Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

 Ο ΟΡΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΙΣΜΟΣ

Στο Γύθειο η θάλασσα κάθε πρωί φουσκώνει, μπαίνει μέσα στα σπίτια, σκεπάζει τους ανθρώπους και αφήνει το χρυσάφι της επάνω στα κορμιά τους. Όταν απέλθει, εκείνοι ανάβουν ένα σπίρτο και στεγνώνουν. Και πλέον αρχίζουνε τη μέρα τους μ' ένα. στρώμα χρυσαφιού περσότερο ντυμένοι. Στη ζώνη των παραλίων ταβερνών ισχνές κοπέλες, διασχίζοντας το πλάτος του δρόμου κουβαλούν επάνω σε τεράστιους δίσκους φαγητά για τους απολαμβάνοντες τη θαλάσσιαν αύρα. Η σαλάτα πλέει μέσα στο λάδι. Από την πρώτη μπουκιά της σε λιγώνει. Μαρίδες. Λυθρίνι. "Δοκιμάστε, είναι καλό..." "Μμμ πράγματι ωραίο..." Το ανθρωποειδές: "Not for me please, thank you". Τα καταστήματα διαθέτουν πλήθος μικροαντικειμένων κατάλληλων για δώρα. Παίρνουν οι ξένοι για τους δικούς τους, αγοράζουν οι ντόπιοι για τους ξένους. Η αγορά κινείται. Μπρος στο Ηρώο της πόλης δυο κορίτσια έχουν θρονιαστεί πάνω στο μάρμαρο. Ωραία κορίτσια. Το σώμα τους κρύβει τα σκαλισμένα στο μάρμαρο λόγια του εθνικού ποιητή. Κρύβει τη θέα προς το λιμάνι, κρύβει το μισό Αιγαίο, κρύβει όλη την πατρίδα. "Τι κάνετε εδώ;" "Τιμούμε το ηρώο" "Κάτι άλλο το κάνετε έτσι που είστε καθισμένες" Θυμός. Κάτι άλλο κάνουμε όλοι μας αλήθεια στην πατρίδα σήμερα. Το φοβερό είναι πως της αξίζει.
Οι Κροκεές.
Εύθραυστες, αρωματισμένες, κρατώντας μέσα σ’ ένα σπίτι τους την Ομορφιά. Την ώρα που φτάσαμε Αυτή ήταν ξαπλωμένη. Σιέστα. Το μαγαζί του αδερφού Της ανοίγει μ' ένα σπρώξιμο της πόρτας. Κανείς μέσα. Τόσα πράγματα πώς δεν φοβούνται μη τους τα κλέψουνε; Το ανθρωποειδές: "Lets go for a walk around" "Πηγαίνετε, έρχομαι."
Φως δεν μπαίνει παρά όσο χρειάζεται να βλέπω.
Οικονομία του ήλιου πίσω από κλειστά, παντζούρια.
Προχωρώ μέσα στο χώρο του καταστήματος
ανάμεσα στα εμπορεύματα που ήσυχα ήσυχα, σαν
πόρνες αποσταμένες ολημέρα, περιμένουν ακόμα ν'
αγοραστούν. Τα χταπόδια βγαίνουν από τα κουτιά
τους και χορεύουν μπροστά μου ένα πηδηχτό,
οχταπλόκαμο χορό. Οι ντομάτες ξαναρριζώνουν και γεμίζει ντοματιές ο τόπος τόσο, που δυσκολεύομαι ανάμεσα από τα τρυφερά, πενταπράσινα ευωδιαστά κλαδάκια τους να προχωρώ. Οι μπακαλιάροι ξαναπαίρνουν το στρογγυλό τους σχήμα και κολυμπούν στον αέρα. Όλα αναστατώθηκαν και αρχίσανε να ζουν μέσα στην αίθουσα. Πιάνω στο χέρι μου ένα λεμόνι. Έτσι
μικρό θα είναι το στήθος της κοιμωμένης.
Χορταίνω μυρωδιές σκότους και κλεισίματος σε δροσερό παντοπωλείο με τον ήλιο ένα βήμα μακριά μου. Τίμια οσμή-οσμή όλων των εξ ων συνετέθημεν. "Είναι κανείς εδώ;" Απάντηση καμία. Μολύβι και χαρτί. Γράψιμο σημειώματος που θ' αφεθεί πάνω στον πάγκο ή θα χωθεί μες στο συρτάρι με την άκρη του να προεξέχει λίγο, καθώς προεξέχει στους αγενείς το θράσος στις κουβέντες τους. Λοιπόν- "Γεια σου. Πέρασα να σε δω" Όχι. Δε
λέγεται έτσι ωμά η αλήθεια σήμερα που τόσα αδηφάγα στόματα κυκλοφορούν καραδοκούντα. Αλλο χαρτί- "Πηγαίνοντας προς Μονεμβασιά πέρασα να δω και την πατρίδα σου" Λάθος. Παρεμπιπτόντως θα την έβλεπα; Κι αν δε μετράει το ένα ή το άλλο για κείνη, μετράει για μένα όμως που οι λεπτές ισορροπίες τέτοιας φύσης έχουνε γίνει τ' οξυγόνο μου. "Πόσος καιρός πάει από το θέατρο; Ένας μήνας; Μου φάνηκε πολύ και είπα να 'ρθω να σε δω και με την ευκαιρία να δω και την πατρίδα σου". Τρίτο χαρτί σχισμένο. Ένα μου μένει από το μπλοκάκι. Ας μη ρισκάρω. "Γεια σου Ηλία. Πέρασα να σε δω μα ήσουν κλειστός. Η πόρτα όμως ανοιχτή. Είπαμε να κλέψουμε τίποτα με την παρέα μου, όμως σου τη χαρίσαμε γι αυτή τη φορά. Θα τα πούμε, χαιρετίσματα στις αδερφές σου." Ο Ηλίας είναι ο αδερφός Της. Καλό. Και πότε γράφει ή λέει κανείς εκείνο που θα ήθελε; Πάτησα ένα πλήκτρο του ταμείου. Όλα ξαναπήραν τις πρώτες τους θέσεις. Τα χταπόδια, οι ντομάτες, οι μπακαλιάροι, οι σκούπες στη γωνιά τους, τα μανταλάκια στη σειρά τους πάνω στο χαρτόνι περασμένα. Βγαίνω. Στο τζάμι της εξώπορτας ακόμα η διαφήμιση του θεάτρου. Με το μολύβι μου αλλάζω την ημερομηνία της παράστασης στη Σπάρτη. Την κάνω μια βδομάδα μετά. Όλα είναι τόσο εύκολα. Λοιπόν σε μια βδομάδα θα ξαναδώ το πρόσωπο της σοβαρό στο ρόλο του, το βάδισμά της κάθε βήμα κι ένας κόσμος, το διάγραμμα του στήθους της δυο ορόσημα της ύπαρξης. Έξω οι άλλοι στέκουν μπρος στο σπίτι του ποιητή. "Έλα να το δεις. Αυτό το θέαμα είναι για σένα." Πήγα. "Πράγματι!" Τι να 'λεγα. Πως οι ποιητές είναι οι χαραμοφάηδες της γης; Πως αηδιάζω ακούγοντας ένα ωραίο ποίημα; Πως κείνο που κάνουνε οι ποιητές είναι να προσπαθούνε ν' ανοίξουνε μια πόρτα με λάθος κλειδί που στο τέλος χαλάνε και την κλειδωνιά; Λέγονται τέτοια; Ούτε στον εαυτό μου δε θα τα 'λεγα. Γιατί πια πάει, θα διασαλεύονταν του σύμπαντος η τάξη που θέλει να θωρεί όλους βαλμένους όπου αυτή όρισε. "Θ' αγοράσω ένα σπίτι εδώ. Εδώ θα μείνω!1  Το ανθρωποειδές: "Oh George, don’t do that. We need you closer" Καλά, μια σκέψη ήτανε. Πετάξαμε στο καπό τις εντυπώσεις μας των Κροκεών, στριμώξαμε καμπόσες κάτω απ' τα καθίσματα και προχωρήσαμε. Πως ήμασταν σε αγαπημένο μέρος μόνο μια δυστροπία του αυτοκινήτου να ξεκινήσει το 'δειξε, κι ένας αντίθετος προς την πορεία μας αέρας που σηκώθηκε.
Δεν είδαμε τα περίφημα αρχαία λατομεία των Κροκεών, δεν είδαμε
την εκκλησία με τις ωραίες αγιογραφίες, δεν είδαμε το Πνευματικό Κέντρο και τη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Δεν είδαμε ούτε την εκκλησία την ψηλή και κουκλίστικη όπως Εκείνη. Λιγάκι θα λιγόστευε η λαχτάρα μας. Είδαμε όμως το πιο αξιοθέατο-το σπίτι της.

Η βίλλα του Ηρώδη του Αττικού. Σοφιστής. Γεννήθηκε στο Μαραθώνα. Και με τα περισσέματά του έφτιαχνε "έργα". Κανείς δε σκέφτεται πας τα περισσέματά του ήτανε στερήματα εκατοντάδων χιλιάδων λαού. Κάτι μάρμαρα σπασμένα έξω από τη βίλα. Και τα μαρμαρά λέει είναι η δόξα των ελλήνων (ποιων ελλήνων;). Καμώματα των πλουτοκρατών. Βόσκουν ανάμεσα τους σαύρες και μερικές κάνουνε σπίτι τους κάτι τρύπες που έχουνε τα μάρμαρα. Και αυτή είναι η μόνη χρησιμότητα των μάρμαρων. Τέχνη λέει, υψηλές έννοιες και ιδανικά λέει, Παρθενώνας λέει, ανεπανάληπτος και μοναδικός... Στο φως που σκορπίζει ο Παρθενώνας (εις δόξαν του ανθρώπου) μπορείς να δεις παιδιά στην Αφρική να ψοφούν σα μύγες από την πείνα, μπορείς να δεις τη δυστυχία του κόσμου χτισμένη απάνω στα μαρμαρά του. Και μια γέφυρα εκεί δίπλα, που έφερνε νερό για να πίνει και να λούζεται ο Ηρώδης. Και κοιτάνε οι σύγχρονοι το "υδραγωγείο" σα να 'τανε κάτι σπουδαίο, σαν να θαυμάζουνε που και οι τότε άνθρωποι επίνανε νερό. Ο Τατούλης, ας είναι καλά, θα αναδείξει αυτή την κόπρο του Αυγεία. Τι καλά που θα ήτανε αντί να μερεμετίζει βίλες να μάθει γράμματα τους έλληνες! Ας ελπίσουμε σε κάποιον επόμενο υφυπουργό πολιτισμού, όχι γελοίον. Τόσες χιλιάδες χρόνια ήταν αγράμματοι οι έλληνες, κι αν μείνουν άλλες μερικές σπουδαίο είναι; Ας χάνονται ψυχές. Χρήματα να κερδίζονται.
Απέναντι το μοναστήρι του (της;) Λουκούς. Ας πάμε κι εκεί. Άλλο κτίσμα του ανθρώπου καταστροφικό για τον Άνθρωπο. Ο Γκαίτε είπε πως ο χριστιανισμός θα πάει τον κόσμο δέκα χιλιάδες χρόνια πίσω. Μα ύστερα ίσως κάτι άλλο να φανεί αγαπημένε ποιητή και πάλι ο κόσμος να τραβήξει προς τα πεπρωμένα της εντροπίας αμαχητί. Εκκλησία. Εκατομμύρια στρέμματα γης στα νύχια της. χιλιάδες κτίρια στα δόντια της ανάμεσα. Εκατομμύρια "πιστών" άχρηστων για την κοινωνία. Πίσω, πίσω, πίσω, πίσω. Καλά ίσως κάνει, και ίσως εμείς να έχουμε άδικο. Πτώση: αυτό δεν είναι η μοίρα όλων; Ίσως η εκκλησία να είναι ένας ελεήμων επιταχυντής. Καλόγριες που χαίρονται επειδή μαζί με τη βίλλα του Ηρώδη θα γίνουν επισκευές και στις τοιχογραφίες του ναού. Ωραίες μάντρες και λουλούδια, ωραίοι κοιτώνες μοναχών, ωραία βρύση...κι εγώ φαντάζομαι πόσο καλλίτερα θα ήταν να λέγαμε: Ωραία αναγνωστήρια φοιτητών, ωραίοι κοιτώνες φοιτητών, ωραία βρύση Γνώσης το κτίριο ολόκληρο. Προτού τη σκέψη μου τελειώσω έρχεται μια άλλη να κονταροχτυπηθεί μαζί της: λοιπόν όχι στη θρησκεία; όχι στην εκκλησία; όχι στα μοναστήρια; Μα δε χρειάζεται κονταροχτύπημα. Βέβαια κι όχι. Παραδίνομαι ανάστροφα και η δεύτερη σκέψη γίνεται ευθύς ριψίδορυς. Μοναστήρι της Λουκούς-την απανθρωπιά του ακούς; Ωραίο δίστιχο ομοιοκατάληκτο. Μα αυτά είναι για τους άπιστους. Να! τώρα οι πιστοί προσέρχονται στο μοναστήρι για τη λειτουργία της Αγάπης. Δεύτερη μέρα του Πάσχα βλέπεις. Αγάπη! Τι μεγάλη λέξη για να χωρέσει στο ναό του μίσους! Μοναστήρι Λουκούς. Στο προαύλιο αρχαίες μαρμάρινες στήλες από τη βίλλα του Ηρώδη του Αττικού. Μια μαρμάρινη καρέκλα. Παιδιά κάθονται στην κοιλότητα του μάρμαρου όπου είχε κάτσει ίσως και ο Ηρώδης. Αυτό ήτανε. Και τι άλλο εκτός της μνήμης είναι που συντηρεί τέτοιες σκέψεις και επόμενα τέτοιους "θαυμασμούς"; Μαρμάρινες στήλες λοιπόν. Ειδωλολατρικές. Και πάνω τους θυμιατά. Χριστιανικά. Συνύπαρξη δυο κόσμων. Μάλλον συνύπαρξη ενός κόσμου νικημένου, με ένα κόσμο νικητή χωρίς το φόβο να του αμφισβητηθεί η νίκη. Νίκησε ο χριστιανισμός, κατάστρεψε κάθε τι παλαιό, και τώρα συνυπάρχει με τα συντρίμμια του κόσμου που κατάστρεψε. Όπως οι πλούσιοι συνυπάρχουν αρμονικά με τους προλετάριους, όπως οι αμερικάνοι συνυπάρχουν αρμονικά με τους ινδιάνους της Αμερικής. Ένα θυμιατό πάνω σε μιαν αρχαία μαρμάρινη στήλη! Πού καταντάνε τα μάρμαρα! Και στο δάπεδο του προαύλιου, ανάμεσα στις πλάκες του, μη λογαριάζοντας τι λέει κανένας για όλα αυτά, μη δίνοντας σημασία σε πολιτισμούς και μάχες και καταστροφές, χορταράκια ζωηροπρασινούλια που ρίζωσαν εκεί. Η ζωή σε όλο της το μεγαλείο. Και το νόημα όλων αυτών; Τίποτα. Μηδέν. Ο κόσμος μια α-νοησία. Και καλλίτερα. Γιατί αν είχε νόημα ο κόσμος θα ήμασταν δούλοι του νοήματος αυτού. Ενώ τώρα διαλέγουμε οι ίδιοι τη δουλεία μας.

Ετούτη είναι η κληματαριά του Παυσανία. Παυσανίας. Μαθητής του Ηρώδη του Αττικού! Μικρός που είναι ο κόσμος! Αυτός ταξίδευε και έγραφε ότι έβλεπε. Και πια εμείς χαιρόμαστε γιατί περιγράφει πράγματα που είδε στην αρχαία Ελλάδα. Ε και λοιπόν; Και μεις βλέπουμε ένα σωρό πράγματα και μάλιστα τώρα, σημερνά, φρέσκα. Και τώρα να, περνάνε οι κάτοικοι της Γραικίας και "θαυμάζουν". Ένας γέρος επισκέπτης με πλησιάζει. "Την άλλη φορά που ήρθα το κλίμα ήτανε μακρύ δύο χιλιόμετρα. Τι έγιναν;.. Είμαι απ’ την Κρήτη. Ξέρετε, μονάχα στη Μάνη και στα Σφακιά δεν πάτησε τούρκος... Η κόρη μου είναι αγροτική γιατρίνα εδώ...Θα κόψω ένα κλαρί να το φυτέψω στον κήπο μου και θα γράψω πάνω του πως είναι από την κληματαριά του Παυσανία..." Τον ακούω σκεπτικός. Όλα εγίνανε για να μπορεί αυτός ο βάτραχος να κοάζει ελληνικά; Και σκέπτομαι πως από τα βιβλία που έγραψε ο Παυσανίας εσώθηκαν μονάχα όσα μιλούσανε για την Ελλάδα. Και βέβαια κουβέντα ας μη γίνεται πως οι αρχαίοι έλληνες ήσαν ρατσιστές. Ας καταστρέψανε όλα τ' άλλα τα βιβλία του Παυσανία και ας άφησαν μόνο όσα μιλούσαν για Ελλάδα. Κι ας ήτανε προμετωπίδα στο βιβλίο της ελληνικότητάς τους το "πας μη έλλην βάρβαρος". Και ο Πλάτωνας είναι "θείος" και ο μέγιστος των φιλοσόφων κι ας έκαψε τα βιβλία του Δημοκρίτου. Η δόξα αποκτάται με φωτιά, καταστροφές και αποσιωπήσεις. Καταλαβαίνει πια κανείς τι δόξα είναι αυτή. Α! Να 'τανε να 'χε μυαλό ο άνθρωπος! Και αντί για Χριστούς και Βούδες και Ζωροάστρες να 'χε γιορτή μιας μέρας κάθε χρόνο για το λουλούδι του αγρού! Κι αντί για Παυσανίες να ευχαριστεί τη γη που δίνει το μελάνι! Και να θυμάται αντί ποιος έγραψε τις μεγαλύτερες βλακείες, ποιος βοήθησε τον άνθρωπο ν' ανέβει...

Γεύμα στον Ισθμό. Η θάλασσα φαίνεται πόσο μεγάλη είναι μόνο όταν βλέπεις ένα μικρό κομμάτι της. Πόσο μικροί εμείς μπροστά στον Ισθμό! Φαγητό. Οι σερβιτόροι γελαστοί όπως σε κάθε ευημερούσα πόλη. Μαρίδες. Λίγο μεγάλες αλλά πάντα νόστιμες. Σαλάτα, φέτα, λυθρίνι ψητό. Ένα καράβι περνάει. Κάποιο μικρό πλεούμενο το οδηγεί. Η γέφυρα όπου περάσαμε για να βρεθούμε από την Πελοπόννησο στη Στερεά, εξαφανισμένη τώρα. Μήπως δε βλέπουμε καλά; Μήπως κοιτάμε λάθος κατεύθυνση; Όχι, η γέφυρα είχε καταδυθεί για να επέρναγε το πλοίο. Σε λίγο βρισκότανε πάλι στη θέση της στάζοντας νερά. Να υπάρχουν ψάρια άραγε ή πεταλίδες που να  'χουνε στα σίδερα της τις φωλιές τους; Κι αν ναι, θα ξέρουνε να εξηγήσουν το ανεβοκατέβασμα αυτό, ή οι επιστήμονές τους θ' αποφαίνονται: "Ο κόσμος είναι κάτι σίδερα μέσα σε υγρό, που ανεβοκατεβαίνουνε σε άτακτα χρονικά διαστήματα"; Άγνωστο τι από τα δυο, όπως άγνωστα θα είναι πάντοτε για μας τα ψάρια και η θάλασσα και ο εαυτός μας. Το ανθρωποειδές: "Έχετε ερωμένη;"  "Μα πώς..."  Ο Βλάκας: "He always has one!"  Πέφτουν τα λόγια σαν βροχή στη θάλασσα και η αρμύρα της τα πίνει-δεν ειπώθηκαν. Τσιγάρα δίπλα μας που κάπνιζαν ανθρώπους. Όλη η Ελλάδα ένα στόμα που καπνίζει τους κατοίκους της, "Πάμε σιγά σιγά;"  Ο Βλάκας: "Πάμε! What do you think? Shall we go?» Το ανθρωποειδές: Oh yes-it’s already three…"
Εφύγαμε με αρμύρα στο μυαλό και στο στομάχι μας μαρίδες.
Δεν μπήκαμε στο Ξηροκάμπι. Ξηροκάμπι… η Γιωργία της Ποτίτσας, δασκάλα, που έφυγε νέα... Η Γιωργία… Η αγία για όλους όσοι την εγνώριζαν. Μνήμες... Ζωηρά θυμάμαι το πάντοτε γελαστό πρόσωπό της. Έλαμπε ολόκληρο από μια φλόγα εξωγήινη. Τα λόγια της, γρήγορα όπως βγαίναν απ' το στόμα της αρχίζανε και τελειώνανε με γέλιο και "όχι" δεν ήξερε τι θα ειπεί-ποτέ δεν το 'πε σαν απάντηση σε ό,τι της ζητούσαν. Η αγία Γεωργία... Ας μείνει εδώ, σε τούτο το βιβλίο η ανθρώπινη ουσία της κι η θύμηση της.
Τρίπολη, πλατεία του Άρεος. Πρωί. Πασχαλιάτικες ημέρες. Βόλτα στις δέκα. Ψήνονται αρνιά. Στέκω μπροστά τους. Η σούβλα να βγαίνει από το στόμα τους σαν μια τεράστια μυτερή γλώσσα. Γυρίζουνε αυτόματα με ένα ηλεκτρικό στροφέα. Σε κάθε στροφή τους τα αθώα μάτια καθενός τους να με βλέπουν επιτιμητικά και με υπόσχεση εκδίκησης. Δεξιά κι αριστερά ονόματα που δείχνουν το "δικό μου" καθενός. ΚΑΠΗ, Ορειβατικός Όμιλος, Πρόσκοποι, Φιλοτεχνικός, Λύκειο Ελληνίδων. Όλοι οι κατέχοντες (χρήματα) και μη κατέχοντες (ψυχή). Φεύγω. Νωρίς είναι ακόμα για να έρθει η παρέα μου. Θα κοιμούνται ακόμα. Επάνοδος στη μία. Ο Δήμος μοιράζει κόκκαλα και λίπος. Οι φτωχοί τα παίρνουν και με ευλάβεια τα μεταφέρουν στο σπίτι τους για να κάνουν Πάσχα με αυτά. Ο δήμαρχος με τους ημέτερους θα φάει τα ψηνόμενα αρνιά. Με το κρέας τους μαζί αυτά. Σε χωριστό τραπέζι, άλλο από εκείνο των δημοτών. Ας μην κάτσουμε να πούμε τώρα, μέρα χαράς (γιατί;) και ανάστασης (ποιανού;), πως τα αρνιά του δήμαρχου τα 'χουν πληρώσει κείνοι που φάγανε κρύα κόκκαλα και λίπος. Ας δούμε όμως ποιοι μπορεί να είναι άλλοι στο τραπέζι του. Ο αντιδήμαρχος ο επιφορτισμένος με την εκδίωξη από το δημαρχείο των ανεπιθύμητων στο δήμο πολιτών, ο "επί των πολιτιστικών", νεκροθάφτης με τις ευλογίες του δήμου του πολιτισμού της Τρίπολης, ο ΕΚΚΕάτης Τατούλης αρχιερέας της τελετής ενταφιασμού και κλέφτης από τους επιφανέστερους μαζί με άλλους μεγαλοκυβερνητικούς, ο Ρέππας, σοβαροφανής υπουργός και μέγας λήσταρχος, ο Σπυρόπουλος, μπαλώνοντας το πορτοφόλι του για να 'ναι έτοιμο να το ξαναγεμίσει με κλεψιμέϊκα, ο
Κωστόπουλος, οπορτουνιστής μασώντας με τρεις μασέλες και ανοιχτά κοροϊδεύοντας την κοινωνία, ο Λυκουρέντζος ανερχόμενο μπουμπούκι της Δεξιας, πρόεδροι Συλλόγων, Ομίλων, Οργανισμών, Λυκείων, νομάρχες, έπαρχοι, και διάφοροι άλλοι χίτες και ταγματασφαλίτες και διάφορες άλλες χίτισσες και ταγματασφαλίτισσες που πάντα ευδοκιμούν στην πόλη αυτή και που αγαστά συνεργάζονται στην καταδυνάστεψη του λαού της. Η παρέα καταφτάνει. Μια βόλτα ακόμα στην πλατεία και αντίο αρνιά-πάμε για αρνί.
Μαηθανασάκος, Καλά τα φαγητά του όλα. Καλός ο κόσμος που ήτανε κει-όχι επίσημοι. Εκεί γινόντανε δεκαετίες πριν οι εκδρομές του σχολείου μου. Εκεί, μπροστά στην εκκλησία στήνονταν το τραπέζι των καθηγητών. Από κει επέβλεπαν τους μαθητές. Στο Μαηθανασάκο στις μέρες μας κάνουν συγκεντρώσεις και συνεστιάσεις οι λαοβόροι, λαότροφρι, λαοκατάρατοι, λαοφόνοι, λαοθαμβείς, λαοπλάνοι, λαοφθόροι, συλλυσώντες συλλοίδωροι  συλληστές και συλλήστριες του λαού, οι συλλαγνεύοντες, οι συλλαφήσσοντες και συλλειώντες το λαό, συλλεσχηνεύοντες. Κρασί ροζέ. Ο Γιωργάκης, το παιδάκι της διπλανής  παρέας όλο βγαίνει έξω από την αίθουσα και προσπαθεί να ανοίξει με ένα κλειδί αυτοκινήτου την εκκλησία. Δικοί του τρέχουν κάθε φορά από πίσω του. Η μητέρα του παιδιού ευσταλής, ευόμιλος και καλή ευνάστρια.
Τρίπολη. Πλατεία του Άρεος. Νύχτα. Συζήτηση ανάμεσα σε δύο φίλους. "Γράψε αυτά που μου λες. Είναι τόσο πρωτότυπα". "Τίποτε δεν είναι πρωτότυπο. Όλα έχουν ειπωθεί." "Αυτά που μου είπες για το Χρόνο μόλις τώρα. Πες τα και σε άλλους-γράψε ένα βιβλίο" "Ό,τι κι αν γράψουμε κι ό,τι κι αν πούμε είναι άχρηστα. Καθένας άνθρωπος είναι ένα διαφορετικό ον που δεν έχει τίποτα κοινό με κανέναν άλλον. Ό,τι σκέφτεται κανείς μπορεί να έχει κάποια σημασία μόνο για τον εαυτό του. Αφόντας γεννηθήκαμε όλα είναι άσκοπα."
Στην Κάρτσοβα που άλλοτε παίρναμε νερό πάμε τώρα με μιαν ανύποπτη παρέα. Τι και αν έλεγα σ' αυτήν ότι εκεί πηγαίναμε για πιάσουμε νερό για τις ανάγκες του σπιτιού; Τι αξία θα 'χε γι αυτήν μια τέτοια ενημέρωση; Θα με κοίταζε παράξενα. Κι αυτή παίρνει νερό από κάποια βρύση. Άντε να εξηγείς… Έτσι λέω μόνο «μια βρύση απ' τις πολλές της Τρίπολης. Το ανθρωποειδές: "It’s dirty-don’t drink!!" Δεν πίνω.
Κάποτε όμως έπινα κι ας ήταν "ντέρτι".
Ας φύγουμε. Μια ακόμα βρύση! Γιατί τους πήγα εκεί;

Και η τελειωτική και τελευταία συνάντηση στο Dozen donats. Εκεί που όλα διευθετήθηκαν χωρίς να χρειαστεί ν' αρχίσει πόλεμος, ούτε να δοθεί καν μάχη.
Εκεί, στο Dozen donats, χώρισε ο καρπός από το δέντρο, χώρισε το γέννημα από τον γεννήτορα, και πήγε καθένας στη δουλειά  του.