Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

 

 ΡΕΒΕΚΚΑ

 ΓΕΝΕΣΗ 24 (57-61)
57 οἱ δὲ εἶπαν· καλέσωμεν τὴν παῖδα καὶ ἐρωτήσωμεν τὸ στόμα αὐτῆς. 58 καὶ ἐκάλεσαν τὴν Ρεβέκκαν καὶ εἶπαν αὐτῇ· πορεύσῃ μετὰ τοῦ ἀνθρώπου τούτου; ἡ δὲ εἶπε· πορεύσομαι. …………….61 ἀναστᾶσα δὲ Ρεβέκκα καὶ αἱ ἅβραι αὐτῆς, ἐπέβησαν ἐπὶ τὰς καμήλους καὶ ἐπορεύθησαν μετὰ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἀναλαβὼν ὁ παῖς τὴν Ρεβέκκαν ἀπῆλθεν.


ΡΕΒΕΚΚΑ

Ήσουνα λέει δίπλα καθισμένη
Στην όχθη του αφρισμένου του Ευφράτη
Που εκατέβαζε πέτρες και ξύλα.
Και τρέχαν τα κορίτσια και τα παίρναν
Κι ανάμεσα στα στήθη τους τα βάζαν-
Άλλη μια πέτρα, ένα σαπόξυλο άλλη,
Άλλη μια χούφτα λάσπης, κι αυτό ήταν
Γάμου ευτυχία και χαρά για κείνες.
Και συ τις έβλεπες κει καθισμένη
Ατάραχη και ήρεμη, σαν κάτι
Κρυφό να ήξερες που αυτές δεν ξέραν.
Και να! Ο Ευφράτης άνθρωπος εγίνει.
Όμορφος. Πλούσιος. Νέος. Και μπροστά σου
ήρθε και στάθηκε, και δυο διαμάντια
Σου ’βαλε ανάμεσα στα δυο σου στήθη.
Και υστέρα σε πήρε από το χέρι
Και φιλικά κοιτάζοντάς σε, "Πάμε"
Σου είπε, "να ποτίσουμε τον κόσμο".
Και στην βαθιά του εμπήκατε την κοίτη
Και έγινες και συ νερό μαζί του.
Και τώρα ζείδωρο καρπό γεμάτο
Το δρόμο του τραβούσε το ποτάμι.

Αποβραδίς αυτό ήταν τ’ όνειρό σου.
Και την ημέρα έφτασε την άλλη
Ο ανυπόμονος απεσταλμένος.

Και ήθελα να σ’ έβλεπα Ρεβέκκα
Καθώς καβάλα επάνω στην καμήλα
Προς του γαμπρού επήγαινες το σπίτι,
Με το ριχτό μακρύ το φόρεμά σου
Που χρώμα μπλε είχε σπάνιας πορσελάνης
Και  με  τον άλικο και  τον ιώδη
Τον νεανικό τον κεφαλόδεσμό σου.
Χρυσό κολιέ, βραχιόλια, σκουλαρίκια,
Χρυσός και του φορέματος ο γύρος
Που στου λαιμού το ύψος τελειώνει
Με τα κοσμήματα για να ταιριάζει.
Ένα προφίλ ωραίας πατρικίας
Με φρύδια τοξωτά καμπυλωμένα,
Με όλο έκφραση κι ευγένεια μάτια,
Με μια ελαφρά κυρτή όμορφη μύτη,
Κι  ένα σφιχτό, όμως  αθώο στόμα.

Και ο θεός από ψηλά να βλέπει
Μπροστά στα μάτια του να γίνεται ότι
Αυτός είχε ο ίδιος ετοιμάσει-
Ο θεός ο παντοδύναμος και δίκιος
Που θέλοντας το Ωραίο να μας δείξει
Παιδί του Δύσκολου πως πάντοτε είναι,
Το έθνος για να κάμει το δικό του
Πλήθιο καθώς την άμμο της θαλάσσης   
Και άμετρο σαν τ’ ουρανού τ’ αστέρια,
Στείρες εδιάλεξε δύο γυναίκες.

Τάχα θεέ μου είχες μέσα βάλει
Στο μυαλουδάκι της παρθένας κόρης
Μιαν υποψία για το πόσο μέγα
Μέσα της είχε προορισμό κρυμμένο
Η προθυμία της που πράξη εγίνη-
Τον ξένο και τα ζώα του να ποτίσει;
Και πόση στα παρθένα είχε στήθη
Δύναμη μπει από τη δύναμη Σου
Που δίχως φόβο ή δισταγμό κανένα
Τα χείλη την απόφαση δηλώσαν
Που η ψυχή αμέσως είχε πάρει
Σπίτι ευθύς ν’ αφήσει και οικογένεια,
Και, η άβγαλτη ως τότε και παρθένα
Σε ξένη χώρα νια ζωή ν’ αρχίσει;

Κι α! την πορεία να ’βλεπα ποθούσα
Που πήρε η κόρη πάνω στην καμήλα
Οδηγημένη απ’ του θεού τη γνώμη.
Κι α! την πορεία να ’βλεπα ποθούσα
Το γιορτινό που ’κανε καραβάνι,
Που έμβρυο μαζί του κουβαλούσε
Το φωτεινό το μέλλον του ανθρώπου-
Που σαν πομπή ξεκίνησε γαμήλια
Και ότι γήινο τ’ άφησε στο δρόμο
Και στον πολύποθο προορισμό του
σαν θεία λατρεία έφτασε και πίστη.

Και θα ’θελα ένα της να ήμουν μέλος
Της θεοσύνταχτης αυτής πορείας.
Ή ας ήμουν ένα ρούχο από κείνα
που του βραδιού το κρύο έδιωχνε πέρα
Από το κορμί αυτών που ταξίδευαν. . .
Ή να ’μουν μιας καμήλας ένα γκέμι
Ή ένας κόκκος άμμου της ερήμου  
Που στροβιλίζονταν μες στον αέρα.
Ω! θα ’θελα κι εγώ να ήμουν κάτι
Στην ιστορία εκείνης της πορείας
Για να ’χω τώρα πέρφανος να λέω
Πώς άδικα στην πλάση δεν υπήρξα-
πως κάτι, έστω λίγο, μου είχε λάχει
που θα ’ξιζε αθάνατο να μείνει.

Και  η πομπή από  τη Ναχώρ κινάει…
Και  του Βαλήκ διασχίζει  την κοιλάδα.
Και  του Ευφράτη  προσπερνά τις όχθες.
Και  μες  στην έρημο  τη λιοκαμένη
Και  την χωρίς  ουτ’ ένα μονοπάτι
Μπαίνει καθώς προς Δαμασκό τραβάει.
Και  πάνω  από  τους λόφους  του Λιβάνου
περνάει, και  στους πράσινους  τους λόφους
Της Γαλιλαίας  γεμάτη  σκόνη  φτάνει.
Μετά από κει οι κίτρινες πεδιάδες
Γύρω απ' την Μπεέρ Σεμπά  την  περιμένουν.
Και πια στα γόνιμα πέφτει λιβάδια
Της Χαναάν, όπου ο γαμπρός προσμένει.

Σειρά έχει η Αίγυπτος  με  τα δεινά της.
Κι  ο  Μωυσής. Κι  η Έξοδος. Κατόπι
Κριτές, και βασιλείς. Και οι προφήτες.
Κι Ασσύριοι, Αιγύπτιοι, Πέρσες, Ρωμαίοι.
Κι ο Αδριανός που ’ρήμωσε τη χώρα.
Κι ύστερα ο  βίος στα πολιτισμένα
Και στα Χριστιανικά του κόσμου κράτη.
Και οι  διωγμοί από την Ισπανία,
Αγγλία, Ιταλία, Ουγγαρία,
Την τσαρική Ρωσία, και  στο τέλος
η πρόσφατη  η  φρίκη η  μεγάλη.

Και  όλη αυτή η πόρεία γεμάτη αίμα
Και πόνο, και δυσβάσταχτη αδικία-
Καθώς κάθε λαού είτε ανθρώπου
που μοναχός στον κόσμο στέκει επάνω
Χωρίς δική του να ’χει μια πατρίδα.
Καθώς κάθε λαού είτε ανθρώπου
Που ξένος λογαριάζεται όπου πάει.
Αλλά και  μια πορεία γεμάτη πίστη-
Αλλά και  μια πορεία φως γεμάτη
Που κάνει να μην είναι διόλου ψέμα
Στη φύση του ενάντια, αν πει κανένας:
Αξίζει  μια ζωή με τόσον Πόνο
Ελπίδα, φως και πίστη αφού γεννάει!

Και  η  πορεία απ’ τη Ναχώρ κινάει…
και  μετά τόσα πάθη κι αλλά τόσα
Και  στην Αμερική να! έχει  φτάσει.
Να! στο Λος Άντζελες είναι  μπασμένη
Με  τη Ρεβέκκα για μπροστάρισσά της
Και  μ’ ακολούθους ότι  θείο κι ωραίο.
Και να! Στο στήθος μέσα κάθε εβραίου
Η ιδέα της Ρεβέκκας θρονιασμένη!
Και να κι  εδώ τη γη να κατακτάει
Με  τα  μοναδικά δικά της  όπλα
Που το ’να ειν'  μεγαλύτερο από τ’ άλλο-
που το ’να ακολουθάει άσφαλτα τ’ άλλο:
Ελπίδα, Πίστη, Φως: τα ίδια όπλα
που μες απ’  τους αιώνες η γαμήλια
Πομπή  της κι η Ρεβέκκα τα ’χει κάνει
Ιδανικά της άφθαρτης φυλής  της.

Και να η Ρεβέκκα Ιδέα έχοντας γίνει
Να συγκλονίζει και  να συναρπάζει
Ενού ποιητή  τη διψασμένη πέννα
Και να την κάνει ενώ είναι χρυσαλίδα
Φτερά σα να ’χει ξάφνου, να πετάει.

Ας είναι  δοξασμένο τ’ όνομά σου
Κι η ώρα που γεννήθηκες Ρεβέκκα.
Και τρεις φορές ας είναι  ευλογημένη
Η ώρα απ’ τη Γραφή όπου εβγήκες
Κι ήρθες και  θρόνιασες  μες στην καρδιά μου
Διώχνοντας από κει κάθε της ξένο
Και τα δικά σου κάνοντας δικά της.

Έτσι σε νιώθουμε Ρεβέκκα. Όμως
Όσο ψηλά κι αν φτάσει  ο λογισμός  μας,
Όσο κι αν μας  δονείς και μας κατέχεις,
Όσο κι αν είμαστε δική σου γέννα,
Όμως, Ρεβέκκα, κάθε  που η  ψυχή  μας
Να παρουσιαστεί  πρέπει  μπροστά σου-
Κάθε  που  διψασμένη αποζητάει
Να δροσιστεί απ’ τη στάμνα τη  δική  σου-
Κάθε φορά Ρεβέκκα που  θα πρέπει
Μπροστά η ψυχή μας να σταθεί σε σένα,
Προτού, τότε γυρεύουμε Ρεβέκκα
Το θέριστρο, κι εμείς, να σκεπαστούμε,
Για να μη  δείξουμε γυμνή  μπροστά σου
Έστω κι αν της αξίζει, την ψυχή μας,
Όπως εσύ, τον Ισαάκ σαν είδες
Από μακριά, το πρόσωπο είχες κρύψει.

Και το επόμενο βήμα μας θα ’ναι
Και κει θα στρέφει η προσπάθειά μας όλη,
Όταν ξανά Ρεβέκκα θα σε δούμε,
Να μη χρειαστεί να σκεπαστεί η ψυχή μας
Μα να σταθεί ολόγυμνη μπροστά σου
Σα φλόγα σ' άλλη ολόλαμπρη μπρος φλόγα.

Ποια θα ’ναι άραγε η ώρα εκείνη
Αυτό συ να το πεις μονάχα ξέρεις.
Αλλά να μας το πεις δε θέλουμε όμως.
Καθόλου. Θα  το  βρούμε  μοναχοί   μας
Η ώρα και  γι αυτό η καλή  σα θα ’ρθει.

                              -----