ΜΟΡΦΈΣ
ΜΟΡΦΕΣ
Αν πρέπει σε τυφλό κάποιος να δώσει,
Μικρότερο το δόσιμό του θάναι
Παρ' όσο θάτανε σέναν που βλέπει.
Γιατέτσι ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος.
Κι εγώ για να σκαρώσω αυτό το ποίημα
Πρέπει καλά τι γράφω να προσέξω
Γιατί μένα κορίτσι έχω να κάνω
Που της ψυχής του ορθάνοιχτα τα μάτια.
Γιατί μένα κορίτσι έχω να κάνω
Που ο νους του σαν τον ήλιο λαμπροφέγγει
Που μέσα κλει στα όμορφά του στήθη
Τη φλόγα και το πάθος της Ελλάδας.
Τι να σου πω λοιπόν που να ταιριάζει
Σόσα όνειρα φτερώνουν στη μορφή σου΄
Τι που μικρό πολύ να μη φαντάζει
Μπροστά στης σκέψης σου το μεγαλείο;
Τι να σου πω τη χάρη σου που νάχει΄
Τι που όσα να σου πω αρχίζω τώρα
Τα ξέρεις πριν ακόμα εγώ τα μάθω΄
Τι να σου πω που όσα εγώ κι αν γράψω
Γράφεις περσότερα με μια ματιά σου΄
Μα θα μιλήσω γιατί μέρες τώρα-
Απτη στιγμή που σέχω ανταμώσει-
Φουντώνουν μέσα μου ανταριασμένα
Τα λόγια που μου γέννησε η θωριά σου.
Μα θα μιλήσω γιατί μήνες τώρα
Έρχεσαι ζωντανή στα όνειρά μου.
Γιατί ο ύπνος μου αφότου σείδα
Αγγελική γεμάτος και Πατρίδα.
Κι οι δυο μορφές συσμίγουνε σε μία
Γλυκειά και τρομερή κι αγαπημένη
Που προχωρώντας μόνη δρόμο ανοίγει,
Ανάμεσα σε δάσος απαγκάθια
Κι όπου πατεί φυτρώνουνε λουλούδια-
Λουλούδια γιορτερά και μυρωδάτα.
Κιέρχεσαι σαν Σπαρτιάτισσα μητέρα
Που αντίς καρδιά στα στήθια έχει πέτρα
Και που μια φρίκη ιερή η φωνή της
Σκορπάει καθώς ακόμα ως τα τώρα
"Ή ταν ή επί τας" το γιό προστάζει.
ΣΑΠΦΩ
Κι έρχεσαι σαν Σαπφώ ερωτευμένη
Με πίσω τα μαλλιά κορφοδεμένα
Με το λαιμό τον κύκνειο μαυρισμένον
Εδώ κι εκεί απ'του Έρωτα τα χάδια
Με το χιτώνα τον ριχτόν ως κάτω
Που δυο κορφές φωτιάς τον καμπυλώνουν.
Με λίμνες δυο βαθιές αντίς γιά μάτια
Και μέσα τους οι Σάτυροι κι οι Φαύνοι
Να ερωτεύωνται τις λάγνες Νύμφες.
Κι όλες πετώντας σαν μικρό πουλάκι
Μες στον αέρα της πολυανθούσας
της Λέσβου, που ίμεροι τονε πυρώνουν,
Κάθεσαι απαλά σε μια πετρούλα
Και τραγουδάς με συνοδειά της λύρας.
"Μεγάλε, αθάνατε, λαμπρέ μου ήλιε
όλονε δεν μπορώ να σε χωρέσω
Γι αυτό μια μια σου παίρνω τις αχτίδες
Και ερωμένες μου θερμές τις κάνω.
Σε μια πανάρχαια υπακούοντας δόξα
Όταν ακτίνες μόνο ακόμα ήσουν
Και κείνες σμίγανε γιά να γεννήσουν
Τη μέρα και το φως κι άλλες αχτίδες-
Σ’ αυτών πιστές τη δόξα και τη μνήμη
Εγώ κι οι ερωμένες μου εδώ ζούμε.
Σαν πριν ο Αλκαίος δει το γλυκοφώς σου
Σαν πριν η αδρή φωνή στον κόσμο ηχήσει
Μιά με την άλλη σμίγουμε όπως τότε
Και η παλιά, βαριά ηδονή μας πνιγει
Εκεινη, η βαθιά, η πρώτη-πρώτη
Απτών αντρών αμόλυντη τα χάδια.
Εδώ σε τούτο το νησί το Θείο
Την εωθινή ζυμώνουμε λαγνεία
Με τη σοφία την Eλληvική μας
Και υψώνουμε τον Έρωτα σε ύψη
Που πρώτη του Αυτός φορά γνωρίζει.
Λέαινα με τη λέαινα σα φιλιέται
Φωτιά με τη φωτιά, χαρά ειν’ άλλη
γλυκύτερη απ’ αυτήν και πιο μεγάλη;
Τέσσερα στήθη αντίς δυο δε φέρνουν
Διπλη ,τετράδιπλη Έρωτα ζάλη;
Και δυο κορμιά με βελουδένιο δέρμα
Όταν αγκαλιαστούν , διπλή δε γεύουν
Τη ροδαλή απαλότη της Αγάπης;
Διπλή τον' από τάλλο τους δεν παίρνει
Όση φωτιά και φως καθένα κρύβει;
Αντίς να δίνουμε φιλιά και χάδια
Σ’ άντρες, για να τα κάνουνε πολέμους
Η μια στην άλλη Ειρήνη κοινωνάμε
Που, αχάλαστη, πληθαίνει την Αγάπη".
Και φάνηκαν από μακριά ναρχόνται
Κοπέλες αειπάρθενες, ωραίες
Με τα στηθάκια τους γροθιές σφιχτούλες
Με τα χειλάκια διψασμένα ανθάκια
Με προσμονή στο μάτι τους να φέγγει.
Και άπλωσες τα χέρια και "Ελάτε-
Ελάτε της αγάπης μου αγάπες
-ελάτε σεις ιέρειες πιστές μου
Ελάτε να πληρώστε της γυναίκας
To μόνο προορισμό στη γη επάνω.
Ελάτε! Να! Την αγκαλιά μου ανoίγω
Κι όλες να σάς δεχτεί ζεστή προσμένει.
Απτήν αείρροη πηγή μου πιέστε
Και τα κεράσινα δροσίστε χείλη
Και το μικρούλι σας ποτίστε ρόδο.
Ελάτε λατρεμένα κοριτσάκια
Να σάς γνωρίσω τη γλυκειάν αγάπη.
ΚΙ όπως εγώ για σας τραγούδια λέω
Κι όπως τη λύρα μου για σάς τονίζω
Και σεις, όταν η γη με πάρει πάλι
Μη με ξεχάσετε μικρές μου φίλες.
Μα τραγουδήστε με. Καί με της λύρας
Τους ήχους, τη φωνή μου ζωντανέψτε
Και σάλλους φέρτε την καιρούς και τόπους.
Και άσβεστη η πίστη μας ας μένει
Στο μόνο πα' στη γη που τού αξίζει
Να λατρευτεί : Στη γυναικεία, αγάπη".
Και φεύγουν οι μορφές και συ μαζ( τους
Σε σύννεφο εν' άσπρο τυλιγμένες
Και από μέσα του κάτι ήχοι μόνον
Ακούγονται που μιάν ευτυχισμένη
Θυμίζουν μουσική, που όλο μακραίνει.
ΙΦΙΓΈΝΞΙΑ
Tα πλοία ακίνητα μες στο λιμάνι.
Ακύμαντη ειν’ η θάλασσα. Ο αέρας
Πουλί με τα φτερά του διπλωμένα.
Παραταγμένοι κι οι στρατιώτες όλοι
Με τις φωνές και τις φοβέρες όλες
Μες στο λαρύγγι τους σταματημένες.
Και λάμπουν στον ανήλεο τον ήλιο
Με τις αστραφτερές τους πανοπλίες.
Και σα βαριά σκιά πεφτ' η Ελένη
πάνω σε σέ και πάνω στο μαχαίρι
που στου πατέρα σου λάμπει το χέρι.
Και συ ντυμένη τον λευκό χιτώνα
Λεπτή σαν ποταμισιο καλαμάκι
Και σα λευκό περιστεράκι αγνούλα
Μιλάς κι όλα σωπαίνουνε κι ακούνε.
Kι ακούν τωυ στρατιωτών τα χάλκινα όπλα
Και βιάζονται το πότε να ματώσουν.
Κι ακούν οι αέρηδες οι κλειδωμένοι
Kαι βιάζονται το πότε να φυσήσουν.
Μιλάς μες στη σιωπή του στρατοπέδου
Με μιά φωυή αβάσταχτη σα ρόδο.
Μιλάς και όλα ακίνητα σ’ ακούνε
Σαν άψυχα και σαν μαρμαρωμένα.
"Χτες όταν έφτασε ο αγγελιαφόρος
Να πει πως πρέπει νάρθω στην Αυλίδα,
Στου παλατιού βρισκόμουνα τον κήπο
Με δυο απ’ τις πιο καλές μου φιλενάδες.
Και λέγαμε ποιά τύχη καθεμιά της
θάθελε να την έβρει στην Αγάπη.
Κι όταν ακούσαμε πως με ζητούσε
Πρωί την άλλη μέρα ο πατέρας
Μου λέγανε ζηλεύοντας οι φίλες
Πόσο θα θέλανε κι αυτές μια μέρα
Χαρά σαν τη δική μου να γνωρίσουν._
Γιατί πιστέψαμε πως ό πατέρας
Στο μακρινό τον πόλεμο πριν φύγει,
Να με παντρέψει θέλησε με κάποιο
Από τα βασιλόπουλα, που εμέναν
Διαφεντευτές της χώρας τους, ωσότου
Ναρθούν οι βασιλιάδες πάλι πίσω.
Κι εμέ; το βράδυ άργησε ο Μορφέας
Στην άψυχη αγκαλιά του να με πάρει,
Γιατί ο νους μου σάλλες μέσα ήταν
Αντρίκιες αγκαλιές παραδομένος.
Σαν ήρθα όμως εδώ, ένας στρατιώτης
Ήρθε και μούπε γρήγορα πως πρέπει
Να στολιστώ, μα όχι για το γάμο
Αλλά για να σφαγώ απ' τον πατέρα.
Σα μίλησε δεν πίστεψα στ' αυτιά μου.
Nα μου το πει του ζήτησα και πάλι.
Και γέλασα. Τι άλλο είχα να κάνω
έστω και μένα όχι έξυπνο αστείο.
Προχώρησα ένα βήμα. Αλλ' αμέσως
Στάθηκα, γιατί τούμενε η όψη
Αγέλαστη, ψυχρή, συννεφιασμένη…
Με τι ψυχή το χέρι θα σηκώσεις
ΊΟ ίδιο να σκοτώσεις το παιδί coυ;
Όταν μεγέννας έβανες στο νου σου
Αγέρα γιά τα πλοία σου πως γεννούσες;
Γιατί έπλασες τά μάτια μου αν ήταν
Τις ομορφιές να μη χαρούν του ήλιου;
Και σεις στρατιώτες τόσο δοξασμένοι
Πώς για να φέρτε μια γυναίκα πάτε
Αφού σκοτώνετε αντίς της μι άλλη;
Μ' ας ήμουνα τουλάχιστον γυναίκα...
παιδί ΚΙ ακόμα παίζω με τις κούκλες.
Ας είχα όπως αυτή κι εγώ γνωρίσει
όχι πολλές αγκάλες-μόνο μία-
Του άντρα μου του νόμιμου μονάχα.
Να πάρει μόνο τη ζωή μου ο Χάρος
κι όχι ατρύγητες και τις χαρές μου.
Εγώ κλαδάκι πρασινούλι ακόμη
Με ταπαλό του τυλιμένο χνούδι.
Εγώ μικρούλι ακόμη ζαρκαδάκι
Που τρώει από της μάνας του το γάλα.
Εγώ ακόμη πρωινή δροσούλα.
Εγώ κοιτάζω γύρω μου και βλέπω
Ανθρώπους, πράγματα, δεντράκια, ζώα
Και τίναι ολαυτά δεν ξέρω ακόμα.
ΚΙ ούτε ποτέ η ματιά μου θα μεστώσει
Να δει πίσω απαυτά-να δει ποιός στέκει
Εκεί και ύπαρξη σόλα χαρίζει.
Και τον εαυτό μου εγώ δε θα γνωρίσω.
Κι αν δε θα μάθω γιατί ζω ή πεθαίνω
ΓΙΑΤΙ μού 'δόθη τότε η ζωή μου;
Αγέννητη ας είχα κάλλιο μείνει
Καιη ψυχή στα μαύρα μέσα σκότη
Άφωτη αν ήτανε κι εδώ να μείνω.
Αλλά σε ποιον μιλώ; Μακούτε όλοι
Ανέκφραστοι κι αλύγιστοι, σα νάστε
οι ίδιοι εσείς θεοί κι εσείς οι ίδιοι
Σα νάχετε ορίσει τη θανή μου.
Ανώφελα λοιπόν ας πάψω λόγια.
Σαν ο θεός μιλήσει, όλοι σωπαίνουν.
Εμπρός λοιπόν, αφού έτοιμα είν' όλα.
Γυμνώστε με και μπρός! Στο βωμό πάνω.
Αντίο αδέρφια μου. Αντίο πατέρα.
Η Τροία περιμένει. Μην αργείτε".
Kι ήρθαν οι ορισμένοι και σε γδύσαν
Και στο ανάλγητο το φως του ήλιου
Λάμψανε τα γλυκά σου τα στηθάκια,
Χίλιες φορές πιότερ' απ' τη λεπίδα.
Κι οι ώμοι σου εδώσανε το σχήμα
Στον κόσμον όλο σα για να μπορέσω
Να τον αρπάξω και τραντάζοντάς τον
Να συνεφέρω την κακιά βουλή του
ΚΑΙ να σαφήσει Αγγελική vα ζήσεις.
Και ως ορμούσα μαπλωτά τα χέρια
τόνειρο 'χάθη κι άλλο ήρθ' εμπρός μου-
Α! Ξέρουν και διαλέγουν οι Θεοί μας.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ
Και βλέπω εσέ Αγγελική, την ίδια
μπρος στο βωμό να στέκεσαι του Δια
Τους ικετήριους κρατώντας κλάδους
ΚΑΙ να προσεύχεσαι για τους ανθρώπους.
Μες στο πηχτό σκοτάδι μια φωτίτσα...
Στον κόσμο ανάμεσα της χώρας τούτης
μέσα οτα όπλα και τις μηχανές της :
«Είμαι σαν μια χαμένη, σαν μια ξένη.
Και η Ελλάδα μέσα μου φωνάζει
Και κάθε απόπειρά μου ματαιώνει.
Ειμ' από άλλο χώμα εγώ πλασμένη.
Αλλοι Θεοί πνοή μου έχουν δώσεΙ.
Με άλλο βήμα στη ζωή βαδίζω
Πούναι αταίριαστο με το δικό τους.
Με άλλα αστέρια φέγγει ο ουρανός μου.
Άλλα στον κήπο μου φυτρώνουν ρόδα.
Αρνάκι εγώ λευκό μέσα στους λύκους.
Ζωή στο θάνατο. Στον ζόφο ελπίδα.
Εγώ έχω προγόνους τους Φειδίες
Και ειν' οι δάσκαλοί μου οι Αισχύλοι.
Πολέμησα και νίκησα τους Πέρσες.
Πρώτη επάτησα εγώ την Ασία.
Γιά χίλια χρόνια εγώ μες στο Βυζάντιο
Ακοίμητη εκράτησα τη φλόγα
που μέρεψε την άγρια την Ευρώπη.
Μετά για τέσσερις αιώνες σκλάβα
Έπινα της δουλείας το φαρμάκι
Κι έπλαθα αίμα και οργή και μίσος
Και τη σκλαβιά μου ετίναξα με κείνα.
To δρόμο της Φυλής μου εγώ τραβάω
Τον χαραγμένο με θυσίες κι αίμα.
Toν με χλωρές κι αιώνιες στολισμένο
Πνεύματος κι Ανθρωπιάς και Δόξας δάφνες.
Ανθρώπινη ειν’ η φύτρα η δικιά μου.
Πρώτα στη σκέψη μου εφανερώθη
To μυστικό της σύντομής μας ζήσης.
Ο νους μου επύργωσε πρώτος το Πνεύμα.
Τη θεια μουσική πρώτο ταυτί μου
Χάρηκε. Κι ίδια ,η Δημοκρατία
Κι η λευτεριά, στη χώρα μου αστράψαν.
Είμαι η Αγγελική η Ελληνιδα! .
ΚΙ αναρωτιέμαι είμαι τάχα η πρώτη
Η σπίθα μιας φωτιάς που θε ν’ ανάψει,
και πάλι κάθε άσχημο θα κάψει,
Ή είμαι η τελευταία ηλιαχτίδα
Της δύσης της Ημέρας της πιο ωραίας;
Κι αναρωτιέμαι η δίνη πούχει αρχίσει
Απ' τα νερό αυτό που εντός του κείμαι
θα μεγαλώσει κι έτσι θα χυμήσει
Να καταπιεί κάθε ανθρωπιά στη γη μας;
Αυτή θα ειν' η μοίρα τωυ ανθρώπων-
Μηχανικά να γίνουν-άψυχα όντα;
Της μηχανής OΙ κρότοι θα καλύψουν
Τους χτύπους της καρδιάς; Τα σχεδιασμένα
Μεταλλικά ή γιαλένια χτίσματά τους
Ό,τι ο Νους ορθώνει θα συντρίψουν;
Ό,τ' η ψυχή μας κουβαλεί απ' το μέγα
Ταξίδι της στο Φως και στα Ουράνια
Της γης το σκότος κι η ερμιά θα πνίξουν;
Ας μη γραφτό αυτό τ' Ανθρώπου είναι.
Τα μάτια μου ας μη δουν αυτό να γίνει...
Και Μούσες ,Χάριτες ,Θεοί του Ολύμπου
Από τη δύναμή Σας λίγη δώστε
Στο νου και στο κορμί μου και στο πνεύμα
Να πολεμήσω το μεγάλο σκότος
Κι άσβεστη την ελπίόα να κρατήσω.
Ετοιμοθάνατος ο κόσμος κύκνος.
Κατέβα Δία και δυνάμωσέ τον.
To σπόρο Σου τον συννεφοπλασμένον
Μέσα της η Ελένη περιμένει
Στον κόσμο η ομορφιά της γιά να λάμψει.
Στον πύργο Σου κλεισμένη, η Δανάη
Την καρπερή βροχή Σον απαντέχει.
Έπρεπ' η ζωή να σβήσει του Ακρίσιου.
Κι η Μέδουσα πετρώνει όποιον κοιτάξει.
Ειμαι η Αγγελική-κι ειμ' Ελληνίδα'
Ιέρεια Σου είμαι Δία στο βωμό Σου.
Την ίδια μου τη σάρκα θυσιάζω-
Την κνίσσα της Πανάγιε δεν οσμίζεις
-Δία, Σου ζητώ τον κόσμο να λυτρώσεις
Απ' το Χαμό που ολόισα βαδίζει.
Κι αν εβουλήθηκες να τον χαλάσεις
Στο νέο Δία το γένος που θα φκιάσεις
Να μη τού στείλει, πάλι μιά Πανδώρα
που ελπίδες μοναχά ξέρει να δίνει.
Άπελπους να γυρνούμε άφησέ μας
Κάλλιο, παρά η Ελπίδα' ναπομένει
ολάνθιστη για πάντα κι ούτε το αίμα
ουτ' ο ιδρώτας να τήνε καρπίζουν»
ΦΡΎΝΗ
Κι ο κόσμος έγιν' ένα δικαστήριο
Και μέσα του δικάζεσαι σαν Φρύνη:
"Κατηγορούμενη εδώ με φέραν
Γιατί ασέβησα, λεν, στα Μυστήρια
Τα Ελευσίνια και τα Ποσειδώνια.
Και ποιά η ασέβεια; Ποια η βλαστημιά μου;
Ότι στη θάλασσα γυμνή εμπήκα
Ενώ διαρκούσαν τα ιερά Μυστήρια.
Και στο Ανώτατο το δικαστήριο
Ήρθα να δικαστώ: στον Αρειο Πάγο.
Ξέρω η ποινή μου Θάνατος πως θάναι,
Αν δεν μπορέσω vα σάς αποδείξω
πως βλάστημη δεν είμαι. Και ακόμα
πως ό.τι έκανα κακό δεν ήταν
Και ουτε ατιμάζει τους Θεούς μας
Μα ήτανε καλό-και OΙ Θεοί μας
Τιμήθηκαν μαυτήνε μου την πράξη.
Είμαι γυναίκα. Κι ένας παραπάνω
Λόγος είναι αυτός που πρέπει νάμαι
Στα λόγια δυνατή για να σάς πείσω.
Γιατί εσείς σαν άντρες αγνοείτε
KΑΙ κίνητρα και σκέψεις της γυναίκας.
Εγώ τους θεούς που με κατηγορείτε
Στην πίστη τους πως έχω ασεβήσει
Βοηθούς μου τους καλώ για να σας πείσω
Πως τιμωρία δε μου πρέπει εμένα
Παρ' έπαινος και τίμημα και δόξα.
Κι απ' όλους τους θεούς πιο τις γυναίκες
Στα λόγια μου καλώ να με συντρέξουν.
Και βέβαια αδιανόητο φαντάζει
Σε σας Αρεοπαγίτες δικαστές μου
Να γυμνωθεί ένας αντρας μες στον κόσμο
Και μες στη θάλασσα γυμνός να έμπει.
Αλλά γυμνή vα εμφανιστεί γυναίκα
Όχι μονάχα για κακό δεν τόχει
Μα και χαρά πολλήν αυτό της δίνει.
Δε γνιάζεται γι απόλαυση η γυναίκα.
Μονάχα επιθυμεί να τη θαυμάζουν
Και όλοι σπάταλα να την προσέχουν.
Απόλαυση γιά μάς η επιθυμία
Πoυ η παρουσία μας γεννά στον άντρα.
Γιατί vα στολιζόμαστε θαρρείτε;
Γιατί βαφόμαστε; Γιατί κρεμάμε
Επάνω μας διαμάντια και χρυσάφια;
Γιατί το σώμα μας όσο μπορούμε
Γυμνώνουμε; Την προσοχή σας είναι
Που μολ' αυτά ζητούμε να τραβούμε.
Κι αφήνεται ευχάριστα η γυναίκα
Μέσα στου πλήθους την ανωνυμία -
Τη μοναξιά η γυναίκα τη φοβάται.
Στα πλήθη μέσα νιώθει ασφαλισμένη.
Κι εμένα τι μεμπόδιζε να κάνω
Αυτό που έκανα; Ντροπή δεν είχα.
Τη θέλει τη ντροπή μόνο η γυναίκα
Η ανύπαντρη ,που ψάχνει νάβρει άντρα.
Τότε, με τη ντροπή της καλυμμένη
Παρατηρεί με προσοχή τον άντρα
Να ξεσκεπάζεται αυτός μπροστά της
Κι αμίλητη κρυφά διαλέγει εκείνη
Με οδηγό τη μέσα. της λαχτάρα
Τον πιο γερό τον αντρικό το σπόρο.
Και ούτε άντρα είχα να ζηλέψει.
Αλλά κι αν είχα-μάθετε και τούτο-
Υστερ' αυτός διπλά θα μαγαπούσε:
Η έξυπνη γυναίκα (και γυναίκα
Έξυπνη ποια στον έρωτα δεν είναι;)
Του άντρα της σα θέλει να ξυπνήσει
Τον κοιμισμένο έρωτα ,φλερτάρει.
Γιατί, ω δυκαστές , τ’ ειναι η ζήλεια
(πολλά έχει να σας μάθει μια εταίρα)
Παρά το πάθος της ιδιοκτησίας
Που ο συναγωνισμός το τυραννάει;
Α! Η γυναίκα, του Έρωτα την τέχνη
Την ξέρει πριν να γεννηθεί ακόμα.
Και αν κι εμένα οι άντρες δε μου λείπαν
Καλό θάταν να κάνω να ζηλέψει
Ο ερωμένος μου ο Πραξιτέλης.
Γιατί όπως για τους εραστές μου όλους,
Εφρόντιζα έτσι νάμαι και γιά κείνον
Η αμόλυντη, η αγνή, η πρώτη αγάπη.
Kι είναι στην πεθυμιά του άντρα μέσα
Παρθένα τη γυναίκα να τη θέλει.
Κι είναι στην τέχνη μέσα της εταίρας
Για τον καθένανε παρθένα νάναι.
To κάθε τι πάνω μου γυναικείο
Σαυτήνε πούκανα μέσπρωχνε πράξη-
Γυμνή μπροστά στον κόσμο να φαντάξω.
KΙ όσο γιά την ασέβεια στους θεούς μας,
Στη φύση αυτό δεν είναι της γυναίκας.
Απ' τα δεσμά ελεύτερη της Φύσης
Τη Θεία λαχταράει προστασία.
Με πνεύμα σαστισμένο μες στον κόσμο
Τη θεία καθοδήγηση ζητάει.
Η τελευταία είναι η γυναίκα
Που τους θεούς της θα εγκαταλείψει. -
Και πώς μπορεί εκείνο που λατρεύει
Κανείς να ενεργήσει ενάντιά του;
Ό,τι λοιπόν σε σάς μοιάζει ασέβεια
Και που με θάνατο θα το πληρώσω
Τη γνώμη σας ναλλάξτε αν δε σας κάνω
Όχι, δεν ειν' ασέβεια μα μετράει
Γι ακόμα μία στους θεούς θυσία΄
Για μια λατρείας απόδειξη ακόμα
Στο Υψηλό, στο Μέγα και στ' Ωραίο
Που των Θεών σαρκώνει την Ουσία.
Γιατί τ' Ωραίο στους Θεούς αρέσει.
Κι είναι του Ωραίου γέννημα η γυναίκα.
Κι είμαστ’ ωραίες γιατί μάς ποθείτε.
Και πάντα οι γυναίκες θαν' ωραίες
Όσο στη γη επάνω υπάρχουν άντρες.
Και μάς ποθείτε για χιλιάδες λόγους.
Είστε δειλά και φοβισμένα όντα.
Και της ζωής οι πόνοι σάς πονάνε.
Κι όλη σας είναι η επιθυμία,
Να πάτε πάλι απόπου έχετ' έρθει.
Γι αυτό ζητάτε μέσα μας να μπείτε
Και να χαθείτε στου άφωτου τα πλάτια
Και στου αγέννητου την ευτυχία.
Γι’ αυτό με χίλιους τρόπους προσπαθείτε
Να καταφέρετε να σάς δεχτούμε.
Αυτός σκοπός ειν' όλης της ζωής σας.
Γι αυτό μοχθείτε νύχτα και ημέρα
Πλούτη να φτιάξετε και να τα ρίχτε
Στα πόδια μας για να μας αγοράστε.
Και μεις δεχόμαστε τα τόσα πλούτη
Και σας εμπαίζουμε γιατί όχι μόνο
Σεις δε χανόσαστε, μα η επαφή μας
Κι άλλα γεννά δυστυχισμένα όντα.
Ναι. Ένας θάνατος ειν' η γυναίκα
Που δώρα στολισμένος και τη γλύκα
κατέχοντας ,κοντά του σάς φωνάζει.
Κι όταν το «ναι» για να σάς πούμε, δώρα
θέμε πολλά που σεις δεν τα μπορείτε
To θάνατο αλλού τονε ζητάτε.
Και κάνετε πολέμους αντροφόνονς.
Kαι πατε και πεθαίνετε με βήμα
Καμαρωτό, βαδίζοντας σα νάναι
Γυναίκεια αγκάλη του εχθρού η σπάθα.
Ο θάνατος-ναι-είναι ΟΙ γυναίκες.
Γι αυτό και ειν' ωραίες. Κι αν Θρησκείες
Χτίζει ο άντρας κι αν Φιλοσοφίες
Το κάνει μόνο γιατί θέλει νάβρει
Ψεύτικο ένα θάνατον εντός τους.
Κι είμαστ' ωραίες γιατί εντός μας θάλλουν
Τα θάματα ζωντανεμένα όλα
Κι οι μαγεμένες ομορφιές της Φύσης.
Κι έχουμ' επάνω μας όσα να βρείτε
Αλλού έτσι μαζεμένα δεν μπορείτε.
Μέσα στα μάτια μας λαμπροσπιθίζουν
Του κόσμου όλου oι ανθολείμώνες
Και τάφωτα τα βάθη της θαλάσσης
Και τουρανού τα γαλανά τα πλάτια.
Στα χείλια μας και στων παρειών τα μήλα
Τα χρώματα όλων θάβρετε των ρόδων.
Η ανάσα μας κοντά σας θε να φέρει
Δροσιά και κάμα απ' όλους τους ανέμους
Σε βουερά θα, μπείτε μονομάτια
To θρόϊσμα γροικώντας των μαλλιών μας.
Στο δέρμα μας επάνω η φαντασιά σας
Ταξίδια πολυπλάνητα σκαρώνει.
Κι η στα δυο πόδια η περπατησιά μας
Μπροστά στο στόμα σας φέρνει και παίρνει
To σφριγηλό κι ολόρθο μας το στήθος
Αυτό το θάμα των θαμάτων όλων .
Και η δίποδη αυτή περπατησιά μας
Πιό μυστικό το μυστικό μας ρόδο
Kι απόκρυφο στον πόθο σας ταφήνει
Και μάς πλουταίνει πιότερο τα όπλα
Που η Φύση χάρισε στην άμυνά μας
Και πιό το τίμημα κάνει μεγάλο
Της κατοχής και της απόλαψής του.
Kι είμαστ'ωραίες γιατί στους αιώνες
Μας έχει χιλιοχαδευτεί το χάδι
Απ' της ζωής το κόκκινο βελούδι.
Και χιλιοτραγουδήθηκε η φωνή μας
Απ' των πουλιών τις όμορφες φωνίτσες.
Κι είμαστ' ωραίες γιατί στους αιώνες
Ο άντρας με το θάνατο μεθάει,
Με τη ζωή παθιάζεται η γυναίκα.
Και ναμεγώ. Καινα η ομορφιά μου.
Η πιό ωραία εγώ μες στις ωραίες.
Και να! τα κάλλη τα επιθυμητά μου.
Και ό,τι πι'όμορφο οι θεοί έχουν πλάσει
Τη θέα του θυσία έχω προσφέρει
Στους πλάστες του-στους ίδιους τους θεούς μας.
Κορμί σαν το δικό μου έχει μονάχα
Για μιά φορά φανεί στην Οικουμένη.
TΙ πιό ωραίο τη γύμνια του να δώσω
Να τη θαυμάσουνε Θεοί κι ανθρώποι;
θυσία ποιά καλλίτερη θε νάταν
Παρά η τέλεια ομορφιά στο Δία;
Η Ομορφιά δεν έθελξε ΚΙ Εκείνον
Στης Λήδας το κορμί και στης Δανάης;
Αλλά και σας η θεία Δικιοσυνη
Τη δύναμη σας δ(νει και τη γνώση
Σωστές να βγάζετε τις αποφάσεις.
Γι αυτό και σας σαν τους θεούς ταιριάζει
Να σας τιμούν ΟΙ άνθρωποι. KΑΙ δίχως
Αλλο ναργώ, μπροστά σας θα γυμνώσω
Του' το κορμ' που η τελειότη τόχει
Με τα μεγάλα της τιμήσει δώρα.
Έτσι και σεις, αφού μπροστά σας δείτε
Την τέλεια ομορφιά μου να φαντάζει
Τη δίκαιά σας τότε κρίση βγάλτε.
Θα τη δεχτώ αγόγγυστα όποια νάναι".
Και λέγοντας αυτά το πέπλο ανοίγεις
Kαι τα εξαίσια φανερώνεις στήθια.
ΠΑΣΙΦΑΗ
Νύχτα σένα νησί. Κρήτη το λένε.
Μέγας πολιτισμός εδώ ανθίζει.
Και δύναμη. Δικό της το Αιγαίο.
Και η Ελλάδα υποταχτική της.
Του βασιλιά τού Μίνωα το παλάτι
Τη δόξα του απλώνει στο σκοτάδι
Σαν ένα πέρφανο γερό κατάρτι.
Και το νησί ολόκληρο ένα πλοίο.
Στη νοτινή γωνιά του ένα δωμάτιο
Ακόμα φωτισμένο. Και σκυμμένος
Ο Δοίδαλος απάνω στα σχέδιά του.
Ανοιγ' η πόρτα. Κι είναι η Πασιφάη.
ΤΗ βλέπει εκείνος παραξενεμένος.
«Βασίλισσα. πώς μόνη τέτοιαν ώρα;
Και πως στο εργαστήρι μου; Τι θέλεις;»
«Δαίδαλε θέλω από σε μια χάρη.
Τα μυστικά της τέχνης σου ζητάω
Στη δούλεψή μου τώρα να τα βάλεις".
"Ό,τι μου πεις μετά χαράς θα κάνω.
Είσαι βασίλισσα. Σε υπακούω.
ΚL είσαι του Απόλλωνα παιδί. Δε θέλω
Θεού επάνω μου οργή να πέσει.
Ακούω βασίλισσα τις διαταγές σου".
"Δεν ξέρω πώς ναρχίσω να μιλάω
Και το φρικτό να πω που μου συμβαίνει.
Από τη μια η ντροπή με σταματάει΄
Τα πάθη με κεντούν από την άλλη .
Nαι. Θα σου πω τι θέλω.Γι αυτό ήρθα.
Μα πρέπει Δαίδαλε να περιμένεις
Κάτι για πρώτη σου φορά νακούσεις".
"Είμαι μεγάλος και πολλά 'χω ακούσει
Κ ι έχουν πολλά τα μάτια μου ιδωμένα.
Κι είσαι βασίλισσα. Οι βασιλιάδες
Ό,τι ΚΙ αν πουν καλά ‘ναι ειπωμένο".
"Ξέρεις του ταύρο που ο Ποσειδώνας
Στο βασιλιά γιά δώρο έχει στείλει.
Που ολημερίς γυρνάει στα παράλια
KL ό,τι στο διάβα του έβρει το ρημάζει.
Kι ειναι κι αντρών και γυναικών ο τρόμος.
Έτυχε να τον δω μιά μέρα όταν
Στο κύμα πήγα με τη συνοδειά μου.
Από την ώρα εκείνη η καρδιά μου
Μου εραγίστηκε χίλια κομμάτια...
Μη...μη μιλάς τώρα που έχω αρχίσει...
Πήγα και ξαναπήγα και τον είδα.
ΠΑΩ και ξαναπάω κάθε μέρα.
Ξέρω τα μέρη που περνάει ή στέκει
KL έχω κρυψώνες βρει και τον κοιτάζω.
ΚΙ ειμ' όλη μάτια τις στιγμές εκείνες.
Σαν το αθώο ταρνάκι είναι κατάσπρος.
Και δέκα λιονταριών η δύναμή του.
Άγριος κι όμορφος. Τα κέρατά του
Μπορουν χιλιάδες να νικήσουν όπλα.
Εβρήκα τρόπο να τον πλησιάσω.
Κρυφά. Δίχως να μέδει. Τον φοβόμουν.
Η μυρωδιά του ακόμα με ζαλίζει.
Μεχει ποτίσει μέχρι το μεδούλι.
Ταυρίσια μυρωδιά. Aψιά. Βαρβάτη ...
Που τώρα που τη σκέφτομαι μονάχα
To κόκκινό μου ανταριάζει το αίμα.
Kαι ,Δαίδαλε , μια μέρα από κείνες
εκει, ανάμεσα στα πόδια του ε(δα
Να κρέμονται με ηδονή γεμάτα
Τα σκήπτρα της αντρίκιας βασιλείας.
Και τίποτ' άλλο δε θυμάμαι. Οι δούλες
Με βρήκανε πεσμένη πα' στην άμμο.
Λιπόθυμη. Με σήκωσαν. Καμιά τους
Γι αυτό δε λέει κι ας έχουν καταλάβει-
Δαίδαλε αγαπώ αυτό τον ταύρο.."
"Βασίλισσα. ."
«Βασίλισσα δεν είμαι
Αν ό,τι πιο πολύ ποθώ μου λείπει.
Ό,τι να πεις σωστό βέβαια θάναι.
Μα τα σωστά ο έρωτας τα λιώνει
Σαν φρύγανα κατ' απ' τα πέλματά του.
Ξέρω ποιά ειν' η ΑΙΤΙΑ γιά όλα τούτα.
Η Αφροδίτη μού το είπε η ίδια
Ερχόντας στόνειρό μου ένα βράδυ.
Σαν ο Έρωτας την πλήγωσε κι Εκείνη
ΓΙΑ TO κορμί το αρρενωπό του Αρη
ΚL ενώ πα' στο κρεβάτι ήταν οι δυο τους
0 Απόλλωνας το είπε του Ηφαίστου.
Κι αφού δεν το μπορεί η Αφροδίτη
τίποτα στον Απόλλωνα να κάνει
Σ’ εμέ την κόρη του ξεσπά η οργή της
Και ναγαπήσω μέβαλε του ταύρο.
Να το παραδεχτώ της πρέπει όμως:
Καλά σε πράξη βάζει τη βουλή της.
Μα το γιατί δεν ωφελεί να ξέρω.
Όπως κι αν ήρθε δυνατό είναι τόσο
Που γρήγορα. θα γιν' η πλήρωσή του.
Κι ήρθα σε σένα για να με βοηθήσεις:
Όποτε φανερά τον πλησιάζω
ορμάει πάνω μου να με ξεσχίσει.
Δεν ειν' αυτό που θέλω από κείνον.
Τη βία του αλλιώς vα νιώσω θέλω.
Και το μυαλό μου εγέννησε ιδέες
που γυναικείο μυαλό μόνο γεννάει-
Ιδέες που θα με σμίγανε μαζί του.
Στην πράξη όμως δεν άντεξε καμιά τους.
Μα η καινούργια που μου ήρθε ιδέα
είναι η μόνη που μπορεί την τέτοια
Τη φλόγα που με καίει να τήνε σβήσει.
ΚΙ εσύ μπορείς να τήνε κάνεις πράξη.
θέλω την τέχνη σου όληνε να βάλεις
Και από δέρμα, ξύλα ή ό,τι άλλο
Nα φτιάξεις μία ψεύτικη αγελάδα.
Μετά θα με βοηθήσεις να την πάμε
Στα μέρη όπου ο ταύρος τριγυρίζει.
Kαι φύγε συ. Κι εγώ θα έμπω μέσα...
Όταν ο ταύρος δει την αγελάδα...
Θεοί! Στη σκέψη μόνο της μεγάλης
Της ευτυχίας που θα μέβρει λιώνω.
Λοιπόν απόψε αρχίνα. Σε διατάζω
To συντομότερο να μού τελειώσεις
Ό,τι την ευτυχία μου θαρχίσει".
"Την τέχνη μου βασίλισσα θα βάλω
Kι ό,τι μου είπες γρήγορα θα τόχεις.
Kαι η ψυχή μονάχα θα του λείπει
Γιά νάναι ζωντανό το τέχνημά μου.»
Στο παραθύρι στράφηκες κατόπι
Κι άρχισες να μιλάς προς το σκοτάδι.
"Ωραίο τόσο πλάσμα δεν ξανάδα.
KΙ εγώ δεν ξέρω αν γιατί ειν’ ωραίος
Γι αυτό τόνε ποθώ, ή τάχα ο πόθος
Στα μάτια μου ωραίο τόνε κάνει.
Μα ξέρω δυνατά πως τόνε θέλω.
To πρώτο ερωτικό μου το τραγούδι
Ένα σα γίνουμε, θα τραγουδήσω.
ΆλαΛος ως τα τώρα ο έρωτας μου.
Κορμιά χωρίς φυχή λες μαγκαλιάζαν...
Του ήλιου του μονάκριβου είμαι κόρη
Kαι το μονάκριβο ποθώ να σμίξω•
Ωκεανίδα η μάννα μου κι ο πόθος
Βαθύς όπως η θάλασσα ο δικός μου.
Είμαι γυναίκα. Να ενωθώ ζητάω
Με ό,τι δυνατότερο υπάρχει.
Kαι να! ο ταύρος όπως καταιγίδα
KΑΙ μανιασμένη θύελλα ορμάει.
Kαι τρέμουν τα βουνά στο πέρασμά του.
Κι ας είναι τρομερός. Έχει μια γλύκα
Στο πρόσωπο που μόνο εγώ τη βλέπω.
Τί μοναξιά πρέπει να νοιώθει αλήθεια
Καθώς βοσκάει στους κάμπους δίχως ταίρι…
Αχ! Πόσο θάθελα να τόνε κλείσω
Στην αγκαλιά μου. Να τόνε χαιδέψω
Να τον ταγίσω απ' το γλυκό μου στήθος
Και να τον νανουρίσω σαν παιδάκι.
Η άγια η στιγμή πότε θα φτάσει
Που άβουλη από κάτω του θα κείμαι,
Γιά μιά φορά σκλάβα του έστω μόνο
Σαυτόν ολότελα υποταγμένη...
Kι αv ασυνήθιστη μια τέτοια σμίξη
Μα όμως ειν' εκείνη που μαρέσει.
Kαι ποιος θα εμποδίσει μια γυναίκα
To πιο επιθυμητό της vα διαλέξει;
Toν ταύρο εδιάλεξα κι αυτόν θα πάρω
Ακόμα κι αν ό,τι έκανα όταν μάθει
Σκληρά ο Μίνωας με τιμωρήσει.
Εγώ, η πολύαντρη η Πασιφάη
Σαν έφηβη αιστάνομαι, που πρώτη
Του Έρωτα φορά την έλξη νιώθει.
Κι έχω ξεχάσει όλα μου τα πρώτα
KΙ ένα μεθύσι μόνο περιμένω-
Εκείνο που ο δικέρατος θα δώσει
Σε μέ, με το ταυρίσο το κρασί του".
Και στράφηκες στον Δαίδαλο και τουπες:
"Δαίδαλε ταίριαξε την τέχνη σου όλη-
Θέλω και σα ΄γελάδα όμορφη νάμαι".
ΜΗΤΕΡΑ, ΕΡΩΜΈΝΗ, ΑΔΕΡΦΗ ,ΚΟΡΗ
Νύχτα η ώρα μία. Εννιά προς δέκα
Αυγούστου του οχτακόσα εικοσιτρία.
0 Μάρκος Μπότσαρης με τους Σουλιώτες,
Τρακόσοι και πενήντα όλοι όλοι
Σε λίγο θα ορμήσουν καταπάνω
Στους Αλβανούς του Μουσταφά της Σκόδρας,
Που πέντε είναι χιλιάδες μετρημένοι.
Μες στο καλύβι πούβρε για να πάρει
To Σουλιωτόπουλο μικρή μι’ ανάσα-
Παιδί 'κοσάχρονο στην πρώτη νιότη-
Τώρα 'τοιμάζεται γιά το γιουρούσι.
Μέσα του ο φόβος κι η αντρειά παλεύουν.
Ζωή με θάνατο, Φως με το Σκότος.
Kι ανίκητα όλα τους και στέρια μένουν
και το παιδί παιχνίδι τους το κάνουν
Και το παιδεύουν με το πάλεμά τους.
Κι ενώ η ώρα ό,που νάναι φτάνει
Τους άλλους που θα πάει ΝΑ συναντήσει,
Όταν γυρνάει το μάτι προς την πόρτα,
Μες στο μισόφωτο δίπλα του βλέπει
Γυναίκεια μια μορφή να τον κοιτάζει.
Η εικόνα αυτή πολύ τονε σαστίζει.
Στέκει αμίλητος έτσι για λίγο.
Τέλος νικάει το φόβο η απορία
Και ήρεμα τηνε ρωτάει: «Ποιά είσαι;»
Αυτή ορθώνει το σκυφτό κεφάλι:
"Σε γέννησα. Ειμ' η μάνα σου. Με ξέρεις.
"Καλώστηνε. Γιά ολόκληρο ένα χρόνο
ήσουν κοντά μου. Υστερα πού 'χάθης;.."
"Αλλα παιδιά επήγα να γεννήσω".
"Ναι. Άλλους άντρες γιά να βρεις επήγες".
"Μένα σκοπό μονάχα-να γεννήσω".
"Μένα σκοπό μονάχα-τη χαρά σου".
"Χίλια παιδιά κι αν κάνω είμαι γυναίκα".
"To γυναικείο κρατ' ανοιχτό δοχείο
Και δέχου τα φτυσίματα του κόσμου.
Αλλά γιατί αποψε ήρθες vα μέβρεις;
Τι θέλεις;"
«Τη ζωή που σούχω δώσει.
Μου τη χρωστάς και να την πάρω ήρθα!"
Στρέφεις το πρόσωπο κατά τον τοίχο.
«Γεννούν κι OΙ σκύλες. Μα και κείνες όμως
Πριν σάλλες ευωχίες να δοθουνε
Πρωτ' αναθρέφουν τα μικρά παιδιά τους.
Όσο για τη ζωή που θέλεις πίσω
Στην έδωσα προτού να με γεννήσεις.
Κι αν άθελά μου, όμως δε μετράει.
Σε ξώφλησα προτού να με δανείσεις".
Γυρνάς και τονε βλέπεις λυσσασμένα.
Τραβάς αργά το ρούχο σου και σκέπεις
To πρόσωπό σου το διαβολεμένο.
Στέκεις για λίγο έται σκεπασμένη
ΚΙ ύστερα λεύτερο ταφήνεις πάλι.
Μα τέλεια τώρα είσαι αλλαγμένη.
To μίσος σου όλο έρωτας εγίνη.
Ζητούσες πριν, τώρα έτοιμη να δώσεις.
Όλα σου προκαλούν και προσκαλούνε.
Με χέρια πλησιάζεις απλωμένα.
"Ω! Σιχαμένη! Χάσου από μπροστά μου…»
Kι εσύ φιλώντας και χαιδεύοντάς τον
«Αγαπημένε μου μη-μη με διώχνεις!
Αχ! Απο χτες ταπόγεμα δε σείδα,
Και, αγαπημένε, μούλειψες-πού ήσουν;
Κοίταζα στον καθρέφτη το κορμί μου
Kι ήταν μισό με δίχως το δικό σου".
Μέσα στο μισοσκόταδο ξεκρίνεις
τα χείλια και τα μάτια της καλής σου.
Συνέρχεσαι. Τηνε γλυκαγκαλιάζεις:
"Όμως η σκέψη μου μαζί σου ήταν".
"Δε μου αρκούσε. Εσένανε ζητούσα.
Μα πες μου αλήθεια-μήπως με σκεφτόσουν
Έχοντας άλληνε στην αγκαλιά σου;»
ΚΑΙ νάθελα που νάβρω τέτοια χείλια.
Κα νάθελα ΠΟΥ νάβρω τέτοια μάτια;"
"Τα ομορφαίνει όλα η αγάπη•
Γι αυτό σε θέλω πάντοτε κοντά μου.
Να βρίσκεις όμορφη μόνον εμένα.
Για τέτοιον όπως συ ένα λεβέντη
Μάτια πολλά και χείλια θα ομορφαίναν"
«Πάντα δικός σου θάμαι. Ήσυχη νάσαι.
Μπορεί μονάχα η γλυκιά Πατρίδα
Γία λίγο να με πάρει μακριά σου.
Έχουμε πόλεμο .Έχουμ' αγώνα.
Μα όταν βρίσκω κάποιαν ευκαιρία
Κοντά σου θάρχομαι αγαπημένη.
Δε μού μιλάς. Γυναίκα κι η πατρίδα.
Δεν τη ζηλεύεις; Δε θα μου ζητήσεις
Καθόλου vα μη γνοιάζομαι για κείνην
Και να κρατώ για σε κάθε δικό μου;"
Εσύ ασταμάτητα χαιδεύοντάς τον
Κι όλο αχόρταγα φιλώντας τόνε
"Όχι καλέ μου. Δε θα στο ζητήσω"
"Λοιπόν εδώ τι θέλεις τέτοιαν ώρα;
Σε λίγο-ξέρεις, φεύγω για τη μάχη•
Των Τούρκων τα φουσάτα πλησιάζουν.
Τήρθες λοιπόν εδώ; Καιρό δεν εχω".
"Τόβρες καλά. Κάτι από σένα θέλω.
Κι αυτήνε τη φορά δεν ειν' αγάπη.
Θελω απ’ τον πόλεμο να μη γυρίσεις"
"Αυτήναι η αγάπη σου για μένα;
Εκεί αυτά τα χάδια σον τελειώνουν;
Θέλεις λοιπόν στη μάχη να πεθάνω;"
"Σούχω υπέροχα χαρίσει χάδια.
Σούχω αμέτρητα φιλιά δοσμένα.
KΑΙ τώρα σου ζητώ να με πληρώοεις.
Η ύστερή σου η μεραυτή να είναι"
Με μαργιολιά ΚΑΙ πρόκληση γελώντας
Και βλέποντάς τονε μέσα στα μάτια
Με ανάστροφο το βήμα σου βαδίζεις
KΑΙ χάνεσαι στης νύχτας το σκοτάδι.
"Λόγια παράξενα.Πώς μου ζητάει
Αυτή που πριν δε μπορειγε μακριά μου
Γιά πάντοτε απαυτήνε να χωρίσω;
Ακόμα χτες απάνω στο κρεβάτι
Μόλις καμμένη μες στην αγκαλιά μου
Τη φλόγα μου και πάλι αποζητούσε".
Kαι πάλΙ έρχεσαι και μένα βλέμμα
Τώρα πονετικό τόνε κοιτάζεις.
"Καλώς τηνε. Ξανάρθες. Ναι. To ξέρω:
Δεν πίστευες καθόλου αυτά που είπες.
Τάπες την πεθυμιά μου γιά νανάψεις
Η κάνοντας εν' άκαιρο αστείο.
Ελα αγαπούλα μου κι αγκάλιασέ με. .
Για το φιλί πάντα υπάρχει ώρα…»
Κάνει ναρθεί κοντά σου. Ξάφνω στέκει.
Καλά σε βλέπει. Πίσω κάνει πάλι
“Μα όχι! Εσύ…εσύ δεν εισ’ εκείνη.
Τα μάτι' αυτά της αδερφής μου είναι.
Kαι μέσα τους φωλιάζει άλλη αγάπη.
ΚΙ αυτή ’αγάπη της ελπίδας είναι.
Συχώρα με αδερφή γιά όσα είπα.
Πριν από σε ήταν εδώ μιάν άλλη.
Α! TΙ ωραία που δεν εισ' εκείνη.!
…Πάνω στην ώρα ήρθες αδερφούλα.
Ειμ' έτoιμος στη μάχη για να πάω.
Των Τούρκων ήρθαν πάλι τα λεφούσια
ΚΙ ΟΙ σύντροφοι ενώ με περιμέναν
Kάτι απίστευτο 'δω μέσα εγίνει.
Η μάννα ήρθε κι η αγαπητικιά μου
Κι OΙ δυό τους-ακου-δε θα το πιστέψεις
Μου γύρεψαν στη μάχη να πεθάνω.
Λες κι είμαι γέρος εκατοχρονίτης
Κι όχι 'κοσάχρονο παλληκαρόάκΙ. ..
Ελ' αδερφή μου. Τον καλό σου λόγο
Σα χώμα τη βροχή τον περιμένω.
Γιατί αν με στέλνουν όλοι να πεθάνω
TL λόγο θάχα τοτ' εγώ να ζήσω;
Μα έλα σύ. Τ’ αδερφικά σου λόγια
Αυτές ο,τ' είπανε θα το συντρίψουν.
Έλα και δώσε μου ζωής ελπίδα.
Όμως ακίνητη μη στέκεις τώρα
Εσύ που πάντοτε στασό δεν είχες
Μόνο αλώνιζες το σπίτι όλο
'Μορφαίνοντας και συγυρίζοντάς TO.
Κι ούτε αμίλητη σου πάεΙ να μένεις
Εσύ που σα γλυκόφωνο αηδoνάκι
Τραγούδι εγέμιζες τη γειτονιά μας.
KΑΙ διόλου δε σου πάε η αυστηρότη.
Kαι πώς τα χέρια σου τα βλέπω άδεία;
Πούν’ το ψωμί, ταυγό και το κουλούρι;
Σε μάχη πάω. Δύναμη πρέπει νάχω".
Σα λεϊμονίτσας κίτρινης το χρώμα
Kαι σαν νεκρής αντήχησε η φωνή σου.
"Σωστά τα είπες αδερφέ μου όλα.
Kαι με τα λόγια σου μούχεις προσφέρει
Ακρες πολλές για να πιαστώ ναρχίσω.
Αλλά να κρέμονται όλες τις αφήνω.
Καινούργια σήμερα κι αρχή και τέλος.
Οι Τούρκοι αμέτρητοι σήμερα είναι
Και να πατήσουνε ζητάν_την πόλη .
Λίγα τα παλληκάρια που θα πάτε
Ζητώντας vα τους φράξετε το δρόμο.
Οι ζωντανοί παραμεράνε όμως
Και ο εχθρός τρυπώνει ανάμεσό τους.
Μονάχα τάψυχα κουφάρια στήνουν
Ψηλό κι αδιάβατο βουνί. Μονάχα
To αίμα φκιάνει απέραστο ποτάμι.
Σήμερα ο Θάνατος λέγεται Νίκη".
"Κι εσύ λοιπόν.."
"ΚΙ εγώ. Ναι αδερφέ μου.
Δεν είναι στη βουλή μου να διαλέξω.
Αυτά τα λόγια μούρχονται στα χείλη.
Κι όση κι αν πίκρα στην ψυχή μου δίνουν
Με τόση ακόφαση και τη γεμίζουν.
Γιατί σαν έμπει ο Τούρκος, ουτ' εμένα
Δε θάβρει ζωντανή. Αυτό που τώρα
Ζητώ από σέ, η ίδια θα το κάνω
όταν το πόδι Τούρκου θε νακούσω
Τη σκάλα νανεβαίνει του σπιτιού μας.
Κι αδέρφια θάρθουνε άλλα μετά μας
Χαρούμενα στο δρόμο να διαβούνε
Που θα τους έχουμε 'μεις ανοιγμένον.
Κι η αδερφική χαρά θα ξανανθίσει
και θαναι σαν εμείς να τήνε ζούμε,
αφού Έλληνες κι εκείνοι θα μετράνε."
"ΤΟ γυναικείο το μυαλό γεννάει
Λένε , ιδέες. Και τόχεις αποδείξει
Συ αδερφή,στα καθημερινά μας.
To Θάνατο βρες κάτι να γλιτώσω.
Βρες κάτι την ανάγκη μου που νάχει.
Βρες κάτι ζωντανό που να με θέλει
Και τότε ξέρω εγώ το πώς θα ζήοω".
"Κανείς δε θέλει ζωντανό τ' αλάφι
Tα σπλάχνα του η πείνα όταν ζεσκίζει.
Ειν' η ζωή φτιαγμένη έτσι αδέρφι
που πρώτη αυτή το θάνατό σου θέλει»
Είπες και σκύβεις τώρα το κεφάλι.
"Είπες οτ' είχες. Αλλ’ ακόμα στέκεις.
Ας δούμε τώρα ποια μορφή θα πάρεις.
Ας δούμε τώρα τι άλλο θα τολμήσεις".
Σηκώνεις το κεφάλι. Τονε βλέπεις.
Πάλι μετά το σκύβεις. Γονατίζεις
ΚΙ αρχίζεις σαν μικρό να κλαίς παιδάκι
Βαθιά πικρά καί παραπονεμένα
Και με λυγμούς, με δάκρυα και με μύξες.
"Καλά. Καλά. Το ξέρω αυτό το κλάμα.
Όταν σε μάλωνα μούκλαιγες έτσι
Και ούτε να μιλήσεις δεν μπορούσες.
Έλα κορούλα μου. Έλα μικρή μου.
Σκούπισ' τα δάκρυα σου Μ.ην κλαις καλή μου
Ξέρω τι μου ζητάς κι εσύ να κάνω
Κι ας μην μπορούν τα δυο σου τα χειλάκια
Να μου το πουν. Σε γέννησα μικρή μου
Και κάθε σου πνοή ξέρω τι λέει.
KΑΙ κάθε βλέμμα σου ξέρω τι κρύβει.
Ησύχασε γλυκό μου κοριτσάκι.
θα κάνω αυτό που πρέπει. Μη φοβάσαι.
ΟιΤούρκοι δε θαφήσω να περάσουν".
Σαγκάλιασε. Σού σκούπισε τα δάκρυα
Κι ένα φιλί αοήνει στα μαλλιά σου.
"Τώρα παιδί μου πήγαινε…μη στέκεις…"
Με τα λιανά σου πούτρεμαν τα χέρια
Τον αγκαλιάζεις και βογγάς: "Πατέρα.."
Ηρεμ' αυτός, σα νάταν η ψυχή του
Που αποσπούσε απ' το νεκρό του σώμα
Σε αποσπάει απ’ τη θερμή του αγκάλη
Κι ήρεμα σοδηγεί μέχρι την πόρτα.
"Πήγαινε σπίτι γρήγορα μωρό μου.
Πήγαινε. Είναι νύχτα. Τα κορίτσια
Δεν πρέπει έξω νάναι τέτοιαν ώρα».