Η ΖΗΤΙΆΝΑ
Άλλο ένα γραφτό με θέμα την κλειστή βιβλιοθήκη της Τρίπολης
Η ΖΗΤΙΑΝΑ
ΤΟΠΟΣ: Τρίπολη. Συνοικισμός. Εικονοστάσι' στροφή. προς Κάρτσοβα.
ΧΡΟΝΟΣ: Ιούνης 2004
(Μπαίνει η ΖΗΤΙΆΝΑ)
ΖΗΤΙΆΝΑ
Άχου! η έρμη εγώ! Η αφορεσμένη!!
Άχου! εγώ η καταφρονεμένη!
Τι μου 'μελλε η δόλια να τραβήξω
και πού-και πού- σε χάλια ποια να φτάσω!...
Άχου βασίλισσα πoυ κάποτε ήμουν
και τώρα γυρολόγα και ζητιάνα!
Κακό που μ' ήβρε αλήθεια-που κανένα
να μη τον έβρει του εύχομαι ποτέ του...
Αχ! Δυστυχιά που σε καμιά γυναίκα
ποτέ-ποτέ να μη της δόλιας τύχει...
Που 'ναι τα πλούτια μου; Πού οι χαρές μου;
Πού τα διαμάντια που 'μουν στολισμένη;
Τα μεταξένια ρούχα μου; Οι μέρες
που όλοι εμένα ταίρι τους ζητούσαν;
Που πήγε η περηφάνια μου; Πού είναι η δροσιά μου;
Πού η αξία που έκανε να με ζητούνε όλοι;
Καταραμένος δυνατός ποιος φύσηξεν αέρας
και μου ξεφτάει την ομορφιά και παίρνει μου τα νιάτα;
Θυμάμαι το σαλόνι μου γεμάτο να 'ναι όλο
από παιδιά μικρούτσικα κι από παιδιά μεγάλα
που τα βιβλία μου άνοιγαν κι άπληστα τα διαβάζαν
και ρούφαγαν τις γνώσεις μου και τη σοφία μου παίρναν
και τα ωραία μου χαίρονταν κι άσωστα παραμύθια
και τους ωραίους μύθους μου και όποιες ιστορίες
του ανθρώπου ο νους είχε σκεφτεί και σε χαρτί είχε δέσει.
θυμάμαι και μεσόκοπους και άντρες μεστωμένους
που επιστήμες σπούδαζαν στ' άγια χαρτιά μου μέσα
και τη σοφία εβύζαιναν απ' το γλυκό μου στήθος.
Και γέροντες απόκληρους θυμάμαι που ερχόνταν
και ψάχνανε και βρίσκανε τραγούδια της γενιάς τους
τότε που νέα ήμουν κι εγώ κι εκείνοι παλληκάρια,.
Και πλάνταζαν τα νια παιδιά κι οι άντρες
γλυκαινόνταν
κι οι γέροντες επαίρνανε δύναμη για να ζήσουν.
Α! Τότε! Τότε που μια νια-μια όμορφη κοπέλα
καθόταν σ' ένα ξύλινο μικρούλι τραπεζάκι
κι ένα κατάλογο είχε εκεί και είχε ένα μολύβι
κι όποιος να πάρει εβούλονταν κάποιο βιβλίο μαζί του
αυτή το εσημείωνε και το 'παιρνεν εκείνος
για να το φέρει μετά δυο καλότυχες βδομάδες.
Και τώρα; Τώρα μοιάζω σαν τις έρημες εκείνες
καλύβες πάνω σε βουνό, τις μισογκρεμισμένες
που ούτε μιας νύχτας κόνεμα δεν το μπορούν να δώσουν
γιατ' είναι γκρέμιες κι άστεγες και κούρβουλο έχουν μείνει.
Και τώρα; Τώρα αιστάνομαι πως πάω πια να σβήσω-
έτσι άχρηστη κι ανίκανη φαντάζω κι έτσι στείρα.
Τώρα ένας ήλιος σκοτεινός το δώμα μου φωτίζει'
τώρα κουρούνες στους σκιστούς τους τοίχους μου κουρνιάζουν'
Τώρα μ' αράχνες γέμισε η κάθε μια γωνιά μου
Τώρα κανένα μου παιδί δεν έρχεται κοντά μου.
Κι οι γέροι μ' αποφεύγουνε σαν ψώρα να χω πιάσει
Τώρα εγώ ζητώ χαρά κι ελπίδα από τους άλλους-
εγώ από κείνους καρτερώ τώρα ζωή να πάρω.
Σαν τη ζητιάνα τριγυρνώ στης πόλης μου τους
δρόμους
που 'ναι γεμάτοι με παιδιά που με πετροβολάνε
και νιους που ούτε μου δίνουνε καμία σημασία
και μ' άντρες όπου δυνατά με σπρώχνουν να
περάσουν.
Καλοκοιτάζω γύρω μου γνωστές μορφές για να 'δω
μα όλοι μου είναι άγνωστοι σαν ξάφνω να 'χω πάει
σε μία χώρα που ποτέ δεν είχα ξαναπάει
και ο καθείς παράξενα γυρνάει και με κοιτάει'
κι αλήθεια αν δεν εγνώριζα κι εγώ τις πέτρες τούτες
και τούτα τα χωράφια τους και τα θολά τους κτίρια-
και αν πιο πέρα έρημο δε μου 'στεκε το δώμα,
κι εγώ σα να εβρέθηκα θα ' νοιωθα σ' άλλη χώρα.
Ω! Απ' τις μεγάλες συφορές τον άνθρωπο που
βρίσκουν
εμένα μεγαλύτερη κι άφευγη μια με βρήκε.
ξένη να είμαι μες σ' αυτό το ίδιο μου το σπίτι.
Να! Μες στο δρόμο ετούτονε που σπίτια είχε γεμάτα
φίλους που όλα τα καλά από μένανε προσμέναν
καλά που εγώ απλόχερα τους τα 'δινα και πλούσια,
τώρα κανένας να μου πει ένα γειά σου δεν υπάρχει-
όλοι τους, άλλοι επέθαναν, άλλοι μακριά μου εφύγαν
κι απ' όσους είναι τώρα εδώ ποτέ δεν έχουν έρθει
στο σπιτικό μου τα πολλά τα δώρα του να πάρει.
Και δω, στον δρόμο ετούτον δω, πριν χρόνια εκαθόνταν
ένα παιδί που ακόμα αν ζει χίλια καλά ας του δίνουν
οι μοίρες, κι όλοι μας οι θεοί προστάτες ας του
γίνουν.
Η μνήμη μου να έρχεται στο στέκι μου το φέρνει
σεμνό κι αδύναμο κι ωχρό και ήρεμο και πράο
σε μια γωνιά να στέκεται και για ώρες να διαβάζει
τα όσα απ’ τα βιβλία μου του 'χανε αρέσει.
Κι έπρεπε με TO βλέμμα μου που τα θωρούσεν όλα
τη φιλενάδα μου εκεί -για την κοπέλα λέω
που κάθε μέρα ήταν εκεί- να στείλω να το μάθει
πως αν βιβλίο του άρεσε κανένα, θα μπορούσε
ευθύς να το δανείζονταν να το διαβάσει σπίτι.
Και από τότε ερχόντανε φορές πιο λίγες τώρα
μα όλο και πιο χαρούμενο κι όλο και πιο κεφάτο.
Γιατί δεν ξέρω, μα εδώ στον δρόμο που καθόνταν
όλο και πιότερες φορές το βήμα μου με φέρνει.
Εδώ η αυλή του-η άπλα εκεί που έπαιζε με τη μπάλα
πιο πέρα οι μικρές μουριές που ετρύγαε κάθε χρόνο.
Ω! Χρόνια που εφύγατε και πήρατε μαζί σας
ό,τι πιο ωραίο η ψυχή και η καρδιά κρατούσε...
Μα κι άλλο εδώ να έμενα τίποτα δε φελάει.
Ας προχωρήσω στο μικρόν περίπατο που κάνω
θυμώντας τα πρωτάτα μου και τα καλά μου χρόνια.
Κι ας πάω πιo πέρα για να δω και άλλες μου αγάπες
που αν και από τούτην πιο μικρές τρανές και κείνες είναι.
Ύστερα πάλι από δω φεύγοντας θα περάσω
τραβώντας για το έρμο μου-το μουχλιασμένο σπίτι.
(Βγαίνει δεξιά. Από αριστερά μπαίνει ο ξένος)
ΞΈΝΟΣ
Λοιπόν ιδού το και αυτό! Να το μικρό μου σπίτι-
να κάλλιο τι απόμεινε από το σπίτι εκείνο.
Εδώ ήταν η πόρτα του, εκεί η μικρή αυλή του
και στην αυλή η κληματαριά, η τριανταφυλλιά μας,
η κυδωνιά εκεί δίπλα της, το δεντρολίβανό μας.
Εδώ η βρύση που έπαιρναν νερό οι γειτόνοι όλοι
που ερχόνταν δυο με τέσσερες, όταν ο μπάρμπα Γιάννης
με TO κλειδί που κράταγε στα χέρια σαν μπαστούνι
το έβαζε στη βάνα της και όλο το γυρνούσε.
Τώρα σχεδόν τα σκέπασε όλα το νέο κτίριο
που εδώ στη θέση του παλιού νιο έχει ένας χτισμένο.
Μα πού ήσαν, φαίνεται καλά, του παλαιού οι χώροι.
Να, εδώ που τώρα ένα γιαπί τριώροφο υψώνει
εδώ, η γούβα βρίσκονταν η νάρκη που είχε κάνει
σκάζοντας και που σκότωσε το γιο του Καρακούρτη.
Εδώ οι μουριές που εκόφταμε κάθε χρονιά τα μούρα
κι η μάντρα που εχώριζε το σπίτι από το δρόμο
που και αυτός τη μάντρα μας χώριζε απ' το χωράφι,
που τώρα εκεί στεγάζεται το πέμπτο το σχολείο.
Πόσες φορές το χώμα του σκάφτηκε με υνί και πόσες
τα πόδια μας το οργώσανε παίζοντας με τη μπάλα...
Και δίπλα απ' TO σπιτάκι μας, στο πίσω του TO μέρος
στο δρόμο προς την Κάρτσοβα, του Τούρκου το κονάκι
που απαράλλαχτο έμεινε για μένα τόσα χρόνια
για να TO βλέπω και νοερά να μπαίνω στην αυλή του
να παίζω εκεί κι ας φώναζε του Τούρκου η γυναίκα.
Μα και η άλλη γειτονιά πολύ δεν έχει αλλάξει.
Απέναντι το τραγικό το σπίτι της Τασίας
που η αδερφή της στις γραμμές θυσίασε του τραίνου
νιάτα και χάρη κι ομορφιά. Να μαγαζί και σπίτι
του Ξενοδημητρόπουλου που 'χε τη Νέλλη κόρη
κι απ' όπου παίρναμε κρασί που απ’ το βαθύ κατώγι
η ομορφομάτα η αδερφή το έπιανε της Νέλλης.
Της Μάρθας του Χαράλαμπου το σπίτι, στης Τασίας
που ήταν χτισμένο κολλητά κι απέναντι της Μάρως
που τόσο_ελαχτάριζα τα στήθια της ν' αγγίσω.
Και του Ξηρέα απέναντι, κουμουνιστή, του ράφτη,
που με ποδήλατο έκανε το δρόμο στη δουλειά του
και με το ίδιο εγύριζε με ψώνια φορτωμένος.
Έμαθα ακόμα ότι ζει κι αυτός κι η Σωτηρία-
η γυναίκα του- που τόσο ωχρή κι εύθραυστη τόσο ήταν
που έλεγα όταν έμαθα για το νοσοκομείο
που ίδιο μ' αυτήν είχε όνομα, πως κάποτε κι εκείνη
μέσα σ' εκείνο θα 'μπαινε για να' βρει σωτηρία
μα που κι ας λέγαν και αυτήν και κείνο Σωτηρία
καλά δε θα γινόντανε- τόσο άρρωστη εφαινόνταν.
Και ο Εγγλέζος πάρα κει με την κυρά Κατίνα
ράφτης κι αυτός και που 'λεγε συνέχεια καλαμπούρια.
Αυτή 'τανε η γειτονιά. Μα υπήρχανε και τ' άλλα
τα παραέξω μαγικά που μοιάζανε τα μέρη
και που επήγαινα είτε εγώ μονάχος ή παρέα
με φίλους ,με συμμαθητές, ή την οικογένειά μου.
Και τι να πρωτοθυμηθώ; Μη τον Μαηθανασάκο
που όπως τότε ήτανε και τώρα τονε βρήκα;
Τον Αη Γιώργη με αυτό το μάρμαρο το λείο
που πάνω του ολημερίς εκάναμε τσουλήθρα;
Την Όαση που κάναμε πολλές βραδιές το δρόμο
από το σπίτι ως αυτήν, για βόλτα, με τα πόδια;
Ω! Η Τρίπολη! Πόσες πολλές μου φέρνει αναμνήσεις!
Καλές ανάμνησες, γιατί τις άλλες που ήσαν
κακές και περισσότερες, αυτή εδώ η θέα
δεν τις αφήνει να ‘ρθουνε να με κακοκαρδίσουν…
Μα από τα χρόνια τα παλιά, του γυμνασίου τα χρόνια
κάτι μου λείπει που-αλί- ακόμα δεν το βρήκα
και που χωρίς του μοιάζουνε σαν άσκοπα όλα τ' άλλα.
Κάτι τις άδειες μου που αυτό εγέμιζε τις ώρες
και που μαζί με τη χαρά πως κάτι είχα να κάνω
γνώσεις πολλές εθήρευα κοντά του σα βρισκόμουν.
Για τη βιβλιοθήκη μου λέω, για TO Ματζούνειο
που ήτανε για μένανε ο φίλος πάνω απ' όλους
και πάνω απ' όλα στη ζωή μετά από τη ζωή μου.
Έμαθα πως την κλείσανε. Κι ακόμα δεν επήγα
να δω αλήθεια αν είναι αυτό ή ψέματα. Μα ας ήταν
ψέματα να μου λέγανε ή να μην καλοξέραν
γιατί αν Κλεισμένο έβρισκα το Ανοιχτό, τι άλλο
να καρτερούσα ίδια καλό απ' την Τρίπολη να είχα;
Μα χτες μονάχα έφτασα και δεν επήγα ακόμα
να δω τη φίλη μου. Γιατί να δω ήθελα πρώτα
τ' άγια μικρά, και ύστερα το Άγιο των Αγίων.
Όμως να! Βλέπω να 'ρχεται από πέρα μια γυναίκα.
Θα τη ρωτήσω να μου πει ποια τάχα είναι η τύχη
της βιβλιοθήκης όπου πριν σαράντα τόσα χρόνια
τόσο την είχα φίλη μου και φίλο μ' είχε εκείνη…
Γεια σου καλή κυρούλα μου. Είσαι απ' αυτά τα μέρη;
ΖΗΤΙΆΝΑ
-Ναι. Kαι γιατί ρωτάς εσύ εγώ από πού είμαι;
ΞΈΝΟΣ
-Να, χρόνια έχω εδώ ναρθώ και να ρωτήσω θέλω
για κάποια φίλη που άφησα φεύγοντας απ' την πόλη
για ν' ακλουθήσω της ζωής την τύχη και τη διάτα.
ΖΗΤΙΆΝΑ
(σιγά, στον εαυτό της)
Αυτός ο ξένος πίσω με γυρίζει
στα αλλοτινά-τα περασμένα χρόνια..
Κι αυτός με το παιδάκι παρομοιάζει
που τότε μες στο σπίτι αυτό καθόνταν.
Η μνήμη μου μου λέει δεν είναι κείνος.
Γιατί εγώ παιδάκι τον θυμάμαι
και να τον ξέρω δεν μπορώ μεγάλον.
Μα η καρδιά πως είναι αυτός φωνάζει .
ΞΈΝΟΣ
(σιγά, στον εαυτό του)
Κάπου την ξέρω αυτήνε τη φωνή
κάπου το βλέμμα ετούτο το γνωρίζω'
και μες στο βλέμμα αυτό που με δονεί
βαθιά μια λύπη εντός του ξεχωρίζω.
Μην είναι αυτή; Εγώ vια τη θυμάμαι.
Περνούν τα χρόνια βέβαια κι οι νιες
πίσω απ' τα χρόνια πάνε και περνάνε
και ζαρωμένες γίνονται γριές.
Μα τούτη εδώ δεν είναι ζαρωμένη.
Μεγάλη οτ' είναι βέβαια φωνάζει'
μα νιο εντός της λες κάτι κρυμμένο
σε νιάτα τα γεράτεια της αλλάζει.
(στη ζητιάνα)
Μην είσαι κείνη που να βρω γυρεύω;
Μην είσαι αυτή που...
ΖΗΤΙΆΝΑ
Μην είσαι αυτός που…
ΞΈΝΟΣ (σιγά)
...που νέα και ωραία τόσο ήσουν...
ΖΗΤΙΆΝΑ
...που η καρδιά σου δυνατά χτυπούσε
καθώς μου ανέβαινες τα σκαλοπάτια...
ΞΈΝΟΣ
...που σαν το κέντρο σ' έβλεπα του κόσμου
κι ένιωθα τόση μέσα σου χαρά...
ΖΗΤΙΆΝΑ
...που τα ξανθά σα χάδευα μαλλιά σου
ευφραίνονταν καρδιά μου και ψυχή...
που σα με χείλη που 'τρεμαν μ' εφίλεις
στόμα ήμουν όλη για να σε δεχτώ...
που μες στην πόλη μόνο εμένα είχες
φίλη κι αγαπημένη και καλή...
ΞΈΝΟΣ
...που τόσα μου ‘δινες καλά σα 'ρχόμουν
και με τις ώρες σ' είχα συντροφιά...
που σαν τη μέρα έφεγγεν η νύχτα
ένα κερί σου αν είχα να φωτά..
.
(γονατίζει και της φιλεί το χέρι)
Αγαπημένο παρελθόν...μέλλοντος μόνη ελπίδα...
ΖΗΤΙΆΝΑ
(τον σηκώνει και τον αγκαλιάζει)
Αγαπημένο παρελθόν...χαράς μου μόνη ελπίδα...
(μένουν για λίγο αγκαλιασμένοι)
ΞΈΝΟΣ
Μα πες μου, αλήθεια μου 'πανε πως σ' έχουνε
κλεισμένη;
ΖΗΤΙΆΝΑ
Κλεισμένη...κάλλιο πες νεκρή-πες πιο καλά θαμμένη...
ΞΈΝΟΣ
Και ποιος ετούτο το κακό σου έχει καμωμένα;
ΖΗΤΙΆΝΑ
Οι άρχοντες, οι κάτοικοι, οι ανθρώποι αυτής της πόλης.
ΞΈΝΟΣ
Και πως τέτοιο έχουνε φριχτό και αποτρόπαιο κάνει;
ΖΗΤΙΆΝΑ
Δεν τους χρειάζομαι πια λεν. Βάρος τους είμαι, λένε.
Και μ' άφησαν ολόμονη και αποξεχασμένη.
Κανείς τα μαύρα μου σκαλιά τώρα δεν ανεβαίνει. Μόνο έναν κάποιον βάλανε να 'ρχεται να σκουπίζει
το χώμα πα' στον τάφο μου γιατί να λένε θέλουν
ότι φροντίζουνε για με μη κάποιος τους μαλώσει
μιας και οι νόμοι τους να μη νεκρές κρατούν τους λένε
βιβλιοθήκες-κι έτσι αυτοί λένε πώς να! ανοιχτή 'vαι αφού την καθαρίζουμε. Τέτοιοι κανάγιες είναι.
ΞΈΝΟΣ
Κι άλλοι για σε δε γνοιάζονται; Οι νέοι;.. Οι
προφεσόροι;..
Οι όσοι μένουν θαμαστές του Λόγου μες στην πόλη;
ΖΗΤΙΆΝΑ
Τέτοιος κανείς δεν έμεινε. Όλοι αφανιστήκαν.
Όλοι σε άλλους τώρα ναούς πάνε κεριά κι ανάβουν-
του Χρήματος, του Χρήσιμου, της Καλοπέρασής τους.
ΞΈΝΟΣ
Ποια τους η καλοπέραση εσένα όταν δεν έχουν;
ΖΗΤΙΆΝΑ
Τα καφενεία κι η εξοχή κι η θάλασσα κι η σκόλη.
ΞΈΝΟΣ
Καθώς σ' εσέ, ίδια γίνεται και σ' όληνε τη χώρα;
ΖΗΤΙΆΝΑ
Όχι. Μαθαίνω απ' τα πουλιά κι από τον μαύρο αγέρα που ολοξέγνοιαστα περνούν επάνω μου απ' TO μνήμα
πως σ' άλλες πόλεις λάμπουνε καθώς μαργαριτάρια
τα κτίρια τα ίδια που εκεί σαν το δικό μου υπάρχουν.
Εδώ ειν' το σκότος το βαθύ. Εδώ οι ψυχές οι κρύες. Εδώ το στέγνωμα του νου-εδώ ο χαμός ο μέγας.
ΞΈΝΟΣ
Οι άνθρωποι του πνέματος της πόλης δε φωνάζουν
στους δήμαρχους, στους προεστούς στους άμυαλους πρωτάτους;
ΖΗΤΙΆΝΑ
To πνεύμα εδώ δεν κατοικεί. Όλοι ψυχροί και στείροι.
Κανείς δε νοιάζεται ποτέ για Λόγο και για Πνέμα.
Η Τρίπολη μιαν άβυσσος που εντός της τριγυρίζουν
όντα τυφλά που το 'να τους με τ' άλλο
σκουντουφλάνε
και μόνο χρήματα μετρούν, δεκάρες ανταλλάζουν
και των κερμάτων μοναχά τα γράμματα διαβάζουν,
για μουσική τους έχουνε του χρήματος τον ήχο
κι έχουν χορούς τους τούς χορούς το χρήμα που
χορεύει
μέσα καθώς στης αγοράς το ημίφως χέρια αλλάζει.
ΞΈΝΟΣ
Κι οι νέοι μας; Οι νέοι μας; Πώς αντιδρούν εκείνοι
σ' αυτό το απρόσμενο κακό; Τι σκέφτονται; Τι λένε;
ΖΗΤΙΆΝΑ
Οι προύχοντες τους βόλευε και κάνανε τους νέους
να μην μπορούν να σκέφτονται και ούτε να μιλάνε.
Μόνο σαν πρόβατα άμοιρα τα πάνε στη σφαγή τους
αδιάβαστα, απολίτιστα, της αγοράς σκουπίδια.
ΞΈΝΟΣ
Εσύ από τον τάφο σου φωνή τρανή δε βγάζεις
να την ακούσουν οι ισχυροί του τόπου και να πάψουν
να ξεριζώνουν τα φτερά της ίδιας τους της πόλης;
Να πάψουν τ' άνθια της τ' αβρά έτσι ν' αδικοχάνουν,
να πάψουνε της ανθρωπιάς το νάμα να θολώνουν,
να πάψουνε να κόβουνε της νεολαίας το βήμα
προς τα ωραία κι ηρωικά των άξιων της προγόνων,
να πάψουνε να οδηγούν την πόλη προς τα πίσω
κι όπως της πρέπει να την παν μπροστά, ψηλά και
πέρα;
ΖΗΤΙΆΝΑ
Φωνή κι αν βγάζω δεν ακούει κανένας τη φωνή μου.
Κι όσοι θαρρούν πως κάτι ακούν, κάνουν πως δεν
ακούνε
καθώς μέσα στο θόρυβο χάνονται άλλων χτύπων-
της καθημερινότητας που είναι μικρά γεμάτη.
Για της ψυχής το στόλισμα-για της ψυχής τη λάτρα
κανείς ούτε που γνοιάζεται κι ούτε καιρός του μένει.
Θέλεις ν' ακούσεις πώς φριχτά οι ταγοί μας απαντούνε
όταν στου ύπνου τους τις σκιές βλέπουν και τη δική μου
που τους ζητάει να την ιδούν και να την αναστήσουν;
ΞΈΝΟΣ
Θα 'θελα, ναι. Αν και φριχτά τέτοια ν' ακώ δε θέλω
μα θέλω ως τέλος το πικρό να το πιω το ποτήρι
προτού στη μάχη να ριχτώ-προτού σ' αγώνα έμπω
να δω τι από σένανε να σώσω θα μπορούσα
κι αυτό να γίνονταν μαγιά που ζύμη θ' αναπιάσει
για να φανείς ως κάποτε που εγώ σ' ήξερα ήσουν-
φωτόπλαστη, φωτόλουστη και πάλι φωτοδότρα.
ΖΗΤΙΆΝΑ
Ιδού λοιπόν τι λεν φριχτά κι αισχρά για με οι ηγέτες
της πόλης που εγέννησε τον θείο Καρυωτάκη.
Άκου και μη τους σταματάς ό,τ' ήθελες ακούσει.
Τα ίδια τ' άκουα κι εγώ στο διάβα τόσων χρόνων.
Άκου έναν έναν το τι λεν-άκου το πώς με βλέπουν
άκου το πόσο γνοιάζονται-πόσο πονούν για μένα.
Άκου τους έναν ένανε. Μπροστά σου θα τους φέρω
με όση δύναμη κρατώ ακόμα ν' αναπλάθω.
(μπαίνει ο βουλευτής Τατούλης και στέκει στη μέση της σκηνής)
ΤΑΤΟΥΛΗΣ
Εγώ ήθελα να βγω στις εκλογές
και τίποτα πιο πέρα δε με νοιάζει-
να λέω στους μεγάλους πάντα γιες
και από με ο μικρός ν' αναστενάζει.
Στέγαστρα να εφαρμόζω Καλατράβα
κι Ακαδημίες να υπόσχομαι δυο τρεις
λεφτά του λαού να σπαταλώ αράδα
κι όταν θα κλέψω άντε να με βρεις.
Εγώ με τον πρωθυπουργό ειμ' ένα
είμαστε οι δυο μας κόλος και βρακί
ποιος είναι ποιος τ' αφήνω στον καθένα
εμένα ό,τι και να 'μαι μου αρκεί.
Εγώ δε νοιάζομαι για βιβλιοθήκες
και για βιβλία και για λεξικά
είναι μονάχα να τη βρεις-τη βρήκες;
μετά το στρίβεις αλα-γαλλικά.
Τρώω εγώ από μεριές δεκάξη
και με μασέλες μασουλάω δυο
κι αν η βιβλιοθήκη σας ρημάξει
ε και; ας γίνουν όλα ρημαδιό.
Και που δεν έχουν οι τροπολιτσώτες
βιβλία να διαβάσουν-και λοιπόν;
και αν γελάν μαζί τους και οι κότες
ε, και; σκατά, που είπε κι ο Καμπρόν.
Εχ κι έχω εγώ βιλίτσα μια λουκούμι.
Εχ κι έχω αυτοκίνητα οχτώ-
Στο υγρό σας σεις χωθείτε το λαγούμι
εγώ για ένα τζετ τώρα μοχτώ.
Γελοίοι συμπολίτες μου, είστε τάχα
για τίποτα στον κόσμο ικανοί;
όχι! τουλάχιστον για με, μονάχα
μια είστε άθλια ψηφομηχανή,
που εγώ με υποσχέσεις τη γεμίζω
αντίς βενζίνα, με ψηφίζει αυτή
και ύστερα την πλάτη της γυρίζω
και για ό,τι πια μου λέει δεν έχω αυτί.
Μη μου σκοτίζετε λοιπόν τ' αντίδια.
γιατί δε θα ’χετε από με παρά
κάθε φορά και μιαν από τα ίδια-
θα πει υποσχέσεις και ποτέ παρά.
Κι αφού με τη δουλειά σας ’γω πλουτίζω
κοιτάτε να δουλέφτε-γιατί αλλιώς...
το εσώρουχό μου το πολύ γυρίζω
καθώς το έκανε κι ο Μανωλιός".
(Ο Τατούλης βγαίνει. Μπαίνει ο δήμαρχος
κουβαλώντας μια καρέκλα και ένα τραπέζι. Κάθεται
στην καρέκλα και αποθέτει στο τραπέζι χαρτιά.)
ΞΈΝΟΣ
Ποιος ειν' αυτός;
ΖΗΤΙΆΝΑ
Ο δήμαρχος της πόλης.
(Μπαίνουν με τελετουργικό τρόπο τέσσερες αντιδήμαρχοι, δύο νομικοί σύμβουλοι από τους οποίους μια γυναίκα, δυο ανώτεροι υπάλληλοι της δημαρχίας κουβαλώντας καθένας την καρέκλα του και κάθονται δεξιά και αριστερά του δήμαρχου)
ΞΈΝΟΣ
Ποιοι είναι αυτοί;
ΖΗΤΙΆΝΑ
Οι αντιδήμαρχοι είναι
κι οι σύμβουλοι και δυο υπάλληλοί του.
(Ο δήμαρχος κινεί το κεφάλι προς όλους ότι είναι έτοιμος. Ένας αντιδήμαρχος φωνάζει)
ΑΝΤΙΔΗΜΑΡΧΟΣ
Αν κάποιος κάτι θέλει απ' τους δημότες
θα τον ακροαστεί ο δήμαρχός μας.
ΞΈΝΟΣ
θα πάω για σένανε να του μιλήσω.
ΖΗΤΙΆΝΑ
Όποιος να πάει τα ίδια θα γινούνε.
Τίποτα δηλαδή ως συμβαίνει πάντα.
ΞΈΝΟΣ
Θα πάω-δεν ξέρεις τι μπορεί να γίνει
ΖΗΤΙΆΝΑ
Ξέρω μα πήγαινε να δεις κι ατός σου.
ΞΈΝΟΣ
(στον αντιδήμαρχο)
Εγώ!
ΔΗΜΑΡΧΟΣ
Ορίστε!.. Ω! Θέ μου! Ο γιατρός μας!
Κύριε συνάδελφέ μου ορίστε-ελάτε.
Ω! Τι κοινά εμάς τους δυο ενώνουν!
Για κοίτα! Ο καλός, γλυκός γιατρός μας!
Πρότρεξε η φήμη σας αγαπητέ μου
και όλοι ξέρουν πλέον εδώ πέρα
ότι γιατροί καθώς εσείς σπανίζουν.
Συνάδελφοι λοιπόν! Για δες η τύχη!
Και δε μου το ελέγατε ως τώρα
παρά σαν κάποιος κάθεστε τυχαίος...
Και πήγατε και γράψατε σε τόσους
ώστε ν' ανοίξω τη βιβλιοθήκη!
Δε μου το λέγατε αμέσως 'μένα;
Γιατρός κι εγώ! Χατίρι Θα χαλούσα
σ' ένα συνάδελφο;
(γονατίζει και του φιλάει το χέρι)
Συνάδελφέ μου
σκέψου για λίγο αυτά που μας ενώνουν
και μη πιo πάνω πας και γράψεις πάλι.
ή στον πρωθυπουργό μας ξαναστείλεις
ένα από κείνα τα σκληρά γραφτά σου
που εμέ πολλά μπορούν να μου στοιχίσουν.
Ξέρεις με πόσα "θα", τόση αγυρτεία
πόση παγαποντιά-ψέματα πόσα
σ' αυτήν εδώ τη θέση έχω φτάσει
που πόσο κλέψιμο έχω κιόλας κάνει
και πόσο ακόμα αχόρταστα θα φάω-
ύστερα δες και μόνος σου υποκλίσεις
και ρεβεράντζες όλοι που μου κάνουν –
ξέρεις βαρύ συνάδελφέ μου πόσο
θα είναι όλα τούτα να τα χάσω;
Συνάδελφε καλέ μου σ' εξορκίζω
μη γράψεις πάλι τiποτα για κείνην-
εκείνη τη ζητιάνα εκεί πέρα-
εμένα συ συνάδελφο σου έχεις,
με κείνην τι σε δένει; Μη γιατρέ μου-
μη πάλι σ' ανωτέρους μου μ' εκθέσεις-
πολλήν ανάγκη από χρήμα έχω-
και τι θα τρώω γιατρέ μου αν με διώξουν...
Ε;.. Θα μ' ακούσετε συνάδελφέ μου;..
Κι εγώ από μένα ό,τι χρειαστείτε...
(στους άλλους)
Κοιτάτε όλοι τον καλό γιατρό μαςΙ
Γιατρός! Συνάδελφος μου μ' άλλα λόγια.
Ω! τι πολλά εμάς που μας ενώνουν...
Κοιτάξτε τον-αυτός ό,τι ζητήσει
να μη ποτέ από σας ακούσει τ' "όχι"
Ό,τι από μας θελήσει ο γιατρός μας
ευθύς να το 'χει δίχως άλλον λόγο.
Εξηγηθήκαμε; Μ' ακούσατε όλοι;
ΌΛΟΙ ΕΝ ΧΟΡΩ
Ναι κύριε δήμαρχε-ακούσαμε όλοι.
Θα έχει ό,τι ζητήσει ο γιατρός μας!
ΔΗΜΑΡΧΟΣ
Ζήτω του πιο καλού γιατρού της πόλης!
ΌΛΟΙ ΕΝ ΧΟΡΩ
Ζήτω του πιο καλού γιατρού της πόλης!
ΔΗΜΑΡΧΟΣ
Ζήτω του φίλου μου του….πώς σας λένε;
(Ο ξένος δεν απαντάει)
Ζήτω του φίλου μου που δε μιλάει!
ΌΛΟΙ
Ζήτω του φίλου μας που δε μιλάει!
Δήμαρχος
Ζήτω του που δε λέει πώς τον λένε!
ΌΛΟΙ
Ζήτω του που δε λέει πώς τον λένε!
Ζήτω του φίλου του αφεντικού μας!
( Ο Δήμαρχος σηκώνεται και παίρνει τη θέση του
αδιάφορος από δω και πέρα για όλα γύρω του)
ΑΝΤΙΔΗΜΑΡΧΟΣ
Φίλε του αφεντικού μας σας ακούμε!
(Ο ξένος μιλάει. Όσο μιλάει κανείς δεν του δίνει σημασία. Ένας ένας όλοι κοιμούνται. Μόνο η σύμβουλος του δήμαρχου τον βλέπει στην αρχή με περιέργεια, ύστερα με προσοχή και τέλος συγκινημένη. Προς το τέλος της ομιλίας βγάζει ένα χαρτί από την τσάντα της και κάτι γράφει επάνω)
ΞΈΝΟΣ
Κανάγιες! λαγήνια τρύπια! γυμνοσάλιαγκες της
συφοράς! πηχτοσαλιασμένοι φαφλατάδες!
τρύπες σκουριασμένου φλάουτου!
Έχετε μια βιβλιοθήκη στην πόλη και την κρατάτε
κλειστή! Δεν έχει κανείς από σας λίγη τσίπα πάνω του;
Πώς θα μορφωθούνε τα παιδιά της πόλης; Εσείς
πρέπει να κάνετε εκστρατεία για να φέρετε τα παιδιά
στη βιβλιοθήκη και αντίς γι αυτό την κλείνετε και για
κείνα που θέλουν να πάνε από μόνα τους;! Ανοίξτε τη βιβλιοθήκη σιχαμερά ξεράσματα παραφαγωμένου μεθυσμένου! Ανοίχτε να διαβάσουν τα παιδιά σας ότι όλες οι πόλεις δεν κατοικούνται από ταγματασφαλίτες κι από δοσίλογους κι από χίτες κι από μπράβους κι από τραμπούκους κι από χουντικούς κι από φουστανελλοφόρους εθνικόφρονες όπως εσείς! Άσπρες
τρεμάμενες σημαίες! αχιόνιστες βουνοκορφές! ξεδοντιάρικα λυκόσκυλα! αστυνομοστήριχτοι κλεφταράδες! σαλτιμπάγκοι! κουστουμαρισμένοι αλήτες! νεαντερταλιανές καρικατούρες! ισοβάδιστοι κάβουρες! ύαινες μεγαλείων! νεκρόφιλοι εκμεταλλευτές! Δεν είστε άνθρωποι εσείς; Μόνο TO κορμί σας κοιτάτε να ικανοποιήστε; Για σας δεν υπάρχει TO Πνεύμα; Για χρόνια τώρα η βιβλιοθήκη κλειστή! Μόνο ό, τι φέρνει χρήμα σας ενδιαφέρει; Η πρόοδος της πόλης που περνάει μέσα από τη μόρφωση διόλου δε σας αγγίζει; τυμβωρύχοι ονείρων! εφιαλτικά ρομπότ! τρυπημένες σόλες! άδεια κρανία! κακοκουρντισμένα ρολόγια! αστείοι κερδοσκόποι! κοκορευόμενοι οσψυοκάμπτες! γυμνοσάλιαγκες της συφοράς! Πόσοι σας ψήφησαν άραγε και με ποια σκέψη και προοπτική; Ή κιόλας τους έχετε όλους κάνει ρομπότ και πια ησυχάσατε από τις ανάγκες τους-που ούτε αυτοί ξέρουνε πως έχουν; Ανοίξτε τη βιβλιοθήκη αλιτήριοι! (Στέκει παράμερα)
Η ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΤΟΥ ΔΗΜΑΡΧΟΥ. (Δακρύζοντας, στον Ξένο)
Σας ευχαριστώ.
ΞΈΝΟΣ
Κι εγώ κυρία.
Η ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΤΟΥ ΔΗΜΑΡΧΟΥ
(σκουντάει έναν ένα τους περί το δήμαρχο λέγοντάς του)
Τελείωσε...
(Όλοι τους χειροκροτούν εκτός από τη σύμβουλο του
δήμαρχου)
ΌΛΟΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΥ ΔΗΜΑΡΧΟΥ ΠΛΗΝ ΤΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΥ
Μπράβο του! Μπράβο! Μπράβο!
Η ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΤΟΥ ΔΗΜΑΡΧΟΥ
(στον ξένο, με δάκρυα στα μάτια)
Συγχωρείστε με κύριε…Καληνύχτα...
(δίνει το χαρτί που έχει γράψει στον δήμαρχο)
Κύριε δήμαρχε, η παραίτησή μου.
ΌΛΟΙ
(χειροκροτούν)
Μπράβο! Μπράβο!
ΞΈΝΟΣ
(στην πρώην σύμβουλο)
Κυρία γιατί κλαίτε;
ΠΡΩΗΝ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ
Δεν είναι τίποτα Χαίρετε.
ΞΈΝΟΣ
Γεια σας. (Βγαίνουν όλοι εκτός από τη ζητιάνα και τον ξένο)
ΖΗΤΙΆΝΑ
Σου είπα -τίποτε δε θα γινόταν.
ΞΈΝΟΣ
Τόσο λοιπόν είν’ όλοι πωρωμένοι;
ΖΗΤΙΆΝΑ
Κι ακόμα τόσο. Κοίτα όμως-κι άλλοι...
(Μπαίνουν όλα τα Πνευματικά, Καλλιτεχνικά, Λογοτεχνικά, Πολιτιστικά Κέντρα, Ομάδες, Σύλλογοι, Όμιλοι κλπ της πόλης)
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΚΛΠ ΚΛΠ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Εμείς δεν έχουμε καμία σχέση
με ό, τι μας προσάπτει ο Χολιαστός.
Σαν απ' τον ουρανό να 'χουμε πέσει-
για τι μιλάει δεν ξέρουμεν αυτός.
Για κάποια βιβλιοθήκη τσαμπουνάει
που κάποτε υπήρχε λέει εδώ.
μα έτσι το πράγμα όμως δε μετράει-
στα "θέλω" πρέπει να 'χουμε φειδώ.
Κάποτε υπήρχανε τόξα και βέλη'
πρέπει και σήμερα να υπάρχουν τάχα;
Πύραυλους έχουμε πόλεμο αν κάποιος
θελήσει -να 'χει όρεξη μονάχα.
Παλιά στις πόλεις είχαμε ρομβίες'
να βάλουμε στην πάντα τα πικάπ;
Και στους γιατρούς κάναμε υπερωρίες
μα σήμερα υπάρχουν τα τσεκ απ.
Βιβλία,..περασμένες ιστορίες...
Πάλι να έρθουμε σ' αυτά λοιπόν;
Θα είναι σαν να βάνουν οι κυρίες
κάλτσες με ρίγα αντί για το καλσόν.
Και ποιος αυτού του έχει πει αλήθεια
ότι κοφτόμαστε πραγματικά
για όσα οι τίτλοι μας δηλώνουν πλήθια
και όχι γι άλλα…πλέον πρακτικά;
To χρήμα μόνο εμάς μας ενδιαφέρει
κι ας παν κατά διαόλου τα λοιπά-
κι αν δε βοήσωμεν δι αυτού στο χέρι
θα τρέχουμε να βρούμε δανεικά
.
Κι ας μη μας πει αυτός ο κύριος τώρα
οι πρόεδροι ότι μόνο των Συλλόγων
του χρήματος καρπώνονται τα δώρα-
εκεί όλοι για παρόμοιον πάνε λόγον.
Είτε για ν' αποκτούνε γνωριμίες
κι ωφέλιμες να κλείνονται δουλειές
είτε για να γνωρίζουν νιες κυρίες
που τις αλλάζουνε με τις παλιές,
ή ο προϊστάμενος γιατί κοιτάζει
στη βούλησιν υπείκων των προεστών
μέρος εδώ να δείχνει ότι έχουν πάρει
τινές εκ των δικών του μισθωτών.
Και όλα αυτά σε χρήμα καταλήγουν
και σ' εύνοια και σε θέση πιο υψηλή
κι όσοι σ' αυτά δε στέργουνε, θα φύγουν
κι οι άνεργοι θα γίνουν πιο πολλοί.
Γι αυτό ΤΙ εμάς μας νοιάζει για βιβλία;
το σύλλογό μας έχουμε- αρκεί.
για σας το χρήμα εν τη εργασία
κι όσο για μάς το πνεύμα εν τη σαρκί.
Γι αυτό βιβλιοθήκη μου άφησέ μας
και μη και πάλι μας κολλήσεις πια.
Άσε μας-κι αν μικροί είμαστε το δέμας
μεγάλη έχουμε όμως γαϊδουριά.
(βγαίνουν τα Πνευματικά κλπ κλπ της πόλης και
μπαίνει ο Καραμανλής)
ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ
Εγώ να! τους δικούς μου να βολέψω
για να τους έχω αν τους χρειαστώ,
όσο μπορέσω πιο πολλά να κλέψω,
και πια κι εγώ να πάω στο καλό.
Τώρα τι λέτε για βιβλιοθήκες
για πνεύμα τι και για πολιτισμούς-
άλλες για μένανε μετράνε νίκες
και άλλων πολιτών ακούω εσμούς.
Κι αν υπουργός πολιτισμού έχω γίνει
και αν γι Ακαδημίες σας μιλώ
είναι που τρέξιμο αυτό μου δίνει
να χάσω έτσι και κανα κιλό.
Ας πάει κατά διαόλου κι η Ελλάδα
κι οι έλληνες μαζί της-μόνο εγώ
να 'μαι καλά και όσο η αγελάδα
γάλα έχει, με μανία να της ρουφώ.
Χέστηκα εγώ αν μια βιβλιοθήκη
ή είναι ή και δεν είναι ανοιχτή...
Δε δίνω για την Τρίπολη καπίκι-
το μόνο της που θέλω ειν’ η πηχτή.
Kι o Παπαντρέου στην πόλη σας αν έρθει
και μου τον φέρτε να τον δω νεκρό
μέσα στης πρώτης μου χαράς τη μέθη
τότε μπορεί να δείτε κανα ευρώ.
Και μη μου ενοχλείτε τον Τατούλη
αφήστε τον να φάει καλά κι αυτός
ως ο Πυθέας έφαγε απ' τη Θούλη
κι ως τρώει ξύλα ο φούρνος ο καυτός.
Τέταρτο πλαίσιο έρχεται-τι λέτε;
θα θέλατε ν' αφήσω το ψητό
και να προσέχω εσάς που μιξοκλαίτε
για κάποιο θηλυκό εκεί κουτό;
Κι αν ο πολιτισμός τάχα φροντίζει
καθώς η βιβλιοθήκη για το πνεύμα,
για μένα πρόσκαιρο είναι μετερίζι
και τον χαλώ αν θέλω μ' ένα νεύμα.
Μα όλα αυτά που τώρα δα σας λέω
να τα ξεχάστε ο ίδιος θα σας κάνω
στων εκλογών το γύρο όταν τον νέο
θ' ανηφορίσω πάλι εκεί πάνω
και με τουπέ και μ' ύφος και με πάθος
λαγούς θα υπόσχομαι με πετραχήλια
προσέχοντας μη κάποια λέξη λάθος
καθώς μιλώ μου βγει από τα χείλια.
Και τότε πάλι εσείς θα με ψηφίστε
όπως τ' αρνιά ψηφίζουν το λιοντάρι'
και ήσυχον και πάλι θα με αφήστε
του ...κράτους να σηκώσω εγώ τα βάρη.
Και πάλι όλους θα σας κοροϊδεύω
και πάλι θα τα πάρω όλα μπλαστρί
και πάλι εγώ παρέα θα σας δουλεύω
με τον πατριώτη σας απ' το Καστρί.
Και ολ’ αυτά, γιατί όποιον κι αν ψηφίστε,
ζώα έτσι που 'σαστε τέτοια ζητάτε:
γιατί καθόσαστε όπου βρωμίστε
κι όπου πριν φτύνατε μετά φιλάτε
Λοιπόν βιβλιοθήκες θα σας φτιάξω
για να ξυπνήστε και να με πετάξτε;
Όχι-κι όπου τις βρω θα τις ρημάξω
καινούργιες όσες κι αν εσείς θα φτιάξτε.
Γεια σας κορόιδα. Για όλα ευχαριστώ σας-
για τον ιδρώτα σας ,τη σάρκα, το αίμα...
μα πιο πολύ φχαρστώ για το μυαλό σας'
μα το θεό-ποτέ δεν είπα ψέμα...
(βγαίνει ο Καραμανλής).
ΖΗΤΙΆΝΑ
Τα είδες' τ' άκουσες. Χάνομαι… Σβήνω...
(Δακρύζει)
ΞΈΝΟΣ
(Την αγκαλιάζει απαλά. Εκείνη ακουμπάει το μέτωπό της στον ώμο του)
Σώπασε. Δεν εχάθηκες, δε σβήνεις.
Υπάρχουν άνθρωποι που σε ζητούνε.
Δε γίνεται αλλιώς…πρέπει να υπάρχουν...
κι αυτοί δε γίνεται παρά να είναι
της πόλης τα παρθένα ακόμα νιάτα.
(χωρίζονται)
ΖΗΤΙΆΝΑ
(σκουπίζει τα μάτια της)
Τώρα που λες για νέους, άκου και τούτο.
(Μπαίνει ένας νέος με τραγιάσκα και με πουκάμισο ανοιχτό μπροστά από το τριχωτό του στήθος)
ΝΕΟΣ
Ποιος είπε πως η Τρίπολη δεν έχει βιβλιοθήκη;
Ποιος τέτοια μιαν ετόλμησε να κάνει έστω σκέψη;
Έχει! Κι όλόκληρη η τιμή στο δήμαρχο ανήκει
που δεν την έχει και αυτήν ακόμα ξεπαστρέψει.
Που σπίρτο και πετρέλαιο δεν πήρε να την κάψει
ώστε τελείως και αυτή να υπάρχει πιο να πάψει.
Όμως κι αν γλίτωσε αυτή απ' το να γίνει στάχτη
δεόντως και ολοσχερώς η δόλια ερημάχτη.
Λερή και απερποίητη στέκεται κει σα δούλα
και με μαχαιρολάβωτη την όλαγνη ψυχούλα.
Και μένει πάντοτε κλειστή. Γιατί έτσι ο σοφός μας
ο δήμαρχος εδιάταξε' κι ο αντιδήμαρχός μας
άλλο που δεν εγύρευε-πήρε κλειδί μεγάλο
και μ' όλον του εγκεφάλου του πιέζοντας τον κάλο
το 'χωσε μές στης κλειδαριάς το σκουριασμένο στόμα-
κι έτσι το στριφογύρισε που αυτή πονάει ακόμα.
Ύστερα πήγε ήσυχος πάλι στο δημαρχείο
και πολιτών προβλήματα πια λύνει δύο δύο.
Σου λέει μη κι έρθουν Λάκωνες εδώ στην Αρκαδία
ή τίποτε Μεσσήνιοι και πάνε και διαβάσουν
απ' της βιβλιοθήκης μας τα τόσα τα βιβλία
και γνώσεις στο κεφάλι τους έτσι πολλές στιβάσουν
και πια μυαλά καλλίτερα εκείνοι αποκτήσουν
και σε αγώνες τίποτα σπουδαίους μας νικήσουν-
μην ψήνουνε κι αυτοί αρνιά μ' επιτυχία στη σούβλα
ή μήπως καλοκάμωτα βγάζουν κι εκείνοι τούβλα...
Βιβλιοθήκη θέλουνε όμως αυτοί κλεισμένη
και για τους συμπατριώτες τους, γιατί κι αυτοί οι
καημένοι,
αν κι ίσως εδιαβάζανε κανα καλό βιβλίο-
οι τριπολίτες-,θ’ άνοιγαν τα μάτια τα κλειστά τους
και τότε λάβροι θα 'μπαιναν μέσα στο δημαρχείο
σπάζοντας ό,τι μέσα κει θα βρίσκανε μπροστά τους.
«Γι αυτό καλλίτερα κλειστή ναναι η βιβλιοθήκη»,
οι τοπικοί μας άρχοντες σκεφτήκαν, που σα λύκοι
τ' αρνιά-τους συμπολίτες τους-φριχτά
κατασπαράζουν,
χωρίς τ' αρνιά "φευγάτε αισχροί" ν' αρχίσουν να φωνάζουν.
Ύστερα κι ο Τατούλης μας και ο πρωθυπουργός μας
θα κινδυνεύαν από μια ανοιχτή βιβλιοθήκη
γιατί πολύ δε θα 'θελε ο ήρωας λαός μας
αφού δεόντως μορφωθεί, των εκλογών τη νίκη
μη δώσει πάλι σε κεινούς, τους άλλους να ψηφίσει,
και ατιμία και κλεψιά απ' το κόμμα να στερήσει.
Μπράβο λοιπόν ώ! τοπικοί-ω! ρέκτες άρχοντές μας
οι ιδέες σας μας εκφράζουνε σαν να 'τανε δικές μας!
Μ' αν μας στερείστε τώρα εσείς βιβλιοθήκης πρόσβαση
για σας την που ’χουμε ιδέα καθόλου δε θ' αλλάζατε:
κοπιάζετε τόσο άσκοπα όσο κι αν θα προοτάζατε
τη Φύση, να ξεχώριζε τη Σάμο απ' το Καρλόβασι.
(βγαίνει)
ΞΈΝΟΣ
Ναι, απ' τους νέους τα καλά θα ’ρθούνε.
Ναι, με τα νιάτα θα σε σμίξω πάλι.
Αυτά γνωρίζουν να χαράζουν δρόμους.
Αυτά τη νιότη σου την αιώνια βλέπουν
κάτω απ' τα βρώμια σου κρυμμένη ρούχα.
Αυτά τα ωραία σου όλα ποθούνε.
Και γρήγορα μ' αυτά πάλι θα σμίξεις.
τις αλυσίδες σου αφού θα σπάσουν
και στη ζωή τους πάλι θα σε βάλουν
κυρά, συντρόφισσα, βασίλισσά τους.
Αυτά σαν απ' το λήθαργο ξυπνήσουν
που οι προύχοντες της πόλης τους ερίξαν-
αυτά, εκείνους πρώτα αφού λιανίσουν
μαζί σου θα ενωθούνε σ' ενός έρω
την άσβεστη κι αιώνια κι άγια μέθη.
Και ειμ’ εγώ που θα γινώ ο αγέρας
των νιάτων τα φτερά για να πετάξουν
και πάνω από τις λάσπες να σηκώσουν
ιδέες που εσύ γεννάς και θρέφεις.
Ναι, απ’ τα νιάτα θα ’ρθει η σωτηρία.
Κιόλας σηκώνονται-να! δεν τα βλέπεις;
Να 'τα που σπουν των δυνατών τις πόρτες
κι αρπάζουνε την κλέφτρα δύναμή τους
κι ανήμπορη για το κακό την κάνουν.
Να τα που αρπάζουνε τα χαλινάρια
και τ' άρμα προς την πρόοδο οδηγάνε
της πόλη, που αφανίζεται χωρίς τους.
Να ’τα την ανθρωπιά που ανασταίνουν
τη σκοτωμένη από τους αχρείους
και να! που όρθια τηνε ξαναστήνουν
αξία και στολίδι της ζωής τους.
'Να 'τα που παίρνουνε αυτή την πόλη
και στα ιερά την ανεβάζουν ύψη
απ' όπου οι αισχροί την κατεβάσαν
για ν' ανεβάσουν πάνω τους μια πόρνη
που σαν θεά τους τηνε προσκυνούνε.
Και πού θα πάνε να κρυφτούν οι φαύλοι;
Τι θα χωρέσει την κακοτροπιά τους;
Τι τον παράλογον εγωϊσμό τους;
Και τι θα κάνουνε τα τόσα πλούτη
που άκοπα και άνομα εστιβάξαν;
Και ποιος θεός θα τους γλιτώσει τότε
απ' το μαχαίρι των ωραίων νιάτων;
Και ποιο νερό τις φλόγες θα κοπάσει
που τ' άνομα τα σπίτια τους θα τρώνε;
Ποιο έργο aπ' αυτά που ’χουνε κάμει
με τον ιδρώτα του λαού και TO αίμα
σ' ενός παιδιού το φύσημα θ' αντέξει
και δε θα σωριαστεί κάτω συντρίμμι
παίρνοντας και τους χτίστες του αποκάτω;
Ω! Τότε τα μαχαίρια θα στομώσουν
βυθίζοντας στα λίπη των τυράννων.
ΩΙ Τότε όλα τα χέρια θα γνωρίζουν
σε ποιους λαιμούς τριγύρω να σφιχτούνε,
ΩΙ Ποιος ποιητής θα είναι να μπορέσει
το μίσος των παιδιών να περιγράψει
καθώς με ματωμένα τα μαχαίρια
θα τρέχουνε ξοπίσω απ' την ορμή τους
που στης χαράς τους τα οδηγάει τους κλέφτες;
Ω! Μη θαρρείς ότι πολλά τα λέω.
Ποιος σκλάβος μέρεψε όταν ξυπνήσει
πριν όλους τους αφέντες αφανίσει;
ΖΗΤΙΆΝΑ
Γρήγορα τάχα θα 'ρθει η μέρα εκείνη
που σαν λαμπρή χαρά οι ομορφιές μου
την περιμένουν για να ξεχυθούνε
και πάλι να στολίσουνε την πόλη;..
Γρήγορα τάχα των βιβλίων μου τ' άγια
σαν ολοφώτεινα άστρα θα στολίσουν
μυαλά που στο σκοτάδι τώρα ζούνε;
Που οι φωνές και πάλι θ' αντηχήσουν
στα πέτρινα σκαλιά και στην αυλή μου;
Που όπως φάρος σε φουρτούνα μέσα
θα οδηγώ στο δρόμο τους τα νιάτα;
Που με το φως που εγώ θα τους χαρίσω
θα γίνουν ίδιοι με τους νέους τους άλλους
που τώρα σαν απαίδευτους τους βλέπουν;
Που η παιδεία και πάλι θα βοηθήσει
να ξαναβρούν οι νέοι την ανθρωπιά τους
που από καιρό την έχουνε χαμένη;
Που τον προορισμό εγώ του ανθρώπου
στης πόλης μου τους νέους θα διδάξω
και κείνοι πνεύμα όλο κι όλο γνώση
θα ξέρουν γιατί ζούνε και θα ξέρουν
στη γη ποιος είναι ο προορισμός τους;
Πάλι τα αγαπημένα μου τα νιάτα
γλυκόλογα κι αγάπες θ' αρχινίσουν
με τα παιδιά μου τ' άλλα-τα βιβλία-
και γάμος ποιος γλυκύτερος θα είναι
από παιδιού που παντρευτεί τη γνώση;
Πες μου πολύ θ' αργήσει αυτή η μέρα;
Ελπίδες μου 'δωσες, μη μου τις πάρεις
και μη σκοτώνοντάς τες με σκοτώσεις.
ΞΈΝΟΣ
Γρήγορα θα 'ρθει εκείνη η άγια ώρα.
Σου το υπόσχομαι. Να το πιστέψεις.
Κι ας πάμε τώρα ο καθείς στο σπίτι
το έρμο και το μόναχο-κι ας πούμε
πως σήμερα στροφή ο κόσμος πήρε
και στην καινούργια στράτα περπατώντας
θα σμίξει όχι τις λύπες μας μονάχα
μα και τις λες χαμένες πιa χαρές μας.
ΖΗΤΙΆΝΑ
Ναι. Πάμε. Πια η ώρα έχει περάσει
τους ζωντανούς που οδηγάει στον ύπνο.
Κι αφού κι εμείς μετράμε ανάμεσό τους
ας ακλουθήσουμε τις ίδιες διάτες-
μιας κι όπως λες η ώρα δε θ' οργήσει
που και τους δυο εμάς θα ζωντανέψει.
ΞΈΝΟΣ
Σε χαιρετώ καλή μου. Καληνύχτα.
ΖΗΤΙΆΝΑ
Σε χαιρετώ καλέ μου. Καληνύχτα.
(βγαίνουν)