NTOPA...
(αποσπάσματα)
Θ' αρχίσω από τό τέλος την εξιστόρηση των δυνατοτήτων σου και χωρίς να μπορώ να έχω καν ένα τίτλο μιαν επιγραφή που να δηλώνει τουλάχιστον για ποιον, για τι, πώς εξεκίνησα να γράψω αυτά τα λόγια. Αυτό θα γίνει όταν πια θα είναι περιττό και θα έχει κάποιαν αξία μόνο σαν χαμένος-χαμένος μέσα στο παρελθόν ανεμοστρόβιλος (λέω ανεμοστρόβιλος και ίσως η λέξη σε ξενίσει και να σκεφτείς πως κι αυτή είναι ήπια΄ μα μόνο αυτή πλησιάζει στην επιφάνειά σου)
Ντόρα φθινοπώριασε
το δειλινό έρχεται κλαμένο
τα λουλούδια μυρίζουν θάνατο
ο ήλιος ανατέλλει κουρασμένα και δύει ανυπόμονα
η νύχτα κερδίζει πιο εύκολα τη μέρα
η μέρα σημαδεμένη με πολύ σκοτάδι μας έρχεται
τα σκουλήκια Ντόρα στα βάθη της γης ετοιμάζουν το τραπέζι τους.
Ντόρα φθινοπώριασε
το φεγγάρι στο παράθυρό σου
το γιασεμί στα μαλλιά σου
καιρός
αφήνοντας τη μεταλλική γη να γυρίσουμε στην πατρίδα
κρύβοντας στην ανάγκη το πρόσωπο στα χέρια μας
καιρός να συντροφέψουμε το μικρό χωριάτικο σπίτι
την ασβεστωμένη αυλή
και τον κρυφό έρωτα.
Κοιτάζοντας τον τοίχο μου
βλέπω τα μόρια του ασβέστη στον σοβά
τόσο καλά μπορώ και βλέπω τελευταία-
λες να πεθαίνω Ντόρα;
Αν στήσω αυτί θ' ακούσω το αίμα να σκοντάφτει στην αριστερή νεφρική μου αρτηρία-
λες να μην ανήκω στους ζωντανούς κιόλας Ντόρα;
Οι γείτονες ούτε με κοιτάζουν όταν περνώ-
λες να είμαι αόρατος κιόλας;
Ντόρα περπατώ και δεν βλέπω μπροστά μου
κοιτάζω πίσω τις μέρες του καλοκαιριού και της λίγης Άνοιξης
τότε που μετρούσες τη ζωή μου με ζωγραφιές
τότε που το μπλουζάκι σου δρόσιζε τον κόσμο-
θυμάσαι πώς έπαιρνες από το χέρι το αρωματισμένο αεράκι
και το ’φερνες να με φιλήσει στο μάγουλο;
θυμάσαι που μάζευες χρώματα από τον κήπο
για το Χειμώνα;..
Ντόρα φθινοπώριασε
το κρύο μπαίνει στο σπίτι
με κλειδωμένες όλες τις πόρτες και τα παράθυρα
τα φώτα ανοίγουν νωρίς το απόγευμα
οι πόρτες κλείνουν πριν το μεσημέρι
τα δέντρα γυμνά από φύλλα
οι καρδιές γυμνές από φλόγα.
Στο Lanark Park κόψανε κάτι δέντρα
και φάνηκε περσότερο η λύπη
οι φωνές των παιδιών είναι απελπισμένες
σαν ξαφνικά να ένιωσαν ότι θα μεγαλώσουν
η θλίψη μαζεύεται στις γωνιές των επίπλων
και στις χαραμάδες των ντουλαπιών σαν σκόνη
το λαμπρό περιδέραιο του πρωινού
σκουριασμένο από την υγρασία του
τα χρόνια κουβαλιόνται στους ώμους πιο
δύσκολα
ο ουρανός βαραίνει τόσο
που μπορείς να τοναγγίξεις με το χέρι σου-
είμαστε κλεισμένοι από παντού Ντόρα (Ντόρα!..Αλήθεια
πόσο ταιριάζει τ' όνομά σου με το Φθινόπωρο...)
.....................................................
Οι δρόμοι το βράδυ μοιάζουνε κοιμισμένα φίδια
τα φώτα τους φωτίζουν αντίς ανθρώπους σκιες
και αντί φωνές θροϊσματα
η γάτα κουβαλώντας μυστήριο στην κυρτωμένη ράχη της
και αφήνοντάς το να λάμπει λίγο στα μάτια της,
μαζεύεται νωρίς στο σπίτι
η στρουθοκάμηλος με το κεφάλι χωμένο στην
άμμο ξεγελιέται
εσύ με την έξαψη κρυμμένη μέσα στην παιδικότητα αμύνεσαι.
Η στάχτη του φθινόπωρου μας κάνει όλους άσπρους Ντόρα
σαν το γιαουρτά που ερχόταν βράδυ κάτω από το παράθυρό μας
και έξω χιόνιζε
ή σαν το μπαμπάκι που βάζουν στο στόμα του πεθαμένου
και κάτω από το χιόνι ξεχώριζε η μαύρη καπότα του γιαουρτά
και κάτω από το μπαμπάκι ξεχώριζε ο μαύρος
τοίχος του θανάτου.
Ντόρα φθινοπώριασε
ο βασιλικός στις γλάστρες της αυλής σου
ξεράθηκε
πότισέ τον μ' ένα χάδι,
τύλιξέ τον με μια ματιά σου
ξεγέλαστον μ' ένα σου γέλιο,
με μιαν ευφρόσυνη διάθεση
να ξανανθίσει.
……………………………………………………
To Φθινόπωρο Ντόρα πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για τους νεκρούς.
Παλιότερα γέμιζαν με λουλούδια το φέρετρο
μα τώρα υπάρχουν τα ψυγεία και η φορμόλη
είδες τι ωραίος που ήταν ο πατέρας σου δυο μέρες μετά το θάνατό του;
σα να 'ταν έτοιμος να τραγουδήσει
ή σα να μας ήρθε για επίσκεψη από κει πέρα.
To Φθινόπωρο οι νεκροί θέλουν τη φροντίδα μας Ντόρα
ένα κερί, ένα καθάρισμα του τάφου, μια θύμηση
ξέρεις, όταν με θυμάσαι το καταλαβαίνω όπου και να 'μαι
κι αν με θυμάσαι με καλοσύνη χορεύω
κι αν με θυμάσαι άσχημα χαμηλώνω τόσο
που τα φίδια περνούν από πάνω μου.
To Φθινόπωρο είναι η φωτεινή στιγμή της Δημιουργίας
από τη θλίψη του ξεκίνησαν όλα
και η σκεπή του σπιτιού μας δεν είναι σκεπασμένη με κεραμίδια
αλλά με κομμάτια τετραγωνισμένης θλίψης.
Καιρό έχει να βρέξει.
το Φθινόπωρο εδώ Ντόρα είναι σαν αδάκρυτος πόνος΄
δε θα 'ταν καλλίτερα να χάραζαν το αγέρωχο χώμα μικρά οξύοχθα ρυακάκια
όπως η αμφιβολία χαράζει τη σιγουριά των ερωτευμένων;
Ή βγαίνοντας στο δρόμο να μυρίζεις μες στ' απόβροχο την καθαρότητα και την αλήθεια όπως μυρίζεις τον έρωτα στον ιδρώτα των κοριτσιών;
Κατοικούμε σε μια γη φτιαγμένη από
απαγορεύσεις
όλα όσα ποθούμε είναι εκείνα που δεν μπορούμε να έχουμε
όλα όσα έχουμε είναι εκείνα που δεν ποθούμε
ένα μέτρο, μια συμφιλίωση, ένας συμβιβασμός
μπορεί να δώσει μια λύση στους ανεπαρκείς
αλλά εμείς τα θέλουμε όλα Ντόρα
εγώ ξέροντας ότι δεν το μπορώ,
εσύ νομίζοντας ότι θα μπορέσεις
α! πόσα θα κερδίζαμε αν ήξερες κι εσύ!
Ντόρα, όταν ακουμπάω τα μαλλιά σου με το χέρι μου,
οι κόσμοι των δαχτύλων μου έχουνε γιορτή΄
μια χώρα γεμάτη φιλιά πώς θα σου φαινόταν;
μια γειτονιά φτιαγμένη από χάδια;
Κάποια γειτονιά με τους δρόμους της γεμάτους
αναστεναγμούς;
Α!.. Γελάς…είναι νωρίς ακόμα βέβαια...
Ντόρα ο κήπος σου γυμνός
οι τελευταίες του ντομάτες μένουν αμεγάλωτες
τα δέντρα μένουν χωρίς φύλλα και κρύβουν με
ντροπή τη γύμνια τους
τα σταφύλια μόνο, αυτά με τις μικρές ρόγες
ξεγλιστράνε από την απόχη του φθινόπωρου και μερικά
(τα μαύρα, προς την έξω πόρτα της κουζίνας)
φτάνουν μέχρι τα Χριστούγεννα.
Τι ρούχα θα φορέσεις τάχα τώρα;
Την κόκκινη ζακέτα με το αστέρι και τη νεροποντή;
Και για τις εξόδους σου το μαύρο παντελόνι;
Δε θα σε δω γιατί όταν βγεις
θα κυματίζεις πάνω από την προοπτική μου -
για ποιον θα ντυθείς λοιπόν- δεν ξέρεις
ότι όταν δε σε κοιτάζω εγώ
κανένας δε σε βλέπει;
…………………………………………………….
Ντόρα το σφρίγος στο λαιμό μου ακατάπιωτος κόμπος
ο εγωισμός μου διπλωμένος στα τέσσερα
και χωμένος στη μέσα τσέπη του σακακιού μου΄
αν υπάρχεις τι είσαι;
η πρωινή δροσιά του καλοκαιρινού κάμπου πριν
ακόμα ο ήλιος βγει;
το νερό που μένει στο ποτήρι όταν κανείς δε
διψάει άλλο;
Γράφω στο φως του φεγγαριού-
θέλω να σε κρατήσω όσο γίνεται πιο μυστική.
Χτες ήρθα να σε δω
οι δικοί σου φέρονταν σαν να υπάρχεις
και για μια στιγμή φάνηκες αλήθεια
ήταν όταν ακούστηκε εκείνος ο κρότος από τον κήπο
και όλοι γύρισαν προς τα εκεί
τότε σε είδα καθισμένη στη διπλανή μου πολυθρόνα.
Ώσπου να συνέλθουν οι άλλοι είχες φύγει.
Γιατί όμως έδεσες πίσω τα μαλλιά;
και τα χείλη σου βαμμένα σε δείχνουν σαν ζωγραφιά.
Καλλίτερα άβαφη Ντόρα.
Αρκετά ψεύτικα μας τριγυρίζουν.
Όμως πες μου, εκεί που είσαι τι χρώμα έχει ο
ουρανός
πες μου, τα πουλιά εκεί πετούν ή σέρνονται
πληγωμένα
το νερό είναι υγρό ή σκληρό σαν πέτρα
κι ακόμα πες μου-με βλέπεις;
ξέρεις ότι κάθομαι εδώ,
σ' αυτή την καρέκλα
πεθαίνοντας από επιθυμία;
και πες μου μήπως με περιβάλλει ένας κυλινδρικός καθρέφτης
και ό,τι βλέπω είναι η εικόνα μου
και ό,τι αγαπώ είναι ο χτύπος του ονείρου πάνω στ' όνειρο,
έτσι που να μην εκφεύγω από καμία αίσθηση;
Αν είναι έτσι τότε τα μάτια σου πρέπει να είναι
ωραία και να μην είναι
τ' άγγιγμα των χεριών σου πρέπει να με λιγοθυμάει μα και δεν πρέπει…
Αν, Ντόρα,
αφήνω ατελείωτες φράσεις, ιδέες, συλλογισμούς,
είναι που δεν ξέρω τι να πω για σένα-πώς να σε περιγράψω.
Αν πω ότι τα χέρια σου είναι δυο δίπλες στο σεντόνι που έχουν αφεθεί πάνω στο κρεβάτι μετά τον έρωτα,
αμέσως μια άλλη εικόνα έρχεται να διώξει την πρώτη:
όχι μετά τον έρωτα αλλά μετά το θάνατο
αν πω πως πηδάς σα νιογέννητο ζαρκαδάκι,
η άλλη ιδέα είναι πως τρικλίζεις σαν ετοιμοθάνατη αλεπού
παίζει πολλά παιχνίδια η φαντασία Ντόρα,
εκτός από εκείνα που πλησιάζουν την ουσία σου.
Ντόρα δώσε μου λίγον άνεμο για ν' ακουστεί η φωνή μου
ο ήλιος παίρνει τις αχτίδες μου και μένω σκότιος
το χώμα με τις ελπίδες μου τρέφει τα δέντρα
τα πουλιά πετάνε με τα κλεμμένα μου φτερά
Ντόρα δώσε μου μια χούφτα αγάπης να συντελεστώ.
Μικρό κορίτσι με τη χάρτινη γιρλάντα στο λαιμό
που η δυστυχία σε κλείνει από παντού σαν κισσός πολυδύναμος,
άκουσέ με.
Υπάρχουν στιγμές που σε χάνω
ο χείμαρρος πλαταίνει τόσο που ανεπαίσθητη μια υγρασία μένει στο παθιασμένο χώμα'
οι αιώνες όμως είναι δικοί σου και δικοί μου
και μέσα από τη μοναδικότητά μας σε συμβουλεύω:
μοιάσε μ' ένα φύλλο μηλιάς, βλέπεις πόσο ήσυχο είναι.
Αν δεν μπορείς, γίνε το πρωτόπλαστο ον,
άλλος κανείς να μην υπάρχει από σένα
κι εγώ να μην είμαι παρά η έρπουσα σκια του ήλιου σου.
Είσαι μικρή. Μπορείς άραγε να καταλάβεις;
Δεν έχεις δει τη λεωφόρο της ισότητας γα βγάζει στην άβυσσο
δεν έχεις αφουγκραστεί το ποδοβολητό των υποσχέσεων
να σβήνει κατά το πρωί στην άκρη του μικρού σου δρόμου
δε μύρισες ακόμα τη βρωμιά των σάπιων ελπίδων
δεν ακούμπησες ακόμα το χέρι σου σε καμιά
πληγή μοναξιάς.
Και κανείς μεγάλος δεν μπορεί να σε βοηθήσει.
Όλοι έχουν χάσει τη δύναμή τους για να μάθουν μόνο.
Ντόρα άκουσέ με-
έχεις δει ποτέ πεινασμένη τίγρη να κοιτάζει με
αδύναμη μανία
το πουλί που άπιαστο πετάει πάνω απ' το κεφάλι
της;
Αυτό το πουλί θέλω να γίνεις Ντόρα.
……………………………………………………….
Και τώρα άκου μερικές θύμησές μου που πρέπει να τις ξέρεις.
Περιπλάνηση στον ελαιώνα-στη πατρίδα του Λεωνίδα-
την ώρα που οι αρτηρίες του βράζουν γεμάτες αίμα και ήλιο
οι τζίτζικες συμπληρώνουν το μεσημέρι
τρίβοντας τα σκουριασμένα πόδια τους τόνα με τάλλο
ολόκληρος ο κάμπος ένα τηγάνι στη φωτιά του
ήλιου
το πρόσωπο του μεσημεριού, κατάξανθο, ιδρωμένο
και τα μαύρα του μάτια δυο πληγές
εσύ τότε ήσουνα κρυμμένη μέσα στο δέρμα που αφήνει ο τζίτζικας πάνω στα δέντρα
ή κοιμόσουν μέσα στο κουκούτσι μιας ελιάς
κι όποιος αυτήνε την ελιά πετύχαινε στο μάζεμα
εκείνη του 'φευγε από τα χέρια και πετούσε.
Αυτός παραξενευόνταν στην αρχή,
ύστερα σκούπιζε τον ιδρώτα του και μουρμούριζε:
είμαι κουρασμένος.
Χρόνια γεμάτα, χρόνια ήρεμα
που δεν τα καταλάβαινε κανείς μας.
Μόνο η γιαγιά σκουπίζοντας με το μαντήλι της το Χρόνο από το πρόσωπό της
πάσκιζε να κρατηθεί λίγο ακόμα.
To απόγευμα ήρθε η μπόρα σαν μανιασμένη
επίθεση ιππικού.
Ύστερα μια βόλτα στην απλωσιά.
Με το βρεγμένο χέρι σου ράντιζες το πρόσωπό μου με δροσιά
όπως η Άνοιξη ραντίζει με άνθη τα χωράφια.
Η φούστα κολλημένη στα πόδια σου όπως η λύπη στη ζωή.
Ο ήλιος να γέρνει σιγά σιγά.
Πού είστε μάγισσες να δρέψετε μάγια;
πού είστε Απρίληδες των χρόνων που θα 'ρθουν
να γεμίστε αλαφράδα και λαχτάρα και μέθη;
μόνον ο ίσκιος του Λεωνίδα προβάλλει
σε παίρνει στα χέρια του
σε σηκώνει ψηλά
και μιλάει στους τριακόσιους: να γιατί πολεμήσαμε!
εκείνοι πανώριοι
μόνο λίγο ωχροί
ξεσπούν σε ζητωκραυγές.
Απλώνεις τα χέρια, τους αγκαλιάζεις όλους
και τους σφίγγεις στο στήθος σου
όταν τ’ ανοίγεις πέφτουν στο χώμα τριακόσια
μεθυσμένα τριαντάφυλλα.
…………………………………………………………..
To απόγεμα μαζεύονται οι ίσκιοι στη γειτονιά
όρθιοι,
δυο δυο-τρεις τρεις κουβεντιάζοντας τα νέα της ημέρας.
Λιγνοί, μερικοί ματωμένοι, γεμίζουν το δρόμο και τα στενά
και στέκουνε περιμένοντας κάποιον
που θα τους δώσει οδηγίες τι να κάνουν αύριο.
Όμως κανείς δεν έρχεται
μόνο η γιαγιά, οι γείτονες και τα γειτονόπουλα
κάθονται στη σκάλα του σπιτιού για ν' αλλάξουν
δυο κουβέντες
και να 'ρθει γρηγορότερα η ώρα του ύπνου.
Πενήντα βέρτσια πιο πάνω η νύχτα γεμάτη φόβο
οι ταγματασφαλίτες με τ' όπλο στον ώμο περιπολούν
η γούβα που άνοιξε η νάρκη στην αυλή
χρησιμεύει για σκουπιδότοπος
το παιδί του σπιτονοικοκύρη που σκοτώθηκε εκεί μέσα
διαλέγει τα χρήσιμα αντικείμενα
και στήνει μ' αυτά το καινούργιο νοικοκυριό του.
Το πρώτο βράδυ στο νέο σπίτι
με τη λάμπα του πετρελαίου
όλα είναι άγνωστα.
Στην αυλή λίγα δέντρα
(α! τα δέντρα μας δίνουν τόσα που χανόμαστε να τα μετράμε...)
τη νύχτα ο θάνατος έσταζε από τα κλαδιά τους
ποτίζοντας το ξερό χώμα.
…………………………………………………..
Όποιος πει πως αυτή η δουλειά είναι καλή έχει
δίκιο
όποιος πει πως αυτή η δουλειά είναι κακή έχει κι αυτός δίκιο
όλοι πάνω στη γη Ντόρα έχουν δίκιο
και η αράχνη και η μύγα η πιασμένη στο δίχτυ της
και το λιοντάρι και το ελάφι
και η αγάπη και το μίσος.
Δεν είναι να σκεφτόμαστε και να συζητάμε
είναι να κλάψουμε ή να γελάσουμε
είναι να ζήσουμε ή να πεθάνουμε
είναι να κάνουμε κάτι-
δεν είμαστε μόνοι μας πάνω στη γη.
Για τα φυτά οι μάχες κερδίζονται όχι με το αίμα
παρά με τη χλωροφύλλη
τον πόνο της πέτρας κανένας δεν τον μετράει
μέσα στο ξύλινο τραπέζι της κουζίνας βουίζουν οι αντίλαλοι του δάσους
στο χτύπημα του καρφιού πονάνε μαζί και τ' ατσάλινα έγκατα της γης
όπως στον πόνο του παιδιού πονάει και ο πατέρας.
Πόσοι τοίχοι εγωισμού τάχα να μας κρύβουν την αλήθεια;
πόσο νερό πρέπει να εξατμιστεί για να διαβάσουμε την ντροπή των κόκκων της ξερής άμμου;
πόσο πρέπει να υψωθούμε για να νιώσουμε την
οργή των σύγνεφων και την αυταπάρνηση της βροχής;
πόσο πρέπει να πονέσουμε πρώτα Ντόρα για να
υπάρξουμε;
Ντόρα
λέω να μη γυρίσω στην πατρίδα
η σκόνη μπαίνει κι εδώ στο σπίτι χωρίς να ξέρεις πώς
οι θεριστές εδώ δουλεύουν με τη θεριστική μηχανή,
όμως κι αυτή καταλήγει σε πολλά μικρά δρεπάνια
τίποτα δεν αλλάζει κι εδώ Ντόρα
μόνο που όλα τα βλέπεις λίγο πιο καθαρά΄
αυτό ζαλίζει στην αρχή μα γρήγορα συνηθίζει κανείς.
Κουρασμένα νέφη διασχίζουν τον ουρανό. Μπορώ
να διαβάσω μέσα τους μηνύματα:
"έλα, μας έλειψες"
"θείε γεια σου"
και κάτι απρόσωπο
"τι να γίνεται το παιδί..."
Ντόρα
έχεις προσέξει τον εαυτό σου στον καθρέφτη;
όταν εσύ υψώνεις το μαχαίρι εκείνος προτείνει γυμνά τα στήθη του
όταν εσύ θυμώνεις εκείνος χαμογελάει
όταν ανυπομονείς εκείνος δένει τους αιώνες
πέτρα στο δαχτυλίδι του
κι όταν σαλπίζοντας το εμβατήριο της ζωής
προχωρείς πρώτη και πλήθη ακολουθούν,
εκείνος βαδίζει με ήσυχα βήματα μόνος -
πρόσεξε Ντόρα μην μπερδέψεις τις εικόνες η άλλη είναι η αληθινή.
Ήταν γραφτό να δούμε στις μέρες μας τη γέννηση και το θάνατο της πρώτης ελπίδας του ανθρώπου
να δούμε ν' ανταλλάζεται η ανθρωπιά μ' ένα σάντουιτς
και η αγάπη μ' ένα πανταλόνι μπλου τζιν.
Όχι πως δεν έπρεπε να πέσουν τα τείχη
μόνο έπρεπε να τα ρίξουν οι φυλακισμένοι.
Η αγάπη κι η ανθρωπιά δίπλωσαν τα φτερά τους και χάθηκαν
πού θα κρυφτούν άραγε Ντόρα;
πού ήταν κρυμμένες και πριν;
μήπως στα έγκατα της γης πυρακτωνόμενες;
στο γαύγισμα ενός σκύλου όταν όλα ησυχάζουν;
ή στη χιονισμένη κορφή ενός ψηλού βουνού περιμένοντας έναν καινούργιο γενειοφόρο μύστη για να ροβολήσουν;
όσο για την ελπίδα ξέρουμε-ταμπουρώνεται στην ψυχή και όταν η γυναίκα και ο άντρας αγκαλιάζονται για να διαιωνίσουν τη μιζέρια,
πρώτη εκείνη τρυπώνει στο νέο σφάγιο.
Στους αδύναμους η ελπίδα εξαργυρώνεται με λίγο ή περισσότερο χρήμα
μα στους δυνατούς όπως εγώ κι εσύ Ντόρα
η ελπίδα αντρειώνεται και γίνεται πεποίθηση-και γίνεται πίστη.
Κι εμείς είμαστε Ντόρα που θα ξαναφέρουμε αφέντρες κάποια μέρα την ανθρωπιά και την αγάπη στον κόσμο.
Δυναμωμένοι με πείρα θα τις αναστήσουμε
αθάνατες.
Ως τότε όμως το γέλιο να μη σου λείπει Ντόρα
το γέλιο σου μέσα στη δυστυχία του κόσμου θυμίζει την ημέρα της νίκης
όταν γελάς
λίγο οι στρατιές των φθινοπωρινών στρατιών
ημερεύουν. Γι αυτό
μόνο το γέλιο σου δίνε μου
τα άλλα όμως φύλαξέ τα
γιατί ό,τι αφήνεις ελεύθερο στο παμφάγο φθινόπωρο
δε θα το ξανάβρεις όπως ήταν πριν
επειδή το φθινόπωρο διπλώνοντας τα τεράστια γκρίζα φτερά του
σκοτώνει τις πεταλούδες της χαράς
συνθλίβει τα κολίβρια της ευφροσύνης
καταπίνει ό,τι έχουμε αφήσει αφύλαχτο.
Γι αυτό πρέπει να φυλάγεσαι Ντόρα
σε χρειαζόμαστε όπως είσαι
μην οιμώζεις ανάκουστα-μη θρηνείς πάνω από
ζωντανούς
μη βιάζεσαι, πολλούς θανάτους θα γνωρίσεις.
Ντόρα ξέρεις γιατί οι δυνατοί του κόσμου πολεμούν μεταξύ τους;
για να μπορούν οι νικητές ανενόχλητοι να μας βασανίζουν
και εκείνοι να μας δολοφονούν.
Ντόρα μη γίνεις η ηχώ τους σε βαθιά φαράγγια
γίνε ο ατσάλινος τοίχος που πάνω του αναποδογυρίζει ο λόγος
και επιστρέφει στ' αυτιά τους σωστός
για να ξέρουν πως όλοι δεν είναι ανδράποδα Ντόρα
για να ξέρουν πως κάποιος ξέρει την αλήθεια
για να ξέρουν-κι αυτή η γνώση να τους καίει-
πως όλος ο αέρας δεν είναι δικός τους
πως μέσα του κυκλοφορούν αμόλυντα μόρια που κλείνουν την αλήθεια αχάλαστη στους αιώνες
για να ξέρουν πως την ώρα της αλήθειας θα υπάρχουν μάρτυρες-
για να μας υπολογίζουν Ντόρα όχι σαν αμίλητη σκουριά μα σαν πυρωμένο σίδερο.
Μήπως, θα ρωτήσεις, η ώρα της αλήθειας έρχεται όπως η ώρα του θανάτου
που θερίζει τον κορμό των δέντρων
μα που αφήνει τις ρίζες άθιχτες να ξαναθεριέψουν;
Όχι Ντόρα
η ώρα της αλήθειας θα 'ρθει σαν παμφάγα γλώσσα φωτιάς
σα συθέμελο ξερίζωμα
σαν αλύπητη μάστιγα
τα κλωνάρια όλα θα γίνουν στάχτη κι απ' αυτήν θα ξεπηδήσει η νέα ζωή αγνή κι αιώνια, θριαμβική και άδολη.
…………………………………………………
Τα βράδια ονειρεύομαι πως είμαι μαζί σου
αν κάνω πως σε φιλώ στο στόμα
ένα σύννεφο μπαίνει ανάμεσα στα
πρόσωπά μας
όταν τρέχεις
φιλιά πέφτουν απ' τις τσεπούλες της ζακέτας σου
και χάδια ξεπηδούν απ' τη φουστίτσα σου.
Μερικά με αγγίζουν πριν πέσουν στο χώμα.
Αν θυμάσαι την Άνοιξη όταν γύρω σου είναι
χειμώνας
τότε έχω ελπίδα να με θυμηθείς κάποτε
αν όχι
θα φύγω
θα πάρω τον ήσυχο δρόμο κάτω από το νερό
να χάσουν τα ίχνη μου τα σκυλιά
να βγω καθαρός απέναντι.
Θα 'ρθω μόνο αν με καλέσεις σε μιαν από τις ώρες σου-
θα 'ρθω και θα κάνω τα λεφτά της βαριές αρπάγες
να κρατήσω ό,τι μπορέσω από σένα
και τα τρεις χιλιάδες εξακόσα δευτερόλεπτά της
θα τα κάνω βάρκες για να φορτώσω τη λεία μου…
κι όμως...πόσο λίγο θα σ' έχω και τότε...Ντόρα...ψυχή του κόσμου...
Η αγάπη Ντόρα είναι όπως ο θάνατος.
Την κουβαλάμε μέσα μας κάθε μέρα και πιο δυνατή
άλλες φορές είναι κίτρινη σαν ήλιος
άλλες φορές είναι άσπρη σα χιόνι
άλλες φορές φεγγάρι κρεμασμένο σκουλαρίκι
στ’ αυτιά σου
αστροβροχή στα μαλλιά σου
χάδι του ήσυχου βραδιού στο μέτωπό σου
φορές πάλι κρύβεται στην κίνηση του χεριού σου
σε μιαν ανύποπτη λέξη σου
σ' ένα αμήχανο γέλιο σου
………………………………………………………….