Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

 ΜΟΥΣΑ ΝΤΟΡΑ ΤΡΙΑ


Θεοίς μεν ήδη παρημελήμεθα
χάρις δ΄αφ' ημών ολομένων
θαυμάζεται' τι ουν ετ' αν
σαίνοιμεν ολέθριον μόρον;

(ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ)






ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ

Όπως η γη στον λαμπροήλιο γύρω
γυρίζει προσδοκώντας ζεστασιά,
κι ως τ' άνθος μόνη ελπίδα του για μύρο
έχει στης άνοιξης την αγκαλιά,

έτσι κι εγώ από σένανε προσμένω
της ύπαρξης μου να ’βρω το σκοπό
και βίο να παραδώσω δικιωμένο
απ' τ' άλυπο δρεπάνι σαν κοπώ.

Γι αυτό καχύποπτα μη με κοιτάζεις-
είναι η αίσθησή μου αληθινή
και μη το νου σου μ' απορίες κουράζεις:
μια λήκυθο μπροστά σου έχεις κενή.

Έλα και ή με κάτι πλήρωσε την-
 μ' αγάπη, μίσος η κατακραυγή-
ή αλλιώς στο χώμα κάτω πέταξε την
την ώρα τη φριχτή ευθύς να βρει.



ΣΤΟΝ ΜΙΚΡΟ ΚΑΝΑΠΕ

Στον μικρό καναπέ με ανοιγμένα τα πόδια
μου ξαπλώνεις κι απέ πού να έβρω τα λόγια
ν' απαντήσω σ' αυτά που οι άλλοι μου λένε-
όλα μου όταν καυτά και τα λόγια θα καίνε.

Και που να 'βρω ματιά και αλλού να κοιτάξω
καθώς όλος φωτιά κινδυνεύω ν' αρπάξω-
τo σορτσάκι ανοι' σαν πουλί τα φτεράκια
κι έχουν κιόλας φανεί κάτι ροζ ανθουλάκια:

προπομποί ταιριαχτοί στον ανθόφυτο κάμπο
με φωνίτσα ζεστή με καλούνε για να 'μπω.
Και στη μέση του να! τη χαράδρα εικάζω
που ευτυχία κερνά ως Αμάλθειο βάζο.

Α! Σε τι δυνατό λιώνω ο δόλιος καμίνι'
και νερό δεν κρατώ και η φλόγα δε σβήνει.
Όταν έρχομαι εδώ-και συχνά δα δεν είναι-
κοριτσάκι μου αγνό τα ποδάκια σου κλείνε
ώστε εγώ να κρατώ το μυαλό μου καθάριο
να μπορώ να σκεφτώ για το χάος του Αύριο.





ΕΚΕΙΝΟ

Και τι  που  εγέρασα λοιπόν;
Έχω  γεράκι δει εγώ μες  σε κλουβί κλεισμένο
Κλουβί  βρωμιάρικο λερό ξέφτιο και σκουριασμένο.
Εχω  αστέρια δει εγώ πεσμένα μες το βούρκο
και σ’ ένα ερημοκάλυβο παλιό  κι ερειπωμένο
ένα διαμάντι έχω  δει μεγάλο να φυλάνε.
Και μέσα από το θάνατο ζωη είδα να γεννιέται.
Τι που εγέρασα λοιπόν αφού  στα στήθη κλείνω
Τέτοιο αβάσταγο καημό για το κορίτσι εκείνο;







ΤΙ ΝΑ ΠΩ…

Τι να πω που μικρό να μην είναι
Τι να πω που σε σε να ταιριάζει
Πίνε πόνε μου πίνε το γλυκό της το νάζι
Τις χαρές του κορμιού της πίνε πόνε μου πίνε

Α! Της Ποίησης νάχα τη χάρη
Α! Τα λόγια να μπόρεια να πλέξω
κι όπως πίνω απ’ της πίκρας το μεγάλο μαστάρι
Ας μπορούσα όσα κρύβω στην ψυχή μου ν’ αρμέξω,

Και σ’ εν’ άσπρο χαρτί να τα βάλω
Και να φτιάξω ένα ποίημα γιά σένα
Τέτοιο ποίημα στον κόσμο δε θα βρίσκονταν άλλο
όπως μέσα του θάταν τόσα πάθη κλεισμένα.

Τώρα ότι κι αν πω δε σου μοιάζει
Ούτε λίγο αντάξιό σου δεν είναι
Τις χαρές του κορμιού της πίνε πόνε μου πίνε
Πίνε πόνε μου πίνε το γλυκό της το νάζι.






ΘΑΝΑΤΕ…

Ασε για λίγο τη Ζωή ανέμελη να παίζει
Και, Θάνατε, έλα κάθισε σε τούτο το τραπέζι.
Θα πιώ μαζί σου-κι όταν πιω -κι όταν καλά μεθύσω
Χάρισμα ένα Θάνατε θέλω να σου ζητήσω.

Είμαστε φίλοι καρδιακοί, φίλοι αγαπημένοι.
Με τη Ζωή είμαστε κι οι δυό καθείς μας μαλωμένοι.
Μα απ’ το πορτάκι της βαριάς πόρτας με τις αμπάρες
Κάνει χατίρια αυτή σε σε κι εσύ της κάνεις χάρες.

Και να ποιά χάρη εγώ ζητώ φίλε μου από σένα.
Ένα κορίτσι αγάπησα εδώ που ζω στα ξένα.
Μα έτσι γέρος που ειμ’ εγώ κι εκείνη είναι μικράκι
Μ’ έχει ποτίσει μοναχά η αγάπη αυτή φαρμάκι

Θέλω λοιπόν απ’ τη Ζωή, πες της, όχι άλλα δώρα,
Μα ένα έρωτα φιλί να μου χαρίσει η Ντόρα.
Και αν μαζί μου συ γελάς δε θα γελάσει Εκείνη-
Ξέρει η Ζωή από καημό που ανάβει και δε σβήνει.

Για μιά στιγμή ας θυμηθεί πως η ίδια έχει βάλει
Μέσα μου ετούτη την καρδιά που τώρα έτσι πάλλει,
Ότι Εκείνη έπλασε τα μάτια που με λιώνουν,
Αυτή τους πόθους τους αψιούς που μέσα μου πυργώνουν.

Και η Ζωή θάχει από με γι αντάλλαγμα ότι θέλει.
Κι αν μου ζητήσει ζάχαρη, εγώ της δίνω μέλι.
Κι αν θέλει μιάν ημέρα μου της δίνω τη ζωή μου.
Κι αν μου ζητήσει το κορμί της δίνω την ψυχή μου.

Αυτά έχω φίλε να σου πω σα ζαλιστώ απ’ το πιόμα
Κι ας είσαι αφιλόκερδος, μάθε και τούτο ακόμα:
Όταν πεθάνω θα κρατάς μες στην πλατιά σου χώρα
Ευτυχισμένο ένα κορμί αν με φιλήσει η Ντόρα.




ΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΟΥ

Κοίτα, εδώ δεν πρόκειται
Για μαθηματικά
Και όλα τα μεγέθη σου
Ας είναι θετικά.

Λογάριθμοι δε θάφτιαχναν
Ποτέ τέτοιους μηρούς
Και τόσους μες στα μάτια σου
Λειμώνες ανθηρούς

Και διόλου δε θα βοήθαγαν
Χίλιοι συλλογισμοί
Γιά νάχουν τόσην ένταση
Του στήθους σου οι σεισμοί.

Μια σκέψη αναλώθηκε
Π ιό πάνω από σοφή
Γιά να πλαστούν οι ωραίες σου
Οι κνήμες κι οι γοφοί.

Κάτι που το ανθρώπινο
Το μέτρο ξεπερνά
Σε έπλασε κι έτσι ανέσπερο
Φως η όψη σου κερνά.


Μα όποιος και να σ’ έφτιαξε-
 Γι αυτό και σ’ αγαπώ
Σ’ έκανε όπως σ’ έπλαθα
Στα όνειρά μου εγώ.




ΔΙΠΛΟ

Την που για σένα κράταγα ιδέα στο μυαλό μου
Πως είσαι κάτι τέλειο ν’ αποποιηθώ
Και για να βρω τη λύτρωση απ’ το μαρτύριό μου,
Προσπάθησα κι επέτυχα κοντά σου να βρεθώ.

Χίλιες φορές καλλίτερα να μην ερχόμουν όμως.
Ας έσπαζα το πόδι μου κοντά σου πριν βρεθώ.
Ας είχε αξεπέραστα εμπόδια στρώσει ο δρόμος
Τη γνώμη πούχα την παλιά για σένα να κρατώ.

Γιατ’ είδα πως τα πόδια σου δεν ειν’ φωτός δυό στήλες,
Οτι δεν ειν’ τα χέρια σου φτεράκια αγγελικά,
Οτι δεν ειν’ τα μάτια σου του Παραδείσου οι πύλες
ούτε τα δύο χείλη σου γλυκά ζαχαρωτά.

Οχι-δεν είσαι από φως. Δε σ’ έλουζαν αστέρια
Δεν είσαι ιδέα ουτ’ άγγελος. Εισαι ένα θηλυκό.
Ειν’ από σάρκα τα μικρά πλασμένα σου τα χέρια
Και τίποτα δε βρίσκεται σε σένα αγγελικό.

Είσαι από σάρκα που διψά για έρωτα και χάδι.
Είσαι από σάρκα ζωντανή, σπαργώσα και κρουστή
Κι όλο της τ’ αξεπέραστο, τυραννικό μαγνάδι
Είναι που από λάγγεμα και πόθο έχει πλαστεί.

Καλλίτερα να νόμιζα πως είσαι κάτι αιθέριο
Ακτίνα μια πως ήσουνα φωτός θριαμβική
Παρά που ένα ολόδροσο κορμί χτισμένα στέριο
Σε σένα βρήκα κι όμορφο ερχόμενος εκεί.

Τώρα φουρτούνα αληθινή ταρακουνάει τη βάρκα
Και όχι μοσκομύριστο αεράκι γιορτινό.
Ν’ αντιπαλαίψω τώρα εγώ τη ζώσα σου έχω σάρκα
Και είναι το μαρτύριο διπλό το τωρινό.





ΘΕΟΣ ΦΥΛΑΞΟΙ

Εδώ στην Καλιφόρνια που ζεις και ζω
Και κάθε τόσο κάνει κι ένα σεισμό
θέλω να με ακούσεις σ’ ότι σου πω
Γιατί όχι τίποτ’ άλλο μα σ’ αγαπώ.

Στο πάτωμα όταν πέσεις γιά να κρυφτείς
ΙΙρόσεχε αγαπούλα να μη γδαρθείς
Το γόνατό σου θέλω να το χαρώ
Οπως και πρώτα ωραίο και καθαρό.

Μη στέκεις δίπλα σ’ έπιπλα μυτερά
Γιατί όταν θα τρυπήσουν τρυπούν γερά-
Πολλούς ακούω εσχάτως τραυματισμούς
Από τους μάλλον δυνατούς τους σεισμούς.

Αν μαγειρεύεις πρόσεξε μην καείς
Αυτό το ξέρει κι ένας που ειν’ αδαής-
Μη γέψω σου στα χείλη με το φιλί
Αντίς λεπτό ένα δέρμα μία ουλή.

..Μα τι σε συμβουλεύω και σ’ οδηγώ..
Πρέπει κουτά σου νάρθω χωρίς ν’ αργώ:
Σε τέτοια-Θεός φυλάξοι-μιά ταραχή
Δεν πρέπει να αφήνεσαι μοναχή.


ΛΕΕΙ…

Καθώς σε πήρα απ’ τη δουλειά
Γιά να σε πάω σπίτι σου
Ν’ άλλαζα δρδμο λέει
Και στο δικό μου σπίτι να σε πήγαινα
Και συ νάσουνα λέει
Τελείως σύμφωνη μ’ αυτό
Τι λείο σύμφωνη..
Να το περίμενες
Και κουρασμένη απ’ την ορθοστασία,
Οταν εφτάναμε,
Νάπεφτες λέει γιά ξεκούραση ευθεία μες στην αγκαλιά μου.






ΛΟΙΠΟΝ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩ…

Φταίω εγώ που τη στιγμή την πρώτη που την είδα
Στη στάχτη μέσα τη ζεστή ελαμψε μία σπίθα
Και φταίω εγώ αν πυρκαγιά μεγάλη έχει γίνει
 Η σπίθα εκείνη κι η καυτή η πύρα της με πνίγει;

Και ποιος είναι υπεύθυνος αλήθειά για ό, τι κάνει
Όταν τις πράξεις του οδηγεί η τρομερή αγάπη
Που λογική και σκέψη ορθή και νου παραμερίζει
Κι αυτή κυρίαρχα οδηγεί κι αυτή αποφασίζει;

Και ποιός σκοπός, ποιά λογική, μπορεί να με αποτρέψει
Ναχω στο νου τη Ντόρα μου παντοτινή μου σκέψη;
Κανείς. Δεν τόχω ξαναπει, αλλά το λέω τώρα.
Δεν κρύβομαι. Δεν ντρέπομαι. Ναι. Αγαπώ τη Ντόρα.

Γιά μένα ειν’ η Ντόρα μου Θεός και τη λατρεύω.
Σ’ άλλον Θεό δεν πίστεψα ποτέ κι ούτε πιστεύω.
Για Κείνην κάθε ύμνος μου, θυσία ή προσευχή μου
Και γιά λιβάνι κι άρωμα της καίω την ψυχή μου.

Κι αν ως οι Θεοί το συνηθούν σκληρά με βασανίζει
Κάθε βασανιστήριο γιά τέτοιο θεό αξίζει.
Γιατί απ’ όλους τους Θεούς αυτού εδώ του κόσμου
Διαθέτει ένα τέλειο κορμί μον’ ο δικός μου.

Γι αυτό, καθώς πια μόνος μου στον κόσμο θα ρημάζω
Αντί "Θεέ μου", "Ντόρα μου" θ’ ακούτε να φωνάζω
και μιά εικόνα με γυμνά τα Θεϊκά της κάλλη
 Για ιερό μου φυλαχτό θάχω στο προσκεφάλι.

Κι ας καίγομαι-κι ας πνίγομαι-κι ας λιώνω απ’ τον πόνο
(Ποιος είναι κείνος ο Θεός χαρά που δίνει μόνο;)
Θεέ μου, εγώ, ένας πιστός που όμοιο δεν έχεις άλλο
Ένα θερμό "ευχαριστώ" Σού Λέω και μεγάλο:

Σ’ ευχαριστώ που μούδειξες Ντόρα το πρόσωπό Σου.
Σ’ ευχαριστώ που με βοηθάς ν’ αντέχω τον καημό Σου.
Μα πιό πολύ Σ’ ευχαριστώ απ’ τής καρδιάς τα βάθη
που επιτέλους, αν κι αργά, επίστεψα σε κάτι.

TΟ ΔΙΛΗΜΜΑ

Αν σε διέτασσε ο Θεός να δώσεις ευτυχία
Στη Γη που τώρα τριγυρνά στα χαη δυστυχισμένη
Αδυναμία εσύ   δε θάνοιωθες καμία:
Γιά κάτι τέτοιο με γερά είσαι όπλα οπλισμένη.

Το χάδι και το βλέμμα σου με τόση πούχουν γλύκα
Την ευτυχία θα χάριζαν σ’ όλα τα πλάσματά σου.
Μα τι θα έκανες μ’ εμέ που θεωρώ για προίκα
Της ευτυχίας πως δε μετρά παρά η αγκαλιά σου;

Το ποθητό θα χάριζες σε μένα το κορμί σου;
Τι θάχες πια έτσι βαθιά και πλέρια να σε θέλει-
Να καίγεται στο γέλιο σου, να σβήνει στη φωνή σου
Και να ρουφάει τα λόγια σου σαν Θείο νάταν μελι.

Τη γνώση πως σε κάποιονε τόσο πολύ αρέσεις,
Τη γνώση που τη δύναμη σου είχε όλη δώσει
Για να μπορέσεις τη θεϊκή Βουλή να εκτελέσεις
Το χέρι σου θα έστεργε τώρα να εξοντώσει;

Αν όχι θα παράκουγες την εντολή που πήρες:
Την ευτυχία σ’ όλα σου τα γύρω να χαρίσεις;
Από τις δυό που ανοιχτές θα στέκαν μπρος σου θύρες
Ποιαν θα τολμούσες άραγε εσύ να δρασκελίσεις;


ΑΓΑΠΩ.

Τι απ’ αυτήν με ρωτάτε αγαπώ
Και ξοπίσω της τρέχω
Ε λοιπόν να σας πω
Τούτα έχω

Αγαπώ τα φτερά που φυτρώνουν
Απ’ τους δυό αλαβάστρινους ώμους
Και το άσπρο κορμί ανυψώνουν
Στου Ωραίου τους κόσμους’
Αγαπώ τα σφεντάμια
Στα δυό χέρια που κλείνει
Που ορθώνονται όταν
Τις παλάμες στο άπειρο απλώνει
Καί το σύμπαν γεμίζουν
με γλυκιά μοσχοβόλια.
Αγαπώ τους αγγέλους
Που αγρύπνως φυλάνε
Την αθωότη του ρούχου
Το κορμί της που σκέπει.
Αγαπώ τις εξάδες
Στρατιωτών αγερώχων
Που τις λόγχες τους τείνουν
Στων ερώτων την κλήση.
Αγαπώ τους ελαιώνες
Που στο χώμα φυτρώνουν
Που εκείνη πατάει
Και τα άνθη τους πέφτουν
Μες στα δώματα του Αδη
Και τους πόνους γλυκαίνουν
Των φτωχών κολασμένων
Αγαπώ το αστέρι
Γιου στα χείλη της λάμπει.
Αγαπώ την ελπίδα
Που το βλέμμα της ντύνει.
Αγαπώ των αιμάτων
Τους κρουνούς που ποτίζοιυν
Των παρειών της τις ρίζες
Κι αυτές άλικα θάλλουν.
Αγαπώ τις σταγόνες ελέους
Που κυλούν απ’ τα μαύρα μαλλιά της.
Αγαπώ τα ποτάμια του δέους
Γιου απειλούν όποιον πάει κοντά της.



ΤΑ XΑΡΤΑΚΙΑ

Αυτό το μπλοκ με τα κομψά τα φυλλαράκια
Θα το γεμίσω πονεμένα ποιηματάκια
Να λένε για τα τόσα τα φαρμάκια
Που μούδωσαν τα δυο σου τα ματάκια.

Να λένε για τα όμορφα τα χείλη
Που μοιάζουν του Παράδεισου την Πύλη
Και για των λάγνων σου χαδιών την πύρα
Σα βασιλόπουλα ντυτά Πορφύρα.

Και θ’ αριθμήσω τις σελίδες της γραφής μου
Με αριθμούς εμπνεύσεως δικής μου-
 καθείς που ξεφυλλίζει να μετράει
Τον πόνο που και σίδερα λυγάει.

Γιά σένανε θα γράψω ποιηματάκια
Σε τούτα τα κουκλίστικα χαρτάκια,
Γιά τ’ αναρίθμητα να πω φαρμάκια
Που μούδωσαν τα μαύρα σου ματάκια.



ΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΩ

Να τραγουδήσω τ’άνθος και τη θάλασσα
Θα μου θυμώσει ο ήλιος.
Να τραγουδήσω το φως και τα πουλιά
Θα μου θυμώσ’ η άνοιξη.
Κι αν τραγουδήσω τα χείλια και τα χέρια σου
Όλο παράπονο τα μάτια σου θα κλαίνε.





ΤΟ ΚΟΥΚΙ

Μου πρόσφερες πασίχαρη ένα κούκι
"Ί'ο έφτιαξα εγώ" μούπες "σ’ αρέσει;"
Αμέσως το κατάπια μονοκούκι
Και ψίχουλο δεν άφησα να πέσει

Στα χέρια σου, λογιάζω, τα κρινένια
Η ζύμη του για ώρα θα χτυπιόταν
Και σκέφτομαι, μαρτύρια Κολασένια
Θα γνώρισε το έρμο όταν ψηνόταν.

Αλύπητα κι εμένα με χτυπάει
Του πόθου μου για σένα το μαστίγιο
Και πύρινη ρομφαία μου τρυπάει
Τις σάρκες. Και δεν έχω καταφύγιο.

Ο Ερως, αχ, κι εμένα ας με προσφέρει
Στο Χάρο (το που μου ’μεινε λιμάνι)
Κι έτσι κι αυτός στο στόμα του ας με φέρει
Και μιά χαψιά του αμέσως ας με κάνει.







ΤΟ ΓΕΛΙΟ ΤΗΣ

Θεέ όταν στης Κόλασης
Τις φλόγες θα με ψήνεις
Και άφατη αγαλλίαση
Στη θεότη Σου θα δίνεις,

Σε μένανε τον άπιστο
Το πνεύμα Σου το πράο
Ας κάνει μιά τουλάχιστο
Χάρη που του ζητάω.

Τη μνήμη άσε αθάνατη
Στου θάνατου τη χώρα
Και να θυμάται κάνε τη
Σαν σήμερα τη Ντόρα.

Μου γέλασε εσήμερο
Κε τέτοιο ένα γέλιο
Που μπρος του ειν’ εφήμερο
Το θείο Σου Ευαγγέλιο.
 
Καθώς τριγύρω έψαχνα
Για μιά κενή θυρίδα
Με είδε μπρος της άξαφνα
Και άξαφνα την είδα.
 
Έλαμψε σα μ’ αντίκρισε.
Τα μάτια της φωτίσαν
Το στόμα κι αν δε μίλησε
Μα όλα της μιλήσαν.

Κι ας τόκανε γιατ’ ήθελε
Κάποια από μένα χάρη
Το γέλιο αυτό της ήτανε
Γιά με μαργαριτάρι.

Το γέλιο αυτό γιά χάρισμα
Θέλω και τίποτ’ άλλο.
Στον Άδη αυτό αγλάισμα
Θάναι για με μεγάλο.


Μ’ αν τ’ Ανθος του Παράδεισου
Αυτό Συ δε μου δώσεις,
Τη μέγιστη τη χάρη σου
Αλλιώς ας εκδηλώσεις:

Λίγα από τα νάματα
Που κλείνει τα μεγάλα
 Πάρε του και σε πράγματα
Δώστα Θεέ μου άλλα.

Ετσι εκεί το γέλιο της
Δε θα μου λείψει τόσο
Κι αν ναι, με άλλο κάτι
Θα το αναπληρώσω.





ΑΥΤΑ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΜΟΥ

Αυτά τα πόδια μου που κοιτάζω τα τριχωτά
Που με πηγαίνουν και τα πηγαίνω
Δερμάτινα μορφώματα φουσκωτά
Δυό πράγματα άσκοπα-κάτι ξένο.

Μα τα δικά σου αφού υπάρχουν πάνω στη Γη
Τα δυό μου πόδια σκοπό αποκτούνε
που τα δικά σου να κάνουν ταίρι τα οδηγεί
Μαζί τους άπαυτα να ενωθούνε.

Tώρα τα πόδια μου κοιτάζω κι έχουν ψυχή
Και υποφέρουνε σαν εμένα
Ψάχνοντάς άπελπα μ’ ήλιο, με κρύο η με βροχή
Τα δυο σου πόδια τα λατρεμένα.


ΔΕ Σ’ ΕΒΛΕΠΑ

Πινγκ πονγκ επαίζαμε κι εκεί βρισκόταν μια καρέκλα
Και όποιος έχανε, σ’ αυτήν πήγαινε να καθίσει.
Σ’ αυτήνε κάθισα κι εγώ. Σ’ αυτό είχε βοηθήσει
Το ούζο που ήπια κι έκανε το βήμα μου κι ετρέκλα.

Λένε πως ήταν μειωτικό αυτό. Λόγια μεγάλα.
Μειωτικό  δεν ήτανε. Μα ήταν σωστό μαρτύριο:
Μία κολώνα το σαθρό που στήριζε το κτίριο,
Σ’ έκρυβε, και δε σ’ έβλεπα που χτύπαγες τη μπάλα.



ΔΕΝ ΤΟ ΘΕΛΩ

Το Σύμπαν όλο είσαι εσύ
Οι Γαλαξίες στην ποδιά σου
Με το γλυκό μεθάν κρασί
Που έχει η αγκαλιά σου.

Αστρα, σελήνη και χρυσοί
Λαμπροφλογάτοι ήλιοι
Εχουνε όλα μαζευτεί
Στα δυό γλυκά σου χείλη.

Μέσα στα χέρια σου τα δυό
 Κόσμοι πεθαίνουν, ζούνε.
Μες στης φωνής σου τον αχό
Αγγέλοι τραγουδούνε.

Και το μελένιο σου κορμί
Ειν’ η πηγή των Πόνων όλων
Που κατακλύζουνε μ’ ορμή
Και κατακαίν τον νου μου όλον.

Τα όντα κλέβουνε ζωή
Από τους ήλιους των ματιών σου
Κι είναι γι αυτά τερπνό πρωί
Το γλυκανάσασμα τo αβρό σου.

Και μες στο νάμα τ’ αρμυρό,
Μες στου αίματός σου την κραιπάλη
Ενα μικρό μόριο κι εγώ
Στη σκυθρωπή του μέσα ζάλη.

Πως να μη σ’ έχω για Θεό
Πως να μην ειμ’ εγώ σου λάτρης
Πως να μην είμαι όπου βρεθώ
Υμνων για σένα μέγας ψάλτης…

Και πως εγώ χρυσέ θεέ
Που ’χεις ιερό σου την COVELLO-
Πως να ξεφύγω από σε;
Μα κι αν μπορούσα, δεν το θέλω.





ΔΕ ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΩ

Δε θα ξανάρθω να σε δω
και ας το θέλω τόσο.
Την τελευταία εικόνα σου
δε θέλω να προδώσω.

Θέλω ως αυτήνε τη νυχτιά
σ' είδα να σε κρατήσω
όταν στα χρόνια που θα' ρθουν
γυρνά η μνήμη πίσω.

Πάνω στον σκούρο καναπέ.
πίσω μισογερμένη.
Σε κάμψη κνήμες και μηροί.
Γύρω τους κλειδωμένη

η ποθαγκάλη των χεριών.
Να διίστανται λιγάκι
οι θείες κνήμες, κι από κει
σα δροσερό ανθάκι

να ξεπροβάλει θριαμβικό
το τρυφερό σου αιδοίο
σπαργούν, αυθάδες, καφτερό
και σαν βελούδο λείο.

Και με καλούσε ως με καλεί
στη μνήμη μου και τώρα
να τ' αλαφρώσω απ' τα βαριά
και ακριβά του δώρα.

Όχι, Δε θα 'ρθω να σε δω
και τ' όνειρο να σβήσει-
Η μνήμη ως 'κείνη τη βραδιά
Σ’  είδα θα σε κρατήσει.








AΠAΛA ΣΑΝ ΠΕΡΝΑΣ

Απαλά σαν περνάς
Στα μαλλιά σου τη χτένα
Μαύρη ζήλεια κερνάς
Και ποτίζεις εμένα.

Άλλο όνομα αν
Σου προφέρουν τα χείλια
Την καρδιά μου τσιμπάν
Φαρμακόφιδα χίλια

Αν το χέρι τ’ αβρό
Χέρι ξένο ακουμπήσει
Στην ψυχή μου θα βρω
Αν θα δω, χίλια μίση

Αν δε σ’ έχω κοντά
Για λεφτό ένα μόνο
Το λεφτό αυτό μετρά
Παραπάνω από χρόνο.

Σαν καφέ ή γλυκό
Σ’ έναν άλλο προσφέρεις
Α! Τι πιόμα πικρό
Με κερνάς, δεν το ξέρεις.

Αλλ’ αν μία σου λέξη
Θα μου πεις τρυφερή
Ν! Τα σκότη έχουν φέξει-
ήρθαν άλλοι καιροί.

Λες ποτέ δεν υπήρξαν
Οι απάνθρωπες ώρες
 Λες ποτέ δεν ερίξαν
Οι ουρανοί μαύρες μπόρι

Κι όλα είναι ένα μύρο
Και μιας Άνοιξης χνώτο
Σαν να ζει ένα γύρω
Τ’ όνειρό μου το πρώτο.

Δηλαδή συ χαμένη
Στης αγάπης τη δίνη
Κι από σε μεθυσμένη
Να χορεύει εκείνη.

Α! Μικρούλα μου Ντόρα
Αν δεν είναι αγάπη
Τ’ ειν’ αυτό; Πες μου τώρα.
Μπορεί να  ’ναι άλλο κάτι;




ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Η ΡΟΓΑ

Του κόσμου η ρόγα η πιό γλυκιά ξέρεις ποιά είναι; Πες μου.
Δεν είναι του τρισπόθητου του στήθους σου η ρόγα
Όπως το στοματάκι σου θα ’σπευδε να μολόγα
Αν και μου είναι οι ρόγες του οι αμέσως πιό γλυκές μου.

Είναι η ρόγα η μοναχή που από τα σταφύλια
Που οι πελάτες κουβαλούν, μες στα καρότσια πέφτει
Αυτή λοιπόν που όταν τη βρω την τρώω σαν τον κλέφτη
Αυτή ‘ν’ η ρόγα η πιο γλυκιά για τα ξερά μου χείλια.




ΚΑΙ ΞΕΝΑ

Μνήμη σκληρέ βασανιστή, ζωή πικρό κελί μας
Πόθε αυλόθυρα κλειστή στον κήπο της Ψυχής μας
Και υπηρέτες τους πιστοί, σεις πέντε μας αισθήσεις..
Κι συ που σου ’μελε απ’ αυτούς Φως της Χαράς να σβήσεις…

Τα μάτια μας τη βλέπουνε, τα χέρια τη ζητούνε
Τ’ αυτιά από τής φωνίτσας της το χάδεμα μεθούνε
Μα του υπερώριμου, τ’ αψιού του Πόθου μας η οπώρα
Θενά χαθεί χωρίς ποτέ να τη γευτεί η Ντόρα.

Τα μύρα που αλόγιστα σκορπίζει το κορμί της
Οι δυο κρουστοί, ανώριμοι, αμάλαγοι καρποί της
Το ρόδο της, η μέση της, το χέρι της, το στόμα
Αχάδευτα κι αφίλητα θα μείνουν στον αιώνα.

Το ξέρω κι αποδέχομαι τη Μοίρα πούχει τάξει
Διψώντας μες στη λίμνη της μέσα να με πετάξει.
Μα, Μνήμη εσύ, γιατί-γιατί-γιατί αιχμαλωτίζεις
Το θείο κορμί κι αβασταγα μ’ αυτό μας βασανίζεις;

Γιατί το μαύρο των νυχτών με φως χρυσό το ντύνεις
Και πάλι--πάλι απόμακρο κι άπιαστο μας το δίνεις;
Γιατί κάθε της κίνηση, νάζι, φωνή και βλέμμα
Μας φέρνεις κι ανταριάζεις μας ασίγαστα το αίμα;

Και, Φαντασία εσύ γιατί μαζί του πάντα αρχίζεις
Να παίζεις και να χαίρεσαι και τόσα μας χαρίζεις
Δώρα, που όντας με χαρτί η με άμμο λες χτισμένα
Σε λίγο σβούν και μένουμε καράβια κουρσεμένα;

Μη και δεν είν’ η κλήρα σας να λέτε παραμύθια;
Μη Φαντασία και Μνήμη μου σεις είστε η Αλήθεια;
Μη κι ό,τι οι αισθήσεις μας οι πέντε τάχα νιώθουν
Με ανύπαρκτη, ανούσια, κι άϋλη κλωστή τα κλώθουν;

Αλλ’ αν Αλήθεια είσαστε θα υπήρχατε αιώνια.
Γιά σας δεν θα μετρούσανε ώρες, ημέρες, χρόνια…
Μα να που χάνεστε κι εσείς. Λοιπόν ποιός θα μου φέρει
Τη Ντόρα μου αιώνιο, παντοτινό μου ταίρι;

Μήπως ο Θάνατος διαρκής είναι μιά Φαντασία;
Η μόνη μήπως είναι αυτός Αλήθεια η εξαισία;
Και μήπως μέσα Του θα βρω όσα κατέχει η Ντόρα
Κι άφταστα τώρα κι άβρετα, και ξένα μου είναι δώρα;




(ΌΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕ Η ΓΑΤΑ

Και τώρα τι θα κάνουμε
χωρίς τη γάτα
που και ποντίκια κι ερπετά
μακριά εκράτα;

Και τώρα τι θα κάνουμε
χωρίς ψιψίνα
που μες από τα μάτια της
το φως ’ξεκίνα;

Και τώρα πως θα ζήσουμε
χωρίς κατσούλι
που σα γυναίκες θάμαστε
χωρίς τον Μπούλη;

Ποιόν θα ταΐζει η γιαγιά;
Στα πόδια μας ριγώντας
για ώρες ποιος θα τρίβεται
το σώμα του λυγώντας;

Σε τόσα μπρος ποιος άτομα
στητός θα καμαρώνει;
Ποιος το παχύ στο πάτωμα
κορμί του θα ξαπλώνει;

Ποιος μ’ ένα "νιάου" ναζιάρικο-
ποιος μ’ ένα λάγνο βλέμμα
κι ύφος παραπονιάρικο
θα μας ανάβει το αίμα;

Και τώρα τι θα κάνουμε
χωρίς ψιψίνα
που μες από τα μάτια της
το φως ’ξεκίνα;

Ποιον τώρα ο Μήτσος δυνατά
θα πιάνει από τη ράχη
και αψηλά θα τον κρατά
κι ανάγκη αυτός δε θα ’χει;

Έφυγε η γάτα. Εκεί  ψηλά
θεέ μου που θα πάει
έτσι όπως πέρναγε καλά
εδώ, κι εκεί ας περνάει.

Ας έχει κήπο με πουλιά
ένα ζεστό κονάκι
σπίτι στρωμένο με χαλιά
και πάντοτε φαγάκι.

Και, θε, στον νεροχύτη Σου
άστηνε  ν’ ανεβαίνει
να πίνει από τη βρύση Σου:
έτσι ήταν μαθημένη.


Και τώρα τι θα κάνουμε
χωρίς τη γάτα
δεσπόζουσα κι αγέρωχη
που επερπάτα;

Και τώρα πως θα ζήσουμε
χωρίς κατσούλι
που όλοι της σαγήνης του
ήμασταν δούλοι;

Και τώρα πώς θα ζήσουμε
χωρίς ψιφίνα
που σαν Ελλάδα θα ’μαστε
χωρίς Αθήνα;



(ΌΤΑΝ ΒΑΦΤΙΣΤΗΚΕ Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΠΟΥ ΤΗΝ ΕΙΠΑΝΕ ΑΝΤΡΕΪ)

Τέρμα λοιπόν τα ψέμματα μικρό μου κοριτσάκι.
Με τη σφραγίδα του φωτός κι εσύ θα σφραγιστείς
και θ’ αποκτησεις σύντομα ένα ονοματάκι.
Πρέπει-δε γίνεται αλλιώς-κι εσύ να βαφτιστείς.

Λοιπόν με της καρδούλας σου τους παιδικούς τους χτύπους
στο βήμα ας  δώσουμε φτερά των δύο μας ποδιών
κι ας μπούμε μες στης Ανοιξης τους ανθισμένους κήπους
και μύρα ας μαζέψουμε σπανίων λουλουδιών.

Ροζ ένα χρωμα ας πάρουμε απ’ του ήλιου το μπαλκόνι
κι ας κάνουμε ένα φόρεμα στα μέτρα σου μ’ αυτό.
Με του ρυακιού το μούρμουρο, το λάλημα απ' τ’ αηδόνι
έναν ωραίο ας πλέξουμε και χαρωπό σκοπό.

Του αγέρα το ψιθύρισμα θα κάνουμε στεφάνι
και θα σου στεφανώσουμε με κείνο τα μαλλιά,
τριγύρω του απλώνοντας ό,που το μάτι φτάνει
μωράκια ακόμα τα γλυκά του πόθου σου φιλιά.

Και θα καλέσουμε πολλά ζουζούνια κι εντομάκια
κι οι καλεσμένοι ατέλειωτο θάναι κατεβατό:
πουλάκια 'λαφροπέταχτα, 'λαφάκια, σκιουράκια
και των ζωηρών των μυρμηγκιών τον τακτικό στρατό.

Κοκκινωπές και λαμπερές θα σέρνουν οι λαμπρίτσες
του φτερωτού πανηγυριού τον ξέφρενο χορό.
Πολύχρωμες, τρελούτσικες, μικρές πετάλουδίτσες
θα κουβαλούνε μια χαρά σε κάθε τους φτερό.

Και μες σ’ αυτό το χαρωπό μεθύσι η κυρα-Φύση
την ύπαρξή σου ραίνοντας με μύρα κι ευωδιές
έτσι απλά στη χάρη της τη θεία θα σε βαφτίσει
χωρίς φτιαχτά δοσίματα και ξένες συνταγές.

Και πρέπει ένα όνομα να βρει να σου χαρίσει
που να ταιριάζει και σε σε, κι η τάξη να κρατεί-
γιατί έτσι κι Ανοιξη σε πει κάθε κλαρί θ’ ανθίσει
και αν Ελπίδα η αίσθηση του Φόβου θα χαθεί.

Ισως λοιπόν καθώς σεμνή κι αγνούλα θα προσμένεις
της Φύσης την απόφαση την πάντοτε σωστή,
«Η Γελαστή κι Ανόθευτη φωνή της Οικουμένης»
Ίσως από τα χείλη της τα σοβαρά ακουστεί.

Κι έτσι λοιπόν βαφτίστηκες. Ομως μπορεί μικρό μου
Να γίνουν τα βαφτίσια σου στη Φύση μια βρισιά:
Υπείκοντας στο κάλεσμα ενός καινούργιου νόμου
Ισως να σε βαφτίσουνε και σένα σ’ εκκλησιά.

Αλλά εσύ 'σαι ανεύθυνη γι αυτό μικρή μου Αντρέι.
Μόνο να ξερεις για καλά σα θάσαι στο νερό
ότι μωρό με τ’ όνομα Αντρέι ποτέ δεν κλαίει
και πάντοτε ειν’ όμορφο και πάντοτε γερό.
                              ----


ΨΑΞΕ ΝΤΟΡΑ!..

Ντόρα Ντόρα ήρθ’ η ώρα
Ντόρα Ντόρα ήρθ’ ο καιρός
μια νυφούλα λευκοφόρα
να γινείς κι εσύ. Εμπρός!

Α! βρε Ντόρα! α! βρέ Ντόρα!
Α! δεν  είσαι ποια μικρή
κι  η δική σου έφτασε ώρα
κι η δική σου ήρθε γιορτή.

Βρέ  ποιού άρχοντα εγγόνι
και παιδί ποιού  βασιλιά
με ταξίμι μεγαλώνει
τη δική  σου αγκαλιά;

Βρε  ποιο άστρι ποιο φεγγάρι
ποιος λαμπρός αυγερινός
ποιο  πανώριο παλικάρι
θα γενεί  για σε γαμπρός;

Ψάξε Ντόρα! ψάξε Ντόρα!
Ψάξε Ντόρα να χαρείς!
Της ζωής τα ωραία δώρα
προσφορά δεν  ειν’ διαρκής.

Ψάξε  Ντόρα! Ψάξε Ντόρα!
Ψάξε Ντόρα μην αργείς.
Και να ψάχνεις τότε πάψε
όταν μόνο τόνε βρεις.

Ψάξε μέσα στα συρτάρια
ψάξε πάνω στο μπουφέ
Ψάξε μέσα στα φλυτζάνια
του ποτού  και  του καφέ.

Ψάξε μες στη  γειτονιά σου
μες τη πόλη, πα’ στη γη
ψάξε στ’ άντρα τα δικά σου
στη κρυφή  ψάξε πηγή.

Ψάξε Ντόρα μυαλωμένη
ψάξε Ντόρα σοβαρή
η ζωή  δε περιμένει
η ζωή δεν καρτερεί.

Ψάξε σύ! Ψάξε Ντορούλα!
Ψάξε συ ώστε κι εγώ
να γινείς να δω νυφούλα
πρίν να φύγω από δω.

Ψάξε ψάξε-δε μας παίρνει-
ο καιρός φεύγει, περνά
ότι πλούσιο είναι φτωχαίνει
κι ότι νέο είναι γερνά.

Ψάξε Ντόρα! ψάξε Ντόρα!
Ψάξε μύρο της αυγής!
Ο καιρός είναι το τώρα
και ο τόπος είναι η γης.





Ψάξε δίπλα ψάξε πέρα
ψάξε εδώ ψάξε κι εκεί
ψάξε μέσα στον αέρα
ψάξε μέσα στην βροχή.

Ψάξε στ’ άδειο, στο γεμάτο
στο μεγάλο, στο μικρό
στο επάνω  και στο κάτω
στο πικρό  και στο γλυκό.

Ψάξε. Μόνο την τελειότη
μη γυρεύεις τη χρυσή
θα ταν άσκοπο διότι
τέλεια είσαι μόνο σύ.

Όμως έστω μόνο τρία
οπωσδήποτε καλά
ν’ απαιτήσεις, κι αβαρία
μη δεχτείς ποτέ γι αυτά.

Τόσα να ’χει νιάτα, πλούτη
κι ομορφιά, που ούτε αυτή
η ρημάδα η ρίμα ετούτη
να μη δύναται να πει.

Προπαντός μην ξεστρατίσεις
Σ’ επιζήμιες οδούς
προσοχή  μη ξαστοχήσεις:
κάλλη! νιότη! χρήμα!-ακούς;

Κι άντε γρήγορα κουφέτα
κι άντε γρήγορα κοκά
κι ένα κέικ  που μια του φέτα
να ζυγίζει  μια οκά.

Κι αντί δώρου άλλου εγώ
στο γιορτάσι σου-τι κρίμα!
θα σου γράψω μοναχό
και φτωχό κι αυτό, ένα ποίημα.

--------



ΣΤΗΝ ΕΥΣΤΑΘΙΑ
(μητέρα της Ντόρας)

Ευσταθία Ευσταθία
όλη μέρα εργασία
δίχως σκόλη και στασό
πού θα πάει πια αυτό;

Ρούχα έχεις για ν’ απλώσεις,  
ύστερα να σιδερώσεις
και μετά να διπλωθούν
και στη θέση τους να μπουν.  

Το λουτρό να καθαρίσεις,
να σκουπίσεις, να ψωνίσεις  
και μετά τρεχαλητό
για να κάνεις φαγητό.

Να μαζέψεις τ’ αποφόρια
που αφήσανε τ’ αγόρια  
να μαζέψεις την ποδιά
που εξέχασε η γιαγιά.

Άντε πλύσιμο τα πιάτα
και ξεσκόνισμα και λάτρα
άντε κι ένα μπακλαβά
να γλυκάνεις τα παιδιά.
Να βουρτσίσεις, να μαζέψεις,
να γιαλίσεις, να πορέψεις,  
όλα αυτά είναι δουλειές
κι όχι λίγες μα πολλές.

Μια το ένα μια το άλλο
αχ! τι βάσανο μεγάλο!
μια κι εκεινο μια κι αυτό
και δε στέκεσαι λεφτό.

Ύστερα έρχεται ο κήπος-
ή δεν είναι αλήθεια μηπως;
να κλαδέψεις τα κλαδιά,
που πετούν στη λειμονιά,  

θέλει χάραγμα το κλήμα,
και τα λάχανα-τι κρίμα
δεν εκάναν προκοπή
λίγο θέλουνε φουσκί.

Ράντισμα ζητούν τα δέντρα,  
δεν επιάσανε τα κέντρα,  
χώμα θελει η λειμονιά
και χαλκό η πορτοκαλιά.

Κι ολοένα ξεσκαλίζεις
και κλαδεύεις και ποτίζεις
βάζεις χόρτα, πιπεριές,
ντοματιές, κολοκυθιές…

Και ο κήπος σε κουράζει
και η μέση σε πειράζει
το στομάχι σε πονεί
και η πίεση θ’ ανεβεί.  

Και απέ η εκκλησία
εκεί άλλη εργασία
εκεί άλλος σκοτωμός
(όμως άγιος αυτός).

Α! δουλειές και φασαρίες!
μηπως κάθεσαι κι αργίες;
σα στη λειμονιά οι ανθοί
όλο κάτι θα βρεθεί.

Ευσταθία κάνε κράτει,
μείνε λίγο στο κρεβάτι
παραπάνω-και απέ
κάτσε και στον καναπέ.  

Ευσταθία μου καημένη
το γεράκι περιμένει-
θα σε πάρει αν του σταθείς
και τι κάνουμε εμείς;

Τον καφέ ποιος θα μας ψήνει;
ποιος ορμήνιες θα μας δίνει;
Ποιος με γλώσσα γνοιαστική
τότε πια θα μας μιλεί;

Ευσταθία ξεκουράσου
στάσου λίγο και στοχάσου
αν σκοντάψεις, σα σε δουν
όλοι τύφλα θα σου πουν.

Ευσταθία όλα τελειώνουν
μόνο οι δουλειες δε σώνουν
πίσω άφηστες μαθές
και τον εαυτό σου δες.

Βγες μια βόλτα παραπέρα
κι άλλον γνώρισε αέρα
στη ζωή τη λιγοστή
λίγο ξέσκασε κι εσύ.

Πήγαινε όπου δεν επήγες
ευκαιρίες μένουν λίγες
πιάστες-άρπαξτες γερά
η ζωή δεν καρτερά.

Οι χρονιές Σταθία περνάνε
και οι άνθρωποι γερνάνε
πριν πολύ να είναι αργά
ας γλεντήσουμε γοργά.

Γιατί αυτά που λέω για σένα
είναι βέβαια και για μένα:
γέροι θα μαστε κι οι δυο
μετά κάμποσον καιρό.

Κι αν μου πεις πως ειν’ ωραία
όπως είσαι τώρα, ναι α
λλά από τα τωρινά
πάντα υπάρχουν πιο καλά.

Τη γιαγιά βλέπεις πώς στέκει
ανημπόρευτη περέκει;
αλλά ακόμα συ μπορείς!
γέλα-γλέντα-μην αργείς.  

Γιατί κι όλα στην εντέλεια
να τα έχεις, ποια η ωφέλεια;
Ούτε ένας θα σκεφτεί
ευχαριστώ για να σου πει.

Μήτσος, Άρης και Θοδώρα
εμεγάλωσαν πια τώρα
κι όσο κι αν σε αγαπούν
το έχε γεια θα σου το πουν.

Θα σ’ αφήσουν μοναχή σου
να περάσεις τη ζωή σου
γιατι νύφες και γαμπροί
μια φορά κάθε Λαμπρή.

Στης ζωής μέσα τη δίνη
μόνο ο Μπούλης θα σου μείνει
στοργικά να σε κοιτάξει.
Οι άλλοι θα ’χουνε πετάξει.

Γι αυτό πάντα όχι λέγε
σ’ όσους να πονάς σου λένε
και σε γλέντα και χαρές
όχι πια ποτέ μη λες.


Οι δουλειές και αν βραδύνουν
πάλι κάποτε θα γίνουν.
Κείνο που δεν καρτερεί
ειν’ οι όμορφοι καιροί.

Ευσταθία Ευσταθία
όλη μέρα εργασία
δίχως σκόλη και στασό
πού θα πάει πια αυτό;


Η ΒΡΟΧΗ

-Βροχή  γιατί εστάθεις στο σπίτι της μπροστά
Κι από βουνά εχάθεις και πέλαγα ανοιχτά

-Χαρές μυριάδες έχω μυριάδες και σκορπώ
Ποτίζω  καταβρέχω φυτρώνω τον καρπό
Και είτε σαν βροχούλα ή δυνατή βροχή
Και είτε σαν δροσούλα η σαν νεροποντή
Μυριάδες τα καλά μου-σ όλους αγαπητή
Ζοφόρα τα νερά μου απ’ ολους ποθητή.
Μα όλα μου τα πλούτη καθόλου δε μετράν
Μπρός στην κοπέλα τούτην σε τούτη την κυράν
Γυναίκα εγώ και θέλω  γυναίκα. Και ποθώ
Κοντά της να κονεύω κοντά της να σταθώ
Και δεν τηνε ζηλεύω και δεν τηνε μισώ
Μ αυτήνε δε παλεύω για κότινο χρυσό

αυτήν εδώ  και μένω γι αυτήν και ήρθα εδώ
Να τηνε βλέπω θέλω γι αυτό δε ξεκινώ

Η οικουμένη άκουσε τα φοβερά τα λόγια
Και χλώμιασε και παγωσε κι ενιωσε  μελαχόλια
Οι σπόροι δάκρυ έσταξαν τα δέντρα εφαρμακώσαν
Και τα ποτάμια στέναξαν φίδια άλλα τα εζώσαν.

Κι είπε το χώμα στη βροχή
Λυπήσου ότι αγαπούσες
σαν ξεγνιαστη εγυρνούσες
Στην όμορφη εξοχή
Αν λείψεις θα μαι  πια ξερό
Κι ότι εντός μου υπάρχει
αξία καμιά δεν θα χει
Με δίχως το νερό
Χωρίς τον γάμο εμάς των δυο
Τιποτα δεν θ’ ανθίσει
τίποτα δε θα ζήσει
Στη γη αυτήν εδώ.
Το σπέρμα σου αν θα στερηθεί
Η μήτρα η καρπερή μου
η νέκρα της ερήμου
Πάνω μου θα απλωθεί

Εκεί μη στέκεις άλλο πια
για δύο μαύρα μάτια
Πάρε τα μονοπάτια
 πάλι  τα πρωτινά.

Λυπάται η δύστυχη βροχή
χώμα ξερό να αφήσει
Αλλά και να χωρίσει
απ τ’ Όμορφο η φτωχή

Και τρόπο ψάχνει να σωθεί
απ την κακή της  μοίρα.
Με τη γλυκιά σου λύρα
 Ψάλε την ποιητή

Με τέχνη, πάθος κι ομορφιά
σμίλεψε τη θωριά  της
Να μη με καίει μακριά της
του χωρισμού  η φωτιά.

Στη μοναξιά μου τη θλιβή
καθώς μακριά θα τρέχω
Μαζι μου να την εχω  
χαρά μου ακριβή

Εμπρός λοιπόν  εγω  κι εσυ  
ας  ήσουμε το χώμα
Τα μάτια της-το στόμα
τραγούδα ποιητή.
…………………………………………………..





ΣΟΥ ΑΠΑΓΟΡΕΥΩ

Σου απαγορεύω νάρχεσαι σαυ Ανοιξη
Και να σκορπίζεις γύρω μου λουλούδια
Και να μοιράζεις ευωδιές και χρώματα
Και τιτιβίσματα πουλιών.

Σου απαγορεύω της ζωής μου τα σκοτάδια
Με των ματιών σου τις ανταύγειες να φωτίζεις
Σου απαγορεύω αυστηρά κάθε μου λύπη
Να τήνε κάνεις ονειρόπλαστη χαρά.

Σου απαγορεύω ακουμπώντας μου το χέρι
Σα φύλλο να με κάνεις να ριγώ
Σου απαγορεύω σα Θεό να σε λατρεύω
Σου απαγορεύω νά σ’ αγαπώ.


ΓΥΜΝΗ

Και επειδή έχεις ρούχα τι;
Έτσι δεν είσαι λες γυμνή;
Και αν τα ρούχα είναι σεμνά
Αφού τα μάτια έχεις γυμνά

Ολην μπροστά μου σε γυμνώνουν
Ολην σε με σε ξεδιπλώνουν
Ολη η φλόγα που τα καίει
Γιά το κορμί σου τόσα λέει..

Οι λαγγεμένες σου ματιές
Στου Πόθου το κορμί σπαθίές
Κι όλη η γλύκα της ματιάς
Γλύκα κορμιού σα με κοιτάς.

Και κάθε βλέμμα ζωγραφιά
Σ’ αυτήνε στήθη και μεριά
Σ’ εκείνην μέση και αφαλός
Σ’ αυτήν ο απόκρυφος καϋμο£

Και στη ματιά την πιδ δειλή
Ορθια του στήθους σου η θηλή
Γ•'έσα στα μάτια σου τα δυό
Πάντα γυμνή θε να σε δω     

Γυμνή εμπρός μου τριγυρνάς
Και με δονεις-και με πονάς
Α1 Κι αν δεν έχεις ρούχα τι-
Ππροστά μου πάντα είσαι γυμνή.



Η ΔΙΠΛΗ ΣΩΤΗΡΙΑ

Αν κάποτε θελήσεις μία πράξη
Να κάνεις στην αδιάφορη ζωή σου
Που στα Ηλύσια θα σε κατατάξει
Τί πιό ταιριάζει παρά να χαρίσεις
Την ευτυχία σ’ έναν ομογενή σου-
κι απλό, και σίγουρο: να με φιλήσεις.




ΤΟ ΛΑΤΡΕΜΕΝΟ

Οταν γεννιέται ο Χριστός στο στόμα ας φιλιόνταν
Και τρία ας ήταν τα φιλιά όταν ανασταινόταν
Και στα γενέθλια, στις γιορτές, στους γάμους, στα βαφτίσια
ο κόσμος ας αντάλλαζε φιλάκια στοματίσια.

Κι όταν πεθαίνει μιάς μικρής  κοπέλας ο πατέρας
Τη λύπη την αβάσταχτη κείνης της ημέρας
Ας την εμέτριαζε αυτή κάπως, με το να μένει
Με κάθε φίλο η συγγενή για λίγο αγκαλιασμένη.

Φιλιά-αχ- πόσα ολόγλυκα μοναδική μου Ντόρα
Απ’ το ελένιο στόμα σου θα είχα πάρει ως τώρα
Και πόσες θ’ ανακάλυπτα κρυμμένες επετείους
Τους ασπασμούς σου τους γλυκούς να γεύομαι τους θείους…

Και σήμερα: που πέθανε ο πατέρας ο καλός σου
Τα δάκρυα θα σκούπιζα  από το πρόσωπό σοΙυ
Και θα σ’ αγκάλιαζα. Εσύ, ανύποπτη κι αγνούλα
Της λύπης θα ενόμιζες την τόση μου τρεμούλα.

Αλλά εμέ μιάν άλληνε απ’ τη δική σου_μέθη
θα μ’ έπαιρνε. Γιά μένανε τα μαύρα μου τα πένθη
Αντίθετα, θα λύνονταν. Ό,τι καιρό ποθούσα
Τη μέρα αυτή-αλλίμονο-ακέριο θα τρυγούσα.

Στον κυρτωμένον ώμο μου γερμένο το κεφάλι
Τόσο κοντό: μου όλα σου τα μυρωμένα κάλλη
Εστω κι αν σ’ έσπρωξεν εκεί μόνο μιά. στενοχώρια Στην αγκαλιά μου ας ζήταγες μόνο την παρηγόρια.

Γιά μένα δε θα άλλαζε τίποτα΄ και στον Αδη
Τη μνήμη αυτή ατίμητο θα κράταγα πετράδι
Και με ακράτηγη χαρά θα φώναζα στο χώμα
«Τ’ αγκάλιασα!-Τ’ αγκάλιασα το λατρεμμένο σώμα.»







ΚΑΙ ΔΙΚΗ ΜΟΥ

Στου καναπέ την απλωσιά,  μαλακό του χνούδι
Των πρωινών της παιχνιδιών τ' ανυποψίαστο γέρας
Σαν πεταλούδα, σαν ανθός, σα φως, σαν αγγελούδι
Η Ντόρα μου κοιμήθηκε μες στην καρδιά της μέρας.   

Ηλιε με τις αχτίδες σου μην της φιλάς τα μάτια
Κρατήσου. Εκοιμήθηκε. Τα διαλεχτά της κάλλη .
Σ τα θαλπερά που, απόγιομα, ξανοίγεις μονοπάτια Ευτυχισμένη όπως πριν θα παραδώσει πάλι.

Κι έλα αγεράκι δροσερό μέσα στο μέγα κάμα
(Αχού θεέ του Ερωτα πώς δε μου κλεις το στόμα…)
Ελα αγεράκι-σαν αυτό που θάβρεις άλλο θάμα
Ελα και φίλα-χάϊδεψε το λατρεμένο σώμα.

Ελ' αεράκι. Πού αλλού θα βρεις έτσι πλεγμένα
Σα 'ρωτεμένους ερωδιούς δυο τέτια ποδαράκια
Ποδάκια σαν αλάβαστρο, με πέντε το καθένα
Αχνά παπαρουνόφυλλα στα τρυφερά νυχάκια;

Σ' άλλο ποιο σώμα παιδικό θα, βρεις μεστά δυο στήθη Που αν και γερτά ορθώνονται πάνω τους τόσες χάρες-
Που οι γιορτές του Έρωτα πάνω τους νάναι πλήθη
Και τόσες να γεμίζουνε το νου κρυφές λαχτάρες;

Μέλι δροσάτο που θα βρεις να στάζει από χείλη;
Αλλού που θάβρεις τόσο φως που να λυσσά ο Αδης
Πού, όλη την που μέσα του θλίψη κρατεί το δείλις
Αλλού που ένα σάρκινο όνειρο συ θε νάδεις!,,,

Στον βελουδένιο καναπέ  η αγάπη μου κοιμάται,
Χρόνε μου κυλά αθόρυβα. Πάτα λαφριά σιγή μου.
Και καρδιοχτύπια μου τρελά μη μου τηνε ξυπνάτε-
Ετσι ως δεν είναι κανενός λίγο είναι και δική μου.


ΩΣ ΤΟΝ ΑΔΗ

Οι τόσοι, πόνοι που με πότισες
Οι που μου δίνεις τόσες λύπες
Οι τόσοι πούχεις βάλει γύπες
Να τρων το σκότι μου που άρρωστησες,

Το εισιτήριό μου θάναι το άσφαλτο
Μες στον Παράδεισο γιά νάμπω
Ενώ στης Κόλασης τον κάμπο
Συ σε καυτή θα ψήνεσαι άσφαλτο.

Μα η Αγάπη μου αγάπη μου
θα μ’ ακλουθήσει ως τον Αδη.
Και-μη φοβάσαι-κάθε βράδυ
Θα σε δροσίζω με το χάδι μου.






ΕΝΑΣ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Γλυκούλι μου μωράκι άκου τώρα
Τι θέλω από σένα να ζητήσω-
Γιατί βλέπω κοντά να ειυ’ η ώρα
Που ανοιχτά τα μάτια μου θα κλείσω.

Θέλω εκείνονε όταν διαλέξεις
Πάνω στης ζήσης το φριχτό σανίδι
Της ύπαρξης το ανέντιμο παιχνίδι
Μαζί του ανυποψίαστη να παίξεις,

Μιά μέρα να τον δείξεις και σε μένα.
Θέλω να δω ποιός μέσ’ από το πλήθος
Των όντων με τα μάτια τα κλεισμένα
Το τέλειο σου θα μακελλεύει στήθος.

Κι όχι γιά τίποτ’ άλλο παρά μόνο
Νάχω να λέω στον δυστυχισμένο
Κόσμο,που ζει στη θλίψη και στον πόνο
Ιίως γνώρισα ένα ον ευτυχισμένο.






ΜΙΣΩ

Μισώ τη θεοφοβούμενη νουνά σου που σε παίρνει
Και τριγυρίζετε μαζί οι δυο στις εκκλησίες
Και μεσημέρι φεύγετε κι απόγευμα σε φέρνει
Και γιά Tiς πιό πολλές σου αυτή ευθύνεται απουσίες.

Μισώ τη θειά σου τη χοντρή πούρχεται τα βραδάκια
Κι αναζητώντας συντροφιά μαζί της σε τραβάει
Και σε καφέ και σε μπιστρό και σε μικρά μπαράκια
Τόσες μαζί σου όμορφες ώρες αυτή περνάει.

Μισώ τ’ αδέρφια σου που πας μαζί τους κάθε τόσο
Γιά ψώνια, γιά ένα πρόγευμα, στον κινηματογράφο
Και γιατί λίγην από σε πάνω του θ’ απιθώσω
Μισώ και τούτο το χαρτί που τώρα εντός του γράφω.

Ολα σε παίρνουν μακριά *π* το σπίτι τα δικό σου
Και άοειο όταν έρχωμα<Γτο βρίσκω ολοένα .
Αλλα φωτίζει πρόσωπα το σμαραγδένιο φως σου.-
 Και τα μισώ γι αυτό κι αυτά και ας μου είναι ξένα.
 
(Ω! Μίσος μου! γλυκόπιοτο φαρμάκι της ψυχής μου!
Ω! Μίσος μου! Της όμορφης αγάπης πόσο μοιάζεις!
Πώς κάθε εμπόδιο μου γκρεμός στο δρόμο της καλής μου
Και πώς μονάχη κι άκρατη για με την ετοιμάζεις…)

Και πάνω στο μικρούλικο ξυλένιο κομοδίνο
Μία φωτογραφία σου το μάτι να μου κλείνει.
Κι όσο μένει μίσος μου πάνω της το ξεχύνω
Γιατί μιά Ντόρα ψεύτικη η εικόνα της μου δείχνει.






ΤΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΠΑΥΛΑ

Μην είσαι κάτι ασήμαντο; Κάτι συνηθισμένο;
Μην υπερβάλλω όταν θαρρώ πως όλα σου είναι τέλεια;
Βέβαια απ’ αλλού απάντηση αφού δεν περιμένω
Μοιραία θα βρίσκεται κι αυτή μες στη δική μου εμβέλεια.

Αλλά τον ίδιο θάκλεινα κύκλο λατρείας πάλι
Και πάλι ο ίδιος θάμουνα και δικαστής και θύμα
Αν φιλοσόφων θεωριών θα μ’ έδερνε η ζάλη
Κι αναποδείκτων σκέψεων τ’ ανταριασμένο κύμα.

Ας μη λοιπόν ρωτώ κι εγώ κι εσύ στοιχεία γυρεύεις.
Κριτής κανένας σοβαρός δεν παίρνει τέτοιο ρίσκο.
Κι ούτε ανάγκη απ’ αυτόν έχω-μη με παιδεύεις
Το τέλειο πλάσμα είσαι γιατί, τέλεια εγώ σε βρίσκω.





ΠΙΝΓΚ ΠΟΝΓΚ

Όλα μου τα παιχνίδια πήρες εσύ
σα να ’σουν η Κυβέρνηση του Βισύ.
Ο κόσμος μου ο κόσμος της Σούζυ Βογκ.
Άσε μου το πινγκ-πονγκ

Μου πήρες το μυαλό μου και την καρδιά
κάθε μου πήρες μέρα  κάθε νυχτιά.
δε μ' αναπαύει ούτε και η σαιζ λονγκ.
Άσε μου το πινγκ-πονγκ.

Μου πήρες κάθε ικμάδα-κάθε χαρά.
Ας μου ήσουν καν η Δόξα για τα Ψαρά.
Πενήντα δύο είμαι κι όχι Κινγκ Κονγκ.
Άσε μου το πινγκ-πονγκ.

Τίποτα δε σ' αρέσει πάνω σε με.
Ούτε και τα γυαλιά μου που ’ναι φυμέ.
Ούτε έστω το που σου ’φερα χτες εγκ νογκ.
Άσε μου το πινγκ-πονγκ.

Είμαι στα τελευταία μου τα σκαλιά.
Καμπούρα είμαι όλος κι όλος κοιλιά.
Μη με σβελτάδα τόση χτυπάς το γκονγκ.  
Άσε μου το πινγκ-πονγκ.

Ο πόθος κι η αγάπη με τυρρανάν.
Καθένα κι όλα απάνω σου με πονάν.
Τ’ ήτανε που ’χω κάνει το τόσο wrong?
Άσε μου το πινγκ-πονγκ.

Kάτι που να σ' αρέσει ως δεν κρατώ,
κάθε προσπάθεια μου την παραιτώ
κι είναι το ύστατο μου δώρο this song:
Άσε μου το πινγκ-πονγκ.

Τίποτα το δικό μου πάνω σε σε
δεν έχω αγγίξει… je vais coucher…
Από την πεθυμιά της κολλάει my tongue
Άσε μου το πινγκ-πονγκ.

Κενά κι αβύσσων χάη με διεκδικούν
καθώς φιλιού τον ήχο δεν αγρικούν.
μπροστά στα δυο μου μάτια θανάτου fog…
…Άσε μου το πινγκ-πονγκ...

ΤΗ ΒΑΣΑΝΙΖΕΙΣ

Κι αν στην καρδιά μου έχεις μπει
Όμως τη βασανίζεις
Και τη χτυπάς και την κλοτσάς
Και την καταξεσχίζεις.

Κι αν είσαι μες στο λογισμό
Και σ' όλες μου τις σκέψεις
Μόνη σου έννοια και σκοπός
Το πως θα με παιδέψεις.

Να σ' αποβάλω δεν μπορώ-
θα πει να σε ξεχάσω-
Δίχως σου άλληνε ζωή
Δεν το μπορώ να πλάσω.

Κι αφοΰ μονάχα δεν μπορείς
Παρά να με σκοτώνεις
Θάνατος είναι η ζωή
Που εμπρός μου ξεδιπλώνεις.




ΦΙΛΕΙ

Μόνο εγώ ξέρω από τι
Η ύπαρξή σου έχει πλαστεί
Από φωνές κι από σιωπή
Από αναίδεια και ντροπή

Κι ενώ όλα πάνω σου μιλούν
Και για τον έρωτα καλούν
Το στόμα πάντα το σκιστό
Αλαλο μένει-σφαλιστό.

Κι ενώ του στήθους σου η θηλή
Άστρα και σύννεφα φιλεί,
Τη λαγγεμένη σου ματιά
 Στη Γη βυθίζεις την πλατιά.




ΚΑΤΙ ΤΡΕΧΕΙ…

Αν αγαπώ το θάνατο
είναι για δε με θέλεις
Γιατί ούτε νοιάστηκες ποτέ
Γιά μένα ούτε μέλεις.

Κι αν αγαπώ σε είναι γιατί
Το θάνατο ξεκρίνω
Μέσα στο μάτι που γι αυτό
και τη ζωή μου δίνω.

Κι όπως εδά μπερδεύτηκε
Το ζήτημα με σένα ^
Καμιά  ξεμπέρδεψη ποτέ
Δε θάβρει από κανένα.

Τι πρώτα εγω αγάπησα;
Εσένα ή τη θανή μου;
Κι ένια ποιά έχει τάχα αυτό
Το "τη ζωή μου δίνω" ;,

Αφού αξία πιά καμιά
Το δόσιμο δεν έχει;
Ουφ! Σ αγαπώ-όε μ' αγαπάς
Αυτό είναι. Κάτι τρέχει…