Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

 Ο ΒΛΑΚΑΣ Ο ΝΟΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΒΡΑΚΙ
                             ή
      «ΕΚΑΝΑ ΤΟ ΚΑΛΛΙΤΕΡΟ»  
          (Τηλεφωνικός διάλογος)

ΓΙΩΡΓΟΣ (Γ)
Παρακαλώ;
ΦΩΤΗΣ (Φ)
Έλα Γιώργη, Φώτης. Τι έγινες;
Γ
Βρίσκομαι. Γιατί;
Φ
Πού χάθηκες; Σε έπαιρνα και είχες χαθεί. Είσαι καλά;
Γ
Καλά είμαι εκτός αν θέλεις λεπτομέρειες.
Φ
Βέβαια θέλω.
Γ
Ήμουνα στο νοσοκομείο.
Φ
Καλά γιατί δεν είπες μια κουβέντα;
Γ
Δεν μπορούσα. Δεν είχα καιρό ούτε να κλείσω το Σύστημα. Όλοι με έχασαν. Γιατί δεν πήγα στο νοσοκομείο, με πήγαν. Μόνον ο Ντέηβ επικοινωνούσε μαζί μου με το SP.
Φ
Τι είχες, τι έγινε;
Γ
Προχτές βγήκα.
Φ
Λοιπόν;
Γ
Οι καρδιολόγοι αποφάνθηκαν: θα πεθάνω από συγκοπή.
Φ
Από τι;
Γ
Από συγκοπή καρδιάς-τι από τι…
Φ
Σοβαρά;
Γ
Νέα δεν ήθελες; Αυτά είναι.
Φ
Και το λες έτσι;
Γ
Πώς θέλεις να το πω ρε;
Φ
Δε γίνεται τίποτα;
Γ
Γίνεται αν βάλω απινιδωτή αλλά τα λεφτά που θα χρησιμοποιούσα γι αυτό τα έκλεψε ο Βλάκας, ο Νονός, το Βρακί και οι μπράβοι τους.
Φ
Τι τι τι τι τι τι;
Γ
Λέω  ότι τα λεφτά που χρειάζονται γι αυτό τα έκλεψε ο Βλάκας, ο Νονός, το Βρακί και οι μπράβοι τους.
Φ
Τι λες τώρα; Τι αλαμπουρνέζικα είναι αυτά;
Γ
Δεν σου είχα μηνύσει ρε ότι θα έπαιρνα είκοσι χιλιάδες τετρακόσα δολάρια από τη σύνταξή μου;
Φ
Ναι. Δεν τα πήρες;
Γ
Τα πήρα όσο τα πήρες κι εσύ.
Φ
Γιατί όχι;
Γ
Γιατί ο Βλάκας τα έδωσε στον Νονό στο Βρακί και στους μπράβους τους.
Φ
Τι μου λες εκεί; Τι μπράβοι και Νονοί και πράσινα άλογα; Αν πήρες τα λεφτά σου ρωτάω-ΡΕ ΣΥ ΑΠΟ ΤΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΣΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΕΠΑΙΡΝΕΣ ΛΕΦΤΑ;
Γ
Ναι.
Φ
Ε, ΤΑ ΠΗΡΕΣ;
Γ
Δεν τα πήρα ρε Φώτη.
Φ
Δεν τα πήρες;..
Γ
Δεν τα πήρα. Τόσο παράξενο είναι αυτό; Σε σένα γίνεται πάντοτε αυτό που περιμένεις;
Φ
Έλα τώρα… Τι έγινε και δεν τα πήρες;
Γ
Σου είπα ότι ο Βλάκας τα έδωσε στο Νονό, στο Βρακί και στους μπράβους τους.
Φ
Ποιος είναι ο Βλάκας και ποιος ο Νονός και ποιοι οι μπράβοι τους; Τι αλαμπουρνέζικα μου λες;
Γ
Α! Εσυ δεν ξέρεις! Ο Βλάκας είναι αυτός που είναι συνδικαιούχος στον παραπάνω λογαριασμό μου.
Φ
Μα στον λογαριασμό αυτό συνδικαιούχος είναι ο γιος σου.
Γ
Όπως το λες είναι, μόνο μη χρησιμοποιείς λέξεις ιερές για τα πρόσωπα που μπλέκονται σ’ αυτή τη βρωμερή ιστορία. Έτσι, Βλάκας είναι αυτός που αποκάλεσες γιο μου, Νονός είναι αυτός που εσύ θα τον έλεγες αδερφό μου και Βρακί είναι αυτή που εσύ θα την αποκαλούσες αδερφή μου. Όλους αυτούς ας τους αναφέρουμε με τα ουσιαστικά που τους χαρακτηρίζουν και όχι με τους τίτλους που καμώνονται ότι έχουν.
Φ
Αφού το θέλεις ας είναι έτσι. Αλλά εγώ ξέρω πως περίμενες λεφτά και δεν τα πήρες. Τι σχέση έχουν αυτοί με το ότι εσύ δεν πήρες τα λεφτά σου από τον λογαριασμό σου;
Γ
Δεν σου έχω μιλήσει σχετικά;
Φ
Μου έχεις πει μόνο πως έμαθες ότι τα λεφτά της σύνταξής σου πηγαίνουν για χρόνια στο λογαριασμό αυτόν και ότι ήρθε η ώρα να τα πάρεις. Και μου έχεις πει ότι με τα λεφτά αυτά θα βοηθούσες δυο νέους ανθρώπους να κάνουν τα πρώτα τους βήματα στη ζωή.
Γ
Σωστά. Αυτό είχα σκοπό.
Φ
Τώρα θα ήθελα να μου πεις πώς διάολο έγινε ΚΑΙ ΕΝΩ ΕΙΧΕΣ ΛΕΦΤΑ ΣΤΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΣΟΥ ΔΕΝ ΤΑ ΠΗΡΕΣ…
Γ
Καλά, μη φωνάζεις. Είναι ολόκληρη ιστορία και θα βαρεθείς να ακούς, αλλά και να πληρώνεις τον αμερικάνικο ΟΤΕ.
Φ
Από δω για κει το ξέρεις ότι είναι φτηνές οι συνδιαλέξεις. Από κει για δω παίρνουν πολλά χρήματα για να πραγματοποιηθούν. Λοιπόν πες μου. Ως για χρόνο, έχω.
Γ
Λοιπόν αφού έχεις όρεξη άκου. Πριν λίγον καιρό έμαθα πως και αυτοί που δεν ζουν στην Πατρίδα παίρνουν κι αυτοί σύνταξη.  Πήγα λοιπόν κι εγώ στην Πρεσβεία και ρώτησα αν είναι πράγματι έτσι και τους είπα πως αν είναι έτσι τότε πρέπει να μου δώσουν κι εμένα σύνταξη. Μου είπαν λοιπόν πως από το 2005 παίρνω σύνταξη! Και πού πηγαίνει αυτή η σύνταξη; Στον λογαριασμό σου της Bank of America μου λένε. Και πόση είναι; Εκατόν πενήντα δολάρια το μήνα μου λένε. Και μου λένε μπορείτε να πάρετε τα λεφτά σας όποτε θέλετε, όμως πέστε μας, δεν κάνατε αίτηση για σύνταξη; Όχι, τους λέω. Ποιος έκανε τότε; Δεν ξέρω, λέω. Και ποιος υπογράφει το χαρτί που κάθε δυο χρόνια σας στέλνουμε για να μας δηλώνετε ότι υπάρχετε ώστε να εξακολουθούμε να σας στέλνουμε τη σύνταξή σας; Ούτε αυτό το ξέρω, τους λέω, όμως εκείνο που με ενδιαφέρει είναι να πάρω τα λεφτά που έχουν μαζευτεί εκεί για τόσα χρόνια. Τα λεφτά σας εσείς θα τα πάρετε όποτε θέλετε, μου λένε, όμως εμάς μας ενδιαφέρει ποιος πλαστογραφούσε την υπογραφή σας στο χαρτί που στέλναμε για σας κάθε δύο χρόνια εξαπατώντας έτσι την Αμερικάνικη Κυβέρνηση.
Έφυγα και η πρώτη μου ενέργεια ήτανε να πάρω τα λεφτά της σύνταξης.
Φ
Και τι έγινε;
Γ
Θα σου πω τι έγινε, με λίγα λόγια. Γιατί αν σου μιλήσω για τις ενέργειες που χρειάστηκε να κάνω, για τα πηγαινέλα σε Τράπεζες, για τα χαρτιά που χρειάστηκε να συμπληρώσω ή να βρω, για τους δρόμους που χρειάστηκε να κάνω, για τα πολύωρα και τόσο δαπανηρά τηλεφωνήματα στην Bank of America, για την ταλαιπωρία γενικά που είχα με όλα αυτά ώσπου να σκεφτώ άει στο διάολο τ’ απαρατάω όλα, δε θέλω ούτε τα λεφτά τους ούτε το καλό τους, τότε δε θα σε έφτανε όσος καιρός και αν είχες. Και όλα αυτά χωρίς να λογαριάσω τις φορές που πήγα στην Πρεσβεία, στην οποία λόγω Άϊζακ, πήγαινα χωρίς ούτε καν προειδοποίηση, ούτε φυσικά περίμενα τη σειρά μου.
Φ
Άντε λοιπόν, μπες στο ζουμί.
Γ
Εσύ ήθελες λεπτομέρειες και τώρα που σου λέω ότι δεν θα σου τις πω, τώρα βιάζεσαι;
Φ
ΒΙΑΖΟΜΑΙ ΝΑ ΑΚΟΥΣΩ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΠΗΡΕΣ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΡΕ ΓΑΜΟΤΟ!
Γ
Άκου λοιπόν. Όταν κατάφερα να μπω στο λογαριασμό μου, το ποσό που βρήκα σ’ αυτόν ήτανε τετρακόσα δολάρια-το ποσό που αφήνει κάποιος στο λογαριασμό του ώστε να μην του κρατάει η Τράπεζα λεφτά κάθε μήνα-τα ξέρεις αυτά.
Τα λεφτά που έπρεπε να είναι στην Τράπεζα στον λογαριασμο αυτό έπρεπε να είναι 150 δολάρια επί 136 μήνες (Ιούλιος 2005 μέχρι Οχτώβρης 2016), δηλαδή σύνολο 20.400 δολάρια.
Πάω την Πρεσβεία και τους λέω εσείς μου λέτε πως πρέπει να έχω στο λογαριασμό μου 20.400 δολάρια, και βρίσκω μέσα μόνο 400 δολάρια-τι συμβαίνει;  Γιατί τότε δεν ήξερα για ποιον λογαριασμό μιλούσανε. Εμείς, μου λένε, ξέρουμε πως βάζουμε κάθε μήνα 150 δολάρια, το τι έγιναν τα λεφτά βρείτε το εσείς μου λένε. Εμάς μας αφορά μόνο ποιος υπόγραφε για σας.
Ξανά τηλέφωνο στην Bank of America κάνοντάς μου μιαν ώρα ανάκριση (και καλά κάνουν) ώσπου να σιγουρευτούν ότι εγώ είμαι εγώ και ο λογαριασμός δικός μου. Μαθαίνω λοιπόν ότι υπάρχει συνδικαιούχος στον λογαριασμό μου αυτόν. Τότε κατάλαβα τι είχε γίνει, ότι δηλαδή για να στέλνει τη σύνταξή μου δεν άνοιξε η Κυβέρνηση της Αμερικής (το σόσιαλ σεκιούριτυ στην προκείμενη περίπτωση) καινούργιο λογαριασμό, αλλά έβαζε τα λεφτά σε λογαριασμό που είχα αφήσει όταν έφυγα από την Αμερική. Και σε αυτό τον λογαριασμό συνδικαιούχος ήτανε ο Βλάκας, πράγμα που μου το επιβεβαίωσε και η Τράπεζα. Απαντάει αυτό στην ερώτησή σου;
Φ
Απαντάει αλλά τα περισσότερα από αυτά τα ήξερα. Αλλά τώρα μου γεννήθηκαν και ένα σωρό άλλες ερωτήσεις. Και πρώτη μεγάλη απορία μου, ο γιος σου είναι που…
Γ
Στάσου, σου είπα πως όταν αναφέρεσαι στον τύπο αυτόν θα λες ο Βλάκας.
Φ
Ο Βλάκας είναι που πήρε τα λεφτά;
Γ
Ποιος άλλος;
Φ
Δεν το πιστεύω!
Γ
Πες το Πάτερ Ημών-έτσι μου έλεγε ο πατέρας μου όταν του έλεγα ότι κάτι που μου είπε δεν το πίστευα.
Φ
Καλά πώς;…
Γ
Τι θα πει πώς-τα πήρε.
Φ
Μη μου λες «τα πήρε». Εγώ δεν θα έπαιρνα τα λεφτά σε μια τέτοια  περίπτωση.
Γ
Εσύ και φυσικά δεν θα τα έπαιρνες. Μα εδώ μιλάμε για τον Βλάκα. Οι Βλάκες έτσι κάνουν.
Φ
Καλά πώς; Γιατί; Με ποιο δικαίωμα; Και πώς… Δεν μπορεί, μήπως έγινε κάτι άλλο; Μήπως κάποιος χακερ μπήκε στο λογαριασμό σου και τα άρπαξε; Μήπως η Τράπεζα ή η Πρεσβεία κάνουν λάθος; Δεν μπορεί…
Γ
Αχ ρε Φώτη, πόσο είσαι άμαθος από τη ζωή! Αλλά δεν σου δίνω άδικο γιατί δεν ξέρεις τι θα πει Βλάκας και Νονός και Βρακί. Γα να σου λύσω την απορία και για να διαλύσω τις υποψίες σου άκου. Παρακάλεσα ένα φίλο ελληνοαμερικάνο που ζει στην Αμερική, να επικοινωνήσει με τον Βλάκα και να ρωτήσει σχετικά. Το έκανε. Και η απάντηση, που ήτανε πολυλογού και απολογητική, είναι ότι τα λεφτά ο Βλάκας τα πήρε για να τα δώσει στον Νονό να χτίσει εκείνος με αυτά σπίτι.
Φ
Τι;!;;
Γ
Τι τι; Πήρε τα λεφτά και τα έδωσε στον Νονό για να χτίσει αυτός σπίτι.
Φ
Τα δικά σου λεφτά; Με ποια λογική; Του έδωσες εσύ την άδεια γι αυτό;
Γ
Έλα ρε Φώτη, σταμάτα τις αστείες ερωτήσεις… Να στο πω χοντρά μήπως το χωνέψεις; Ο Βλάκας ο Νονός και το Βρακί μου έκλεψαν τα λεφτά μου. Τελεία και παύλα.
Φ
 Δε μου λες, αυτά τα λεφτά δεν είναι η σύνταξή σου για τα δέκα χρόνια δουλειάς σου στο σούπερ μάρκετ;
Γ
Αυτά είναι.
Φ
Και γιατί δούλευες εσύ αν όχι για να σπουδάσεις το γιο-συγνώμη-το Βλάκα;
Γ
Γι αυτό δούλευα. Πού θέλεις να καταλήξεις;
Φ
Και τα λεφτά της σύνταξης που έπαιρνες επειδή δούλευες για να σπουδάσεις το Βλάκα, στα πήρε ο Βλάκας;
Γ
Ακριβώς.
Φ
Και καλά, δε σκέφτηκε ότι τα λεφτά αυτά δεν είναι δικά του;
Γ
Ρε Φώτη παλάβωσες; Να σκεφτεί κάτι που ξέρει; Ακριβώς αυτό λέμε. Πως σαν Βλάκας που είναι έκλεψε τα λεφτά.
Φ
Είναι κλέφτης δηλαδή.
Γ
Επιτέλους! Το κατάλαβες.
Φ
Και τόσο ψύχραιμα το αντιμετωπίζεις εσύ και λες ο Βλάκας μου έκλεψε τα λεφτά και τελείωσε; Και μου λες πως κλέβοντάς σου τα λεφτά σε σκοτώνουν και το λες τόσο ψύχραιμα;
Γ
Ναι όπως βλέπεις. Και καλά κάνουν και με σκοτώνουν. Τόσα έχουν εναντίον μου. Ο Βλάκας έχει μάλιστα και την έγκριση του Χριστού:         " Μη νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γην• ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν. ήλθον γαρ διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού…», αλλά και: «εἴ τις ἔρχεται πρός με καὶ οὐ μισεί τον πατέρα ἑαυτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα καὶ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τὰς ἀδελφάς, ἔτι δὲ ...» ε, ο Βλάκας έκανε αρχή από τον πατέρα.  Πού να βρεις άκρη με Νονούς και Βλάκες που αποφασίζουν και διατάζουν. Έτσι αυτοί κρατούν τα δικά τους και εγώ τα δικά μου. Η λέξη που θα λεγόταν και θα έλυνε όλα τα προβλήματα δεν βρέθηκε όταν ήταν χρονικά έγκαιρο να βρεθεί. Από τότε και ύστερα όλα τράβηξαν το μόνο δρόμο που απόμενε. Αυτοί νομίζουν πως έχουν το δίκιο με το μέρος τους, αγνοώντας τη δική μου γνώμη. Και κάθε μέρα που περνάει πείθονται όλο και περισσότερο για την ορθότητα των απόψεών τους. Η σύμπνοια μεταξύ τους δεν αφήνει περιθώριο σε καμία λογική σκέψη και άποψη που ενδεχόμενα να είχε κάποιος από αυτούς. Η άποψή του πέφτει σαν άσπρη σταγόνα μέσα σε έναν μαύρο ωκεανό και γίνεται μαύρη κι αυτή. Και δεν είναι οι μόνοι που με μισούν. Μαζί τους έχουν και τους μακρινούς συγγενείς, τους φίλους, τους συναδέλφους στις δουλειές, τους γνωστούς. Όλοι αυτοί μετριούνται σε εκατοντάδες αν λάβεις υπόψη σου το πλήθος των μαφιόζων και τις διασυνδέσεις του καθενός τους. Το τι συζητήσεις γίνονται πια ανάμεσα των μαφιόζων (Βλάκα, Νονού, Βρακιού και των μπράβων τους) για μένα, μπορείς άραγε να τις φανταστείς; Το τι μου σούρνουν μπορείς να το υποθέσεις; Και μήπως λες πως οι πιο έξω από τη Μαφία ενδιαφέρονται για λεπτομέρειες της υπόθεσης ή για το τι λέει η άλλη πλευρά-εγώ;  Ποιος μέσα στη δίνη της σημερινής ζωής στέκει να βρει την άκρη; Όλοι συντάσσονται με τον ορατό εκ των δύο αντιπάλων. Αυτόν θα δούνε και αύριο, αυτός θα τους χρειαστεί ενδεχομένως, αυτού πρέπει να ικανοποιήσουν τον εγωισμό και με τις απόψεις του ανεξέταστα να συμφωνήσουν ώστε να μπορούν μετά να χαριεντίζονται μεταξύ τους και να γλεντάνε χωρίς κάτι να στέκει σκιά στη χαρά τους. Το όλο θέμα όμως για μένα είναι κάτι μακρινό και απρόσωπο, ένα αστείο θέμα μέσα στα τόσα άλλα που η καθημερινή ζωή παρουσιάζει στα μάτια των ανθρώπων, ένα φαινόμενο με το οποίο ασχολούνται οι μικροί άνθρωποι. Είναι κάτι που έχει να κάνει με χώματα και πέτρες και ζωγραφιστά χαρτιά. Παιχνίδια για μικρά παιδιά δεν είναι αυτά; Θα μπορούσες να με φανταστείς να ενδιαφέρομαι για έναν τοίχο, για κάτι σίδερα; Εγώ, που επί Χούντας είμαι ο μόνος στρατιωτικός που δεν θέλησα να πάρω σπίτι;  Το λίγο που ασχολούμαι με τέτοια τώρα είναι για να κάνω φανερή την έλλειψη του ορθού λόγου, της ανθρωπιάς, της υγιούς κοινωνικότητας, της ιερής έννοιας της όμαιμης αδερφοσύνης, της σύμπνοιας μεταξύ ομοπάτριων και ομομήτριων όντων. Καταστάσεων δηλαδή που ξεχωρίζουν τον άνθρωπο από τα ζώα. Γιατί ζωώδες είναι να μην αναγνωρίζεις μητέρα, πατέρα και αδέρφια.
Φ
Ναι μα όλα αυτά δεν σημαίνουν πως αποδέχεσαι την κλοπή;
Γ
Τι με συμβουλεύεις; Να έρθω μήπως στην Αμερική και να αρχίσω δικαστικό αγώνα για να πάρω πίσω τα λεφτά μου;
Φ
Πολύ κολόπαιδο θα είναι ο Βλάκας για να σου πάρει τα λεφτά σου…
Γ
Ούτε ο πρώτος είναι ούτε ο τελευταίος που κλέβει τον πατέρα του. Δεν έχεις ακούσει παρόμοιες περιπτώσεις; Γεμάτος είναι ο κόσμος από αυτές….
Φ
….γιατί δεν μπορεί παρά να είναι κολόπαιδο ένας τέτοιος Βλάκας. Επειδή αφού είναι Βλάκας, αμέσως μετά εύκολα γίνεται κολόπαιδο. Και σαν κολόπαιδο εύκολο είναι να γίνει, όπως και έγινε, παραβάτης και καταπατητής πανάρχαιων ιερών παρακαταθηκών της γήινης ζωής και κοινωνίας, δηλαδή στην περίπτωσή σας της αγάπης και αφοσίωσης του, Βλάκα έστω, γιού, στον πατέρα….
Γ
Είσαι άμαθος από τη ζωή Φώτη.
Φ
…γιατί όλα αυτά είναι αυτός, αφού παίρνει το μέρος των εχθρών σου, αφού αγόμενος και φερόμενος από μία τυχοδιώκτρια δε θέλει ούτε να τον επισκεφτείς-όχι πως εσύ θα ήθελες δηλαδή-, και αφού σου κλέβει και τον ιδρώτα της δουλειάς σου.
Γ
Πώς ξέρεις εσύ πως δεν θέλει να τον επισκεφτώ;
Φ
Μου το είπε ο Ντέηβ.
Γ
Σωστά. Όμως άκου Φώτη. Ας ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα. Ο Βλάκας έκανε κάτι πολύ φυσικό μη θέλοντας να τον επισκεφτώ. Και δεν είναι πως του το είπε μία τυχοδιώκτρια, Απλώς οι γνώμες και οι αποφάσεις τους συμπέσανε επί του θέματος. Ήτανε και δική του επιλογή και απόφαση. Και μάλιστα τελείως δικαιολογημένη. Έκανε όπως τον δίδαξα εγώ-να κάνει αυτό που αυτός θέλει χωρίς συμβιβασμούς και σου ’πα μου ’πες. Έτσι είναι η Φύση φτιαγμένη. Οι αλεπούδες και τα άλλα ζώα το ίδιο δεν κάνουν; Και ο άνθρωπος δεν είναι ζωο με ρούχα; Και το καθηκον των ανθρώπων-γονιών δεν είναι να προετοιμάζουν και αυτοί το γιο ή την κόρη τους έτσι ώστε να μπορούν να ζήσουν χωρίς την προστασία του γονιού; Γι αυτό δεν διδάσκουν τα παιδιά τους; Γι αυτό δεν τους τραβάνε τα φτερά να μεγαλώσουνε; Γι αυτό δεν τους βοηθάνε στην ανάπτυξη της σκέψης τους; Για να τους δώσουν μια γερή κλοτσιά δεν φροντίζουν να τους φτιάξουνε γερά πόδια;  Λοιπόν ας ξεχωρίσεις και συ τα πράγματα ώστε να ξέρουμε τι λέμε. Δεν κατηγορώ τον Βλάκα επειδή με κλότσησε, τον κατηγορώ γιατί έκλεψε τα λεφτά μου. Ας συμφωνήσουμε σε αυτή τη βάση πρώτα και ύστερα συνεχίζουμε. Συμφωνείς με αυτό;
Φ
Συμφωνώ αλλά θα μπορούσε και να μην ήταν έτσι. Δεν κλοτσάνε όλα τα παιδιά τους γονείς.
Γ
Ας μην πιάσουμε το θέμα αυτό. Γιατί δεν θα σε συμφέρει το συμπέρασμα της τέτοιας συζήτησης. Επειδή θα μπορούσα να σου αποδείξω ότι αυτό, με λίγες ακόμα εξαιρέσεις, κάνουν όλα τα παιδιά με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο.
Φ
Μα…
Γ
Είσαι εκτός τόπου και χρόνου Φώτη. Πρώτη φορά τ’ ακούς αυτά;
Φ
Μα να σου κλέψει τα λεφτά σου;..
Γ
Α μπράβο! Αυτό μάλιστα. Σε αυτό είμαι μαζί σου. Θα μπορούσε να με ενημερώσει ότι στον λογαριασμό μπαίνουν λεφτά δικά μου ώστε να τα πάρω. Αυτό θα γινόταν αν δεν με μισούσε. Με μισεί όμως και δεν είχα αυτή την απαίτηση. Σου λέει εδώ είναι τα λεφτά του, ας μπει στον λογαριασμό να τα πάρει. Σωστό. Εκείνο που δεν είναι σωστό είναι που πήρε τα λεφτά.
Φ
Είδες; Καλά δε λέω; Και δεν θα σταματήσω να σου τα ψέλνω που τόσο εύκολα παραιτείσαι από τη διεκδίκηση των χρημάτων ΣΟΥ και από τη ζωή σου.
Γ
Ποιος σου είπε ότι παραιτήθηκα από τη διεκδίκηση των χρημάτων μου; Όσο όμως για τη ζωή… Μη με βάζεις στα αίματα να σου πω πόσο εκτιμώ τέτοια ζωή. Η Ζωή Φώτη είναι ένα διάλειμμα στο έργο του θανάτου. Ούτε με το που έμαθα την απόφαση των γιατρών άλλαξε τίποτα στη ζωή μου. Μόνο που τώρα πρέπει όλα να είναι σε τάξη πριν ξαπλώσω, μήπως ο θάνατος έρθει τη νύχτα και δε θέλω να με βρει ανέτοιμον. Να έχω πλυμένα τα πιάτα, τα βιβλία καλοστοιχημένα ώστε να μην εξέχουν από το τραπέζι, μάζεμα των χαρτιών από το πάτωμα και ταχτοποιημένα τα ρούχα πάνω στην πολυθρόνα. Τέτοια. Α, και η επιφάνεια (τα μάτια και το άσπρο της) της κουζίνας να λάμπουν. Και καθαριότητα. Δεν επιτρέπω να υπάρξει καμία λαδιά. Και όπως βιβλίο δεν θα βρεθεί ποτέ στην κουζίνα μου, έτσι και βρωμιά λαδιού ή φαγητού δεν θα δεις παρά μόνο μέσα στην κουζίνα. Κάποτε εκεί που τρώω καθιστός στην πολύθρόνα μου, ένα ψιχουλάκι πέφτει πάνω στο πουκάμισό μου. Τότε αφήνω στην πάντα τον δίσκο του φαγητού και βάλνομαι να ψάχνω για το ψιχουλάκι. Το πως αυτό γλιστράει και κρύβεται στα πιο απίθανα μέρη είναι κοινή γνώση. Κάποτε το βρίσκω αμέσως σε μια ζάρα του πουκάμισου ή στην αθλητική φανέλα. Μερικές φορές όμως πέφτει η στην πολυθρόνα ή, καθώς σηκώνομαι για να το βρω σκαλώνει σε κάποιο άλλο ρούχο που φορώ ή κατρακυλάει στο πάτωμα. Τότε αναποδογυρίζω τα μαξιλάρια της πολυθρόνας, χώνω τα δάχτυλά μου μου στις χαραμάδες του καθίσματός της, μετά γδύνομαι γρήγορα γρήγορα και εξετάζω κάθε ρούχο προσεκτικά. Αν και εκει δεν υπάρχει, ερευνώ το πάτωμα. Αν χρειαστεί φέρνω και την ηλεκτρική σκούπα και σκουπίζω όλα γύρω, μέχρι που να υποθέσω με βεβαότητα ότι δεν μπορεί, το ψιχουλάκι το ρούφηξε η σκούπα. Και αφού ξανασυγυρίσω ό,τι χάλασα, ξαναγυρίζω στο κρύο πια φαγητο μου ήσυχος ότι επιτέλεσα το καθήκον μου. Και μη θαρρεις ότι όλα αυτά τα κάνω για να μην το ψιχουλάκι λερώσει κάποιο έπιπλο, το πάτωμα ή τα ρούχα μου. Όχι. Το κάνω γιατι η θέση του δεν είναι εκεί που πήγε και στάθηκε. Η θέση του είναι στο στομάχι μου ή στο πιάτο σαν αποφάγι, ή στον τενεκέ των σκουπιδιών μετά το πλύσιμο των πιάτων.
Αλλάζουν και κάποια άλλα πράγματα βέβαια. Βλέπεις ας πούμε έναν  ανθρωπο και δεν ξέρεις αν θα τον ξαναδείς. Δεν ξέρω ας πούμε αν θα συζητήσω πάλι μαζί σου όσα τηλεφωνικά ραντεβού κι αν δώσουμε, όσο και πιο σύντομα κι αν τα ορίσουμε…
Φ
Μιλάς για το θάνατο σαν να μην είναι κάτι αποτρόπαιο.
Γ
Ο θάνατος αποτρόπαιο; Όχι! Μόνο που πρέπει να του δώσεις τις σωστές του διαστάσεις. Και να μην τον φορτώσεις με πένθιμα στολίδια. Δεν υπόφερα ποτέ τους ψιθύρους, το ασφυκτικά γεμάτο δωμάτιο, τους φίλους που πηγαινοέρχονται, τους συγγενείς που υποκρίνονται, την τελετουργική ατμόσφαιρα θλίψης, όλα αυτά που κάνουν τον θάνατο μια αποκρουστική παράσταση. Θα μπορούσα να τα υποφέρω για τον εαυτό μου; Όταν το πουλί πετάξει μακριά, κανείς δεν ενδιαφέρεται για το κλουβί. Και όταν το πουλί της ζωής πετάξει μακριά κανείς δεν ενδιαφέρεται για το σώμα που μένει πίσω. Εγώ ο παράξενος, εγώ ο ονειροπαρμένος, εγώ ο μισημένος από μάνα, αδέρφια και παιδιά, εγώ, έκανα πάλι την εξαίρεση: κανείς δεν ενδιαφέρεται για μένα ούτε τώρα, προτού δηλαδή ακόμα το πουλί της ζωής μου πετάξει μακριά. Άρα είμαι κιόλας πεθαμένος. Και ένας πεθαμένος πώς μπορεί να θεωρεί τον θάνατο αποτρόπαιο κακό; Μόνο κάτι κόνδορες έχουν μείνει που ξεκοκκαλίζουν το μισοφαγωμένο κιόλας κουφάρι.
Λένε ότι ο θάνατος είναι όταν σβήνουν τα φώτα. Γιατί να μην είναι το σβήσιμο της λάμπας πετρελαίου όταν έρθει η αυγή; Πού ξέρεις, όπως συγχαίρουμε τον εαυτό μας όταν ξυπνάμε από έναν εφιάλτη, έτσι μπορεί να συμβαίνει και αμέσως μετά από το θάνατο. Και εφιάλτες είναι τα όνειρα που βλέπει κανείς όχι στο σπίτι του αλλά στο πανδοχείο. Η ζωή μας είναι η ζωή σε ένα πανδοχείο. Ξένη, φτωχική, φορτική, χωρίς παρόν, παρελθόν, μέλλον, χωρίς το φως της κατανόησης από κάποιον. Ο άνθρωπος φεύγει από τη ζωή όπως θα έφευγε από ένα πανδοχείο, όχι από μια κατοικία. Να  υπήχε ένας μετρητής των λέξεων που όταν τις πεις όλες όσες σου είναι ορισμένο, να ξέρεις ότι θα πεθάνεις... τότε πώς θα μετρούσαν τα λόγια τους οι άνθρωποι… πόσες διενέξεις θα είχαν αποσοβηθεί… πόσοι άνθρωποι θα ζούσαν ευτυχισμένοι… Να κανόνιζε καθένας πότε θα πεθάνει. Ο θάνατος τώρα δεν έρχεται όταν τον θέλεις. Έρχεται όταν δεν τον θέλεις.
Και λέω ευλογία είναι να μην υπάρχει αγάπη πάνω στη γη. Γιατί έτσι δεν έχει λόγο κανείς  να μην θέλει να πεθάνει. Και από πού  σου ήρθε θα μου πεις, το περί αγάπης πάνω στη γη-αγάπη: αυτό το κατασκεύασμα της οργιώδους ανθρώπινης φαντασίας; Έχεις δίκιο, μα αυτό που του λείπει δεν αποζητάει ο άνθρωπος; Και υπεύθυνος γι αυτό είναι ο Ναζωραίος που είπε αγαπάτε αλλήλους. Ήρθε, πέταξε μια κουβεντα και έφυγε αφήνοντας τους ολιγοφρενείς να ψάχνουν να βρούνε την αγάπη!… Όμως αφού μόνον αυτό το υποθετικό αίσθημα θα είχε αξία, καταλαβαίνει ο καθένας πως από τη ζωή δεν έχει τίποτε καλό να περιμένει. Και αφού είναι έτσι, ο θάνατος δεν είναι εκείνο που δίνει αυτό το δώρο στους ανθρώπους αν αυτό βρίσκεται κάπου πραγματικά; Και τι άλλο υπάρχει εκτός από αυτά τα δύο-τη Ζωή και το Θάνατο; Και τότε γιατί να μην επιζητεί τον θάνατο ο ανθρωπος αφού εκεί θα βρει την αγάπη. Δεν βλέπεις λοιπόν;   Αν αγαπιόμουν δεν θα ήθελα να πέθαινα. Τώρα όμως δεν θα είναι ευλογία ο θάνατος για μένα; Και θα έχω έναν καθαρό θάνατο. Και κυρίως γρήγορο. Πόσοι έχουν αυτή την τύχη;
Φ
Μου θυμίζεις κάποιον ποιητή που είπε:
Α! Μύρα που της ζήσης μας το ρόδο θα σκορπούσε
αν κάτι μες στον κόσμο αυτό λίγο μας αγαπούσε...
Γ
Ένα άλλο σημάδι της ζωής μου είναι πως έζησα μέσα σε έναν κόσμο που γεννήθηκε μαζί μου και που πεθαίνει μαζί μου.
Γεννήθηκα όταν άρχιζε ο παραλογισμός της μεταπολεμικής πραγματικότητας-η ελευθεριότητα, που εκφραζόταν με την αλλαγή σε όλα τα πεδία της δυτικής κοινωνίας: το οικονομικό, το πνευματικό, το καταναλωτικό, το τουριστικό, της διασκέδασης, του έρωτα, της αξιοποίησης των κάθε λογής εφευρέσεων στις νέες πραγματικότητες των εργασιακών και άλλων  σχέσεων των ανθρώπων.  Οι άνθρωποι του Δυτικού Κόσμου απλωνόνταν, ανοίγονταν, σπάζανε τα κλουβιά τους ένα ένα. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης ήτανε δύο τραγικές συνέπειες-η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση και η εξαφάνιση των αξιών.
Για έναν κλειστό άνθρωπο όπως εγώ το άνοιγμα αυτό της ανθρωπότητας ήταν εξουθενωτικό. Όλα όσα γίνονταν γύρω μου ήσαν αντίθετα στη γνώμη μου, στις μέσα μου βαθιές πεποιθήσεις, στα γονίδιά μου. Το πως καταφερα να επιζήσω μέσα σ’ αυτή την Κόλαση των αλλαγών που κάθε μια τους λες και γίνονταν μέσα στο κορμί και στο μυαλό μου, είναι ένα θαύμα. Και το κατάφερα αυτό όχι ανοιγόμενος κι εγώ-κάτι τελείως αντίθετο με μένα- αλλά με το να κλείνομαι περισσότερο στον εαυτό μου και με το να απομονώνομαι  περισσότερο. Και ένιωθα περισσότερο στο πετσί μου την αλλαγή αυτή επειδή, πριν αυτή, μετά την εκκόλαψή της, κάνει τα πρώτα της ολέθρια και φοβερά βήματα, εγώ είχα κάνει τα δικά μου-της Φτώχειας, του Φόβου, της Ανασφάλειας και έτσι είχα αλλιώς συνηθίσει. Είχα γεννηθεί έτσι και έτσι είχα ζήσει τα πρώτα χρόνια της ζωής μου, που σημαίνει πως ό,τι έφερνα μέσα μου βγαίνοντας στο φως του ήλιου, είχε πάρει την οριστική διαμόρφωσή του όταν οι αλλαγές άρχισαν.
Ερχόμενος στην Αμερική με όλο αυτό το φορτίο της καταπίεσης μέσα μου, είδα ότι εκεί, μέσα στη χώρα που είχε επιβάλει τους κανόνες του νέου παιχνιδιού, αφηνόταν και ένα μικρό πεδίο για τους μοναχικούς τύπους σαν εμένα, έστω και αν αυτό βρισκόνταν στο περιθώριο του τετραδίου όπου μέσα του  μνημονεύονταν αλληλοσπαραζόμενες οι νέες συνήθειες και τα νέα αντιανθρώπινα καλούπια, και διασταυρώνονταν οι νέοι πολυσύχναστοι μέχρις ασφυξίας δρόμοι του.
Εκμεταλλεύτηκα όσο δυνόμουν αυτό το κενό της  ελευθερίας-της ελευθερίας που απλόχερα χαρίζονταν σε όλους γύρω, για να χωθώ μέσα σε αυτό και να ζήσω με τα σταγονίδια της ανοχής που η θαλασσοταραχή  της παγκοσμιοποίησης σαν «παράπλευρες απώλειες» (στην περίπτωσή μου σαν παράπλευρα κέρδη), γεννούσε.
Πράγματι, στην Αμερική έζησα λίγο, αν και πάλι και εκεί, μέσα από τις ζωές άλλων.
Γεννήθηκα σου είπα στην αρχή της παταιγίδας. Και πεθαίνω στο τέλος της καταιγίδας αυτής που περνώντας από πάνω μου αρχίζει να χάνεται με γοργά, σταθερά και ολοφάνερα βήματα.
Το λεγόμενο Brexit  από τη μια και η εκλογή του Trump από την άλλη, είναι τα δυο πρώτα όχι βήματα μα άλματα του Δυτικού Κόσμου προς τα πίσω, για να φωλιάσουν οι άνθρωποι και πάλι στα στενά τους εθνικά κλουβιά, όπου η μοίρα τους έχει τάξει. Το παιδί βγήκε από το σπίτι με ένα μπόγο από τα υπάρχοντά του στο δρόμο, είδε τους μεγάλους κινδύνους, έφαγε πολλές ξυλιές και τώρα, με το κεφάλι κάτω, ξαναγυρίζει στην ασφάλεια. Τα ψάρια βγήκαν στη στεριά και θάρεψαν πως μπορούν να πετάξουν και στον αέρα. Τώρα γκρεμοτσακίζονται. Τους βλέπω να επιστρέφουν, τους βλέπω να πέφτουν τραυματισμένοι στο χώμα. Είναι μια δικαίωση της δικής μου άποψης και επιθυμίας για τον κόσμο αυτή η επαναφορά. Μακάρι να μπορούσα να επωφεληθώ. Είναι αργά πια.
Φ
Θέλω να βάλεις κατά μέρος τα λόγια και να πας σε πράξεις. Σου κλέψανε τα λεφτά! Θα το αφήσεις έτσι;
Γ
Για να ηρεμήσεις λίγο ας σου πω ότι ο Ντέηβ με ρώτησε να του πω τι θέλω να γίνει με την περίπτωση αυτή και ότι θα το αναλάβει προσωπικά. Του είπα. Όμως υπάρχει και η άλλη πλευρά Φώτη. Όπως είπα πιο πάνω, ο θάνατος από συγκοπή είναι ένας ιδανικός θανατος. Μέσα σε μισό λεπτό τελειώνεις. Έλπιζα στο ανεύρυσμά μου να έσπαζε και σε ένα λεπτό να είχα ξοφλήσει. Δεν έγινε. Το βοήθησα όσο μπορούσα. Σταμάτησα τα αντιυπερτασικά φάρμακα, έτρωγα τα φαγητά μου λύσσα στο αλάτι, τίποτα. Για έξη μήνες βασανίστηκα περιμένοντας. Δεν κοιμόμουν πολύ θέλοντας να είμαι ξύπνιος όταν θα έρθει. Τίποτα. Στο τέλος κατάντησε μαρτύριο η ζωή οπότε πήγα και το χειρούργησα. Ετούτη η συγκυρία δεν είναι ό,τι πρέπει; Σε μισό λεπτό θα έχω τελειώσει και όχι σε ένα όπως με το ανεύρυσμα. Σκέψου. Δεν ξέρω μήπως πρέπει να χρωστώ χάρη στο Βλάκα που μου κάνει αυτό το δώρο.
Φ
Όση χάρη και να χρωστάς εσύ, εγώ ακούγοντας κάθε φορά για την κλοπή αναστατώνομαι. Τι πάθος για το χρήμα πρέπει να έχουν αυτοί οι άνθρωποι!
Γ
Μερικοί άνθρωποι είναι τόσο φτωχοί που η μόνη τους περιουσία είναι τα λεφτά τους. Και γι αυτό τ’ αυγαταίνουν όποτε μπορούν. Δεν είναι οι μόνοι. Σήμερα οι περισσότεροι άνθρωποι κυβερνιούνται από το χρήμα. Αυτό κάνει ότι θέλει τη ζωή τους.  Υπάρχουν άνθρωποι σ’ αυτό τον κόσμο που πουλιούνται και αγοράζονται σαν τα κουφάρια των γουρουνιών στο χασάπικο.
Φ
Αλήθεια. Και είναι οι περισσότεροι. Οι άνθρωποι αυτοί μπορούν να ζουν και να μισούν ο ένας τον άλλο για πολύν καιρό, όταν και οι δύο έχουν πάθος για το χρήμα. Έχω παρατηρήσει ότι όταν δύο άνθρωποι ζουν μαζί χωρίς ο ένας να αγαπάει τον άλλο, αποκτούν ένα τρελό πάθος για το χρήμα. Σίγουρα θα το έχεις παρατηρησει κι εσύ ε; Μερικοί μάλιστα τόσο μισούνται μεταξύ τους που μόλις ανέχονται ο ένας την παρουσία του άλλου. Υπάρχουν ζευγάρια που όχι μόνον σιχαίνονται και δεν μπορεί να αντικρίζει ο ένας τον άλλο, αλλά που δεν ανέχονται ούτε τη μυρωδιά ούτε την όψη ο ένας του άλλου.  Και όμως μένουν μαζί, χτίζουν σπίτια, κάνουν περιουσίες, τους βλέπουν όλοι με σεβασμό και υπόληψη παντού όπου βρίσκονται, χωρίς να ξέρει κανένας άλλος παρά αυτοί οι ίδιοι πως ο καθένας τους νιώθει την ανάγκη να πλύνει τα χέρια του μόλις ακουμπήσει σε κάτι που έπιασε ο άλλος. Ύστερα ο ένας πεθαίνει από καμιά αρρώστια ή του ’ρχεται κόλπος και ο άλλος τσεπώνει το παραδάκι. Και τότε να δεις πώς εκείνοι που μένουν ξανανιώνουν και γίνονται άλλοι άνθρωποι. Καινούργιο αμάξι, καινούργιο σπίτι, καινούργια έπιπλα και ρούχα, μερικοί αλλάζουν ακόμα και θρησκεία. Η χήρα ρίχνεται σε κάποιον νεαρό, ο χήρος ρίχνεται στα κοριτσόπουλα… Μα το χρήμα δεν κρατάει δεμένους μόνον αντρόγυνα. Κρατάει και ολόκληρες οικογένειες αλλά και ανθρώπους που δεν έχουν συγγενική σχέση μεταξύ τους. Και αν στα ζευγάρια η εξάρτηση από το χρήμα είναι βέβαια μακρόβια και ίσως κρατάει μια ολόκληρη ζωή, σε άλλες περιπτώσεις κρατάει όσο χρειάζεται να ικανοποιηθεί το πάθος για το κέρδος από μια ορισμένη επιχείρηση. Μετά καθένας τους κάνει άλλους συνεταίρους.
Γ
 Ναι, ένωση συμφερόντων κρατάει τα ζευγάρια ενωμένα. Και αν και το συμφέρον βρίσκεται τις περισσότερες φορές στο χρήμα, υπάρχουν κι άλλα συμφέροντα. Κάποιος θα βρει ένα ταίρι που αποδέχεται τον εγωισμό του, άλλος θα ψάξει να βρει ένα ισχυρό που να τον προστατεύει, κάποιος δουλοπρεπής θα έβρει ένα αφεντικό, ένας κηφήνας θα βρει μια μέλισσα.
Φ
Ο καλός θεός έχει πλάσει τόσα πάθη όσα και εκμεταλλευτές τους. Πολλαί αι σκηναί εν τω οίκω του πατρός μου, είπε ο Χριστός. Καθένας βρίσκει τη σκηνή του και βολεύεται. Εμείς σε ποια σκηνή έχουμε χωθεί Γιώργη;
Γ
Εσύ δεν ξέρω Φώτη. Εγώ δεν έχω σκηνή.
Φ
Πώς έτσι;
Γ
Ξέρεις πως υπάρχει ένα πουλί που δεν έχει πόδια και έτσι δεν μπορεί να σταθεί πουθενά κι όλη του τη ζωή πετάει στον αέρα; Είναι αλήθεια. Είχα δει κι εγώ μια φορά ένα τέτοιο πουλί. Είχε ψοφήσει κι είχε πέσει στη γη. Το χρώμα του ήταν ανοιχτό γαλάζιο και το σώμα του ήταν τόσο λεπτό, σαν το μικρό δαχτυλάκι ενού κοριτσιού. Το σώμα του δε βάραινε πάνω στο χέρι μου περσότερο από ένα φτερό. Οι φτερούγες του όμως ηταν φαρδιές όταν τις άνοιγες κι ήταν γαλάζιες και διάφανες. Αυτό το λένε προστατευτικό χρωματισμό. Κάτι σαν καμουφλάζ.  Δεν μπορείς να τα ξεχωρίσεις από τον ουρανό αυτά τα πουλιά. Γι αυτό και τα γεράκια δεν τα πιάνουν. Δεν μπορούν βλέπεις να τα δουν εκεί στον γαλάζιο ουρανό μπροστά στον ήλιο. Αλλά τα πουλάκια αυτά δεν έχουν πόδια. Κι έτσι ζουν όλη τους τη ζωή πετώνας. Και κοιμούνται πάνω στον άνεμο. Απλώνουν τα φτερά τους πάνω στον άνεμο όπως τα άλλα πουλιά πάνω στα δέντρα. Και δεν αγγίζουν τη γη παρά μόνο μια φορά. Όταν πεθάνουν. Αυτό το χωρίς πόδια πουλί είμαι εγώ. Και συ Φώτη; Ποια είναι η σκηνή σου;
Φ
Όταν ήμουν μικρό παιδί και όλοι οι δικοί μου είχαν σκορπισει εδώ κι εκεί σαν τα πούπουλα της κότας που τα παίρνει ο ανεμος, έμεινα μόνος (στο χωριό…..) και έμενα νηστικός και ξυπόλητος και φοβόμουν την αστυνομία. Όλον εκείνο τον μοναχικο καιρό αισθανόμουν σαν να περίμενα κάτι-τι δεν ξέρω.  Τι περιμένει συνήθως κανείς; Περιμένει κάτι να γίνει, να συμβεί κάτι που να κάνει τα πράγματα πιο ξεκάθαρα, με περισσότερη σημασία. Δεν μπορώ να θυμηθώ πώς ακριβώς ήταν αυτό το συναίσθημα γιατί τώρα το έχω χάσει. Αλλά περίμενα κάτι. Όπως όταν κάνεις μια ερώτηση και περιμένεις κάποιον να σου απαντήσει, αλλά είτε γιατι έκανες λάθος στην ερώτηση ειτε γιατί έκανες λάθος στο πρόσωπο, η απάντηση δεν έρχεται ποτέ. Αυτό όμως τι σημαίνει; Μήπως όλα σταματούν επειδή δεν παίρνεις απάντηση; Κάθε άλλο. Όλα συνεχίζονται σαν να έχεις πάρει απάντηση στην ερώτησή σου και μέρα με τη μέρα νύχτα με τη νύχτα περιμένεις πάντα να σου απαντήσει κάποιος. Αλλά του κάκου. Κανείς δεν σου απαντά και όλα συνεχίζονται ομαλά σαν να έχεις πάρει την απάντηση. Και τότε…τότε σου έρχεται η απάντηση που μοιάζει να είναι η μονη αληθινή. Ο έρωτας. Η απάντηση που μοιάζει αληθινή αλλά δεν είναι. Έχει ξεγελάσει πολλους.  Αυτή είναι η καθαρή αλήθεια και το καλλίτερο που έχεις να κάνεις είναι να την πιστέψεις. Μερικοί το κάνουν. Δεν τολμούν να παραδεχτούν πως δεν υπάρχει απάντηση-πως μέσα στην άγνοια θα περάσει όλη η ζωή τους. Και μένουν στον έρωτα, και βολεύονται μ’ αυτόν, που κι ας μην είναι η απάντηση, είναι το καλλίτερο ψέμμα. Οι υπόλοιποι όμως συνεχίζουν να περιμένουν. Και πεθαίνουν με τη ερώτηση στα χείλη και στην ψυχή τους-πεθαίνουν όλοι τους σαν αυτοί οι ίδιοι να ήταν μια αναπάντητη ερώτηση. Εγώ είμαι σαν τη χελώνα-σκηνή μου έχω κάνει το χωριό μου, εκείνο το χωριό που μέσα του περίμενα την απάντηση. Μέσα σ’ αυτό μένω με την ερώτηση εκείνη πάντοτε αναπάντητη.
Γ
Δεν είσαι από τους τυχερούς. Οι Βλακοβρακονονοί έχουν βρει την απάντηση στην ερώτησή τους: Το Χρήμα!
Φ
Αμφιβάλλω αν ρώτησαν ποτέ…
Γ
Έχεις δίκιο, δεν ρώτησαν ποτέ. Έτσι είναι οι άνθρωποι του κόσμου τους.
Φ
Ενός κόσμου τόσο διαφορετικού από τον δικό μας.
Γ
Ναι. Και από αυτό και μόνο καταλαβαίνει ο καθένας τι μεγάλο καθίκι είμαι. Γιατί οι καλοί αδερφοί αδερφές και πατεράδες δεν κάνουν όπως εγώ. Το καταλαβαίνω μα δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Ξέρω ότι θα έπρεπε όταν μου έκλεψαν τα λεφτά μου τότε από την Τράπεζα να τους πω: Σας ευχαριστώ πολύ που δεν μου δώσατε τα λεφτά που άφησε για μένα η μητέρα μας. Σας ευχαριστώ που φροντίζετε να μην διαφθαρώ. Τα χρήματα διαφθείρουν. Ύστερα δεν είναι πιο ευχάριστο με τα χρήματα αυτά να αγοραστεί ένα μοντελάκι για κάποιες από τις κορούλες ή τις εγγονούλες σας, παρά να γίνουν ας πούμε ένα μαξιλάρι ειδικό από αυτά που δεν θα αφήνουν να υφίστανται κατακλίσεις τα γέρικα…οπίσθια; Όταν μου έκλεψαν το αυτοκίνητο πάλι, θα έπρεπε να τους ευχαριστήσω που φροντίζουν να μην έχω κανένα ατύχημα αλλά και να ασκούμαι στο περπάτημα. Και, μου κλείδωσαν τα σπίτια ώστε να μην μπορώ να μπαίνω μέσα; Αμέσως έπρεπε να τους ευχαριστήσω που με βγάζουν από την ταλαιπωρία να πηγαίνω μέχρι τα Καλάβρυτα ή να κατεβαίνω στην Αθήνα και γιατί; Για να μπω μέσα σε σπίτια που πριν έμενε ο πατέρας μου. Και με απάλλαξαν από όλες εκείνες τις συναισθηματικότητες να λέω σε αυτό το κρεβατι ήταν που πέθανε ο πατέρας μου, εδώ μου εκμυστηρεύτηκε τη γνώμη του για το μεγάλο του γιο, εκεί μου μίλησε για τα βάσανα που περνούσε από τη γυναίκα του, εκεί πηγαίναμε μαζί στο βουνό και πίναμε νερό από την πηγή και πιάναμε πουλάκια μέσα στο καπέλο μας και ξαπλωμένοι στις πυκνές πευκοβελόνες μού ξεδιπλωνε το γενεαλογικό δέντρο των Χολιασταίων και τρώγαμε ντομάτα με τυρί και φρέσκο βραστό αυγό από τις κότες του Θεοφάνη και γυρίζοντας μου έλεγε δεν πάμε στο σπίτι μου αλλά στο σπίτι σου, για σένα το έφτιαξα γιατί εσύ αγαπάς το χωριό και θα έρχεσαι να μένεις, εκεί φύλαγε το ημερολόγιο που κρατούσε και που ήξερα μόνον εγώ, εκεί μου μιλούσε για την Ευαγγελικη Εκκλησία που σ’ αυτήν άκουγε τον Μεταλληνό και μου έλεγε ότι μόνο στην Εκκλησία αυτή βρήκε ανθρώπους με αληθινή πίστη….  εκεί… εκεί…Και με τα λόγια και από τις διηγήσεις μεταφερόμουν στον δικό του κόσμο και στη δική του ζωή και γέμιζε η ψυχή μου εικόνες μαγευτικές που με χόρταιναν και δεν υπήρχε πια ο φόβος και έπαιρνα δύναμη να κρατιέμαι από κάπου εγώ-ο  μετέωρος.  Είπα για τα λεφτά της μητέρας μου και για το αυτοκίνητο. Και όταν μου πήραν λεφτά από την τράπεζα για να επισκευάσουν το δικό μου αυτοκίνητο που αυτοί θα χρησιμοποιούσαν, έπρεπε να τους πω ότι όσα χρήματα κι αν χρειαστούν για επισκευή κάποιου πράγματος που μου έκλεψαν, ή για οτιδήποτε τέλος πάντων, να μην διστάζουν, να παίρνουν ελεύθερα τα λεφτά μου από την Τράπεζα χωρίς ενδοιασμούς και χωρίς να με ρωτάνε. Έτσι κάνουν τα καλά αδέρφια και όχι όπως εγώ! Και όταν μου έκαψαν τα ποιήματά μου, έπρεπε να τους δώσω και τα υπόλοιπα να τα έκαιγαν. Ως για την τελευταία-τη νεότερη μάλλον γιατί κανείς δεν ξέρει τι άλλο πρόκειται να μου αρπάξουν-κλοπή, των χρημάτων μου από τη σύνταξη, σκέπτομαι όσο ακόμα ζω να πουλήσω τον ένα νεφρό μου και να τους δώσω το αντίτιμο. Και κάνοντας έτσι δεν θα ήμουν καθίκι γι αυτούς αλλά άλλος ένας Βλάκας. Που πιστεύει ότι δεν μου έκλεψαν λεφτά, ότι δεν μου έκλεψαν το αυτοκίνητο, ότι δικαίως μου πήραν λεφτά από την Τράπεζα για να επισκευάσουν το δικό τους αυτοκίνητο που αυτοί χρησιμοποιούσαν, ότι τα σπίτια καλά κάνανε και τα κλειδώσανε και ότι δεν έκαψαν τα ποιήματά μου αλλά τάχα τα «μετέφεραν»! σε ένα σπίτι έρημο! για να φυλαχτούν εκεί μόνα τους!.. Ίσως επειδή παρεξήγησαν το που λέγεται πως ο φόβος φυλάει τα έρημα… Και βέβαια τώρα που ο Βλάκας έκλεψε τα λεφτά μου και πιστεύει ότι «έκανε το καλλίτερο», θα έπρεπε να του γράψω ένα γράμμα που μ’ αυτό να του ζητώ συγνώμη που δεν έβαζα στην Τράπεζα κάθε μήνα και τη μισή σύνταξή που παίρνω εδώ, ώστε να έβρισκε να κλέψει περισσότερα.  Και τότε ποιος ο λόγος να μην με είχαν και μένα υποτακτικό τους οι Βλακοβρακονονοί και οι μπράβοι τους; Μα είμαι βλέπεις ένας παλιάνθρωπος που ενώ ξέρω τι πρέπει να κάνω, δεν το κάνω.
Γιατί δεν ανήκω εγώ στους Βλάκες. Δεν ανήκω στον κοσμο τους. Οι πεποιθήσεις μου είναι διαφορετικές από εκείνων. Και αν δεν έκανα τίποτα στη ζωή μου, μα ούτε κακοήθης είμαι ούτε κλέφτης. Ανήκω σε μια μειοψηφία καταδικασμένη σε καταναγκαστική μόνον συμμόρφωση με τα ήθη της εποχής. Αντιστέκομαι. Δεν είμαι φτιαγμένος για να υμνώ την καλοπέραση. Για μενα η θλίψη και η δυστυχία είναι η μοίρα του ανθρώπου και τη μοίρα του πρέπει καθένας να την υπηρετεί. Η χαρά είναι βάρβαρο συναίσθημα. Δεν συμφωνώ με τη συγκέντρωση του πλούτου. Ένα πιάτο φαγητό έχει ανάγκη κάθε άνθρωπος. Ως για τη δουλειά που ξέρω μόνον να κάνω, την ποίηση, και για την οποία δεν ενδιαφέρεται κανένας πλέον σ’ αυτή τη γη, τι να γίνει; Όσοι γράφουν είναι παράξενοι, αλλοπαρμένοι, τεμπέληδες. Όχι να πάρω μα ούτε να δώσω δεν μπορώ στους ανθρώπους. Είμαι ο αποδιοπομπαίος τράγος για την κοινωνία, την πόλη μου, την «οικογένειά» μου.
Ένας Νίκος, πρώτος μου ξάδερφος, έχω την εντύπωση πως είχε τις ίδιες αρχές και τις ίδιες ιδέες με μένα. Ο καλός μου… Έφυγε από την Ελλάδα. Δεν μπορούσε να μείνει μέσα σε μια τέτοια κοινωνία, οικογένεια, πόλη. Αν ξέρω καλά πήγε στην Αυστραλία. Ή στον Καναδά. Ήταν μεγαλύτερος από μένα, δεν ζούσαμε κοντά και δεν τον είχα δει παρά μόνο μια φορά για λίγο.
Ο πατέρας μου είχε έναν αδερφό που πέθανε στη γρίππη του δεκαοχτώ. Μου έλεγε γι αυτόν πως ήταν ιδιοφυία. Πως αν ζούσε θα κυβερνούσε μια μέρα την Ελλάδα. Και περίμενε ότι ίσως από αυτόν ή από κάποιον αδερφό του ή αδερφή του να έβγαινε ένα τετοιο παιδί. Απογοητεύτηκε. Μα εγώ είμαι η απόδειξη όχι πως είμαι ιδιοφυία-για σκέψου, αλλά ότι υπηρετώ τις αξίες εκείνες που ένας μελλοντικός γόνος της γενιάς μου θα τις κληρονομήσει κάποτε. Και πάνω σε τέτοιες μόνον αξίες μπορεί να στηριχτεί ένας άνθρωπος που θα επωμιστεί το βάρος να οδηγήσει μια μικρή ή μεγάλη ομάδα ανθρώπων στην πραγματική μοίρα της. Που θα επιβάλει τις αρχές που εγώ και η μειοψηφία στην οποία ανήκω πρεσβεύει και ίσως θα πραγματώσει το όνειρο του πατέρα μου. Από αυτόν θα λείπει ο φόβος ώστε η επαναστατικότητά του να εκδηλώσει όλη της την ορμή που σαν σε ελατήριο μέσα μαζευόταν σε πρόγονους σαν εμένα, για να ξεπεταχτεί και να κάψει τη δυστυχία του ανθρώπου. Τότε θα χαρεί κι εμένα εκεί πάνω η ψυχή μου. Και η χαρά εκείνη θα είναι η αρμόζουσα για το καλό που θα έχει φέρει ο Αρχηγός σε ό,τι καταπιάστηκε.
Θυμάμαι μια μέρα, ήμουνα δεν ήμουνα εφτά χρονών, πήγαινα με το πατέρα μου στην αγορά. Θα αγοράζαμε ένα μπουκάλι λάδι και μετά αυτός θα πήγαινε στο κεφενείο και εγώ θα έφερνα το λάδι στο σπίτι. Ο πατέρας μου κρατούσε με το δεξί του χέρι το αριστερό μου, ενώ εγώ στο δεξί μου χερι άδραχνα σφιχτά από το λαιμό του το γυάλινο μπουκάλι που μέσα του θα βάζαμε το λάδι. Ξάφνω σκόνταψα και το μπουκάλι χτύπησε στον δρόμο και έγινε κομμάτια. Εγώ κρατούσα ακόμα το λαιμό του στο χέρι μου. Άνοιξε η γη να με καταπιεί. Είχα κάνει ΖΗΜΙΑ. Σταμάτησα και άρχισα να κλαίω κοιτάζοντας τα κομμάτια του μπουκαλιού. Έλα τώρα, μου είπε ο πατέρας μου, δεν πειράζει, πάμε. Προχωρήσαμε κρατώντας εγώ πάντα τον λαιμό του μπουκαλιού. Όταν το αντιλήφτηκε ο πατέρας μου μου λέει: γιατί κρατάς το λαιμό ακόμα; πέτα τον. Τον κοίταξα. Γελούσε αληθινά διασκεδάζοντας με την κατάσταση. Πέταξα τον λαιμό του μπουκαλιού. Την κληρονομιά που μου έδωσε όμως δεν την πετάω όσο κι αν επιμένουν κάποιοι. Ζω μ’ αυτήν, αναπνέω μ’ αυτήν. Είναι η μαγιά που θα περιμένει για να φουσκώσει το αλεύρι της μελλοντικής δικαίωσής της. Αν έρθει κάποτε αυτή η ώρα. Κι αν όχι, είναι αρκετό που κυβερνάει μονο τη δική μου ύπαρξη. Έτσι κι αλλιως την φυλάω σαν τα μάτια μου. Και ούτε ο θάνατος θα τήνε πάρει.
Φ
Γιώργη μου λες τον βλάκα Βλάκα και υιοθέτησα αυτόν του τον χαρακτηρισμό κι εγώ. Πες μου όμως αν θέλεις και μπορείς, γιατί είναι Βλάκας;
Γ
Ευχαρίστως να σου απαντήσω Φώτη. Και αυτό θα γίνει με ένα παράδειγμα που δείχνει όλη τη Βλακεία του Βλάκα.
Φ
Α έτσι! Ακούω.
Γ
Είμαστε στη χρονιά που παλεύουμε να πάρουμε τις πράσινες κάρτες μας εγώ κι ο Βλάκας. Μέχρι  τοτε οι δικηγόροι μού είχαν φάει όχι λίγα λεφτά. Τώρα όμως είχα βρει μια εβραία δικηγόρο, ξύπνια, συνεννοήσιμη, κυρία στην αμοιβή της και προ πάντων λάτρη των ελλήνων. Είμασταν μια μέρα στο γραφείο της. Όταν με λίγα λόγια της εξιστόρησα τα πόσα τράβηξα για δέκα χρόνια για να πάρω την πράσινη κάρτα, έκρυβε το πρόσωπο με τα χέρια της αναφωνώντας «πω πω!....»  Ήταν μπροστά και ο Βλάκας. Αν σε φέρει η ατυχία κοντά του κάποια μέρα, ρώτησέ τον, θα το θυμάται-θα το καταλάβεις από το ύφος του, γιατί να πάρεις απάντηση σε ερώτησή σου προς αυτόν είναι ουτοπία. Μεταξύ των άλλων λοιπόν η δικηγόρος αυτή άρχισε να μας λέει τι ερωτήσεις κανει συνήθως ο δικαστής και να μας λέει τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να απαντούσαμε. Μας είπε λοιπόν μεταξύ άλλων: «Εμείς στο Ισραήλ όπως και εσείς στην Ελλάδα, που δεν έχουμε μεγάλα σπίτια και πολλά έπιπλα, συνηθίζουμε και κοιμόμαστε μαζί σε ένα κρεβάτι άτομα της ίδιας οικογένειας. Εδώ όμως αυτό δεν γίνεται ποτέ. Καθένας έχει το δικό του κρεβάτι. Και αν κάποιος κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι με άλλον είναι παρεξηγήσιμο γιατί παραπέμπει, για τους αμερικάνους, σε πιθανές σεξουαλικές σχέσεις των δύο «συγκοιμωμένων». Γι αυτό προσέξτε, αν και όταν σας ρωτήσει ο δικαστής αν κοιμόσαστε στο ίδιο κρεβάτι, και αν ακόμα πράγματι κοιμόσασταν, θα πείτε ένα μεγάλο ΟΧΙ. Σύμφωνοι;» Πέρασε η μέρα, ήρθε η μέρα του δικαστηρίου. Βρισκόμαστε έξω από την αίθουσα όπου σε λίγο θα γινόταν η δίκη μας, περιμένοντας τη σειρά μας. «Όπως είπαμε». Μας λέει η δικηγορίνα, «στην ερήτηση αν κοιμόσασταν στο ίδιο κρεβάτι θα πείτε όχι. Συνεννοηθήκαμε κύριε Γιώργο;» Και βέβαια είχαμε συνεννοηθεί. «Συνεννοηθήκαμε Βλάκα;» Ο Βλάκας κούνησε καταφατικά το κεφάλι, κάτι που καθησύχασε τη δικηγορίνα αλλά που άφηνε πολλές αμφιβολίες σε μένα που ήξερα πόσο βλάκας είναι ο Βλάκας. Μπαίνουμε στην αίθουσα του δικαστηρίου. Αρχίζει η δίκη. Και φτάνει η στιγμή που ο δικαστής ρωτάει τον εξεταζόμενο Βλάκα: «Κοιμόσαστε στο ίδιο κρεβάτι με τον πατέρα σου;» Και ο Βλάκας απαντάει ένα μεγαλοπρεπές ΝΑΙ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!  Η δικηγορία έμεινε αμβρόντητη και γύρισε και με κοίταξε με ένα βλέμμα όλο απορία και ερωτήματα του τύπου: Τι κάνει αυτός;.. Είναι στα καλά του;.. Έτσι κάνει πάντα;.. Γιατί μας θάβει έτσι;.. Γιατί δεν μου είπες ότι είναι λειψό το παιδί σου;… Όσο για μένα καλλίτερα να άνοιγε η γη να με καταπιεί παρά να νοιώθω επάνω μου εκείνο το βλέμμα της δικηγόρου στο οποίο τι να απαντούσα. Τι να απαντούσα που δεν ήξερα κι εγώ τι να πω.  Όμως μην θεωρήσεις δεδομένο ότι ο Βλάκας εξήγησε στην δικηγόρο ή σε μένα την πράξη του αυτή. Όταν βγαίνοντας έξω τον ρωτούσαμε και οι δύο γιατί το έκανε αυτό, σιωπούσε. Και όχι ένοχα!.. Γι αυτό σε παρακαλώ Φώτη μην με ρωτήσεις ούτε εσύ τώρα γιατί το έκανε αυτό ο Βλάκας. Υπόθεσε ό,τι θέλεις. Όλα είναι πιθανά. Έτσι έκανε πάντοτε στη ζωή του από το πιο μικρό μέχρι το πιο μεγάλο ζήτημα που παρουσιάζονταν απαιτώντας μιαν απάντηση, μια λύση. Αυτός είναι ο Βλάκας. Μια παρομοίωση ίσως μας βοηθήσει να καταλάβουμε τι συμβαίνει. Όπως στην καρδιά υπάρχουν έκτοπα κέντρα βηματοδότησής της, που όταν διεγείρονται η καρδιά εκείνη δουλεύει άρρυθμα, έτσι κάπως και μέσα στον εγκέφαλο του Βλάκα ίσως υπάρχουν κέντρα που αυτά έχουν αναλάβει, μόνιμως όμως, να κατευθύνουν τη λειτουργία του εγκέφάλου του, με τα αποτελέσματα της άρρυθμης λειτουργίας της σκέψης του, του λογισμού, της νόησης, της διανόησης, των ιδεών του Βλάκα.
Φ
Αλήθεια τέτοιο πράγμα δεν περίμενα να ακούσω.
Γ
Άκου κάτι Φώτη που έγινε δυο μέρες πριν τη δική μας δίκη. Δικαζόταν ένας έμπορος κοκαίνης από την Κολομβία. Η Κολομβία είναι το διεθνές κέντρο του εμπορίου κοκαίνης. Και μια πόλη της είναι η Μέκκα αυτής της παγκόσμιας λατρείας. Δεν θυμάμαι το όνομα της πόλης, ας την πούμε Κίτο. Ο τύπος δικαζόταν γιατί πουλούσε ναρκωτικά. Ήμουν στο ακροατήριο. Ένας διπλανός μου που τον ήξερε, μου είπε πως ο κατηγτορούμενος είναι ένας από τους εγκέφαλους της υπόθεσης.  Ο δικαστής γενικά διέκειτο ευνοικά προς τους μετανάστες και γενικότερα ήταν επιεικής στις κρίσεις του. Ο τύπος, ένας αξύριστος, με σουβλερή μύτη, κοιλιά γυμνή μεγάλη που είχε απωθήσει τη μπλούζα του προς το θώρακα και με βλακώδη μάτια και βρώμικα και ανακατωμένα μαλλιά, είχε φέρει μαζί του τη με βρώμικα ρούχα ντυμένη γυναίκα του και δυο μυξιάρικα παιδάκια που ψευτοκλαίγανε δίπλα στον πατέρα τους. Ότι όλοι τους ήσαν μέλη του υποκόσμου φαίνονταν από μια ματιά μόνο που θα τους έριχνες. Ο δικαστής άφησε τον εαυτό του να πειστεί από τις οικογενειακές υποχρεώσεις του τύπου και να συγκινηθεί από τα μυξιάρικα, και ενώ άλλες φορές ήταν περισσότερο αυστηρός σε παρόμοιες περιπτώσεις, ετούτη τη φορά δεν έκανε δύσκολες ερωτήσεις στον τύπο, βοηθώντας τον έτσι να δείξει ένας είδος μετάνοιας. Όλοι οι μέσα στην αιθουσα το αντιλαμβάνονταν. Και ενώ ο δικαστής είπε «έξη μήνες φυλακή», και ενώ είχε σηκώσει το σφυρί του στον αέρα, και πριν το χτυπήσει στο γραφείο του επικυρώνοντας έτσι την απόφασή του, ακούγεται η φωνή του τύπου να λέει προς τον δικαστή: «Εγώ κύριε Πρόεδρε κάνω χοντρικό εμπόριο κοκαϊνης.»!!! Το σφυρί δεν έπεσε αλλά αφέθηκε ήρεμα πάνω στο γραφείο του δικαστή, ενώ αυτός γεμάτος έκλπηξη και απορία έσκυβε προς τον τύπο ρωτώντας τον σαν να μην πίστευε στα αυτιά του: «ΤΙ ΕΙΠΕΣ;» Άρχισε λοιπόν μία άλλη δίκη, με τον τύπο τώρα να μιλάει για σακιά κοκαίνης και να περιγράφει τόσο λεπτομερώς τη διαδικασία παραγωγής, επεξεργασίας, τυποίησης, φόρτωσης και διανομής του ωραίου εκείνου προιόντος, που όλοι μας μορφωθήκαμε εκεί μέσα. Αποτέλεσμα; Δώδεκα χρόνια φυλακή!
Κανείς δεν μπόρεσε να εξηγήσει το φαινόμενο της αλλαγής στάσης του τύπου, όπως ούτε η δικηγόρος ούτε εγώ μπορέσαμε να καταλάβουμε την ενέργεια του Βλάκα. Ίσως οι δυο βλάκες να καταλάβαιναν ο ένας τον άλλο.
Όμως όλα καλά. Θα ήταν ασυνήθιστο ένας νεαρός να τα πηγαίνει καλά με ένα γέρο. Όλα καλά μέχρις εδώ και έτσι έπρεπε να γίνουν. Όμως, όπως σου ξαναείπα, τα λεφτά δεν έπρεπε να τα κλέψει. Κλέβει κανείς λεφτά από κάποιον που έχουν καλές σχέσεις-φιλικές ή άλλες, γιατί τοτε μπορεί να βρουν μια φιλική λύση όταν η κλοπή αποκαλυφθεί. Να κλέψει όμως κάποιος τον εχθρό του είναι παρακινδυνευμένο. Δεν σκέφτηκε πώς θα αντιδρούσα εγώ σε αυτή την κλοπή; Ή νόμιζε πως δε θα το μάθαινα ποτέ; Ή ήταν τόσο αυστηρή η διαταγή που πήρε από το Νονό που δεν δεχόταν αντίρρηση; Ή βρήκε την ευκαιρία να με «εκδικηθεί» για τη ανώτερη μόρφωση και για την ανώτατη πατρίδα που του χάρισα; Ποιος ξέρει. Η ουσία είναι πως έκανε κάτι πρωτοφανές και σε ανηθικότητα αλλά και σε αγνόηση της επικινδυνότητάς του. Απομωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι. Δεν είχα ασχοληθεί με τον Βλάκα. Νόμιζα ότι αφότου τράβηξε  τον δρόμο που διάλεξε, δεν θα ασχολιόταν κι αυτός μαζί μου. Υπόφερα ζώντας μαζί του όσο υπόφερε κι αυτός από μένα, χωρίσαμε, τέλος. Όμως αυτός ασχολήθηκε μαζί μου. Και τι ασχολία! Γι αυτό και βλέπεις να σου λέω αυτά που σου λέω τώρα, και πάλι όμως μόνον για ό,τι έχει σχεση με την κλοπή των χρημάτων μου από αυτόν.
Φ
Άκουσα το παράδειγμα και θαύμασα κι εγώ την μεγαλωσύνη της Βλακείας του ανδρός. Μα για πες μου, στις άλλες ώρες πώς ήταν και πώς περνούσατε μαζί;
Γ
Αρνούμενος να μιλήσει για να λύσει προβλήματα που αφορούν σε μια ανθρώπινη σχέση, αρνούμενος να συμμετάσχει στη μόνη λειτουργία που διαφορίζει τον άνθρωπο από τα ζώα, θεωρεί ότι έτσι εκπληρώνει στην εντέλεια τον ρόλο που παίζει κάθε φορά-του γιου,του πατέρα, του ανεψιού, του φίλου, του συμμαθητή, του… του… του… Δεν έχει στο νου του καθόλου τον λόγο σαν στοιχείο προόδου και ενότητας των ανθρώπων, σαν συνεκτικού ιστού της ανθρωπότητας. Τα γονίδιά του τον κρατούν ακόμα δέσμιο της αρχέγονης κατάστασης του ανθρώπου, του μη συνεννοούμενου με τα υπόλοιπα μέλη της τότε αγέλης ούτε καν με μουγκρίσματα, σαν να τον άγει και να τον φέρει στη ζωή κάποιο ένστικτο πρωτόγονο.
Αμίλητος και μυστικοπαθής, μου κρατούσε μυστικό ό,τι θα έπρεπε να ξέρω για να μπορέσω να τον βοηθήσω στη ζωή του. Έφτασε όπως σου είπα να μου κρατάει μυστικό το λογαριασμό του στην Τράπεζα!
Ποτέ δεν θυμάμαι να ταυτίστηκα μ’ αυτόν ψυχικά ακόμα και σε στιγμές χαράς. Αμίλητος. Αυτό για τους φίλους του ήτανε καλό γιατί εκείνοι έπαιρναν τη σιωπή του για συγκατάθεση σε ό,τι του έλεγαν ή του ζητούσαν.
Στις υποθέσεις που δημιουργούνταν λογω της ξένης χώρας που βρισκόμασταν, δεν έπαιρνε θέση και δεν συμμετείχε στη λύση των προβλημάτων που εγώ αγωνιζόμουν να λύσω.
Δεν συζητούσε μαζί μου προβλήματα που είχε. Έπρεπε να εικάσω ή με το ζόρι να του βγάλω τι τον στενοχωρούσε και να λύσω μοναχός μου και τα δικά του προβλήματα.
Ο κομπιούτερ ήτανε γι αυτόν κάτι πολύ οικείο και ήξερε πολλά γι αυτόν. Όταν πήρα κι εγώ έναν κομπιούτερ απόφευγε να μου μαθαίνει πράγματα γι αυτόν. Τον παρακαλούσα για μέρες να μου εξηγήσει κάτι . Και όταν ευαρεστιόταν να μου δώσει κάποια πληροφορία το έκανε τόσο γρήγορα που ήταν σαν να μην το έκανε καθόλου. Ήταν το βασίλειό του και το παράδειγμα τού τι θα έπρεπε να περιμένω όταν θα αποκτούσε και τα δικά του λεφτά-λες και εγώ χρειαζόμουν παράδειγμα για να το μάθω. Κάνοντας έτσι μού θύμιζε τον Νονό, που όταν του ζήτησε ο πατέρας μου να μου δείξει κάτι στα μαθηματικά, εκείνος του είπε: δεν θα καταλάβει, είναι ανεπίδεκτος μαθήσεως.
Δεν με ήθελε κοντά του και όλο μου έλεγε να φύγω για την Ελλάδα. Είχα τρεις λόγους όμως να μείνω. Ο πρώτος ήτανε ότι σαν βλάκας που ήταν δεν θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα στην Αμερική χωρίς εμένα. Όχι μονον οικονομικά αλλά και στην κοινωνική του ζωή. Ένιωθα πως θα έπεφτε θύμα του πρώτου επιτήδειου ατόμου που θα συναντούσε. Όπως και έγινε τελικά. Ο δεύτερος λόγος ήταν που και αν έφευγα δεν μπορούσα να ξαναγυρίσω αν αυτός με χρειαζόνταν ξαφνικά. Και ο τρίτος πως στην Ελλάδα δεν είχα κανέναν να με περιμένει ή που θα ήθελε να με ξαναδεί. Και οι τρεις αυτοί λόγοι ήταν ικανοί και μόνος τους ο καθένας και όλοι τους μαζί να με κρατήσουν στην Αμερική.
Δεν ανεχόταν την παρουσία μου κοντά του και βίαζα τον εαυτό μου να τον ανέχομαι.
Και δεν ήταν η διαφορά των γενεών που μας χώριζε. Γιατί εγώ ήμουν νεότερος από αυτόν και από τους εδώ Βρακονονούς και ακόμα και από τους μπράβους τους. Μόνο στα χρόνια ήμουν μεγαλύτερος από αυτόν. Ήμουν εγώ ένας νεαρός βλαστός και είχα εγώ-φευ- «βλαστήσει» ένα ξερόκλαδο.
Δεν του άρεσε ό,τι έκανα και ήταν αντίθετος σε ότι έλεγα ή σκεφτόμουν. Ήμασταν όπως σου είπα και πιο πάνω δυο διαφορετικά είδη ζώων που οι συνθήκες έφεραν κοντά το ένα με το άλλο και που η ανάγκη μας κρατούσε να μη φάει το ένα το άλλο.
Και δεν είχα καθόλου την ιδέα πως θα άλλαζε αυτό όταν θα έφευγα από την Αμερική. Έφυγα μόνον όταν ήρθε η ώρα που θα μπορούσα να ξαναερχόμουν εκεί αν ο Βλάκας με χρειάζονταν.
Ήταν άλλος χαρακτήρας. Και στη επιβράβευση αυτού του χαρακτήρα είχα συμβάλει άθελά μου κι εγώ, λέγοντάς του με κάθε ευκαιρία μαζί με άλλα ότι κάθε άνθρωπος είναι απεπανάληπτος πάνω στη γη, ότι πρέπει να είναι σκληρός για να επιβιώσει, ότι δεν πρέπει να περιμένει από κανέναν να τον βοηθήσει και πως πρέπει ο ίδιος να μπορεί να διαφεντεύει το συμφέρον του. Πού να ήξερα τότε ότι μιλούσα σε ένα μυαλό που η Βλακεία που το έδερνε θα έδινε τέτοια ερμηνεία στις συμβουλές μου.
Είχε και οπωσδήποτε θα έχει μια μονότονη, αχρωμάτιστη φωνή. Προσπάθησα να τον μάθω να την χρωματίζει ανάλογα με τις περιστάσεις. Κάναμε πρόβες μαζί. Και όχι πως αυτά τα έκανα με σκοπό να του αλλάξω τον τρόπο ομιλίας, ο οποίος δεν αλλάζει με τίποτα στον κόσμο, μα για να του μάθω πέντε έξη κλισέ φράσεων που σε μια ανάγκη (π.χ. αντιμετώπισης ενός ληστή, απειλής από κάποιον, επιθυμίας του να δηλώσει σε κάποιον το ανυποχώρητο μιας απαίτησής του κλπ), θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει. Μάταιος κόπος. Του έλεγα πως μια φράση, μια λέξη ακόμα, μπορεί να εκφερθεί με χίλιους διαφορετικούς τρόπους, που καθένας τους δείχνει τα συναισθήματα εκείνου που τη λέει: αγάπη, έκπληξη, ειρωνία, μίσος, επιμονή, αγανάκτηση, ασυμφωνία, σαρκασμό, τρυφερότητα, απαίτηση, υποταγή…. και όσα άλλα θέλεις να προσθέσεις, και πως έτσι συνεννοείται ο κόσμος, οι άνθρωποι. Αυτός δεν ήθελε να δοκιμάσει καν να πει μια λέξη κάπως αλλιώς από όπως την λέει πάντοτε. Γέννησα ένα ρομπότ. Μόνο στην Αμερική θα μπορούσε να ευδοκιμήσει. Αυτός είναι και ο λόγος που τον πήγα εκεί. Και μαζί γέννησα και έναν ακόμα εχθρό μου. Λες και δε μου έφταναν όσοι είχα. Θα μπορούσα να έχω γεννήσει έναν πιστό φίλο. Μα η Φύση διαλέγει. Και αυτή θέλησε να μας φέρει αντιμέτωπους για να μας βασανίσει και τους δυο. Μου έδωσε ένα βλάκα φτιαγμένον από τα γονίδια πολλών άλλων εκτός από τα δικά μου. Ο άνθρωπος δεν ευθύνεται για τις πράξεις του. Είμαστε όλοι καθένας χωριστά μια κούκλα μέσα στο κουκλοθέατρο της ζωής που άλλοι κινούν τα βήματά μας και καθορίζουν τις σκέψεις και τις πράξεις μας. Όταν κάποιος αποφασίζει να κάνει μια πράξη, το κάνει επειδή έχει πάρει έναν από τους χιλιάδες δρόμους που οδηγούν σ’ αυτήν. Έχει μήπως εξετάσει αυτός και τις χίλιες δυνατότητες και έχει καταλήξει κάπου; Ή μήπως έχει υπολογίσει τις μυριάδες συνέπειες που θα έχει η πράξη που θα κάνει, ο λόγος που θα πει; Αν έπρεπε να το κάνει, θα είχε να ζει χιλιάδες χρόνια και να βρίσκεται συνέχεια με έναν υπολογιστή πιθανοτήτων, τυχαιοτήτων και δυνατοτήτων στο χέρι. Και έστω ότι κάνει την πράξη που «αποφασίζει»-ξέρει αυτός ή κάποιος άλλος τι θα γινόταν αν έκανε καθεμιά από τις άλλες πράξεις; Μήπως όλα είναι καλά καμωμένα και δεν πρέπει να ζητάει «το λόγο» ο ένας από τον άλλο; (εγώ είμαι πεισμένος πως έτσι είναι το πράγμα). Αν ο Χίτλερ δεν είχε κάνει ό,τι έκανε, μήπως κάτι χειρότερο (το «χειρότερο» το γράφω για λόγους συνήθειας και όχι λογικής) θα είχε γνωρίσει ο κόσμος; Αν οι Πέρσες νικούσαν τους αρχαίους έλληνες θα ήταν ίδιος ο κόσμος σήμερα; Όχι. Αν δεν είχε φανεί ο Κολόμβος τι;.. Πιστεύω αυτό που λέγεται, ότι η πεταλούδα που πετάει στην Κίνα μπορεί να φέρει σεισμό στην Ευρώπη. Πώς λοιπόν, με ποια κριτήρια, θα κρίνω ή θα κατακρίνω κάποιον για κάτι που έκανε ή δεν έκανε; Δεν θα ήμουν γελοίος κάνοντας κάτι τέτοιο; Και βέβαια θα ήμουν. Και ό,τι παρόμοιο κάνουν οι άνθρωποι, το κάνουν για να βρίσκονται σε δουλειά, παναπεί να έχουν κάτι με το οποίο να ασχολούνται για να κυλήσουν οι ώρες της ημέρας και της ζωής. Κι αν λέω πράγματα για  τον Βλάκα τον Νονό και το Βρακί κι εγώ το ίδιο κάνω. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΟΥ. Αυτό έχω να πω. Αν (να πάλι το βλακώδες «αν»)-αν ήθελα να έχω ένα γιο που να μου μοιάζει, ας έκανα πεντέξη παιδιά, κάποιο θα είχα πιθανότητα να μου μοιάζει.
Θα μάθουμε ποτέ ποιος παίζει μαζί μας;
Και δεν θα γινόταν αυτός ο διάλογος τώρα αν ο Βλάκας δεν έκλεβε τα λεφτά μου. Ανακινήθηκε έτσι το ζήτημα και άντε πάλι φέρτα να τ’ αρμέξουμε… Και δεν τον είχα μάθει να κλέβει παρά μόνο αν είναι σίγουρος πως δε θα τον πιάσουν. Να που τον έπιασαν όμως.  Ούτε αυτό δεν τον έμαθα.
Και λοιπόν σου έλεγα πως μόλις έφυγα, έπεσε θύμα στη πρώτη γυναίκα που άνοιξε σ’ αυτόν τα πόδια της.  Του έγραψα ένα γράμμα με τους λόγους που κατά τη γνώμη μου δεν έπρεπε να συνεχίσει με αυτή την τυχοδιώκτρια.  Μα η «οικογένεια» από δω, άλλο που δεν ήθελε…
Φ
Άκουσα να την λες κι εσύ τυχοδιώκτρια. Συμφωνείς με τον χαρακτηρισμό που της έδωσα;
Γ
Γι αυτό ακριβώς τον υιοθέτησα.
Φ
Πώς αιτιολογείς τον χαρακτηρισμό αυτόν εσύ;
Γ
Άκου πώς το βλέπω. Όταν ένιωσε τον εαυτό της κάθισε και σκέφτηκε και είπε: τι είμαι; Είμαι μια γυναίκα μέσα στα δισεκτομμύρια των γυναικών πάνω στη γη. Μιας και βρέθηκα πάνω στη γη πρέπει να ζήσω. Όχι για κάποιον σκοπό που κανένας άνθρωπος δεν έχει. Όχι να ζήσω λοιπόν για κάποιο σκοπό. Μα να ζήσω γιατί τίποτα καλλίτερο δεν έχω να κάνω. Μα και αν είχα κάτι καλλίτερο να κάνω, πάλι θα έπρεπε να ζήσω πρώτα για να το κάνω. Εμπρός λοιπόν. Πώς θα ζήσω; Ας σκεφτώ. Για να ζήσω πρέπει να τρώω. Επίσης πρέπει να έχω ένα σπίτι για να κοιμάμαι. Ακόμα θέλω καλλυντικά και όλα εκείνα τα πράγματα που όλες οι γυναίκες χρησιμοποιούν για να καλλωπίζονται. Μα και αν έβρισκα σπίτι και φαγητό και γυναικεία πράγματα, ύστερα τι; Όλη μέρα θα έτρωγα και θα κοιμόμουν; Δεν χρειάζομαι διασκέδαση; Εξόδους; Φιλίες; Οπωσδήποτε κι αυτά είναι μέσα στη ζωή και ζωή χωρίς κάποιο από αυτά είναι δυστυχία. Μα για να έχω σπίτι, φαγητό, φίλους και τα άλλα-αφού έτσι είναι φτιαγμένος ο κόσμος-, χρειάζομαι λεφτά. Ναι, μάλιστα, λεφτά. Αυτά τα χρωματιστά χαρτάκια τα με τόση λεπτότητα και καλαισθησία ζωγραφισμένα. Και το ερώτημα είναι πού θα τα έβρω. Βλέπω γύρω μου ανθρώπους που εργάζονται. Να εργαστώ λοιπόν. Μάλιστα. Όμως τι επάγγελμα να κάνω; Να γίνω καθηγήτρια πανεπιστημίου ή δασκάλα αποκλείεται. Απαιτείται γι αυτό πτυχίο πανεπιστημίου και εγώ τέτοιο δεν έχω. Πάντα απεχθανόμουν τα γράμματα. Να παραδίνω πίτσες στα σπίτια; Μία καλή δουλειά. Μα όπου πήγα και ζήτησα μια τέτοια δουλειά, συνάντησα την άρνηση. Και όχι πως ζήτησα ποτέ σοβαρά μια δουλειά,μα περισσόυτερο για τα μάτια τοπυ κόσμου το έκανα αυτό. Γιατί πάντοτε μου άρεσε να έχω λεφτά χωρίς να δουλεύω. Και έβλεπα γυναίκες που το πετύχαιναν… Να έχω εισοδήματα όπως έχουν πολλοί-από σπίτια, χωράφια, εργοστάσια, από κάπου τέλος πάντων, δεν έχω. Μα πρέπει να ζήσω κι εγώ διάβολε μιας και ήρθα στον κόσμο!  Κομμώτρια; Πάλι θέλω δίπλωμα και για να αποκτήσω το δίπλωμα θέλω πάλι λεφτά. Από αυτό και μόνον γίνεται φανερή η ειρωνία των εργοδοτών. Για να σε προσλάβω κυρία μου θέλω δίπλωμα. Και για να βγάλεις δίπλωμα θέλεις λεφτά. Πέστε μου εσείς κυρίες και κύριοι, πώς θα παντρέψω τα δύο αυτά; Είναι όπως για να προσληφθεί κάποιος κάπου του ζητάνε προυπηρεσία και κανείς δεν υπολογίζει ότι για να έχει προυπηρεσία θα πρέπει να έχει εργαστεί! Και τι θα γίνουν όσοι ζητούν να εργαστούν για πρώτη φορά; Τι μένει λοιπόν σε ένα κορίτσι για να ζήσει; Τι εκτός από τη δουλειά μου μπορώ να πουλήσω; Φουστάνια; Μα για να πουλήσω αυτά θα πρέπει πρώτα να τα αγοράσω! Πάλι αδιέξοδο, το αδιέξοδο που κάποιος σαδιστικός νους έχει διαλέξει να ρίξει τους νέους. Σωματική δύναμη δεν μπορώ να πουλήσω. Γνώσεις δεν μπορώ να πουλήσω. Περιουσία δεν έχω για να την εκμεταλλευτώ. Ρούχα και όποιο άλλο είδος χρήσιμων ή αναγκαίων πραγμάτων δεν μπορώ να πουλήσω. Μα υπάρχει κάτι άλλο που κάνουν πολλοί και μ’ αυτό καλοπερνούνε. Να κλέψω! Χμ… εύκολο να το λες αλλά δύσκολο έως αδύνατο να το κάνεις. Αν με πιάσουν θα έχω συνέπειες που θα με ρίξουν και πάλι στη δυστυχία, όπως καληώρα και η αεργία. Δεν είμαι εγώ για φυλακές και για τιμωρίες. Δεν μπορεί, η εκξυπνάδα μου θα με βοηθήσει να βρω κάτι.  Αλλιώς μου μέλει να πεθάνω. Μα όχι! Σκέψου ακόμα μυαλό! Σκέψου! Κάτι άλλο θα υπάρχει. Βρες το για μένα αν θέλεις να ζήσεις κι εσύ, γιατί αν δεν με βοηήσεις να αποκτήσω λεφτά πας κι εσύ χαμένο… Σκέψου!.. Και το μυαλό της σκέφτηκε όσο λίγο χρειαζόταν και της είπε: Αγαπητή μου, υπάρχει κάτι που μπορεί να δώσει πολλά σε μια γυναίκα. Από λεφτά έως δόξα, φήμη, δύναμη. Είναι αυτό στο οποίο διαφέρει ανατομικά ο άντρας από τη γυναίκα. Από αρχαιότατους χρόνους οι γυναίκες έχουν χρησιμοποιήσει αυτό το εργαλείο για να πραγματοποιήσουν τις επιθυμίες τους. Οι άντρες θέλουν έρωτα και οι γυναίκες και μόνο μπορούν να τους τον δώσουν. Και γι αυτό δεν χρειάζεται καμιά προετοιμασία, κανένα πτυχίο, καμιά προυπηρεσία.Μπορώ να σου πω ακόμα ότι στη δουλειά αυτή η έλλειψη προϋπηρεσίας πληρώνεται περισσότερο. Αλλά και όπως είσαι εσύ τώρα μπορείς να δοκιμάσεις. Εσύ δεν έχεις παρά να διαλέξεις τι ακριβώς θέλεις. Δηλαδή λεφτά, ή… καλά καλά, μη φωνάζεις, λεφτά θέλεις. Ωραία. Με βγάζεις από τον κόπο να σου απαριθμήσω τα άλλα  κέρδη του επαγγέλματος αυτού, αλλά καλλίτερα έτσι γιατί τα περισσότερα από αυτά αγοράζονται με τα λεφτά. Λοιπόν πρέπει να με βάλεις να σκεφτώ πόσα θέλεις και για πόσον καιρό τα θέλεις. Και αφού με προσταζεις να το κάνω, να! το κάνω και σε ενημερώνω. Και πρώτα, με το παρουσιαστικό που έχεις μην υπολογίζεις σε πολλά καλή μου. Υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός από όμορφες κοπέλες και δυστυχώς θα είσαι η νικημένη αν επιχειρήσεις να τις ανταγωνιστείς. Ένα δεύτερο θέμα είναι πως δεν μπορείς να υπολογίζεις ότι ένας έξυπνος άντρας θα σε πλήρωνε πολλά ή για πολύν χρόνο για τα προσόντα που εσύ θα προσφερθείς να του πουλήσεις. Έχουμε λοιπόν ως τώρα λίγα λεφτά και κουτός άντρας. Δεν πρόκειται δηλαδή να γίνεις ούτε Κλεοπάτρα, ούτε Ασπασία. Ύστερα πες μου, θέλεις χρήματα για πόσο διάστημα; Ναι, σε άκουσα πριν μιλήσεις-θέλεις λεφτά για όλη σου τη ζωή. Δύσκολο. Ναι ναι δύσκολο. Πολύ δύσκολο. Ρωτάς γιατί; Γιατί πρέπει να βρεις έναν άντρα πολύ βλάκα κορίτσι μου και αυτό είναι πολύ δύσκολο. Βλάκες άντρες και ανέραστοι πολλοί. Από αυτούς μπορείς να πάρεις λίγα χρήματα. Πολύ βλάκες που να σε πληρώνουν μια ζωή δεν θα βρεις εύκολα. Όταν όμως νομίσεις ότι τον βρήκες, να κάνεις ένα τεστ για να σιγουρέψεις ότι είναι αυτός που σου κάνει.Θα του ζητήσεις είκοσι χιλιάδες δολάρια για να ανοίξεις ένα μαγαζί τάχα. Αν στις δώσει, θα είναι σημάδι ότι από τότε και ύστερα θα τον κάνεις ό,τι θέλεις και πια θα έχεις πετύχει στη ζωή σου. Για να βρεις όμως αυτό το σπάνιο είδος, θα πρέπει να ταξιδέψεις σε πολλές χώρες και να γνωρίσεις πολλούς άντρες ώσπου να συναντήσεις τον ιδανικό σου μεγάλο βλάκα. Και αν θέλεις τη συμβουλή μου, μην νομίσεις ότι αυτά που σου είπα είναι λαθεμένα και χάσεις τον καιρό σου ψάχνοντας. Αν δεν θελεις τίποτε άλλο για τώρα από μένα, πήγαινε στο καλό και σου εύχομαι καλή τύχη. Και μην ξεχνάς ότι θα είμαι κοντά σου πάντα για να σε βοηθήσω στην κρίση σου.
Και αφού σκέφτηκε και ακουσε αυτά η τυχοδιώκτριά μας, ακολούθησε τις συμβουλές του μυαλού της, ώσπου περνώντας βουνά και ποτάμια, πόλεις και χωριά, έφτασε στον Βλάκα που ήταν υπεράνω των προσδοκιών της. Και όταν της έδωσε είκοσι χιλιάδες για «να ανοίξει μαγαζί», τότε βεβαιώθηκε πως αυτός ήτανε ο μεγάλος Βλάκας που ζητούσε.Αυτόν μπορούμε να τον πούμε πιο καλά ένα σκυλακι για όλες τις δουλειές. Να της φερνει την εφημερίδα, να της κουβαλάει τις βαλίτσες της στα ταξίδια, να τρώει ξυλιές όταν κάτι δεν το κάνει όπως θέλει αυτή, και κάθε μήνα να έρχεται με κρεμασμένο στο λαιμό του ένα καλαθάκι με μέσα του δέκα χιλιάδες δολάρια. Τι άλλο θα ήταν αυτή η γυναίκα από τυχοδιώκτρια;  Στο κάτω κάτω την παραδέχομαι. Είναι ειλικρινής απέναντι στον εαυτό της. Ικανοποιήθηκες;
Φ
Ναι, ωραία τα είπες. Τι λέγαμε;…
Γ
Λέγαμε για το γράμμα που έστειλα του Βλάκα για να τον αποτρέψω να παντρευτεί αυτή τη γυναίκα. Η «οικογένεια» όμως, τον έσπρωξε προς αυτήν, πετυχαίνοντας δυο στόχους. Να τον ξεκόψει εντελώς από μένα που ήμουν αντίθετος προς αυτό και να τον έχει σύμμαχο σε ό,τι εναντίον μου σχεδίαζε. Δεν ήξεραν ότι εγώ με τον Βλάκα είχαμε ξεκόψει από μόνοι μας και από καιρό. Και σαν Βλάκας που είναι, έπεσε και σε αυτή την παγίδα, συνέπεια της άλλης, της πρώτης και καλλίτερης-του γάμου του με την τυχοδιώκτρια. Πράγματα που συμβαίνουν με όλους τους πατεράδες και με όλους τους γιους-ή αν θέλεις με τους περισσότερους. Μόνο που σε μας έγινε απότομα και μια κι έξω, όπως γίνεται στις λιγότερες περιπτώσεις. Φαινομενικά μόνον απότομα. Γιατί όλα ήσαν έτοιμα γι αυτό. Και είναι καλλίτερο που έγινε έτσι παρά να συνεχίζαμε να ζούμε την παραπάνω κατάσταση που σου περίγραψα.
Με φαντάζεσαι σε ένα σπίτι, έστω και για λίγες μέρες, που δεν θα μπορώ να μιλάω ελεύθερα, που θα πρέπει να κοιμάμαι όχι όποτε εγώ θέλω αλλά όποτε θέλουν άλλοι, που θα πρέπει να  υποκρίνομαι πως συμφωνώ με πράγματα φανερά λαθεμένα, που θα πρέπει να βλέπω τον Βλάκα να αηδιάζει μέχρις εμετού όταν με βλέπει να χρησιμοποιώ μια αλοιφή ή να παίρνω ένα χάπι;..
Φ
Ξέρεις τι σκέφτομαι;
Γ
Πες το.
Φ
Σκέφτομαι πως ο Βλάκας κοκορεύεται με το επάγγελμα και με τα εφόδια που εσύ του έδωσες και πως οι Βρακονονοί γλεντάν με τα λεφτά που σου έκλεψαν, κυκλοφορούν με το αυτοκίνητο που σου έκλεψαν, κάθονται στα σπίτια που σου έκλεψαν, ζεσταίνονται με τη φωτιά των καμένων ποιημάτων σου.
Γ
Βλέπεις; Κάτι πρόσφερα κι εγώ στους ανθρώπους-στα όντα αυτά τέλος πάντων.  Μα δεν έκαναν μόνον αυτά.
Φ
Υπάρχει και κάτι άλλο που δεν ξέρω;
Γ
Κάτι που πάει μαζί με τα υπόλοιπα. Και είναι αυτό ότι με επικρίνουν και με διαβάλλουν παντού. Το που με διαβάλλουν Βλάκας και Βρακονονοί, το έχω μάθει πριν πολλά χρόνια. Και φίλοι και συγγενείς έχουν αρπάξει τον ιό της διαβολής που εκείνοι τους έχουν σερβίρει και έχουν αρρωστήσει βαριά. Οι πόρτες τους όταν τις χρειάστηκα ήταν κλειστές για μένα. Ο Βλάκας με έχει κακολογήσει και συκοφαντήσει ως και σε όλους όσους γνώριζα στην Αμερική. Ανθρώπινο είναι. Και το περίμενα από όλους. Ήτανε μια αθέλητη συμβολή τους στην μόνωση που είναι η βάση της ύπαρξής μου. Ως για τις επικρίσεις τους, ούτε αυτές με αγγίζουν. Επικρίσεις όσες θέλουν ας κάνουν. Εμένα η κρίση μ’ ενδιαφέρει. Και δεν θα με κρίνουν αυτοί. Ούτε κανένας άλλος-για σκέψου να ήταν αξιόπιστη μια ανθρώπινη κρίση-να είναι αληθινό κάτι ανθρώπινο! Λόγο θα δώσω στον πατέρα μου εγώ. Αυτός θα είναι ο μέγας κριτής μου. Θα είναι ο Πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής που θα αποτελείται από τους κοινούς μας προγόνους. Όλους τους προγόνους. Από τον πατέρα του πατέρα μου μέχρι τον πίθηκο που γέννησε τον πρώτο ανθρώπινο γόνο μας. Εκεί θα ξεδιπλώσω τη ζωή μου-κάθε ώρα της, κάθε λεφτό της. Εκεί θα ξεφορτώσω το βαρύ φορτίο που μου παραδώσανε φέρνοντάς με στη ζωή. Ανάλλαχτο, ανέπαφο, αξόδευτο. Αυτοί θα κρίνουν αν προχώρησα και πόσο τον άνθρωπο μπροστά. Και θα περιμένω εκεί, μαζί με τους άλλους προγόνους, τον άξιο απόγονο που θα μεγαλώσει τη σύντροφιά μας. Στους άλλους, στους Βλάκες, τους χαζοχαρούμενους, τους φαντασμένους, τους φιλοκερδείς θα πω πήγαινε παιδί μου εσύ στη θεία σου ή στη γυναίκα σου, πήγαινε παιδί μου εσύ στους Αθανασίου, πήγαινε παιδί μου εσύ στους Κατσουλέηδες. Εδώ ανθεί η ελπίδα του Ανθρώπου, εδώ ο μελαγχολικός και μουτρωμένος Χολιαστός του χανιού του Μπούμπουκα απεργάζεται την απροσποίητη ευφορία και την υγιή ευθυμία. Και όλοι μαζί-κι εγώ πια αντάμα τους, σαν έρθει η βλογημένη ώρα θα φορτώσουμε το φορτία της ανθρωπιάς στις πλάτες του απόγονου που θα κρίνουμε ικανόν να το σεργιανίσει στον κόσμο. Και ας τον απομονώσουν κι αυτόν, και ας τον παραμερίσουν, και ας τον μισήσουν και ας τον κλέψουν. Μα να τον βλέπουν για να ξέρουν ότι υπάρχει. Για να ξέρουν πως όλοι δεν είναι ανδράποδα. Για να ξέρουν πως κάποιος ξέρει την αλήθεια. Για να ξέρουν-κι αυτή η γνώση να τους καίει-πως όλος ο αέρας δεν είναι δικός τους-πως μέσα του κυκλοφορούν αμόλυντα μόρια που κλείνουν την αλήθεια αχάλαστη στους αιώνες. Για να ξέρουν πως την ώρα της αλήθειας θα υπάρχουν μάρτυρες-για να μας υπολογίζουν όχι σαν αμίλητη σκουριά παρά σαν πυρωμένο σίδερο.
Φ
Ωραίος συλλογισμός. Σαν ποίηση. Αν σκέφτονταν ετσι οι άνθρωποι… Μα εμένα που είμαι πεζός, δεν μου κολλάει, δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί, πώς, ο Βλάκας έκλεψε τα λεφτά σου. Είμαι σίγουρος πως όπως είπες και συ δεν τον είχες μάθει να κλέβει.
Γ
Κι εγώ δεν μπορώ να εκτιμήσω τι έσπρωξε τον Βλάκα να κλέψει λεφτά. Όλα τα υπόλοιπα που είπα πιο πανω και αυτά που αν το φέρει η κουβέντα μας θα πω κατόπιν, τα δικαιολογώ και τα καταλαβαίνω. Λοιπόν που δε θέλει ούτε να με ακούσει, το καταλαβαίνω. Αυτό θελει, αυτό κάνει. Δεν μπορώ όμως να μην παρατηρήσω ότι έχει δοθεί ψυχή τε και σώματι στους Βρακονονούς. Και αν αυτό είχε γίνει με τη θέλησή του, με γεια του και με χαρά του. Όμως αυτός, Βλάκας όντας, παραδόθηκε σε αυτούς όχι αυτόβουλα αλλά ύστερα από μία με μεγάλη μαεστρία πολιτική που εφάρμοσαν οι Βρακονονοί για να το πετύχουν. Αλλιώς δεν δικαιολογείται που σε κάθε θέμα που έχει εγερθεί μεταξύ εμού και αυτών αυτός είναι αναφανδόν με το μέρος τους. Η αλήθεια πάλι όμως είναι, πως όταν πήραν λεφτά μου από την Τράπεζα για να καλλωπίσουν το αυτοκίνητό μου που αυτοι θα χρησιμοποιούσαν, και μου έστειλαν στην Αμερική το λογαριασμό αμέσως που εγώ είχα φτάσει στην Αμερική κυνηγημένος, έρημος και άγνωστος μεταξύ αγνώστων και αγωνιζόμενος εναντίον ενός ωκεανού αντιξοοτήτων, δεν είπα τίποτα στον Βλάκα γι αυτό. Όταν πάλι εξαφάνισαν τα λεφτά που άφησε για μένα η μητέρα μου πεθαίνοντας, και τότε δεν του έβαλα τέτοιες έγνοιες στο κεφάλι του, αφήνοντάς τον απερίσπαστον στα μαθήματά του. Ούτε όταν, γυρίζοντας στην Ελλάδα, με πήγαν μια βόλτα με το αυτοκίνητό μου θεωρώντας ότι έτσι ξοφλάνε την υποχρέωσή τους να μου δώσουν πίσω το αμάξι μου, ούτε τότε είπα τίποτα στον Βλάκα. Όταν όμως έκαψαν τα ποιήματά μου που τους έστελνα να μου τα φυλάξουν, τότε του ανάφερα το γεγονός. Του είπα μάλιστα να ζητήσει τα ποιήματά μου από το Βρακί. Τα ζήτησε πράγματι. Το Βρακί όμως του είπε ότι δεν τα έκαψε, αλλά τα πήγε στο σπίτι της Αχαρνών. Το σπίτι αυτό ήταν έρημο για χρόνια. Ο Βλάκας, σαν Βλάκας που είναι, δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι το Βρακί του είπε ψέματα. Δέχτηκε ανεξέταστα το αδιανόητο πως τα ποιήματα θα ήτανε, λέει, καλλίτερα φυλαγμένα σε ένα έρημο σπίτι, παρά σε ένα σπίτι όπου μπαινοβγαίνουν κάθε μέρα πολλοί! Από αυτό κατάλαβα πια ότι θα ήτανε μάταια κάθε προσπάθεια να εξηγήσω στον Βλάκα πώς έχουν και τα άλλα πράγματα. Από κει και πέρα δεν ήτανε δύσκολο να εκλάβει τις δικές μου εκδοχές σαν αστήριχτες, τη στιγμή μάλιστα που του είχε εντέχνως γίνει πλύση εγκεφάλου εναντίον μου. Και έχω πάψει να αναρωτιέμαι γιατί αυτή η πλύση εγκεφάλου, που ας σημειωθεί ότι δεν βρήκε καμία δυσκολία αφού από μέρους μου δεν υπήρχε ανάλογη προσπάθεια «προσεταιρισμού» του Βλάκα. Καλά έκανε κι έγινε λοιπόν κι αυτή, αφού τα εφόδια με τα οποία είχα προσπαθήσει για τόσα χρόνια να μάθω τον Βλάκα να αντιστέκεται σε παρόμοιες αθέμιτες προσπάθειες οποθενδήποτε προερχόμενες, δεν έπεσαν σε καλο έδαφος… Δέχομαι όλα όσα συμβαίνουν, λέγοντας πως σε κάθε περίσταση κάτι έπρεπε να γίνει ή να μην γίνει. Η πλάστιγγα έγειρε εδώ προς το να γίνει η πλύση εγκεφάλου. Αν δεν είχε γίνει θα αναρωτιόμουν ίσως γιατί δεν έγινε. Ξέρεις όμως; Λέω και κάτι άλλο.Μπορεί ο Βλάκας να έδρασε έτσι-παίρνοντας το μέρος των άλλων-επειδή έτσι διάλεξε το πιο εύκολο γι αυτόν. Δηλαδή, αν διάλεγε να είναι με το μέρος μου, θα είχε να «αντιμετωπίσει» ένα πλήθος άλλων, ενώ διαλέγοντας να αντιτεθεί σε μένα, «αντιμετωπίζει» εμένα μόνον. Ίσως πάλι είναι οπαδός της γνώμης πως ό,τι και να κάνουμε θα μετανιώσουμε. Καλλίτερα λοιπόν να μην κάνουμε τίποτα. Ή να μην σκεφτόμαστε αλλά να πράττουμε στην τύχη. Και ό,τι έκανε το έκανε στην τύχη. Όλα αυτά τα δέχομαι Φώτη. Ο καθένας μπορεί να παίρνει το μέρος κάποιου και να μισεί κάποιον άλλο. Δικαίωμα του Βλάκα είναι να μη θέλει να με δει και το σέβομαι. Εξάλλου αυτό έρχεται να καλύψει και τη δική μου απροθυμία να βλέπω από κοντά πώς κατάντησε ο Βλάκας με όλα αυτά. Εκείνο που με τίποτα δεν επιτρέπονταν να κάνει είναι να κλέψει τα χρήματά μου. Γιατί αν απαρνιόμενος τον πατέρα του παραβαίνει έναν άγραφο νόμο, κλέβοντας παραβαίνει επικίνδυνα έναν γραπτό νόμο. Και για τον άγραφο νόμο αυτός ο ίδιος έχει να λογοδοτήσει στον εαυτό του (αν χρειάζεται, αυτό μόνον εκείνος το ξέρει), για την κλοπή όμως φοβάμαι πως θα έχει να λογοδοτήσει στο Αμερικάνικο Κράτος. Γιατί την κλοπή των χρημάτων δεν μπορώ να την δικαιολογήσω, δεν μπορώ να βρω ένα κίνητρο λογικό γι αυτήν, δεν μπορώ να φανταστώ πώς σκέφτηκε και με τι ο Βλάκας,  ώστε να φτάσει σ’ αυτήν.  Καθώς σήμερα το χρήμα είναι η κινούσα δύναμις, η συντήρηση στη ζωή των ανθρώπων, η κάλυψη με αυτά των αναγκών τους, η θεραπεία τους όταν ασθενούν, κλέβοντας κανείς χρήματα κλέβει υγεία, δράση, ζωή. Μήπως ο Βλάκας θεωρούσε ότι έχει το δικαίωμα να κλέβει τα χρήματά μου; Όχι βέβαια. Πώς θα είχε το δικαίωμα αυτό; Μόνον αν δεν είμασταν εχθροί θα μπορούσε να πάρει τα χρήματα, αλλά και πάλι λέγοντάς μου: Ξέρεις κολόγερε, χρειάστηκα χρήματα, δεν είχα και πήρα από τα δικά σου μερικά. Θα τα βάλω πίσω σε λίγες μέρες. Αν πάλι ο Βλάκας έλεγε μέσα του ή στον Νονό: αυτός είναι τόσο χαζός και τόσο δεν τον ενδιαφέρουν τα χρήματα, που ούτε ξέρει ότι του έρχεται εδώ η σύνταξή του και κατά πάσα πιθανότητα ούτε θα το μάθει ποτέ, λοιπόν ας τα πάρω εγώ τα λεφτά-αυτό δεν είναι επιεικώς ανήθικο; Δεν είχε ούτε την εξυπνάδα-βλάκας γαρ- να περιμένει να πεθάνω πρώτα και ύστερα να τα πάρει. Μήπως και τότε όμως θα είχε κάποια δικαιολογία ή η τέτοια σκέψη και πράξη του θα ήταν λιγοτερο ανήθικη; Όχι βέβαια. Και αν η επιλογή «φίλων» είναι αναφαίρετο δικαίωμα καθενός, κι αν το μίσος για τον πατέρα είναι ελεύθερη επιλογή, μα η ανηθικότητα πληρώνεται. Η δήλωσή του Βλάκα πάλι στον μεσολαβητή «δεν θα ξαναπάρω λεφτά από αυτόν το λογαριασμό», δείχνει πως κατάλαβε ότι έκανε κάτι ανήθικο και χυδαίο και τώρα μετανόησε, ή μήπως θέλει να με κάνει να μην στραφώ εναντίον του; Μα η μετάνοια δεν γίνεται όταν συλλαμβάνεσαι κλέπτων οπώρας, η μετάνοια είναι το αποτέλεσμα τυψεων της συνείδησης με επακόλουθο την εξομολόγηση μαζί με την εις ανύποπτον χρόνον διακοπή της  πράξεως για την οποία μετανοεί κανείς.
Με ρώτησες ποιο ήταν το κίνητρο του Βλάκα στην επιλογή «εχθρού». Εδώ Φώτη δεν πρόκειται για άμεση χρηματική ωφέλεια όλων αυτών.  Η ωφέλεια του Βλάκα από τον Νονό, είναι η ιδέα που αυτός έχει για τον Νονό. Ότι δηλαδή επειδή είναι ο μεγαλύτερος στην οικογένεια, επειδή είναι πλούσιος, επειδή δεν μιλάει πολύ, επειδή σε όλα συμφωνεί μαζί του ώσπου να έρθει η ώρα να τον χρειαστεί πραγματικά οπότε που σε είδα πού σε ξέρω, επειδή επιδίδονται αμφότεροι στην κλοπή (ο ένας των αρρώστων, ο άλλος μαζί με τον Νονό στην κλοπή του πατέρα του), επειδή είναι μοσκιοί και οι δύο, επειδή είναι σοβαροφανείς και οι δύο, επειδή όταν πρόκειται για το συμφέρον και οι δύο είναι ικανοί να σκοτώσουν άνθρωπο, επειδή στερούνται αισθημάτων και οι δύο και η ψυχρή λογική τους κυβερνάει, επειδή όλα αυτά, θεωρεί πως είναι υποχρεωμένος να τον υπακούει, να τον βλέπει σαν κάτι υπερφυσικό, σαν κάτι που μπορεί να εξουδετερώσει όποιον κίνδυνο. Σαν Νονό δηλαδή. Πριν όμως από όλα αυτά, η κοινή τους απέχθεια και το κοινό τους μίσος για μένα προέχει. Γιατί αυτό το μ;iσος και αυτή η απέχθεια; ρώτα τους ίδιους να σου πούνε. Η Ιερή Συμμαχία είχε οδηγό τη λογική όταν θανάτωνε τον Μπρούνο; Εκτός αν πεις λογική την καταπολέμηση της προόδου, το θάρρος της γνώμης και την ελευθερία του πνεύματος. Και τώρα που το σκέφτομαι,να! Ο Μέγας Ιεροεξεταστής είναι ο Νονός και ο προδότης Μοτσενίγκο είναι ο Βλάκας της δικής μας ιστορίας.
Φ
Μα ο Μοτσενίγκο ήτανε Δόγης της Βενετίας…
Γ
Αυτοί προδίνουν. Όσοι ενοχλούνται από την ανωτερότητα εκείνου που προδίνουν. Λοιπόν μετά, εκτός από την «ωφέλεια» που έχει ο Βλάκας από τον Νονό, έχει την ίδια ώρα μαζί και το καταφύγιο, την κρυψώνα και τα σαλιαρίσματα που του παρέχει το Βρακί. Είναι από τους ανθρώπους που έχοντας ανάγκη, λόγω της δουλοπρέπειάς τους, πηγαίνουν και βρίσκουν αφεντικά. Ο Βλάκας βρήκε δυο πολύ βολικά για την κατάστασή του αφεντικά: τον Νονό και τον υπάνθρωπο που τον παντρεύτηκε κιόλας για να έχει σίγουρη και δια βίου την υποτέλειά του. Ναι, του έδωσα φτερά, μα για να πετάει κι όχι για να σέρνεται. Του έδωσα φτερά για να γίνει υψιπέτης αετός και έγινε ψοφοδεές θαμνοφώλιαστο σπουργίτι.  Εγώ δεν ήμουν καλός δάσκαλος; Αυτός δεν ήταν καλός μαθητής; Τι από τα δύο ποιος ξέρει.
Οι μπράβοι πάλι, τα παιδιά και τα εγγόνια δηλαδή των Βρακονονών, χρησιμεύουν σαν αντιστάθμισμα ή αν θελεις σαν ανταμοιβή της δουλικότητας του Βλάκα: όσο έχει την Υψηλή Προστασία του Νονού, οι μπράβοι τον υπολογίζουν. Ως για τους Βρακονονούς και τους μπράβους, στο πρόσωπο του Βλάκα βλέπουν ίσως έναν αντιπρόσωπο της Μαφίας τους στην Αμερική. Σου λέει, πώς η σικελική Μαφία έφτιαξε αποικία στο Σαν Φρανσίσκο; Ε, αυτοί θα φτιάξουν ένα νέο κλάδο ανίερης συμμαχίας στο Λος Άντζελες. Γελάς…
Φ
Γελάω αλλά και περιμένω να μου τα εξηγήσεις όλα αυτά. Μου μιλάς για Μαφίες και μπράβους και δεν ξέρω τι είναι όλα αυτά. Για πες μου.
Γ
Και βέβαια θα το κάνω γιατί εσύ και η οικογένεια σου είσαστε μακριά από τέτοιες καταστάσεις και δεν τις υποψιάζεσαι καν. Κατ’ αρχάς Νονός ξέρεις τι είναι. Είναι ο αρχηγός μιας συμμορίας από βίαιους ανθρώπους, που χαρακτηρίζονται από κώδικα σιωπής (ομερτά) και που ασκούν κυριαρχία σε επιχειρηματικές και άλλες δραστηριότητες προσώπων ή ομάδων προσώπων και οργανώσεων. Η συμμορία έχει τη δυνατότητα να διοικείται από μόνη της. Η συμμορία του Νονού στην οποία ανήκει και ο Βλάκας είναι η οικογένειά του και η οικογένεια του Βρακιού.
Η εντολή του Νονού εκτελείται άμεσα και ασυζητητί από όλα τα μέλη. Και για κάθε ενέργεια της συμμορίας ισχύει όπως σου είπα η ομερτά, δηλαδή ο νόμος της σιωπης ή ο νόμος κάνω ότι δεν βλέπω.
Απαραίτητο γνώρισμα όλων είναι η φιλοχρηματία, η οποία εδώ και μας ενδιαφέρει. Όλοι και πρώτος ο Νονός επιδιώκουν την απόκτηση όλο και περισσότερων χρημάτων και υλικών αγαθών. Εδώ έχουμε την υποπερίπτωση όπου ο Νονός με τη χρησιμοποίηση μελών της συμμορίας, έχει βάλει στο χέρι τα υπάρχοντά μου.
Σαν αντάλλαγμα των υπηρεσιών και της σιωπής τους, τα μέλη έχουν την προστασία του Νονού έναντι ξένων επιβουλών, ενώ καρπώνονται οφέλη και από τα κλοπιμαία, ανάλογα με την θέση καθενός στην ιεραρχία της συμμορίας και με την συμμετοχή του σε κάποια προσοδοφόρα ενέργεια.
Φ
Θέλεις να πεις ότι ο Βλάκας θα έχει κάποιο όφελος από την κλοπή των χρημάτων σου;
Γ
Και βέβαια. Το γενικό όφελός του είναι πως κλέβοντας τα χρήματα αποδείχνει για μία ακόμα φορά ότι είναι πιστός στην εκτέλεση των διαταγών του Νονού. Αλλά υπάρχει και το ειδικό του όφελος στην περίπτωση της κλοπής των χρημάτων μου και αυτό είναι η δυνατότητά του να χρησιμοποιεί το σπίτι που με τα χρήματά μου έχτισε ο Νονός, η κάλυψη κάθε βρωμιάς του από τον Νονό, καθώς επίσης να του επιτρέπεται να χρησιμοποιεί το Βρακί.
Φ
Καλά, πώς δίνονται τέτοιες εντολές; Έγγραφα; Προφορικά;
Γ
Δεν είναι ανάγκη να γίνονται ιδιαίτερες συγκεντρώσεις και γενικότερα συναντήσεις Νονού και συνεργατών ή μαφιόζων για να δοθεί μια εντολή. Σε μια οικογενειακή συγκέντρωση αρκεί ένα γρύλλισμα, ένα βύθιο μούγκρισμα, μια όλο βροντερά υπονοούμενα σιωπή όταν  θα περίμενε κανείς ν’ ακούσει έναν οοποιδήποτε λόγο, μια όλο ψεύτικη καλωσύνη ματιά, ένα συνθηματικό νεύμα, μια φραστική εξύμνηση ενός σχεδίου, μία σαφής εντολή σε πιο δύσκολες περιστάσεις. Όλα αυτά παίζουν το ρόλο τους όταν απευθύνονται σε ανθρώπους που εξαρτώνται από τον Νονό. Άλλο τίποτα δεν χρειάζεται. Και μη νομίσεις πως ο Νονός φέρεται αυταρχικά ή αγροίκα. Αντίθετα ο μύστης αυτός της κλεμμένης Ιδιοκτησίας δίνει τις διαταγές του μιλώντας σιγά έως ψιθυριστά, αλλά με ύφος σοβαρό και σαν αυτά που λέει να βγαίνουν από έναν γκουρού που δεν επιτρέπεται να κάνει κοινωνούς της σοφίας του τους μικρούς ανθρώπους. Για όποιον όμως τον γνωρίζει, ο λόγος του κρύβει μέσα του την τιμωρία εκείνου που θα αγνοήσει τις εντολές του. Και πάντα πάνω στα πτώματα πατάει με βελουδένια παπούτσια.
Φ
Και ο Βλάκας είναι και αυτός φιλοχρήματος;
Γ
Όπως όλη η συμμορία. Αρκεί να του βάλεις μπροστά στα μάτια του ένα πενηνταδόλαρο-θα το ακολουθήσει μέχρι την Κόλαση.
Φ
Μα δεν μπορείς να χαρακτηρίζεις μαφιόζους κάποιους επειδή σε έκλεψαν μια φορά… ή μήπως έχει ξαναγίνει;
Γ
Δεν είναι μια φορά. Χρόνια τώρα το κάνουν. Γιατί θέλεις πάλι να στα πω; Θέλεις να τα ακούς συνέχεια γι αυτό με ρωτάς; Μου έχουν κλέψει το αυτοκίνητό μου, δυο σπίτια, τα χρήματα που είχε αφήσει πεθαίνοντας η μητέρα μου για μένα, και το χειρότερο, έκαψαν τα ποιήματά μου που τους είχα αφήσει να μου φυλάνε(!)  Αυτά εσύ τα ξέρεις από τότε που γίνονταν-μη μου πεις πως δεν τα θυμάσαι και με βάζεις να σου τα ξαναλέω. Όλα αυτά με τη σύμφωνη γνώμη αν όχι με την έμπνευση του Βλάκα. Γιατί αν ο Βλάκας ήταν εχέφρων, θα εναντιωνόταν στις ορέξεις των Βρακονονών και άλλη θα ήτανε η κατάσταση σήμερα. Μα είπαμε, δεν ωφελεί να λέμε τι θα γίνονταν «αν».
Φ
Ώστε τόση δύναμη έχει ο Νονός;
Γ
Και αδιαφιλονίκητη μάλιστα. Ποιος θα τολμούσε να τον αμφισβητήσει; Αυτός που θα μπορούσε είμαι εγώ, όμως δεν είχα ποτέ τέτοιες βλέψεις και διαθέσεις. Από την άλλη το Βρακί είναι θηλυκού γένους, και όσο για τους μπράβους του κανένας δεν δείχνει προς το παρόν τη διάθεση να τον εκτοπίσει.
Φ
Καλά οι άλλοι, μα και ο Βλάκας να είναι τόσο παλιάνθρωπος…
Γ
Είναι ένας άνθρωπος κι αυτός και δρα όπως δρα επειδή έτσι του λέει το δικό του το μυαλό.
Φ
Άνθρωπος είναι αυτός; Και έχει μυαλό; Είσαι πολύ επιεικής στις εκφράσεις σου. Άνθρωπος είναι κάποιος που κλέβει τον πατέρα του;
Γ
Άνθρωπος δεν είναι αυτός που κλέβει γενικά, είτε κλέβει τον πατέρα του είτε όποιον άλλο. Πώς όμως να τον πω; Ζώο; Αυτά δεν κλέβουν την τροφή από τον πατέρα τους. Πώς να τον πω; Σύγχρονο άνθρωπο; Ναι, οι  άνθρωποι δυσανασχετούν, θυμώνουν με, μισούν ακόμα τον πατέρα τους, μα για να τον κλέβουν δεν τον κλέβουν. Περιμένουν πώς και πώς να πεθάνει ναι, για να τον κληρονομήσουν. Αυτό μάλιστα. Μα να τον κλέψουν όχι. Πώς να τον λέω λοιπόν; Βλάκας, νομίζω ότι λέει όλα όσα αρκούν ώστε αυτός να γίνει κατανοητός. Γιατί μόνον ένας Βλάκας με κεφαλαίο Βήτα θα διενοείτο να κλέψει γενικά, και ειδικά έναν άνθρωπο με τον οποίο ούτε μιλιέται καν. Γιατί το κλέψιμο γενικά είναι όχι μια ειδεχθής πράξη αλλά και μια παρά φύση ενέργεια. Είναι μια κακοήθεια πρώτης γραμμής. Και ό,τι να πεις ότι είναι κάποιος που κλέβει, μπορεί κάποιος άλλος να σου το πολεμήσει. Βλάκας όμως είναι πέρα για πέρα, και αυτό είναι απολέμητο. Όποιον μη έλληνα ρωτήσεις θα σου το επιβεβαιώσει. Οι έλληνες λένε κουτόφραγκους τους ευρωπαίους επειδή τους κοροϊδεύουν και τους πουλάνε για εκατό ευρώ κάτι που αξίζει πέντε ευρώ. Επειδή μπορούν και τους κλέβουν δηλαδή. Και λένε και τους αμερικάνους «αμερικανάκια» για τον ίδιο λόγο. Το γεγονός ότι οι κουτόφραγγοι και τα αμερικανάκια είναι οι μόνοι πολιτισμένοι άνθρωποι στη γη, δεν μετράει καθόλου στη σκέψη του «μόνου έξυπνου» νεοέλληνα. Πες μου τώρα εσύ, είναι βλάκες οι ευρωπαίοι και έξυπνοι οι έλληνες; Εγώ λέω ότι βλάκες είναι οι κλέφτες. Γιατί κλέβοντας κάνουν κακό στον εαυτό τους. Και ποιος άλλος από ένα Βλάκα θα έκανε κακό στον εαυτό του;  Καλά δεν τον λέω λοιπόν;
Φ
Είναι πιο πολύ από Βλάκας. Είναι ανδράποδο.
Γ
Μα για να γίνει ανδράποδο δεν πρέπει να είναι πρώτα Βλάκας;
Φ
Μήπως γάϊδαρος;
Γ
Ταιριάζει. Με γαϊδουρολάτες τον Νονό και το Βρακί. Όμως ας μη τον λέμε έτσι-τα γαϊδούρια τα συμπαθώ.
Φ
Αναίσχυντος;
Γ
Κι αυτό και πολλά άλλα που θα βρίσκαμε ακόμα. Και όλα θα του ταίριαζαν. Ίσως πάλι ο Νονός να τον έφτυσε στο στόμα. Και όταν τα χαρίσματα αυτά ταυτίζονται με τα χαρίσματα κάποιου Νονού, τότε ανθούν γρηγορότερα και είναι πιο… εύοσμα. Και αν ρωτούσες τον Βλάκα, θα σου έλεγε ότι αυτό που έκανε και κάνει είναι σωστό. Το είπε ήδη στον ελληνοαμερικάνο…
Φ
…Μα σωστό το θεωρεί να δώσει τα λεφτά της σύνταξης του πατέρα του για να φτιάξει σπίτι ο Νονός;
Γ
Γι αυτόν ναι. Και μαλιστα, όπως σου έλεγα, όχι μόνον τα έδωσε εκεί, αλλά είπε στον ελληνοαμερικάνο που μίλησε μαζί του ότι «έκανε το καλλίτερο» που μπορούσε με τα χρήματα αυτά.
Φ
Το καλλίτερο;… Και ποιο θα ήτανε το χειρότερο;..
Γ
Τι να πω; Εδώ σταματάει η ανθρώπινη λογική. Μόνον ο ίδιος ο Βλάκας θα μπορούσε να εξηγήσει(;;!!) γιατί αυτό ήτανε το καλλίτερο. Θα μάθω εν καιρώ από τον Άιζακ πώς θα δικαιολογήσει το «καλλίτερο» και τότε θα σου το πω και σένα.
Φ
Και ο Νονός πώς το δέχτηκε αυτό άραγε;
Γ
Τι ερώτηση! Μα αυτός του το ζήτησε. Οι άνθρωποι αυτοί βλέπουν τον κόσμο μέσα από ένα χαρτονόμισμα. Άλλοι έχουν παρωπίδες από παιδικές συνήθειες, άλλοι από ολιγοφρένεια, άλλοι από λαγνεία, ε, αυτοί έχουν παρωπίδες από χαρτονομίσματα. Και ό,τι βλέπουν είναι λεφτά λεφτά και πάλι λεφτά. Αυτή είναι όλη και όλη η κοσμοθεωρία τους και γι αυτό και εκείνοι πήραν τα χρήματα και ο Βλάκας τους τα έδωσε. Οι καημένοι! Δεν είναι παρατηρητικοί αλλιώς θα είχαν προσέξει πως τα σάβανα δεν έχουν τσέπες. Δεν πρέπει να βάλουμε όμως όλους τους Βλάκες στο ίδιο τσουβάλι. Υπάρχουν και Βλάκες (Βλάκες-μη βλάκες) που θα φύλαγαν σαν κόρη οφθαλμού και σαν κάτι ιερό τα χρήματα του πατέρα τους ώστε να τα αποδώσουν στον ίδιο. Οι Βλάκες αυτού του είδους όμως γίνονται όλο και λιγότεροι περνώντας τα χρόνια. Αυτό βλέποντας και ο Κόντογλου έγραψε: «Ω κόσμε ! Σε τι ξεπεσμό έχεις καταντήσει...! Είσαι βουλιαγμένος μέσα στο χρήμα και θαρρείς πως δροσίζεσαι μέσα σε κρυσταλλένια νερά.»  Ή αν θέλεις ακόμα, υπάρχουν και τόσο Βλάκες, που αγαπώντας το χρήμα σαν θεό τους, δεν θα διανοούνταν να απλώσουν το χέρι για να δώσουν, έστω και το κλεμμένο χρήμα  αντί, όπως συνηθίζουν, να το κρατήσουν. Θα πρέπει κάτι υπεράνω της πίστης τους να τους ωθήσει σε αυτό. Στην περίπτωσή μας είναι το μίσος. Και η έντονη επιθυμία της βλάβης του μισούμενου, υπερίσχυσε της λατρείας του Μαμωνά. Φαντάζομαι πόσα κεριά θα πρέπει να ανάψει ο Βλάκας μας στον Μαμωνά για να τον συγχωρήσει. Στην παραδοπιστία διαφέρω από εκείνους. Ίσως αυτό δεν μου συγχώρησαν ποτέ. Και δεν ήταν η μόνη διαφορά μου από αυτούς. Για κείνους είμαι η μύγα μέσα στο γάλα τους.
Φ
Δηλαδή;
Γ
Γι αυτούς ήμουν και είμαι ο παράξενος, ο ακοινώνητος, ο ονειροπαρμένος, ο διαφορετικός, ο που με τη συμπεριφορά του τους ενοχλούσε ή τους ντρόπιαζε.  Δεν έκρυβαν τη χαρά τους όταν έφευγα για Αμερική. Αν τους το έλεγα αυτό θα έσχιζαν τα ρούχα τους για να μου πουν πως έχω άδικο. Έλα όμως που όπως έχω την ικανότητα να βλέπω ανάμεσα στις λέξεις και τις γραμμές ενός κειμένου, έχω και την ικανότητα να ακούω εκτός από τα λόγια που λέγονται και εκείνα που δεν λέγονται… Έλα που φεύγοντας από κάθε παρέα ή από κάθε σπίτι έχω τη δυνατότητα να ακούω τι λέγεται από πίσω μου…
Φ
Όλη αυτή η ιστορία θα σε έχει στενοχωρήσει.
Γ
Αντίθετα. Κάθε χτύπημα που μου δίνουν το δέχομαι με όλο και μεγαλύτερη χαρά.
Φ
Χαρά; Είπες χαρά;
Γ
Ναι. Αυτή τους η συμπεριφορά απέναντί μου με κάνει να αισθάνομαι πόσο διαφορετικός είμαι από εκείνους, πόσο πιο απέχω από αυτούς-από τη συνήθεια, από την νοοτροπία, από τη χαμέρπειά τους. Και αυτό μου δίνει μια χαρά που ξεστράτισα από το σωρό τους και έγινα αυτό που πάντοτε ήμουνα χωρίς να το ξέρω. Κοντά τους ήμουνα το άσχημο παπί. Μακριά τους είδα πως είμαι κύκνος.
Φ
Εγώ θα ένιωθα στη θέση σου σαν το βουβάλι που τρώγεται ζωντανό από τις πολλές ύαινες που το ρίξανε κάτω.
Γ
Να σου πω. Έχω δει την εικόνα που λες. Θα έχεις παρατηρήσει ότι το βουβάλι, ενώ στις πρώτες δαγκωματιές δείχνει να πονάει και να υποφέρει, μετά από λίγο και ενώ είναι ακόμα ζωντανό, στέκεται ακίνητο και χαλαρό. Μοιάζει σαν να κατέχεται από μια αταραξία, σαν να έχει πάει κιόλας στον τόπο της αιώνιας γαλήνης όπου πηγαίνουν οι μάρτυρες της θρησκείας, ή σαν να έχει πετύχει τη νιρβάνα, μια κατάσταση που εξαλείφει τον πόνο και στην οποία το όν βρίσκεται πέρα από την διαφοροποίηση του είναι και του δεν είναι. Αν έτσι είναι τα πράγματα, τότε συμφωνώ μαζί σου και πράγματι τότε, αυτό το βουβάλι είμαι.
Αλλά θα σου πω και κάτι άλλο. Πριν χρόνια είχα δει ένα κινηματογραφικό έργο όπου ένα τεράστιο τετράποδο σιδερένιο εξωγήινο αντικείμενο απειλούσε με καταστροφή την ανθρωπότητα. Για να το εξουδετερώσουν, οι άνθρωποι το χτυπούσαν με ατομικές βόμβες. Στο τέλος μόνο κατάλαβαν ότι το αντικείμενο αποθήκευε την ενέργεια των βομβών αυτών για να δυναμώνει.
Φ
Μήπως θυμάσαι πώς λεγόταν αυτό το έργο να το βρω;
Γ
Δυστυχώς όχι.
Φ
Θα το ζητήσω από την Φέι. Αυτή κρατάει τα τέτοια φιλμ. Αλλά ξεστρατίσαμε και δεν μου έδωσες την ερμηνεία του Βρακιού.
Γ
Το Βρακί! Λυπάμαι που μιλώντας σου χρησιμοποιώ μια τέτοια λέξη, μα έχει τόσο χρησιμοποιηθεί αυτή η λέξη στη φράση «τον εβαλε στο βρακί της» από το λαό και εδώ ταιριάζει τόσο πολύ…. Το Βρακί λοιπόν. Το Βρακί είναι μεγάλο πράγμα. Έχει θαλπωρή, έχει λαμπαδίτσες το Πάσχα, έχει καλώς το το παιδί μας, έχει ένα κύκλο με τον οποίο συζητιούνται τα κουτσομπολιά της ημέρας και ο καιρός, έχει τα ξύλινα δεκανίκια του κουτσού πνεύματος. Βρακί θα πει ναι σε όλα, Βρακί θα πει γελάκια και ψεύτικα τι γίνεσαι και καλώς ήρθες. Έχει ανταλλαγή ευχών και φωτογραφιών, έχει τι χαριτωμένο που είναι το μωράκι σου ίδιος εσύ, έχει ο ανηψιός μας είναι στην Αμερική!, έχει και τι δεν έχει… Βρακί σημαίνει ναι σε κάθε παραλογισμό με αντάλλαγμα την παραμονή του υποταγμένου μέσα σε αυτό. Με το Βρακί και με ό,τι αυτό σέρνει πίσω του σημαία, έχεις τη δύναμη να δώσεις όποια μάχη. Και τώρα μάλιστα υπάρχουν δύο Βρακιά. Το δεύτερο είναι του υπανθρώπου με τον οποίο ο Βλάκας αποφάσισε κάποτε να συζήσει και ίσως ακόμα συζεί-αλήθεια ταιριάζουν τόσο....  Και έχει τώρα ο Βλάκας να μοιράζεται σε δύο Βρακιά. Και για το δεύτερο, πρέπει και να προσέχει πολύ μπαίνοντας, γιατί λίγο να λαθέψει μπαίνει στον στηθόδεσμο, που είναι δίπλα δίπλα με το Βρακί. Έχουν δα τους μπελάδες τους και τα Βρακιά…
Φ
Έχει παιδιά ο Βλάκας;
Γ
Αν δεν έχει, κρίμα. Θα πάει χαμένη τόση Βλακεία. Το αν έχει ή όχι και πόσα παιδιά ο Βλάκας, είναι ένα θέμα που μου έχει δωσει πολύ ευτράπελες στιγμές. Γνωστοί δηλαδή που ξέρουν ότι εχω έναν Βλάκα στην Αμερική, με ρωτάνε: παιδάκια έχει; Τους λέω ότι μου έρχετα στη γλώσσα. Δυστυχώς είχε δύο και του πέθαναν και τα δύο. Ή έχει ένα κοριτσάκι με σύνδρομο Down. Ή έκανε ένα αλλά είναι νάνος. Ή έκανε ένα αλλά επειδή είχε ρακέτα αντίς κεφάλι το δώρισε στην Καρολίν Γκαρσία. Το ευτράπελο είναι οι εκφράσεις συμπόνιας που ακούω ανάλογα με το τι θα πω…
Φ
Και δε μου λες, με την Πρεσβεία μας τελείωσες;
Γ
Όταν πήγα για να ρωτήσω πού πήγανε τα λεφτά, μου είπανε ότι πρέπει να συμπληρώσω ένα έγγραφο-αίτηση που να τους ζητάω να μου δώσουν τα λεφτά τόσων χρόνων της σύνταξής μου, γιατί αν χάθηκαν δεν φταίω εγώ γι αυτό αλλά εκείνοι, που εξαπατήθηκαν, μιας και εγώ ούτε τους ζήτησα να μου βγάλουν σύνταξη, ούτε υπόγραφα το χαρτί που κάθε δύο χρόνια έστελναν να υπογράψω. Για να γίνει αυτό, μου είπαν, πρέπει να μας φέρεις, τα στοιχεία σου και τα στοιχεία του Βλάκα μαζί, γιατί αυτός είναι ο πρώτος ύποπτος για μας, μιας και αυτός έπαιρνε τα λεφτά της σύνταξής σου,  και να συμπληρώσεις το έγγραφο που θα σου δώσουμε. Μπλέκοντας με τους καρδιολόγους καθυστέρησα να πάω. Χτες πρώτη δουλειά όταν βγήκα από το νοσοκομείο, πήγα. Θα μου πεις πού βρήκα τα στοιχεία του Βλάκα. Στην αρχή πήρα το τηλέφωνό του από κοινό γνωστό και ετοιμαζόμουν να του τηλεφωνήσω και να του ζητήσω τα στοιχεία του που μου χρειάζονταν για την περίσταση. Θα μου τα έδινε όμως ο Βλάκας όταν ήξερε γιατί τα θέλω; Νομίζω πως όχι-ένας που είχε κλέψει τα λεφτά μου από τον κοινό μας λογαριασμό δεν θα μου έδινε πρόθυμα(!) ό,τι του ζητούσα. Έτσι αν και δεν ήθελα να ενοχλήσω τον Ντέηβ, τα ζήτησα από αυτόν και σε δυο ώρες είχα στα χέρια μου από SSN και driver’s license, μέχρι λογαριασμούς τραπεζών με τα pin τους και τον αριθμό του αυτοκινήτου του(!) Και να σκεφτείς ότι όταν ήμουν ακόμα εκεί, ο Βλάκας μου κρατούσε κρυφούς τους λογαριασμούς του στην Τράπεζα. Λες και εγώ που δούλευα σαν το σκυλί δέκα χρόνια για να τον σπουδάσω θα του έπαιρνα τα λεφτά… Μα έτσι σκέφτονται οι Βλάκες.
Φ
Δεν το πιστεύω,στο λέω πάλι, πως σου κράταγε κρυφούς τους λογαριασμούς του.
Γ
Πολλά πάτερ ημών θα πεις εσύ σήμερα. Πίστεψέ το. Τόσο βλάκας είναι ο Βλάκας. Και από αυτό μόνο σκέψου και πόσο φοβιτσιάρης και πόσο φιλοχρήματος ταυτόχρονα είναι, εκτός από ότι και μόνο από αυτό γίνεται καταγέλαστος. Εσύ μόνον μαθαίνεις όλα αυτά που τώρα σου λέω. Δεν τα έχω πει σε κανέναν γιατί ντρεπόμουν γι αυτόν. Μόνον μια κοπέλα τα ξέρει και τώρα τα μαθαίνεις και συ-από μένα. Και συμπεραίνεις από τα παραπάνω πόσο του χρειάζεται ένα Βρακί για να κρύβεται εκεί σε κάθε φανταστικό κιόλας κίνδυνο-όλα, το ένα είναι συνέπεια του άλλου σε αυτή την υπόθεση.
Φ
Μη λες πράγματα αυτονόητα. Σε όλες τις υποθέσεις υπάρχουν αίτια και αποτελέσματα. Αλλά έχω να πω για τον Ντέηβ ότι βρίσκεται σε όλους ε; Ποτέ δεν είπε όχι σε κανέναν μας.
Γ
Μου είπε στην αρχή γιατί δεν του τα ζητάς εσύ τα στοιχεία του; έτσι του είπα πώς έχει η κατάσταση με τον Βλάκα. Όταν άκουσε μάλιστα και ότι μου έκλεψε είκοσι χιλιάδες, μου λέει: τότε θα μου επιτρέψεις να χρησιμοποιήσω τον SSN του στη μαύρη που έχω έλλειψη τελευταία. Του είπα be my quest.
Φ
Και πια πήγες στην Πρεσβεία…
Γ
…Πήγα στην Πρεσβεία την άλλη μέρα κιόλας, έγραψα τα στοιχεία μου παρουσία του υπαλλήλου και στα στοιχεία του Βλάκα έγραψα το όνομά του: Kosta Holiastos ή Konstantinos Choliastos, μου λέει ο υπάλληλος πόσα ονόματα έχει; του λέω ένα αλλά δεν ξέρω πώς το γράφει, αρχίζω να γράφω το SSN του 617…, με διακόπτει μου λέει τι αριθμό γράφεις; του λέω το SSN του, μου λέει μόνον το ονοματεπώνυμο του Βλάκα θέλουμε, τα άλλα θα τα βρούμε εμείς. Και έφυγα αφού λόγω Άιζακ μου έδωσαν ένα τηλέφωνο για να ενημερώνομαι απ’ ευθείας για τα αποτελέσματα της έρευνας.
Φ
Για να δούμε τι θα γίνει… Μα καλά πώς; έτσι απότομα ο Βλάκας σου αποφάσισε να σε κλέψει; ή πώς του ήρθε έτσι ξαφνικά; Δε λέω να το χωνέψω.
 Γ
Καθόλου ξαφνικά. Δεν σου είπα ότι μαζί με το Νονό και το Βρακί μου έκλεψαν τόσα πράγματα; Μόνο που δεν μπορούσε να μου κλέψει τίποτα τότε που ήμασταν μαζί γιατί δεν είχε προκύψει επίσημα από τον Νονό θέμα κλοπής μου και γιατί ό,τι είχα εξυπηρετούσε αυτόν-τις σπουδές του. Αφότου κατέβηκα στην Ελλάδα όμως και έπρεπε να πάρω θέση σε όλες τις βρωμιές που έκαναν ο Νονός και το Βρακί, ο Βλάκας, ελεύθερος πια από την ανάγκη μου, έπαιρνε πάντα το μέρος τους κλέβοντάς με μαζί τους. Και ας του έδινα αποδείξεις της ενοχής τους κάθε φορά, αυτός ήταν με το μέρος τους. Χωρίς να εξετάσει το κάθε θέμα, χωρίς να συζητήσει μαζί μου ή μαζί τους. Απλά έπαιρνε το μέρος τους σαν όπως αναπνέουμε, τόσο φυσικά και ανεξέταστα. Όπως καταλαβαίνεις είχε βαθιές ρίζες αυτή του η αυτόματη τοποθέτηση.
Φ
Τον επηρεασμό του λες από το Νονό και το Βρακί;
Γ
Ακριβώς. Όπως ξέρεις τα παιδιά δεν καταλαβαίνουν τον πατέρα και ο πατέρας δεν καταλαβαίνει τα παιδιά. Κανόνας απαράβατος. Αλήθεια τόσες στατιστικές γίνονται, πώς και δεν κάνουν μία για το αν οι γονείς έχουν ή όχι μετανιώσει για το ότι έκαναν παιδιά; Θα έβλεπες τότε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των γονιών θα έλεγε πως ναι, έχει μετανιώσει. Και τότε μπορεί να σταματούσε αυτή η ασυνεννοησία μεταξύ γονιών και παιδιών τους, αφού μόνο αν δεν υπάρχουν γονείς και παιδιά αυτή θα έπαυε να υπάρχει. Και θα γεννιόνταν λίγοι άνθρωποι τότε και θα υπέφεραν λίγοι. Ώσπου κάποιος σωτήρας της ανθρωπότητας να εφεύρισκε μια μηχανή που να παράγει ανθρωποκτόνες ακτίνες, να την έβαζε σε λειτουργία και να τελείωνε όλη αυτή η ανόητη ιστορία. Το άσχημο είναι πως κανείς δεν θα έμενε για να κάνει το άγαλμά του. Αλλά για ποιον να το έκανε;…..
Φ
…Καλά, αυτό δεν πρόκειται να γίνει…
Γ
Μην το λες. Με την πρόοδο της Φυσικοχημείας όλα είναι δυνατά.
Φ
Δηλαδή η φωνή του Νονού και η εντολή του συμφέροντος υπερίσχυσαν της από χιλιετηρίδων καθιερωμένης εντολής ου κλέψεις. Εντολής που δεν δόθηκε από κάποιον θεό αλλά εμπεδόθηκε από την πρακτική των καθημερινών συναναστροφών των ανθρώπων μέσα στις κοινωνίες τους.
Γ
Ακριβώς. Και όταν τον ρωτάνε «τι έγιναν τα χρήματα», αποφεύγει να δώσει την σωστή απάντηση «τα έκλεψα», και απαντάει, ασυναισθήτως κουτοπόνηρα, όχι σε αυτή την ερώτηση, αλλά στην ερώτηση (που δεν του έγινε) «τι τα έκανες τα χρήματα», λέγοντας «έκανα το καλλίτερο, τα έδωσα στον Νονό για να φτιάξει το εξοχικό του σπίτι». Βλάκας ων, δεν απαντάει στην ερώτηση που του έγινε, προσπαθώντας να μεταθέσει το θέμα στην ωφέλεια που κάποιος άλλος είχε από την κλοπή. Αν δεν είναι μόνον Βλάκας αλλά και κακοήθης, συζητιέται. Μάλλον είναι και τα δύο: ο κακοήθης έκλεψε, και ο Βλάκας, νομίζοντας ότι όλοι είναι βλάκες, δίνει την παραπάνω απάντηση «έκανα το καλλίτερο, τα έδωσα στον Νονό για να φτιάξει το εξοχικό του σπίτι». Αφού έτσι έχουν τα πράγματα με τους Βλάκες, τότε η επόμενη ερώτηση θα έπρεπε να είναι: και ποιος σου είπε ότι κάτι έπρεπε να κάνεις με τα ξένα λεφτά; Μα οι Βλάκες είναι πάντοτε βλάκες. Και πάντοτε νομίζουν ότι κάνουνε το καλλίτερο με κάθε απόφαση στη ζωή τους. Ξέρεις πώς θα αντιδρούσε αν τον είχα μπροστά μου και του έκανα την ερώτηση αυτή; Να σου πω. Θα εκανε ένα μορφασμό αγανάκτησης που δεν μπορώ να καταλάβω ότι έχει δίκιο, βρίσκοντας συνάμα περιττό να απαντήσει καν στην ερώτηση. Αυτός είναι ο Βλάκας. Καταλαβαίνεις-είναι σαν κάποιος να κλέψει τα ξύλα που ο εργολάβος έχει αποθηκέψει στο γιαπί για να επενδύσει τα πατώματα, και στο δικαστήριο ο κλέφτης των ξύλων να λέει «έκανα το καλλίτερο με αυτά-έχτισα ένα σαλέ».
Έλεγα λοιπόν ότι κανένα παιδί δεν καταλαβαίνει τον πατέρα και κανένας πατέρας το παιδί. Το ίδιο γινόταν και με εμάς. Εκείνο που μας κρατούσε μαζί εμένα και το Βλάκα ήταν το κοινό συμφέρον-εγώ να τον σπουδάσω και εκείνος να σπουδάσει. Μα αν ο άνθρωπος προέρχεται από τον πίθηκο, τότε οι δυο μας είχαμε προέλθει από δύο διαφορετικά είδη πιθήκων. Αδιαφορία ή απέχθεια ή σιχαμάρα ήτανε η αντίδρασή του σε ό,τι εγώ έκανα ή έλεγα ή προσπαθούσα. Με ανεχόταν γιατί δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Δεν συμφωνούσε ποτέ με ό,τι έλεγα ή πρότεινα. Και όλα αυτά όχι γιατί είχε να προτείνει κάτι άλλο, αλλά έτσι-χωρίς δικαιολογία, χωρίς συζήτηση. Ό,τι έκανα ή ό,τι έλεγα σ’ αυτόν, ήταν σαν να το πετούσα σαν τόπι πάνω σε έναν τοίχο και αυτό πάντοτε αποκρουόταν για να πάει αδιάφορο πού. Η απόκρουση ήταν το σημαντικό γι αυτόν.
Οι άνθρωποι δεν μπορούν να γνωρίσουν ο ένας τον άλλο. Τα ζώα μυρίζουν το ένα το άλλο. Πώς μπορούν όμως οι άνθρωποι να μάθουν ο ένας τον άλλο; Κάποτε νόμιζα πως μπορούν μονάχα μιλώντας μεταξύ τους. Αργότερα όμως κατάλαβα ότι αυτό τους αποξενώνει ακόμα περισσότερο-τους αποξενώνει σχεδόν τελείως. Ποτέ μας δεν καταφέρνουμε να γνωρίσουμε ο ένας τον άλλο. Είμαστε όλοι μας καταδικασμένοι σε ισόβια απομόνωση κλεισμένοι για πάντα μέσα στο ίδιο μας το πετσί. Είμαστε όλοι μας καταδικασμένοι σε ισόβια απομόνωση μέσα στα ίδια μας τα μοναχικά τομάρια για όλη μας τη ζωή πάνω σ’ αυτή τη γη.
Φ
Έχεις δίκιο. Και αυτό συμβαίνει σε μεγαλύτερο βαθμό όταν πρόκειται για ανθρώπους διαφορετικών γενεών.
Γ
Έτσι αλήθεια έχουν τα πράγματα σήμερα. Είμαστε θνητοί, αλλά δεν το καταλαβαίνουμε! Πολλοί νομίζουν ότι όλα αυτά τα εκατομμύρια άνθρωποι που ζουν δεν θα πεθάνουν ποτέ. Εγώ δεν το νομίζω αυτό, γιατί τα γεγονότα άλλα δείχνουνε. Πεθαίνουμε όπως οι μύγες στο τέλος του καλοκαιριού... Και κανένας δεν μπορεί  να το αλλάξει αυτό! Οι πιάτσες έχουν αλλάξει. Ζούμε μια επανάσταση!
Και πολλοί πάλι νομίζουν ότι ο κόσμος είναι ίδιος με αυτόν που εμείς ξέραμε.  Αλλά ο κόσμος που εμείς ξέραμε, ο κόσμος που ανήκαμε εμείς, οι παλιές καραβάνες, φεύγει και χάνεται κάτω από τα πόδια μας. Και ποιος μπορεί να το εμποδίσει αυτό; Άλλα έχουνε τώρα σημασία: το Χρήμα, η Καλοπέραση, η Μόδα, η Κομψότητα! Θυμάμαι τις εποχές που ο ράφτης μας έπαιρνε μέτρα για να φτιάξει το παντελόνι μας, τότε που οι άνθρωποι ψώνιζαν ό,τι τους χρειάζονταν και όχι ό,τι τους διαφήμιζαν.  Ναι. Τα μάτια μου έχουνε δει αρκετές αλλαγές. Αλλαγές! Ήπια έκφραση. Εμένα τα μάτια μου έχουνε δει επαναστάσεις! Ναι, επαναστάσεις! Ο αέρας που ανασαίνω δεν είναι ο ίδιος μ’ εκείνον που θυμάμαι. Και θέλω να ξέρεις ποια γνώμη έχω για τον καινούργιο κόσμο που οι νέοι θεωρούν, και είναι, δικός τους. Δεν είμαι από κείνους που ουρλιάζουνε πως η παγκοσμιοποήση θα μας καταστρέψει. Δεν υποστηρίζω πως οι άραβες θα καταλάβουνε την χώρα μας. Δεν φωνάζω πως όλος ο πλούτος της χώρας μας είναι συγκεντρωμένος στα χέρια των πολιτικών, και είμαι φίλος με τους αλλοδαπούς. Όμως ένα λέω: πως ο κόσμος που ήξερα χάθηκε -χάθηκε. Τον πήρε ο άνεμος! Όλοι, γουρούνια που σφάχτηκαν, πτώματα πεταμένα στο ποτάμι! Αγρότες που δωροδοκήθηκαν για να μην καλλιεργήσουνε στάρι και για να μη φυτέψουνε καπνό! Ένας ολόκληρος κώδικας με γράμματα άγνωστα στους ανθρώπους της γενιάς μου. Η σκληρότητα, η έλλειψη σεβασμού, οι εφημερίδες γεμάτες με άγνωστα θέματα. Ο τρομακτικός, ο γρήγορος ρυθμός των γεγονότων στον κόσμο. Προς τι, και πού, και γιατί! Δεν θέλω να κάνω ότι τα ξέρω όλα. Το μόνο που λέω, και το λέω πολύ ταπεινά, είναι ότι δεν καταλαβαίνω τι γίνεται γύρω μου... Είμαι ένα από αυτά τα τέρατα που βλέπεις σε ομοιώματα στα μουσεία -απομεινάρια εποχών ανεξερεύνητων- ένα από τα γιγάντια ερπετά, ένας δεινο-τάδε, όπως και να τους λένε. Αλλά εγώ έχω συναίσθηση και ξέρω τι είμαι! Και το δηλώνω χωρίς καμιά ντροπή. Πρωτοβουλία, Αυτοπεποίθηση, Ανεξαρτησία χαρακτήρα! Οι παλιές, χρυσές ιδιότητες που κάνουνε τον έναν άνθρωπο να ξεχωρίζει από τον άλλο -τη λάσπη από τον πηλό και τον πηλό από τη λάσπη.  Μου λένε οι νέοι, εσείς οι παλιοί κάνετε ένα λάθος: κοιτάτε μόνο τη μια πλευρά της ζωής, στις εφημερίδες υπάρχει μια στήλη με θανάτους και άλλη μια με γεννήσεις, κι αν κάτσεις και δεις τους αριθμούς, είναι περίπου ίδιοι. Σας ευχαριστώ για την πληροφορία! Αυτό το ξέρω πολύ καλά, γιατί έχω δει αρκετά μωρά να γεννιούνται. Όμως δεν έχουν καταλάβει τι τους λέω. Το θέμα μου είναι το εξής: ότι το σλόγκαν,«Τραπέζι από ξύλο καρυδιάς», δεν πουλάει πια! Τίποτα γνήσιο δεν πουλάει πια! Δεν δίνεται καμία σημασία στην ποιότητα. Στην παραγωγή ναι, αλλά στην παραγωγή κατώτερων προϊόντων! Και το νεκροταφείο είναι γεμάτο με παλιούς γνωστούς μας. Έχει αρχίσει να βραδιάζει! Όχι, δεν έχει αρχίσει να βραδιάζει. Είναι νύχτα…
Φ
Μην τα βλέπεις έτσι τα πράγματα κι ας είναι.
Γ
Να κάνω ότι δεν τα βλέπω; Μα τα ζω. Γεννήθηκα σε ακατάλληλη εποχή. Μπορώ να πω στο απόγειο της τροχιάς που διαγράφει η ιστορία της ανθρώπινης ουτοπίας. Ο δυσυπέρβλητος και απαράβατος κύκλος όμως θα κλείσει πάλι και το παιδί Ευρώπη και ο εγγονός Αμερική θα γυρίσουν κουρασμένα στο παραγώνι, δίπλα στη γιαγιά Ασία. Και τότε το σωστό μέτρο θα ισχύσει πάλι και ο άνθρωπος θα έβρει πάλι την πρωτινή του αξιοπρέπεια και θα ζει και πάλι μέσα στα πλαίσια που του έχει ορισμένα η φύση του και η προέλευσή του. Μακάρι να είχα υπάρξει πάνω στη γη σε εκείνη, την ευτυχισμένη της περίοδο.
Φ
Συνέχισέ μου για την υπόθεση των χρημάτων. Εμένα πιο πολύ αυτή με ενδιαφέρει παρά το χάσμα των γενεών.
Γ
Μια παρέκβαση ήτανε αυτό, σχετική με το θέμα. Σου έλεγα πως ο Βλάκας απεχθανόταν ό,τι ελεγα και ό,τι εκανα. Μα επιπλέον αυτού του αναμφισβήτητου γεγονότος, εδώ υπήρχε και πως ο Βλάκας ήταν και είναι ίδιος ο Νονός. Σε αυτόν έμοιαζε στην παραδοπιστία, στο λιγομίλητο, στην κρυψίνοια, στην μέχρις αναλγησίας συναισθηματική ψυχρότητα, στο  μίσος προς τον γεννήτορα, στην κλίση προς τα μαθηματικά. Οι αριθμοί αντιμέτωποι με τα γράμματα. Ποιος θα νικήσει όταν η εποχή μας είναι η εποχή των αριθμών; Βλάκας Βρακί Νονός, ξέρουν πως ένα συν ένα κάνουν δύο και πάνω σ’ αυτή τη σχέση στηρίζουν και όλες τις άλλες σχέσεις τους και χτίζουν τη ζωή τους. Αυτοί ποτέ δεν θα μπορέσουν να φανταστούν πόσο κάνει μια πασχαλιά συν μια λαμπρίτσα.
Σε εμένα και στον πατέρα μου ο Βλάκας δεν έμοιαζε σε τίποτε. Πλην ενός: είχε τη συνήθεια και την ικανότητα, σε στιγμές ανάπαυσης ή ανίας, παίζοντας αφηρημένα το στυλό που κρατούσε στο δεξί του χέρι ανάμεσα στις ράγες του αντίχειρα του δείκτη και του μέσου, να το στριφογυρίζει εκεί κρατώντας το παράλληλα προς το έδαφος. χωρίς να του πέφτει. Και χωρίς να το κοιτάζει. Όποτε το έκανε ένα κύμα ευτυχίας με πλημμύριζε γιατί τότε με γέμιζαν όλες μαζί οι αναμνήσεις από τη σχέση μου με τον πατέρα μου. Αυτή του η ικανότητα με έκανε να αισθάνομαι σαν πατέρας του Βλάκα, αυτή του η κίνηση ήταν και μόνο που με έδενε μαζί του.
Μαζί με τη φιλοχρηματία, στον Βλάκα άρεσε πάντοτε και ο έπαινος για ό,τι έκανε ή δεν έκανε, πράγμα που του το έδιναν απλόχερα και με κάθε ευκαιρία ο Νονός και το Βρακί. Και ο Βλάκας άλλο που δεν ήθελε. Ήτανε κάπως όπως τα παιδιά που αγαπάνε τον παππού και τη γιαγιά γιατί τους κάνει τα χατίρια, ενώ δεν αγαπάνε καθόλου τους γονείς τους που φυσικό είναι να τους διδάσκουν και να τους στενοχωρούν για να τους μάθουν τη ζωή, τις κακοτοπιές της και πώς να προφυλάγονται από αυτές. Ο Βλάκας κολακευόταν να πιστεύει πως τα μαυλιστικά λόγια εκείνων αντιπροσώπευαν τη γνώμη που όλη η ανθρωπότητα είχε για αυτόν.
Ο Νονός και το Βρακί πάλι ποτέ όπως σου είπα δεν με χώνεψαν και πάντοτε τους ήμουν μια ενόχληση. Αυτή η ενόχληση έγινε υποχρέωσή τους να αποδώσουν σε μένα όσα είχαν σφετεριστεί όταν εγώ έλειπα, όταν γύρισα στην Ελλάδα. Υποχρέωση που ποτέ και για τίποτε δεν είχαν πρόθεση να τηρήσουν. Και για να έχουν ένα σύμμαχο ακόμα στο πρόσωπο του Βλάκα και σ’ αυτή τους την απόφαση, δεν είχαν παρά  να τον ενημερώσουν για την απόφασή τους. Τόσο απλά.
Τα τόσα χρόνια της απουσίας μου από την Ελλάδα βλέπεις, είχαν προστεθεί στις αιτίες της δημιουργίας συνασπισμού εναντίον μου. Όπως δα γίνεται άλλοτε πιο λίγο άλλοτε πιο πολύ από όλους όσους μένουν στην Ελλάδα για όσους τραβάνε για την εξορία. Στον συνασπισμό λοιπόν αυτόν είχαν με τέχνη προσεταιριστεί και τον Βλάκα. Πώς τα κατάφεραν; Μα επειδή είναι αυτό που είναι- Νονός και Βρακί. Και επειδή ο Βλάκας είναι αυτό που είναι-Βλάκας. Και μη με ρωτήσεις πώς και από τόσους που ποιος ξέρει πόσοι έχουν γίνει γεννοβολώντας,  δεν βρέθηκε ένας από τους μπράβους τους να είναι ανοιχτά με το μέρος μου. Από τα παραπάνω παίρνεις την απάντηση. Και σε όλα αυτά υπολόγιζε το συμφέρον πρώτο και καλλίτερο: Μία μικρή έστω περιουσία δια του δύο συμφέρει πιο πολύ από δια του τρία. Έτσι όταν γύρισα βρήκα αυτή την παγιωμένη κατάσταση που δεν μου άφηνε περιθώριο για επανασυνδέσεις. Απέναντί μου βρισκόταν ένα αδιαπέραστο τείχος πλούτου, άνομου συμφέροντος, μίσους και απόφασης κλοπής μου. Και είχαν ένα ακλόνητο βάθρο, γενικά παραδεκτό στην Ελλάδα, για να στηρίξουν τη στάση τους αυτή: ήμουν ο Αμερικάνος! Ο χαρακτηρισμός αυτός προστέθηκε στου τόσους άλλους που μου είχαν από παλιά προσάψει. Κι ας κουβαλάει μαζί του ο χαρακτηρισμός αυτός τον πλούτο, τη λησμονιά των προσώπων που έμειναν πίσω, το χτίσιμο μιας νέας, ευτυχισμένης και οικονομικά ανεξάρτητης ζωής στα ξένα, την υιοθέτηση των ξένων συνηθειών και παραδόσεων, και ας μην συνέβαιναν αυτά διόλου με μένα, μα οι διώκτες μου εκμεταλλεύτηκαν την καθιερωμένη ουσία του χαρακτηρισμού «Αμερικανός» για να προσθέσουν ένα βέλος ακόμα εναντίον μου στη φαρέτρα τους.
Εγώ από την άλλη, ποτέ δεν τους ζήτησα κάτι, ποτέ δεν τους παρακάλεσα, ποτέ δεν τους κλάφτηκα. Τους άφησα ανεπηρέαστους να μου συμπεριφερθούν όπως αισθάνονταν. Και αυτό έκαναν. Και ούτε έχω μιλήσει σε κανέναν για τα πράγματα αυτά. Γιατί να μην στα πω εσένα όμως, τη στιγμή που πρέπει να τα ξέρεις και συ όπως έπρεπε και τα έμαθε και ο Ντέηβ; Και παρεμπιπτόντως έχεις και συ όπως και ο Ντέηβ το ελεύθερο από μένα να συμπεριφερθείτε στον Βλάκα και στους Βρακονονούς όπως σας αρέσει.
Ως για μένα, την οικογενειακή στοργή και ζεστασιά θα την έβρω όταν θα πάω εκεί όπου το κακό έχει εξαφανιστεί, όπου τα χρέη είναι όλα πληρωμένα, και όπου ο ωκεανός της πατρικής τρυφερότητας θα με θάλπει στον αιώνα. Ναι. Με τον πατέρα μου θα ζω πηγαίνοντας εκεί. Και είμαι βέβαιος ότι κι εκείνου του λείπω. Γιατί είμαι ο μονος που τον καταλάβαινα, τον αγαπούσα και δικαιολογούσα κάθε του ενέργεια. Είμαι ίδιος με αυτόν και κείνος ίδιος με εμένα. Δεν θα ευχαριστιέται με οποιουδήποτε άλλου συντροφιά. Εκεί θα έχω ό,τι το μίσος των Νονών και των Βρακιών της εδώ «οικογένειας» ήταν αδύνατο να νιώσουν. Ό,τι κάνω το κάνω με τη δύναμη εκείνου. Ότι λέω το έλεγε το στόμα του. Ότι σκέπτομαι οι δικές του σκέψεις είναι. Ο κατατρεγμός μου και η εκμετάλλευσή μου από την «οικογένεια», είναι η ίδια  που ένιωσε στο πετσί του κι αυτός από τη δική του οικογένεια. Ότι γράφω το γράφω με τα χέρια του. Αν ζούσε ο Πλούταρχος και δεν ασχολιότανε μόνον με τους μεγάλους, θα είχε γράψει εκτός από τους Παράλληλους Βίους του και για  δυο Ταυτισμένους Βίους-του πατέρα μου και τον δικό μου. Δύο Βίους που δεν έχουν τίποτε κοινό με τους βίους των σαλτιμπάγκων της συγγένειας, με τους βίους των αγυρτών της ανθρωπιάς… σε κούρασα; σε νανουρισα; τι; γιατί δε μιλάς;
Φ
Με ξάφνιασες ευχάριστα γι αυτό δε μιλάω.
Γ
Σ’ ευχαριστώ για το ευχάριστα.
Φ
Τι επάγγελμα έκανε ο πατέρας σου;
Γ
Δημόσιος υπάλληλος. Δεν ήταν αυτό που ήθελε. Πόθος του ήτανε να γίνει καθηγητής φιλόλογος. Για να εγγραφεί στο Πανεπιστήμιο τότε ήθελε πεντακόσες δραχμές. Πάμπτωχος, τις ζήτησε από έναν πλούσιο μακρινό θείο του ο οποίος δεν του τις έδωσε. Αυτός θα έδωσε τα γονίδιά του στους Βλάκα και Νονό. Παράλληλα, κι εμένα ο πόθος μου ήτανε ο ίδιος. Δεν ήθελα καθόλου να γίνω γιατρός. Ήθελα να γίνω φιλόλογος. Ήθελα να χωθώ μέσα στ’ αμπέλια της Φιλολογίας, να τα τρυγήσω, να τρέφομαι μόνον από τα σταφύλια της και την Κορωπιώτικη ρέγγα, και μεγαλώνοντας να φτιάξω ένα εργαστήρι όπου κατά τη δύναμή μου να παρασκευάζω το γλωσσολογικό πετιμέζι όπου θα εγλύκαινε τους γλωσσολάτρεις και τους γλωσσοδίφες των μελλουσών γενεών. Και θα το έκανα. Όμως. Όμως πίσω ερχόταν το Βρακί. Και αυτό περίμενε προίκα. Έσι δεν υπηρχαν χρήματα για μένα επειδή για να σπουδάσω μου χρειαζόταν δωμάτιο στην Αθήκα και τα σχετικά με βιβλία κλπ έξοδα. Έδωσα εξετάσεις λοιπον στην ΣΙΣ στη Θεσσαλονίκη, όπου τις σπουδές τις πληρώνεις όχι με χρήμα, αλλά με το αίμα της καρδιάς και της ζωής σου. Για να δώσω εξετάσεις εκεί, είχα πάει στην πόλη αυτή με τον πατέρα μου. Κρυφά από όλους όμως είχα κάνει και τα χαρτιά μου για την Ακαδημία της Θεσσαλονίκης. Αν δεν περνούσα στην ΣΙΣ-πράγμα που έλπιζα να γίνει- θα φοιτούσα με κάποιον τρόπο που θα έβρισκα στην Ακαδημία, να γίνω δάσκαλος. Και ήταν εύκολο να μεταπηδήσω κατόπιν στο Πανεπιστήμιο. Την ημέρα όμως που πήγαινα να δώσω εισαγωγικές εξετάσεις στο πρώτο μάθημα της Ακαδημίας, στο δρόμο προς τα εκεί ήμουνα, έμαθα πως βγήκανε πρωί πρωί τα αποτελέσματα της ΣΙΣ και είχα περάσει. Έτσι δεν είχε νόημα να συνεχίσω με την Ακαδημία.
Το χίλια εννιακόσια ογδόντα όμως, ενώ υπηρετούσα σε ένα νησί, πήρα άδεια και έδωσα εξετάσεις στη Νομική της Αθήνας. Πέρασα από τους πρώτους. Και αν όχι καθηγητής, αν όχι δάσκαλος, εκπλήρωσα εν μέρει τον πόθο μου για τα «κλασσικά» μαθήματα, παίρνοντας τον τίτλο του φοιτητή της Νομικής.
Φ
Δεν συνέχισες;
Γ
Όχι. Την ίδια χρονιά πήρα μετάθεση και από τη νέα μου θέση δεν ήταν βολετό να παίρνω άδειες για συνέχιση της φοίτησης. Μου έμειναν τα βιβλία και μια ωραία και φωτεινή ανάμνηση από το Βασίλειο της πραγματικής Παιδείας… Μελαγχόλησα Φώτη…
Φ
Μην τα σκέφτεσαι αυτά πια. Περάσανε. Ο Βλάκας δεν είχε πόθο για τη Φιλολογία;
Γ
Όχι. Οι χαρές της είναι κάτι ανύπαρκτο γι αυτόν. Και καλλίτερα γιατί δεν διαθέτει την ευαισθησία που χρειάζεται για την απασχόληση με τα Γράμματα. Γι αυτό τον πήρα κι εγώ από την Ελλάδα και τον πήγα στην Αμερική. Στην Ελλάδα θα γινόταν ένας αποτυχημένος άνθρωπος. Εκεί έγινε ένα πετυχημένο ρομπότ. Αυτό μόνον του άρμοζε. Και έγινε έτσι.
Φ
Μα εσύ λατρεύεις την Αμερική.
Γ
Λατρεύω την Αμερική όχι για τα ρομπότ της αλλά για το μεγαλείο της. Αν δεν θέλει κανείς να βλέπει μόνο την μονοτονία του Πνεύματος γύρω του, το εναλλακτικό σενάριο είναι η πολλαπλότητα της Ύλης. Μιας Ύλης όχι όπως την έφτιαξε η Φύση αλλά και μιας Ύλης σμιλεμένης από την Τέχνη και από τον Πολιτισμό. Μιας Ύλης αντάξιας ενός λογικού όντος. Μιας Ύλης-το άλλο σκέλος του Πολιτισμού της Ανθρωπότητας. Αμερική! Τα ψηλά κτίρια-που υψώνονται σαν τρυφεροί μίσχοι που ζητάνε να φτάσουν την δροσερή υγρασία των βελουδένιων σύννεφων… οι δρόμοι-καθαροί και πάντα καινούργιοι να πηγαίνουν και να πηγαίνουν σαν αρτηρίες στα σπλάχνα της πόλης, κουβαλώντας το αίμα που φτάνει μέχρι τα μικρότερα σπιτάκια της… τα πάρκα, τα απέραντα αυτά πράσινα από δροσερή χλόη χαλιά που πάνω τους περνάει η πνοή ενός ήρεμου άνεμου φορτωμένου με τη μυρωδιά των πεύκων… οι λίμνες των ψηλών βουνών, αστραφτερές, κρυστάλλινες…  η θέα από ψηλά οδηγώντας-η θέα κάτω, μπροστά και μακριά, από πόλεις που φαντάζουν σαν κουκλίστικα σπιτάκια ενός ευτυχισμένου παιδιού… τα δέντρα την άνοιξη να βαραίνουν από άνθη και το χειμώνα φιλικά να γνέφουν στον κρύο αγέρα, που κεντώντας τις χορδές των κλαδιών τους τραγουδάει σκοπούς ερωτικούς μαθημένους στο Ωδείο της Ξεγνοιασιάς και της Ελευθερίας… οι  ισκιεροί και δροσεροί  χωµατόδροµοι ανάµεσα σε πεύκα και βελανιδιές, οι στενοί δρόµοι σε λαγκαδιές, με στροφές, με γκρεµούς και βουερά ρυάκια… τα βουνά-τα βουνά- τόσο μικρά μέσα στο απέραντο τοπίο, σαν πετρούλες ριγμένες εδώ κι εκεί για να σπάσουν τη μονοτονία του πράσινου… τα εργοστάσια-μηχανούλες ταιριασμένες με τον περίγυρό τους όπως το άγαλμα με τον κήπο που μέσα του υπάρχει… Και οι παραλίες-οι παραλίες με τις ξύλινες εξέδρες μπαίνοντας βαθιά μέσα στη θάλασσα, που ως την άκρη τους τραβώντας μοιάζεις με  ένα καράβι που χάνεται και φαίνεται πάλι μέσα στα κύματα του μασκοφορεμένου Ειρηνικού, μα που τώρα, χάρη στα σίγουρα χέρια της Πολιτείας ξέρεις πως διόλου δεν θα κινδυνέψεις από τα πάντοτε ανήσυχα νερά του.  Η Αμερική!... Μια χώρα που αξίζει να ζεις!...  
Φ
Και μέσα σ’ αυτή την χώρα που αξίζει να ζεις, να ζει κι ένας Βλάκας κλέφτης.
Γ
Εκεί εσύ, κόλλησες με τα λεφτά. Ποιος θα ήθελες να είναι κλέφτης; Κανένας έξυπνος; Οι έξυπνοι δεν κλέβουν. Μα καθένας γράφει την ιστορία του. Και οι έξυπνοι, και οι κλέφτες. Και καθένας είναι υπεύθυνος και υπόλογος για ό,τι κάνει. Δεν θα θέσω εγώ τους κανόνες. Τόσον καιρό με ξέρεις και δεν με έμαθες; Δεν κακίζω κανέναν, δεν κατηγορώ κανέναν, μόνον διαπιστώσεις κάνω. Μου έκλεψαν οι Βρακονονοί τα σπίτια μου, το αυτοκίνητό μου, τα λεφτά μου; Μου έκαψαν τα ποιήματά μου; Μου έκλεψε ο Βλάκας είκοσι χιλιάδες;  Ναι. Διαπίστωση είναι. Καθένας γράφει την ιστορία του. Καθένας ζει τη ζωή του όπως τη θέλει. Ποιος είμαι εγώ που θα κρίνω ποιος έκανε κάτι σωστά ή όχι; Και ποιος είναι που θα κρίνει και εμένα για το πώς γράφω τη δική μου ιστορία;
Φ
Ναι, αλλά μπορεί να γράφει κάποιος την ιστορία του κλέβοντας τους άλλους όπως ο Βλάκας;
Γ
Ουφ! Όλο με την κλοπή έχεις να κάνεις. Άστηνε αυτήν, την έχουν αναλάβει άλλοι. Κόλλησε η βελόνα; Μα άκου κάτι που τώρα μου ήρθε στο μυαλό. Θα σε κάνω να ζηλέψεις. Με πήρε σήμερα η Γιούλια. Τι κάνετε σήμερα; τη ρωτάω. Και άκου απάντηση: Ο Ντίνος έχει πάει για λαγό, ο Λεφτέρης κατέβηκε στην πλατεία γιατί σήμερα θα έρθει ο γεωπόνος για τις αποζημιώσεις και τα παιδιά, η Νίτσα και η Καιτούλα είναι στο σπίτι και η Λεάνα στο σχολείο. Ε; Δεν ζήλεψες χωριό;
Φ
Και πολύ μάλιστα. Και πιο πολύ για το λαγό. Όμως δεν έχω δίκιο; Γράφοντας την ιστορία του κάποιος μπορεί να το κάνει σε βάρος άλλων;
Γ
Το βλέπεις κάθε μέρα και παντού ότι μπορεί. Ο κάθε άνθρωπος αναζητάει τον Παράδεισο που έχασε. Άλλος τον ψάχνει στην με κάθε τρόπο επιζητούμενη υλική ευδαιμονία και άλλος στην μέχρις αθλιότητας λιτότητα. Ποιος ξέρει να πει ποιος από τους δύο ψάχνει στο σωστό μέρος;
Φ
Για σένα παράδεισος είναι η Αμερική-γιατί δεν έρχεσαι να μείνεις εδώ μόνιμα;
Γ
Μόνος στην Αμερική είσαι σαν μόνος στον Παράδεισο-δεν αντέχεται.
Φ
Έχεις το Βλάκα…
Γ
Αστειεύεσαι βέβαια.  Όμως θέλοντας να εξαντλήσω και αυτήν τη φαντασιακή σου, ή μάλλον την παιριπαικτική σου ψευδαίσθηση, όταν ο Βλάκας είχε έρθει στην Ελλάδα με το ανθρωποειδές που μετά υπ-ανδρεύθη (καλλίτερα επ-ανδρεύθη), του είπα πως όταν έβρισκα ευκαιρία θα πήγαινα να τον δω.
Φ
Στάσου, ποια η διαφορά του υπανδρεύτη από το επανδρεύτη;
Γ
Αν δεν υπάρχει την έφτιαξα μόνος μου μιλώντας σου. Η γυναίκα υπ-ανδρεύεται, δηλαδή είναι κάτω από τον άντρα. Όταν είπα επ-ανδρεύτηκε εννοώ πως η γυναίκα είναι πάνω από τον άνδρα. Είναι το αφεντικό δηλαδή.
Φ
Α! Έτσι θα είναι.
Γ
Όταν λοιπόν του είπα πως όταν έβρισκα ευκαιρία θα πήγαινα να τον δω,
όπως ακριβώς περίμενα,  αυτός γύρισε στο ανθρωποειδές και το ρώτησε: τον θέλεις να έρθει; Αυτό είπε: όχι. Και ο Βλάκας μου είπε: το άκουσες, δε σε θέλουμε. Λοιπόν; Ξέρεις πόσα τέτοια συμβαίνουν στην υφήλιο καθημερινά; Ειδικά το μίσος των γιων για τους πατεράδες; Και είναι τελείως φυσιολογικό. Και πότε το ξέκομμα γίνεται απότομα, πότε σιγά σιγά. Μερικές φορές, ώσπου να διακοπεί τελείως η σχέση αυτή, συντηρείται με μύριες φθοροποιές στροφές και τζιριτζάντζουλες που δηλητηριάζουν ζωές. Το καλλίτερο είναι όπως το έκανε ο Βλάκας. Μόνο που αυτός το έκανε από βλακεία. Δηλαδή όχι για να «ελευθερωθεί» από τα πατρικά «δεσμά», αλλά για να μπει σε νέα και δυσδιάλυτα τώρα δεσμά. Και μάλιστα σε διπλά δεσμά: του υπανθρώπου πρώτα και των Βρακονονών ύστερα. Μάλιστα η βλακεία του είναι μεγαλύτερη γιατί ενώ πατέρα δεν μπορούσε να διαλέξει, όμως, αφού είναι εθελόδουλος και έπρεπε οπωσδήποτε να έχει ένα αφεντικό, θα μπορούσε να διαλέξει ένα αφεντικό άνθρωπο και όχι υπάνθρωπο. Σβήστο, λάθος-οι άνθρωποι δεν γίνονται ποτέ αφεντικά. Ως  για κλοπές πατρικής περιουσίας ξέρεις πόσες γίνονται; Η ζωή είναι γεμάτη από τέτοιες κλοπές τόσο, όσο και από τις οποιεσδήποτε άλλες. Να κλάψω ή να λυπηθώ γιατί κάποιος που με μισεί μου αρνείται κάτι; Δεν είναι αυτό το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο; Να κλάψω και να λυπηθώ γιατί ο Βλάκας ο Νονός και το Βρακί μου κλέψανε σπίτια, χρήματα, το αυτοκίνητό μου ή γιατί μου κάψανε ποιήματα; Μα αυτό-κλοπή πρωτίστως- δεν σημαίνει Νονός και Βρακί; Όταν ήμουνα στην Αμερική και μου έκλεψαν το αυτοκίνητο, όταν πήγα στην αστυνομία τους ρώτησα πόσες πιθανότητες υπάρχουν να βρεθεί το αυτοκίνητό μου, μού είπαν να σας απαντήσω αλλιώς-κάθε μέρα, μόνο στο Λος Άντζελες κλέβονται πέντε χιλιάδες αυτοκίνητα. Δεν θα ήτανε βλακεία να κλάψω γιατί μου έκλεψαν το δικό μου; Θα ήταν. Μα να μην έχουν την απαίτηση οι κλέφτες να πάω και να τους χαϊδεύω. Και ο Χριστός ακόμα δεν έλεγε καλά λόγια για τους Γραμματείς και Φαρισαίους που τον ταλαιπώρησαν τόσο μέχρι που τον σταύρωσαν-τι λέω δεν έλεγε καλά λόγια-μόνο; τους έστειλε στην Κόλαση. Αισθάνομαι βέβαια μεγάλο σεβασμό για όλους τους ανθρώπους αλλά ποτέ λατρεία ή υποδούλωση. Στη ζωή δεν ενδιαφέρουν οι άνθρωποι. Τι μας ενδιαφέρει στη ζωή; Δεν μας ενδιαφέρει η αγιότης το κλέος, το κύρος, ο πλούτος, υλικά αγαθά, η τιμή, η αρετή. Εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι η ανάπτυξη του πνεύματος και η κυριαρχία του πάνω στη φύση. Η πορεία του ανθρώπου πάνω στη γη σ’ αυτό στοχεύει. Η ιστορία του ολόκληρη είναι δημιουργία-η δημιουργία μιας γέφυρας, περνώντας την οποία  η ανθρωπότητα αφήνει πίσω της το ζωικό βασίλειο. Η γέφυρα αυτή έχει δύο βάσεις στήριξης: την απεριόριστη  φαντασία και το θεσμό- το θεσμό ως τρόπο ιστορικής συνέχισης στοιχείων βασικών για την ανθρώπινη ζωή, που δεν είναι όμως εγγεγραμμένος στα βιολογικά μας κύτταρα-στα χρωμοσώματά μας. Η δημιουργία αυτή είναι αδιάκοπη. Κλασσικό παράδειγμα είναι η γλώσσα. Γιατί όταν λέμε θεσμό, το λέμε με την ευρεία έννοια. Θεσμός δεν είναι ο Ερυθρός Σταυρός,  ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, το Σύνταγμα. Θεσμός κυρίαρχος είναι η γλώσσα. Ο καφές, τα φλιτζάνια που τον πίνουμε, οι καρέκλες, η οικογένεια, είναι θεσμοί.  Και είναι η φαντασία που εμπνέει τους θεσμούς. Ο καημένος ο Αινστάιν το είπε: ουσιαστικό χαρακτηριστικό της νόησης δεν είναι η γνώση αλλά η φαντασία. Τυχερός. Πέθανε από ΑΚΑ.
Φ
Δεν έχουν όμως όλοι οι άνθρωποι την ίδια γνώμη για τα πράγματα και για τις καταστάσεις.
Γ
Και βέβαια δεν έχουν. Και γι αυτό πρέπει όλους να τους ακούμε. Είναι όπως γινεται στη φιλοσοφία. Το πρόβλημα της φιλοσοφίας είναι ένα. Όμως κάθε φιλόσοφος το θέτει με άλλον τρόπο και δίνει τις δικές του απαντήσεις. Και ενώ δεν δίνει απάντηση στο ερώτημα, όμως ούτε και μπορείς να απορρίψεις τις απαντήσεις του. Έτσι και όταν οι άνθρωποι μεταξύ τους έχουν ένα πρόβλημα, καθένας το ίδιο πρόβλημα το βλέπει με τον δικό του τρόπο, κάτι που δεν λύνει το πρόβλημα, όμως και δεν μπορείς να απορρίψεις όλα τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει.
Το δράμα και η μοίρα μας είναι ότι για να δώσει κάποιος νόημα στα λεγόμενά του πρέπει να χρησιμοποιήσει το λόγο. Δηλαδή να κάνει κριτική του λόγου χρησιμοποιώντας τον λόγο-και ο Καντ αυτό δεν έκανε; Το ίδιο κάνουν και οι κοινοί άνθρωποι με τα προβλήματά τους. Η διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους είναι πως μερικοί μιλάνε χωρίς σκέψη και άλλοι μετά από σκέψη.
Αλλά λόγος σημαίνει γλώσσα μαζί και σκέψη. Και η σημερινή κοινωνία μοιάζει σαν να μην  έχει ανάγκη από σκέψη. Λες και η τεχνικοεπιστημονική θεωρητική και πρακτική δραστηριότητα είναι αρκετή  σε αυτό τον κόσμο, μαζί με ολες τις άλλες παρδαλές ιδεολογίες που προσπαθούν να αντικαταστήσουν τη βασική σκέψη. Δεν υπάρχει σήμερα ζήτηση σκέψης πουθενά. Γι αυτό και ο διάλογος είναι ένα από τα δυσκολότερα πράγματα στον κόσμο που μας περιέχει.  Ίσως η πατρίδα της σκέψης να είναι η εξορία. Ο Σωκράτης δεν ήταν κατά τον Πλάτωνα «άτοπος»; Ναι, η εξορία είναι η πατρίδα της σκέψης. Και ξέρεις τι; Όλοι οι φιλόσοφοι, όλοι οι στοχαστές, όλοι οι ποιητές, ακόμα και αν είναι ενσφηνωμένοι σε μια πατρίδα, σε μια οικογένεια, σ’ ένα πολίτευμα, είναι βασικά εξόριστοι. Είναι εξόριστοι από τι; Είναι εξόριστοι από όλους τους επιμέρους κόσμους, γιατί η κατοικία τους, η ανοιχτή κατοικία τους, είναι ο Κόσμος.
Είπες πως οι άνθρωποι δεν έχουν όλοι την ίδια γνώμη για τα πράγματα και για τις καταστάσεις. Έτσι είναι. Η διαφορά η δική μου από τον Νονό, το Βρακί, τον Βλάκα και τους ξέρω γω πόσους μπράβους τους, είναι ότι μετράνε με αριθμούς τα πάντα. Τόσα χρήματα, τόσα τετραγωνικά μέτρα, τόσο τσιμέντο, τόσο…. Η ζωή τους όλη αναλώνεται σε μετρήσεις και σε αριθμούς.
Φ
Ίσως αυτή να είναι η ρίζα της ασυνεννοησίας με Νονό, Βρακί και Βλάκα.
Γ
Όχι ίσως. Αυτή είναι. Από την άλλη πάλι υπάρχουν πράγματα και καταστάσεις όπου δεν είναι δυνατό να εκφραστούν με λέξεις. Και είναι ευτυχής η κοινωνία που είναι πεπαιδευμένη και περιμένει κάποιον που σαν Μεσσίας θα πει τη λέξη που όλοι περιμένουν. Ο Μωυσής είπε τη λέξη Ιεχωβάς. Θα τον ακολουθούσε κανείς από τους εβραίους αν όλοι με τη λέξη αυτή δεν ένιωθαν να δικαιώνεται η προσμονή τους; Στις περισσότερες περιπτώσεις όμως η λέξη δεν βρίσκεται και το χάος, ή έστω η ασυνεννοησία, μαστίζει κοινωνίες, συνάξεις, παρέες, οικογένειες. Υπάρχει μεσα στη χρήση της γλώσσας μια δεκτικότητα πρακτικής χρησιμοποιήσεως την οποία και ο πιο αγράμματος ψαράς καταλαβαίνει και εφαρμόζει καλλίτερα από τον πιο καλό γλωσσολόγο. Ε, μερικοί «μορφωμένοι» δεν καταλαβαίνουν παρόλαυτά ο ένας τον άλλο.
Φ
Καλά, άσε τώρα τα περί γλώσσας και πες μου τι θα γίνει με το θέμα.
Γ
Ποιο θέμα;
Φ
Με τα λεφτά-ποιο θέμα…
Γ
Τι να γίνει; Αυτή είναι η ζωή. Η κοινωνία εχει τις απαιτήσεις της, κάπως πρέπει να κάνει κανείς για να ζήσει, πρέπει να διαλέξει ένα στρατόπεδο. Και καποιοι διαλέγουν το στρατόπεδο του πάντοτε νικητή στις μάχες κι ας χάνουν αυτοί τον πόλεμο στο τέλος. Κάποιοι διαλέγουν τη «λογική» των αριθμών και των τετραγωνικών μέτρων, τη λογική της κλειδαριάς στα σπίτια-καταφύγια ψυχών, τη λογική του χτισίματος ενός σπιτιού για λόγους μόνο και μόνο συναγωνισμού με ομομωρόδοξους. Είναι οι ανέμελοι, οι ήσυχοι ότι κάνουν το καλλίτερο, οι σίγουροι, οι ισχυροί. Σηκώνουν το ακουστικό ή διαβάζουν τα ιμέιλ τους χωρίς να περιμένουν ότι θα δουν ή θα ακούσουν κάτι το μη αντιμετωπίσιμο. Όλα έχουν την απάντηση και τη λύση τους γι αυτούς που ζούνε στην προϊστορική εποχή, εποχή των δυνατοτήτων αντιμετώπισης όλων των προβλημάτων-στην εποχή που τα πάντα αντιμετωπίζονταν με μια αρπαγή, με ένα φόνο, με μια γροθιά, με μέσα που τους είναι τόσο οικεία και άμεσα προσβάσιμα. Και η δυνατότητα της εξουδετέρωσης του προβλήματος τούς είναι τόσο οικεία και όταν ακόμα το πρόβλημα είναι μια ιδέα, μια λέξη, μια διαμαρτυρία. Γροθιά και τότε!  Δεν μπορούν να νοήσουν ότι η γροθιά τους δεν πιάνει τόπο γιατί διαπερνά την ιδέα, τη λέξη, τη διαμαρτυρία και μόνο λιγοστεύει τη δύναμή τους κατά μία γροθιά, κατά ένα φόνο, κατά μια αρπαγή ώσπου στο τέλος θα καταντήσουν αδύναμοι και έρμαια στη σκέψη μόνο μιας ιδέας, μιας δοξασίας, μιας διαμαρτυρίας που σ’ όλη τους τη ζωή σαν κακής κοπής Δον Κιχώτες κυνηγούσαν. Είναι εκείνοι που το ανθρώπινο όραμά τους περιορίστηκε από κυρίαρχες απόψεις που ανεξέταστα τις ασπάστηκαν, από μια όλο και πιο επικρατούσα και ολοένα μεγεθυνόμενη μικροαστική πρακτική που το χαρακτηριστικό της ήταν οι πράξεις βίας με σκοπό το άνομο κέρδος. Είναι εκείνοι που πέρα από τον ορίζοντα του Ο Νηλ δεν μπορούν να δουν. Η δημιουργική σκέψη, η ποιητική σκέψη, η φιλοσοφική σκέψη, που ανοίγουν τα μάτια-δηλαδή την ψυχή ενός ανθρώπου, πράγμα απαραίτητο για όποιον δεν θέλει να  σκέφτεται μόνο με το κεφάλι, αυτά δεν έχουν αγγίξει τους καλούς μου διώκτες. Και φαίνεται ότι τους  ίδιους δρόμους με αυτούς  ακολουθούνε και οι μπράβοι τους-αυτά που εσύ θα ονόμαζες παιδιά τους.
Φ
Ξέρεις Γιώργη τι μου ήρθε στο μυαλό ακούγοντάς σε;
Γ
Πες το.
Φ
Να, επειδή σήμερα είναι η μόδα των ρατσισμών και των ρατσιστών, σκέφτομαι πως ρατσισμός των «λογικών» είναι που δεν ανέχονται τους δρώντες με το συναίσθημα και τους έχουν εξορίσει από την πολυπληθή και κυρίαρχη κάστα τους.
Γ
Αυτό μου θυμίζει τον Πλάτωνα που είχε εξορίσει τους ποιητές από την Πολιτεία του. Ε, έτσι και η πληθώρα των αριθμολατρών εξορίζει τους ποιητές και σήμερα. Και μένα μαζί-γιατί κι εγώ είμαι ποιητής: κάποιος που βρίσκεται πάνω στη σκάλα της ποίησης, έστω κι αν στέκει στο πρώτο σκαλί της, είναι ποιητής. Οι διώκτες μου πάλι- τι να γίνει, γι αυτους είναι το σημερινό μας θέμα, αυτούς παίρνω για παράδειαγμα-αυτοί, έχουν φτάσει όχι στο πρώτο ή στο τελευταίο σκαλί παρά στο κεφαλόσκαλο της υλομανίας και δικαίως θα διεκδικούσαν και το Νόμπελ της Οίησης γι αυτό.  Παρόλαυτά δεν τρέφω μίσος γι αυτούς αλλά νιώθω οίκτο. Ξέρεις τι λέω εγώ; Αν ο Νονός και το Βρακί είχανε δωρίσει κι αυτοί τα μερίδιά τους από τα σπίτια κάπου, και από μπελάδες δικηγορικούς θα γλίτωναν, και θα έπαιρναν κάθε μέρα ευχές από τους ευεργετηθέντες. Τώρα πηγαίνουν στο χωριό για να συντηρούν τη ματαιοδοξία τους πως έχουν ένα ακόμα σπίτι, έστω και για άλλον χτισμένο, έστω και αλλού χαρισμένο. Αλλά για πες μου, ποια η εξήγηση που δίνεις εσύ, στο που ο Βλάκας είπε στον μεσολαβητή να με ρωτήσει τι θέλω;
Φ
Έτσι του ειπε;
Γ
Ναι. Πες του να μας πει τι θέλει, είπε. Πρόσεξε το «μας»-όλοι μαζί: Βλάκας, Νονός, Βρακί, μπράβοι.
Φ
Τι να σου πω, εγώ νομίζω πως όλα αυτά είναι μια μεγάλη παρεξήγηση. Θυμάμαι που μου είχες πει πως όταν φορτικά επέμενες στο Νονό και στο Βρακί, όταν γύρισες από την Αμερική, να κάτσετε και να μιλήσετε εσύ ο Νονός και το Βρακί, εκείνοι σου απαντούσαν έλα μωρέ, τι έχουμε να πούμε, η μεγάλη περιουσία που είναι… Τώρα λοιπόν ξαφνικά μεγάλωσε η περιουσία και πάλι ξαφνικά ενδιαφέρθηκαν γι αυτήν; Γι αυτό νομίζω ότι αυτοί αλλάζουν γνώμες και πεποιθήσεις ανάλογα με το συμφέρον τους. Θα έπρεπε να κάνεις και συ το ίδιο. Ίσως τότε κάπου να βρισκόσασταν.
Γ
Μπορεί αυτοί να σκέφτονται έτσι ή αλλιώτικα. Μπορεί να συνθηκολογούν κα να δρουν αναλογα με τους καιρούς και με τις περιστάσεις. Μα εγώ τραβάω μια σταθερή πορεία στη ζωή μου. Έτσι είμαι φτιαγμένος ρε αδερφέ! Νιώθω το βαρος που μου έλαχε με το που γεννήθηκα άνθρωπος, και μαζί με τους όμοιους με μένα επωμίστηκα το ανθρώπινο πρόβλημα και το ανθρώπινο καθήκον. Και δεν εδιάλεξα να είμαι έτσι. Κάτι πηγαίο και βαθύ μέσα μου, μου απαγορεύει δια ροπάλου να συμβιβαστώ. Και αυτό το πρόβλημα και το καθήκον είναι που με κάνει να βάλλω ενάντια σε κάθε αυθαιρεσία, ενάντια σε κάθε εξουσία, ενάντια σε κάθε παραλογισμό. Δεν είναι υπακοή σε κάποιες εντολές, είναι τρόπος ζωής και ύπαρξης μοναδικός και μονάκριβος για μένα.
Θέλω λοιπόν να μου δώσουν πίσω τα δυο μου σπίτια, τα λεφτά που άφησε η μητέρα μου για μένα, το αυτοκίνητο που μου εκλεψαν, τα ποιήματα που μου έκαψαν, τα λεφτά που πήραν από το λογαριασμό μου στην Τράπεζα για να καλλωπίσουν(!) το αυτοκίνητό μου που αυτοί θα χρησιμοποιούσαν(!), και τις είκοσι χιλιάδες κλεμμένα δολάρια. Όλα αυτά συτροφευμένα από ένα μεγάλο συγνώμη. Αλλά ακόμα θέλω να μου πεις πώς εξηγείς εσύ, που αυτός πού έκλεψε είκοσι χικιάδες δολάρια, είπε στον μεσολαβητή πως δεν θα κλέψει από δω και πέρα άλλα δολάρια από το λογαριασμό.
Φ
Έτσι είπε; Τι γενναιοδωρία! Τι αλτρουισμός! Κι τι ωραία κάθε που σε πιάνουν να κλέβεις να λες μη με πειράξετε, δεν θα το ξανακάνω σε σας.
Νομίζω πως η εξήγηση είναι απλή. Αμέσως μετά τη μεσολάβηση ο Βλάκας επικοινωνησε με το Νονό και πήρε οδηγίες. Και αυτός του είπε μην αρνηθείς ότι εσύ πήρες τα λεφτά γιατί δεν στέκει, και διαβεβαίωσέ τονε πως δε θα πάρεις άλλα λεφτά από αυτό το λογαριασμό πια, μήπως και τον καλμάρεις έτσι. Μπορεί πάλι το δεν θα πάρω άλλα λεφτά να σημαίνει ήμαρτον, δεν περίμενα να το ανακαλύψετε, μη μου κάνετε κανένα κακό και εγώ σας υπόσχομαι να μην πάρω άλλα λεφτά από το λογαριασμό. Από την άλλη αυτοί που έχουν κλέψει θα δίσταζαν να το ξανακάνουν; Βρήκαν έναν λογαριασμό και τον αλώνιζαν σαν να ήταν ξέφραγο αμπέλι. Τι θα τους σταματούσε;
Γ
Και πες μου, πώς κατά τη γνώμη σου αποφάσισε ο Βλάκας να κλέψει και τα λεφτά μου;
Φ
Τι με ρωτάς τώρα; Εγώ το ρωτάω αυτό σε σένα από την αρχή της κουβέντας μας.
Γ
Εγώ σου απάντησα όπως μπορούσα. Εσύ, τι λες;
Φ
Μου ζητάς να απαντήσω σε ερώτημα που κανείς δεν μπορεί να απαντήσει. Όμως ξέρεις ποια σκέψη περνάει από το μυαλό μου τώρα; Σκέπτομαι πόσο θα ήμουν ευτυχής αν στον λογαριασμό που έχω στην Τράπεζα έμπαιναν κάθε μήνα λεφτά όχι δικά μου και εγώ τα έπαιρνα χωρίς κανένας να με ενοχλεί. Ξερεις τι είναι να αλωνίζεις μέσα σε έναν ξένο λογαριασμό; Φαντάζομαι την εικόνα. Θα τηλεφωνεί ο Νονός στον Βλάκα: στείλε μου πέντε χιλιάρικα αύριο. Και ωραία ωραία ο Βλάκας θα πηγαίνει στην Τράπεζα και θα τραβάει πέντε χιλιάδες που θα στέλνει αμέσως στον Νονό. Και γιατί να μην το έκανε καθένας; Υποχρεώνει κάποιον χωρίς να ξοδεύει τίποτα. Αν και η βουλιμία του Βλάκα για χρήμα δεν θα σταμάτησε στέλνοντας χιλιαρικα στον Νονό. Και ο ίδιος θα έκλεψε για λογαριασμό του αρκετά. Αυτά σκέπτομαι. Να είχα κι εγώ έναν τέτοιο λογαριασμό!.. Αλλά να απαντήσω όπως νομίζω ότι θα έγινε στο ερώτημά σου. Ο Βλάκας όταν είδε το ιμέιλ του μεσάζοντα, στην αρχή παραξενεύτηκε. Αφού το διάβασε έκλεισε τον κομπιούτερ και έπεσε στο κρεβάτι για να σκεφτεί. Φαίνεται πως το αίμα πηγαίνει πιο εύκολα στο κεφάλι όταν κάποιος είναι ξαπλωμένος και το μυαλό, έστω και το Βλακικό, βλακοδουλεύει καλλίτερα. Νοερά πήρε στα χέρια του το ζυγό της Ηθικής και έβαλε πάνω στο ένα τάσι του τον πατέρα και στο άλλο τον Νονό. Ο ζυγός έγειρε προς το μέρος του πατέρα. Α! Δεν ξέρει τι λέει αυτός ο ζυγός! Τόσο παλιός που είναι, εκατομμυρίων χρόνων, θα έχει χαλάσει.Ας πάρουμε τον καινούργιο ζυγό, της Χρηματολατρείας. Κατακαίνουργος και αδύνατο να σφάλει. Ας βάλουμε τον πατέρα στον ένα ζυγό και τον Νονό στο άλλο. Ω! Τι αλλαγή: Τώρα ο πατέρας είναι ανύπαρκτος. Αυτός είναι ζυγός. Ας τον βάλω στη θέση του με προσοχή. Έτσι! Ο κύβος λοιπόν ερρίφθη. Ο πατέρας έχασε. Ύστερα σηκώθηκε και πήρε τον Νονό στο τηλέφωνο. Έλαβα μήνυμα από τον πατέρα μου, του είπε. Μου ζητάει τα λεφτά της σύνταξής του που του κλέψαμε. Έμαθα πια, του είπε, τόσα χρόνια κοντά σου κι έτσι δεν χρειάστηκε να σε ρωτήσω ποιανού το μερος να πάρω αφού είμαι όλος δικός σου. Μόνο πήρα για λεπτομέρειες. Και αφού πήρε τις οδηγίες, απάντησε. Λοιπόν σε διαφώτισα σχετικά με την απορία που είχες για το πώς έλαβε την απόφαση να σε κλέψει ο Βλάκας;
Γ
Και για αλλα πολλά μάλιστα. Να σε αφήσω όμως γιατί θα πληρώσεις τα μαλλιοκέφαλά σου στον ΟΤΕ…
Φ
Όχι γι αυτό αλλά μου έχει τραπέζι ο γιος μου με τη γυναίκα του και αν αργήσω ποιος ακούει την κάργια του… δε μου λες, έχεις κάποιον να σε βλέπει στην αρρώστια σου;
Γ
Έχω.
Φ
Την Άννα;
Γ
Όχι. Τη Βανέσα. Δεν την ξέρεις.
Φ
Τι σόι είναι;
Γ
Είναι ένα χρυσό κορίτσι. Την ξέρω από δεκαπέντε χρονών. Με βοηθάει επειδή από μένα λέει πως έχει μάθει πολλά πράγματα που την έχουν βοηθήσει στη ζωή της μέχρι τώρα και θα την βοηθήσουν και στην υπόλοιπη ζωή της. Είναι αλήθεια ότι έχω αφιερώσει πολύ χρόνο για να τη μαθαίνω τις πραγματικές αξίες της ζωής και τις κακοτοπιές της. Και αυτή επιζητεί τετοιες «διδασκαλίες». Με φωνάζει νονό και μερικές φορές μπαμπά και αυτοτιτλοφορείται κόρη μου, κάτι που κάνει τη Ζέτα να ζηλεύει. Εγώ από την άλλη μεριά εκτιμώ όλα του χαρακτήρα της και περισσότερο την αθωότητά της. Είναι ένα αστέρι μέσα στον βούρκο της σημερινής κοινωνίας. Μικρή ήταν ένα όμορφο κοριτσάκι. Ωραίο πρόσωπο, συμμετρικό σώμα, όχι ψηλή. Τώρα είναι εικοσιτριών χρονών και μια όμορφη και δροσερή κοπέλα. Δεν σταματάει να μιλάει. Το ψέμα, που με αυτό καλύπτει μικρά καθημερινά ατοπήματα, το έχει ψωμοτύρι. Το έχει πάντοτε στην άκρη της γλώσσας της. Δεν αφήνει τίποτα αναπάντητο, τίποτα να πέσει χάμω όπως λένε. Ετοιμόλογη. Πολυπράγμων. Τρέχει ολοένα. Από το σπίτι στη δουλειά,από τη δουλεια στο σπίτι, στις φίλες,στα κομμωτήρια, στους και στις ξεδέρφες,στους και στις θείες, στις σπουδές της (σπουδάζει νοσηλεύτρια). Είναι ευαίσθητη και σωματικά και ψυχικά. Στενοχωριέται όταν κάποιος υποφέρει και τον βοηθάει, με αντίτιμο να κάνει περισσότερο στριμωγμένο τον χρόνο της. Πονάει το στομάχι της, πονάνε τα πόδια της, πονάνε τα χέρια της, έχει ορμονικές διαταραχές, πονοκεφάλους. Πανέξυπνη. Μικροπανούργα για ασήμαντα όμως πράγματα. Μαλώνει συχνά με τις φίλες της και τους ψέλνει τον ααβαλλόμενο μπροστά τους και συχνά μπλέκεται σε καυγάδες με αυτές για γυναικείες υποθέσεις-αυτό είπε η μία,αυτό έκανε η άλλη, τέτοια. Μήπως όλα αυτά την κάνουν ανεπιθύμητη; Όχι. Γιατί όλα τα κάνει γελώντας και χωρίς σκοπό να βλάψει κανέναν. Τα γαλανά της μάτια δεν σκοτεινιάζουν ούτε όταν φωνάζει σε καποιον διεκδικώντας το δίκιο της. Και όταν φωνάζει και όταν θυμώνει, και τότε ακόμα είναι αξιαγάπητη γι αυτό και όλοι πάντοτε την συγχωρούν. Αλλά και την εκμεταλλεύονται επειδή έχουν βρει το κουμπί της-να θέλει πάντοτε να βοηθήσει. Για να σου δώσω να καταλάβεις με δυο λόγια, η Βανέσα είναι μια μικρή Lucy του I love Lucy και μαζί μια Carmichael του The Lucy Show: ότι και να καταπιάνεται τα θαλασσώνει. Όμως τα μπαλώνει τόσο χαριτωμένα και πάντοτε γελώντας. Πηγαία γελώντας. Το μέγα προσόν της είναι ότι δεν είναι συγγενής. Από τους συγγενείς περιμένεις πολλά και δεν παίρνεις  τίποτα. Από μια ξένη δεν περιμένεις τίποτα και όταν παίρνεις κάτι τής  είσαι ευγνώμων. Μα πριν από όλα η Βανέσα είναι μια πάμπτωχη κοπέλα-τι άλλο θα μπορούσε να είναι με τέτοια προτερήματα; Γράφει ό,τι της υπαγορεύω στον κομπιούτερ, μου σφουγγαρίζει, μου ψωνίζει καμιά φορά. Όταν έμαθε τη διάγνωση των γιατρών έκλαιγε κάθε μέρα. Μπαίνει μπροστά όταν νοιώθει ότι κάποιος με εκμεταλλεύεται και με προτρέπει να πολεμώ για το δίκιο μου όπως, λέει, κάνει και εκείνη. Μα το χρυσό αυτό κοριτσάκι, στην πραγματικότητα είναι τόσο ευάλωτο στην αρπακτικότητα των γύρω της. Έχει ένα φίλο, φτωχό παιδί, που τον τυραννάει και την τυραννάει. Όταν τηλεφωνιούνται, η περισσότερη ώρα καταναλώνεται στο να ξεκαθαριστεί τι έκανε καθένας σήμερα ως την ώρα του τηλεφωνήματος, με ποιον ή με ποιαν μίλησε, πού πήγε, ποιος άλλος ήταν εκεί που πήγε, πού είναι τώρα, τι φωνή είναι αυτή που ακούγεται… γελάω όταν τηλεφωνιούνται όντας αυτή σε μένα… Από τη μεριά του φίλου της αυτό είναι εγωιστική ζήλεια, δηλαδή να μην πουν οι φίλοι ότι το κορίτσι του «κοιτάζει» αλλού. Το ίδιο ισχύει και  με τη ζήλεια της Βανέσας. Κάθε τόσο η Βανέσα με ρωτάει μισοαστεία μισοσοβαρά: τι λες μπαμπά; είναι καλός; να τον πάρω; Ο φίλος είναι καλό παιδί, ξύπνιος, και αυστηρός και επιτακτικός και με τον εαυτό του και με τους άλλους. Τον παιδεύει και την παιδεύει. Κλαίει όταν τσακώνονται κι αυτός της λέει φύγε. Γιατί, μου λέει κλαίγοντας, γιατί βρε νονέ; στο δρόμο όλοι γυρίζουν και με κοιτάζουν, μου ζητάνε τόσοι να γίνω φιλενάδα τους, αυτός γιατί με διώχνει;… σε δυο μέρες πάλι όλα μέλι γάλα!
Πολλά σου είπα γι αυτήν. Μα είναι η μαγκούρα μου στον κακοτράχαλο δρόμο των γερατειών. Θα πεις ίσως πως πρέπει να είμαι ευχαριστημένος που δεν είμαι μόνος στα γεράματά μου. Ποιος είπε πως δεν είμαι μονος; Η Βανέσα εργάζεται από τη μία ως τις εννέα. Ύστερα θα βγει με τον φίλο της ως τις δύο ή τρεις το πρωί. Κατόπιν ύπνος μέχρι τις δώδεκα. Στα ενδιάμεσα αυτού του προγράμματος με βλέπει που και που. Αλλά μήπως υπάρχει κάποιος δεμένος με κάποιον άλλο τόσο, που να λένε κι οι δυο καθένας τους ότι δεν είναι μόνοι; Και οι σιαμαίοι ακόμα δεν έχουν αυτή τη χαρά όπως δεν την έχει κανένας πάνω στη σφαίρα που μας σεργιανίζει στα χάη των ουρανών. Και αυτοί ακόμα έχουν καθένας τους τις δικές του ιδέες, γνώμες, πεποιθήσεις, και άλλη ψυχή έχει καθένας τους. Ποιος δεν είναι μονος; Μα όλοι θέλουν να λένε πως δεν είναι μόνοι. Πραγματικά μόνος είναι εκείνος που έχει δια παντός συναίσθηση της μοναχικοτητάς του. Όπως εγώ. Είμαι μόνος μου πάνω σε μία βάρκα. Κοιμάμαι μόνος, εργάζομαι μόνος. Κοιτάζω πάνω ουρανός. Κοιτάζω κάτω θάλασσα. Πέρα μακριά περνούν υπερωκεάνεια γεμάτα με ανθρώπους. Στο καθένα άλλος χαράζει την πορεία, άλλος φροντίζει τις μηχανές, άλλος τις ανάγκες των επιβατών. Και οι επιβάτες συνομιλούν, χαιρετιούνται, διασκεδάζουν. Εγώ είμαι μόνος μέσα στη βάρκα. Εγώ να βρω τροπο να θρέψω το κορμί μου, εγώ να προσανατολιστώ στο αχανές, εγώ να αντιπαλέψω το κύμα, εγώ να φυλαχτώ από τη βροχή. Και κάτι σκιες που φαινοννται στο φεγγαρόφωτο να πετάνε τριγύρω δεν βοηθάνε διόλου. Άπρακτες στέκονται ή παιζογελούνε και μόνο βαζουν στοιχήματα για το πόσο ακόμα θ’ αντέξω. Είμαι μόνος μου μέσα στη βάρκα. Μένω μόνος, εργάζομαι μόνος, κοιμάμαι μόνος, σωπαίνω μόνος. Ποιος δεν θα γινόταν άμετρα εγωιστής αφού αυτός φροντίζει για όλα; Και ο εγωισμός του θεού δικαιολογείται έτσι. Μόνος κι αυτός. «Εγώ ειμί ο Ων ο Ην και ο Ερχόμενος», «Εγώ ειμί η Οδός», «Εγώ ειμί το Φως του Κόσμου». Μηδενιστής θα πρέπει να είναι ο θεός. Γιατί οι μηδενιστές μόνον είναι άμετρα εγωιστές. Φορές φανταζομαι πως είμαι ένας άλλος άνθρωπος. Με άλλη μορφή και εμφάνιση. Πηγαίνω στην αγορά για ψώνια και οι καταστηματάρχες απορούν  πώς δεν στελνω τον υπηρέτη μου να ψωνίσει αλλά πηγαίνω ο ιδιος. Δεν μου λένε τίποτε, αλλά από την έκφραση που παίρνει το πρόσωπό τους και από τον τρόπο που με κοιταζουν, καταλαβαίνω τι θα ήθελαν να μου πουν. Όταν φευγοντας μου λένε ευχαριστώ, εγώ χαμογελώ συγκαταβατικά και μεγαλοπρεπής απέρχομαι. Όταν έρχομαι στο σπίτι γίνομαι πάλι ο αξιολύπητος άνθρωπος που μόνο κάποιοι λιγότερο αξιολύπητοι, που θέλουν να με φτάσουν, θαυμάζουν. Έχω πεθάνει πολλές φορές. Και αφού ζω μετά το θάνατό μου, δεν λογαριάζω τίποτα και κανέναν. Όταν πεθάνω, ο θάνατός μου θα είναι θάνατος μέσα στον θάνατο. Και πεθαίνοντας μέσα στο θάνατο… φαντάζεσαι την ευτυχία…
Μερικές φορές πάλι αισθάνομαι τόσο μικρός που απορώ πώς χωράνε μέσα μου τόσος πόνος και τόσα πάθη. Άλλοτε πάλι νιώθω γίγαντας σαν τον Γολιάθ που περιμένει το πετραδάκι που θα με σωριάσει καταγής.
Μα ξέφυγα από τη Βανέσα. Άκου κι αυτό. Της είπα τι έτρεξε με τον Βλάκα και τη ρώτησα τι θα έλεγε αν, τώρα που μπορώ, πάρω κι εγώ λεφτά από τις καταθέσεις του Βλάκα. Ξέρεις τι μου είπε; Αν κάνεις κάτι τέτοιο δε θα σου ξαναμιλήσω ποτέ γιατί τότε θα είσαι ίδιος με τον Βλάκα. Διαφορά Βανέσας από Βλάκα. Θα μπορούσα να σου πω μόνον αυτό για να σου εχω περιγράψει τη Βανέσα. Σου είπα περισσότερα. Ίσως γιατί θέλω να μιλώ με κάποιον, κάτι που στερήθηκα τόσα χρόνια κοντά στον Βλάκα που όλα τα συζητούσε με τον πιο αναξιόπιστο συζητητή-την αφωνία. Ίσως πάλι γιατί έτσι που είμαι χωμένος μέσα στη μόνωσή μου, ζω μόνο νοερά-με τις ζωές των άλλων. Βλέπω ας πούμε ένα σπίτι και φαντάζομαι ποιοι και πώς ζούνε μέσα του. Περπατώ στους δρόμους και έτσι, για να απασχοληθώ με κάτι, παρατηρώ τους περαστικούς ή καθισμένος σε ένα καφενείο βλέπω τη συμπεριφορά και τις κινήσεις κάποιας σερβιτόρας ή κάποιου πελάτη, προσπαθώντας να μπω στο μυαλό του και όχι μόνο να καταλάβω γιατί κάνει κάτι αλλά και να προβλέψω την επόμενη ενέργειά του. Προσκολλώμαι με τη φαντασία μου στη ζωή των άλλων έτσι, χωρίς ευχαρίστηση, χωρίς να ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα γι αυτό. Αντίθετα με ενδιαφέρει να νιώθω το βάρος της ζωής, να βλέπω πόσο αυτή είναι τόσο βλακώδης, σε σημείο που δε θα ’χει ενδιαφέρον για κανέναν η συνέχειά της. Πρέπει να το ξεδιαλύνουμε αυτό κάποτε που να πάρει ο διάολος. Πρέπει.  Πρέπει γιατί μπορεί να μην ξέρουμε καλά πώς γίνεται αυτό,  μα το νιώθουμε μέσα στο λαρύγγι μας. Νιώθουμε αυτή τη γεύση  της ζωής πάντοτε ανικανοποίητη. Ποτέ της δεν θα ικανοποιηθεί. Ποτέ. Γιατί η ζωή, και τη στιγμή τούτη που τη ζούμε είναι πάντα τόσο άπληστη-άπληστη γι αυτή τούτη την ίδια της την ύπαρξη- που δεν σου αφήνει καιρό να την γευτείς. Η γεύση απομένει πάντα στο παρελθόν κι εμείς δεν κρατάμε παρά την ανάμνησή της. Ναι, η γεύση της ζωής μας έρχεται από κει-από αυτές τις αναμνήσεις που μας κρατούν δεμένους. Αλλά δεμένους σε τι; Σε μια γελοιότητα. Για όλες αυτές τις ενοχλήσεις, αυτές τις δυστυχίες θα έλεγα, σε πέντε ή δέκα χρόνια ποιος ξέρει τι γεύση-ποια αίσθηση θα έχουν τότε τα σημερινά δάκρυα; Ως για το θάνατο… φαντάζεσαι τους κατοίκους της Α, της Β πόλης, να ξεντύνονται για να πέσουν ήσυχα στο κρεβάτι τους διπλώνοντας προσεκτικά τα ρούχα τους, βάζοντας τα παπούτσια τους στην πόρτα, να κουκουλώνονται καλά με τα σκεπάσματα για να μην κρυώσουν, να χαίρονται τη δροσιά των ολοκάθαρων σεντονιών, με τη σιγουριά, με τη βεβαιότητα πως κάποτε, αργότερα ή γρηγορότερα θα είναι νεκροί; Το βρίσκεις αυτό δυνατό; Αν βέβαια ο θανατος ήταν σαν αυτά τα παράξενα και βρωμερά έντομα που βρίσκει κάποια φορά κανείς απάνω του, θα μπορούσαμε… να! να περπατάμε στο δρόμο κι ένας κάποιος τυχαίος περαστικός να μας σταματάει ξαφνικά και με πάρα πολλή λεπτότητα να μας λέει τεντώνοντας το χέρι του επάνω μας συγνώμη κύριε, μου επιτρέπετε; αγαπητέ μου έχετε το θάνατο επάνω σας, και να παίρνει το βρωμερό έντομο από το σακάκι μας και να το πετά στο δρόμο. Θα ήταν θαυμάσιο ε; Μα ο θάνατος δυστυχώς δεν είναι έτσι. Πολλοί από αυτούς που πηγαίνουν ήσυχοι κι αμέριμνοι τον έχουν ίσως πάνω τους, μα κανένας δεν τον βλέπει και όσοι τον έχουν επάνω τους σκέπτονται αμέριμνα τι θα κάνουν αύριο, μεθαύριο… όμως για μένα ο θάνατος φέρθηκε τίμια και αντρίκια. Πέρασε από το νοσοκομείο όπου νοσηλευόμουν και την ώρα που οι γιατροί φωτογράφιζαν την καρδιά μου σε κείνο το μακρόστενο πολύμετρο χαρτί, αυτός πήγε και πρόσθεσε σε κάποιο σημείο του χαρτιού αυτού μια γραμμούλα λίγων χιλιοστών και μου είπε κρατησε αυτό φίλε μου, θα ξαναπεράσω με πρώτη ευκαιρία. Λέγεται πως η προσμονή του θανάτου είναι χειρότερη από το θάνατο. Λάθος κάνουν Φώτη. Πίστεψέ με. Ούτε το ένα ούτε το άλλο δεν είναι άσχημο. Και μιας και πιάσαμε το θάνατο, είχα σκοπό όταν έρθει η ώρα να πεθάνω, να έρθω να πεθάνω στην Αμερική. Δεν έζησα όσο ήθελα σε πολιτισμένη χώρα, ήθελα να πεθάνω τουλάχιστον σε πολιτισμένη χώρα. Τώρα όμως που δεν θα ξέρω πότε θα έρθει η ώρα αυτή, μόνο τυχαία θα εκπληρωθεί η θέλησή μου αυτή-αν εκπληρωθεί.  
Φ
Μην ακούω τέτοια… Εγώ είμαι σίγουρος πως οι γιατροί κάνανε λάθος. Εσύ ποτέ δεν είχες κάτι από την καρδιά σου. Έχω δει εγώ περιπτώσεις που οι γιατροί κάνουνε λάθος, ουκ ολίγες. Μετά, διάβασα πρόσφατα μια στατιστική επίσημη και σοβαρή, που λέει πως οι μισές διαγνώσεις που κάνουν οι γιατροί είναι λάθος.
Γ
Και κάτι τέτοιο να συμβαίνει, κι αυτό καλόδεχτο θα είναι. Με εσύ δεν πρέπει να στενοχωριέσαι. Δεν σε ξέρω για κλαψιάρη. Ή μήπως λυπάσαι αυτούς που πεθαίνουν; Τότε λυπάσαι πρώτα τον εαυτό σου. Όπως εγώ μικρός λυπόμουνα τα ζώα που τα τρέφουμε για να τα φτάσουμε σε βάρος και σε ηλικία σφαγής. Ώσπου είδα καθαρά ότι και οι άνθρωποι αυτό κάνουν, και μάλιστα από μόνοι τους. Τρέφονται όσο καλλίτερα μπορούν, ομορφαίνουν όσο δύνανται, πολλοί εκτός από την ομορφιά του σώματος φροντίζουν και την ωραιότητα της ψυχής. Ώσπου να φτάσει και γι αυτούς η ώρα να οδηγηθούν ένας ένας στο σφαγείο του Θανάτου. Φορές εφαρμόζεται και για τους ανθρώπους η μαζική σφαγή, για να κατασιγάσει την πείνα των δαιμονικών στρατιών που μπαίνουν μέσα στις ψυχές των ανθρώπων και για να τραφούν γυρεύουν αίμα. Και τότε λέμε ότι έχουμε πόλεμο.
Φ
Καλά, ας μη μιλάμε για θάνατο… Δε μου λες, τι θα κάνεις τα Χριστούγεννα; Τι λέω τα Χριστούγεννα; Πάνε τα Χριστούγεννα.Την πρωτοχρονιά. Γιατί δεν κάνεις ένα ταξίδι ως εδώ τώρα-αυτή  την Πρωτοχρονιά; Η γυναίκα μου όλο σε θυμάται και όλο μου λέει να σου πω να έρθεις. Στο λέω σήμερα.
Γ
Σε ευχαριστώ. Μόνο που μου το λες και ξέρω ότι κάποιος με περιμένει με αγάπη, ξανανιώνω.
Φ
Έλα λοιπόν.
Γ
Θα το σκεφτώ.
Φ
Τι να σκεφτείς. Έρχεται γρήγορα κι η Πρωτοχρονιά.
Γ
Θα το σκεφτώ είπααααα…
Φ
Θα σε παίρνω κάθε μέρα τηλέφωνο.
Γ
Τι είπες;
Φ
Θα σε παίρνω λέω κάθε μέρα τηλέφωνο.
Γ
Ευχάριστο αλλά γιατί;
Φ
Για να βλέπω πώς είσαι.
Γ
Επηρεάστηκες μιλώντας για ένα Βλάκα τόσην ώρα και κόλλησες;
Φ
Γιατί; Αφού είναι τέτοια η κατάσταση της υγείας σου…
Γ
Για στάσου. Αν με πάρεις στις δύο το μεσημέρι μιας μέρας θα είσαι ήσυχος μέχρι τις δύο το επόμενο μεσημέρι;
Φ
Ε, όσο να ’ναι.
Γ
Δηλαδή αποκλείεται να μιλάμε από τις δύο μέχρι τις δύο και πέντε και στις δύο και έξη να τα ’χω τεζάρει;
Φ
Έλα μωρέ σταμάτα να σκέφτεσαι το θάνατο.
Γ
Τον σκέφτομαι γιατί μου αρέσει. Ο Χρόνος εκεί δεν βαδίζει σε μια ευθεία γραμμή. Κάνει γωνίες και αλλάζει κατεύθυνση συνεχώς έτσι όμως που, κάθε στιγμή, το άθροισμα των ανυσμάτων του να εναι μηδεν. Παύει έτσι η συνεχής ευθεία πορεία που τόσο μας ταλανίζει σ’ αυτή τη ζωή. Και αν τα σωματίδια από τα οποία αποτελείται το σώμα μας είναι πράγματι «ερωτευμένα» όπως μας λένε οι ανίδεοι φυσικοί μας, τότε ό,τι και να γίνει με το σώμα, τα σωματίδια δεν ξεχνάνε. Και γιατί άλλο τους δόθηκε η ιδιότητα αυτή αν όχι για να ξαναενωθούν πάλι κάποτε όλα μαζί φτιάχνοντάς μας πάλι κάπου αλλού-και πόσα αλλού αλήθεια υπάρχουν μέσα στο ατελειωτο σύμπαν μας;  Μα θα είμαστε άραγε ακριβώς ίδιοι, ή με τη μεσολάβηση κάποιων άγνωστών μας παραγόντων θα έχουμε κάποια διαφορά στο μυαλό ώστε να ζούμε όλοι τότε ευτυχείς; Αν είναι έτσι καλώς. Αν όμως είμαστε ακριβώς ίδιοι, καλλίτερο είναι να αυτοκτονήσουμε όλοι ομαδικά. Πράγμα που άλλωστε θα κάναμε και τώρα αν είχαμε το γνώθι σαυτόν.  Μα δεν το κάνουμε. Κάποιος μας θέλει «ζωντανούς» τέτοιους που είμαστε για να γελάει μαζί μας.
Φ
Ποιος τα ξέρει αυτά;… Πάντως εγώ θα σε παίρνω για να βλέπω αν είσαι καλά.
Γ
Εντάξει, είμαι λίγο υπερβολικός… αλλά γιατί υπερβολικός; Παίζουν όλες οι πιθανότητες. Σου υπόσχομαι να ζήσω δέκα χρόνια ακόμα αν μου βρεις ένα λόγο για να ζήσω. Μην ψάχνεις τώρα. Αν βρεις κάτι μου το λες όταν τηλεφωνηθούμε πάλι. Ώσπου να τον βρεις εγώ θα λαθροβιώνω. Γιατί αν μετά το ανεύρυσμα κάθε μέρα ήταν ένα δώρο για μένα, τώρα κάθε λεπτό της ώρας θα έρχεται σαν τη βροχή σε μιαν έρημο χωρίς ούτε τα τρωκτικά που ζουν σε τρύπες μέσα στην άμμο. Αν μπορούσα να το έδινα στα παιδάκια που θα πουν τα κάλαντα την Πρωτοχρονιά…
Φ
Έλα, σταμάτα τα τέτοια…
Γ
Καλά Φώτη. Σ’ ευχαριστώ κιόλας για όλα. Τι άλλο θα περίμενα; Να μετακομίσετε οικογενειακώς εδώ για να με βλέπετε; Γεια σου Φώτη.
Φ
Σ’ αγαπάμε Γιώργη και το ξέρεις.
Γ
Γεια σου Φώτη μου. Κι εγώ σας αγαπώ. Μη με κεντρίζεις όμως μιλώντας για αγάπη. Και ας τελειώσει αυτή η κουβέντα μας λέγοντάς σου και τι είναι η αγάπη. Αγάπη είναι να είσαι μαζί. Γεια σου παλιόφιλε.
Φ
Γεια σου Γιώργη.

                                                 -----