό δεν είναι άλλο
Παρά το σπίτι του θεού, κι αυτή η ουράνια πύλη.
Και το πρωί σηκώθηκε και πήρε το λιθάρι
Που κάτω απ’ το κεφάλι του είχε το βράδυ βάλει,
Σα στήλη όρθιο το ’στησε, και στην κορφή του επάνω
Λάδι έχυσε. Και τ’ όνομα του τόπου εκείνου το ’πε
Οίκος Θεού. Και Ουλαμλούζ τ’ όνομα αυτής της πόλης
Ήταν ως τότε. Κι ο Ιακώβ, αν ο θεός και Κύριος,
Είπε, μαζί μου θα ’ναι, κι αν, σε τούτο το ταξίδι
Με προστατέψει που άρχισα και φαγητό μου δώσει
Και ρούχα ώστε να ντυθώ, και πίσω με ασφάλεια
Στο πατρικό το σπίτι μου και πάλι με γυρίσει,
Τότε για μένα θα ’ναι αυτός ο Κύριος και θεός μου.
Κι η πέτρα ετούτη που έστησα σα στήλη, αυτή ο οίκος
Θα ’ναι για μένα του θεού. Κι απ’ ότι θα μου δώσει
Το ένα δέκατο εγώ σ’ αυτόνε θα προσφέρω.
XXIX
Και πήρε πάλι ο Ιακώβ το δρόμο προς τη χώρα
Εκείνη της Ανατολής που θα ’βρισκε τον Λάβαν,
Το γιό του Σύρου Βαθουήλ, που γι αδερφή του είχε
Του Ιακώβ και του Ησαύ τη μάνα, τη Ρεβέκκα.
Και να! κοιτάει φτάνοντας κι ένα πηγάδι βλέπει
Και τρία κοπάδια πρόβατα σταλιάζανε κοντά του
Γιατί απ’ το πηγάδι αυτό ποτίζαν τα κοπάδια.
Και πέτρα ήταν μεγάλη μια στου πηγαδιού το στόμα,
Κι όταν εκεί τα πρόβατα μαζεύονταν να πιούνε
Τότε οι βοσκοί κυλάγανε την πέτρα απ’ το πηγάδι,
Ποτίζανε τα πρόβατα, και τηνε βάζαν πάλι
Εκεί που ήταν η θέση της, στου πηγαδιού το στόμα.
Κι είπε σ’ αυτούς ο Ιακώβ: αδέρφια από πού είστε;
Απ’ τή Χαρράν, του είπανε. Μην ξέρετε τον Λαβαν
Που ’χει πατέρα τον Ναχώρ; τους λέει. Κι εκείνοι του ’παν
Και βέβαια τον ξέρουμε. Είναι καλά; ρωτάει.
Και του ’πανε, είναι καλά. Και να! την ώρα εκείνη
Που με τα πρόβατα η Ραχήλ ερχόταν στο πηγάδι.
Κι είπε σ’ αυτούς ο Ιακώβ: νωρίς ακόμα είναι
Να μαζευτούν τα πρόβατα, νερό λοιπόν ας πιούνε
Και πάτε πάλι για βοσκή. Κι αυτοί είπαν δεν μπορούμε,
Πρέπει να περιμένουμε όλοι οι βοσκοί να ’ρθούνε
Ώστε την πέτρα όλοι μαζί απ’ του πηγαδιού το στόμα
Να την κυλίσουμε, και πια τα πρόβατα να πιούνε.
Κι ενώ ακόμα μίλαγε μ’ αυτούς, να η θυγατέρα
Του Λαβαν έφτανε, η Ραχήλ, μαζί με το κοπάδι
Που ήταν του πατέρα της γιατί τα πρόβατα του
Εκείνη ήταν που τα ’βοσκε. Και τη Ραχήλ σαν είδε
Ο Ιακώβ, του αδερφού της μάνας του την κόρη,
Και είδε και τα πρόβατα που ήτανε δικά του,
Την πέτρα από του πηγαδιού το στόμα πάει κυλάει,
Και πότισε τα πρόβατα του Λαβαν, που αδερφό της
Τον είχε η μητέρα του. Και τη Ραχήλ φιλάει
Ο Ιακώβ, και μια φωνή αφήνοντας μεγάλη
Εξέσπασε σε δάκρυα. Και ανεψιός πως είναι
Της είπε του πατέρα της και ότι τη Ρεβέκκα
Είχε μητέρα. Και αυτή, τρέχοντας όλα πήγε
Και τα είπε στον πατέρα της. Και του Ιακώβ ο Λάβαν
Τ’ όνομα όταν άκουσε, του γιου της αδερφής του,
Κοντά του πήγε τρέχοντας και μες στην αγκαλιά του
Τον έσφιξε, τον φίλησε, και σπίτι τον επήγε.
Κι είπε στον Λαβαν ο Ιακώβ όλα όσα είχαν γίνει.
Και του ’πε ο Λάβαν, κόκαλο είσαι απ’ τα κόκαλά μου
και σάρκα από τη σάρκα μου. Και για τριάντα μέρες
Οι δυο εμείνανε μαζί.
ΧΧΙΧ15
Κι είπε ο Λαβαν στον Ιακώβ: γιατί είσαι ανεψιός μου Δε θα δουλεύεις δωρεάν. Ποιός είναι ο μισθός σου;
Ο Λαβαν είχε κόρες δυο. Τη μία, τη μεγάλη,
Λεία τη λέγαν. Και Ραχήλ λέγανε την πιο νέα.
Κι είχε η Λεία αδύνατα τα μάτια της. Και ήταν
Πολύ ωραία η Ραχήλ σε πρόσωπο και σώμα.
Και τη Ραχήλ ο Ιακώβ αγάπησε. Και είπε:
Για τη Ραχήλ την κόρη σου που είναι η πιο νέα
Θα σου δουλέψω εφτά χρονιές. Κι είπε σ’ αυτόν ο Λάβαν:
Καλλίτερα σε σε, παρά σε άλλον να τη δώσω.
Μείνε μαζί μου. Κι ο Ιακώβ για της Ραχήλ τη χάρη
Χρόνια εφτά εδούλεψε. Και λίγες σα να ήταν
Μέρες του φάνηκε, γιατί, πολύ την αγαπούσε.
Κι είπε στον Λάβαν ο Ιακώβ: Η ώρα έχει φτάσει,
Δώσε μου τη γυναίκα μου να κοιμηθώ μαζί της.
Κι όλους αφού εμάζεψε της περιοχής τους άντρες
Το γάμο ο Λαβαν έκανε. Και όταν ήρθε βράδυ
Πήρε τη Λεία την κόρη του, στον Ιακώβ την πήγε
Κι ο Ιακώβ κοιμήθηκε μ’ αυτήν. Κι έδωσε ο Λαβαν
Στη Λεία τη θυγατέρα του την υπηρέτρια του
Που τηνε λέγανε Ζελφάν για υπηρέτριά της.
Και το πρωί ο Ιακώβ κοιτάει, βλέπει τη Λεία.
Κι είπε στο Λαβαν, συ γιατί αυτό μου το ’χεις κάνει;
Για τη Ραχήλ δε δούλεψα; Γιατί μ’ έχεις γελάσει;
Κι είπε ο Λαβαν, έτσι εδώ το ’χουμε, τη μεγάλη
Πρώτα να την παντρεύουμε, και τη μικρή μετά της.
Αφού μαζί κάτσεις μ’ αυτή για μία εβδομάδα,
Θα δώσω και την κόρη μου σε σένα εγώ την άλλη.
Μα θα δουλέψεις και γι αυτήν εφτά χρονιές ακόμα.
Κι ο Ιακώβ αυτό έκανε. Έκατσε εφτά ημέρες
Και τη Ραχήλ του έδωσε γυναίκα του ο Λάβαν.
Κι έδωσε ο Λαβαν τη Βαλλάν την υπηρέτρια του
Στην κόρη του, υπηρέτρια δική της να την έχει.
Και ξάπλωσε με τη Ραχήλ. Και πιο πολύ απ’ τη Λεία
Του άρεσε η Ραχήλ. Κι εφτά δούλεψε ακόμα χρόνια.
ΧΧΙΧ31
Κι όταν ο θεός και Κύριος είδε ότι η Λεία
Δεν άρεσε στον Ιακώβ, της άνοιξε τη μήτρα
Και στείρα ήταν η Ραχήλ κι η Λεία έγκυος μένει
Και γιο γεννάει στον Ιακώβ. Και τ’ όνομά του το ’πε
Ρουβήν, γιατί ο Κύριος τον εξευτελισμό μου
Τον είδε, είπε, κι ένα γιό μου έχει εμένα δώσει.
Τώρα ο άντρας μου απ’ αυτό θα μ’ αγαπήσει βέβαια.
Και πάλι έγκυος έμεινε, και δεύτερον γεννάει
Γιό του Ιακώβ. Και, ο Κύριος, είδε πως δεν με θέλουν,
Είπε, και μού ’δωσε κι αυτόν. Και Συμεών τον είπε.
Και πάλι έμεινε έγκυος και πάλι γιό γεννάει.
Και είπε, θα ’ναι τώρα πια ο άντρας μου δικός μου
Μια και του έκανα τρεις γιους. Γι αυτό και τ’ όνομά του
Το ’πε Λευεί. Και γέννησε κι άλλο ένα γιό και είπε
Τώρα τον Κύριο γι αυτό θα τον δοξολογήσω.
Γι αυτό και το παιδί αυτό τ’ ονόμασε Ιούδα.
Κι έπαψε πλέον να γεννά.
XXX
Και όταν είδε η Ραχήλ ότι παιδιά δεν κάνει
Την αδερφή της ζήλεψε και του Ιακώβ του είπε:
Δος μου παιδιά και μένανε. Κι αν όχι θα πεθάνω.
Κι ο Ιακώβ με τη Ραχήλ θύμωσε και της λέει:
Μήπως εγώ είμαι θεός και σ’ έχω κάνει στείρα;
Κι είπε η Ραχήλ στον Ιακώβ: με τη Βαλλά κοιμήσου
Τη δούλα μου. Κι αυτή παιδιά θα κάνει αντίς για μένα
Και θα ’ναι σαν εγώ παιδιά να έχω αποκτήσει.
Και τη Βαλλά τη δούλα της του ’δωσε για γυναίκα.
Κι ο Ιακώβ κοιμήθηκε με τη Βαλλά, και κείνη
Η υπηρέτρια της Ραχήλ, έγκυος είχε μείνει
Κι έκανε γιό στον Ιακώβ. Και η Ραχήλ τότε είπε:
Μ’ έχει ακούσει ο θεός και γιό μου έχει δώσει.
Γι αυτό και το παιδί αυτό Δαν το ’χε ονομάσει.
Και η δούλη της Ραχήλ Βαλλά, έγκυος πάλι μένει
Και δεύτερο στον Ιακώβ γεννάει ένα αγόρι.
Και, ο θεός, είπε η Ραχήλ, βοηθός μου έχει γίνει
Και πάλεψα και νίκησα εγώ την αδερφή μου.
Κι είπε τ’ αγόρι Νεφθαλεί. Τώρα η Λεία είδε
Πως είχε πάψει να γεννά. Και τη Ζελφά επήρε
Τη δούλη της, και στον Ιακώβ την έδωσε γυναίκα.
Κι αυτός κοιμήθηκε μ’ αυτήν, κι η δούλα είχε της Λείας
Έγκυος μείνει, η Ζελφά, και γιο είχε γεννήσει.
Και είπε η Λεία, έτυχε. Γι αυτό και το παιδί της
Το είπε Γαδ. Και η Ζελφά έγκυος πάλι μένει,
Της Λείας η δούλα, και γεννάει στον Ιακώβ γιό πάλι.
Και, ευτυχισμένη είμαι εγώ, η Λεία τώρα είπε,
Και θα με μακαρίζουνε οι γυναίκες. Και το είπε
Ασήρ εκείνο το παιδί. Και ο Ρουβήν επήγε
Μια μέρα που θερίζανε, και μήλα μαντραγόρα
Έφερε στη μητέρα του τη Λεία απ’ τα χωράφια.
Κι είπε στη Λεία η Ραχήλ η αδερφή της: δος μου
Το μαντραγόρα που ’φερε σε σένα το παιδί σου.
Κι είπε η Λεία, δεν σου αρκεί τον άντρα που μου πήρες
θες και το μαντραγόρα συ να πάρεις του παιδιού μου;
Και, όχι, είπε η Ραχήλ, δεν ειν’ αυτό που θέλω.
Μα να, το μαντραγόρα συ αν μου δώσεις του παιδιού σου
Τη νύχτα αυτή ο άντρας μου θα κοιμηθεί με σένα.
Κι όταν το βράδυ ο Ιακώβ γύρισε απ’ το χωράφι
Βγήκε και τον απάντησε η Λεία. Και του είπε,
Τη νύχτα αυτή θα κοιμηθείς μαζί μου-νοικιασμένον
Το μαντραγόρα δίνοντας του γιου μου σ’ έχω απόψε.
Κι ο Ιακώβ κοιμήθηκε τη νύχτα αυτή μαζί της
Και ο θεός την άκουσε τη Λεία κι είχε εκείνη
Έγκυος μείνει, κι έκανε στον Ιακώβ γιό πέμπτο.
Κι η Λεία, μ’ αντάμειψε ο θεός, είπε, γιατί είχα δώσει
Τη δούλη μου στον άντρα μου. Και Ισαχάρ το είπε
Τ’ όνομά του παιδιού αυτού, που ανταμοιβή σημαίνει.
Κι έκανε η Λεία κι άλλο γιό στον Ιακώβ, τον έκτο.
Κι είπε η Λεία, του’ τον καιρό καλό μου έχει ένα
Δώρο χαρίσει ο θεός. Θα προτιμάει τώρα
Ο άντρας μου εμένα γιατί γιους έξη του έχω κάνει.
Και του έκτου γιου της Ζαβουλών το είπε τ’ όνομά του.
Και μία κόρη έκανε, και τ’ όνομά της Δείνα.
Και ο θεός θυμήθηκε και της Ραχήλ τον πόνο
Και άνοιξε τη μήτρα της κι έγκυος είχε μείνει
Κι έκανε γιό στον Ιακώβ. Και, ο θεός μου πήρε
Το ντρόπιασμα, είπε η Ραχήλ. Και Ιωσήφ το είπε
Τ’ όνομα του παιδιού αυτού. Και, ο θεός ας δώσει
Να κάνω, είπε, κι άλλο γιό.
Κι υστέρα που τον Ιωσήφ είχε η Ραχήλ γεννήσει,
Είπε στον Λάβαν ο Ιακώβ: Στείλε με πάλι πίσω
Στη γη μου και στον τόπο μου. Δώσε μου τα παιδιά μου
Δώσε μου τις γυναίκες μου που ’χω γι αυτές δουλέψει
Να φύγω. Ξέρεις τι δουλειά σε σένα έχω κάμει.
Και του ’πε ο Λαβαν, να με βρει κακό, αν πω για σένα
Οτι δε μου ’κανες καλό. Πες μου λοιπόν τι θέλεις
Κι αμέσως θα στο δώσω εγώ. Κι ο Ιακώβ του είπε:
Συ ξέρεις πως σου δούλεψα. Ξέρεις κοντά μου πόσα
Τα ζώα σου εγίνανε. Γιατί ενώ ήταν λίγα
Εγώ πολλά τα έκανα. Εδώ αφότου ήρθα
Η ευλογία του θεού Κυρίου σου εδόθη.
Τώρα καιρός το σπίτι μου κι εγώ ν’ ανοίξω είναι.
Κι είπε ο Λαβαν στον Ιακώβ, τι θέλεις να σου δώσω;
Κι είπε σ’ αυτόν ο Ιακώβ, τίποτα μη μου δώσεις.
Κι αν κάνεις ό,τ ι θα σου πω, πάλι θα στα φυλάξω
Και πάλι ο τσοπάνος σου θα ’μαι στα πρόβατά σου.
Να, τράβα σήμερα και δες τα πρόβατα σου όλα
Και χώρισε απ’ τα πρόβατα όσα έχουν μαύρο χρώμα
Κι όσα ειν’ άσπρα ή έχουνε πιτσίλες απ’ τα γίδια.
Η πληρωμή μου θα ’ναι αυτά, και δίκαιο θα με λένε
Όλοι στο μέλλον, αν αυτά θα πάρω για μισθό μου.
Κι όποιο δε θα ’ναι μελανό από τα πρόβατα μου
Κι όποια άσπρη από τις γίδες μου ή πιτσιλιά δε θα ’ναι
Αυτό θα πει ότι αυτά τα ’χω εγώ κλεμμένα.
Και του ’πε ο Λάβαν, όπως συ το είπες, έτσι ας γίνει.
Και πήγε την ημέρα αυτή και χώρισε τους τράγους
Τους άσπρους και πιτσιλωτούς, κι από τις γίδες όλες
Τις άσπρες και πιτσιλωτές, κι από τ’ αρνιά τα μαύρα
Και στα παιδιά του τα ’δωσε. Και τα ’στειλε σε μέρος
Που απείχε από τον Ιακώβ τριών ημερών πορεία.
Και όσα από τα πρόβατα στον Λαβαν είχαν μείνει
Τα έβοσκε ο Ιακώβ. Και πήρε από μια βέργα
Ο Ιακώβ, πλατάνινη και κάρινη και λεύκας.
Και κατά μέρη έβγαλε την πράσινη τη φλούδα
Ώστε από μέσα το λευκό να φαίνεται το ξύλο
Ενώ τριγύρω απ’ το λευκό έμενε η σκούρα φλούδα,
Κι η βέργα έτσι ολόκληρη πιτσιλωτή φαινόταν.
Και τα ραβδιά τα ’βαλε αυτά δίπλα από τις ποτίστρες
Ώστε όταν έρχονταν εκεί τα πρόβατα να πιούνε
Μπρος τους τις βέργες να ’χουνε. Κι ύστερα από το πιόμα
Κι ενώ θα διασταυρώνονται, να βλέπουνε τις βέργες.
Και βατευόντανε τ’ αρνιά κοιτάζοντας τις βέργες.
Και γένναγαν τα πρόβατα, και κάναν είτε άσπρα
Είτε σταχτιά πιτσιλωτά, κι άλλων ειδών αρνάκια.
Και χώριζε ο Ιακώβ τα πρόβατα τα νέα
Και σ’ όσα πρόβατα ήτανε να γονιμοποιηθούνε
Άσπρο κριάρι έβαζε. Κι όποιο αρνί γεννιόταν
Που ήτανε πιτσιλωτό, το ’βαζε στα δικά του.
Κι έτσι κοπάδια έφτιαξε που ανήκανε σε κείνον
Και που δεν τ’ ανακάτευε μ’ αυτά που ήσαν του Λαβαν.
Κι όταν τα πρόβατα καιρός ήτανε να συλλάβουν
Τις βέργες έβαζε ο Ιακώβ μπροστά τους στις ποτίστρες
Ώστε αυτά να βατευτούν κοιτάζοντας τις βέργες.
Και σ’ όσα από τα πρόβατα κοντά ήταν γεννημένα
Τις βέργες δεν τις έβαζε. Κι έτσι, γερά τ’ αρνάκια
Γεννιόντανε του Ιακώβ, κι ασθενικά του Λαβαν.
Κι ο Ιακώβ επλούτισε παρά πολύ. Και ζώα
Πολλά κοπάδια απόχτησε, βόδια, καμήλες , όνους.
Και δούλους κι υπηρέτριες.
XXXI
Και άκουσε ο Ιακώβ να λεν οι γιοί του Λάβαν
Όλα από τον πατέρα μας ο Ιακώβ τα πήρε
Κι είναι από τον πατέρα μας που πλούσιος έχει γίνει.
Και είδε και το φέρσιμο πως άλλαζε του Λάβαν
Κι απέναντί του πως αυτός δεν ήταν όπως πρώτα.
Κι ο Κύριος είπε στον Ιακώβ: Γύρισε στη γενιά σου
Στον τόπο του πατέρα σου. Κι εγώ θα ’μαι μαζί σου.
Και τη Ραχήλ ο Ιακώβ έστειλε και τη Λεία
Να πα’ να του φωνάξουνε που ήταν στην πεδιάδα
Εκεί που ’χαν τα πρόβατα. Και, βλέπω εγώ, τους είπε,
Πως φέρεται ο πατέρας σας αλλιώς τώρα σε μένα
Κι όχι όπως πριν μου φέρονταν. Μα ο θεός μαζί μου
Ήτανε του πατέρα μου. Ξέρετε σεις οι ίδιες
Ότι εδούλεψα γι αυτόν με όλη την ψυχή μου.
Μα όμως ο πατέρας σας μ’ έχει εξαπατήσει
Κι έχει ως και το μισθόν αυτός των δέκα αρνιών αλλάξει.
Μα δεν τον άφησε ο θεός κακό σε με να κάμει.
Αν έλεγε, τα παρδαλά θα είναι ο μισθός σου,
Τότε τ’ αρνιά όλα παρδαλά θα ’ταν που θα γεννιόνταν.
Κι αν τ’ άσπρα μου ’δινε μισθό, όλα άσπρα θα γεννιόνταν.
Και πήρε απ’ τον πατέρα σας ο θεός τα ζώα όλα
Και μένα μου τα έδωσε. Και με τα μάτια μου είδα
Στον ύπνο μου τα πρόβατα που έγκυα εμέναν.
Κι οι τράγοι και τα κριάρια, να! που πάνω ανεβαίναν
Στις γίδες και στα πρόβατα, η σκούρες βούλες είχαν
Ή ήτανε πιτσιλωτοί, ή ήτανε ολάσπροι.
Και άγγελος θεού, Ιακώβ! μου είπε ενώ κοιμόμουν
Κι εγώ του είπα τί με θες; Κι αυτός, γύρνα, μου είπε
Το βλέμμα σου και κοίταξε τους τράγους και τα κριάρια
Στις γίδες και στα πρόβατα πάνω που ανεβαίνουν,
Που είναι λευκοί, πιτσιλωτοί, ή σκούρες βούλες έχουν.
Είδα όσα ο Λάβαν σου ’κανε. Και ο θεός εγώ ’μαι
Που φανερώθηκε σε σε, εκεί, στον θείο τόπο-
Εκεί που στήλη μου ’στησες και που μου προσευχήθης.
Τώρα λοιπόν από τη γη σήκω αυτήν και φύγε.
Στην πατρική σου τράβα γη κι εγώ θα ’μαι μαζί σου.
Και του απαντήσαν η Ραχήλ κι η Λεία και του είπαν:
Και μήπως στην κληρονομιά θα ’χαμε εμείς μερίδιο
Στο σπίτι του πατέρα μας; Σαν ξένες δεν μας βλέπει;
Γιατί αυτός μας πούλησε κι έφαγε τα λεφτά μας.
Κι όσον απ’ τον πατέρα μας πλούτο ό θεός επήρε
Ολόκληρος σε μας αυτός θα πάει και στα παιδιά μας.
Κάνε όπως σου ’πε ο θεός. Κι ο Ιακώβ σηκώθη
Και στις καμήλες έβαλε γυναίκες και παιδιά του
Και πήρε όλα τα πράγματα και τα υπάρχοντα του
Εκείνα που απόκτησε στη Μεσοποταμία
Και όλα όσα ανήκανε σ’ αυτόνε και κινάει
Προς του πατέρα του Ισαάκ, στη γη Χαναάν να πάει.
Τα πρόβατά του είχε πάει ο Λαβαν να κουρέψει.
Και φεύγοντας του έκλεψε η Ραχήλ τα είδωλα του.
Κι από τον Λαβαν το ’κρυψε ο Ιακώβ, το Σύρο,
Και δεν τον πληροφόρησε πως πρόκειται να φύγει.
Κι έφυγε αυτός με όλα του, πέρασε το ποτάμι
Και πήγε στο όρος Γαλαάδ. Όμως την τρίτη μέρα
Για το φευγιό του Ιακώβ έμαθε ο Σύρος Λάβαν.
Κι αμέσως παίρνοντας αυτός μαζί τους συγγενείς του
Κι αφού τόνε κυνήγησε για εφτά ημέρες, τέλος
Τον φτάνει στο όρος Γαλαάδ. Και ο θεός στο Λάβαν
Πήγε το Σύρο ενώ αυτός κοιμόταν, και του είπε:
Πρόσεξε μήπως άσχημα στον Ιακώβ μιλήσεις.
Και πήγε ο Λαβαν στον Ιακώβ που είχε τη σκηνή του
Στημένη πάνω στο βουνό. Και όρισε ο Λάβαν
Απάνω στο όρος Γαλαάδ οι συγγενείς του να ’ναι.
Κι είπε ο Λάβαν του Ιακώβ, τ’ είναι που έχεις κάμει;
Γιατί να φύγεις μυστικά; Γιατί να με ληστέψεις
Παίρνοντας και τις κόρες μου μαζί, σαν να τις είχες
Σε πόλεμο αιχμάλωτες; Ενώ αν μου το ζητούσες
Θα σ’ άφηνα οπωσδήποτε να φύγεις με χαρά μου
Και μάλιστα με μουσικές, τύμπανα και κιθάρες.
Τώρα δεν είχα τη χαρά καν ούτε να φιλήσω
Τους γιους μου και τις κόρες μου. Σαν άμυαλος εφέρθης.
Και τώρα έχω τη δύναμη εγώ να σε τσακίσω.
Μα του πατέρα σου ο θεός εχτές σε μένα ήρθε
Και μου ’πε κοίτα μη άσχημα στον Ιακώβ μιλήσεις.
Τράβα λοιπόν. Αλλά, καλά, πεθύμησες να φύγεις
Και στου πατέρα σου να πας. Όμως γιατί εμένα
Τα είδωλα μου μου ’κλεψες; Κι είπ’ ο Ιακώβ στον Λαβαν:
Γιατί φοβήθηκα εσύ ότι θα μου κρατούσες
Τις κόρες σου, και όλα αυτά που ήτανε δικά μου.
Κι αν ψάξεις και σε κάποιονε τα είδωλά σου έβρεις
Τότε ζωή δε θα ’χει αυτός άλλη ανάμεσα μας.
Ψάξε και αν δικό σου βρεις μες στα δικά μου κάτι
Πάρτο. Και κείνος έψαξε και τίποτα δε βρήκε.
Ο Ιακώβ δεν ήξερε πως η Ραχήλ τα είχε
Τα είδωλα, η γυναίκα του, κλεμμένα. Και ο Λαβαν
Στης Λείας πήγε τη σκηνή, έψαξε, δεν τα βρήκε.
Κι από της Λείας τη σκηνή εβγήκε κι είχε πάει
Και στη σκηνή του Ιακώβ. Έψαξε-δεν τα βρήκε.
Και στη σκηνή έψαξε των δυο των υπηρετριών του
Και δεν τα βρήκε ούτε εκεί. Και στη σκηνή εμπήκε
Όπου βρισκόταν η Ραχήλ. Και η Ραχήλ τα είχε
Μες στο σαμάρι τα είδωλα τρυπώσει της καμήλας
Και πάνω τους εκάθησε. Και, κύριε, μη θυμώνεις
Του είπε του πατέρα της. Να σηκωθώ μπροστά σου
Δεν το μπορώ γιατί έχω αυτή τη γυναικεία αρρώστια.
Κι έψαξε ο Λάβαν στις σκηνές όλες και δεν τα βρήκε.
Κι ο Ιακώβ εθύμωσε και μάλωσε τον Λάβαν
Και του ’πε: Ποιό το αδίκημα λοιπόν που έχω κάμει
Και ποια η αμαρτία μου που πίσω μου έχεις τρέξει
Και που έχεις πιάσει κι έψαξες ότι είχα και δεν είχα;
Λοιπόν δικό σου τί έχεις βρει; Βάλτο εδώ μπροστά μας
Κι ας ψάξουνε να έβρουνε οι δικοί σου κι οι δικοί μου
Ποιος έχει άδικο απ’ τους δυο. Είκοσι χρόνια τώρα
Είμαι μαζί με σένα εγώ. Κι ούτε τα πρόβατά σου
Ούτε οι γίδες σου έπαψαν καθόλου να γεννάνε.
Κριάρια δε σου έφαγα. Κανένα φαγωμένο
Από θηρίο δε σου ’φερα, και ό,τι μέρα ή νύχτα
Μου ’κλεβε κάποιος, με λεφτά το πλήρωνα δικά μου.
Τη μέρα ο λίβας μ’ έκαιγε. Και πάγωνα τη νύχτα.
Κι ο ύπνος απ’ τα μάτια μου έφευγε. Τέτοια ήταν
Τα είκοσι που έζησα κοντά σε σένα χρόνια.
Για να ’χω τις δυο κόρες σου εδούλεψα κοντά σου
Για χρόνια δεκατέσσερα. Και άλλα έξη χρόνια
Σου φύλαγα τα πρόβατα. Και κοροϊδεύοντας με
Μου είχε δέκα πρόβατα δοσμένα για μιστό μου.
Και μη του πάππου μου Αβραάμ ο θεός να με βοηθήσει,
Και μη ο φόβος του Ισαάκ, άδειον θα μ’ είχες διώξει.
Μα τη δικιά σου αδικιά και τον δικό μου κόπο
Τα ’δε ο θεός γι αυτό και χτες σου είπε ότι σου είπε.
XXXI 43
Κι ο Λαβαν αποκρίθηκε στον Ιακώβ και του ’πε:
Οι κόρες είναι κόρες μου και τα παιδιά παιδιά μου.
Τα ζώα είναι ζώα μου, και όσα γύρω βλέπεις
Ανήκoυνε σε μένανε και στις δικές μου κόρες.
Σ’ αυτές εγώ που γέννησα, είτε και στα παιδιά τους
Μπορώ εγώ κάτι κακό σήμερα να τους κάνω;
Εγώ κι εσύ ας κάνουμε λοιπόν μια συμφωνία
Κι αυτή να είναι ο μάρτυρας ανάμεσα στους δυο μας.
Κι είπε σ’ αυτόνε, να! κανείς δεν είναι εδώ μαζί μας.
Μάρτυρας θα ’ναι ο θεός ανάμεσα στους δυο μας.
Και μία πέτρα ο Ιακώβ πήρε και σα μια στήλη
Πάνω στη γη την έστησε. Και είπε στους δικούς του:
Μαζέψτε πέτρες. Μάζεψαν, κι ένα σωρό εφτιάξαν.
Και στον σωρό αυτό κοντά καθίσανε να φάνε.
Και του ’πε ο Λαβαν: ο σωρός μάρτυρας τούτος θα ’ναι
Ανάμεσα μας σήμερα. Και το σωρό τις πέτρες
Ο Λαβαν τον ονόμασε "Σωρός της Μαρτυρίας"
Κι ο Ιακώβ "Μάρτυς Σωρός". Και του Ιακώβ ο Λάβαν
Του είπε να! ο σωρός αυτός, και να! κι αυτή η στήλη-
Μάρτυρας κι ο σωρός αυτός και μάρτυρας κι η στήλη.
Γι αυτό "Βουνό που μαρτυρεί" του τόπου τ’ όνομα είπαν.
Κι ας επιβλέψει ο Θεός, είπε, ανάμεσά μας,
Γιατί μακριά θα ζούμε εμείς ο ένας απ’ τον άλλο.
Κι αν άσχημα στις κόρες μου φερθείς, κι αν πάρεις κι άλλες
Εκτός από τις κόρες μου να ’χεις μαζί γυναίκες,
Κοίτα, κανείς δεν είναι εδώ που να μας βλέπει-μάρτυς
Ανάμεσα σε μας τους δυο μόνο ο θεός θα είναι.
Και είπε ο Λάβαν στον Ιακώβ: να! ο σωρός ετούτος
Κι η στήλη ετούτη μάρτυρας, πως δε θα τα περάσω
Για να ’ρθω εγώ σε σένανε, κι ούτε θα τα περάσεις
Εσύ σε μένα για να ’ρθείς, να βλάψει ένας τον άλλο.
Είθε ο θεός του Αβραάμ και του Ναχώρ να κρίνουν
Ανάμεσα σε μας τους δυο. Κι ο Ιακώβ ορκίστη
Στο φόβο του πατέρα του του Ισαάκ που είχε.
Και στο βουνό θυσίασε. Κι έφερε τους δικούς του
Και φάγανε, και ήπιανε, και στ’ όρος κοιμηθήκαν.
Και σ’κώθει ο Λάβαν το πρωί, εφίλησε τους γιούς του,
Τις κόρες του εφίλησε και τους ευλόγησε όλους.
Κι έφυγε και στον τόπο του γύρισε πάλι ο Λαβαν.
XXXII
Κι ο Ιακώβ συνέχισε το δρόμο που ’χε πάρει.
Και σήκωσε τα μάτια του και στράτευμα είδε θείο
Που ήταν σε παράταξη, Κι ήταν θεού αγγέλοι
Και διασταυρώθηκαν μ’ αυτόν. Κι όταν αυτός τους είδε,
Στράτευμα θείο ειν’ αυτό, είπε, κι αυτό τον τόπο
«Παρεμβολές» ονόμασε.
XXXII3
Και στον Ησαύ ο Ιακώβ έστειλε αγγελιαφόρους
Στη γη Σηείρ, στη χώρα Εδώμ, και είπε να του πούνε:
Λέει ο δούλος σου Ιακώβ, έμεινα με τον Λάβαν
Και ως τα τώρα ήμουν εκεί. Κι απόκτησα όνους, βόδια,
Δούλους και δούλες, πρόβατα. Και στέλνω να ζητήσω
Απ’ τον κύριό μου τον Ησαύ, το δούλο του εμένα,
Να τον δεχτεί μ’ ευμένεια. Και οι αγγελιαφόροι
Γύρισαν πίσω στον Ιακώβ, και, πήγαμε, του είπαν
Στον αδερφό σου τον Ησαύ και να σε συναντήσει
Έρχεται εκείνος, έχοντας μαζί του τετρακόσους.
Κι ο Ιακώβ φοβήθηκε πολύ και απορούσε.
Κι έφτιαξε δυο στρατόπεδα χωρίζοντας στη μέση
Βόδια, καμήλες, πρόβατα, και το λαό που είχε.
Κι είπε, αν στο στρατόπεδο πέσει ο Ησαύ το ένα
Και το τσακίσει, θα σωθεί τουλάχιστο το άλλο.
Και προσευχήθη ο Ιακώβ, και, των πατέρων μου, είπε, .
Αβραάμ και Ισαάκ θεέ, συ Κύριε, που μου είπες
Φύγε για την πατρίδα σου κι εγώ θα σε προσέχω,
Το δίκιο κι η αλήθεια σου και τώρα ας μη μου λείψουν
Όπως ποτέ απ’ τό δούλο σου δεν έλειψαν εμένα.
Μ’ ένα ραβδί επέρασα τότε τον Ιορδάνη.
Τώρα έχω δυο στρατόπεδα. Απ’ τού Ησαύ το χέρι
Του αδερφού μου, σώσε με. Γιατί φοβάμαι μήπως
Και με και τις γυναίκες μου και τα παιδιά σκοτώσει.
Γιατί εσύ μου είχες πει ότι θα με φροντίσεις
Κι ότι απογόνους θα ’χω εγώ σαν άμμο της θαλάσσης
Που δε μπορεί των κόκκων του να μετρηθεί το πλήθος.
Και κει τη νύχτα ο Ιακώβ κοιμήθηκε αυτήνε.
Και δώρα πήρε απ’ αυτά που έφερε μαζί του
Και στον Ησαύ τα έστειλε. Κι ήταν διακόσες γίδες,
Κι ήταν κριάρια είκοσι, κι ήταν σαράντα βόδια,
Είκοσι τράγοι, πρόβατα διακόσα, και καμήλες
Που να θηλάζουνε, μαζί με τα μικρά τους τριάντα.
Κι ήτανε κι όνοι είκοσι, και γαϊδουράκια δέκα
Και δέκα ταύροι. Κι όλα αυτά σε δούλους του τα δίνει
Ένα κοπάδι καθενός, και, πιο μπροστά από μένα
Τους είπε, να βαδίζετε, κι απόσταση, τους είπε,
Ν’ αφήνετε ανάμεσα κοπάδι σε κοπάδι.
Κι είπε στον πρώτο, αν ο Ησαύ σε δει ο αδερφός μου,
Και τίνος είσαι σε ρωτά, πού πας, και τίνος είναι
Τα ζώα αυτά, του Ιακώβ του δούλου σου είναι, πες του-
Δώρα που εκείνος στον Ησαύ στέλνει, τον κύριό μου.
Κι αυτός έρχεται πίσω μας. Έτσι στον πρώτο είπε
Κι αυτά είπε και στον δεύτερο, τα ίδια και στον τρίτο
Και σ’ όσους πήγαιναν μπροστά, πίσω απ’ τα ζώα εκείνα.
Έτσι, τους είπε, ο Ησαύ αν σας ιδεί θα πείτε.
Και ύστερα, ο δούλος σου Ιακώβ πέστε του, νάτος,
Έρχεται από πίσω μας. Γιατί, ας τον καλοπιάσω
Πρώτα με δώρα, σκέφτηκε, που παν πριν από μένα
Κι ίσως καλά να με δεχτεί σα θα με δει κατόπι.
Και στο στρατόπεδο ο Ιακώβ κοιμήθη αυτό το βράδυ.
Τη νύχτα όμως σηκώθηκε, πήρε τις δυο του δούλες
Πήρε και τις γυναίκες του και τα έντεκα παιδιά του
Και πέρασε τον Ιαβώχ. Και με κεινούς αντάμα
Πέρασε από το χείμαρρο κι όλα τα υπάρχοντά του.
ΧΧΧΙΙ24
Κι έμεινε μόνος ο Ιακώβ. Κι ενάντιά του κάποιος
Πάλευε μέχρι το πρωί. Κι είδε πως δε νικούσε
Και το μηρό του ακούμπησε στο μέρος το πλατύ του
Και του Ιακώβ εμούδιασε το μέρος όλο εκείνο
Ενώ ακόμα επάλευε. Και του ’πε, άφησέ με
Γιατί ήρθε το ξημέρωμα. Κι ο Ιακώβ του είπε
Να φύγεις δε σ’ αφήνω εγώ, αν πριν δεν μ’ ευλογήσεις.
Και τόνε ρώτησ’ ο άνθρωπος: ποιο είναι τ’ όνομά σου;
Και είπε κείνος: Ιακώβ. Και, από δω και πέρα
Δε θα σε λένε Ιακώβ, μα Ισραήλ, του είπε,
Γιατί γερός με το θεό παλεύοντας εδείχτης.
Και δυνατός ανάμεσα θα ’σαι και στους ανθρώπους.
Και ρώτησε ο Ιακώβ: ποιό είναι τ’ όνομά σου;
Και του ’πε αυτός: γιατί ρωτάς ποιό είναι τ’ όνομά μου;
Και τότε τον ευλόγησε. Κι ο Ιακώβ τον είπε
Τον τόπο «θεού Φανέρωμα» γιατί, εδώ πέρα, είπε,
Του θεού είδα το πρόσωπο χωρίς και να πεθάνω.
Και όταν έφευγε από κει, τότε ο ήλιος βγήκε.
Κι ο Ιακώβ εκούτσαινε. Γι αυτό οι Ισραηλίτες
Δεν τρώνε μέχρι σήμερα το νεύρο που εναρκώθη
Και που στο μέρος του μηρού βρίσκεται το πλατύ του,
Γιατί ο θεός του Ιακώβ το νεύρο του είχε αγγίσει
Αυτού του μέρους του μηρού-εκείνο που εναρκώθη.
XXXIII
Κι ο Ιακώβ εσήκωσε τα μάτια του και είδε.
Και να που ερχόταν προς αυτόν ο Ησαύ ο αδερφός του
Και που μαζί του έφερνε και τετρακόσους άντρες.
Και στη Ραχήλ ο Ιακώβ μοίρασε, και στη Λεία,
Και στις δυο δούλες τα παιδιά. Κι έβαλε τις δυο δούλες
Και τα δικά τους τα παιδιά μπροστά, μετά τη Λεία
Με τα παιδιά της, και μετά έβαλε τελευταίους
Ραχήλ και Ιωσήφ. Κι αυτός μπροστά επήγε απ’ όλους.
Κι εφτά φορές προσκύνησε βαθιά μέχρι το χώμα
Ενώ πλησίαζε ο Ησαύ. Και τρέχοντας επήγε
Και τον αγκάλιασε ο Ησαύ κι έπεσε στο λαιμό του
Και όλο τόνε φίλαγε. Και κλάψανε κι οι δυο τους.
Και σήκωσε τα μάτια του και τις γυναίκες είδε,
Και τα παιδιά είδε ο Ησαύ. Κι είπε, αυτά τί είναι;
Κι είπε, αυτά είναι τα παιδιά που έχω αποχτήσει
Γιατί το θέλησε ο θεός. Κι οι δούλες πλησιάσαν
Και προσκυνήσαν τον Ησαύ μαζί με τα παιδιά τους.
Κι η Λεία επλησίασε μαζί με τα παιδιά της
Και τον προσκύνησε κι αυτή. Κι ύστερα προσκυνήσαν
Και η Ραχήλ με τον Ιωσήφ. Και ο Ησαύ: τι είναι
Όλα τα ζώα, είπε αυτά που έχω συναντήσει;
Κι είπ’ ο Ιακώβ, αυτά εγώ σε σένανε τα δίνω
Ώστε καλά να με δεχτείς. Και ο Ησαύ του είπε,
Έχω πολλά εγώ αδερφέ, κράτα τα τα δικά σου.
Κι ο Ιακώβ: αφού εσύ με δέχτηκες μ’ ευμένεια
Δέξου από τα χέρια μου τα δώρα που σου δίνω.
Γιατί έτσι που με δέχτηκες, είδα το πρόσωπό σου
Σαν του θεού το πρόσωπο να έβλεπα του ίδιου.
ΙΙάρτα, θα ευχαριστηθώ. Δώρα ευλογημένα
Είναι, αυτά που σου ’φερα, γιατί όλα τα ’χω κάνει
Με του θεού το έλεος. Και ο Ησαύ τα πήρε
Αφού επέμεν' ο Ιακώβ. Κι ο Ησαύ, ας σηκωθούμε,
Είπε, κι ας προχωρήσουμε .Κι ο Ιακώβ του είπε:
Ξέρεις κύριέ μου, τα παιδιά πολλή αντοχή δεν έχουν.
Κι ακόμα έχω πρόβατα και βόδια γεννημένα.
Αν για μια μέρα γρήγορα τα κάνω να βαδίσουν
Τα ζώα θα μου πεθάνουνε. Ας προχωρήσεις κύριε
Μπροστά από με το δούλο σου, κι εγώ θ’ ακολουθήσω
Το δρόμο κανονίζοντας ανάλογα με κείνον
Που κάνουνε τα ζώα μου μπροστά μου που πηγαίνουν
Κι ανάλογα την αντοχή που τα παιδιά θα δείξουν.
Κι έτσι τραβώντας στη Σηείρ θα φτάσω τον κυριό μου.
Θ’ αφήσω τότε, του ’π’ ο Ησαύ, άντρες να σε βοηθήσουν.
Κι ο Ιακώβ, γιατί αυτό; του ’πε, μου αρκεί εμένα
Που, κύριε, με δέχτηκες ευμένεια δείχνοντας μου.
Και την ημέρα ο Ησαύ στο δρόμο εκείνη μπήκε
Για τη Σηείρ. Κι ο Ιακώβ επήγε στις σκηνές του
Και σπίτια έφτιαξε ώστε εκεί να μένουν οι ανθρώποι
Και στάνες για τα ζώα του. Γι αυτό του τόπου εκείνου
Το είπε τ’ όνομα Σκηνές.
ΧΧΧΙΙΙ18
Κι απ’ τής Συρίας ο Ιακώβ τη Μεσοποταμία
Πίσω σαν ήρθε, στη Σαλήμ έκατσε των Σηκίμων
Που είναι γη της Χαναάν. Και διάλεξε μια θέση
Στην πόλη που ήτανε κοντά, κι αγόρασε το μέρος
Του χτήματος που μέσα του είχε στρατοπεδέψει
Απ’ τον Εμμώρ, που του Συχέμ ήτανε ο πατέρας,
Μ’ αντίτιμο εκατό αρνιά. Κι εκεί θυσιαστήριο
Έχτισε, και στου Ισραήλ το θεό επροσευχήθη.
XXXIV
Η κόρη που στον Ιακώβ εγέννησε η Λεία,
Η Δείνα, βγήκε θέλοντας τις κόρες να γνωρίσει
Του τόπου όπου θα ’μενε. Και ο Συχέμ την είδε
Ο Ευαίος, του Εμμώρ ο γιός, ο άρχοντας της χώρας,
Την πήρε, και τη ντρόπιασε κοιμάμενος μαζί της.
Και προσκολλήθηκε ο Συχέμ στου Ιακώβ την κόρη
Κι έγιν’ η αγάπη του αυτή. Και μίλησε σ’ εκείνη
Με λόγια που της άρεσαν. Και ο Συχέμ, πατέρα,
Λέει του Εμμώρ, κανόνισε αυτήνε τη γυναίκα
Να πάρω για γυναίκα μου. Και τη ντροπή της Δείνας
Την έμαθε ο Ιακώβ. Κι οι γιοί του στα χωράφια
Ήτανε με τα ζώα τους. Και μέχρι που να ’ρθούνε
Δε μίλαγε ο Ιακώβ. Και στον Ιακώβ επήγε
Ο Εμμώρ, πατέρας του Συχέμ, ώστε να του μιλήσει.
Και τα παιδιά του Ιακώβ ήρθαν απ’ τά χωράφια
Κι ως άκουσαν τι έγινε μεγάλο πόνο νοιώσαν
Και λυπηθήκανε πολύ. Γιατί κακό μεγάλο
Ήτανε για τον Ισραήλ που εκείνος εκοιμήθη
Με το κορίτσι του Ιακώβ-δεν έπρεπε να γίνει.
Κι είπε σε κείνους ο Εμμώρ, πως ο Συχέμ, ο γιός του
Την αγαπάει την κόρη τους. Γυναίκα δώστε τή του
Και να συμπεθεριάσουμε: τις κόρες τις δικές σας
Οι γιοί μας να παντρεύονται, κι οι κόρες μας τους γιους σας.
Κι εσείς εδώ να μείνετε. Χώρα έχουμε μεγάλη.
Μείνετε κι εμπορεύεστε και χτήματα αγοράστε.
Και παρακάλεσε ο Συχέμ της κόρης τον πατέρα
Και είπε και στ’ αδέρφια της: τη χάρη κάνετέ μου
Κι ότι ζητήστε το ’χετε. Την προίκα μεγαλώστε
Και θα σας τήνε δώσω εγώ. Μόνο την κόρη αυτήνε
Δώστε τη για γυναίκα μου.
ΧΧΧIV13
Και στον πατέρα του Εμμώρ και στον Συχέμ, με δόλο
Αποκριθήκαν του Ιακώβ οι γιοί, γιατί εκείνοι
Την αδερφή τους ντρόπιασαν. Κι οι αδερφοί της Δείνας
Ο Συμεών και ο Λευεί, τους είπαν: δεν μπορούμε
Το πράγμα αυτό να κάνουμε-κάποιον στην αδερφή μας
Να δώσουμε απερίτμητον. Για μας αυτό ντροπή ’ναι.
Όμοιοι με σας θα γίνουμε κι εδώ θα κατοικούμε
Μόνο αν κι εσείς, όπως κι εμείς, σε κάθε αρσενικό σας
Θα κάνετε περιτομή. Τότε και τις δικές μας
Τις κόρες θα σας δώσουμε, και τις δικές σας τότε
Γυναίκες μας θα κάνουμε και εδώ θα κατοικούμε
Και γένος ένα θα ’μαστε. Και αν δε συμφωνείτε
Να κάνετε περιτομή, εμείς τη Δείνα τότε
Την παίρνουμε και φεύγουμε. Κι αυτά τα λόγια αρέσαν
Και στον Εμμώρ και στον Συχέμ, το γιό του. Και ο νέος
Πράξη δεν άργησε αυτά τα λόγια να τα κάνει,
Γιατί πολύ του άρεσε του Ιακώβ η κόρη
Κι ήταν ο δυνατότερος στο πατρικό το σπίτι.
Και πήγανε Συχέμ κι Εμμώρ στης πόλης τους την πύλη
Και προς τους άντρες μίλησαν αυτής της πόλης κι είπαν:
Ειρηνικοί ’ν’ οι άνθρωποι αυτοί. Λοιπόν ας μείνουν
Μαζί με μας στη χώρα αυτή κι ας τριγυρνούν εντός της.
Είναι μεγάλη αυτή η γη. Κι ας πάρουμε γυναίκες
Τις θυγατέρες τους εμείς και κείνοι τις δικές μας.
Όμως θα γίνουνε με μας όμοιοι αυτοί οι ανθρώποι
Ώστε με μας να μείνουνε και λαός να είμαστ’ ένας,
Μόνον αν κάθε αρσενικό περιτμηθεί, δικό μας,
Όπως και κείνοι κάνουνε για κάθε αρσενικό τους.
Τα ζώα, τετράποδα και μη, και τα υπάρχοντα τους
Σε μας τότε θ’ ανήκουνε. Μονο ας περιτμηθούμε
Κι αυτοί θα κάτσουνε με μας. Και τον Συχέμ το γιο του
Και τον Εμμώρ, τους άκουσαν οι άντρες που στην πύλη
Αυτής της πόλης βρέθηκαν, κι όλοι περιτμηθήκαν.
ΧΧΧΙV25
Κι όταν αυτοί πονούσανε, την τρίτη την ημέρα,
Τα δυο παιδιά του Ιακώβ εμπήκανε στην πόλη-
ο Συμεών και ο Λευί, οι αδερφοί της Δείνας-
Και κει με το μαχαίρι τους, χωρίς να κινδυνέψουν,
Σκοτώσαν κάθε αρσενικό. Εσκότωσαν ακόμα
Και τον Εμμώρ και τον Συχέμ. Και πήρανε τη Δείνα
Από το σπίτι του Συχέμ, και φύγαν. Και στην πόλη
Μπήκαν οι γιοί του Ιακώβ που ήταν οι σκοτωμένοι
Και τήνε λεηλατήσανε, γιατί εκεί τη Δείνα
Την αδερφή τους ντρόπιασαν. Και πήρανε μαζί τους
Και όσους όνους, πρόβατα και βόδια ήσαν στην πόλη
Και όσα ήσαν στους αγρούς. Και πήραν αιχμαλώτους
όσους εμείναν ζωντανοί με ό,τι είχαν δικό τους,
Και τις γυναίκες άρπαζαν κι ό,τι ήταν μες στην πόλη
Κι ό,τι στα σπίτια βρήκανε. Κι ο Ιακώβ τότε είπε
Στο Συμεών και στον Λευί: Τώρα θα με μισούνε
Αυτής της γης οι κάτοικοι κακός εγώ σα να ’μαι-
Οι Χαναναίοι κι οι Φερεζαίοι. Κι εγώ έχω λίγους άντρες.
Θα μαζευτούνε τώρα αυτοί και θα με κατακόψουν
Και πάω κι εγώ κι ο οίκος μου. Κι αυτοί, σαν πόρνη, του είπαν,
Την αδερφή μας έπρεπε να μεταχειριστούνε;
XXXV
Κι είπε ο θεός στον Ιακώβ: Σήκω, παρ’ τους δικούς σου
Και τράβα μείνε στη Βαιθήλ κι εκεί θυσιαστήριο
Φτιάξε στο θεό που φάνηκε σε σε όταν φοβισμένος
Για να γλιτώσεις έτρεχες από τον αδερφό σου.
Και στους δικούς του, και σ’ αυτούς που ήτανε μαζί του,
Ειπ’ ο Ιακώβ: Τα είδωλα που έχετε μαζί σας
Των ξένων θεών, πετάξτε τα και να καθαριστείτε
Και φορεσιά ν’ αλλάξετε. Και στη Βαιθήλ ας πάμε.
Και στο θεό που μ’ άκουσε στης θλίψης μου τη μέρα
Κι ήταν κοντά μου φύλακας στο δρόμο που ’χα πάρει
Θυσιαστήριο ας χτίσουμε. Και στον Ιακώβ εδώσαν
Τα είδωλα των ξένων θεών, και όσα σκουλαρίκια
Από τα’ αυτιά τους κρέμονταν. Κι ο Ιακώβ τα κρύβει
Κάτω από μια τερεβυνθιά, στη χώρα των Σηκίμων.
Και μέχρι σήμερα κανείς δεν ξέρει αυτά που είναι.
Κι έφυγε από τα Σήκιμα ο Ισραήλ, κι οι πόλεις
Οι γύρω, φόβο είχανε θεού, και από πίσω
Δεν πήρανε τον Ισραήλ. Κι ο Ιακώβ και όλος
Που είχε μαζί του ο λαός στη γη Λουζά επήγαν
Που ’ναι στη χώρα Χαναάν, κι ειν’ η Βαιθήλ ή ίδια
Γιατί εκεί σ’ αυτόν ο θεός εφάνη, όταν εκείνος
Του αδερφού του του Ησαύ ήθελε να ξεφύγει.
XXXV8
Και της Ρεβέκκας η τροφός πέθανε, η Δεβόρρα,
Και παρακάτω απ’ τη Βαιθήλ, κάτω από μια τη θάψαν Βελανίδια, που ο Ιακώβ το είπε τ’ όνομά της
Του πένθους η Βαλανιδιά. Κι ο θεός εφανερώθη
Μες στη Λουζά, στον Ιακώβ, για μια φορά ακόμα,
Απ’ της Συρίας σα γύρισε τη Μεσοποταμία.
Και τον ευλόγησε ο θεός και του ’πε, τ’ όνομά σου
Δε θα ’ναι πλέον Ιακώβ, μα Ισραήλ θα είναι.
Κι είπε σ’ αυτόνε ο θεός: εγώ είμαι ο θεός σου. Πολλαπλασιάζου κι άκμαζε. Έθνη κι εθνών συνάξεις
θα βγούνε από σένανε. Και θα ’βγουν βασιλιάδες
Απ’ τα δικά σου τα νεφρά. Κι η χώρα που έχω δώσει Στον Αβραάμ και Ισαάκ, σε σε την έχω δώσει.
Δική σου θα ’ναι, κι αυτωνών που θα ’ναι απόγονοί σου.
Κι από κοντά του ο θεός έφυγε, κι απ’ τον τόπο
Που μίλησε με τον Ιακώβ. Κι ο Ιακώβ μια στήλη
Στον τόπο αυτόν που ο θεός εμίλησε μαζί του
Έστησε. Στήλη πέτρινη. Και χοές είχε προσφέρει
Και λάδι πάνω έχυσε στη στήλη αυτή. Και είπε
Αυτού του τόπου τ’ όνομα-αυτού που είχε μιλήσει
Μ’ αυτόν εκεί ο θεός- Βαιθήλ. Κι απ’ τη Βαιθήλ σηκώθη
Και τη σκηνή του έστησε ο Ιακώβ πιο πέρα
από τον πύργο του Γαρέδ. Κι όταν αυτός περνούσε
Απέξω από τη Χαβραθά στην Εφραθά να πάει
Τότε η Ραχήλ εγέννησε. Και δύσκολη είχε γέννα.
Κι ενώ υπόφερε αυτή, θάρρος, της είπε η μαία,
Είναι αγόρι το παιδί. Και λίγο πριν πεθάνει-
Γιατί ετότε πέθανε-τ’ όνομα του παιδιού της
Το ’πε ο Γιός του Πόνου μου. Και Βενιαμίν το είπε
Το αγόρι ο πατέρας του. Κι είχε η Ραχήλ πεθάνει
Και στον ιππόδρομο κοντά της Εφραθά τη θάψαν.
Και είναι αυτή η Βηθλεέμ. Κι ο Ιακώβ μια στήλη
Έστησε στο μνημείο της, και ως τη μέρα ετούτη
Βρίσκεται πάνω στης Ραχήλ το μνήμα αυτή η στήλη.
Κι όταν στον τόπο ο Ισραήλ αυτόν εγκαταστάθη
Επήγε τότε και, ο Ρουβήν με τη Βαλλά εκοιμήθη
Που του πατέρα του ήτανε Ιακώβ η παλλακίδα.
Και όταν τ’ άκουσε, κακό του Ισραήλ του εφάνη.
ΧΧΧV22
Και όλα ήσαν δώδεκα του Ισραήλ τ’ αγόρια.
Οι γιοί της Λείας: ο Ρουβήν, του Ιακώβ ο πρώτος,
Συμεών, Λευί και Νεφθαλείμ, και Ισσάχαρ και Ιούδας.
Και της Ραχήλ ο Ιωσήφ κι ο Βενιαμίν γιοι ήσαν.
Κι η δούλα της Ραχήλ Βαλλά, δύο αγόρια είχε:
Ήταν οι Δαν και Νεφθαλείμ. Κι είχε της Λείας η δούλα
Που τήνε λέγανε Ζελφά, Γαδ και Ασήρ παιδιά της.
Κι είναι αυτοί του Ιακώβ οι γιοί που είχε γεννήσει
Σα στης Συρίας βρίσκονταν τη Μεσοποταμία.
Και στον πατέρα του Ισαάκ ο Ιακώβ επήγε
Που στη Μαμβρή βρισκότανε, μια χώρα της πεδιάδας.
Κι ειν' η Χεβρών της γης Χαναάν αυτή, που κατοικούσαν
Ο Αβραάμ κι ο Ισαάκ. Και εκατόν ογδόντα
Έζησε χρόνια ο Ισαάκ. Και πέθανε και πήγε
Εκεί που κι οι προγόνοι του είχανε όλοι πάει,
Μεγάλος-πλήρης ημερών. Κι οι γιοί του αυτόν τον θάψαν,
Ο Ιακώβ και ο Ησαύ.
XXXVI
Κι ο Ησαύ, που λέγονταν κι Εδώμ αυτούς είχε απογόνους:
Επήρε τις γυναίκες του από τις Χαναναίες.
Κι ήταν αυτές: πρώτη η Αδά, κόρη του Αιλώμ, Χετταίου,
Η Ολιβενά, κόρη του Ανά, γιου Σεβεγών του Ευαίου
Κι η Βασεμάδ, κόρη Ισραήλ, που είχε αδερφό της
Τον Νεβαιώθ. Και η Αδά τον Ελιφάς γεννάει,
Η Βασεμάθ τον Ραγουήλ, κι η Ολιβενά γεννάει
Τον Ιεούς, τον Ιεγλώμ και τον Κορέ. Κι αυτοί ’ναι
Οι γιοί του Ησαύ, στη Χαναάν που ’χε αποκτήσει εκείνος.
Και πήρε τις γυναίκες του, τους γιους του και τις κόρες
Και όλους τους ανθρώπους του κι όλα τα υπάρχοντα του
Κι όλα τα ζώα, κι ολ’ αυτά που έκανε δικά του
Και που, ο Ησαύ, απόκτησε στη γη Χαναάν σαν ήταν,
Κι έφυγε από τη Χαναάν, κοντά απ' τον αδερφό του,
Γιατί πολλά, τα υπάρχοντα ήτανε και των δυο τους
Και η σ’ αυτήν που μένανε δεν τους χωρούσε χώρα.
Και ο Ησαύ στο όρος Σηείρ πήγε να κατοικήσει.
Και ο Ησαύ ειν’ ο Εδώμ. Κι οι απόγονοι αυτοί είναι
Που στο Σηείρ έκαν’ ο Ησαύ, των Εδωμαίων γενάρχης.
Και των παιδιών του Ησαύ αυτά είναι τα ονόματά τους:
Ο Ελιφάς, γιός της Αδά, που ’χε ο Ησαύ γυναίκα.
Ο Ραγουήλ, γιος Βασεμάθ, κι αυτή του Ησαύ γυναίκα.
Κι ήταν οι γιοί του Ελιφάς: Θαιμάν, Ωμάρ, κι ακόμα
Σωφάρ, Γομώθ και ο Κενέζ. Κι είχε μια παλλακίδα
Που τήνε λέγανε Θαμνά ο Ελιφάς. Κι εκείνη
Του έκανε τον Αμαλήκ. Αυτοί του Ησαύ οι γιοί ήταν
Απ’ τή γυναίκα του Αδά. Κι οι γιοί Ραγουήλ αυτοί ’ναι:
Ναχώθ, Ζαρέ, Σομέ, Μοζέ, της Βασεμάθ εγγόνια.
Και της Οβελιμά οι γιοι, που θυγατέρα ήταν
Του Ανά, του γιου του Σεγεβών, τον Ιεούς γεννάει
Και τον Εγλώμ και τον Κορέ. Κι οι απόγονοι αυτοί ’ταν
Του Ησαύ, που γίναν φύλαρχοι και που τ’ αγόρια ήταν
Του Ελιφάς, πρωτότοκου του Ησαύ. Κι οι φύλαρχοι ήταν:
Θαιμάν, Ωμάρ, Σωφάρ, Κενέζ, Κορέ, Γοθάμ, κι ακόμα
Ο φύλαρχος ο Αμαλήκ. Αυτοί οι φύλαρχοι ήταν
Στην Ιδουμαία-και του Ελιφάς και της Αδά γιοί ήσαν.
Κι αυτοί ειν’ οι γιοι του Ραγουήλ που του Ησαύ γιός ήταν:
Οι φυλαρχοι Ναχώθ, Ζαρέ, Σομέ, Μοζέ. Αυτοί ’ταν
Οι φύλαρχοι του Ραγουήλ στη γη Εδώμ, και ήταν
Οι εγγονοί της Βασεμάθ, που ’χε ο Ησαύ γυναίκα.
Και της γυναίκας του Ησαύ Ολιβεμά, οι γιοί ήταν:
Οι φυλαρχοι Ιεούς. Ιεγλόμ, και ο Κορέ. Αυτοί ’ναι
Οι φύλαρχοι που γέννησε η Ολιβεμά, που κόρη
Ήταν του Ανά, και του Ησαύ που ήτανε γυναίκα.
Αυτοί ’τανε οι γιοί του Ησαύ κι αυτοί οι φύλαρχοι ήταν
Που από κείνους βγήκανε που λέγονται Ιδουμαίοι.
Και του Σηείρ, που στο βουνό Σηείρ εκατοικούσε
Γιου του Χορραίου, αυτοί ’ν’ οι γιοί: Λωτάν, Σωβάλ, Σεβέγων,
Ανά, Δησών, Ασάρ, Ρισών. Οι φύλαρχοι αυτοί ήταν
Στην Ιδουμαία του Σηείρ, που του Χορραίου παιδί ’ταν.
Και του Λωτάν οι δύο γιοι Χορρί κι Ατμάν λεγόνταν.
Και μια αδερφή είχε, τη Θαμνά. Και του Σωβάλ οι γιοί είναι:
Γωλάμ, Γαιβήλ και Μαναχάθ, Σωφάρ κι Ωμάρ. Κι οι γιοί ήταν
Του Σεβεγών: Αΐέ κι Ανά. Και ο Ανά είναι τούτος,
Αυτός που μες στην έρημο τον Ιαμείν εβρήκε
που του πατέρα του έβοσκε, του Σεβεγών, τα ζώα.
Κι ήταν ο γιός του Ανά ο Δησών κι η Ολιβεμά η κόρη.
Κι είχε ο Δησών τους Αμαδά, Ασβάν, Ιθράν και Χάρραν.
Οι γιοί του Ασάρ: Βαλαάμ, Ζουκάν και Ιουκάμ. Και ήταν
Γιοί του Ρισών οι Ως και Αράν. Και του Χορρί αυτοί ήταν
Οι φύλαρχοι: Λωτάν, Σωβάλ, Ανά, Δησών, κι ακόμα
Ασάρ, Ρισών και Σεβεγών. Αυτοί οι φύλαρχοι ήταν
Που ειν' του Χορρί απόγονοι στη γη την Ιδουμαία,
Στη φυλαρχία του καθείς.
XXXVI31
Κι οι βασιλιάδες είναι αυτοί της Ιδουμαίας, πριν κάποιος
Απ’ τη γενιά του Ισραήλ σε κείνη βασιλέψει:
Ο γιός του Βεώρ βασίλεψε, ο Βαλάκ, στην Ιδουμαία,
Και Δενναβά η πόλη του λεγότανε. Κατόπι
Όταν επέθανε ο Βαλάκ το θρόνο τον επήρε
Ο γιος του Ζάρα ο Ιωβάβ, που ήταν απ’ τη Βάσδρρα.
Κι όταν επέθαν’ ο Ιωβάβ το θρόνο τον επήρε
Ο Ασώμ από τα Θαιμανά. Και ο Ασώμ πεθαίνει
Και ο Αδάδ, γιος του Βαράδ ανέβηκε στο θρόνο
Που τον Μαδιάμ κατάκοψε μες στης Μωάβ τον κάμπο.
Κι η πόλη του ήταν η Γετθαίμ. Κι όταν ο Αδάδ πεθαίνει
Ο Σαμαδά απ’ τη Μασσεκά στο θρόνο ανεβαίνει.
Και πέθανε ο Σαμαδά κι ανέβηκε στο θρόνο
Ο Σαούλ από τη Ροωβώθ, πόλη παραποτάμια.
Και ο Σαούλ επέθανε κ ι ανέβηκε στο θρόνο
Ο Βαλλενών του Αχοβώρ. Κι ο Βαλλενών πεθαίνει
Και ο Αράδ, γιός του Βαράδ στο θρόνο ανεβαίνει
Που πόλη του ήταν η Φογώρ. Και τη γυναίκα που ’χε
Μετεβεήλ τη λέγανε και ήταν θυγατέρα
Του Ματραΐθ, γιου Μαιοζώβ. Και τα ονόματα ήταν
Των απογόνων του Ησαύ που φύλαρχοι εγίναν
Ανάλογα του καθενός με τη φυλή, τον τόπο,
Το λαό του και τη χώρα του: Θαμνά, Γωλά, Ιέρεθ,
Ολιβεμάς, Φίνων, Ηλάς, Κενέζ, Θαιμάν και Μάζαρ,
Και Μαγεδιήλ και Ζαφωίν. Αυτοί οι φύλαρχοι ήσαν
Της Ιδουμαίας, που έμεναν σε πόλεις που είχαν χτίσει
Μες στην ιδιοκτησία τους. Και είναι ο γενάρχης
Των Ιδουμαίων ο Ησαύ.
XXXVII
Και κατοικούσε ο Ιακώβ στη χώρα που σαν ξένος
Και ο πατέρας του έμενε, στης Χαναάν τη χώρα.
Και ειν’ αυτή του Ιακώβ η γενεαλογία:
Νέος δεκαεφτάχρονος ο Ιωσήφ σαν ήταν
Βοσκούσε του πατέρα του τα πρόβατα, με τ’ άλλα
Τ’ αδέρφια του, που η Βαλλά και η Ζελφά οι γυναίκες
Γέννησαν στον πατέρα του. Κι ο Ιωσήφ μιλούσε
Κι έλεγε στον πατέρα του τον Ισραήλ τις πράξεις
Που αυτοί εκάναν τις κακές. Κι ο Ιακώβ απ’ όλους
Του άλλους γιους του, τον Ιωσήφ περσότερο αγαπούσε
Γιατί γεννήθηκε σ’ αυτόν μέσα στα γερατειά του.
Και να φοράει του έφτιαξε πολύχρωμο χιτώνα
Κι οι αδερφοί του βλέποντας ότι αυτόν απ’ όλους
Τους γιους του ο πατέρας τους τους άλλους αγαπούσε,
Τον ζήλευαν και μια καλή κουβέντα δεν του λέγαν.
Κι όνειρο είδε, κι ο Ιωσήφ, στ’ αδέρφια του το λέει.
Τους λέει: ακούστε τ’ όνειρο που είδα: έβλεπα λέει
Ότι δεμάτια φτιάχναμε στη μέση της πεδιάδας.
Και το δεμάτι λέει ορθό στάθηκε το δικό μου
Και τα δικά σας στράφηκαν και κείνο προσκύνησαν.
Και του ’πανε τ’ αδέρφια του, μη βασιλιάς μας γίνεις
Κι αφέντης μας; Και πιο πολύ ακόμα τον μισήσαν
Για τ’ όνειρο που είχε δει και για τα λόγια που είπε.
Και είδε κι άλλο όνειρο, και το ’πε και στ’ αδέρφια,
Το ’πε και στον πατέρα του. Και να! τους είπε, κι άλλο
Είδα εγώ ένα όνειρο. Είδα ότι κι ο ήλιος
Και το φεγγάρι κι έντεκα με προσκυνούσαν άστρα.
Και τότε ο πατέρας του του ’πε μαλώνοντάς τον:
Τι αυτό είναι πάλι τ’ όνειρο που είδες; Μήπως θα ’ρθω
Κι εγώ, κι έρθει η μητέρα σου, κι έρθουν κι οι αδερφοί σου
Και θα σε προσκυνήσουμε βαθιά μέχρι το χώμα;
Κι οι αδερφοί του απ’ αυτό πιότερο τον μισήσαν.
Μα φύλαξε ο πατέρας του εκείνα του τα λόγια.
Κι σηκωθήκαν στη Συχέμ και πήγαν οι αδερφοί του
Και βόσκαν του πατέρα τους τα πρόβατα εκεί πέρα.
Κι ειπ’ ο Ισραήλ στον Ιωσήφ: Δεν είναι οι αδερφοί σου
Στα βοσκοτόπια της Συχέμ; Θα πας κι εσύ εκεί πέρα.
Και, γιατί όχι; Του ’πε αυτός. Κι ο Ισραήλ του είπε:
Τράβα να δεις αν ειν’ καλά τα πρόβατα κι εκείνοι
Και γύρνα πάλι να μου πεις. Και από την κοιλάδα
Τον είχε στείλει της Χεβρών, και στη Συχέμ επήγε.
Και κάποιος βλέποντας τόνε να τριγυρνά στον κάμπο
Του λέει, τί ψάχνεις; κι είπε αυτός, τους αδερφούς μου ψάχνω.
Πες μου πού τώρα βόσκουνε αυτοί τα πρόβατά τους;
Και του ’πε τότε ο άνθρωπος: φύγαν από δω πέρα
Και άκουσα που λέγανε, στη Δωθαείμ ας πάμε.
Και πίσω από τ’ αδέρφια του ο Ιωσήφ τραβάει
Και τους εβρήκε στη Δωθαείμ.
ΧΧΧVΙΙ18
Κι αυτοί τον είδανε προτού κοντά τους πλησιάσει
Και το κακό τους πέρασε απ’ τό νου να τον σκοτώσουν.
Κι ένας στον άλλον έλεγε, έρχετ’ ο ονειράκιας
Ελάτε-ας τον σκοτώσουμε και σ’ ένα λάκκο μέσα
Το σώμα του ας ρίξουμε. Και ύστερα θηρίο
θα πούμε πως τον έφαγε. Και τότε τα όνειρά του
Θα δούμε τι αξίζουνε. Και ο Ρουβήν τ’ ακούει
Και μες από τα χέρια τους τον γλίτωσε. Τους είπε:
Ας μη τόνε σκοτώσουμε. Αίμα, ο Ρουβήν τους είπε,
Μη χύστε, παρά βάλτε τον σ’ έν απ’ αυτούς τους λάκκους
Στην έρημο, κι ενάντια του ας μην απλώστε χέρι.
Κι ειπ’ έτσι ώστε απ’ τα χέρια τους αυτόνε να γλιτώσει
Και στον πατέρα του ύστερα να πάει να τον δώσει.
Όταν λοιπόν ήρθ’ ο Ιωσήφ, του βγάλαν το χιτώνα
Που εφόρειε τον πολύχρωμο, και σ’ ένα λάκκο μέσα
Που ήταν ξερός τον έριξαν. Κι απάνω κει που τρώγαν
Σηκώσανε τα μάτια τους και είδαν οδοιπόρους
Ισμαηλίτες να ’ρχονται απ’ τής Γαλαάδ τα μέρη,
Με τις καμήλες τους βαριά να ’χουνε φορτωμένες
Με λάδια αρωματικά, θυμίαμα και ρητίνη,
Και πήγαιναν στην Αίγυπτο να τα εμπορευτούνε.
ΧΧΧVII26
Και ο Ιούδας στράφηκε κι είπε στους αδερφούς του:
Κι αν τον σκοτώσουμε κρυφά εμείς τον αδερφό μας
Τί τάχα θα κερδίσουμε; Σ’ αυτούς τους Ισμαηλίτες
Ελάτε κι ας τον δώσουμε. Γιατ’ είναι αδερφός μας
Και σάρκα από τη σάρκα μας. Κι εκείνοι τον ακούσαν.
Κι οι Μαδιανίτες έμποροι καθώς επλησιάζαν
Τ’ αδέρφια του τον Ιωσήφ τον βγάλαν απ’ το λάκκο
Και πούλησαν τον Ιωσήφ. Και οι Ισμαηλίτες
Τους δώσαν είκοσι χρυσά. Και τον Ιωσήφ επήραν
Και πήγανε στην Αίγυπτο. Γυρνά ο Ρουβήν στο λάκκο
Και βλέπει λείπει ο Ιωσήφ. Τα ρούχα του ξεσκίζει
Και γύρισε δερνάμενος στ’ αδέρφια του. Τους λέει:
Δεν είναι το παιδί εκεί-και τώρα τι θα γίνω;
Και το χιτώνα πήρανε του Ιωσήφ εκείνοι
Κι ένα κατσίκι σφάξανε και τον γεμίσαν με αίμα.
Και πήραν τον πολύχρωμο χιτώνα και τον πήγαν
Να τον ιδεί ο πατέρας τους, και, τον χιτώνα αυτόνε
Τον βρήκαμε, του είπανε, μην ειν' αυτός του γιου σου;
Και κείνος: τον γνωρίζω, ναι, του γιου μου ειν' ο χιτώνας,
Είπε. Θηρίο τον Ιωσήφ άρπαξε κι έχει φάει.
Κι ο Ιακώβ τα ρούχα του δερνάμενος ξεσχίζει
Και γύρω από τη μέση του έβαλε σάκο πένθους
Και το παιδί του για πολλές ημέρες το πενθούσε.
Και όλοι μαζεύτηκανε, κι οι γιοί του και οι κόρες
Να τον παρηγορήσουνε. Μα δεν παρηγοριόταν.
Και, έτσι, πενθώντας, έλεγε, θα πάω μέχρι τον άδη.
Κι ενώ έκλαιγε ο πατέρας του, πήγαν οι Μαδιανίτες
Και τον Ιωσήφ στην Αίγυπτο-στον Πετεφρή πουλήσαν,
που αρχισωματοφύλακα ο Φαραώ τον είχε
Και αυλικός του ήτανε.
XXXVIII
Και κάποτε τ’ αδέρφια του τ’ άφησε ο Ιούδας
Και πήγε μέχρι κάποιονε που ήταν Οδολλαμίτης
Και που τον λέγανε Βιράς. Και είδε κει ο Ιούδας
Την κόρη κάποιου Χαναναιου, Σαυά που τηνε λέγαν,
Την πήρε, και κοιμήθηκε μαζί της. Κι είχε μείνει
Έγκυος αυτή, και γέννησε αγόρι που Ήρ το είπε.
Και γέννησε κι άλλο ένα γιό, κι αυτόν Αυνάν τον είπε.
Και τρίτο γιό εγέννησε, κι αυτόν Σαλώμ τον είπε.
Κι ήταν εκείνος στο Χασβί όταν αυτούς γεννούσε.
Και ο Ιούδας διάλεξε για τον πρωτότοκό του
Τον Ήρ, γυναίκα όπου Θάμαρ τη λέγαν. Ήταν όμως
Του Ιούδα ο πρωτότοκος, ο Ήρ, κακός στον Κύριο
Και τον θανάτωσε ο θεός. Και του Αυνάν του είπε
Ο Ιούδας: στη γυναίκα συ τράβα του αδερφού σου
Και πάρτηνε γυναίκα σου, και μέσα μπες σ’ αυτήνε
Κι απόγονο ανάστησε συ για τον αδερφό σου.
Και ο Αυνάν γνωρίζοντας πως το παιδί δικό του
Δε θα ’ταν, όταν πήγαινε μαζί με τη γυναίκα
Του αδερφού του, ξέχυνε το σπέρμα του στο χώμα
Ωστε να μη απόγονο στον αδερφό του δώσει.
Και γιατί έκανε αυτό κακός στο θεό εφάνη
Και τον θανάτωσε κι αυτόν.
ΧΧΧVIII11
Και τότε είπε στη νύφη του τη Θάμαρ ο Ιούδας:
Σα χήρα στου πατέρα σου το σπίτι τράβα κάτσε
Ώσπου ο γιός μου ο Σηλώμ για γάμο να μεστώσει.
Γιατί είπε μη χαθεί κι αυτός όπως οι αδερφοί του.
Κι έφυγε η Θάμαρ κι έκατσε στο πατρικό της σπίτι.
Κι οι μέρες επεράσανε, και η Σαυά του Ιούδα
που ήταν γυναίκα, πέθανε. Κι όταν παρηγορήθη
πήγε ο Ιούδας στα Θαμνά, σ’ αυτούς τα πρόβατά του
που του κουρεύαν. Και μαζί και το βοσκό του είχε
Που τόνε λέγανε Ειράς κι ήταν Οδολλαμίτης.
Και είπανε στη νύφη του Θάμαρ: ο πεθερός σου
Τα πρόβατά του στη Θαμνά πηγαίνει να κουρέψει.
Κι αυτή έβγαλ' από πάνω της τα ρούχα της χηρείας
Κι αφού εκαλλωπίστηκε και βέλο είχε φορέσει,
Στις πύλες ’στάθη της Αινάν, που στη Θαμνά κοντά ’ναι,
Γιατί είδε πως ενώ ο Σηλώμ μεγάλος είχε γίνει
Όμως δε δώσανε σ’ αυτόν εκείνη για γυναίκα.
Και πόρνη την επέρασε όταν την είδ’ ο Ιούδας,
Γιατί έτσι όπως είχε αυτή το πρόσωπο σκεπάσει
Ποιά ήταν δεν κατάλαβε. Κι αυτός από το δρόμο
Που τράβαε λοξοδρόμησε και πήγε και της είπε:
Άσε με μέσα σου να μπω-γιατί πως ήταν ’κείνη
Η νύφη του δεν το ’ξερε. Κι αυτή: τι θα μου δώσεις,
Του είπε, μέσα μου αν θα μπεις; Της είπε: θα σου στείλω
Κατσίκι απ’ τό κοπάδι μου. Και ναι ειπ’ αυτή, αν μου δώσεις
Κάποιαν εγγύηση ώσπου αυτό μου στείλεις. Κι αυτός είπε:
Τί θέλεις για εγγύηση; Κι αυτή: το δαχτυλίδι
Είπε, την αλυσίδα σου, και το ραβδί που έχεις.
Και της τα έδωσε αυτός και μέσα της εμπήκε.
Κι η Θάμαρ έμεινε έγκυος. Κι έβγαλε αυτή το βέλο
Και πάλι της χηρείας της εφόρεσε τα ρούχα.
Και το κατσίκι έστειλε μ τεον Οδολλαμίτη
Ο Ιούδας, τον τσοπάνη του, για να του φέρει πίσω
Όσα είχε για εγγύηση δοσμένα στη γυναίκα.
Μα δεν τη βρήκε όμως αυτός. Ερώτησε τους ντόπιους
Που είναι η πόρνη στης Αινάν που έστεκε το δρόμο,
Και, πόρνη δεν υπάρχει εδώ, του απάντησαν εκείνοι.
Και στον Ιούδα πήγε αυτός, και του ’πε δεν τη βρήκα,
Κι οι ντόπιοι εκεί μου είπανε πως πόρνη εδώ δεν είναι.
Κι είπε ο Ιούδας: ας κρατεί εκείνα που μου πήρε
Η κοινωνία μοναχά μαζί μας μη γελάσει-
Εγώ κατσίκι έστειλα, συ δεν τη βρήκες όμως.
Και ύστερα από μήνες τρεις, του είπαν του Ιούδα:
Πορνεύτηκε η νύφη σου η Θάμαρ κι έγκυος είναι.
Κι είπε ο Ιούδας: πάρτε την και πάτε να την κάψτε.
Κι αυτή ενώ την πήγαιναν, στέλνει στον πεθερό της
Εκείνα που της έδωσε και είπε να του πούνε,
Έγκυος είμαι απ’ αυτόν που αυτά μου έχει δώσει
Το δαχτυλίδι, το ραβδί, την αλυσίδα κοίτα,
Και τίνος είναι πες αυτά. Τα γνώρισε ο Ιούδας
Και, δίκιο έχω όχι εγώ, αλλά η Θάμαρ, είπε,
Γιατί το γιο μου τον Σηλώμ δεν έδωσα σε κείνην.
Και πάλι δεν εζήτησε να κοιμηθεί μαζί της.
Κι όταν αυτή εγένναγε, το ένα το παιδάκι
Το χέρι του έξω έβγαλε. Κόκκινη τότε η μαία
Κλωστή έδεσε στο χέρι του και είπε: αυτός, σα βγούνε,
θα είναι ο πρωτότοκος. Αυτός όμως το χέρι
Και πάλι μέσα το ’βαλε, και βγήκε ο αδερφός του.
Κι είπε η μαία, γιατί για σε ο δρόμος έχει ανοίξει;
Και τον ονόμασε Φαρές. Και βγήκε κι ο αδερφός του
Με την κλωστή στο χέρι του την κόκκινη, και το ’πε
Τ’ όνομα εκεινού Ζαρά.
XXXIX
Και πήγανε τον Ιωσήφ στην Αίγυπτο. Κι ο ευνούχος
Κι αρχισωματοφύλακας του Φαραώ, Αιγύπτιος,
Αγόρασε, ο Πετεφρής, απ’ τους Ισμαηλίτες
Που εκεί τον πήγαν, τον Ιωσήφ. Και ήτανε ο Κύριος
Μαζί με τον Ιωσήφ γι αυτό καλά όλα του πηγαίναν.
Και στου κυρίου του έμενε του Αιγύπτιου το σπίτι.
Κι ο κύριός του ήξερε πως σ’ ότι και να κάνει
Μαζί του ειν’ ο Κύριος. Γι αυτό κι ο κύριος του
Τον αγαπούσε τον Ιωσήφ και του καλοφερνόταν.
Γι αυτό και μες στο σπίτι του τον έκανε επιστάτη
Κι ότι είχε κει, στου Ιωσήφ τα χέρια το ’μπιστεύτη.
Κι όταν του εμπιστεύτηκε το σπίτι του και όλα
Όσα ήτανε μέσα σ’ αυτό, ευλόγησε ο Κύριος
Το σπίτι του Αιγύπτιου για του Ιωσήφ τη χάρη.
Και του Κυρίου απλώθηκε σ’ όλα η ευλογία
Όσα ήταν είτε σπίτι του αλλά και στους αγρούς του.
Γι αυτό και όλα τ’ άφησε στου Ιωσήφ τα χέρια
Κι αυτός δεν ενδιαφέρονταν παρά να τρώει μόνο.
Κι όμορφος ήταν ο Ιωσήφ και πρόσωπο είχε ωραίο.
Κι αφού εγίναν όλα αυτά, τα μάτια η γυναίκα
Έριξε, του κυρίου του, στον Ιωσήφ επάνω.
Και του ’πε: έλα κοιμήσου με. Κι είχε αρνηθεί εκείνος.
Κι είπε σ’ αυτήν ο Ιωσήφ: αφού ο κύριός μου
Δεν ξέρει τι στο σπίτι του γίνεται, γιατί τα ’χει
Όλα σε μένα εμπιστευτεί, και τίποτα στο σπίτι
Δε στέκει αυτό ψηλότερα και ούτε εξαιρείται
Τίποτα απ’ τον κανόνα αυτό, παρά εσύ μονάχα-
Γιατί είσαι η γυναίκα του-, το πράγμα εγώ ετούτο
Πώς να το κάνω το κακό, και αμαρτία να κάνω
Πώς στο θεό απέναντι; Και αν και κάθε μέρα
Εκείνη του το ζήταγε, δε δέχονταν εκείνος
Με κείνη να συνευρεθεί. Και ήρθε μια ημέρα
Που μπήκε μέσα ο Ιωσήφ στο σπίτι για να κάνει
Τις ταχτικές του τις δουλειές. Κι εκεί κανείς δεν ήταν.
Κι αυτή από τα ρούχα του τον άρπαξε και του ’πε:
Να κοιμηθούμε έλα μαζί. Κι έφυγε αυτός, τα ρούχα
Στα χέρια της αφήνοντας. Και όταν είδε εκείνη
Πως φεύγοντας της άφησε στα χέρια της τα ρούχα
Φώναξε αυτούς που ήτανε στο σπίτι και τους είπε:
Να! Δούλο Εβραίο μας έφερε, να μας εξευτελίζει!
Γιατ’ ήρθε αυτός και μου ’λεγε να κοιμηθώ μαζί του.
Και ’γω μεγάλη έβαλα φωνή, και τότε εκείνος
Τα ρούχα του στα χέρια μου τ’ άφησε κι έχει φύγει.
Και κράτησε τα ρούχα του ο άντρας της ως να ’ρθει.
Και όταν ήρθε, του ’πε αυτή τα ίδια λόγια-του ’πε:
Ο Εβραίος δούλος που ’φερες εδώ μ’ έχει προσβάλει.
Ήρθε σε μένα λέγοντας: μαζί ας κοιμηθούμε.
Και όταν είδε πως εγώ ύψωσα τη φωνή μου
Και πως βοήθεια εζήτησα, τα ρούχα του σε μένα
Τ’ άφησε κι έξω έτρεξε. Κ ι όταν ο κύριός του
Τα λόγια της γυναίκας του άκουσε, κι όταν του ’πε
Αυτά μου ’κανε ο δούλος σου, είχε πολύ θυμώσει.
ΧΧΧΙΧ20
Κι ο κύριός του τον Ιωσήφ στη φυλακή τον βάζει
Στο κτίριο που του βασιλιά ειν’ οι φυλακισμένοι.
Μέσα εκεί. Στη φυλακή. Αλλά ο Κύριος ήταν
Με τον Ιωσήφ. Και έλεος επάνω του σκορπούσε.
Κι ο αρχιδεσμοφύλακας πολύ τον εκτιμούσε
Και στου Ιωσήφ την άφησε τη φυλακή τα χέρια
Και όλους όσοι ήτανε φυλακισμένοι, κι όλα
Όσα έπρεπε να γίνονται να τα φροντίζει εκείνος.
Κι ο αρχιδεσμοφύλακας όλα τα είχε αφήσει
Στα χέρια του Ιωσήφ, κι αυτός, απ’ ό,τι εγινόταν
Τίποτα δεν εγνώριζε. Γιατί όλα από τα χέρια
Εγίνονταν του Ιωσήφ, που ’ταν ο θεός μαζί του
Και όσα έκανε αυτός τα ευόδωνε ο Κύριος.
XL
Κι ύστερα που έγιναν αυτά, ο αρχιοινοχόος
Και ο αρχιαρτοποιός του βασιλιά του Αιγύπτιου
Ήρθε και παρανόμησαν στο βασιλιά-κύριό τους.
Και θύμωσε ο βασιλιας μ’ αυτούς τους δυο ευνούχους,
Με τον αρχιαρτοποιό και τον αρχιοινοχόο ,
Και φυλακή τους έβαλε στο μέρος όπου ήταν
Φυλακισμένος κι ο Ιωσήφ. Κι αυτός τους παραστάθη.
Και βρίσκονταν στη φυλακή για μερικές ημέρες
Όταν κι οι δυο είδαν όνειρο μέσα στην ίδια νύχτα.
Κι αυτό ήτανε τ’ όνειρο που είδανε οι δύο
Ο αρχιοινοχόος του κι ο αρχιαρτοποιός του
Και που ήτανε στη φυλακή, όπως μετά καθένας
Τ’ όνειρο διηγήθηκαν: Όταν πρωί επήγε
Για να τους δει ο Ιωσήφ, τους είδε ταραγμένους.
Και, γιατί έτσι σκυθρωποί σήμερα; τους ρωτάει.
Κι αυτοί του είπαν, όνειρο είδαμε, και κανένας
Δεν είναι εδώ τ’ όνειρο αυτό να μας το εξηγήσει.
Κι είπε σ’ αυτούς ο Ιωσήφ: απ’ το θεό δεν είναι
Του όνειρου η εξήγηση; Πείτε λοιπόν σε μένα.
Και τ’ όνειρό του στον Ιωσήφ ειπ’ ο αρχιοινοχόος.
Και, είπε, είδα στον ύπνο μου μπροστά μου ένα κλήμα.
Κι είχε το κλήμα τρία κλαδιά και πέταγε βλαστάρια
Κι έβγαλε φύλλα, κι ώριμα εγέμισε σταφύλια.
Κι είχα στο χέρι μου εγώ του Φαραώ την κούπα
Κι ένα σταφύλι έστυψα στου Φαραώ την κούπα
Και του την έδωσα να πιεί. Κι ο Ιωσήφ του είπε:
Αυτή ’ναι η εξήγηση: Τα τρία τα κλαδιά του
είναι τρεις μέρες. Και σε τρεις ο Φαραώ ημέρες
θα θυμηθεί το αξίωμα που είχες συ, και πάλι
στην αρχιοινοχοΐα σου θα σε τοποθετήσει.
Και συ στο χέρι του Φαραώ θα δώσεις το ποτήρι
Όπως και πρώτα έκανες κατά το αξίωμα σου.
Κι όταν θα ταχτοποιηθείς, θυμήσου με κι εμένα-
Τη χάρη κάνε μου αυτή: στο Φαραώ για μένα
Μίλησε, κι έξω βγάλε με απ’ τη φυλακή ετούτη.
Γιατί κλεμμένος ειμ’ εγώ απ’ τή χώρα των Εβραίων
Κι εγώ δεν έκανα κακό, αλλ’ άδικα με βάλαν
Μέσα στο λάκκο αυτόν εδώ. Κι ότι σωστά 'ξηγάει
Είδε ο αρχιαρτοποιός, και του Ιωσήφ του είπε:
Είδα κι εγώ ένα όνειρο, πως τάχα κουβαλούσα
Απάνω στο κεφάλι μου τρία δοχεία πληγούρι.
Και στο δοχείο ήτανε το πάνω, κάθε είδος
Τροφής που φτιάχνει ο ψωμάς κι ο Φαραώ που τρώει.
Και τα πουλιά ετρώγανε απ’ το δοχείο το πάνω
Που είχα στο κεφάλι μου. Κι ο Ιωσήφ, αυτή ’ναι,
Του είπε, η εξήγηση: Τα τρία τα δοχεία
Τρεις μέρες είναι. Και σε τρεις ο Φαραώ ημέρες
θα πάρει το κεφάλι σου, και πάνω σ’ ένα ξύλο
θα το κρεμάσει, και πουλιά τις σάρκες σου θα τρώνε.
Κι ο Φαραώ γενέθλια μετά τρεις μέρες είχε
Κι όλους τους υπηρέτες του κάλεσε σε τραπέζι.
Κι ανάμεσα στους αυλικούς τους άλλους εθυμήθη
Και τον αρχιαρτοποιό και τον αρχιοινοχόο.
Και του αρχιοινοχόο του του έδωσε και πάλι
Το που ’χε πριν αξίωμα. Κι έδωσε το ποτήρι
Στο χέρι αυτός του Φαραώ. Και, όπως τ’ όνειρό του
Ξηγώντας είπε ο Ιωσήφ, τον αρχιαρτοποιό του
Είπε και τον κρεμάσανε. Κι ο αρχιοινοχόος
Δεν τον θυμήθη τον Ιωσήφ-τον ξέχασε τελείως.
XLI
Κι όνειρο είδε ο Φαραώ μετά από δύο χρόνια.
Είδε ότι καθότανε δίπλα από το ποτάμι
Και μες από τον ποταμό βγήκαν εφτά αγελάδες
Ωραίες και παχιές παχιές και βόσκανε στα χόρτα.
Κι απ’ το ποτάμι εβγήκανε κι άλλες εφτά κατόπι
Που ήταν στην όψη άσχημες κι αποσκελετωμένες
Και με τις άλλες βόσκανε στου ποταμού την όχθη.
Κι οι εφτά αγελάδες οι άσχημες κι οι αποσκελετωμένες
Φάγανε τις εφτά παχιές κι όμορφες αγελάδες.
Κι ο Φαραώ εξύπνησε. Ξανακοιμήθηκε όμως
Και δεύτερο είδε όνειρο. Κι από ’να είδε κοτσάνι
Στάχια εφτά ολόγερα κι ωραία να φυτρώνουν.
Και να που ύστερα απ' αυτά, εφτά ανεμοδαρμένα
Στάχυα φυτρώσαν κι αχαμνά. Και τα ανεμοδαρμένα-
Αυτά τα στάχυα τ' αχαμνά-κατάπιανε τα στάχυα
Τα ολόγερα και τα μεστά. Κι ο Φαραώ ξυπνάει
Κι είδε πως ήταν όνειρο. Και το πρωί σαν ήρθε
Τον βρήκε ταραγμένονε. Κι έστειλε να φωνάξουν
Όλους από την Αίγυπτο τους 'ξηγητές ονείρων
Κι όλους όσοι ήτανε σοφοί, και σ’ όλους τ’ όνειρό του
Διηγήθηκε ο Φαραώ, μα να του το ’ξηγήσει
Κανένας δεν εμπόρεσε. Κι ο αρχιοινοχόος
Εμίλησε στο Φαραώ, και, η μνήμη μου, του είπε,
Μιαν αμαρτία που ’κανα σήμερα μου θυμίζει:
Που οργίστη με τους δούλους του ο Φαραώ-εμένα
Και τον αρχιαρτοποιό και φυλακή μας είχε
Στο σπίτι του αρχιστράτηγου. Και είδαμε κι οι δυο μας
Την ίδια νύχτα όνειρο, καθένας το δικό του.
Κι ένας του αρχιστράτηγου δούλος, νεαρός, Εβραίος,
Μαζί μας ήταν, και σ’ αυτόν είπαμε τ’ όνειρό μας.
Κι αυτός μας το εξήγησε κι έγινε όπως το ’πε:
Εμένα με ξανάβαλες στο αξίωμα που είχα
Και κείνονε τον κρέμασες. Και τον Ιωσήφ μπροστά του
Πρόσταξε τους ανθρώπους του ο Φαραώ να φέρουν.
Εκείνοι από τη φυλακή τον βγάλαν, τον ξυρίσαν,
Ρούχα του αλλάξανε και μπρος στο Φαραώ τον πάνε.
Κι ο Φαραώ στον Ιωσήφ, όνειρο είδα, είπε,
Και δεν εβρέθηκε κανείς να μου το εξηγήσει.
Να λεν για σένανε άκουσα πως έχεις εξηγήσει
Κάτι όνειρα που σου ’πανε. Κι ο Ιωσήφ του είπε:
Τ' όνειρο που είδε ο Φαραώ θα ’ξηγηθεί μονάχα
Με τη βοήθεια του θεού. Να!, ο Φαραώ του είπε,
Είδα ότι εστεκόμουνα στου ποταμού το χείλος,
Κι εφτά αγελάδες βγήκανε μες από το ποτάμι
Καλοθρεμμένες κι όμορφες, και βόσκανε στην όχθη.
Και από πίσω απ’ αυτές κι άλλες εφτά εβγήκαν
Που ήταν άσχημες κι ισχνές και κακομοιριασμένες,
Τέτοιες, που μες στην Αίγυπτο χειρότερες δεν είδα.
Κι οι εφτά αγελάδες οι άσχημες κι οι κακομοιριασμένες
Φάγαν τις πρώτες τις εφτά που ήταν γερές κι ωραίες.
Μα κι ας τις εκατάπιανε, καθόλου οι κοιλιές τους
Και πάλι δεν αλλάξανε παρά ήταν σαν και πρώτα
Και όσα χάλια είχαν και πριν τα ίδια είχαν και τώρα.
Ξύπνησα τρέμοντας αλλά, με ξαναπήρε ο ύπνος.
Κι είδα κι άλλο ένα όνειρο. Στάχυα εφτά ήσαν λέει
Γεμάτα σπόρο κι όμορφα, που από ’να μίσχο βγαίναν
Και δίπλα τους άλλα εφτά στάχυα φυτρώναν λέει,
Άκαρπα κι ανεμόδαρτα. Και τα εφτά τα στάχυα
Τ' άκαρπα κι ανεμόδαρτα, τα εφτά κατάπιαν στάχυα
Τα ψωμωμένα κι όμορφα. Τ’ όνειρο ετούτο είδα
Και το ’πα στους εξηγητές και δε μου το ξηγήσαν.
XLI25
Κι ειπ' ο Ιωσήφ στο Φαραώ: τ’ όνειρο ένα είναι.
Στον Φαραώ έδειξ' ο θεός εκείνο που θα κάνει.
Οι εφτά γελάδες οι καλές ειν' εφτά χρόνια. Tο ίδιο
τα εφτά τα στάχυα τα καλά, κι αυτά εφτά χρόνια είναι.
Γιατί ένα είναι τ’ όνειρο. Και οι εφτά αγελάδες
Που ’ρθαν μετά, οι αδύνατες, κι αυτά εφτά είναι χρόνια.
Και τ’ ανεμόδαρτα κι ισχνά στάχυα κι αυτά το ίδιο.
Εφτά χρονιές λιμοί θα ’ρθουν. Όπως το είπα είναι:
Στο Φαραώ έδειξ' ο θεός εκείνο που θα κάνει.
Για εφτά χρονιές η Αίγυπτος θα ’χει ευφορία μεγάλη
Μα υστέρα χρόνια λιμού εφτά θ’ ακολουθήσουν
Κι η αφθονία θα ξεχαστεί που η Αίγυπτος πριν είχε
Κι όλη τη χώρα ο λιμός θα τήνε γονατίσει.
Κι η ευφορία που ’χε η γη θα ξεχαστεί απ’ όλους
Απ’ τό λιμό αυτό, γιατί, πολύ μεγάλος θα ’ναι.
Και τ’ όνειρο δυο φορές ο Φαραώ το είδε
Για να του δείξει ο θεός αληθινό πως είναι
Και ότι γρήγορα ο θεός το πράγμα αυτό θα κάνει.
Τώρα λοιπόν για συνετό και τίμιο ψάξε κάποιον
Κι υπεύθυνο για όλη τη γη κάνε τον της Αιγύπτου.
Και ας διαλέξει ο Φαραώ κι ας βάλει επιστάτες
Σε κάθε τόπο που αυτοί το πέμπτο να κρατάνε
Όσο θα τρέχουν τα εφτά της αφθονίας τα χρόνια
Απ’ τά γεννήματα της γης. Και να μαζέψουν όλα
Τα τρόφιμα από τους εφτά καλούς που έρχονται χρόνους.
Κι ας μαζευτεί στη διάθεση του Φαραώ το στάρι
Και με ασφάλεια ας φυλαχτούν τα τρόφιμα στις πόλεις.
Κι ας φυλαχτούν τα τρόφιμα για τα εφτά τα χρόνια
Που ο λιμός στην Αίγυπτο θα ’ρθεί, ώστε η χώρα
Να μη χαθεί απ’ τό λιμό. Και όσα ειπώθηκαν
Αρέσανε στο Φαραώ και σ’ όσους γύρω του είχε.
XLI38
Και μίλησε ο Φαραώ και είπε στους δικούς του:
Πού θα ’βρουμε όπως αυτόν άνθρωπο που εντός του
Το πνεύμα να ’χει του θεού; Και του Ιωσήφ του είπε:
Αφού ο θεός έχει όλα αυτά σε σένα φανερώσει
Φρόνιμος άλλος από σε κι έξυπνος δεν υπάρχει.
Εσύ θα γίνεις άρχοντας σ’ όλο το βασίλειό μου
Και ο λαός σ’ ό,τι εσύ θα λες θα υπακούει.
Μόνον εγώ σα βασιλιάς θα είμαι ανώτερός σου.
Κι ο Φαραώ στον Ιωσήφ, να!, σήμερα, είπε, κιόλας,
Σε ονομάζω αρχηγό της χώρας της Αιγύπτου.
Κι ο Φαραώ απ’ το χέρι του το δαχτυλίδι βγάζει
Και το περνάει στου Ιωσήφ το χέρι και τον ντύνει
Με βυσσινιά μία στολή, και γύρω απ’ τό λαιμό του
Χρυσή αλυσίδα του περνά. Και από τ’ άρματά του
Στο δεύτερο τον έβαλε, και κήρυκας μπροστά του
Ανάγγελνε τον Ιωσήφ. Και όλης της Αιγύπτου
Τον διόρισε έτσι άρχοντα. Και, ο Φαραώ του είπε:
Διατάζω εγώ ο Φαραώ και λέω πως κανένας
Μες σ’ όληνε την Αίγυπτο τίποτα δε θα κάνει
Αν δε το εγκρίνεις πρώτα συ. Και τον Ιωσήφ τον είπε
Ο Φαραώ Ψονθομφανήχ. Και του ’δωσε γυναίκα
Την Ασενέθ, του Πετεφρή την κόρη, που ιερέας
Ήτανε στην Ηλιούπολη. Κι ήταν τριάντα χρόνων
Ο Ιωσήφ, όταν μπροστά στο Φαραώ εστάθη-
Το βασιλιά της Αίγυπτος. Κι η γη έδωσε πλούτη
Στα εφτά τα χρονιά τα καλά. Και στα εφτά αυτά χρόνια
Που ευφορία είχε η γη, τα τρόφιμα είχε όλα
Μαζέψει από της Αίγυπτος τη γη μέσα στις πόλεις,
Σε κάθε πόλη βάζοντας τα τρόφιμα που βγάζαν
Οι κάμποι που ήταν γύρω της. Κι ο Ιωσήφ σιτάρι
Σαν της θαλάσσης μάζεψε-τόσο πολύ-την άμμο
Που αδύνατο για κάποιονε θα ’ταν να το μετρήσει.
XLI50
Κι ο Ιωσήφ απόχτησε δυo γιους προτού τα χρόνια
Τα εφτά να έρθουν του λιμού-παιδιά όπου σε κείνον
Eγέννησε η Ασενέθ, του Πετεφρή η κόρη,
Ιερέα της Ηλιούπολης. Και Μανασσή τον πρώτο
Το γιό του είπε ο Ιωσήφ, γιατί, τους πόνους, είπε,
Να τους ξεχάσω μ’ έκανε ο θεός, και τους δικούς μου,
Κι αυτούς που του πατέρα μου η έλλειψη μου ’χει φέρει.
Κι Εφραίμ είπε τον δεύτερο το γιό του, γιατί, είπε,
Στη γη που ταπεινώθηκα μ’ έχει ο θεός υψώσει.
Και τα εφτά της αφθονίας περάσανε τα χρόνια
Που γνώρισε η Αίγυπτος. Και του λιμού τα χρόνια
Όπως το είπε ο Ιωσήφ, αρχίσανε να ’ρχόνται.
Κι ήρθε λιμός σ’ όλη τη γη. Ψωμί όμως υπήρχε
Στην Αίγυπτο. Και πείνασε της Αίγυπτου η χώρα.
Και φώναζε στο Φαραώ ο λαός ότι πεινάει.
Και είπε στους Αιγύπτιους ο Φαραώ: τραβάτε
Κι ό,τι σας πει ο Ιωσήφ να κάντε, κάνετέ το.
Και ο λιμός σ’ ολόκληρη τη γη ήταν απλωμένος.
Άνοιξε τότε ο Ιωσήφ τις αποθήκες όλες
Και άρχισε και πούλαγε στάρι στους Αιγυπτίους.
Όμως στην Αίγυπτο έρχονταν κι όλες οι άλλες χώρες-
Στον Ιωσήφ, ώστε απ’ αυτόν σιτάρι ν’ αγοράσουν
Γιατί ο λιμός σ’ ολόκληρη τη γη ήταν απλωμένος.
XLII
Κι όταν στην Αίγυπτο έμαθε ότι πουλιέται στάρι
Είπε στους γιους του ο Ιακώβ: Στεκόσαστε ακόμα;
Άκουσα πως της Αίγυπτος το στάρι δεν της λείπει.
Κάτω τραβάτε και τροφές καμπόσες αγοράστε
Να ζήσουμε, γιατί αλλιώς το θάνατο θα βρούμε.
Κι οι αδερφοί του Ιωσήφ οι δέκα σηκωθήκαν
Σιτάρι από την Αίγυπτο να πάνε ν’ αγοράσουν.
Και δεν τον έστειλ' ο Ιακώβ τον Βενιαμίν μαζί τους,
Τον αδερφό του Ιωσήφ, γιατί είπε με το νου του
Καλλίτερα, να μη κι αυτός κακό κανένα πάθει.
Και με τους γιους του Ισραήλ μαζί πήγαιναν κι άλλοι
Τρόφιμα ν’ αγοράσουνε-γιατ’ η Χαναάν πεινούσε.
Και άρχοντας ο Ιωσήφ ήτανε μες στη χώρα.
Κι αυτός ήταν που πούλαγε στον κόσμο το σιτάρι.
Κι ήρθανε, και, τ’ αδέρφια του, βαθιά τον προσκύνησαν.
Όταν τους είδε ο Ιωσήφ, τους γνώρισε αμέσως
Δεν το ’δειξε όμως και σκληρά τους μίλησε-τους είπε:
Από που έχετ' έρθει εσείς; Απ’ τη Χαναάν, του είπαν,
Τρόφιμα ν’ αγοράσουμε. Αυτοί δεν τον γνωρίσαν
Μα ο Ιωσήφ τους γνώρισε. Κι ο Ιωσήφ ’θυμήθη
Τα όνειρα που είχε δει, και λέει στους αδερφούς του:
Κατάσκοποι είσαστε κι εδώ να μάθετε έχετ’ έρθει
Τα μυστικά της χώρας μου. Εκείνοι: Όχι κύριε,
Τρόφιμα ν’ αγοράσουμε οι δούλοι σου έχουμ’ έρθει.
Πατέρα ενός είμαστε γιοί. Ειρηνικά έχουμ’ έρθει.
Δεν είμαστε κατάσκοποι. Όχι, τους κάνει εκείνος
Της χώρας μου τα μυστικά να μάθετε έχετ' έρθει.
Οι δούλοι σου, του είπαν αυτοί, δώδεκα είμαστ’ αδέρφια
Και μένουμε στη Χαναάν. Κι έκατσε ο πιο μικρός μας
Μαζί με τον πατέρα του. Κι ο άλλος δεν υπάρχει.
Κι είπε σ’ αυτούς ο Ιωσήφ: Αυτό που εγώ σας είπα!
Κατάσκοποι είσαστε. Αλλά, σας λέω πάλι ετούτο:
Μα την υγεία του Φαραώ, δε βγαίνετε απ’ τη χώρα
Εδώ αν κι ο νεότερος δεν έρθει αδερφός σας.
Ας πάει ένας από σας εδώ να τόνε φέρει
Ενώ οι άλλοι φυλακή θα μείνουνε ωσότου
Αν ειν' αλήθεια να φανεί τα λόγια σας ή όχι.
Κι αν όχι, τότε είσαστε κατάσκοποι αλήθεια,
Μα την υγεία του Φαραώ. Μετά για τρεις ημέρες
Στη φυλακή τους έβαλε. Και πάει την τρίτη μέρα
Και, αν αυτό θα κάνετε, τους λέει, τότε θα ζήστε.
Εγώ φοβάμαι το θεό. Ειρηνικοί αν είστε,
Τότε ο ένας από σας στη φυλακή ας μείνει,
Κι οι υπόλοιποι πηγαίνετε στη χώρα σας και πάλι
Το στάρι για να πάτε κει που έχετ' αγοράσει.
Και φέρτε το νεότερο τον αδερφό μαζί σας
Ώστε να γίνουν πιστευτά τα λόγια σας. Ειδάλλως
Όλοι σας θα πεθάνετε. Κι αυτοί εκάναν έτσι.
Κι ένας στον άλλο οι αδερφοί λέγανε: ναι, αμαρτία
Στον αδερφό μας έχουμε κάνει εμείς μεγάλη
Γιατί δε λογαριάσαμε τον πόνο της ψυχής του
Κι όταν μας παρακάλαγε δεν είχαμε ακούσει.
Γι αυτό και τούτο το κακό πάνω μας έχει πέσει.
Εγώ δε σας το έλεγα, τότε ο Ρουβήν τους είπε,
Να μη το βλάφτε το παιδί; Δε μ’ είχατε ακούσει.
Να τώρα που το αίμα του εκδίκηση ζητάει.
Νόμιζαν πως ο Ιωσήφ δεν τους καταλαβαίνει
Γιατί συνεννοούντανε με διερμηνέα μαζί του.
Κι όταν τους άκουσ’ ο Ιωσήφ παράμερα επήγε
Κι έκλαψε. Κι ήρθε ύστερα και μίλησε μαζί τους.
Και πήρε, και, τον Συμεών, τον έδεσε μπροστά τους.
XLΙΙ25
Κι ειπ' ο Ιωσήφ τ’ αγγεία τους να τα γεμίσουν στάρι
Μέσα στο σάκο καθενός να βάλουν τα λεφτά τους
Που για το στάρι δώσανε, κι ακόμα να τους δώσουν
Τρόφιμα για το δρόμο τους. Και κάνανε όπως είπε.
Και κείνοι απά’ στους όνους τους φορτώσανε το στάρι
Και από κει εφύγανε. Και κει που σταμάτησαν
Το σάκο του ένας έλυσε να βγάλει λίγο χόρτο
Να δώσει οι όνοι τους να φαν. Και στ’ άνοιγμα του σάκου
Είδε βαλμένα τα λεφτά που ’δωσε για το στάρι.
"Μου ’δωσαν πίσω τα λεφτά!" είπε στους αδερφούς του.
"Να τα! Μέσα στο σάκο μου!" Κι έκπληξη νοιώσαν όλοι
Και ταραχτήκαν. Και, γιατί, ένας στον άλλο λέγαν
Αυτό μας το ’κανε ο θεός; Και στη Χαναάν εφτάσαν
Και στον πατέρα τους Ιακώβ τα ’πανε όλα-του ’παν:
Σκληρά εκεί μας μίλησε ο άρχοντας της χώρας
Και φυλακή μας έβαλε, σαν κατασκόπους λέει.
Του ’παμε πως δεν είμαστε κατάσκοποι και ότι
Ειρηνικά είχαμε ’ρθει. Πως είμαστε αδέρφια
Δώδεκα όλοι, όμως πια πως ο ένας δεν υπάρχει
Και ότι ο μικρότερος έχει στο σπίτι μείνει
Μαζί με τον πατέρα μας στη γη Χαναάν. Κι εκείνος
Που ’ναι της χώρας ο άρχοντας, ειρηνικοί πως είστε
Μας είπε, θα σιγουρευτώ, αν απ’ τούς αδερφούς σας
Έναν αφήνοντας εδώ, φύγετε, και το στάρι
Αφού το πάτε σπίτι σας, τον νεώτερο μαζί σας
Πίσω μου φέρετε αδερφό. Σίγουρος τότε θα ’μαι
Πως όχι σαν κατάσκοποι, μα ειρηνικά έχετ' έρθει.
Τότε και θα σας δώσω εγώ τον αδερφό σας πίσω
Και μέσα θα εμπορεύεστε σ’ αυτήν εδώ τη χώρα.
Κι όταν ν’ αδειάσουν πήγανε τους σάκους τους, κοιτάζουν,
Και τα λεφτά εβρίσκονταν του καθενός τους μέσα.
Κι αυτοί και ο πατέρας τους, φοβήθηκαν σαν τα ’δαν.
Και ο πατέρας τους Ιακώβ, μ’ αφήσατε, τους είπε,
Χωρίς παιδιά. Ο Ιωσήφ κι ο Συμεών χαμένοι.
θα πάρτε και τον Βενιαμίν, σε μένα τύχανε όλα…
Και στον πατέρα του ο Ρουβίν είπε: τα δυο παιδιά μου
Να τα σκοτώσεις αν αυτόν δε σου τον φέρω πίσω-
Μπιστέψου τον σε μένανε. Ξανά θα σου τον φέρω.
Κι εκείνος είπε δε θα ’ρθει ο γιός μου-όχι-μαζί σας.
Ο αδερφός του πέθανε και μόνο αυτός μου μένει.
Κι αν πάθει τίποτα κακό στο δρόμο που θα πάτε
Τα γερατειά μου ολόπικρα στον Αδη θα τα στείλτε.
XLIII
Και όλο και μεγάλωνε στη χώρα τους η πείνα.
Κι όταν το που απ’ την Αίγυπτο φέρανε φάγαν στάρι
Τους είπε ο πατέρας τους: πηγαίνετε και πάλι
Να φέρτε λίγα τρόφιμα. Και ο Ιούδας του είπε:
Ο άρχοντας της Αίγυπτος δέκα φορές μας το ’πε,
Ο αδερφός σας αν δε ’ρθεί ο νεότερος μαζί σας
Να μην ερθείτε ούτε σεις. Λοιπόν τον αδερφό μας
Αν στείλεις συ μαζί με μας, τότε και μεις θα πάμε
Για να σου φέρουμε τροφές. Αν όχι, δε θα πάμε
Γιατί εκείνος ο άνθρωπος τόπε και το ξανά ’πε
Να φέρτε το νεότερο τον αδερφό μαζί σας
Αν θέλετε να σας δεχτώ, αλλιώς δε θα με δείτε.
Ήταν ανάγκη αδερφό πως έχετε να πείτε
Και τόσες να μου βάλετε σκοτούρες στο κεφάλι;
Ειπ' ο Ισραήλ. Και του ’πανε, ο άνθρωπος εκείνος
Ερώταγε μ’ επιμονή για την οικογένεια μας-
Αν ζεις εσύ μας ρώταγε κι αν αδερφό έχουμ' άλλον
Και μεις στις ερωτήσεις του είχαμε απαντήσει.
Μη ξέραμε πως θα μας πει φέρτε τον αδερφό σας;
Και στον πατέρα του Ισραήλ μίλησε ο Ιούδας:
'Μπιστέψου το παιδί σε με να φύγουμε επιτέλους
Να μην πεθάνουμε και μεις και συ και τα παιδιά μας.
Τον παίρνω υπ’ ευθύνη μου. Ζήτα τον από μένα
Κι αν δε τον φέρω, κι αν εδώ μπροστά σου δε τον βάλω
Ένοχος τότε να ’μαι εγώ για πάντα απέναντι σου.
Αν δεν καθυστερούσαμε, θα ’χαμε πάει τώρα
Και θα ’χαμε έρθει δυο φορές. Κι ο Ισραήλ του είπε:
Έτσι αφού ειν’ τα πράγματα, όπως το λέτε ας γίνει.
Κι απ’ τούς καρπούς της χώρας μας μες στα δοχεία σας πάρτε
Να δώσετε στον άρχοντα θυμίαμα και μέλι,
Ρητίνη και τερέβινθο και σμύρνα και καρύδια.
Και τα λεφτά στα χέρια σας διπλά να τα κρατάτε
Ώστε να δώστε τα λεφτά που σας γυρίσαν πίσω
Μη κάποιο λάθος έγινε. Πάρτε τον αδερφό σας.
Πηγαίνετε στον άρχοντα. Και ο θεός να δώσει
Ευνοϊκά να σας δεχτεί ο άνθρωπος εκείνος
Και να γυρίστε φέρνοντας τ’ αδέρφια σας μαζί σας-
Το Βενιαμίν και τον Συμεών που ’χει εκεί κρατήσει.
Κι ας μείνω εγώ χωρίς παιδιά να γίνει έτσι αν είναι.
XLIII15
Πήραν λοιπόν τα χρήματα τ’ αδέρφια και τα δώρα
Και με τον Βενιαμίν μαζί στην Αίγυπτο επήγαν.
Και πήγανε στον Ιωσήφ. Κι ο Ιωσήφ τους είδε
Και είδε και τον Βενιαμίν που ήταν αδερφός του
Από την ίδια την κοιλιά. Και στου σπιτιού του είπε
Τον επιστάτη: βάλε αυτούς στο σπίτι μου τους άντρες
Και σφάξε ζώα κι ετοίμασε, γιατί το μεσημέρι
Μαζί μ’ εμέ θα φαν αυτοί. Κι εκείνος είχε κάνει
Όπως του είπε ο Ιωσήφ. Κι όταν τ’ αδέρφια είδαν
Πως μες στο σπίτι του Ιωσήφ τους εβαλ’ ο επιστάτης
Είπανε, για τα χρήματα που βρήκαμε στους σάκους
Την προηγούμενη φορά, γι αυτό εδώ μας φέραν
Ώστε μ’ αυτή την πρόφαση να μας επιτεθούνε,
Τους όνους μας να πάρουνε κι εμάς να κάνουν δούλους.
Στον επιστάτη πήγανε λοιπόν και του μιλήσαν
Μπροστά στην πόρτα του σπιτιού, και, σε παρακαλούμε,
Άκου μας κύριε, του είπανε, έχουμε ξαναέρθει
Και τρόφιμα αγοράσαμε. Κι όταν είχαμε φύγει
Και κάπου σταματήσαμε, ανοίξαμε τους σάκους
Και μες στο σάκο είδαμε καθείς τα χρήματά του.
Αυτά τώρα τα χρήματα, μ’ ακρίβεια μετρημένα
Πάλι τα ξαναφέραμε. Κι έχουμε κι άλλα φέρει
Για ν’ αγοράσουμε τροφές. Κι αυτός είπε σε κείνους:
'Συχάστε. Μη φοβόσαστε. Γιατί, ο θεός, σας έχει,
Εσάς και των προγόνων σας, τα χρήματα βαλμένα
Μέσα στους σάκους σας. Εγώ τα πήρα τα λεφτά μου.
Και τους επήγε τον Συμεών. Κι είχε νερό φερμένο
Να πλύνουνε τα πόδια τους. Και τάισε τους όνους.
Κι αυτοί τα δώρα ετοίμασαν και τον Ιωσήφ προσμέναν
Γιατί άκουσαν ότι εκεί θα φάει το μεσημέρι.
Κι ήρθε στο σπίτι ο Ιωσήφ και του ’δωσαν τα δώρα
Κρατώντας τα στα χέρια τους. Και τόνε προσκύνησαν
Βαθιά βαθιά μέχρι τη γη. Τί κάνετε; τους λέει.
Τί κάνει ο πατέρας σας που μου ’πατε-ο γέρος;
Ακόμα ζει; Και του ’πανε, και ζει και υγιαίνει
Ο δούλος σου ο πατέρας μας. Κι είπε ευλογημένος
Ας είναι αυτός απ’ το θεό. Και έσκυψαν εκείνοι
Και τόνε προσκυνήσανε.Και στρέφοντας τα μάτια
κοιτάζει αυτός τον Βενιαμίν που ήταν αδερφός του
Από την ίδια την κοιλιά. Και ρώτησε, αυτός είναι
Ο νεότερος σας αδερφός που είπατε θα μου φέρτε;
Και του ’πε: να ’χεις του θεού το έλεος παιδί μου.
Και συγκινήθηκε ο Ιωσήφ, γιατί βαθιά του μέσα
Λαχτάρισαν τα σπλάχνα του που είδε τον αδερφό του.
Και δάκρυα στα μάτια του του ερχόντανε. Και πήγε
Στο δωματιό του κι έκλαψε.
ΧLΙΙΙ31
Μετά το πρόσωπο ένιψε, κυριάρχησε στη θλίψη
Βγήκε έξω, κι έδωσε εντολή να βάλουνε τραπέζι.
Και χωριστά βαλαν αυτόν, χώρια τους αδερφούς του,
Και χώρια στους Αιγυπτίους μαζί τους που θα τρώγαν,
Γιατί δεν επιτρέπονταν μαζί με τους Εβραίους
Να τρώνε οι Αιγύπτιοι. Για τους Αιγύπτιους ήταν
Σιχαμερό το πράγμα αυτό. Και κάθισαν κοντά του
Με τη σειρά που έδινε σ’ αυτούς η ηλικία-
Πρώτα ο μεγαλύτερος, ο πιό μικρός κατόπι.
Κι έκπληξη νιώσαν οι αδερφοί που τους εβάλαν έτσι.
Και φέρναν τις μερίδες τους απ’ τό τραπέζι εκείνου.
Και φαγητό στου Βενιαμίν εβάλανε το πιάτο
Πέντε φορές όσο αυτό στ’ αδέρφια του που εβάλαν.
Και ήπιανε κι αυτοί κι αυτός, κι ήρθαν στο κέφι όλοι.
ΧLIV
Καλεί τον επιστάτη του ο Ιωσήφ, του λέει:
Γεμίστε με όσα τρόφιμα μπορούν να κουβαλήσουν
τους σάκους τους και τα λεφτά βάλτε τους μες στους σάκους. Και τ’ αργυρό μου κύπελλο στο σάκο μέσα βάλτε
Αυτού που ’ναι μικρότερος, μαζί με τα λεφτά του.
Και όπως είπε ο Ιωσήφ έτσι και είχε γίνει.
Και όταν ήρθε η αυγή, ξεκίνησαν τ’ αδέρφια-
Και κείνοι και οι όνοι τους. Κι ως απ’ την πόλη εβγήκαν
Και πριν μακρύνουν, ο Ιωσήφ λέει του επιστάτη:
Πήγαινε πίσω απ’ αυτούς και πρόφτασ’ τους και πες τους:
Γιατί κακό αντίς καλό εσείς δίνετε πίσω;
Το κύπελλό γιατί εσείς κλέψατε τ’ ασημένιο;
Μήπως μ’ αυτό το κύπελλο δεν πίνει ο κύριός μου;
Και μες σ’ αυτό το κύπελλο τα μέλλοντα δε βλέπει;
Ο,τ ι εκάματε, κακά το ’χετε καμωμένο.
Κι αυτός τους βρήκε και σ’ αυτούς τα είπε αυτά τα λόγια.
Κι αυτοί του λεν: τέτοια γιατί μας λέει ο κύριός μας;
Μη γένοιτο οι δούλοι σου να κάμουν κάτι τετοιο.
Εμείς από τη Χαναάν έχουμε φέρει πίσω
Τα χρήματα που βρήκαμε μέσα στα πράγματα μας
Κι απ’ του κυρίου σου εμείς θα κλέβαμε το σπίτι
Ασημικό ή χρυσαφικό; Το κύπελλο αν έβρεις
Σε κάποιον απ’ τούς δούλους σου, αυτόν θανάτωσε τον
Κι οι άλλοι να ’ναι δούλοι σου. Κι είπε αυτός, ας γίνει
Έτσι καθώς το λέτε σεις. Σ’ όποιον το κύπελλο έβρω
Αυτός θα είναι δούλος μου, κι ελεύθεροι οι άλλοι.
Και γρήγορα κατέβασαν το σάκο του καθένας
Και τον ανοίξανε. Κι αυτός να ψάχνει είχε αρχίσει
Από τον μεγαλύτερο, ώσπου ήρθε στον πιο νέο.
Και βρέθηκε το κύπελλο στου Βενιαμίν το σάκο.
Αυτοί χτυπιόνταν… δέρνονταν… μα φόρτωσαν καθένας
Τα ρούχα του στον όνο του και γύρισαν στην πόλη.
ΧLIV14
Κι ο Ιούδας με τ’ αδέρφια του επήγανε στο σπίτι
Που ακόμα ήταν ο Ιωσήφ, και τόνε προσκύνησαν.
Κι αυτός, τι πράγμα ειν’ αυτό που κάνατε; τους είπε.
Δεν ξέρατε πως άνθρωπος όπως εγώ κατέχει
Τη μαντική τη δύναμη; Και είπε ο Ιούδας:
Τι ν’ απαντήσουμε και τι στον κύριο να πούμε
Για να ’βρουμε το δίκιο μας; Γιατί ο θεός τη βρήκε
Την αμαρτία των δούλων σου. Και τώρα στον κύριο μας
Είμαστε δούλοι του κι εμείς, κι εκείνος που εβρέθη
Το κύπελλο επάνω του. Κι ο Ιωσήφ τους είπε:
Όχι, ποτέ το πράγμα αυτό εγώ δε θα το κάνω.
Θα γίνει δούλος μου αυτός το κύπελλο που πήρε.
Οι άλλοι στον πατέρα σας ελεύθεροι θα πάτε.
Κι ο Ιούδας επλησίασε τον Ιωσήφ και του ’πε:
Κύριε θερμοπαρακαλώ, τον δούλο σου άφησέ με
Να σου μιλήσω και μη συ, που είναι η σειρά σου
Πρώτος μετά το Φαραώ, στο δούλο σου θυμώσεις.
Ερώτησες τους δούλους σου, κύριε, πατέρα αν έχουν
Ή αδερφό. Κι είπαμε μεις στον κύριο, ναι, υπάρχει
Ο γέρος ο πατέρας μας, και πως στα γερατειά του
Ένα παιδί απόχτησε, το νιότερο αδερφό μας,
Που ο αδερφός του πέθανε, κι αυτός έχει απομείνει
Μονάχα απ’ τη μητέρα του, κι ο γέρος μας πατέρας
Τον αγαπάει παρά πολύ. Κι εσύ στους δούλους σου είπες
Σε μένα φέρετέ τόνε, κι εγώ θα τον φροντίσω.
Κι είπαμε μεις στον κύριο πως μπορετό δεν είναι
Ν’ αφήσει το παιδί αυτό το γέρο του πατέρα
Γιατί αν θα τον άφηνε θα πέθαινε εκείνος.
Και είπες συ στους δούλους σου, αν και ο αδερφός σας
Δεν έρθει ο μικρότερος, τότε δε θα μπορέστε
Να φτάστε ως εμέ ξανά. Κι εμείς είχαμε πάει
Κι είπαμε στον πατέρα μας, δικός σου που είναι δούλος,
Τα λόγια του κυρίου μας. Τραβάτε λίγα πάλι
Μας είπε ο πατέρας μας, τρόφιμα ν’ αγοράστε.
Και μεις, δε θα μπορέσουμε, του είπαμε, να πάμε
Εκτός κι αν ο μικρότερος έρθει μαζί αδερφός μας.
Γιατί αν αυτός δε βρίσκεται μαζί μας, εμείς τότε
Αδύνατο στον άρχοντα να παρουσιαστούμε.
Και είπε ο πατέρας μας, καλά ξέρετε όλοι
Πως δύο η γυναίκα μου γιους μου ’χει γεννημένα.
Κι ο ένας μου εχάθηκε. Τον φάγαν τα θηρία
Μου ’πατε τότε, κι έκτοτε δε τον ξανάδα. Τώρα,
Αν θα μου πάρετε κι αυτόν κι ενώ θα ταξιδεύει
Κάτι κακό θα του συμβεί, τότε τα γερατειά μου
Γεμάτα λύπη αβάσταχτη στον Άδη θα τα στείλτε.
Αν τώρα στον πατέρα μου και δούλο σου θα πάω
Χωρίς μαζί μου το παιδί, την ώρα που η ζωή του
Απ’ το παιδί κρέμεται αυτό, τότε, όταν δει εκείνος
Ότι μαζί μας το παιδί δεν είναι, θα πεθάνει.
Και θα ’χουν τότε οι δούλοι σου του γέρου τους πατέρα-
Του δούλου σου-, τα γερατειά, στείλει πικρά στον άδη.
Και υπ’ ευθύνη μου εγώ, ο δούλος ο δικός σου
Απ’ τον πατέρα το παιδί επήρα, λέγοντάς του
Μπροστά σου αν πάλι το παιδί εγώ δε σου το φέρω
Απέναντί σου ένοχος θα είμαι εγώ για πάντα.
Τώρα λοιπόν, δούλος σου εγώ, ο δικός σου υπηρέτης
Ας μείνω αντίς για το παιδί, και το παιδί ας πάει
Μαζί με τ’ άλλα αδέρφια του. Γιατί πώς στον πατέρα
Να πάω δίχως το παιδί; Τα όσα θα τον βρούνε
Ας μην ιδώ εγώ κακά.
XLV
Και όταν είδε ο Ιωσήφ πως δεν μπορούσε άλλο
Ν’ αντέξει τη συγκίνηση, είπε κι από μπροστά του
Όλους τους άλλους διώξανε. Έτσι κοντά δεν ήταν
Στον Ιωσήφ Αιγύπτιος κανείς όταν εκείνος
Στ’ αδέρφια του αποκάλυψε ο Ιωσήφ πως ήταν.
Και μια μεγάλη έβγαλε φωνή μαζί με κλάμα
Που και ο οίκος Φαραώ κι όλοι οι Αιγύπτιοι ακούσαν.
Ειπ' ο Ιωσήφ στ’ αδέρφια του: Ο Ιωσήφ εγώ ’μαι!
Ζει ακόμα ο πατέρας μου; Κι αυτοί να του απαντήσουν
Δεν το μπορούσανε γιατί χωρίς φωνή απομείναν.
Κι είπε σ’ αυτούς ο Ιωσήφ: Πλησιάστε! Πλησιάσαν
Και, είμαι εγώ ο Ιωσήφ, τους είπε, ο αδερφός σας,
Εκείνος που στην Αίγυπτο είχατε σεις πουλήσει.
Μα τώρα μη λυπόσαστε, και ούτε πρέπει πίκρα
Να νιώστε μέσα σας γιατί μ’ έχετε εδώ πουλήσει.
Γιατί ο θεός μπροστά από σας μ’ έχει εδώ πέρα στείλει
Ώστε να ζήσουμε όλοι μας. Και ο λιμός να που είναι
Για χρόνο δεύτερο στη γη. Κι ακόμα γι άλλα πέντε
Η γη μας ούτε θέρισμα, ούτε όργωμα δε θα ’χει.
Γι αυτό ο θεός μπροστά από σας μ’ έχει εδώ σταλμένον
Να σας κρατήσω στη ζωή και για να σας βοηθήσω
Μες στη μεγάλη ανάγκη σας. Μ’ έχει εδώ πέρα στείλει
Όχι εσείς μα ο θεός. Και μ’ έχει σαν πατέρας
Να ’μουνα κάνει στο Φαραώ, και του σπιτιού του αφέντη
Και της Αιγύπτου άρχοντα. Λοιπόν γρήγορα πάτε
Και πέστε του πατέρα μου, αυτά λέει ο γιός σου
Ο Ιωσήφ: Μ’ έχει ο θεός αφέντη της Αιγύπτου.
Έλα λοιπόν κι εσύ εδώ, κι άλλο εκεί μη μένεις.
Έτσι κοντά μου θα ’σαι συ, κι οι γιοί κι οι εγγονοί σου,
Τα πρόβατα, τα βόδια σου και όλα ό,τι έχεις.
Και θα σε τρέφω εγώ εκεί στα πέντε ακόμα χρόνια
Που θα κρατήσει ο λιμός, ώστε να μη χαθείτε
Και συ κι οι γιοί σου, και χαθούν κι όλα τα υπάρχοντα σου.
Να! Βλέπουν και του Βενιαμίν και τα δικά σας μάτια
Πως το δικό μου ειν’ αυτό που σας μιλάει στόμα.
Λοιπόν και όσα είδατε, και όλη μου τη δόξα
Που έχω εδώ στην Αίγυπτο, πέστε τα στον πατέρα.
Και τον πατέρα μας εδώ χωρίς ν’ αργήστε φέρτε.
Και ρίχτηκε στο Βενιαμίν πάνω τον αδερφό του
Και σφιχταγκαλιαστήκανε και κλαίγανε κι οι δυο τους.
Κλαίοντας εφίλησε μετά κι όλους τους αδερφούς του
Και μόνον ύστερα απ’ αυτό του μίλησαν εκείνοι.
XLV16
Το νέο ευθύς διαδόθηκε στου Φαραώ τον οίκο.
Ήρθαν τ’ αδέρφια του Ιωσήφ! Κι ο Φαραώ εχάρη.
Το ίδιο και οι γύρω του. Και, πες στους αδερφούς σου
Ειπ’ ο Φαραώ στον Ιωσήφ, τους σάκους σας γεμίστε
Και στη Χαναάν πηγαίνετε. Κι ελάτε πάλι πίσω
Φέρνοντας τον πατέρα σας και τα υπάρχοντα σας
Και της Αιγύπτου τ’ αγαθά όλα δικά σας θα ’ναι.
Θα ’χετε ό,τι πιο καλό. Και συ ακόμα πες τους
Από τη γη της Αίγυπτος να πάρουνε αμάξια
Να βάλουν τις γυναίκες τους μέσα και τα παιδιά τους
Και τον πατέρα τους αφού πάρουν μαζί τους, να ’ρθουν.
Και πες τους να μη λυπηθούν για σκεύη που θ’ αφήσουν
Γιατί εδώ στην Αίγυπτο δικά τους όλα θα ’ναι.
Κι έκαναν έτσι οι γιοί Ισραήλ. Κι ο Ιωσήφ σε κείνους
Αμάξια έδωσε, καθώς του είχε ειπωμένα
Ο βασιλιάς ο Φαραώ. Τους έδωσε ακόμα
Και για το δρόμο τρόφιμα. Κι είχε στους άλλους δώσει
Από καλές δύο στολές, ενώ είχε πέντε δώσει
Στο Βενιαμίν καλές στολές, διάφορες μεταξύ τους.
Κι ακόμα του ’δωσε χρυσά νομίσματα τρακόσα.
Κι επίσης στον πατέρα του έστειλε δέκα όνους
Που απ’ όλα είχαν τ’ αγαθά πάνω τους της Αιγύπτου.
Και ημιόνους έστειλε δέκα, που κουβαλούσαν
Τρόφιμα του πατέρα του να τα ’χει για το δρόμο.
Κι ενώ τους κατευόδωνε, είπε στους αδερφούς του:
Στο δρόμο μη μαλώνετε. Κι εκείνοι ξεκίνησαν
Και φύγαν απ’ την Αίγυπτο και στη Χαναάν επήγαν.
Και στον πατέρα τους Ιακώβ, ο Ιωσήφ ζει, του ’παν,
Και ειν’ ο άρχοντας αυτός στη χώρα της Αιγύπτου.
Και δεν τους πίστεψ’ ο Ιακώβ κι έδειξε αδιαφορία.
Όμως του είπανε αυτά που ο Ιωσήφ τους είπε,
Είδε και τα που του ’στειλε ο Ιωσήφ αμάξια
Για να τον παραλάβουνε, κι άστραψε το μυαλό του
Και, είπε ο Ισραήλ, αυτό, μεγάλο πράγμα είναι-
Αν ζει ο γιός μου ο Ιωσήφ. Προτού λοιπόν πεθάνω
θα πάω εκεί να τον ιδώ.
ΧLVI
Και κίνησε ο Ισραήλ με όλα όσα είχε
Και στο πηγάδι έφτασε του Όρκου. Εκεί πέρα
Έκανε στου πατέρα του Ισαάκ το θεό θυσία.
Κι είπε ο θεός στον Ισραήλ σε όραμα τη νύχτα:
Ιακώβ! Ιακώβ! Κι είπε αυτός: τί θέλεις; Και του είπε:
Μη φοβηθείς στην Αίγυπτο να πας. Έθνος μεγάλο
θα σ’ αναδείξω εγώ εκεί. Κι εγώ θα ’ρθω μαζί σου
Στην Αίγυπτο, και πάλι εδώ θα σε γυρίσω πίσω.
Τα μάτια σου του Ιωσήφ τα χέρια θα τα κλείσουν.
Κι απ’ το Πηγάδι ο Ιακώβ ξεκίνησε του Όρκου.
Και βαλαν τον πατέρα τους οι γιοί Ισραήλ στ’ αμάξια
Που έστειλε ο Ιωσήφ για να τον μεταφέρουν.
Και βαλαν τις αποσκευές, και τις γυναίκες βαλαν,
Τα υπάρχοντα τους; πήρανε, κι ό,τι είχαν αποκτήσει
Στη γη Χαναάν, και φύγανε. Κι ο Ιακώβ εμπήκε
Στην Αίγυπτο, και μπήκανε κι οι απόγονοί του όλοι.
Κι οι γιοί του κι οι εγγόνοι του, κι οι κόρες κι οι εγγονές του.
Όλο το σόϊ του αυτός στην Αίγυπτο το πήγε.
Όταν τον είδε, χύθηκε μέσα στην αγκαλιά του
Κι έκλαιγε ασταμάτητα. Κι ο Ισραήλ του είπε:
Αφού σε είδα, και αφού πως ζεις ακόμα είδα,
Απ’ τη στιγμή κι ύστερα αυτή, δε νοιάζομαι, ας πεθάνω.
Κι ο Ιωσήφ στ’ αδέρφια του: στο Φαραώ, τους είπε,
θα πάω, και, του πατέρα μου, θα του ειπώ, το σόι
Που ήτανε στη Χαναάν, ήρθε σε μένα τώρα.
Οι άνθρωποι αυτοί είναι βοσκοί γιατ’ ήταν κτηνοτρόφοι.
Κι ήρθανε με τα βόδια τους, μ’ όλα τους τ’ άλλα ζώα,
Κι όλα τους τα υπάρχοντα. Λοιπόν αν σας καλέσει
Και σας ρωτήσει ο Φαραώ ποια είναι η δουλειά σας,
θα του ειπείτε οι δούλοι σου είμαστε κτηνοτρόφοι
Από μικροί ως τα σήμερα, και μεις κι οι πρόγονοί μας
Για να σας στείλει στη Γεσέμ αυτός, της Αραβίας,
Γιατί οι βοσκοί αντιπαθείς είναι στους Αιγυπτίους.
XLVII
Κι ο Ιωσήφ στο Φαραώ επήγε και του είπε:
Πατέρας και αδέρφια μου, μαζί έχοντας φέρει
Τα βόδια κι όλα τ’ άλλα τους τα ζώα κι ό,τι δικό τους,
Απ’ τή Χαναάν εφύγανε και στη Γεσέμ εφτάσαν.
Κι από τ’ αδέρφια του μαζί παρμένους είχε πέντε
Όταν επήγε στο Φαραώ. Κι ο Φαραώ τους λέει:
Τι ξέρετε να κάνετε; Κι αυτοί του απαντήσαν:
Βοσκοί είμαστε οι δούλοι σου κι εμείς κι οι πρόγονοί μας.
Κι είπαν ακόμα στο Φαραώ: προσωρινά έχουμ’ έρθει
Γιατί τροφή των δούλων σου τα ζώα εκεί δεν είχαν-
Στη γη Χαναάν, γιατί ο λιμός περίσσεψε σε κείνην.
Ας μείνουμε στη γη Γεσέμ. Κι ο Φαραώ γυρίζει
Και λέει στον Ιωσήφ: Καλά. Στη γη Γεσέμ ας μείνουν.
Κι αν μεταξύ τους ξέρεις συ πως μερικοί υπάρχουν
Που θα ’ναι ικανοί γι αυτό, κάνε τους επιστάτες
Στων κοπαδιών μου τους βοσκούς. Κι όταν στην Αίγυπτο ήρθε
Στον Ιωσήφ, ο Ιακώβ μαζί με τα παιδιά του,
Ο Φαραώ, που βασιλιάς ήτανε της Αιγύπτου,
Το ’μαθε κι είπε του Ιωσήφ: Πατέρας κι αδερφοί σου
Ήρθαν λοιπόν! Και να η γη μπροστά σας της Αιγύπτου.
Στην πιο καλή βάλε μεριά πατέρα κι αδερφούς σου.
Και τον πατέρα του Ιακώβ ο Ιωσήφ επήρε
Και τον επήγε στο Φαραώ. Και στο Φαραώ εκείνος
Την ευλογία του έδωσε. Η ηλικία σου ποια ’ναι;
Τόνε ρωτάει ο Φαραώ. Κι ο Ιακώβ του λέει:
’Κατόν τριάντα είμαι χρονών. Και όπου πάω, ξένος.
Λίγα τα χρόνια μου ήτανε και δυστυχία γεμάτα.
Τα χρόνια των προγόνων μου δεν τα ’χω εγώ φτασμένα
Που ζήσανε πάνω στη γη ξένοι κι αυτοί γυρνώντας.
Κι ο Ιωσήφ τον Φαραώ αφού είχε ευλογήσει
Εβγήκε απ’ το παλάτι του.
XLVII11
Και ταχτοποίησ’ ο Ιωσήφ πατέρα του κι αδέρφια
Στη Ραμεσσή, τον πιο καλό τον τόπο της Αιγύπτου
Κατά πως είπε ο Φαραώ δικό τους να τον έχουν.
Κι αυτά των γιων του Ισραήλ είναι τα ονόματά τους
Με τον πατέρα τους Ιακώβ στην Αίγυπτο που μπήκαν:
Ο πρώτος γιός του Ιακώβ Ρουβήν, με τα παιδιά του
Ενώχ, Φαλλό, Ασρών, Χαρμί. Του Συμεών οι γιοί ήταν
Αώδ, Αχείν, Σαάρ, Ιαμείν, Ιεμουήλ, κι ακόμα
Ο Σαούλ, της Χανανίτιδας. Και του Λευί οι γιοί ήταν
Γηρσών και Καθ και Μεραρί. Κι ήταν παιδιά του Ιούδα
Ο Ηρ κι ο Αυνάν που πέθαναν στης Χαναάν τη χώρα,
Και οι Σηλώμ, Φαρές, Ζανά. Και του Φαρές παιδιά του
Ήταν ο Εσρώμ κι ο Ιεμουήλ. Κι ήταν παιδιά του Ισσάχαρ
Θωλά, Φουά, Ασούμ, Σαμβράν. Του Ζαβουλών γιοί ήσαν
Σερέδ, Αλλών και Αχοήλ. Αυτοί ήσαν γιοί της Λείας,
Που στης Συρίας γέννησε τη Μεσοποταμία
Στον Ιακώβ. Κι ήταν μαζί κι η κόρη του η Δείνα.
Σύνολο τριάντα τρείς ψυχές οι γιοί του και οι κόρες.
Του Γαδ οι γιοί: Σαφών, Αγγίς, Σαννίς, Αηδείς, κι ακόμα
Αροηδείς, Αρεηλείς, και Θασοβάν. Και γιοί ήσαν
Του Ασήρ: Ιεμνά, Ιεσσουά, Βαριά, Ιεούλ. Κι η Σάρα
Η αδερφή τους ήτανε. Και του Βαριά οι γιοί ήσαν
Μελχιίλ, Χοβόρ. Κι ήταν αυτοί γιοί της Ζελφά, που ο Λάβαν
Στη θυγατέρα του έδωσε τη Λεία, και που είχε
Αυτή γεννήσει στον Ιακώβ όλες ψυχές δεκάξι.
Και της γυναίκας του Ιακώβ Ραχήλ, παιδιά της ήσαν
Ο Ιωσήφ κι ο Βενιαμίν. Κι η Ασενέθ γεννάει
Στην Αίγυπτο, στον Ιωσήφ, του Πετεφρή η κόρη,
Ιερέα της Ηλιούπολης, και δύο γιους του δίνει-
Τον Μανασσή και τον Εφραίμ. Και τον Μαχίρ η Σάρα
Η παλλακίδα του γεννάει στο Μανασσή. Κι εκείνος
Τον Γαλαάδ εγέννησε. Και ο Εφραίμ δυο είχε-
Ο αδερφός του Μανασσή- αγόρια γεννημένα,
Τον Σουταλαάμ και τον Ταάμ. Του Σουταλαάμ γιός ήταν
Ένας: ο Εδώμ. Κι ο Βενιαμίν τρία παιδιά γεννάει,
Βαλά, Βεχόρ και τον Ασβήλ. Και του Βαλά οι γιοί ήσαν:
Γηρά, Νοεμάν, Αγχίς και Ρως, και ο Μαρφίμ. Κι ο μόνος
Γιός του Γηρά ήταν ο Αράδ. Απ’ τη Ραχήλ αυτοί ήταν
Οι γιοί που είχε ο Ιακώβ-και δεκοχτώ ήσαν όλοι.
Και γιός του Δαν ήταν ο Ασόμ. Του Νεφθαλί οι: Ισσάαρ,
Ασιήλ, Γωνί, και ο Σαλλήμ. Γιοί της Βαλλάς αυτοί 'ταν
Που ’δωσε ο Λάβαν στη Ραχήλ, την κόρη του, και που είχε
Γεννήσει αυτή στον Ιακώβ, ψυχές εφτά όλες όλες.
Και όλοι μες στην Αίγυπτο με τον Ιακώβ που μπήκαν
Και γεννήθηκαν απ’ αυτόν, εκτός απ’ τις γυναίκες
Που τα παιδιά του πήρανε, σύνολο εξήντα έξη.
Και τα παιδιά του Ιωσήφ ψυχές εννέα ήταν
Που ’κανε αυτός στην Αίγυπτο. Και οι ψυχές τώρα όλες
Της οικογένειας του Ιακώβ που ήτανε μαζί του
Στην Αίγυπτο, συνολικά ’βδομηνταπέντε ήταν.
ΧLVΊ28
Κι ο Ιακώβ μπροστά απ’ αυτόν έστειλε τον Ιούδα
Στον Ιωσήφ, ώστε αυτός να τόνε συναντήσει
Στη γη που λένε Ραμεσσή, την Πόλη των Ηρώων.
Και τ’ άρματά του έζεψε ο Ιωσήφ και πήγε
Προς τον πατέρα του Ισραήλ, στην Πόλη των Ηρώων.
Και στάρι στον πατέρα του έδινε και στ’ αδέρφια Και σ’ όλο του πατέρα του ο Ιωσήφ το σόι Ανάλογα με τ’ άτομα της κάθε οικογένειας.
XLVII13
Και ο λιμός περίσσεψε και στάρι η γης δεν είχε.
Κι η Αίγυπτος κι η Χαναάν απ’ το λιμό μαράναν.
Κι όλο το χρήμα ο Ιωσήφ μάζεψε που υπήρχε
Σε Χαναάν και σ’ Αίγυπτο, πουλώντας το σιτάρι
Που οι κάτοικοι αγόραζαν. Κι ο Ιωσήφ στον οίκο
Συγκέντρωσε του Φαραώ τα χρήματα τους όλα.
Και σ’ Αίγυπτο και Χαναάν χρήματα δεν υπήρχαν.
Και πήγαν οι Αιγύπτιοι στον Ιωσήφ και του ’παν:
Δος μας ψωμί, γιατί αλλιώς χανόμαστε απ’ την πείνα.
Τα χρήματα μας τέλειωσαν. Κι ο Ιωσήφ τους είπε:
Αφού λεφτά δεν έχετε, τα ζώα σας να μου φέρτε
Και θα σας δώσω εγώ ψωμί. Κι αυτοί πήγαν και φέραν
Τα ζώα τους στον Ιωσήφ. Κι ο Ιωσήφ σε κείνους
Για τ’ άλογα, τα πρόβατα, τα βόδια και τους όνους,
Ψωμί τους έδωσε να φαν. Και για τον χρόνο αυτόνε
Τους έθρεψε μ’ αντάλλαγμα τα ζώα τους εκείνους.
Και πέρασε κείνη η χρονιά, και ήρθανε και πάλι
Τη δεύτερη χρονιά σ’ αυτόν και του ’πανε: κύριέ μας
Θ’ αφήσεις να πεθάνουμε; Πάνε τα χρήματα μας
Και σου ’χουμε δοσμένα εμείς τα ζώα και το βιος μας.
Δεν έχουμε άλλο παρά πια το ίδιο μας το σώμα
Και τα χωράφια μας. Γι αυτό, και μείς να μη χαθούμε
Κι έρημη να μη μείνει η γης, εμάς πάρε μας δούλους
Και κάνε τα χωράφια μας δική σου περιουσία-
Κι αντίς γι αυτά δος μας ψωμί, κι ο Φαραώ δικά του
Θα ’χει και τα χωράφια μας κι εμάς. Μον’ δος μας στάρι
Να σπείρουμε να ζήσουμε και μείς να μη χαθούμε,
Κι ούτε η γη να ερημωθεί. Κι ο Ιωσήφ επήρε
Κι όλη έδωσε στο Φαραώ τη γη των Αιγυπτίων,
Γιατί οι Αιγύπτιοι δώσανε στο Φαραώ τη γη τους-
Γιατί τους έσφιξε ο λιμός, γ ι αυτό και του τη δώσαν.
Και δούλους έδωσε σ’ αυτόν όλους τους Αιγυπτίους
Από τη μια ως την άλληνε την άκρη της Αιγύπτου,
Εκτός της γης που οι ιερείς ορίζανε. Αυτήνε
Δεν τήνε πήρε ο Ιωσήφ, γιατί έδινε σιτάρι
Στους ιερείς ο Φαραώ, και τρώγαν από κείνο.
Γι αυτό και τα χωράφια τους εκείνοι δεν πουλήσαν.
Και τότε είπε ο Ιωσήφ σ’ όλους τους Αιγυπτίους:
Εσάς και τα χωράφια σας σήμερα τα ’χω κάνει
Ιδιοκτησία του Φαραώ. Λοιπόν να! Σπόρο πάρτε,
Σπείρτε τη γη, κι όταν θα ’ρθεί του θερισμού η ώρα,
Το ένα πέμπτο της σοδειάς στο Φαραώ θα δώστε,
Και θα ’ναι τ’ άλλα τέσσερα δικά σας, και για σπόρο,
Και για να τρέφεστε μ’ αυτά και σεις κι οι οικογένειες σας.
Κι είπαν αυτοί: μας έσωσες. Μεγάλη είναι η χάρη
Που ο κύριος έκανε σε μας. Δούλοι από δω και πέρα
θα είμαστε του Φαραώ. Κι είχε για κείνους βγάλει
Μια διαταγή ο Ιωσήφ που ως σήμερα υπάρχει,
Απ’ τα προϊόντα που η γη της Αίγυπτος παράγει
Στον Φαραώ οι κάτοικοι να δίνουν το ένα πέμπτο
Εκτός μονάχα από τη γη των ιερέων-εκείνη
Δεν ήτανε του Φαραώ.
XLVII27
Κι εγκαταστάθη ο Ισραήλ στη χώρα της Αιγύπτου
Στη γη Γεσέμ. Κι ήταν αυτή δική του ιδιοκτησία.
Κι αυξήθηκαν κι ακμάσανε πολύ οι απόγονοί του.
Κι ύστερα από δεκαεφτά χρονιές στη γη Αιγύπτου
’Κατόν σαράντα εφτά χρονών ο Ιακώβ εγίνη.
Και φτάσανε του Ισραήλ οι μέρες να πεθάνει.
Και φώναξε τον Ιωσήφ και του ’πε: αν βρήκα χάρη
Κάποτε από σένανε, το χέρι σου από κάτω
Απ’ το μηρό μου βάλε το κι ορκίσου κι άλλη μία
Πως θα μου κάνεις-και πιστά ότι θα την τηρήσεις:
Τη χάρη πως στην Αίγυπτο δε θα με θάψεις γιε μου
Αλλά με τους πατέρες μου μαζί θα μ’ αναπάψεις.
Ότι από την Αίγυπτο το σώμα μου θα πάρεις
Και μες στον τάφο που ειν’ αυτοί και μένα θα με θάψεις.
Κι αυτός του είπε: όπως το λες, έτσι αυτό θα γίνει.
Κι ο Ιακώβ, ορκίσου μου, του ’πε. Κι αυτός ορκίστη.
Και του ραβδιού του Ιωσήφ ο Ιακώβ την άκρη
Έσκυψε και προσκύνησε.
XLVIII
Μετά απ' αυτά τον Ιωσήφ είχαν ειδοποιήσει
Πως ο πατέρας του ειν’ βαριά. Και παίρνοντας εκείνος
Τους γιους του Εφραίμ και Μανασσή, στον Ιακώβ επήγε.
Και του Ιακώβ πως έρχεται ο Ιωσήφ του είπαν
Και τότε δύναμη έβαλε ο Ισραήλ μεγάλη
Κι έκατσε στο κρεβάτι του. Και του Ιωσήφ του είπε:
Στη γη Λουζά της Χαναάν ο θεός μου φανερώθη
Και μου ’πε αφού μ’ ευλόγησε: εγώ θα σε πληθύνω
Κι ακμαίο θα σε κάνω εγώ, και λαών πολλών γενάρχη.
Και θα τη δώσω αυτή τη γη σε σένα και σε κείνους
Που θα ’ρθουνε κατόπι σου, δική σας να ’ναι πάντα.
Οι δύο γιοί που γέννησες πριν έρθω εγώ να μείνω
Μαζί σου εδώ στην Αίγυπτο, αυτοί δικοί μου είναι-
Ο Μανασσή και ο Εφραίμ. Μου είναι όπως έχω
Το Συμεών και το Ρουβήν. Και τα παιδιά εκείνα
Που θα γεννήσεις ύστερα, αυτών των αδερφών τους
Των δυο θα ’χουν τα ονόματα. Κληρονομιά την ίδια
Θα ’χουν με την κληρονομιά που αυτοί οι δύο θα ’χουν.
Απ’ της Συρίας σα ’ρχόμουνα τη Μεσοποταμία
Πέθανε η μάννα σου η Ραχήλ στης Χαναάν τη χώρα,
Όταν εγώ στην Εφραθα γυρεύοντας να πάω
Κόντευα στον ιππόδρομο της Χαβραθά να φτάσω.
Και στον ιππόδρομο-εκεί την έχω θάψει εκείνη.
Κι η Εφραθά ειν’ η Βηθλεέμ.
XLVIII8
Κι όταν του Ιωσήφ τους γιους ο Ιακώβ τους είδε
Ρώτησε: τίνος ειν’ αυτοί; Κι ο Ιωσήφ του είπε:
Είναι οι γιοί μου που ο θεός εδώ μου έχει δώσει.
Κι ειπ’ ο Ιακώβ, φέρ’ τους κοντά για να τους ευλογήσω-
Δύσκολα έβλεπ’ ο Ισραήλ από τα γερατειά του.
Και τους πλησίασ’ ο Ιωσήφ. Και κείνος τους φιλάει
Κι ύστερα τους αγκάλιασε. Και του Ιωσήφ του είπε:
Να που όχι μόνον ο θεός εσένα δεν μου πήρε
Μα και τους απογόνους σου να δω μ’ έχει αξιώσει.
Και πήρε από τα γόνατα του Ιακώβ τους γιους του
Και προσκυνήσαν τον Ιακώβ αυτοί μέχρι το χώμα.
Κι ο Ιωσήφ πήρε τους δυο γιους του και δεξά του,
Αριστερά για τον Ισραήλ, το γιό του Εφραίμ κρατώντας,
Και, δεξιά για τον Ισραήλ κι αριστερά του ίδιου,
Τον Μανασσή, στον Ιακώβ κοντά τούς πλησιάζει.
Κι ο Ιακώβ, σταυρώνοντας τα δύο του τα χέρια,
Με το δεξό του τού Εφραίμ άγγισε το κεφάλι
Που ήταν ο νεότερος, και με το αριστερό του
Την κεφαλή του Μανασσή.
XLVIII15
Και, τους ευλόγησε. Ο θεός, είπε, που την εύνοιά του
Ο Αβραάμ κι ο Ισαάκ είχαν, οι πρόγονοί μου,
Ο θεός που από τα νιάτα μου μ’ έτρεφε μέχρι τώρα,
Κι ο άγγελος που απ’ τα κακά μ’ έχει γλιτώσει όλα,
Ας ευλογήσει αυτά τα δυο παιδιά. Και τ’ όνομά μου,
Και τ’ όνομα του Αβραάμ κι Ισαάκ ας διαιωνίσουν.
Κι ας πληθυνθούν πάρα πολύ στη γη αυτή επάνω.
Και όταν είδε ο Ιωσήφ πως ο πατέρας του είχε
Το δεξιό το χέρι του πα’ στον Εφραίμ απλώσει
Πολύ του κακοφάνηκε. Και, ο Ιωσήφ, επήρε
Το χέρι του πατέρα του, ώστε απ’ το κεφάλι
Να το σηκώσει του Εφραίμ, και να το απιθώσει
Στην κεφαλή του Μανασσή. Και στον πατέρα του είπε:
Όχι έτσι-ο πρωτότοκος είναι αυτός πατέρα,
Στην κεφαλή βάλε αυτουνού το δεξιό σου χέρι.
Μα ο πατέρας του αυτό δεν το ’κανε και είπε:
Ξέρω καλά ποιός είναι αυτός. Κι αυτός λαό θα δώσει,
Κι αυτός μεγάλος θα γενεί. Ο αδερφός του όμως,
Ο νέος, μεγαλύτερος θα γίνει απ’ αυτόνε
Κι από τους απογόνους του έθνη πολλά θα βγούνε.
Και τους ευλόγησε αυτούς εκείνη την ημέρα
Και είπε: σαν υπόδειγμα θα ’χουν οι Ισραηλίτες
Την ευλογία σας. Θα λεν: ο θεός και σε να κάνει
Σαν τους Εφραίμ και Μανασσή. Και τον Εφραίμ, πριν, έτσι,
Έβαλε από το Μανασσή. Και, να!, εγώ πεθαίνω,
Ειπ’ ο Ισραήλ στον Ιωσήφ. Ο θεός μαζί σας να ’ναι
Και πίσω στων πατέρων σας τη γη να σας γυρίσει.
Κι εγώ, απ’ ό,τι έδωσα στους άλλους αδερφούς σου,
Αφήνω και τα Σίκινα σε σένα επιπλέον,
Που απόκτησα με πόλεμο από τους Αμορραίους.
ΧLΙΧ
Και κάλεσε ο Ιακώβ τους γιους του και τους είπε:
Συγκεντρωθείτε όλοι εδώ για να σας αναγγείλω
Τ’ είναι σε σας που θα συμβεί τις τελευταίες μέρες.
Συγκεντρωθείτε γιοί Ιακώβ και τι θα πω ακούστε! Ακούστε γιοί του Ισραήλ! Ακουστέ τον πατέρα!
Ρουβήν, πρωτότοκε μου εσύ, που είσαι η δύναμη μου
Και των παιδιών μου η αρχή, σκληρός σε μένα εφάνης-
Σκληρός και ανυπάκουος. Όπως νερό αν ήσουν
Έτσι εταραζόσουνα. Μα δε θα προοδέψεις
Γιατί πα’ στου πατέρα σου την κλίνη έχεις ανέβει
Και μόλυνες το στρώμα του. Αδέρφια οι δυο είναι
Ο Συμεών και ο Λευί. Και προμελετημένα
Μι άδικη πράξη κάνανε. Εμένα την ψυχή μου
Σ’ ό,τι αποφασίσανε σύμφωνη δεν τη βρήκαν,
Και διαβουλεύτηκαν χωρίς βοηθό τους την καρδιά μου.
Γιατί ανθρώπους σκότωσαν απάνω στο θυμό τους
Και για να διασκεδάζουνε κόβαν τα νεύρα ταύρων.
Καταραμένος ο θρασύς να είναι ο θυμός τους
Και η οργή τους η σκληρή. Αυτούς θα τους μοιράσω
Ανάμεσα στον Ιακώβ, και θα τους διασκορπίσω
Στον Ισραήλ ανάμεσα. Οι αδερφοί σου Ιούδα
Θα σε υμνολογήσουνε. Στις πλάτες των εχθρών σου
Θα ’ναι βαρύ το χέρι σου. Και θα σε προσκυνήσει
Το γένος του πατέρα σου. Γέννημα λιόντα! Ιούδα!
Από βλαστό, βλαστός και συ μεγάλωσες παιδί μου.
Έπεσες και κοιμήθηκες σα λιόντας και σα σκύμνος.
Να σε ξυπνήσει ποιός τολμά; Κι άρχοντας δε θα λείψει
Απ’ τού Ιούδα τη φυλή, κι ούτε αρχηγός θα λείψει
Από τους απογόνους του, μέχρι να ’ρθουν εκείνα
Που φυλαγμένα είναι γι αυτόν. Κι αυτός η προσδοκία
Όλων θα είναι των εθνών. Τον όνο του αυτός τότε
Θα δένει στο αμπέλι του, και στου αμπελιού τις κλάρες
Θα δένει το πουλάρι του. Τα ρούχα που φοράει
Θα τα ξεπλένει με κρασί, και μ’ αίμα από σταφύλι
Θα πλένει τον μανδύα του. Χαρούμενα θα λάμπουν
Απ’ το κρασί τα μάτια του και θα ’ναι του τα δόντια
Κι από το γάλα πιο λευκά. Ο Ζαβουλών σε χώρα
Θα κατοικεί παραλιακή-εκεί που δένουν πλοία-
που ως τη Σιδώνα θα τραβά. Πεθύμησε ο Ιασσάχαρ
Μέσα να ξεκουράζεται στων αλλωνών τις κλήρες.
Και βλέποντας ότι καλή η ανάπαψη του ήταν
Κι ότι ήταν εύφορη η γη, δουλειές έχει αναλάβει
Να κάνει με τα χέρια του, και γεωργός εγίνει.
Και τον δικό του το λαό ο Δαν θα κυβερνήσει
Σαν μια φυλή του Ισραήλ. Και θα ’ναι ο Δαν σα φίδι
Σε δρόμο μέσα, ή λουμωχτός σε κάποιο μονοπάτι
Και του αλόγου που περνά τη φτέρνα θα δαγκώνει
Ώστε να πέφτει ανύποπτος ο καβαλάρης πίσω
Και πια τη σωτηρία του απ’ τον Κύριο να προσμένει.
Θα λεηλατήσουν πειρατές τον Γαδ, αλλά κι εκείνος
Ενώ αυτοί θα φεύγουνε, καρτέρι θα τους στήσει.
Πλούσιες ο Ασήρ θα ’χει τροφές, και τρυφηλή θα δίνει
Τροφή αυτός σε άρχοντες. Βλαστάρι ανυψωμένο
Ο Νεφθαλί, και ομορφιά θα δίνει σ’ ό,τι κάνει.
Ένδοξος γιός μου ο Ιωσήφ! Ένδοξος κι εκλεκτός μου.
Ο γιος μου ο νεότατος. Σε μένα ξαναγύρνα.
Γι αυτόν κακά εσκέφτονταν και τόνε κοροϊδεύαν
Και άνθρωποι με δυνατά τόξα τόνε μισήσαν.
Με δύναμη όμως σπάσανε τα τόξα των εχθρών του
και τους παράλυσ' ο Ισχυρός του Ιακώβ τα χέρια,
Αυτός που απ’ τού πατέρα του το θεό σταλμένος όντας
Τον Ισραήλ ενίσχυσε. Και του ’χει ο θεός μου
Την ευλογία τ’ ουρανού δώσει, που ειν’ επάνω
Και της πανδότειρας της γης. Κι αυτό γιατί τα στήθη
Κι η μήτρα τον ευλόγησαν. Τις ευλογίες θα πάρει
Πατέρα και μητέρας του, που πιο ψηλές θα είναι
Απ’ τά ψηλότερα βουνά, κι απ’ τις ερήμους θα ’ναι
πιότερες τις αιώνιες. Αυτές οι ευλογίες
Στην κεφαλή του Ιωσήφ θα έρθουνε-σε κείνον
Που ήτανε ο άρχοντας των αδερφών του όλων.
Σα λύκος θα ’ναι αρπαχτικός ο Βενιαμίν. Ακόμα
Φαί θα τρώει το πρωί, και όταν έρθει βράδυ
Σ’ άλλους θα δίνει αυτός τροφή. Οι γιοι αυτοί ’ναι όλοι
Του Ιακώβ οι δώδεκα. Κι αυτά σε κείνους είπε
Ο πατέρας τους, κι ευλόγησε ως του ’πρεπε καθέναν.
Κι είπε σ’ αυτούς: θα πάω κι εγώ να έβρω το λαό μου.
Με τους προγόνους μου μαζί στο σπήλιο να με θάψτε,
Που στου Χετταίου του Εφρών βρίσκεται το χωράφι,
Στο Σπήλιο μέσα το Διπλό, απ’ τή Μαμβρή αντίκρυ,
Στη γη Χαναάν, που ο Αβραάμ το είχε αγόρασει-
Το σπήλαιο- απ’ τον Εφρών που ήτανε Χετταίος,
Για τάφο του ιδιόκτητο. Μέσα σ’ αυτόν τον τάφο
Εθάψανε τον Αβραάμ και θάψαν και τη Σάρρα
Που ήτανε γυναίκα του. Στον ίδιο αυτό τον τάφο
Θάψανε και τον Ισαάκ, θάψαν και τη Ρεβέκκα
Που ήτανε γυναίκα του. Εκεί έθαψαν τη Λεία.
Γιατί δικό μας ειν’ κι αυτό το ίδιο το χωράφι,
Και το που εντός του βρίσκεται σπήλιο, που απ’ τούς Χετταίους
Εμείς το αγοράσαμε. Κι ο Ιακώβ τους γιους του
Να τους διατάζει έπαψε. Και πάνω στο κρεβάτι
Αφού άπλωσε τα πόδια του, επέθανε. Και πήγε
Και βρήκε τους προγόνους του.
L
Και πάνω στου πατέρα του το πρόσωπο είχε πέσει
Κι έκλαιγε και το φίλαγε ο Ιωσήφ. Και είπε
Στους δούλους του ταριχευτές, του Ισραήλ να πάρουν
Να ταριχέψουν το κορμί. Κι αυτοί τον ταριχέψαν.
Και πήρε η ταρίχευση καιρό σαράντα μέρες-
Γιατί μία ταρίχευση τόσες ημέρες παίρνει.
Κι η Αίγυπτος τον πένθησε για εβδομήντα μέρες.
Κι ο Ιωσήφ, οι πένθιμες όταν περάσαν μέρες
Στους αυλικούς του Φαραώ, αν έχω την ευνοιά σας,
Είπε, μιλήστε στο Φαραώ για μένα. Να του πείτε
Με όρκισε ο πατέρας μου και μου ’πε: να με θάψεις
Στον τάφο που άνοιξα εγώ στη Χαναάν για μένα.
Να θάψω τον πατέρα μου λοιπόν εκεί θα πάω
Και θα γυρίσω ύστερα. Κι ο Φαραώ του είπε:
Ναι, να τον θάψεις πήγαινε, καθώς σ’ έχει ορκισμένα.
Και πήγε τον πατέρα του ο Ιωσήφ να θάψει.
Και όλοι πήγανε μαζί του Φαραώ οι δούλοι,
Κι αυτοί που στο παλάτι του ήτανε οι πιό γέροι,
Κι όλοι οι αξιωματούχοι του, και του Ιωσήφ το σόι-
Οι αδερφοί του, του οίκου του του πατρικού τα μέλη,
Και όλοι του οι συγγενείς. Στη γη Γεσέμ αφήσαν
Τα βώδια και τα πρόβατα. Κι ιππείς μαζί τους πήγαν,
Και άρματα, και η πομπή πολύ μεγάλη εγίνει.
Και φτάσανε στ’ αλώνι Ατάδ, πέρα 'π' τον Ιορδάνη,
Και με μεγάλο ένα εκεί τόνε θρηνήσαν θρήνο.
Και τον πατέρα του για εφτά τον πένθησαν ημέρες.
Και του αλωνιού είδαν του Ατάδ οι Χαναναίοι το πένθος
Κι είπαν: το πένθος ειν’ αυτό των Αιγυπτίων μεγάλο.
Γι αυτό τον τόπο είπε αυτόν: «το Πένθος της Αιγύπτου»
Κι αυτός ο τόπος βρίσκεται περα ’π’ τον Ιορδάνη.
Κι αφού οι γιοί του έκαναν αυτά, μετά τον πήγαν
Και στη Χαναάν τον θάψανε, μες στο διπλό το σπήλιο
Που αγόρασε ο Αβραάμ για τάφο του να το ’χει
Απ’ τον Χετταίο τον Εφρών, απ’ τη Μαμβρή αντίκρυ.
Και γύρισε ο Ιωσήφ στην Αίγυπτο, κι ο ίδιος,
Κι οι αδερφοί του, και αυτοί πούχαν μαζί του πάει
Να θάψουν τον πατέρα του.
L15
Και είπανε του Ιωσήφ τ’ αδέρφια όταν είδαν
Πως πέθανε ο πατέρας του, μήπως θυμώσει τώρα
Ενάντια μας ο Ιωσήφ, και μας ανταποδώσει
Όλα εκείνα τα κακά που εμείς του ’χουμε κάνει;
Και πήγανε στον Ιωσήφ και του ’παν: πριν πεθάνει
Μας έβαλε ο πατέρας μας να ορκιστούμε, κι είπε:
Ετσι να πείτε στον Ιωσήφ: Σχώρα στους αδερφούς σου
Την αμαρτία και τ’ άδικο που κάνανε σε σένα.
Γιατί άσχημα σου φέρθηκαν αληθινά εκείνοι.
Για τ’ άδικο που σου ’καναν δέξου τους τη μετάνοια
Αυτών που δούλοι του θεού του πατρικού σου είναι.
Κι όλο έκλαιγε ο Ιωσήφ ενώ αυτοί μιλούσαν.
Και τότε τον πλησίασαν εκείνοι και του είπαν:
Να! Eμείς είμαστε Δούλοι σου. Κι ο Ιωσήφ τους είπε:
Να μη φοβόσαστε γιατί, θεού άνθρωπος είμαι.
Εσείς σκεφτήκατε κακά να κάνετε σε μένα
Μα ο θεός εσκέφτηκε καλά, ώστε να γίνει
Ο,τι έγινε: κόσμο πολύν να σώσω από την πείνα.
Γι αυτό να μη φοβόσαστε, τους είπε. Θα σας θρέψω
Τις οικογένειες σας και σας. Και παρηγορηθήκαν
Και στην καρδιά τους μπήκανε τα λόγια που τους είπε.
Κι ο Ιωσήφ κατοίκησε στη χώρα της Αιγύπτου
Και μείναν και τ’ αδέρφια του μαζί, κι έμεινε κι όλο
Το πατρικό το σόι του. Κι εκατόν δέκα χρόνια
Εν όλω έζησ' ο Ιωσήφ. Και πρόλαβε και είδε
Μέχρι την τρίτη τους γενιά του Εφραίμ τους απογόνους.
Κι οι γιοί του γιου του Μανασσή Μαχείρ, εγεννηθήκαν
Στα γόνατα του Ιωσήφ. Κι όταν η ώρα ήρθε
Για να πεθάνει ο Ιωσήφ, είπε στους αδερφούς του:
Θα σας επισκεφτεί ο θεός, βέβαιοι γι αυτό να είστε,
Για να σας πάει απ’ αυτή τη γη στη γη εκείνη
Που στους πατέρες μας ο θεός την έχει υποσχεμένη,
Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ. Κι ο Ιωσήφ κατόπι
Τους αδερφούς του γιους Ισραήλ όρκισε, λέγοντάς τους:
Κι όταν θα έρθει ο θεός-και σίγουρα θα έρθει-
Τα κόκκαλά μου φεύγοντας να πάρετε μαζί σας.
Και πέθανε ο Ιωσήφ εκατόν δέκα χρόνων.
Και τον ταρίχεψαν εκεί, στην Αίγυπτο, και μέσα
Σε λάρνακα τον έβαλαν.
-------