ΜΥΘΩΔΙΚΑ
ΟΜΦΑΛΗ ΚΑΙ ΗΡΑΚΛΗΣ
Τόνε βαρέθηκε-
Τόνε σιχάθηκε στα πόδια της να τρίβεται
άντρας αυτός
που τόσα είχε κάνει κατορθώματα.
Κι αναρωτιέται, γιατί ο έρωτας
άλλο παρά μία σκλαβιά
να μην είναι.
Το σανδάλι της ελαφρά κινεί
κι εκείνος τρέμει
μη κι έπαθε η κυρά του κάτι,
και στα μάτια υποτακτικά τη βλέπει.
Από βαθιά πολύ έρχεται
η λαχταρισμένη του ματιά
και την υψηλή δική της
ανήσυχη αποζητά.
Τη ρόκα του ωθεί εκείνη, ενοχλημένη,
και «γνέθε σκλάβε!», του πετά.
Ελαφρά ύστερα κοιμάται
στου μεσημεριού μέσα
το γλυκοκάρωμα
νανουρισμένη απ’ τον μονότονο
και αλαφρόν του γνέσιμου ρυθμό.
Κι όταν ξυπνάει,
βαριά ηδονή γεμάτη,
σαν ζαλισμένη τα χέρια της χτυπά
και τις δούλες βραχνά προστάζει:
«φέρτε τον μέσα!»
ενώ για το κρεβάτι της τραβά.
Ο ΑΙΝΕΙΑΣ ΣΤΟΝ ΑΔΗ
Μπαίνοντας στο σπήλαιο, που στον Άδη
ο τυλιγμένος με σκοτάδι δρόμος του
μέσα από φρίκη και νεκρούς τούς οδηγούσε,
ο Αινείας και η Σίβυλλα ερίγησαν.
Μα έπρεπε η Ρώμη να χτιστεί,
και μόνον ο Αγχίσης εδυνόταν
που από καιρό είχε στον Άδη πάει
συμβουλές για το χτίσιμο να δώσει.
Και πιο πολύ το βάρος ένιωσε ο Αινείας
της άγνωστης σ’ αυτόν ακόμα αποστολής του
όταν στα πλάτια τα χρυσά των Ηλυσίων
τα πλήθη τα μελλοντικά είδε των Ρωμαίων
καθώς τ’ αυγά μες στην κοιλιά γόνιμης κότας
τη γέννησή τους αναμένοντας, να συνωθούνται.
Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΙ
Στη σκιά του δέντρου του ψηλού και του πολύφυλλου
μια κρίση γίνεται.
Ο άντρας διαλογίζεται σε ποιαν από τις τρεις γυναίκες
το μήλο που κρατεί-ομορφιάς σημάδι-
θα χαρίσει.
Τη μια την έχει κιόλας απορρίψει.
Κάθεται εκείνη μινυρίζοντας
στις ρίζες πάνω του μεγάλου δέντρου.
Εκείνος βλέπει την άλλη.
Τις κνήμες, το πρόσωπο κοιτάζει,
το βλέμμα ύστερα στο στήθος,
στη μέση, στους μηρούς, στα χέρια ταξιδεύει.
Όπως η πρώτη έτσι κι αυτή
τη δόξα χάνει βέβαιη που θαρρούσε.
Της ομορφιάς το μήλο η τρίτη έλαβε.
Και τόσο έντονα τη νίκη ένιωσε,
που η σκιά κι ας έπεφτε του δέντρου επάνω της
εκείνην ένα κύμα ζέστης την ετύλιξε
από του κόλπου της τις σκοτεινές χαράδρες
κι από του στήθους της τις κορυφές κινώντας.
Και τόσο η ζέστα εκείνη έντονη ήταν,
ώστε άλλο, η Αφροδίτη, μην αντέχοντας,
στο σώμα γύρω του κριτή-
ως ο κισσός στον έλατο-
σφιχτά ετυλίχτη.
ΑΡΠΥΙΕΣ ΚΑΙ ΒΟΡΕΑΔΕΣ ΑΡΓΟΝΑΥΤΕΣ
Τα ξίφη τους ακόνισαν οι Βορεάδες Αργοναύτες
και όρμησαν στις Άρπυιες ενάντια-
του Δία πτηνά,
σταλμένα στη Φοινίκη απ’ αυτόν
με αποστολή να βασανίζουν τον Φινέα
γιατί
μάντις αυτός, έλεγε στους ανθρώπους καθαρά
κι όχι μισή
την αλήθεια.
Οι Άρπυιες,
παρά τα νύχια τ' αετίσια τους,
την ουρά φιδιού,
τ’ ακούραστα φτερά τους
κι όλη τη φρίκη που σκορπούσαν,
θ' αφανιζόνταν απ' τους Βορεάδες,
αν η σταλμένη από τον Δία Ίρις δεν εφρόντιζε,
γλιστρώντας απαλά απ' τον Όλυμπο,
με τους Βορεάδες συμφωνία να κλείσει:
οι Άρπυιες να ζήσουν,
μα τον Φινέα να μην ξαναπειράξουν.
Σοφία θεού που ξέρει πώς
αιώνια να ’ξουσιάζει.
ΠΥΓΜΑΛΙΩΝ ΚΑΙ ΓΑΛΑΤΕΙΑ
Αιχμάλωτος της τέχνης της μεγάλης του έγινε.
Το άγαλμα της κόρης που έτσι έφτιαξε ωραίο
το είχε παθιασμένα ερωτευτεί.
Κι αλήθεια τούτο άγαλμα δεν έμοιαζε.
Κρύο δεν ήταν κι ούτε άσπρο μαρμαρένιο,
μα ρόδινο θαρρείς
και με μια σάρκα θελκτικά ζεστή.
Ωραίο που ήταν! Ως και τις πτυχές ελάτρευε
του απαλοφόρετου χιτώνα της.
Και τόλμησε: στα χείλη έσκυψε
και τα δικά του πάνω τους εταίριασε
σ' ένα φιλί ατελείωτο αγάπης.
Και να! Σιγά τα χείλη τα σκληρά σαρκώθηκαν...
Και του ανταποδόθηκε το χάδι...
Η Αφροδίτη
από ψηλά
το έργο της περήφανη αποθαύμαζε.
ΘΙΣΒΗ ΚΑΙ ΠΥΡΑΜΙΣ
Να του ’δινε ας μπορούσε τη μισή ζωή της
και πια να ζήσουνε μαζί όπως το είχανε σχεδιάσει…
Τραβώντας το σπαθί από το στήθος του
ας εζωντάνευεν εκείνος…
Μα τόσο κρύο το στόμα του ήταν
σαν τον εφιλησε
που το ’νοιωσε καλά
πως τελευταία φορά τόνε φιλούσε.
Τράβηξε το σπαθί από το στήθος του
ψηλά το σήκωσε στα δυο κρατώντας το τα χέρια
το βλέμμα έστρεψε στον ουρανό
και στο δικό της στήθος το εβύθισε.
Το αίμα
παραξενεμένο
που τόσο απλά και γρήγορα διέξοδο βρήκε,
χύμηξεν έξω,
μαύρα
τα μέχρι τότε ολάσπρα βάφοντας βατόμουρα.
ΚΕΡΒΕΡΟΣ
Πώς έγινε και τούτο του συνέβη;
Πώς αφέθηκε
να τόνε πιάσει ο ζωντανός αυτός
έτσι που ούτε τα στόματα τα τρία του
να τον δαγκώσουνε να μην μπορούν
ούτε κι η ουρά του να τόνε τυλίξει;
Πώς αυτός
ο Κέρβερος
ο τρομερός ο φύλακας του τρομερότερου Άδη
τώρα στον πάνω κόσμο τον απαίσιο βρέθηκε
τον φωτεινό… α! όλα εδυνόταν να τ’ αντέξει
έξω απ’ αυτό το φως το αποκρουστικό:
άραγε πόσες μέσα του απειλές
αυτό να κρύβει …
Και τώρα υψωμένονε στα χέρια του
αυτός ο βρωμερός ο ζωντανός τον πάει…
«Ω! Σκότος τρυφερό
απόλυτο
αγαπημένο
τάχα και πάλι θα σε δω;» αδύναμος να κινηθεί
ο τρομερός ο Κέρβερος σκεφτόνταν.
ΙΩ ΚΑΙ ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Όσο μπορεί δυστυχισμένη να 'ναι μια δαμάλα,
έτσι πλησίασε η Ιώ τον Προμηθέα,
στο βράχο σκαρφαλώντας όπου,
για την παρακοή του τη μεγάλη,
δεμένον η οργή του Δία τον κρατούσε.
Με ανθρώπινη φωνή μιλώντας: «δύστυχε», τον ερώτησε,
«τι έκανες κι έτσι φριχτά
καθώς εγώ πληρώνεις;»
«Έδωσα στους ανθρώπους τη φωτιά», της αποκρίθηκε –
«και συ;»
«Έδωσα στους θεούς τον Έρωτα»,
του είπε.
ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ
Άναψε ένα κερί. Καθόλου
στα λόγια του Έρωτα δεν πίστεψε:
ότι δεν έπρεπε να τον ιδεί
γιατί αλλιώς θα χάνονταν εκείνος.
Και έαυτή,
στη φλόγα του κεριού τον είδε.
Δεν ήταν τέρας όπως εφοβόνταν-ένας νέος ήταν,
ένας όμορφος σαν ήλιος νέος.
Όμως ετρέμισε από φόβο η καρδιά της
γι αυτή της την παρακοή
και σε μια κίνηση φυγής της
κεριού καυτή σταγόνα τον εξύπνησε.
Την είδε να τον βλέπει
κι ήρεμα,
σοβαρός: «Φεύγω»,
της είπε,
«με απιστία ο Έρωτας δεν ζει».
Και πήγε.
Κι αυτή τους κάμπους και τα όρη επήρε
και άπελπα έκτοτε κι ανεύρετα τόνε ζητά.
ΠΛΟΥΤΩΝΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ
Σαν ρόδι άνοιξεν η γη κι εν’ άρμα εβγήκε
με τέχνην έξοχην φτιαγμένο απ’ τους τεχνίτες
που χρόνια διάθεσαν δουλειάς
μιας κι άλλο τίποτα εκεί δεν κάνουν.
Στη γη ακούμπησαν οι ρόδες οι χρυσές
και τ’ αργυροπεταλωμένα τ’ άλογά του,
τόσο μόνον
όσο χρειάστηκε ο ηνίοχος, απ’ τον καρπό
του δεξιού της του χεριού να την αδράξει
και δίπλα του
στο άρμα πάνω να τη βάλει.
Αυτή,
σαν είδε πάνω τους να κλείνει η γη
και στο απόλυτο σκοτάδι μέσα όταν βρέθηκε,
φόβο έναν ένιωσε μεγαλον τόσο, που την έσπρωξε
στου μόνου δυνατού που ήξερε εκεί κάτω
τη θέληση και την ανάσα καταφύγιο να ’βρει.
ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΣ
Επειδή όχι τα πόδια του,
μα το χέρι τον έσπρωχνε απαλά της Αριάδνης
γι αυτό θαρρετά τόσο
πλησίαζε στο τέρας ο Θησέας -
όπως αυτός που ξέρει
πως κάποιος ενδιαφέρεται για κείνον
και τον βοηθά.
Γιατί όπλα δεν είχε άλλα
πάρεξ από τον μίτο και τα χέρια του.
Και γρήγορα έτσι στο θηρίο έφτασε.
Πάνω του όλος ερίχτη
και τα χέρια του το αδράχνουν.
Αλλού κοιτώντας το κεφάλι του, το σώμα αλλού
κείτεται τέλος νικημένο το θηρίο.
Τα μάτια του για λίγο ανοίγει
για πάντοτε προτού ευθύς του κλείσουν.
Με νίκη μεθυσμένος ο Θησέας
τραβάει προς την έξοδο.
Εκεί κάποια γυναίκα τον περίμενε.
Καλά… Γυρίζοντας
μπορεί σε κάποιο να την άφηνε νησί...
ΟΡΕΣΤΗΣ ΚΑΙ ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Μέσα στο δώμα το με εξωτικά φυτά
και μ’ έπιπλα ολόχρυσα γεμάτο
που η βασίλισσα μόνο επιτρέπονταν να μπαίνει
πλατιά ο Ορέστης άνοιξε και μπήκε.
Το βλέμμα του το σίγουρο κι αποφασιστικό,
της Κλυταιμνήστρας το αγέρωχο αντάμωσε.
Κι αμέσως συνεννοήθηκαν.
Γιατί για χρόνια και οι δυο
για τη στιγμή ετούτην ετοιμάζονταν.
Ξέραν κι οι δυο-
εκείνη πως η ώρα έφτασε
που σε ίσκιους άγνωστους ανάμεσα
και στην αιώνια τη σιωπή θα την εβύθιζε,
κι αυτός πως
ό,τι καθώς εύβοτος καρπός
για χρόνια ως τώρα εντός του ωρίμαζε
ωραίον τώρα πια θα τον τρυγούσε.
ΑΤΑΛΑΝΤΗ
Στα δάση μέσα σ’ όλη τη ζωή της.
Τόξο και βέλη συντροφιά της.
Τα γυναικεία διόλου δεν την έθελγαν.
Κι αν συγκατάνευσε να παντρευτεί,
το ’κανε κι άντρες θύματα για να ’χει
εκτός απ’ τ’ άγρια του δάσους.
Και πολλοί το θάνατο αλήθεια εβρήκαν
καθώς στο τρέξιμο όλους ενικούσε.
…Μα όταν με τον Μελανίωνα αγωνίζονταν
κάτι βαρύ ενώ έτρεχε άκουσε
στο χώμα δίπλα της να πέφτει.
Έστρεψε, το χρυσό το μήλο είδε
και αμέσως
μπροστά στου φύλου τη λατρεία για το χρυσάφι
τόξα και τρέξιμο και παρθενία
σαν όνειρο εσβήσαν.
Και
η ενυπνιαζόμενη παρθένα,
γυναίκα εξύπνησε.
ΤΟ ΞΥΛΙΝΟ ΑΛΟΓΟ
Του κάκου την καταστροφή η Κασσάνδρα
είδε μες στ’ άλογο να κρύβεται.
Του κάκου ο Λαοκόοντας και οι γιοί του συμβουλέψαν.
Οι τρώες δεν τους δώσαν σημασία.
Ήταν γιατί ο Σίνων πειστικός εδείχτη;
Ήταν γιατί άδειο το στρατόπεδο από Aχαιούς να δούνε
σκέψη στην τόση τους μέσα χαρά δεν εχωρούσε;
Ή τάχα μία βούληση τους έσπρωξε
ασύνειδη
εκβιαστικής προαγωγής της Μοίρας
για να χτιστεί απ’ τον Αινεία η Ρώμη;
Ότι κι αν ήταν
με τιμές μεγάλες
έμπασαν το άλογο στην πόλη μέσα.
ΚΙΡΚΗ ΚΑΙ ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Όταν τον είδε μπρος της ένιωσε
ότι αυτόν ως τώρα επερίμενε-εκείνον
που ως εκεί για να τον φέρει
τους συντρόφους του είχε μαγέψει.
Κι όταν
ως το περίμενε
το φίλτρο της αυτόνε δεν τον άγγιξε
και απειλώντας την ξεσπάθωσε,
απόδειξη ήταν αψευδής αυτό της αντοχής
και της αντίστασής του στη γοητεία της.
Αυτό για κείνην ήταν αρκετό
Για ν’ αγαπήσει έναν άντρα. Κι αφέθηκε
να τήνε κάνει σκλάβα του
και τυφλά
σε ό,τι της ζητούσε να υπακούει.
ΑΡΤΕΜΙΣ ΚΑΙ ΑΡΙΑΔΝΗ
Ενώ αυτή ακίνητη
και σαν μαρμαρωμένη έβλεπε,
η ανέραστη θεά
με κινήσεις αργές
θεϊκές
το τόξο της ετάνυσε
και στο στήθος πληγή της άνοιξε.
Το βέλος
στα νωπά
που ακόμα Μινώταυρο εμύριζαν
χάδια πρώτα βούλιαξε
τον θώρακα ύστερα σαν φύλλο δάφνης διαπέρασε
και στο σιωπηλό έριξε χάος την ερωτευμένη.
Και η θεά στην ορθοφροσύνη της επήγε.
Ως για την νεκρή
σε μάρμαρα διαχύθηκε λευκά
που σε λίγο κιόλας τη μορφή της θα απεικόνιζαν
θαμπή και παραδομένη σε ο,τι
γνώριμο είναι σε όλους
αλλά πιότερο σε νεκρούς-
που τόσο τους αρμόζει-
χαρίζεται.
ΠΗΓΑΣΟΣ ΚΙ ΒΕΛΛΕΡΟΦΟΝΤΗΣ
Ωραίο ήτανε τ’ άλογο
που η Αθηνά
στον ποιητή Βελλεροφόντη είχε δώσει
.
Μια αίσθηση άλλη, πρωτογνώριστη
το πέταγμά του ήταν στον αέρα
απάνω από τη γη.
Και ρίχτηκε σε περιπέτειες ο ιππέας πολλές.
Μα όταν
καθώς το ’χουν ποιητές
επάσκισε στον ουρανό ν’ ανέβει,
το άλογο τη βλασφημίαν ένοιωσε
και μ’ ένα τίναγμα
με φρίκη
τον αναβάτη κάτω επέταξε.
ΗΡΑΚΛΗΣ ΚΑΙ ΑΧΕΛΩΟΣ
Μοιάζει να τέλειωσαν οι άθλοι/
Και μακρινοί πολύ στον Ηρακλή φαντάξαν
Λοταν το θάμα που σαν όνειρο
στον Ηρακλή ολόγυμνο εφάνη-
της Δηιάνειρας, της ερωμένης του Αχελώου.
Ο άθλος λοιπόν του Ηρακλή ο τελευταίος
όφελος και στον ίδιο θα ’φερνε;
Και με τον ταύρο-ποταμό επάλεψε.
Κι όταν ενίκησε
ως εικός
η Δηιάνειρα
δίχως πολλά
στον Ηρακλή για όλα έτοιμη εδόθη.
(Κι ενώ μ’ αυτήν ο Ηρακλής μεθούσε
ο Εύηνος ευπρεπίζονταν
τη Δηιάνειρα μες στα νερά του να δεχθεί,
κι ο Νέσσος
για ένα ετοιμάζονταν στην Αιτωλία ταξίδι…)
ΠΑΝΔΩΡΑ
Κάτι μέσα της-περιέργεια
δεν ήξερεν ακόμα να το πει-
την έσπρωχνε να νιώθει ότι έπρεπε
τι κλείνει μέσα το κουτί να ξέρει.
Και άνοιξε το κάλυμμα.
Οι ωραίοι μηροί της
δεν μπόρεσαν το θείο το σώμα να βαστάσουν
κι από το απότομο το τίναγμά της πίσω
στο χώμα έπεσε η Πανδώρα
όταν μορφές
που γύρω της και πάνω της ορμητικά χιμούσαν
τα πρόσωπά τους δείχναν τ’ αποτρόπαια
φρίκη σκορπώντας.
Σηκώθηκε
ανάμεσά τους πέρασε
κι έκλεισε το κουτί με βιάση
ελπίζοντας
όλα από μέσα του να μην προλάβανε να βγούνε.
Ο ΒΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Κάτω η θάλασσα.
Ο Ποσειδώνας με την τρίαινά του καθαρά φαινόνταν.
Έρωτες Μικροί σε δελφίνια πάνω
γαμήλιες έψαλλαν ωδές. Νύμφες
εκστατικά στα ουράνια έβλεπαν τα πλάτη.
Πάνω στα δίχτυα τ’ αλαφρά του αέρα
ο ταύρος.
Δυνατός και όμορφος κι ελκυστικός.
Στη ράχη του η Ευρώπη
ωραία έκπληκτη
κι ανήξερη από ποιον-
τη Γη ή τον Ουρανό βοήθεια να ζητήσει.
Στην Κρήτη φτάνοντας επέζεψεν ο ταύρος.
Κι έτσι αψύς
κι ασθμαίνοντας κι αγκομαχώντας
κάτω την έριξε
και την ακμή και την ορμή του όλη
ο κόλπος δέχθηκε ο παρθενικός.
Και μέσα στη γλυκιά τη ζάλη της
μιαν ήπειρο είδε η Ευρώπη να ’ρχεται
τ’ όνομά της να παίρνει
και βουτηγμένο στο αίμα της να το φορά.
ΠΕΡΣΕΑΣ ΚΑΙ ΜΕΔΟΥΣΑ
Στο νησί πάνω που η Μέδουσα
σαν ερωμένη του να ήταν,
ανέμελα τόσο αναπαύονταν,
σάμπως ο αέρας να ετρέμισε από κάτι άγνωστο
που ακόμα μακριά ’ταν.
Και σαν εκείνη βαθιά της να ένοιωσε ότι αυτό,
Ό,τι κι αν ήτανε
σε κάτι το τέλος αναπότρεπτα θα έφερνε.
Κοίταξε
και μια κουκίδα πέρα
στο ήρεμο είδε πέλαγο
να πλησιάζει όλο, ώσπου τέλος
πάνοπλος νέος μπροστά της φανερώθη.
Ευθύς σηκώθηκε
το ξένο βλέμμα του άδικα γυρεύοντας.
Πετώντας από πάνω της αυτός
με τα σαντάλια του τα φτερωτά και την ασπίδα
που φοβισμένη μια γοργόνα εκαθρέφτιζε
γρήγορα το κεφάλι της επήρε.
Κι ένιωθε μια χαρά κρυφή που το κεφάλι αυτό
της Αθηνάς την κραταιά θα στόλιζε
την τρομερή
τη θεία ασπίδα.
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ ΚΑΙ ΣΦΙΓΓΑ
Το αίνιγμα θα το ’λυνε οποιοσδήποτε
που Οιδίποδας θα ονομάζονταν
θα είχε τον πατέρα του σκοτώσει
και τη μητέρα του γυναίκα θα ’παιρνε.
Η Σφίγγα όταν άκουσε τη λύση
ήξερε πια-ο ρόλος της τελείωσε:
ο Οιδίποδας θα χρίονταν βασιλιάς.
Και
το θηρίο
ευθύς τόσο το στόμα του άνοιξε
που ένα στόμα έγινε όλο
και το στόμα αυτό
τον εαυτό του εκατάπιε.
Και τίποτα δεν έμεινε από την Σφίγγα
παρά η ανάμνησή της
ικανή μονάχα να γεννάει τραγωδίες
που οι συγγραφείς
για την αξία τους θα διαγωνίζονταν.