Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

 ΜΟΥΣΑ ΝΤΟΡΑ ΑΛΦΑ








Παν μοι συναρμόζει,ο σοι ευάρεστον εστίν,ω
κόσμε' ουδέν μοι πρόωρον ουδέ όψιμον το σοι
εύκαιρον' παν μοι καρπός,ο φέρουσιν αι σαι
ώραι,ω Φύσις' εκ σου πάντα,εν σοι πάντα,εις
σε πάντα...
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ






Αν ήμουνα βασιλιάς θα έδινα το θρόνο μου για
ένα συμπαθητικό κοίταγμα ενός ωραίου κοριτσιού.
Κι αν ήμουνα θεός θα έδινα τη θεότητά μου για ένα του φιλί.

ΒΙΚΤΩΡ ΟΥΓΚΩ




















































Το θάμα που όταν πεις Ντόρα γυρίζει και σου απαντάει,το είδα στόνειρό μου τη νύχτα της εικοστρείς προς εικοστέσσερες Ιούλη του χίλια εννιακόσα ογδόντα οχτώ.
Και έμεινα κοντά του έξη μήνες
Και έγινα η σκια του.
Και όταν του εγύρεψα αγάπη μου είπε τι να αγαπήσω από μια σκια.

'Οταν εξύπνησα είχανε μαζευτεί μέσα μου λόγια που με καίγανε.
Και επήρα μολύβι, και επήρα και χαρτί να απλώσω τη φωτιά μου απάνου του, αλλά το χαρτί μου έφευγε από το χέρι.
Και το ίδιο και το μολύβι.
Και δεν ήξερα τι να κάνω γιατί δεν είχα άλλον τρόπο να ησυχάσω.
Και θα επέθαινα γιατί δεν είχα κανένανε να του μιλήσω.

Εκεί κοντά στη γειτονιά μου ήτανε το άγαλμα ενού νεαρού πρίγκηπα που λένε πως επέθανε από την πολλή του αγάπη για μια γυναίκα που δεν τον ήθελε.
Και εγύρισα τη φωνή μου στο άγαλμα.
Και εκείνο δεν επερίμενε δεύτερη κουβέντα.
Εκατέβηκε αμέσως από το στήσιμό του και ήρθε μαζί μου στο σπίτι μου.
Και από ένα κόψιμο που έκανε στο δέρμα μου, μπροστά, από το κεφάλι ίσαμε ανάμεσα από τα σκέλια μου, εμπήκε μέσα μου ολόκληρο και με εξανάκλεισε.

Και για ώρες μετά εκαταλάβαινα τα κόκκαλά μου να ανοίγουνε και μέσα τους να μπαίνουνε τα δικά του.
Και το ίδιο έγινε και με τα μούσκουλα και με όλα μου τα σπλάχνα.
Και όλη τη νύχτα δεν εκοιμήθηκα από τα μαστορέματα.

Το άλλο πρωί επήρα το χαρτί στα χέρια μου και το χαρτί μου εστάθηκε.
Και δεν εστάθηκε στο δικό μου το χέρι αλλά στο χέρι από το άγαλμα.
Και το μολύβι στο χέρι από το άγαλμα εκρατιότανε.

Και άρχισα να γράφω.
Και δεν έγραφα εγώ.
Ούτε ήμουνα εγώ.
Και οι άλλοι δεν εκαταλάβανε τίποτα από όλα τούτα που μου εγίνανε, γιατί το άγαλμα ήτανε ακόμα στη θέση του.


KΑΘΗΜΕΡΝΕ ΜΟΥ

Το "σ' αγαπώ" το έγραψες με όμικρον
και το ετόνισες με οξεία'
α! δέρνει τον ελληνισμόν τον απόδημον
πολλή ανορθογραφία!

Το "σ' αγαπώ" καθημερνέ μου θάνατε
γράφεται με φιλιά.και παίρνει
(τίποτα στο σχολείο σας δε μάθατε;)
όχι οξεία ή περισπωμένη

αλλά στο ύστατο φιλί μιαν αιωνιότητα
κι αυτά όχι για λόγους στίξης
μα για να ξέρεις πού θα έβγεις αν αρώτητα
το δρόμο της αγάπης θα τραβήξεις.




ΜΟΥ ΧΡΩΣΤΑΣ

Μια νύχτα θα σπάσω του τάφου μου
το κρύο το μάρμαρο κι άσπρο
και θα 'ρθω του μύρου σου του άγουρου
κι αβρού να κουρσέψω το κάστρο.

Θα ρθώ μία νύχτα κι αδιάφανος,
με τόλμη θα μπω στο κορμί σου-
τα χρέη δεν ξεγράφει ο θάνατος
και συ μου χρωστάς το φιλί σου.

ΝΑ ΜΟΥ ΧΑΡΙΣΕΙΣ

Κι αν μου στύψεις το κεφάλι
την ψυχή κι αν θα μου γδάρεις
ουτ' ευχή δε θα 'βρει πάλι
από μένανε να πάρεις.

Λες και πάντα ήταν για μένα
δεκατέσσερες Φλεβάρη
σου τα εχω όλα δοσμένα
και μου τα 'χεις όλα πάρει.

Έτσι αν θέλεις του εθίμου
τη σειρά να συνεχίσεις
πρέπει του άγιου Βαλεντίνου
κάτι εσύ να μου χαρίσεις.





ΣΤΟΝ ΜΙΚΡΟ ΚΑΝΑΠΕ

Στο μικρό καναπέ καθισμένη
σαν φλογίτσα μικρή αναμμένη
και τρεμίζανε τ' άσπρα της κρέατα
από το κρύφιο καρτέρεμα του έρωτα.

Στο μικρό καναπέ ξαπλωμένη
πυρκαγιά τρομερή φουντωμένη-
πόδια, μάγουλα, στήθη της έκαιγαν
και τα χείλια δεν ήξεραν τι έλεγαν.

Στο μικρό καναπέ κοιμισμένη
σαν φωτιά που 'ναι μόλις σβυσμένη.
Που και που κάτι σπίθες τινάζονται
και τα κρέατα τ' άσπρα τραντάζονται.






ΧΤΕΣ

Χτες η αγάπη είχε γίνει φως
που μ' όλα τα τριγύρω στέρια δένει
σαν ένα τόπι ο ήλιος αλαφρός
ανάμεσα ουρανό και οικουμένη.

Χτες ένα σύννεφο ήταν η χαρά
ολάσπρο, ευτυχία πλημμυρισμένο
που κράταε στ' ανοιχτά του τα φτερά
του δειλινού το ρόδο το ανοιγμένο.

Χτες μία στάλα ήταν η ζωή
ωσάν αυτές που πέφτουν απ' τα φύλλα
όταν του κρύου αγέρα η πνοή
με φρίκη τα δονεί κι ανατριχίλα.

Της ύπαρξής μας χτες το μυστικό
στα πάνωθέ μας χάη εφανερώθη,
μας έγνεψε για λίγο θριαμβικό
και πάλι το σκεπάσανε οι πόθοι.

Χτες στης αγάπης μου την αγκαλιά
ο έρως ζωηρός είχε φωλιάσει
κι από τ' αυθάδη του τα φιλιά
κοκκίνιζεν εκείνη σαν κεράσι.

Χλωμή εχτές μια μάσκα από κερί
κρεμόταν απ' του κόσμου το μπαλκόνι'
κι έβλεπες ένα γέλιο να φορεί
και κάτω από το γέλιο της να λιώνει.




ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΑΚΟΜΑ

Θα 'ρθει ο καιρός τα χέρια μου
να 'ναι άσαρκα και κρύα
αυτή θα είναι τότε μια
πολύ γριά κυρία

και με τη μνήμη οδηγό
γυρνώντας πάλι πίσω
θα λέει: "πώς έτσι έγινε
να μη τον αγαπήσω;"

Θα 'ρθει ο καιρός το στόμα μου
να 'ναι γεμάτο χώμα
αλλά για με δε θα πονά
ούτε και τότε ακόμα.




ΑΥΤΟ

Η πρώτη ύλη που 'φτιαξε τον άνθρωπο ο θεός
δεν πρέπει να 'ταν χώμα
πρέπει αυτός να ήτανε βαφέας κραταιός
και κείνη να 'ταν χώμα.

Και ούτε τον εφύσηξε όπως λένε τρεις φορές
ψυχή για να του δώσει
μα το λιπώδες του έκδοχο ή κι ίσως το υδαρές
απλά για να στεγνώσει.

Αυτή 'ναι η εξήγηση που μέσα σα βρεθώ
σε μαγαζί χρωμάτων
στη μυρωδιά τρελαίνομαι-στην αίσθηση μεθώ
των τόσων αρωμάτων.

Κι όταν περνώντας κτίρια που φρέσκα έχουν βαφτεί
το βήμα μου βραδύνω
σ' αυτό με σπρώχνει ασύνειδα η ιδέα μου αυτή-
το πάθος μου εκείνο.

Αθώο πάθος. Όμορφο. Αγνό. Σαν παιδικό.
Μπορώ να το κορέσω.
Μα το ανόσιο πάθος μου για κείνην, το βραχνό,
αυτό, πώς θα μπορέσω;


ΑΡΡΩΣΤΗ

Έχετε δει αηδονάκι βραχνιασμένο;
Άγγελο ίσως με πυρετό;
Φεγγάρι σε κουβέρτες διπλωμένο;
Ήλιο με τάση για εμετό;

Έχετε δει δυο μαύρα καρβουνάκια
ενώ γελάνε μαζί να κλαιν;
Δυο του γιαλού ροζ κοχυλάκια
κόκκινα να 'ναι και να καιν;

Α! Η αγάπη μου είναι κρυωμένη!
Ό,τι μου έδινε ρίγος ριγεί.
Και θα υποφέρει για πολύ η καημένη
γιατ' η ανάρρωση θα 'ν' αργή:

ένα μικρόβιο μέσα της εμπήκε
με το γνωστό του σφρίγος κι ορμή
και πώς θα φύγει τώρα που εβρήκε
τέτοια αγκαλίτσα-τέτιο κορμί..



ΒΑΦΤΙΣΙΑ ΣΤΟ ΛΟΣ ΑΝΤΖΕΛΕΣ

Τα μάτια της γεμίσαν την εκκλησιά
τα δάκρυα της θα φέρναν κατακλυσμό
και οι πιστοί απορήσαν που ξαφνικά
ενιώσαν τέτοιον μέγα συνωστισμό.

Ντυμένη το φουστάνι το γιορτινό
τα βλέμματα τραβούσε όλων εκεί'
όμορφη αυγούλα εγίνει το δειλινό
κι η σκοτεινή φωτίστηκε Αμερική.

Σε λίγη ώρα μόνο ήταν νουνά
ο μπούστος ο σφιχτός της είχε βραχεί
και έρρεε ακράτητο στα βουνά
το σπέρμα του πανάγαθου σαν βροχή.


ΔΙΣΤΑΚΤΙΚΗ

Μες στ' όνειρό της θα 'θελα να μπω κι ένα φιλί
ερωτικό να έδινα στο ροζ μικρό της στόμα.
Απότομα να ξύπναγε αυτή και πελιδνή
ν' αναζητούσε λυτρωμό απ' το που θα 'καιε στρώμα.

Και το πρωί όταν θα 'ρχονταν θα 'θελα να κοιτά
φωνές και ήχους και μορφής σημάδια να ταιριάσει
και της νυχτιάς τον άλυπο εραστή καθώς ζητά
στις ρίζες της λατρείας μου της άπειρης να φτάσει.

Και να την έβλεπα ήθελα καθώς διστακτική
να σκαρφαλώνει θα 'ρχιζε γεμάτη δυσπιστίες
στο δέντρο μου-εδώ 'γγίζοντας, μυρίζοντας εκεί
τις άγνωστές της ψάχνοντας ν' αναγνωρίσει αξίες.

Τ' αλάθητα έτσι άμαθη χνάρια να προσπερνά
το τάσι άδειο να θαρρεί που έρωτα 'ξεχείλα
κι απελπισμένη απ' του κορμού τη μέση να γυρνά
ενώ θα τρέμουν-θα πλαντούν-θα σκούζουνε τα φύλλα.




ΓΥΝΑΙΚΑ

Απ' τη στιγμή που βάθυνε η ανάρηχη ματιά σου
απ' τη στιγμή το παιδικό που έπαψε τραγούδι
απ' τη στιγμή που πλάτυνε-που θέριεψε η άγνοιά σου
απ' τη στιγμή που ξάνθινε το βελουδένιο χνούδι'

απ' τη στιγμή που αρώτητα δηλώνεις: "έχω φίλο!"
ενώ ουτ' ανάσασμα αντρικό δε σ' έχει ακόμ' αγγίξει
απ' τη στιγμή που τον Αδάμ ταυτίζεις με το μήλο
το φόβο με το σκίρτημα, τον πόθο με την πλήξη

απ' τη στιγμή που όταν κανείς τ' ωραίο σου κορμάκι
κοιτάξει μ' ένα νόημα ως τότε άγνωστό σου
εσύ μετέωρη στέκεσαι κι αμήχανη λιγάκι
πριν όλο ανίσχυρο θυμό κλειστείς στο δωμάτιό σου

απ' τη στιγμή που έξαφνα το σπίτι μεγαλώνει
κι η μάνα είναι βαρετή και ξένος ο πατέρας
απ' τη στιγμή που θα σκεφτείς το στήθος που αβγαταίνει
ότι δεν είναι κτήμα σου μα της αγάπης γέρας

απ' τη στιγμή που προσμετράς γυμνή τα θέλγητρά σου
κι ενώ είναι είκοσι εσύ τα βρίσκεις μόνο δέκα
αντίο τότε πες μικρή σ' όλα τα παιδικά σου
και σ' όλη την αξία σου-πια έγινες γυναίκα.




ΓΙΑΤΙ ΤΗΝ ΕΝΟΧΛΟΥΣΕ

Εβγήκε απ' την πισίνα' το κορμί της το χυτό
δε χόρταινα κρυμμένος να κοιτώ.
Η Δύση έστελνε ολοπόρφυρες ανταύγειες
στις κάσσες των ελπίδων μου τις άδειες.

Έφερε γύρω το δωμάτιο σκεφτική
(χωρίς να ξέρει ότι εγώ ήμουνα εκεί)
και το στηθόδεσμο που πάνω της κολλούσε
τον τσίμπαγε γιατί την ενοχλούσε.




Ο ΠΛΑΤΑΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΡΥΑΚΙ

Δισαίωνε γερο-πλάτανε με τον κορμό σαν δώμα
με τις βαθιές τις ρίζες σου θεμέλιο μες στο χώμα
και τα πλατιά τα φύλλα σου πράσινα κεραμίδια
πώς με το ρυάκι το μικρό τρελά κάνεις παιχνίδια..

Μικρούλι, γιορτορόδινο και μοσχομυρισμένο
κι άμαθο το 'βρες κι άμπορο να φύγει το καημένο
και της αψιάς του Ανατολής το ρόδινο μεθύσι
με τη δική σου εταίριαξες ματοβαμμένη Δύση.

Εκείνο, πρωταγάπητο, με μάτια λιγωμένα
στα γέρικά σου ορκίζεται κλαδιά τα ροζιασμένα
και τα δροσά και τα φιλά και τα γλυκοποτίζει
γιατ' η σκιά σου η βαριά το νιο του νου ζαλίζει.

Και συ με πάθος το ρουφάς και το γλυκοδαγκώνεις
και τ' αγκαλιάζεις, το φιλάς και μ' έρωτα το ζώνεις
και τ' αποσβυούν τα χάδια σου, το λιώνουν τα φιλιά σου
και όλη τη ζωντάνια του την πινει η αγκαλιά σου.

Και δέχονται τα στήθη του την γέρική σου φλόγα
και χαίρονται τα χείλη σου τη μελαψή του ρόγα
και γδύνεις το απ' τα ρούχα του και ντύνεις το με πάθος
που απ' των ριζών σου τρίδιπλο-τετράδιπλο έχει βάθος.

Ανάμεσα στ' αφρόπλαστα, κρουστά, λευκά του πόδια
λεύτερο βρίσκεις το στρατί από γνιασιές κι εμπόδια
και παίρνεις την αγνότητα και κλέβεις τη δροσιά του
του ρυακιού όπου κυλά στα φύλλα σου αποκάτου.
Το σκέλεθρο κουφάρι σου απάνω του αργογέρνεις
τ' αβρό κορμάκι του τρυγάς και τη δροσιά του παίρνεις'
κι εντός του αγριοπλέκοντας τα καρπερά σου μήλα
θολώνεις το νεράκι του που κρύσταλλο εκύλα.

Κι ως το λιγαίνεις το φυράς και το γλυκοβατεύεις
κι ως τα ματάκια του τα δυο τα μαύρα δυναστεύεις
κι ως δεν τ' αφήνεις σε στασό, ξεκούραση κι ανάσα
θα του γενεί το ξύλο σου η νεκρική του κάσσα.

Πλάτανε, η ευτυχία σου τη δυστυχιά μου αξαίνει
κι η ζήλεια από τον πόθο μου πιότερο με πεθαίνει.
Πλάτανε, το πριόνι μου θάνατος θα σου γίνει
αφού τα ίδια δεν μπορώ να κάνω εγώ με κείνη.




ΜΥΡΙΑ

Αν είχα βρει τέτοιες ακτίνες
που να τρυπάνε τις κουρτίνες
θα 'βλεπα μέσα στα σπιτάκια
της γειτονιάς τα κοριτσάκια-

πώς ξαναμμένα μέσα μπαίνουν
λίγα σκαλιά πώς ανεβαίνουν
και στο μικρό το δωματιάκι
πάνε να κάτσουνε λιγάκι.

Πώς στον καθρέφτη καμαρώνουν
τ' άσπρο κορμάκι όταν γυμνώνουν
και πώς λυγίζουνε τη μέση
να πάρουν κάτι που έχει πέσει.

Έτσι αβρά κι έτσι αγνούλια
πώς τα στηθάκια τα μικρούλια
ψαύουν γλυκά' στα ριζομήρια
χαδάκια πώς χαρίζουν μύρια.




ΠΡΩΤΟΤΑΞΙΔΗ

Μέσα στα χέρια μου την πήρα
όπως τη ζήση παιρν' η Μοίρα'
στα σκότια μου και κρύα βύθη
ζέστα και φως τα δυο της στήθη.

Σαν τρομασμένο ένα πουλάκι
έτρεμε τ' άσπρο της κορμάκι
και, πρωτοτάξιδη βαρκούλα
από μια χάθηκε τρυπούλα.






Ω! ΚΙ ΕΓΩ!

Μ' αγαπάει-και το ξέρω-ο καλός μου.
Το διαβάζω στη ματιά του τη θολή
όταν όμορφος σαν ζώο στέκει μπρος μου
λίγο πριν μου ξεριζώσει το φιλί,

Μ' αγαπάει ο καλός μου-και το ξέρω-
το διαβάζω στου κορμιού του τη φωτιά
σα με κόβει σαν το στάχυ μες στο θέρο
σα με καίει όπως κλαδάκι η πυρκαγιά.

Μ΄ αγαπάει ο καλός μου δίχως άλλο'
αν σηκώσω τη φουστίτσα μου ψηλά
κάτι ανάμεσα στα πόδια του μεγάλο
με ορμή το παντελόνι του ζουλά.

Κι αν το μπούστο μου λιγάκι ξεκουμπώσω
πρέπει πρώτα δυο φορές να το σκεφτώ
αν δε θέλω πριν την κίνηση τελειώσω
από κάτω απ' τον καλό μου να βρεθώ.

Σας το είπα-ο καλός μου μ' αγαπάει'
μα κι εμένα-και ας ειμ' εγώ μικρό
α! κι εμένα ίδιο νέκταρ με μεθάει
ω! κι εγώ ίδια πολύ τον αγαπώ.





ΝΑ ΔΩ

Με μάγια εγώ θα μαρμαρώσω
ζώα μεγάλα και μικρά
(η αγάπη κάνει τέτοια θάματα)
και τους ανθρώπους θα πετρώσω-
να δω για ποιόνε θα χτυπά
τότε η καρδιά σου-για τ' αγάλματα;

Να δεις ετότε πώς θα τρέχεις
και πώς θα μου 'ρχεσαι κοντά'
πώς την καρδιά μου που 'χες δούλα σου
τώρα κυρά σου θα την έχεις
πώς με φλογίτσες θα κεντά
το σούρουπό μου η αυγούλα σου...




ΣΕ ΛΙΓΟ

Μου 'ρθε στο νου να μη μετρώ
με μέρες τη ζωή σου
αλλά με όσα όνειρα
που βλέπω είμαι μαζί σου.

Μ' άλλαξα γνώμη στη στιγμή
μικρούλα μου γλυκούλα
γιατί έτσι θα γινόσουνα
σε λίγο μια γριούλα.



ΑΓΡΙΟΣ

Μου είπε: "κοίτα τι έχω δω... τι να του βάλω επάνω;"
και μίαν άφθα μου 'δειξε στο κάτω της 'σωχείλι.
Ζαλίστηκα' κιτρίνισα' ταράχτηκα' τα χάνω'
τόσο κοντά πρώτη φορά βλέπω τα δυο της χείλη.

Η θέα τους με συγκλόνισε' του πόθου μου το κύμα
άγριος εγίνει ωκεανός-το ρυάκι του ποτάμι
τρέξιμο ξέφρενο έγινε το ήσυχό του βήμα
και το θολό το χρώμα του μαύρο έγινε κατράμι.

Στα χέρια μου την άρπαξα και στο μικρό της στόμα
τα χείλια μου εκόλλησα και ήπια σαν ροσόλι
και άφθα και τα χείλια της κι ακόμ' ακόμ' ακόμα
λαιμό και στήθη και γλουτούς ώσπου την ήπια όλη.

Μα όχι-αλίμονο-αυτά είν' όλα παραμύθια
μονάχα το μελένιο της τ' αχείλι όταν το 'δα
έκρυψ' ακόμα πιο βαθιά την καυτερή αλήθεια
και μ' ένα ύφος σοβαρό της είπα: "βάλε σόδα!"







ΤΟΣΑ ΧΑΔΙΑ

Το σώμα της γλιστράει στο φουστάνι;..
Το φουστανάκι της πάνω στο σώμα;..
Κι εκείνο έτσι ρόδινη την κάνει
ή αυτή το τέτοιο ροζ του δίνει χρώμα;

Κινείται κι ερωτεύεται μαζί της
ανάλαφρα το σώμα της χαϊδεύει
στήθη, κοιλίτσα της, γοφοί, μηροί της
παιδεύουν το κι εκείνο τα παιδεύει.

Και άλλοτε την καίει και τη φλογίζει
άλλοτε σαν νεράκι αργοκυλάει
και παλι η απορία με ζαλίζει
αυτή 'ναι ή εκείνο που μιλάει;

Α! ποια της το εκέντησε νεράϊδα
κι έτσι το σώμα της αιθέρια ντύνει
που μέσα του φτερώνουν τόσα χάδια
και τόσα εκεί φωλιάζουν πόθων σμήνη;

Α! Δυάδα μαγική! Φόρεμα! Σώμα!
Α! Που όταν μες στα χέρια μου σας κλείσω
όπως και τώρα δα και τότε ακόμα
τι πρώτο δε θα ξέρω να φιλήσω.




ΤΗ ΦΩΝΗ ΣΟΥ

Όταν μου στέκεις σταυροπόδι
σαν ανοιγμένο μοιάζεις ρόδι
οι όμορφές σου γάμπες οι ίσες
κορφούλες μοιάζουνε καμπίσες.

Τη φούστα σου κατέβασέ τη-
κατ' απ' το γόνα τράβηξέ τη
μοσχάτο εσύ γαρίφαλό μου
το θέλω ακόμα το μυαλό μου.

Μπροστά μου όταν σεργιανίζεις
μη σαν πουλάκι πεταρίζεις
μην περπατάς σαν να χορεύεις
μη το κορμί μου το παιδεύεις.

Και με τα μαύρα σου ματάκια
μη-μη με κάνεις κομματάκια-
μη με κοιτάς με τόση γλύκα
ποθόπλαστή μου πιτσιρίκα.

Μα πιο πολύ παρακαλώ σε
το μαρτύριό μου λίγο νιώσε
και όταν βρίσκομαι μαζί σου
μη μου τσακίζεις τη φωνή σου.





ΣΚΛΗΡΟΤΗ

Μέσα κι ανάμεσα σε δυο φωτολουσμένους λόφους
και κείνη μέσα στ' άφωτα-και κείνη μες στους ζόφους
μέσα κι ανάμεσα η καρδιά στα δυο της τα στηθάκια
κι ούτε το πάθος πήρε τους ούτε και τα μεράκια.

Καίγονται αυτά, λιγώνονται, παίζουν, γλυκά γελούνε
στους χτύπους της πασίχαρα-τρελά χοροπηδούνε
αλλά εκείνη αν και κοντά-και δίπλα τους βαλμένη
πάντοτε μένει αδειανή και πάντα παγωμένη.

Νιώθουν εκείνα. φλέγονται και τα δονούν οι πόθοι
κι εκείνη μέσα-δίπλα τους και τίποτα δε νιώθει.
Α! Στα στηθάκια της τα δυο-στην καυτερή τους μέση
μία καρδιά ολόκρυα η φύση έχει δέσει.

Δεκάξι χρόνων συντροφιά καθόλου δε μετράει.
Ό,τι εκείνα είχαν κρατούν κι ό,τ' είχε αυτή κρατάει
μόνο-και μη γνωρίζοντας ποιο την κατείχε πρώτη
το ένα δώρο έκανε στο άλλο τη σκληρότη.


ΝΑ ΞΕΡΕΙΣ

Από τον πόνο το βαθύ
κι απ' τα πολλά σου πάθη
τ' άθλιο κορμί μου θα χαθεί
για τη δική σου αγάπη.

Όμως τα λόγια σου καλά
θα πρέπει να προσέχεις
όταν να με-δεις για φορά
στερνή στον τάφο μου έρθεις.

Μετάνιας λέξεις μην εβγούν
απ' τα γλυκά σου χείλη
μη να γυρίσω μου ζητάν
απ' όπου μ' έχουν στείλει.

Μην τώρα πεις ότι πονάς
και θέλεις να 'ρθω πίσω
γιατί σα δω πως με ζητάς,
να ξέρεις: θ' αναστήσω!..





ΑΛΛΟΙ

Εκείνοι που βαφτίζουνε ή γάμο έχουν κανένα
φτωχούς να βρούνε τίποτε τραγουδιστές κοιτάνε
από 'να ξεροκόμματο πετώντας στον καθένα
ολη τη μέρα πίνουνε, χορεύουν και γλεντάνε.

Ένας φτωχός τραγουδιστής είμαι στο πανηγύρι
που στη γιορτή τους έστησαν τ' ανείπωτά σου κάλλη
μα σ' ένα πιάτο ανάμεσα κι εν' αδειανό ποτήρι
ό,τι εγώ τραγούδησα θα το χαρούνε άλλοι.



ΣΑ ΝΑ 'ΧΑ

Ήρθε και μου 'πε: "πώς εσύ
νιώθεις μελαγχολία
με τέτια μια ηλιοφάνεια
και μια φωτομαγεία;

Και πώς στη νύχτα συ να ζεις -
πώς σκότος σε διπλώνει
αφού η μέρα ξεκινά
κι η φύση ξανανιώνει;"

Τι να της έλεγα εγώ;
Πως κλείνω μες στα στήθια
καημό για την αγάπη της;
Λέγεται τέτοια αλήθεια;

Κάτι σιγομουρμούρισα
και από κει και πέρα
για να μη νιώσει φέρθηκα
κι εγώ σα να 'χα μέρα.


ΑΦΟΥ ΔΕ Μ' ΑΓΑΠΗΣΕ

Αφού δε μ' αγάπησε δεν κρύβουν τα σύθαμπα
σκιές ούτε μίσους
αφού δε μ' αγάπησε δεν είχαν τα Σύμπαντα
ποτέ παραδείσους.
Αφού δε μ' αγάπησε τα πάντα είναι ψέματα
και πώς ναν' αλήθεια
αφού τα δικά μου ταιριάζαν χαϊδέματα
στα δυο της τα στήθια..

Αφού δε σφιχτόκλεισαν οι πάλλευκοι κύκλοι της
τους μαύρους μου κύκλους
αφού αποστερήθηκαν τα δύο τα χείλη της
του μόνου μου χείλους
αφού δεν αγκάλιασαν οι δυο τεθλασμένες της
τις δυο μου ευθείες
αφού με το στήθος μου οι λαιμοκαδένες της
δεν κάναν φιλίες…

αφού δε μ' αγάπησε ειν' όνειρο η ζήση μου
σβησμένου ονείρου
ποτέ δεν ανέτειλα και είναι η δύση μου
ογκάνισμα χοίρου.

Δε ζω-δεν αισθάνομαι-στης πλάσης της άπλαστης
τα πλάτη δεν κείμαι.
Στης ζωής τον παλμό-στο φως-στη λαχτάρα της
δεν έχω μερίδιο-δεν είμαι.




ΓΙΑ ΚΕΙΝΗΝΕ

Όπως υμνούσαν οι προφήτες
πριν γεννηθεί Αυτός τον Κύριο
και του μοιράζαν τις εσθήτες
και του προλέγαν το μαρτύριο

έτσι γι αυτήνε τραγουδούσαν
οι ποιητές των πριν αιώνων-
τα όμορφά της κάλλη υμνούσαν
κι απ' τον δικό της λιώναν πόνον.

Κι ας τραγουδούσαν κάποια Τζούλια
μια Βεατρίκη-μια Ελοϊζα-
όμως των στίχων τους τα γιούλια
μόνο για κείνηνε ανθίζαν.

Αυτή η έξήγηση ειν' η μόνη
που όλα σ' αυτήν τέλεια ταιριάζουν
όπως στον πλάτανο οι κλώνοι
και τα πουλιά που εκεί κουρνιάζουν.

Γι αυτό κι αδιάφορον μ' αφήνει
της ποίησής μου το άθλιο χάλι
αφού υμνητές της έχουν γίνει
τόσοι ποιητές πολύ μεγάλοι.


ΚΑΜΜΕΝΟ

Μέρα φέρνει άλλη μέρα
νύχτα φέρνει άλλη νυχτιά
κι όλες φέρνουνε αέρα
κι όλες σύννεφα σταχτιά.

Απ' τη μέρα που την είδα
δεν εχάρηκα ζωή
δεν ξανάδα ήλιου αχτίδα
δεν ξανάζησα πρωί.

Θλίψη φέρνει άλλη θλίψη
και χαμός άλλο χαμό
και χαρά δεν έχω κρύψει
και δε βρίσκω αναπαμό.

Κι αν ειπώ να την ξεχάσω
κι αν ποτέ την αρνηθώ
σαν καμένο θα 'μαι δάσο
σα βαρκούλα στο βυθό.




ΕΛΑΤΕ

Στους χόουμλες όσο κι αν παρακαλούσανε
δεν έδινα το κουόρι που μου ζητούσανε
α! έλεγα, όλο πίνουν και μεθούνε'
και τα λεφτά τα θέλουν για να πιούνε.

Αλλιώς το ίδιο πράγμα όμως σκέφτηκα
αφότου-αλίμονό μου-την ερωτεύτηκα
κι έχω της άφταστής της γίνει χάρης
ένας ζητιάνος-ένας διακονιάρης.

Όπως εκείνοι δε ζητούν ποσά υπέρογκα
κι εγώ από κείνην δε γυρεύω τον έρωτα
δεν της ζητώ τα μάτια τα όμορφά της
μονάχα που ζητώ μία ματιά της.

Και ούτε που ζητάω τη γλωσσούλα της
ν' ακούσω θέλω μόνο μια λεξούλα της'
ούτε στην αγκαλιά μου να την κλείσω-
μονάχα μία τρίχα της ν' αγγίσω.

Ω! άστεγοι ζητιάνοι μου κακόμοιροι!
κι οι δυο στο ίδιο πάθος είμαστ' όμηροι-
σας τυραννά η ζωή με την ορμή της-
με λιώνει-με πεθαίνει το κορμί της.

Κι οι δυο ζητάμε κάτι που παρήγορα
το χρόνο μας θα έσπρωχνε πιο γρήγορα.
Ζητάτε στο πιοτό την ευτυχία
στα ψίχουλα ζητώ την ευωχία.

Σε κείνους που πονούν όταν δεν πίνουνε
τα χέρια μου από τώρα όλο θα δίνουνε
α! χόουμλες! ελάτε όπου κι αν είστε
κουόρια ευτελή να μου ζητείστε.  


ΔΙΑΘΗΚΗ

«Χρυσά και σπίτια και λεφτά δεν έχω για ν' αφήσω.
Αυτά που άλλοι χαίρονται δεν ήρθανε σε μένα.
Μα τούτα έχω εγώ να πω τα μάτια μου πριν κλείσω:
Τέσσερα έχω ολοζωής διαμάντια δουλεμένα.

Αφήνω τρεις κυπάρισσους και μια τριανταφυλλίτσα
τ' αγκάθια της να διώχνουνε τους νοσταλγούς της νιότης
και στη μικρή της να κρατεί σφιχτά την αγκαλίτσα
πολύδροσα τα ρόδα της κι αγνά για τον καλό της.

Αφήνω τρεις περήφανους αητούς κι εν' αηδονάκι
που να σιγά σα θαρρετά το πλησιάζει ο ξένος
και το γλυκό του να λαλεί κι ωραίο τραγουδάκι
μόνο κοντά του σα βρεθεί ο νιος κι ο αγαπημένος.

Αφήνω τρία λιοντόπουλα και για να τα μερεύει
μιαν ελαφίτσα ασπρόλαιμη και σκοταδοματούσα
που να χορεύει ως περπατεί και να πετά ως χορεύει
και να θαμπώνει τη νυχτιά τη φεγγαροκρατούσα.

Μια κόρη που στο στόμα της να ορκίζονται λεβέντες
στα μοσκομύριστα μαλλιά να καίγονται καρδούλες
που οι γλυκές της οι ματιές και οι γλυκές κουβέντες
σπίτια ν' αφήνουν ορφανά κι απόρφανες μανούλες.

Αφήνω εγώ μιαν έμορφη μια κόρη φιλντισένια
το γέλιο της ανθόνερο το κλάμα της βροχούλα
το στήθος της αφρόγαλα τα χείλια της μελένια
και ρυάκι απαλοκύλιστο η χαρωπή φωνούλα.


Μια μαγιοπούλα-του τυφλού του πόθου μιαν ιέρεια
μία νεράιδα αφήνω εγώ στην πλάση για στολίδι
μια παινεμένη που κρατεί σφιχτά στα δυο της χέρια
το περιστέρι του Έρωτα, της Απονιάς το φίδι.

Να φέγγει ολόκληρη αλλά κανείς να μη γνωρίζει
αν τη φωτάει ήλιος λαμπρός ή αν αστροπελέκι
να μη στις λίμνες των ματιών κανένας ξεχωρίζει
αν η ζωή ή ο θάνατος είναι που εντός τους πλέκει.

Κόσμε, σ' αφήνω μια μικρή πεντάμορφη γοργόνα
που να σκορπά τρανές φωτιές όπου ήθελε ποδίσει
που σειώντας έτσι μοναχά το δάχτυλό της το 'να
κόσμε όπως με τυράννησες -αχ-να σε τυραννήσει.»




ΑΤΙΜΗΤΟ

Όταν πεθαίνει μιας μικρής κοπέλας ο πατέρας
τη λύπη την αβάσταχτην εκείνης της ημέρας
ας την εμέτριαζεν αυτή λίγο με το να μένει
με κάθε φίλο ή συγγενή για λίγο αγκαλιασμένη.

Έτσι και όταν πέθανε ο πατέρας ο καλός της
θα στέγνωνα απ' τα δάκρυα τ' ωραίο πρόσωπό της
και θα τη σφιχταγκάλιαζα. Εκείνη έτσι αγνούλα
της λύπης θα ενόμιζε την τόση μου τρεμούλα.

Αλλά εμένα μια άλληνε από τη δική της μέθη
θα μ' έπαιρνε' για μένανε τα μαύρα μου τα πένθη
αντίθετα, θα λύνονταν' ό,τι καιρό ποθούσα
τη μερα αυτήν-αλίμονο-ακέριο θα τρυγούσα:

στον κυρτωμένον ώμο μου γερτό της το κεφάλι
τόσο κοντά μου όλα της τα μυρωμένα κάλλη
και ας την έσπρωξεν εκεί μονάχα μι' ανημπόρια-
στην αγκαλιά μου ας ζήταγε μόνο την παρηγόρια.

Για μένανε δε θ' άλλαζε τίποτα' και στον Άδη
τη μνήμη αυτή ατίμητο θα κράταγα πετράδι
και με ακράτηγη χαρά θα φώναζα στο χώμα:
"τ' αγκάλιασα!-τ' αγκάλιασα το λατρεμένο σώμα!"







ΣΤΟ ΓΙΩΡΓΗ
(τον πατέρα της Ντόρας, φίλο, που έφυγε
ενώ βρισκόταν στην εξορία)

To σπίτι Γιώργη αδειασε. Μήπως γιατί του λείπεις;
Μήπως γιατί το γέμιζες μ' αγάπη και φροντίδα;
Μήπως γιατί του ήλιου σου έσβκσε κάθε αχτίδα;
Το σπίτι Γιώργη εντύθηκε το φόρεμα χης λύπης.

Ο κόσμος Γιώργη εμίκρυνε-κάτι έχει μέγα χάσει. Μήπως την αθωότη σου; την καλωσύνη μήπως;
τ' άνθη που τον πλημμύριζε της ανθρωπιάς σου ο
κήπος;
Ο κόσμος Γιώργη μίκρυνε και φτώχυνε η πλάση.

Γιώργη η ψυχή μας 'ρήμωσε. Κρύος τη δέρνει αγέρας.
Γιώργη το ψέμα επλήθυνε.  Γιώργη το γέλιο εχάθη.
Γιώργη ο νους μας όνειρα κι ελπίδες πια δεν
πλάθει.
Γιώργη σκοτάδι εγέμισε το πρόσωπο της μέρας.

Γιώργη τα φίδια του χαμού ορθώσαν το κεφάλι.
Το άτι του ο φόβος το σταχτί με λύσσα σπηρουνίζει.
Το άφωνο τραγούδι της η θλίψη πάλι αρχίζει
και μιας φριχτής απελπισιάς μας δέρνει πάλι η ζάλη,

Γιώργη γεμάτα δάκρυα τα μάτια. Η ψυχή μας
τόσο μεγάλον δεν μπορεί ένα πόνο να χωρέσει.  
Αχ! Η χαρά μας πάνω σου αχώριστα είχε δέσει
όταν με βιάση έφυγες για πάντα από κοντά μας.

Γιώργη, που μόνο ήξερες να δίνεις μες στη ζήση
ένα από σένα δόσιμο ακόμα καρτερούμε.  
Το δόσιμο που δίχως του δε γίνεται να ζούμε.
To δόσιμο που θα 'κανε η ζωή πάλι ν' ανθίσει:

Με ταχυδρόμο έναν ανθό, ένα της δύσης χρώμα,
μ' ένα πουλί, με μια φωτιά, μ' ένα τ' αγέρα χάδι
γιορτοντυμένο στείλε μας το ακριβό σημάδι
πως μας πονάς, μας σκέφτεσαι, μας αγαπάς
ακόμα...





ΕΜΕΝΑ

Α! Ο θάνατος έπρεπε εμένα να πάρει
και όχι τον άτυχο καλό σου πατέρα.
Η τόση σου θα 'παυε τότε η χάρη
να ντύνει με σάβανο την κάθε μου μέρα

Τα τόσα σου τότε δε θα 'φταναν μύρα
στα δώματα του Άδη που θα 'μουν κλεισμένος
κι η μαύρη μου θα 'παυε τότε η μοίρα
να σπάζει επάνω μου το τόσο της μένος.

Θα πει τότε θα 'παυε ο πόνος για κάτι
που αδύνατο είναι ποτέ ν' αποκτήσω-
θα πει πως της λήθης το απρόθυμο άτι
δε θα 'χα ποτέ πάλι πια να κεντρίσω.

Α! Ο θάνατος έπρεπε να πάρει εμένα
και όχι ολοζώντανος να στέκω κοντά σου
και χίλιους θανάτους να ζω σε καθένα
μελένιο χαμόγελο ή θεία ματιά σου.



Η ΜΕΡΑ ΓΙΩΡΓΗ…
(στο θάνατο του πατέρα της Ντόρας)

Η μέρα Γιώργη έφτασε να κοιμηθείς αξύπνητα.
Τα μάγια που σε κράταγαν αιχμάλωτον να σπάσεις
και στις αιώνιες να βρεθείς χιλιόμορφες οάσεις
που γλεντοκόπια και χαρές σε καρτερούν αρίφνητα.

Πόρτες εκεί δε θα 'χουνε που ανοιχτές να μένουνε
και κρύο δε θα φέρνουνε και πια δε θα κρυώνεις.
Και στο γυαλί της έγχρωμης, καινούργιας σου
οθόνης
γυναίκες κι άντρες παλαιστές συνέχεια θα
παλεύουνε.

Δε θα 'ναι η νύχτα θάλασσα μα ρυάκι που ανώδυνα
θε να κυλά. Από τ' άνθρωπου το νου θα λείπει ο
δόλος.
Ελιές και κούκλα πέρα κει σπαρμένος θα 'ναι ο τόπος.
Κι εγώ εκεί τη φίλια μας ποτέ δε θα την πρόδινα.

Γιώργη το τέλος έφτασε του αγώνα σου του
άνισου.
Τελείωσε ο δρόμος σου. Εκόπηκε το νήμα.
Και αν σκληρά σε τσάκισε τ' αγριεμένο κύμα
τον ωκεανό άφησες πια και μπήκες στο λιμάνι σου.


ΑΝΟΙΞΗ ΦΕΤΟΣ

Άνοιξη φέτος σ' αγαπώ γιατί έχεις στα μαλλιά
εκείνη την κοκάλινη αγκράφα τη μελιά
που βάζει στα μαλλάκια της όταν φυσάει αέρας
γιατί έχεις δέσει στο λαιμό γιρλάντα από χαρτί-
κοινό χαρτί όπως έβαλε κάποιαν ημέρα αυτή
κι όλο το σπίτι έλαμπε και μάλωνε ο πατέρας.

Άνοιξη φέτος σ' αγαπώ γιατί έχεις τη ματιά
στοχαστική' γιατί φοράς μια μπέρτα καφετιά
και γιατί όλα γίνονται στη φύση όπως προστάζεις.
Άνοιξη φέτος σ' αγαπώ γιατί το γιορτινό
φουστάνι της εντύθηκες, το ροζ, το φωτεινό-
Άνοιξη φέτος σ' αγαπώ γιατί πολύ της μοιάζεις.




ΚΑΙ ΔΙΚΗ ΜΟΥ

Στου καναπέ την απλωσιά-στο μαλακό του χνούδι
των πρωινών της παιχνιδιών τ' ανυποψίαστο γέρας
σαν πεταλούδα, σαν ανθός, σα φως, σαν αγγελούδι
η αγάπη μου κοιμήθηκε μες στην καρδιά της μέρας.

Πόθοι μου τις φτερούγες σας τώρα κλειστές κρατάτε'
Χρόνε μου κύλα αθόρυβα' πάτα λαφριά σιγή μου
και καρδιοχτύπια μου τρελά μη μου τηνε ξυπνάτε-
έτσι ως δεν είναι κανενός, λίγο είναι και δική μου.






ΣΑΝ ΚΟΙΜΗΘΩ ΑΞΥΠΝΗΤΑ

Σαν κοιμηθώ αξύπνητα δεν είναι που θα σβήσω
απ' τις στρατιές των ζωντανών-δεν είναι που θ' αφήσω
ατέλειωτα ή ανάρχιστα όσα ήθελα να κάνω'
είναι που όταν θα χαθώ για πάντοτε τη χάνω.

Δεν είναι που μια έρημη σκιά θα βολοδέρνω
στα χάη και αναίτια το φάσμα μου θα σέρνω
σ' άλλες ανάμεσα σκιές που ίδια όπως εμένα
θα προχωρούν με βήματα βαριά και κουρασμένα.

Είναι που θα 'μαι μακριά από τα γλυκά της χείλη
είναι που πια δε θα μπορεί να μου είναι ούτε "φίλη"'
είναι που την οδύνη μου καμιά δε θ' αλαφραίνει
φωνή' καμιά τον πόνο μου ματιά δε θα γλυκαίνει.

Είναι που οι πόθοι που κερνά η θεία της η κνήμη
ούτε ιδέα δε θα 'ναι πια μες στη νεκρή μου μνήμη
είναι που χώματα βαριά τα μάτια θα σκεπάζουν
και κείνα πια δε θα μπορούν κρυφά να την κοιτάζουν.



ΕΚΛΕΙΨΗ ΗΛΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ

Για λίγο όλοι τον ύπνο τους το βύθιον αφήκαν
και δραστηριοποιήθηκαν-κινητοποιηθήκαν
για να ιδούν μιαν ολική λέει έκλειψη ηλίου
που θα γενεί στις τέσσερες του Ιανουαρίου.

Όλοι τους εβαλθήκανε μαύρα γυαλιά να φτιάξουν
και δίχως βλάβη των ματιών το θέαμα να κοιτάξουν.
Σελήνης, ήλιου κι αστεριών γνωρίζοντας τις φάσεις
η έκλειψη μια στις τόσες τους θα είναι διασκεδάσεις.

Α! ευτυχείς! που θεωρούν πως είναι μέγα πράγμα
λίγο να δουν να κρύβεται απ' του ηλιού το μάγμα!
Α! ευτυχείς! Δεν ξέρουνε πόσες εσύ εκλείψεις
παντοτινές δημιουργείς σ' όποιου τη ζήση ενσκήψεις'

τον ήλιο κρύβεις της χαράς κι όλα τα δερνει η λύπη'
του ρολογιού, το θάνατο αργομετρούν οι χτύποι
κι όχι του "Τώρα" μοναχά, μα κι οι χαρές του "Αύριο"
μέσα σε σκότος πνίγονται τρομαχτικό και άγριο.

Εκλείψεις άπονης ζωής, χαράς και ηρεμίας,
εκλείψεις κάθε και ψυχής και νου ευημερίας,
εκλείψεις αγαλλίασης, απόλαυσης, 'φροσύνης.
εκλείψεις πάμφωτων νυχτών σε στρώμα έρμης κλίνης.





ΣΑ ΛΑΒΑ

Σα λάβα υγρή κι έτσι ζεστή
δεκαπεντάχρονη μικρούλα
βρίσκεσαι μπρος μου αιδώ μεστή
χωρίς ψυχή-χωρίς φωνούλα.

Κι ως με θωρείς γονατιστή
τόσο γλυκιά κι έτσι αγνούλα
λες άλλης είναι οι μαστοί
που σει' του πόθου η τρεμούλα,

Και 'γω, κεντρίζοντας βαθιά
τ' άλογο που 'χω εντός μου
μ' όσα η σβησμένη σου φωνή:
"πάρε μου", λέει και :"δοσμου",

λύνω την άσπρη σου ποδιά
σε ντύνω με το φως μου
και λεηλατώ και τη σοδειά
και το δεντρί του κόσμου.


ΕΣΥ..

Μου' παν πως ήρθες τι μ' αυτό;.. για με είσαι πάντα εδώ.
Ανάγκη με τα μάτια μου δεν έχω να σε δω
με το καθένα κύτταρο σε νιώθω του κορμιού
με κάθε σκέψη του σ' εσέ δοσμένου μου του νου.

Στα δυο σου χέρια με κρατείς και πάνω τους πατώ
σε κόσμο έναν από σε γεμάτον περπατώ
έχω από σένα ποτιστεί τόσο βαθιά πολύ
που ζω σαν να 'μαι πάντοτε μαζί σου σε φιλί.

Με μια υπερκόσμια με κρατάς αιχμάλωτον ισχύ
όλη μου μια νικήτρα σου η ζήση ειν' ιαχή
σαν κάποιο άρωμα βαρύ έχεις εντός μου μπει
με καταυγάζεις σα διαρκής φωτός αναλαμπή.

Εσύ ' σαι η μόνη αιτία μου κι ο μόνος μου σκοπός
στη δημοσιά σου οδηγεί κάθε μου ατραπός
είσ' η πνοή που δίχως της η ζωή μου σταματά
για μένα είσαι συ το πριν, το τώρα, το μετά.

Σαν μια ιδέα με δονείς-σαν πυρκαγιά με καις
το όραμά μου η όψη σου είναι το διαρκές
εσύ με χάνεις και με ζεις, με κλαις και με γελάς
συ κόσμους χτίζεις μέσα μου, εσύ και τους χαλάς.

Εσύ κυλάς στις φλέβες μου σαν δυνατό κρασί'
εσύ οδηγείς τη σκέψη μου-τη θέλησή μου εσύ!
συ μέσα μου παθιάζεσαι όταν εγώ ριγώ-
εσύ-εσύ-εσύ-εσύ-εσύ είμαι εγώ!..

Μου' παν πως ήρθες κι έχασα που έλειπα από κει.
Απ' τους εαυτούς τους κρίνοντας νομίζουν μερικοί
με του κορμιού τα μάτια μου πως πρέπει να σε δω-
πού να 'ξεραν πως πάντοτε για μένα εισαι εδώ…






ΛΙΓΩΜΕΝΑ

Στη γιορτή του αη-Λια
τ' άστρα γίνανε φιλιά
και στην Κάτω Παναγίτσα
ουρανός η αγκαλίτσα

Βρε αγαπούλα μου καλή
πώς γλυκαίνεις το φιλί
και πώς κάνεις την αγκάλη
όλο λάγγεμα και ζάλη…

Κι "όχι" πώς ποτέ δε λες
στις βουλές τις πιο τρελές
και τα "ναι" τα λατρεμένα
πώς τρεμίζουν λιγωμένα…

Αχ! μικρή μου αγαπίτσα!
Αχ! στην Κάτω Παναγίτσα!
Αχ! Χαμένη! Κορωμένη!
Αχ! αφροστεφανωμένη!




ΜΕΘΥΣΜΕΝΗ

Απαλά σαν περνά
στα μαλλιά της τη χτένα
μαύρη ζήλεια κερνά
και ποτίζει εμένα.

Όνομα άλλο εάν
της προφέρουν τα χείλια
την ψυχή μου κεντάν
φαρμακόφιδα χίλια.

Αν το χέρι τ' αβρό
χέρι άλλο ακουμπήσει
στην καρδιά μου θα βρω
σα θα δω χίλια μίση.

Κι αν καφέ ή γλυκό
σ' έναν ξένο προσφέρει
α! τι πιόμα πικρό
με κερνά δεν το ξέρει..

Αλλά μία της λέξη
αν μου πει τρυφερή
να! τα σκότη έχουν φέξει-
κι ήρθαν άλλοι καιροί.

Λες ποτέ δεν υπήρξαν
οι απάνθρωπες ώρες'
λες ποτέ δεν ερίξαν
οι ουρανοί μαύρες μπόρες.




Κι όλα ειν' ένα μύρο
και μιας Άνοιξης χνώτο
σαν να ζει εναγύρω
τ' όνειρό μου το πρώτο

δηλαδή βυθισμένη
στου έρωτά μου τη δίνη
και γλυκά μεθυσμένη
να χορεύει Εκείνη.



ΒΑΡΥ

Μια λήκυθος με άρωμα γεμάτη εκλεκτό
είμαι' και είναι τ' άρωμα σπάνιο και λεπτό
κι η νύμφη που θα έραινα το σώμα της με κείνο
δεν ήρθε κι είμαι μόνος μου-και μόνος μου θα μείνω.

Γι αυτό πριν φύγω απίστομα τη λήκυθο γυρνώ
και ασυλλόγιστα τ' αβρό το μύρο της κερνώ
σε όντα που 'λαφιάζονται όταν αυτό τ' αγγίσει
σαν να τα είχε αόρατο χέρι βαρύ ραπίσει.




ΠΟΤΕ ΣΟΥ

Δε θέλω στην κηδεία μου κάποιαν ακολουθώντας
γελοία κοινωνικότητα να 'ρθεις ψευτοκλαμώντας.
Για μια φορά ειλικρινή, ανυπόκριτη σε θέλω-
τη μέρα κείνη στη βολή κάθισε της Covello.

Στην τρύπα όταν άκαμπτος θα χώνομαι της γης μου
μ' ακέριο κάθε μόριο της αντρικής ορμής μου-
στην ηδονή που δεύτερη μετά 'πο τη δική σου
επόθησα, για μάρτυρα δε θέλω τη μορφή σου.

Στα βλέφαρά μου τα κλειστά πάνω δε θέλω να 'δεις
πώς από μεν' ανέγγιχτες παίρνει μαζί του ο Άδης
χαρές που σαν ακοίμητες στο νυφικό κρεβάτι
νυφούλες, παίρνουν του χαμού τώρα το μονοπάτι.

Όσο εζούσα κάθε τι μου 'χεις εσύ παρμένο'
μην έρθεις' μες στο φέρετρο που μ' έχουν ξαπλωμένο
άδειος απ' όλα κείτομαι. Ακόμα κι αν με γδάρεις
του δέρματός μου μοναχά το φάντασμα θα πάρεις.

Άσκοπο στην κηδεία μου να 'ρθεις' έχοντας όσα
η Αγάπη και ο Πόθος μου απλόχερα σου δώσαν
αυτάρκης πλέον έγινες σ' όλα-τις συλλογές σου
επλούτισες όσο πολύ δεν το 'λπιζες ποτέ σου.



ΕΚΕΙΝΟ, ΜΕΓΑ

Ένας τρελός ξάπλωσε μπρούμυτα στο χώμα
τα χέρια του άπλωσε και θάρρειε πως εκράτει
και πως διαφέντευεν αυτός όλα της γης τα πλάτη-
κάθε της όρος, ωκεανό, κάθε της μία χώρα.

Έτσι και μεις νομίζουμε πως κλειούμε στην ψυχή μας
το αβυσσαλέο κι άμετρο για τη Θοδώρα πάθος.
Α! παιδαριώδης! Α! κουτή-ψεύτρα ιδέα! Βάθος!
Εκείνο, µέγα, κυβερνά ψυχή, ζωή, κορμί μας.



ΤΗΣ ΑΜΜΟΥ

Τάχα του Χρόνου την κλεψύδρα ποιος κρατεί
και να 'ρθεις γρήγορα κοντά μου δε σ' αφήνει-
ποιος τάχα τον ισθμό της τονε κλείνει
κι ο χρόνος δεν πετά μα περπατεί…

Κι ήθελα να 'ξερα ποιος σπάζει το γυαλί
της αμμοδόχου όταν βρίσκεσαι κοντά μου
κι οι κόκκοι δραπετεύουνε της άμμου
κι εγώ δε σου χορταίνω το φιλί…



ΤΑ ΚΑΛΛΗ

-Γιατί χήρα χηρούλα δε με παντρεύεσαι;
-Τα κάλλη μου μουρντάρη δε μου τα γεύεσαι
αν πρώτα δεν παντρέψω τη μονοκόρη μου.
-Γιε μου και παραγιέ μου κι αγόρι μου
της χήρας της χηρούλας πάρε την κόρη της
να δω τι χρώμα έχει το μισοφόρι της.



ΦΤΗΝΕΣ

Ο δρόμος μου 'στελνε πρωινές φωνές.
Η πάχνη εθάμπωνε τα τζάμια.

Κάτω στο πάτωμα
κείτονταν άτονα
τα εσώρουχά της' με πλοκάμια
κολλώδη μ' έσφιγγαν μνήμες φτηνές.





Η ΠΕΤΡΑ ΣΟΥ

Αν μια καινούργια Εξέταση σαν κείνην Ιερά
το κολασμένο σώμα σου έριχνε στην πυρά
οι εργάτες που θα πήγαιναν αύριο να σκουπίσουν
θα 'βλεπαν ένα θέαμα δύσκολο να εξηγήσουν.

Πάνω στο χώμα το τεφρό το ακόμα πυρωμένο
που ολονυχτίς το σώμα σου κράταε το μαγεμένο-
πάνω στο χώμα, απ' της φωτιάς την κάπνα μαυρισμένη
κι εν τούτοις κρύα μια πέτρα εκεί θα βρίσκανε πεσμένη.

Παράξενα θα κοίταζαν και φοβισμένοι θα 'ταν
και ιστορίες αλλόκοτες πολλές αφού θα πλάθαν
"Κι αυτό", θα καταλήγανε, "παιχνίδι είναι δικό της
το τελευταίο ήτανε το έργο το μαγικό της".

Μόνο εγώ απ' όληνε ξέρω την ανθρωπότη
και πλήρωσα το μάθημα με τη ζωή μου, ότι
το σώμα σου κι αν καίγονταν το τέλειο απ' τη φωτιά
θα 'μενε άκαυτη η σκληρή-η πέτρα σου καρδιά.




ΣΤΟ ΧΙΟΝΑΤΟ ΤΗΣ

Απ' τον τάφο μου βγάζω
το κεφάλι το σάπιο για λίγο
μία τρύπα στο σκότος ανοίγω
και τριγύρω κοιτάζω.

Μες στων ζώντων το πλήθος
το κορμί της ζητώ κι ανταμώνω
και το βλέμμα μου πάνω απιθώνω
στο χιονάτο της στήθος

Τότε ο μαύρος μου τάφος
το υπερκόσμιο γνωρίζει μεθύσι
λιμανιού που 'χει εντός του ποδίσει
φωτοπλήμμυρο σκάφος.





Η ΠΙΚΡΗ ΜΟΥ

Θα 'ναι μία στιγμούλα που ο ήλιος θα λάμπει
τα πουλιά μες στους θάμνους θα ψάλλουν γλυκά
θα ζητά η χαρά στην καρδιά μέσα να 'μπει
και η φύση η τρελή θα οργά θριαμβικά.

Στων δεκάξι σου χρόνων το βελούδινο θάμπος
η αγνότη κι η αθωότη θα στήνουν χορό
και χαλί λουλουδένιο θα στρώνει ο κάμπος
του κορμιού σου το πάθος να δεχτεί το ιερό.

Δίχως λόγο κι αιτία, δίχως σκέψη και γνώση
ένας νέος θα σου κλέψει το μύρο τ' αγνό.
Η ζωή βιαστικά ένα πέπλο θ' απλώσει
μη και τ' άδικο δουν οι ουρανοί το τρανό.

Θα 'ναι μία στιγμούλα που καθώς όλοι οι γέροι
ένα τσάϊ θα φτιάχνω να πιω στη γωνιά
κι έτσι δα το κουτάλι θα μου πέσει απ' το χέρι
και σκληρά θα ηχήσει η πικρή μου μονιά.




ΠΕΘΑΙΝΩ

Το ρόδο που εκράταγες στα χέρια σου είχε λάμψη
και ομορφιά πρωτόφαντη. Τα κόκκινά του φύλλα
μοιάζαν σαν αίμα ζωντανό βαθιά να τα 'χει βάψει
που ακόμα μες στις φλέβες τους χαρούμενο εκύλα.

Όταν για λίγο τ' άφησες το χρώμα του έχει σβήσει
η ευωδιά του εχάθηκε και στέκει μαραμένο.
Μες στο χεράκι σου τ' αβρό κλείστο να ξαναζήσει…
ένα φιλί σου δώσε μου-μαραίνομαι..πεθαίνω…






ΘΡΙΑΜΒΕΥΕΙ

Η μουρμούρα απ' την παρέα
σ' αποκοίμισε χτες βράδυ
και δοθήκαν στον Ορφέα
της σαγήνης σου οι βάρδοι.

Η καρέκλα σου αγαλλιάζει
από τ' άγγιγμα το θείο
και λιπόθυμη αγκαλιάζει
το πολύτιμο φορτίο.

Αλλά κι έτσι κοιμισμένη
δε γινόταν να μη μ' έλκεις:
τα ποδάκια έτσι αφημένη
σταυρωτά καθώς τα πλέκεις

τους μηρούς σου η κουβέρτα
τους αφήνει ακαλύπτους
και γεμίζει ο τόπος κέδρα
και γεμίζει ευκαλύπτους.

Και στα δάση μέσα σειώνται
Νύμφες, Σάτυροι και Φαύνοι
κι απ' τα γέλια τους δονούνται
οι γλουτοί σου οι δυο οι λάγνοι.

Και στο βάθος βάθος βάθος
στη μεσόγλουτη σχισμή
που τη δέρνουνε με πάθος
καταιγίδες και σεισμοί

καταργούνται τα ερέβη,
η Εδέμ αναγεννάται
κι α! η Εύα θριαμβεύει
το κορμί σου όταν κοιμάται.





ΑΝΘΟΥΣ

Μέσα στα τόσα τα πολλά που από σένα θέλω
άκου αυτό όπως άκουσες και τόσα ακόμα: θέλω
μια μέρα τα ποδάκια σου να κάνω προσκεφάλι
και ν' ακουμπήσω πάνω τους το άσπρο μου κεφάλι.

Κι όπως το χώμα τους νεκρούς και τα βουνά το χιόνι
κι όπως η Άνοιξη ανθούς πάνω στα δέντρα απλώνει
κι εσύ χωρίς μιαν έκπληξη και δίχως να διστάσεις
ν' απλώσεις τα χεράκια σου κι έτσι να με σκεπάσεις.



ΠΟΝΗΡΟΥΛΑ

Είσαι καλή κι είσαι γλυκειά κι είσαι κομψή κι ωραία
έχεις χαρές αρίθμητες και ομορφάδες πλήθος.
Είσαι σεμνή κι υπάκουη, καλοφτιαγμένη, νέα
κι η ίδια του Έρωτα η θεά σου έπλασε το στήθος.

Όμως αν ήσουν φαγητό, όπως σ' έχω περιγράψει,
ανάλατη θα ήσουνα-θα 'φερνες αναγούλα.
Μα όχι-θεός ή διάβολος, όποιος κι αν σ' έχει πλάσει
σου έβαλε το αλάτι σου: λίγο είσαι πονηρούλα.



ΝΑ ΣΕ ΚΟΙΤΑΖΩ

Κοντά σου όταν ήμουνα έλυωνα από τον πόνο
που δε γινότανε παρά να σε κοιτάζω μόνο.
Μα κι όταν έφυγα μακριά πάλι δεν ησυχάζω-
τώρα πονώ που δεν μπορώ ούτε να σε κοιτάζω.




ΤΑ KΕΦΑΛΑΚΙΑ

Σαν την ψυχή νιογέννητου παιδιού πριν τη μολύνει
ούτε της πείνας τ' άγγιγμα' πριν τη λερώσει ακόμα
ο πόθος για το νοιώσιμο της ρόγας μες στο στόμα
έτσι αγνά τα στήθη σου μου μοιάζουνε με κείνη.

Χαρτί που μόλις έχει βγει απ' το τυπογραφείο
λευκό, ακόμα πριν το δει ούτε ποιητή το μάτι
και να 'χει ο νους του πάνω του σκεφτεί να γράψει κάτι
τα πάλλευκα έτσι στήθη σου φαντάζουνε τα δύο.

Και σαν βουνά την όμορφη τη γη μας που στολίζουν
κι ενώ το ηφαίστιο μέσα τους ασίγαστα κοχλάζει
εν' αεράκι δροσερό τη ράχη τους δοξάζει
έτσι και κείνα καίγονται κι έτσι κι αυτά δροσίζουν.

Κι έτσι σφιχτά κι έτσι κρουστά κι έτσι σαν φιλντισένια
μόνο στου νου το τάνυσμα μπορούν να παρομοιάσουν
λίγο προτού οι ιδέες του που πάνε να τον σπάσουν
διέξοδο στα έλη της χαράς βρούνε τα τιποτένια.

Και σαν παιδιά. Σαν δυο μικρά, λαμπρά, γλυκά παιδάκια
που μια πηδούν ακράτηγα και τρέχουν και 'λαφιάζουν,
μια βαριεστούν και στέκουνε κι άτονα ησυχάζουν,
και μια πεισμώνουν και γυρνούν αλλού τα κεφαλάκια.








ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ

Εβγήκα στις κορφές
που φέγγουνε λαμπρές
χαρές χρυσοντυμένες.
Τις φώναξα μ' αυτές
λες ήτανε κουφές
δεν ήρθαν οι καημένες.

Επήγα στη φωλιά
που στήνουν τα πουλιά
του πιο ψηλού του κλώνου.
Γεμάτη με φιλιά
εβρήκα μι' αγκαλιά
κι αυτή 'τανε του πόνου.




Η ΓΑΤΟΥΛΑ

Θα ήθελα να έχω μια γατούλα
μ' ασπρόμαυρο κεφάλι και κορμί
και μια καφέ στο μάτι βούλα-
θα ήθελα να έχω μια γατούλα.

Το λάστιχο το σώμα να λυγίζει
και δίχως μιαν αιτία ή αφορμή
ναζιάρικα πολύ να νιαουρίζει-
το λάστιχο το σώμα να λυγίζει

Τα νύχια της να ξύνει στο πανέρι
και όπως μόνο εκείνη το μπορεί
επάνω μου να τρίβεται όπως ξέρει-
τα νύχια της να ξύνει στο πανέρι.

Τα μάτια της να λάμπουν στο σκοτάδι
και θάματα το φως τους να ιστορεί
ποτέ της να μη λέει όχι στο χάδι-
τα μάτια της να λάμπουν στο σκοτάδι.

Τα βράδια μπρος στο τζάκι να κυλιέται
αργόσυρτη, υγρή, νωχελική
και σ' άσεμνη μια στάση να κοιμιέται-
τα βράδια μπρος στο τζάκι να κυλιέται.

Θα ήθελα να έχω μια γατούλα
κι απ' όλους να την έχω μυστική'
με μια καφέ στο μάτι βούλα
θα ήθελα να έχω μια γατούλα.





ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ

Εν' άλικο μπουκέτο θα σου στείλω
λουλούδια μ' ένα καλό μου φίλο.
κι ωραία έτσι σαν τ' αντικρίσεις
ξέρω-χιλιάδες θα τους χαρίσεις

φιλιά. Για λίγο το έκθαμβο το δείλι
ποια ειν' τα λούλουδα-ποια ειν' τα χείλη
να ξεχωρίσει δε θα μπορέσει.
Κι όταν η γλύκα πάνω τους δέσει

με βια θα σου τ' αρπάξει από τα χέρια
και θα 'χω τα φιλιά σου αιώνια ταίρια
γιατί θα μου τα βάλει σαν πεθάνω
στο μέρος της καρδιάς-στο στήθος πάνω.


ΣΥ ΜΟΝΑΧΑ

Αν όταν είμαστε μαζί κάπου, λιποθυμίσεις
υπάρχουν πιθανότητες πολλές να μην ξυπνήσεις
κι ενός γιατρού τη σιγουριά ενώ θα 'χεις μαζί σου
της σιγουριάς η αίσθηση αυτή ναν' η στερνή σου.

Δε θα φροντίσω τότε εγώ για την υγειά σου διόλου
κι όλου του κόσμου η γιατρική ας πάει κατά διαόλου-
θα γείρω στο μονάκριβο που 'χω προστά μου θάμα
όχι με τέχνη Ασκληπιού αλλά με πάθος Πάνα.

Έτσι. Αναίσθητη καθώς θα κείτεσαι στο χώμα.
Αλλ' αν μετά το θάνατο πάλι μιλά το στόμα
θα έχεις να παινεύεσαι στις φίλες σου στον Άδη
πως συ μονάχα εγνώρισες τόσο γλυκό ένα χάδι.




ΤΗ ΓΑΤΑ

Χάιδευες με το πόδι σου τη γάτα.
Το πόδι σου γυμνό. Η γάτα ύπτια.
Τα δάχτυλά σου ανάβαν τα κροκάτα
στου ζώου τα γοργά τα καρδιοχτύπια.

Με τ' όλασπρο, αβρό, γυμνό σου πόδι
εχάιδευες το τρίχωμα της γάτας
Το γόνυ σου λαμπύριζε σαν ρόδι
κι έτρεμε το κορμί της χρυσομάτας.

Μ' αθώες, ταχ' αδιάφορες κινήσεις
εχάιδευες τη γάτα σου τη μαύρη.
Απόψε κι αν ανάπαψη ζητήσεις
ούτε κι εσύ ούτε και κείνη θα 'βρει.

Βελούδι σε φιλί με το βελούδι
και πες ποιο εφιλιόνταν-ποιο εφίλα
το χνούδι αγκαλιασμένο με το χνούδι-
ποιανού η πιο μεγάλη ανατριχίλα;.

Εχάιδευες τη γάτα. Η ματιά σου
Θολή από τη θύελλα που νιώθεις
και τρέμουνε τα χείλη τ' ανοιχτά σου-
ματαία η προσοχή σου: επροδόθης.





Ο ΦΟΒΟΣ ΚΙ Η ΑΓΑΠΗ

Ο φόβος κι η αγάπη εμεγαλώνανε
μαζί' μα-τι κακό- όλο μαλώνανε.
Μαζί για λίγο μόνο έτσι ζήσανε
κι ύστερα-δε γινότανε-χωρίσανε.

Και σ' άλλα ο καθείς τους μέρη επήγανε
κι εχθροί αναμετάξυ τους εγίνανε
καθείς τους πύργο έχτισε μεγάλονε
κι ούτε ν' ακούσει ένας για τον άλλονε.

Και όποιος την αγάπη ακριβοντύνεται
αυτός να αιστανθεί φόβο δε γίνεται'
και όποιος από φόβο τρεμουρίζει
ποτέ του την αγάπη δεν γνωρίζει.




ΤΑ ΠΕΝΘΗ

Κιτρίνισαν τα φύλλα της ψυχής
και δώσανε το χρώμα τους στου πόθου μου τα φύλλα
έτσι καθώς αυτός στέκεται ανεπαρκής
δίπλα στου τοίχου μου του έρμου τη μαυρίλα.

Και είμαι σίγουρος πως στο δεξί
(καθώς κοιτάζω από δω) το φύλλο αυτό το σάπιο
θα 'χουν ζωύφια σαρκοβόρα εμφανιστεί-
να! σαν να βλέπω να κουνιέται κάποιο…

Α! Πόθε μου! Σ' αγόρασα ακριβά
με πράσινο το δώμα μου το μαύρο να στολίσεις
κι έρω για μένα να ριζώσεις στα γλυκά
ματάκια της αγάπης μου όταν τη συναντήσεις.

Μα όμως με προδώσατε κι οι δυο:
και σε κει κείνην της ψυχής σας νίκησαν τα πένθη
που αγέννητα κι αχάλαστα εντός μου κλειω-
και συ μου εμαράθηκες και κείνη δε θα έρθει.


ΤΟΤΕ ΚΑΛΑ

Αν μόνο για να βλέπουνε την ομορφιά
δοθήκανε στον άνθρωπο τα μάτια
τι να τα κάνω αφού είσαι μακριά
απ' τα φωτεινά τους τα μονοπάτια..

Αν μόνο για ν' ακούν ήχους γλυκείς
τ' αυτιά έχουνε γίνει των ανθρώπων
τι να τα κάνω όταν εσύ μιλείς
σε ξένο, μακρινόν μου τόπον…

Στο δέρμα μου αν πρέπει ν' ακουμπά
το βελουδένιο ευέξαπτό σου δέρμα
τι να το κάνω αν κείνο πάει μακρια
και μένουνε τα χέρια μου παντέρμα…

Αν όμως και μας δόθηκε η ζωή
για να τη δέρνει η θλίψη και ο πόνος
τότε καλά έχουνε όλα οριστεί:
εσύ μακριά μου κι εγώ μόνος.





ΚΑΜΙΑ

Μπροστά μου όπως καθόσουνα με τα μαλλιά λυμένα
έβλεπα τους εβένινους που εκείνα στρώναν δρόμους
και η ψυχή μου εγέμιζε χίλιες χιλιάδες τρόμους:
καμία από τις στράτες τους δεν ήτανε για μένα.


Ο ΛΟΓΟΣ

Εχ' ορκιστεί να μην το πω
το τρυφερό το σ' αγαπώ
το λόγο θα κρατήσω
και δε θα τον πατήσω.

Σιγμ' άλφα γάμμ' άλφα ξανά
κι αχ! η καρδιά δε σε ξεχνά'
πι και στερνά ωμέγα
κι αχ! έχω πόνο μέγα.

Αλλά το λόγο μου κρατώ
ποτέ-ποτέ δεν τον πατώ
το σ' αγαπώ τ' ωραίο
εγώ δε σου το λέω.




ΜΑΡΤΥΡΙΟ

Τόσο κοντά σου να 'μαι και να μην μπορώ
λίγο ν' αγγίξω μια σου τρίχα-ένα ρούχο…
τόσο κοντά σου να 'μαι και να μην μπορώ
λίγο να δείξω από τον έρωτα που σου 'χω…




Ο ΧΡΙΣΤΟΣ

Στο κάτασπρο το στήθος σου το ποθοπλανταγμένο
ένας σταυρός κρεμότανε με τον εσταυρωμένο.
Κι αναρωτήθηκα γιατί στους τόσους του μπελάδες
να τον παιδεύουν το Χριστό τώρα κι οι συμπληγάδες.

Μα όταν έσκυψα να δω επάνω στο σταυρό του
να 'ναι αναψοκόκκινο είδα το πρόσωπό του
κι αντί να ειναι η όψη του άφατα πονεμένη
την είδα με αγαλλίαση να 'ναι στεφανωμένη.

Τα μάτια του μισόκλειστα κι εσειόταν το κορμί του
σαν ο σεισμός να έγινε προτού από τη θανή του.
Κι οι βόγγοι που εβγαίνανε απ' τα φρυγμένα χείλη
γι άλλην μιλούσανε παρά για την ουράνια πύλη.

Και μέσα κει στα στήθη σου τα παντοβόρα είδα
να 'ναι πιασμένος ο Χριστός στην ίδια την παγίδα
στην ίδια να φλογίζεται φωτιά που τον καθένα
καίει στη γη επάνω αυτήν ως έκαψε και μένα.

Για μένα ετούτος ήτανε ο πλάστης και θεός μου
κι αυτόνε ξέρω μόνο εγώ για ποιητή του κόσμου
εκείνου εικόνα είμαστε όλοι κι ομοίωσή του
στον ίδιο σταυρωνόμαστε σταυρό κι εμείς μαζί του.

Και όρκο παίρνω πως μετά το κορμομάχημά του
λίγο πριν πάψει να χτυπά για πάντα η καρδιά του-
και όρκο παίρνω λέω ξανά-δεν είναι εικασία
πως είχε το "τετέλεσται" μιαν άλλη σημασία.




ΤΑΧΑ...

Αγάπη αν ειν' τα δώρα σου πολλά και ζηλεμένα-
Αγάπη αν τις χάρες σου καθείς αποζητά
όμως Αγάπη άδικη εστάθηκες για μένα
δεν ήρθες όταν έπρεπε αλλά πολύ μετά.

Και ήρθες. Ας μου έδινες τ' άγριο σου καρδιοχτύπι
όχι για μια κουκλίστικη και άδολη μικρή
αλλά για μια που θα 'τανε του Φθινοπώρου η λύπη
στολίδι της κι η Άνοιξη ανάμνηση ακριβή.

Καλή Αγάπη μου τι λες; Τάχα μπορώ να ελπίσω
πως θα μου δώσει η Χάρη Σου αυτό που μου
χρωστά-
τάχα μπορείς τα χρόνια μου να τα γυρίσεις πίσω;
Κι αν όχι μη της Ντόρας μου μπορείς να πας
μπροστά;..


TO ΦΙΛΙ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ

Ένα φιλί κι ένα μαχαίρι
κρατεί στα χέρια η Ζωή.
Στριφογυρνώντας κάθε χέρι
μέσα στα πλήθη προχωρεί.

Ζωή, μαχαίρι εμένα δος μου
-αχ- δος μου δυο αν σε βολεί
αλλά, Βασίλισσα του Κόσμου
δώσε στη Ντόρα μου φιλί.



ΦΕΓΓΑΡΙ…

Φεγγάρι μια μπλούα της δώσε μου μόνο
Να βάλω μέσα τις γριθιές μου
Να τις δαγκώνω ως να ματώσουν.







Α! ΝΑ ΜΟΥ 'ΔΙΝΕΣ ΤΗ ΧΑΡΗ...

To φεγγάρι μια σκαφίτσα
τα χεράκια σου ν' απλώσεις
και κει μέσα να ζυμώσεις
το φαρμάκι σου Ντορίτσα.

To φεγγάρι μια φετούλα
να τη φας, να δυναμώσεις,
στην καρδιά μου να κενώσεις
το φαρμάκι σου Ντορούλα.

To φεγγάρι ένα βαρκάκι
τη σωρό μου ν' απιθώσεις
κι από μένα να γλιτώσεις
κι απ’ το πάθος μου Ντοράκι.

Α! Να μου 'δινες τη χάρη
στο ταξίδι το βαθύ μου
στο ταξίδι το μακρύ μου
να την ξέχναγα, φεγγάρι...




ΤΗ ΦΟΡΑ

Συνειρμούς ποιους έχει σπείρει
στο μυαλό μου τ' όνομά της
κι αν τ' ακούσω με διεγείρει
και ας βρίσκομαι μακριά της;

Πέντε τάχα γραμματάκια
στη σειρά έτσι όταν μπούνε
τα μικρά τους σηματάκια
γιατί τόσο με δονούνε;

Πού τη βρίσκει μία λέξη
τόση δύναμη μεγάλη
που το νου μου έχει κλέψει
και μου φέρνει τέτοια ζάλη;

Τάχα κι αν αποφασίσω
όνομ’ άλλο να σκαρώσω
και πασχίζοντας να ζήσω
με τη σκέψη της το δώσω

μήπως έτσι θα ησυχάσω
απ' το μέγα μαρτυριό μου-
μήπως έτσι ξεκουράσω
τ’ αξεκούραστο μυαλό μου;

"Όχι" ο έρωτας φωνάζει
και μου κόβει όλη τη φόρα'
"κι αν το στόμα σου άλλο κράζει
μα η ψυχή θα κλαίει: Ντόρα!"




ΝΑ ΜΕ ΠΑΙΔΕΥΕΙ

Θα ήθελα να ήμουν ο Ποπάυ
σαν κείνον να επήγαινα όπου πάει
κι αντρείο εγώ να γίνομαι ναυτάκι
λιγάκι κατεβάζοντας σπανάκι.

Την πίπα μου συνέχεια να καπνίζω
κι εκείνη έναν καπνό να βγάζει γκρίζο
για κείνο να γκρινιάζω και για τούτο
και όλο να μαλώνω με το Βρούτο.

Για μένα να μετράει κάθε ταξίδι
σαν εύκολο να ήτανε παιχνίδι
το άγριο το κύμα ν' αψηφάω
κινδύνους φοβερούς να μη μετράω.

Και όποτε η θάλασσα 'μερεύει
εν’ άλλο θηλυκό να με παιδεύει:
να καρτερεί στου πλοίου μου την πρώρα
θεοί-όχι μια Όλιβ-μα η Ντόρα!



ΤΗΝ ΙΔΙΑ

Στης ομορφιάς τη ζυγαριά στον ένα αν βάλεις
δίσκο
της γης όλες τις όμορφες-στον άλλο τον εαυτό σου
σε σε θα κλινει η ζυγαριά' και φυσικό το βρίσκω:
μαζί όλες τους δεν κάνουνε το κάλλος το δικό σου.

To ίδιο αποτέλεσμα θα είχαμε αν μπορούσαν
να μπουν επάνω στο ζυγό τα μάτια σου μονάχα
κι αν όλοι οι άλλοι που 'βλεπαν θαυμάζαν κι απορούσαν
εγώ απορία ή έκπληξη ούτε και τότε θα 'χα.

Κι ακόμα εγώ που με πολλά πικρά μ' έχει ποτίσει
αίμα και δάκρυα η βαθιά που σου' κανα η γνώρα
στοίχημα βάζω-ο δίσκος σου την ίδια θα 'χε κλίση
αν μια ματίτσα σου γλυκειά του' ριχνες μόνο
Ντόρα.


ΑΛΛΑ ΘΕΕ ΜΟΥ

Σήμερα ο φίλος μου βάφει το σπίτι.
Καλό παιδί-θα πάω να τον βοηθήσω.
Θ' αφήσω σήμερα τον Γέητς και τον Ελύτη
και στης φιλίας το βωμό θα πάω να θύσω.

Aν στην ανάγκη δεν βοηθήσουμε τον φίλο
τότε αυτό δεν είναι πια φιλία
κι είναι καθείς μας απελέκητο ένα ξύλο
αν λίγο μέσα του δεν κλείνει ένα Φιντία.

Και φίλοι αν δεν ήμασταν ακόμα
πάλι θα έπρεπε να του 'δινα ένα χέρι-
ένα χαρούμενο η ζωή μας παίρνει χρώμα
όταν η χρεία τη βοήθεια έχει για ταίρι.

Α! Δεν επρόδωσα φίλο ποτέ μου.
Ούτε αυτόνε θα προδώσω τώρα
λοιπόν θα πάω έτσι κι αλλιώς. Αλλά θεέ μου
κάνε να βρίσκεται στο σπίτι και η Ντόρα.

ΑΝ ΕΙΧΑΝ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ

Αν είχαν τα λουλούδια-λέω, αν,
ανθρώπινα αισθήματα και πάθη
και αν κι αυτά μπορούσαν ν' αγαπάν
και στου έρωτα να λιώνουνε τα πάθη,

κι αν -πάλι λέω, ήταν οι θνητοί
για τα λουλούδια ό,τι ειναι αυτά για κείνους
και κάθε λούλουδο να περπατεί
μπορούσε με κινήσεις υπευθύνους

και ήθελε ένας κρίνος που αγαπά
στη ντάλια του να στείλει ανθρώπους-δώρα
ανάμεσα θα ήσουνα σ' αυτά
το δώρο τ' ομορφότερο συ Ντόρα.


ΘΕΟΙ!..

Μες στου κήπου αυτού τη γλυκιαν ησυχία
με τα δέντρα τ' αγνά γίνεται ένα το σώμα
μπρος σ' αυτήν που κερνά το νιοπότιστο χώμα
ειν' αλήθεια μικρή κάθε άλλη ευτυχία.

To κεφάλι ακουμπά σε χρυσά πορτοκάλια
τα σταφύλια γλυκά με καλούν να τα γέψω.
και σε κάθε μεριά τη ματιά μου αν στρέψω
βλέπω άνθη λευκά να μου γνέφουν αγάλια.

Τα κυδώνια ντυτά το χνουδάτο τους δέρμα
τα συκάκια μικρές χρυσοπράσινες στάλες
α! τη φύση απαλά τήν κρατώ απ' τις μασχάλες
και ψηλά την πετώ στου ηλιού της το γέρμα.

Πα' στο χώμα σωροί τα χρυσά λουλουδάκια
που δε βρίσκει μεριά να πατήσει το πόδι-
κόκκινα, άσπρα, γκρενά, κιτρινούλια, ιώδη
απωθούν απ' το νου κάθε του έχθρα και κάκια.

Τα χεράκια τ' αβρά η γαλήνη έχει απλώσει
σε σφιχτήν αγκαλιά όλην κλειώντας την Πλάση'
φορτικά η χαρά απ’ το γεμάτο της τάσι
για να πιω με καλεί που ’χει μπρος μου απιθώσει.

Α! Του ωραίου αυτού παραδείσου τα δώρα
είναι άσκοπα αφού σαν Αδάμ είμαι μόνος-
σαν νεκρό ένα πουλί και σαν άνανθος κλώνος
παρεκτός κι αν -Θεοί!-σ' είχα δίπλα μου Ντόρα.




ΆΧΑΡΕΣ

Α! Τίποτα δε χάρηκα μέσα σ' αυτή τη ζήση!
Α! Τίποτα δεν έζησα που να 'τανε καλό!
Και δίχως μιαν αναλαμπή ο λύχνος μου θα σβήσει
κι ως τότε άχαρες, ψυχρές, τις μέρες θα περνώ.

Έτσι ως θρηνούσα κάθοντας μονάχος στο σκοτάδι
μια θύμηση ήρθε ξαφνικά στο νου μου ριγηλή
και μου 'πε: "Ξέχασες λοιπόν αχάριστε, το βράδυ
που ένα η Ντόρα σου 'δωσε στο μάγουλο φιλί;


ΔΙΑΛΥΟΜΑΙ
Εμμένω-οργίζομαι
θερμαίνω-φλογίζομαι
ποθώ-ικετεύω
πεθαίνω-λατρεύω
ζηλεύω-αιώρα
διαλύομαι-Ντόρα.

ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΓΡΑΦΩ ΤΟΥΤΟ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ

Αυτά που γράφω τούτο τον καιρό
τα γράφω για τη Ντόρα
του Πόθου,των Φιλιών,των Αστεριών.
Αυτά που γράφω τούτο τον καιρό
τα γράφω για τη Ντόρα
της Αφοσίωσης,της Πλήξης,της Σιωπής,
των Χαρωπών Χειλιών.
Αυτά που γράφω τούτο τον καιρό
τα γράφω για τη Ντόρα
των Διηγήσεων,των Ιμέρων,των Πεισμάτων,
των Παιχνιδιάρικων Μαλλιών'
τη Ντόρα των Απύθμενων Ματιών
τη Ντόρα των τελείων καμπυλών
των ανυπέρβλητων κνημών και των Λευκών βραχιόνων.
Τη Ντόρα της Ανάμνησης, της Γνώσης, της Σοφίας.
Της Ευπιστίας, της Πονηριάς και της Ευαισθησίας.
Της Χάρης, της Ευγένειας και της Υποκρισίας.
Αυτά που γράφω τούτο τον καιρό
τα γράφω για τη Ντόρα
των Δισταγμών, του Φόβου, της Δειλίας
του Φωτεινού Προσώπου, του Χαμού, της Απορίας
τη Ντόρα της Εξάρτησης και της Αδυναμίας
των Πεθαμένων Σπουργιτιών, των Προτρεχόντων Λόγων.
Τη Ντόρα την Απρόθυμη, την Πονηρή, την Ψεύτρα.
Τη Ντόρα της Ευπρέπειας, της Γλύκας, της Σαγήνης.
Τη Ντόρα της Απόγνωσης, της Πίκρας, βτης Αγνοίας.
Αυτά που γράφω τούτο τον καιρό
τα γράφω για τη Ντόρα
των Ευκαλύπτων, των Αητών και των Ψηλών Ελάτων.
Των Πελαργών, των Υαινών και των Ιπποποτάμων.
Των Ρόδων, των Ποδήλατων και των Ερπυστριών.
Αυτά που γράφω τούτο τον καιρό
τα γράφω για τη Ντόρα
της Σκέψης της Αφτέρωτης, του Νου του Πετρωμένου.
Των Οιμωγών, της Οίησης και της Ανυπαρξίας.
Τη Ντόρα την Ανέμελη και της Μελαγχολίας.
Τη Ντόρα της Απώλειας και της Αλαζονείας.
Αυτά που γράφω τούτο τον καιρό
τα γράφω για τη Ντόρα
των Ιεροσύλων Πράξεων και Λόγων
τη Ντόρα των Ελπίδων της, των Τύψεων και των Κρυφών της Πόνων.
Αυτά που γράφω τούτο τον καιρό
τα γράφω για τη Ντόρα-
τη Ντόρα της Απόγνωσης
τη Ντόρα της Ανώνυμης Οδού
της Απωλείας.
Αυτά που γράφω τούτο τον καιρό
τα γράφω για τη Ντόρα
των Εκατόν εφτά λιβρών
τη Ντόρα του εννενήντα
τη Ντόρα του Λος Άτζελες
τη Ντόρα της COVELLO.






ΑΦΗΜΕΝΗ

M’ αρέσουν οι ήσυχες στιγμές όταν μετά τη ζάλη
Με λιμανάκι ήσυχο μοιάζει η μικρή σου αγκάλη-
λιμάνι  που  το   τσάκισε   με λύσσα η   τρικυμία
Και  λες  δεν τ’ άφησε ζωής ελπίδα πια καμία.

Μαρμαρωμένες οι  λευκές βαρκούλες του τού  μοιάζουν
ακίνητες τ’ ακίνητα νερά καθώς χαράζουν
και το ραβδάκι που ζωή  θα ’ρχόταν να τους δώσει    
έχει κι  αυτό στα χέρια σου άτονα μαρμαρώσει.

Τα  μάτια έχεις σφαλιστά-σαν πράγμα εισ' αφημένη
Κάθε ανάσα σου γλυκιά σαν  τελευταία  βγαίνει
το πείσμα κι η σκληρότητα σ’ έχουν εγκαταλείψει
μοιάζεις αχτίδα λευκωπή σε φλόγινη μια Δύση.

Τώρα η  λάγνα σου  ματιά κανέναν  δεν κοιτάζει.
Άλλος κανείς  δε χαίρεται το  ακριβό  σου  νάζι
 Τ’ άγρια τώρα τέρατα κοιμούνται   εντός   σου όλα
κι άφοβα υψώνονται  κι  ανθούν  τ'  άνθη  τα μυροβόλα.

Μέσα στην  τέτοια σου αγκαλιά ’συχάζει   μου  το αίμα
που λέω ας ήταν πάντοτε  να ζω  σ’ αυτό το ψέμα:
Εγώ  μες  στην  αγκάλη   σου  να έρχομαι   ικέτης
κι εσύ ανίσχυρη  πολύ κι ακούσα να με σκέπεις.




ΚΟΙΤΑ ΤΙ ΠΗΓΕ ΚΙ ΕΚΑΝΕ Η ΒΡΩΜΟΥΣΑ!,.
ή
ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ

"Κοίτα τι πήγε κι έκανε η βρωμούσα!..
εγέμισε ως απάνου τη σακούλα…"
Δε σκέφτηκε καθόλου η βρωμούσα
η Ντόρα μου πως τόσο είναι μικρούλα

και είναι τα χεράκια της αέρας
και είναι η δύναμή της μια φλογίτσα
και πνέμα το κορμάκι της κι αθέρας
μοσχάτος η γλυκιά της αγκαλίτσα

και πως το τόσο βάρος να σηκώσει
και πώς τον τόσον όγκο ν' αγκαλιάσει
αφού είναι φορτωμένη γλύκα τόση
και όλη αγκαλιά κρατεί την Πλάση...

Α! Κοίτα τι μας έκανε η βρωμούσα!
Τα ψώνια θα κυλήσουνε στο χώμα
και "α!" θα κάνει η Ντόρα μου η ρούσα
φέρνοντας την παλάμη της στο στόμα.








Η ΑΥΓΗ ΔΕ ΘΕΛΕΙ

Η αυγή δε θέλει χρώματα άλλα από τα δικά της
για να μας παίρνει το μυαλό το ξεφανέρωμά της.
Δε θέλει ο χρυσοήλιος μας καμιά απ’ αλλού βοήθεια
για να σκορπά στην πλάση μας τα δώρα του τα πλήθια.

Παράταιρα θα έβγαινε η φωνίτσα από τ’ αηδονι
αν τονιζόνταν πιο πολύ δυο της μονάχα τόνοι.
Κι από το δάκρυ, όσο πικρό, που ανθρώπου μάτι χύνει
πιo όμορφο είναι το νερό που μία κρήνη δίνει.

Λίγο πιο μαύρος ο ουρανός κι ο πίνακας χαλάει
μια λέξη κακοταίριαστη το ποίημα δε μετράει
κι όσα κοχύλια ψεύτικα πουλούν στα μαγαζάκια
δε φτάνουν δυο που στις ακτές βρίσκονται
κοχυλάκια

Με τα φκιασίδια μη χαλάς την ομορφιά της φύσης
μη-της αυγής σου της θαμπής μην κρύβεις το
μαγνάδι
αφού ψηλά ’λαφροπετάς μη θες να περπατήσεις΄
α! Ντόρα! Στα χειλάκια σου μη βάζεις κοκκινάδι…





ΆΝΟΙΞΗ ΗΡΘΕ

Άνοιξη ήρθε' τρέχουνε οι άνθρωποι και πάλι
για να προλάβουν να χαρούν τη βιαστική τη ζάλη.
Μόνον εγώ απ' όλους τους δε βιάζομαι-δεν τρέχω
την Άνοιξη για πάντοτε δική μου εγώ την έχω.

Θέλω ευωδιές κι αρώματα και λουλουδάκια σπάνια;
δεν έχω μές σε λαγκαδιές να τρέχω και ρουμάνια:
τις ευωδιές, τα λούλουδα και τις χαρές που θέλω
στο εικοσιένα εικοσιεφτά τα βρίσκω της Covello.

Εκεί όλα της Άνοιξης με καρτερούν τα δώρα
γιατί στο σπίτι το μικρό εκείνο μένει η Ντόρα.
Και σας χαρίζω εγώ βραγιές κι αλέες ανθισμένες
και μυγδαλίτσες φουντωτές με άνθη φορτωμένες.

Άνθη και μύρα και χαρές κι αρώματα τ’ Απρίλη
μέσα στα δυο της βρίσκονται χαρακωμένα χείλη.
Γιορτές και ποθαρώματα και λουλουδάκια πλήθος
στης Ντόρας μου φωλιάζουνε το φιλντισένιο στήθος.

Κι ούτε φοράω φερετζέ στη Ντόρα μου ή βέλο.΄
Ελάτε αν θέλετε κι εσείς στην πάροδο Covello.
Εκεί, δυο βήματα δεξά απ’ τη λεωφόρο Variel
μια πιο αιθέρια μορφή θα βρείτε από του Ariel.

Ελάτε αν θέλετε κι εσείς-ελάτε στην Covello.
Και μη φοβάστε ότι εκεί θα βρείτε έναν Οθέλλο
γιατί όσο το Ντοράκι μου εσείς κι αν θα το δείτε
την όποια χαίρομαι Άνοιξη εσείς δε θα τη βρείτε.



ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΙΑ ΠΡΙΝ ΚΟΙΜΗΘΩ

Κάθε βραδιά πριν κοιμηθώ
μετράω την αγάπη μου για σένα.
Σημάδι έχω βάλει έναν ανθό
στον τοίχο το δεξό κοντά στη φένα.

Και πάντοτε έχω πιο ψηλά
το ρόδο κάθε βράδυ να μετρήσω
και τη σκεπή τώρα φιλά
και πρέπει το ταβάνι να γκρεμίσω.

Μα κι αν ποτέ το ’κανα αυτό
αμέσως ο καθείς τότε θα μάθει
πως μου ’χει η μοίρα μου γραφτό
για σε να υποφέρω τόσα πάθη.

Ας μένει η αγάπη μου κλειστή
μ’ αυτήνε το δωμάτιο ας γεμίσει
κάθε γωνιά του ας ποτιστεί
μ έρωτα και με πόθο ας γεμίσει.

Έτσι να πάρεις σα θα ’ρθεις
θα έβρεις μαζεμένα χίλια δώρα.
Μόνο σα φεύγεις να θυμηθείς
κι αντίδωρο ένα να μ’ αφήσεις Ντόρα.

(Ξέρω, παράταιρα ηχούν-
δε ζουν οι τελευταίοι μου οι στίχοι.
Είναι που ψέματα μιλούν:
ποτέ δε θα σε δουν αυτοί οι τοίχοι).




ΘΟΔΩΡΑ…

Θοδώρα-Θοδώρα-Θοδώρα
από ποια πόλη έχεις έρθει κι από ποια χώρα
και μοιάζουν τα δυο σου τα χείλια
με ανθισμένη στο μπαλκόνι μου βουκαμβίλια;

Σε ποιες εποχές περασμένες
θεοί άλλοι ποιοι έχουνε πλάσει τις δυο θλιμμένες
λιμνούλες των δυο ματιών σου-
ποιοι σου χαρίσανε δαιμόνοι τη λάγνα αιδώ σου;

Για να 'ρθεις εδιάβης ποια όρη
λειμώνες ποιους τάχα επέρασες άνθινη κόρη
και μες στην ποδιά σου έχεις φέρει
των ρόδων τα μύρα και του ύψους το κρύο τ' αγέρι;




ΣΥ ΤΡΥΠΗΣΕΣ

Συ τρύπησες το χέρι σου στ' αγκάθια-
το χέρι μου εμάτωσεν ευθύς
παθαίνω του κορμιού σου όα τα πάθια
όπου είσαι κι όπου ήθελε βρεθείς.

Αλλ' αν είναι δικοί μου οι πόνοι σου όλοι
δεν είναι του κορμιού σου οι χαρές
θολώνεις της χαράς το περιβόλι
τις λύπες σου μου δίνεις καθαρές.

Σε άλλονε χαρίζεις το φιλί σου
σε άλλον τις γλυκές σου τις ματιές-
για κείνον oι χαρές του Παραδείσου
της Κολασης για μένα οι φωτιές.



ΧΤΕΣ ΒΡΑΔΥ Ο ΥΠΝΟΣ

Χτες βράδυ ο ύπνος δε μ' έπαιρνε
στη σκεψη μου είχες χωθεί
ο πόνος στις ξέρες του μ' έσερνε
ολόκληρος του είχα δοθεί.

Επάνω εσερνόμουν στο στρώμα μου
σαν κάποιος που κρίμα βαρύ
παιδεύει' και ήταν το σώμα μου
βαριά φυλακή τρομερή.

Kαι είναι αλήθεια-αμάρτησα:
στο δείλι εχτές το μελί
τις πίκρες σου όλες τις άρτυσα
κι ουτ' ένα σου πήρα φιλί.




ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΜΕΣΑ

Τώρα που μέσα βρίσκομαι στη θέρμη και στην κάψα
του θέρους, αν μου μίλαγε κανένας για το χιόνι,
για ψύχρες χειμωνιάτικες, για της βροχής την
κλάψα,
αρρώστια κάποια θα 'λεγα στο νου του ότι απλώνει.


Θα ’λεγα πως μου μίλαγε για κάποιο παραμύθι
που η αρρωστημένη του έπλασε φαντασία
ή που νεκρό τ’ ανάσυρε απ' των καιρών τα βύθη
κι έτσι δεν κλείνει μέσα του αξία πια καμία.

Ίδια συμβαίνει και με σε-προτού να σε γνωρίσω
δε ζούσα' δεν υπήρξανε γι μένα μέρες άλλες
κι είναι αδύνατο ύπαρξη μακριά σου να νοήσω
κι άλλες από τα δάκρια σου να υποθέσω στάλες.





ΕΚΕΙΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΟΥ

Εκείνα από το σπίτι σου που πηρα
τ' άχρηστα διαφημίσεων χαρτάκια
στο σπίτι μου τους έγραφε η μοίρα
με άλλα να ταιριάξουν πραγματάκια.

Και τι δεν έχω σπίτι μου μαζέψει
που βρίσκω πεταμένο στο δικό σου...
κανείς αν του το πω δε θα πιστέψει
τον ξεπεσμό του πάθους μου του τόσου.

Πιαστράκια, κουρελάκια και καρφίτσες,
άχρηστα δαχτυλίδια, κοκαλάκια,
μια πέτρα, ένα τετράδιο, δυο βεργίτσες
παλιά δυο τσιμπιδάκια μπακιρένια.

Και μες στην κάμαρά μου τα 'χω βάλει
και ώρες μακρινές περνώ κοντά τους-
τ' αγγίζω, τα κοιτώ πάλι και πάλι
χαμένος τα καλώ με τ' όνομά τους,

και λέω-δεν μπορεί, θα τα 'χει αγγίξει
τα πιάσαν τα μικρά τα δάχτυλά της
κι αν όχι με τα χέρια, θα 'χει σμίξει
πολλές φορές με κείνα τη ματιά της.



Και όλο περιμένω να μου δώσουν
λιγούλα απ' τη χαρά της συντρσφιάς σου
και όλο περιμένω να μεστώσουν
στο δέντρο μου την αίσθηση του δάσους.

Μα όχι, τα καϋμένα, δεν μπορούνε.
Κι έτσι καθώς τα βλέπω λυπημένα
μου μοιάζουνε κι αυτά σα να θρηνούνε
μακριά που τώρα είναι από σένα.



Α! ΟΜΟΡΦΙΕΣ!..

Α! Ομορφιές και θάματα που 'χει ο απάνου κόσμος!
Του σπίνου το κελάδημα, το κύμα τ' αφρισμένο,
τη ματωμένη ανατολή, το μάτι το κλαμένο,
τ' άρωμα που στο πότισμα σκορπάει το γιόμα ο
δυόσμος...

Τα μούσμουλα, τις φράουλες, τα πρωινά τα σύκα,
το κρύο νερό, του έρωτα τα πείσματα τα πρώτα,
στην κρύα νύχτα τα ζεστά της ερωμένης χνώτα,
της γάτας το γουργούρισμα, των κοριτσιώγ τη
γλύκα...

To χελιδόνι του Μαρτιού, του Αυγούστου το
φεγγάρι,
του ρυακιού το μούρμουρο, του λιόντα την
περφάνια,
το θαλασσοφουρτούνιασμα, τα ήσυχα λιμάνια, τα
της μυγδαλίτσας τ' άνθισμα, των κοριτσιών τη
χάρη…

Των σταφυλιών των ώριμων την τραγανή τη ρόγα
τα ρόδι, τα φραγκόσυκα,τα α μυρωδάτα μήλα,
του πόθου την ανείπωτη φρίκη κι ανατριχίλα,
των κοριτσιών το ξάναμμα, των κοριτσιών τη
φλόγα...



Των ευωδάτων των δεντρών και των ανθών τα
πλήθη,
τα όρη τα ψηλόκορφα, τον καθαρόν αέρα,
το πρωινό, τ' απόβραδο, τη νύχτα, την ημέρα,
το μυστικό του έρωτα στων κοριτσιών τα στήθη...

Κι έχει και μια μικρή μικρή δεκαπενταχρονούλα
που όλα κάνει και γελούν με το χαμόγελό της.
Κι έχει και μια μικρή μικρή που με το δάχτυλό της
βάζει σε ό,τι ακουμπά του Χάροντα τη βούλα.

Α! Ο απάνω κόσμος μας τι ομορφιές που έχει!
Γι αυτό οι ψυχές γαντζώνονται-δε θέλουνε να βγούνε.
γι αυτό οι πεθαμένοι μας ζητούν να ξαναρθούνε.
Γι αυτό πεθαίνουμε-η ζωή το κάλλος δεν τ' αντέχει.