Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

 ΓΙΩΡΓΗ ΧΟΛΙΑΣΤΟΥ
Ο ΕΥΡΥΠΙΔΗΣ ΕΝΤΕΚΑΣΥΛΛΑΒΟΣ
ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ





ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ



ΑΦΡΟΔΙΤΗ  
Εγώ η θεά η μεγάλη, η Κύπρη, είμαι
Η σε θεούς κι ανθρώπους ξακουσμένη.
Κι όσοι απ’ αυτούς ανάμεσα που ζούνε
Στον Πόντο και στα πέρατα του Ατλα
Σέβονται τη μεγάλη δύναμη μου,
Κι εγώ τους εκτιμώ. Εκείνους όμως
Που ξππασία μου δείχνουν, τους τσακίζω-
Γιατι και οι θεοί το ’χουν ακόμη
Να χαίρουν σαν τιμούνται απτούς ανθρώπους.
Και την αλήθεια αυτή θα δείξω αμέσως.
Γιατί ο Ιππόλυτος,γιος του Θησέα, ``
Που γέννησε σαυτον η Αμαζόνα
Και ο αγνός που ανάθρεψε Πιτθέας,
Μόνος αυτός απ’ όλους τους πολίτες
Της χώρας τούτης δω, της Τροιζηνίας,
Λέει πως η χειρότερη εγώ είμαι
Απ’ όλους τους θεούς. Κι ούτε ν’ ακουσει
Για παντρειά, κι ούτε κρεβάτι αγγίζει.
Κι η πιο μεγάλη λέει θεά πως είναι
Του Φοίβου η αδερφή, του Δία η κόρη,
Η Αρτεμη, κι αυτήν τιμές γεμίζει.
Και στα χλωρά τα δάση τριγυρνάει
 Με την παρθένα πάντα συντροφιά του
Εχοντας πιότερες μαζί της σχέσεις
Απ’ όσες σαν θνητός ταιριάζει να ’χει.
Και ξεπαστρεύει τ’ άγρια του τόπου
Με τα γοργά σκυλιά. Όμως για τούτα
Και βέβαια δε ζηλεύω-τι με νοιάζει…
Μα για την απιστία που ’χει δείξει
Ο Ιππόλυτος σε μένανε την ίδια,
Σημερα κιόλας θα τον τιμωρήσω.
Και κόπος δε μου χρειάζεται μεγάλος.
Τα πιο πολλά τα ’χω καιρό ετοιμάσει.
Γιατί, όταν αυτός απ’ του Πιτθέα
Κάποτε το παλάτι ήταν φερμένος
Στη χώρα του Πανδίονα, γιά να ’δει
Και να μετάσχει στα σεπτά Μυστήρια,
Η Φαίδρα, του πατέρα του η γυναίκα,
Αρχόντισσα, ένοιωσε όταν τον είδε
Αγάπη τρομερή μες στην καρδιά της,
Όπως εγώ το είχα σχεδιασμένο.
Και πριν ακόμα να ’ρθει στην Τροιζήνα,
Εχτισε εκεί, στον βράχο της Παλλάδας,
Απ’ όπου φαίνεται η χώρα τούτη,
Ναό στην Κύπριδα, δείχνοντας έτσι
Το μέγα πάθος το ερωτικό της.
Κι έπειτα στην τοποθεσία εκείνη
Που είχε το ναό εκείνον χτίσει
Τ’ όνομα του Ιππόλυτου είχε δώσει.
Οταν λοιπόν τη γη την Κεκροπία
Την αφησε ο Θησέας, αποζητώντας
Από το μίασμα για να ξεφύγει
Που των Παλλαντιδών έφερνε ο φόνος
Κι ήρθε με πλοίο σε τούτηνε τη χώρα
Με τη γυναίκα του, δέχοντας έτσι
Να παει για εξορία ένα χρόνο,
Εδώ η δύστυχη πια η γυναίκα
Βογγώντας και χαμένα έχοντάς τα
Απ’ τά κεντρίσματα του ερωτά της,
Λιώνει αμίλητα. Γιατί δεν ξέρει
Κανείς το πάθος της απ’ τους δικούς της.
Μα έτσι απλό δεν πρέπει ναχει τέλος
Αυτός ο έρως, αλλά στον Θησέα
Θα τόνε δείξω, κι όλοι θα τον μάθουν.
Κι αυτόν το νεαρό, που είναι εχθρός μας,
Ο ίδιος ο πατέρας του ο Θησέας
Με τις ευχές θα τόνε θανατώσει      ,
Που ο βασιλιάς της θάλασσας σαν δώρο
Έδωσε, ο Πολειδώνας, στον Θησέα
Πως τρεις φορές αν κάτι θα ζητήσει
Απ’ τό θεό, αυτός θα του το κάνει.
Ετσι αυτή, αν κι όχι ατιμασμένη,
Η Φαίδρα, όμως σίγουρα χαμένη.
Το προτιμώ αυτό.παρά οι εχθροί μου
Να μην τιμωρηθούν με τέτοιον τρόπο
Που ικανοποίηση σε με να δώσει.

Μα τον Ιππόλυτο βλέπω να φτάνει,
Γιο του Θησέα, του κυνηγιού τους κόπους
Αφού παράτησε. Γι αυτό και φεύγω.
Και πίσω του μεγάλη κουστωδία
Βλέπω υπηρετών ν’ ακολουθάει,    
Με ύμνους φωναχτά τη θεά τιμώντας,     '
Την Αρτεμι. Δεν ξέρει ανοιγμένες
Πως ειν’ οι πύλες του Αδη, κι ότι ο ίδιος
Το φως για ύστερη το βλέπει μέρα.
ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Ψάλλοντας ακλουθάτε. Ακλουθάτε
Του Δία το παιδί-την Ουρανία
Την Αρτεμι, που τόσο μας φροντίζει.
ΘΕΡΑΠΟΝΤΕΣ
Δέσποινα πανσεβάσμια! Θεία γέννα!
Αρτεμι χαίρε Δέσποινα παρθένα!
Χαίρε του Δία και της Λητώς το τέκνο,
Η ωραιότερη απ’ τις παρθένες,
Που στου μεγάλου τ’ ουρανού τα πλάτη
Κάθεσαι, στην αυλή την πατρική σου
Του παλατιού του ολόχρυσου του Δία!
Χαίρε ω! Αρτεμι, η πιο ωραία-
Η πιο ωραία παρθένα του Ολύμπου!
Για σένα Δέσποινα του’ το στεφάνι
Επλεξα, και σε σε το φέρνω τώρα.
Σ’ αμόλυντο το ταίριαξα λιβάδι
Που ούτε βοσκός σωστό εκεί το βρίσκει
Να βόσκει πρόβατα, ούτε ως τα τώρα
Σίδερο μπήκε εκεί- που ακόμα κι όταν
Η μέλισσα την Ανοιξη περνάει
Αμόλυντο και κείνη το αφήνει.
Και που ρυάκια σεβασμού δροσάτα    
Το θρέφουν, γιά να το τρυγάν εκείνοι   
Που δε διδάχτηκαν από κανέναν         
Τη φρονιμάδα, μα από φυσικού τους     
Ελαχε να την έχουνε για όλα
Και των κακών προνόμιο αυτό δεν είναι.
Αλλά, ω! Δέσποινα αγαπημένη,
Δεξου απ’ τό χέρι το ευλαβικό μου    
Ανάδημα για τα χρυσά μαλλιά σου.       .
Γιατί σε μένα μόνο απ’ τους ανθρώπους     :    ι
Αυτή η τιμή ανήκει-και να κάνω
Παρέα μαζί σου,και να κουβεντιάζω,
Ακώντας τη φωνή σου, δίχως όμως
Την όψη σου να βλέπω. Κι ας γινόταν,
Ως άρχισε η ζωή μου, να τελειώσει.
ΘΕΡΑΠΩΝ
Πες μου άρχοντα-γιατί αφέντες πρέπει
Μόνο θεούς να λέμε-θα δεχόσουν
Σωστή μια γνώμη μου ν’ ακούσεις τάχα;
ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Και βέβαια.Κουτός αλλιώς θα ήμουν.
ΘΕΡΑΠΩΝ
Ξέρεις οι άνθρωποι τί συνηθίζουν;
ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Δεν ξέρω.Τ’ ειν’ αυτό που είπες τώρα;
ΘΕΡΑΠΩΝ
Κάθε υψηλό και σοβαρό μισούνε.

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Σωστά.Ποιόν σοβαρό δεν τον βαριούνται;
ΘΕΡΑΠΩΝ
Κι οι καταδεχτικοί δεν έχουν χάρη;
ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Πολλήν.Και όφελος με δίχως κόπο.  
ΘΕΡΑΠΩΝ      
 Και στους θεούς τί λες-ίδια δεν είναι;
ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Αν οι άνθρωποι τα θεία συνήθια έχουν.
ΘΕΡΑΠΩΝ
Πώς τότε δεν τιμάς θεά σεβάσμια;
Ποια; Κοίτα μη το στόμα σου λαθέψει…
ΘΕΡΑΠΩΝ
Την που στις πύλες σου στέκει-την Κυπρη.
ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Οντας αγνός τη χαιρετώ μακριάθε.
ΘΕΡΑΠΩΝ
Κι όμως, ιερή και σεβαστή στον κόσμο.
ΙΠΟΛΥΤΟΣ
Καθείς γνιάζεται, γι άλλους θεούς κι ανθρώπους.
ΘΕΡΑΠΩΝ
Για να ευτυχείς πολύ μυαλό δε θέλεις.
ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Θεοί λατρείας νύχτιας δε μ’ αρέσουν.
ΘΕΡΑΠΩΝ
Πρέπει τους θεούς παιδί μου να τιμούμε.

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Εμπρός ακόλουθοι. Μπάτε στο σπίτι
Και φκιάστε φαγητό. Το φαγοπότι
Ευχάριστο μετά από το κυνήγι.
Και τ’ άλογα φροντίστε να ξυστρήστε
Γιατί αφού φάω, στ’ άρμα θα τα ζέψω
Και ταιριαστά θα πάω να τα γυμνάσω.
Ως για την Κύπρη σου, χαιρέτα-μού την.
ΘΕΡΑΠΩΝ
Αλλά,τους νέους πούχουν τέτοιες σκέψεις
Να μιμηθούμε Εμείς, δούλοι, δεν πρέπει.
Και θα προσευχηθούμε κυρά Κύπρη
Στ’ αγάλματά σου. Και συγγνώμη δώσε
Σ’ εκείνον που της νιότης του το αίμα
Απρεπα κελαρύζει στην ορμή του.
Πες πως δεν άκουσες. Απ’ τούς ανθρώπους
Πρέπει σοφότεροι οι θεοί να είναι.
ΧΟΡΟΣ
Είναι κάποιος βράχος  
Που νερό κερνά,
Που ’ρχετόπως λένε
Απ’ τον Ωκεανό.
Κι ως απτούς γκρεμούς του
Μες στο ρέμα μπει,
Μέσα του λαγήνι
Να βουτάς μπορείς.
Κάποια φίλη εκεί ’ταν
Και τα πορφυρά
Ρούχα,στα ποτάμια
Επλενε νερά.
Και στου βράχου πάνου
Τη ζεστή πλευρά
Που ’βλεπε ο ήλιος,
Τ’ άπλωνε. Απ’ αυτήν
Πρώτα μου ’χει φτάσει
Η είδηση στ’ αυτιά
Οτι  η κυρά μου
Σ’ ένα στρώμα πά’
Κείται, άρρωστη όντας,
Και  σπιτοκλειστή
Λυώνει, κι  ότι   μπόλιες
Λεπτοϋφαντες
Το  ξανθό κεφάλι
Σκέπουν.  Και  ακώ
Οτι η τρίτη είναι
Μέρα που περνά
Δίχως μεσ στο θείο
Στόμα μια σταλιά
Να ’χει απ’ τής άγιας
Βάλει τον καρπό
Δημήτρας. Και κάποιος
Μυστικός καημός
Της ζητάει να φτάσει
Στης ζωής το άχαρο
Τέρμα: να πεθάνει.
Τάχα απ’ τό θεό
Σούχει κόρη μου έρθει-
Απ’ τον Πάνα, ή
Από την Εκάτη
Από τους Κορύ-
βαντες τους φρικώδεις
Ή την  ορεινή
Μάνα τη μεγάλη
Ή μήπως εσέ
Τάχα η κυνηγιάρα
Δίκταιννα, γιατί
Δεν της θυσιάζεις
Ετσι τυραννά-
Γιατί απ’ τής θαλάσσης
Τα νερά πλανιέται
Κατά τη στεριά,
Μεσα απ’ του πελάγου
Την κυματιστή
Νοτινήν αρμύρα.
Απ’ τούς Ερεχθείδες
Μη τον αρχηγό-
Τον αγνό σου άντρα
Αλλη ξεπλανά
Στο δικό της σπίτι
Από σε κρυφά
Κι απ’ την αγκαλιά
Κάποιος ναυτικός
Μη από της Κρήτης
Ήρθε τα νερά
Στο λιμάνι ετούτο
Που το πιό φιλό
ξενο ειν’ απ’ όλα
Για τους ναυτικούς,
Στη βασίλισσα μας
Φέρνοντας κακιά
Είδηση καμμία,
Κι από τον καημό
Δέθηκε η ψυχή της
Κι έπεσε απα’
Σ’ αρρωστιάς κρεββάτι;
Μα για συντροφιά
δύστροπη γυναίκα
Εχει ταιριαστόν
Στ’ άλλα τα κακά της
Κι ένα εκνευρισμό
Οπου πάντα φέρνουν
Στ’ άμοιρο μυαλό
Οι πόνοι απ’ τή γέννα
Κι ο ίλιγγος. Κι εγώ
Ενιωσα τετοια αύρα
Μέσα στην κοιλιά
Μα παρακαλούσα.
Κι απ’ τον ουρανό
Με τους θεούς τους άλλους
Πολυπόθητη
Κι ευκολογεννήτρα
Μούφτανε βοηθός
Η Αρτεμη η τοξεύτρα.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α΄

ΧΟΡΟΣ
Να όμως που μπροστά
Φαίνεται στις πύλες
Η γρηά τροφός,
Εξω απτό παλάτι
Βγάζοντας κι αυτήν.
Κι έχει πα' στα φρύδια
Συννεφιά θολή.
Τάχα τί έχει πάθει
Φλογερά ποθεί
Η Ψυχή να μάθει-
Τ’ είναι τάχα αυτό
Πούχει έτσι αλλάξει
Χρώμα, και χαλά
Της βασίλισσας μας
Έτσι το κορμί.
ΤΡΟΦΟΣ
Αχ! Βάσανα που έχουν οι ανθρώποι
Κι αρρώστιες μισητές! Τί να σε κάνω
Και τί να μη σε κάνω εγώ; Το φέγγος
Να! που ’θελες κι ο ουρανός που λάμπει.
Και τώρα έξω ειν’ απ’ το παλάτι
Του κρεββατιού της αρρωστιάς το στρώμα.
Εξω ναρθείς όλα τα λόγια σου ήταν.
Μα στο δωμάτιο ίσως τρέξεις πάλι.
Γιατί τη γνώμη σου γρήγορα αλλάζεις
Κι ούτε με τίποτα ευχαριστιέσαι.
Δε σου αρέσει ό,τι έχεις τώρα
Και πιό καλό θαρρείς ό,τι σου λείπει.
Καλλίτερα να ’σαι άρρωστος ο ίδιος
Παρ’ άλλους να γιατρεύεις. Ειν’ το πρώτο
Απλό, ενώ το άλλο έχει μαζί του
Ταλαιπωρίες στο νου, κόπους στα χέρια.
Πόνους γεμάτη η ζωή τ’ ανθρώπου
Κι ανάπαυση απ’ τούς κόπους δεν υπάρχει.
Κι ό,τι καλλίτερο απ’ τή ζήσην άλλο,
Τυλίγοντάς το μέσα σε σκοτάδι
Αυτή σε σύννεφα μέσα το κρύβει.
Ετσι με πάθος αγαπάμε ό,τι
Πάνω στη γη φαίνεται να γυαλίζει,
Γιατί και δε γνωρίζουμε άλλη ζήση
Κι ούτε απόδειξη έχουμε για κείνη
Που ’ναι κατ’ απ’ τη γη. Απλά μονάχα
Μας κάνουν ό,τι θέλουνε οι μύθοι.
ΦΑΙΔΡΑ    
Το  σώμα μου  βαστάτε. Το  κεφάλι
Ορθώστε  μου. Κομένοι  οι  αρμοί   μου
Είναι   στα  μέλη  δούλες.Τα ωραία
Πιάστε  τα χέρια μου. Η  μπόλια που ’χω
Απάνου  στο κεφάλι, με  βαραίνει.
Βγάλτην. Στους  ώμους άπλωσ' τα μαλλιά  μου.

ΤΡΟ     
Θάρρος  παιδί   μου. Και   μην τυραγνιέσαι Κουνώντας  το κορμί   σου κάθε  τόσο.
Με  γενναιότητα και  ησυχία
Πιο  την  αρρώστια εύκολα πορεύεις.
Γραφτό ’ναι   στους  ανθρώπους  να υποφέρουν.
ΦΑΙ     
Αχ!   Από  μία δροσερή  πηγούλα
Πως  θάθελα νερό  να πιω καθάριο!
Και   σε λιβάδι  φουντωτό από λεύκες
Κάτω ξαπλώνοντας  ν’ αναπαυόμουν!
ΤΡΟ
Τί μουρμουρίζεις κόρη μου; Μη έτσι
μπροστά σ’ όλο τον κόσμο πια φωνάζεις
Τέτοια παράλογα πετώντας λόγια.
ΦΑΙ     
Σ’ ένα βουνό γυρεύω να με πάτε.
Θα πάω στο δάσος και κοντά στα πεύκα
Που κυνηγάρικα σκυλιά πατούνε
Στα παρδαλά πέφτοντας πάνω ’λάφια.
Για τους θεούς!  Μεγάλη  έχω λαχτάρα
Στους σκύλους να χουγιάξω και  στο χέρι
Σφίγγοντας  δίπλα απ’ τα ξανθά μαλλιά μου
Κοντάρι  σιδερένιο  να τινάξω
Θεσσαλικό.
ΤΡΟ    
Μα τ’ ειν’ αυτά παιδί μου
Τα πράγματα, γι  αυτά που χολοσκάζεις;
Τι έχεις  να κάνεις  συ  με  τα κυνήγια
Και   τι  νερά συ λαχταράς πηγήσια;
Η κατηφόρα διπλα απ’ το παλάτι
Νερά γεμάτη δροσερά είναι όλη
Απ’ όπου  μια χαρά μπορείς να πίνεις.
ΦΑΙ  
Αρτεμη, αφέντρα της Παράλιας Λίμνης
Και των γυμναστηρίων που αχούνε
Από τα ποδοβόλια των αλόγων,
Είθε να βρίσκομουν στα χώματά σου
Ενετικά πουλάρια να γυμνάζω.
ΤΡΟ
Ποιες πάλι πέταξες παλαβομάρες!..
Γι αγρίμια στα βουνά τραβούσες τώρα-
Σωστά δε λέω;- κι ανασκουμπωνόσουν,  
Και τώρα πάλι λαχταράς πουλάρια
Σ’ αμμουδερό κι ακύμαντο ακρογιάλι!
Αυτά πολλήν χρειάζονται μαγεία
Να βρει θεός ποιός σου αλλάζει δρόμο,
Και, κόρη μου, σου παίρνει τα μυαλά σου.
ΦΑΙ  
Δύστυχη εγώ, τι τάχα έχω κάνει
Απ’ την καλή που ξέφυγα τη γνώμη;
Κάποιου θεού οργή μ’ έχει χτυπήσει.
Τρελάθηκα. Η δόλια αλί αλί μου!
Τροφέ, κρύψε μου πάλι το κεφάλι
Γιατί ντροπή για όσα είπα μ’ έχει.
Κρύψ’ το.Υγραίνονται τα βλέφαρά μου
Και στη ντροπή τα μάτια είναι στραμμένα
Στα συγκαλά σου να ’ρθεις πόνο φέρνει
Αλλά κακή ’ναι κι η παραφροσύνη…
Μα κάλλιο να χαθείς μέσα στην τρέλλα.
ΤΡΟ  
Το κρύβω. Μα εμένα το δικό μου
Πότε ο θάνατος κορμί θα κρύψει;
Πολλά η μακριά ζωή μ’ έχει διδάξει.
Με μέτρο τους δεσμούς ανάμεσά τους
Έπρεπε να τους πλέκουν οι ανθρώποι
Και όχι να τους ριζώνουν στην ψυχή τους,  
Έτσι που τις συμπάθειες μ’ ευκολία
Μια να τις σφίγγουν μια να τις ξεσφίγγουν.  
Μα δυο ψυχών τον πόνο η μιά μοναχά
να υποφέρει, αβάσταχτο είναι βάρος.
Οπως εγώ μ’ αυτήν πολύ υποφέρω.
(Και τα φερσίματα τα λεπτολόγα)
Τα υπερβολικά, λεν, τα τερτίπια
Λένε πως περισσότερο μας βλάπτουν
Παρά μας ωφελούν.Και της υγείας
Πως οι εχθροί της ειν’ οι πιό μεγάλοι.
Ετσι παινάω το πολύ πιό λίγο
Από το μέτριο. Κι οι σοφοί μαζί μου
Θα συμφωνήσουνε.

ΧΟΡΟΣ
Εμπιστεμένε
Σύντροφε της βασίλισσας,γρηούλα,
Της Φαίδρας βλέπουμε τις κακοπάθειες
Αλλά δεν ξέρουμε ποια η αρρώστια.
Και θέλαμε νακούσουμε από σένα-
Να μάθουμε.
ΤΡΟ    
Δεν ξέρω.Τη  ρωτάω        
Αλλά εκείνη  να μου πει  δε  θέλει.
ΧΟΡΟΣ
Ούτε πώς άρχισαν τα βάσανα της;
ΤΡΟ  
Το ίδιο πράγμα.Τίποτα δε λέει.
ΧΟΡΟΣ
Πώς λιάνεψε-φύρανε το κορμί της!
ΤΡΟΦΟΣ
Πώς όχι1 Τρίτη μέρα που δεν τρώει.
ΧΟΡΟΣ
Γιατί απτά δυο; Από θεοσταλμένη
Βλάβη του νου, ή θέλει να πεθάνει;
ΤΡΟ  
Να πεθάνει! Δεν τρώει για να πέθανει!
ΧΟΡΟΣ
Παράξενο, αν αρέσει αυτό τ’ αντρός της.
ΤΡΟ
 Τον πόνο της αυτή δεν τόνε δείχνει
Και ούτε άρρωστη λέει πως είναι.
ΧΟΡΟΣ
Κι αυτός δε συμπεραίνει από την όψη;
ΤΡΟ  
Τυχαίνει να μη βρίσκεται στην πόλη.
ΧΟΡΟΣ  
Και  συ δεν τη ζορίζεις  προσπαθώντας
Να  μάθεις  ποια η  αρρώστια-ποιά η  τρέλα;
ΤΡΟ
Δε βγήκε τίποτα. Ολα τα ’χω κάνει
Και ούτε τώρα θα μου λείψει ο ζήλος
Ωστε και συ να είσαι μαρτυράς μου
Πώς φέρομαι στων αφεντών τα πάθια.
Ελα κορίτσι μου αγαπημένο,
Κι οι δυο ας ξεχάσουμε τα πριν μας λόγια.
Και συ γίνου καλλίτερη. Τη γνώμη
Αλλαξε, και τα φρύδια ξέσμιξέ τα.
Και σ’ όσα τότε εγω άλλη είχα γνώμη
Απ’ τη δική σου,τώρα αυτά τ’ αφήνω
Και λόγια θα σου πω καλλίτερα άλλα.
Κι αν καμμια απόκρυφη αρρώστια έχεις,
Να! εδώ γυναίκες για να τη βολέψουν.
Κι αν η αρρώστια σου είναι για τους άντρες,
Πες το και στους γιατρούς εμείς το λέμε.
Ελα.Τι δε μιλάς;  Πρέπει παιδί μου
Οχι να μη μιλάς, μα ή αν λέω
Κάτι όχι σωστό να με διορθώσεις,
Ή αν σωστά τα λέω να συμφώνησεις.
…Η μαύρη εγώ… Πες κάτι Κοίταξέ με…
Γυναίκες, παν οι κόποι μας χαμένοι.
Στα ίδια είμαστε όπως και πρώτα.
Γιατί όπως δεν την άγγιξαν τα λόγια
Τότε, ούτε και τώρα δεν ακούει.
Γιατί όπως δεν την άγγιξαν τα λόγια
Τότε, ούτε και τώρα δεν ακούει.
Ακόμα κι απ’ τή θάλασσα αν το θέλεις
Πείσμωσε παραπάνω, μα να ξέρεις,
Σα μείνουνε μονάχα τα παιδιά σου
Εσύ αν πεθάνεις, τότε στα παλάτια
Τα πατρικά, αυτά δε θάχουν κλήρο,
Μα τη βασίλισσα την Αμαζόνα,
Την καβαλλάρισσα, που αφέντη νόθο
 Στους γιους σου γέννησε, αλλά που γνήσιο
Έχει μυαλό. Πολύ καλά γνωρίζεις
Ποιόν λέω-τον Ιππόλυτο.
ΦΑΙ
Ωΐμένα!
ΤΡΟ
Σε κόφτει αυτό;
ΦΑΙ
                             Γρηά μέχεις πεθάνει.
Και στ’ όνομα του θεού σε ικετεύω
Γι αυτό τον άντρα μην ξαναμιλήσεις.
ΤΡΟ
Βλέπεις; Σωστά τα σκέφτεσαι, μα όμως
Δε θέλεις τα παιδιά να ωφελήσεις,
Ούτε τον εαυτό σου να γλιτώσεις.
ΦΑΙ
Τα παιδιά τ’ αγαπώ. Μα μέσα σ’ άλλη
Μια καταιγίδα δέρνομαι.
ΤΡΟ
                                       Παιδί μου
Έχεις τα χέρια καθαρά από αίμα;
ΦΑΙ
Τα χέρια αγνά. Ο νους μου μολυσμένος.
ΤΡΟ
Μάγεμα μήπως κάποιου εχθρού απέξω;
ΦΑΙ
Αγαπημένος κάποιος με σκοτώνει
Χωρίς να θέλω και χωρίς να θέλει.
ΤΡΟ
Μη σούφταιξε σε τίποτα ο Θησέας;
ΦΑΙ
Είθε ποτέ μου να μη τόνε βλάψω.
ΤΡΟ
Λοιπόν το φοβερό ποιό είναι εκείνο
Που στη θανή σε σπρώχνει;
ΦΑΙ
                                             Αφού σε σένα
Δε φταίω, άσε με στο φταίξιμό μου.
ΤΡΟ
Τουλάχιστο όχι με τη θέληση μου.
Μέσα στα δυό σου χέρια θα πεθάνω.
ΦΑΙ  
Τ’ είναι που κάνεις; Θες να μ’ εκβιάσεις
Τα χέρια πιάνοντας μου;

ΤΡΟ    
                                        Και τα γόνα
Κι ούτε ποτέ από σε θα ξεκολλήσω.
ΦΑΙ  
Δυστυχισμένη! Θα ’ν’ οι πόνοι ετούτοι
Αν θα τους μάθεις, και δικοί σου πόνοι.
ΤΡΟ    
Κακό ’ναι πιό μεγάλο η άρνηση σου.
ΦΑΙ  
Τιμή για με. Αλλά για σένα Χάρος.
ΤΡΟ    
Τιμή, και σε ρωτώ και μου την κρύβεις;
ΦΑΙ
Ναι, γιατί   μέσα  από κακό  τη   βγάζω.
ΤΡΟ    
Λοιπόν πιό τίμια θα δειχτείς μιλώντας.
ΦΑΙ    
Φύγε για το θεό. Ασ’ μου το χέρι.
ΤΡΟ    
Μόνο αν μου κάνεις όποιαν πρέπει χάρη.
ΦΑΙ    
Σέβω  την   ικεσία σου. Θα την  κάνω.
ΤΡΟ    
Σωπαίνω ευθύς. Δικός σου τώρα ο λόγος.
ΦΑΙ    
…Ερωτας κι ο δικός σου μαύρη μάνα…
ΤΡΟ    
Τον ταύρο λες παιδί μου ή τίποτ’ άλλο;
ΦΑΙ    
Και συ δόλια αδερφή, Διονύσου ταίρι…
ΤΡΟ    
Τι έχεις κόρη μου; Το σόϊ σου βρίζεις;
ΦΑΙ     
Και τρίτη εγώ, πώς ελεεινή πεθαίνω…
ΤΡΟ
Χαμένα τα ’χω-ποιά η συνέχεια θα ’ναι;.
ΦΑΙ  
Από τότε, παληά η δυστυχιά μας.
ΤΡΟ  
Άλλο δεν έμαθα παρ’ όσα ξέρω.
ΦΑΙ
Αχ! Οσα πρέπει εγώ, εσύ ας έλεες.
ΤΡΟ
Δεν είμαι μάντης τα κρυφά να νιώθω.
ΦΑΙ
Τί λεν οι άνθρωποι πως ειν’ η αγάπη;
ΤΡΟ
Το πιό πικρό μα και γλυκό παιδί μου.
ΦΑΙ
Μόνο την πίκρα του έχω δοκιμάσει.
ΤΡΟ
Τί είπες; Αγαπάς παιδί μου; Ποιόνε;
ΦΑΙ
Τάχα κανένας, που απ’ τής Αμαζόνας…
ΤΡΟ
Λες τον Ιππόλυτο;
ΦΑΙ
                                     Εσύ το είπες.
Όχι εγώ.
ΤΡΟ
                                   Αλίμονο παιδί μου΄        
Τι θα πεις; Μ’ έχεις πεθάνει. Γυναίκες'.
Είναι αβάσταχτο. Δεν θα τ’ αντέξω!
Μισώ τη μέρα. Μισητό το φως της.
Το σώμα μου θα το γκρεμοτσακίσω
Φεύγοντας απ’ τή ζήση να γλιτώσω.  
Πια δεν υπάρχω. Γιατ’ οι μυαλωμένοι,
Αν κι άθελα τους, το κακό γυρεύουν.
Δεν είναι θεά η Κύπρη όπως βλέπω
Μα κάτι πιό κι απ’ τό θεό μεγάλο    
Που αυτήν κι εμέ και το παλάτι χάνει.
ΧΟΡΟΣ
Τα ’χεις-αχ-ακούσει         
Τα ’χεις μαθει-αχ-
Τα που ανήκουστά ’ναι        
Πάθια της κυράς
Που θρηνολογάει    
Σα να τραγουδεί;
Αχού δυστυχιά μουί        
Αχ! Αλί! Αλί!
Κάλλιο να χανόμουν
Πριν αυτό να δω
Το κατάντημα σου
’σένα που αγαπώ.
Τετια μια αγωνια…
Δύστυχη εσύ…
Πόνοι-ω!-των ανθρώπων
Μοναχή τροφή!
'Χάθης-έχεις βγάλει
Στου ήλιου το φως
Τα κακά κρυφά σου.
Ασωστη για σε
Θα ’ναι αυτή η μέρα.
Νέο θε’ να δεί
Κάτι αυτό το σπίτι.
Ω δυστυχισμένη
Κόρη Κρητικιά!
Πια κρυφό δεν είναι
Πού τα τυχερά
Βγάζουνε της Κύπρης.
ΦΑΙ
Γυναίκες της Τροιζήνας που σε τούτο
Το ξάγναντο τ’ ακραίο κατοικείτε
Της χωράς της Πελόπιας! Μες στο μάκρος
Της νύχτας, κι άλλοτε, συχνά, σκεφτόμουν
Πώς η ζωή χαλάει του ανθρώπου.
Κι έχω τη γνώμη ότι δυστυχούμε
Οχι από την κρίση την κακή μας-
Γιατί τη λογική πολλοί την έχουν-
Μα έτσι αυτό θα πρέπει να το δούμε:
Πολύ καλά κατέχουμε, και ποια ’ναι
Τα ενάρετα γνωρίζουμε. Μα όμως
Αλλοι απ’ την τεμπελιά τους δεν τα κάνουν,
Κι άλλοι γιατί γυρεύουν κι άλλη γλύκα
Στις τόσες τους, αντί της φρονιμάδας.
Κι είναι πολλές στη ζωή μέσα οι γλύκες.
Οι συντροφιές οι ατέλειωτες, η αργία,
(το ευχάριστο κακό) και η ντροπαλότη,
Που ’ναι διπλή:καλή απ’ τη μια, και βάρος
Από την άλλη, των σπιτιών. Κι αν ήταν
Σωστά το πράγμα ταχτοποιημένο
Το ίδιο τ’ όνομα κι οι δυό δε θάχαν.
Τη γνώμη έχοντας αυτή για τούτα,
Δε σκόπευα με φάρμακο κανένα
Να την αλλάξω κι άλλη ν’ ακοκτήσω.
Και το πώς σκέφτηκα θα πω σε σένα.
Μιας και ο έρωτας μ’ είχε χτυπήσει
Στο νου μου έβαλα πώς θα μπορούσα
Να πορευτώ καλλίτερα μαζί του.
Κι έκανα αρχή με το να μη μιλάω,
Παρά να κρύβω αυτή μου την αρρώστια.
Γιατί καμμιά δεν έχει εμπιστοσύνη
Η γλώσσα, που ενώ καλά γνωρίζει
Αλλων τους στοχασμούς να συμβουλεύει
Αυτή πολύ τον εαυτό της βλάφτει.
Δεύτερο βάλθηκα την αμυαλιά μου
Να τη νικήσω με τη φρονιμάδα.
Και τρίτο, αφού με τούτο δεν μπορούσα
Την Κυπρη να νικήσω, μου εφάνη
Πως  ειν’ η σκέψη  πιο σωστή  απ’ όλες
(κανείς δε θα ’λεγε όχι) να πεθάνω.
Γιατί ούτε θα ’θελα κρυφό να το ’χω
Καλά αν κάνω, ούτε μαρτυρά μου
Ασχημα αν έκανα, τον κόσμο να ’χω.
Κι ηξερα δύσκολο αυτό πως θάταν
Και άτιμη πως ειν’ η αρρωστιά μου.
Κι ήξερα ακόμα πως γυναίκα είμαι,
Κάτι που απ’ όλους είναι μισημένο.
Να χάνονταν κακήν κακώς εκείνη
Που το κρεβάτι της να το ντροπιάζει
Πρώτη αρχίνησε με άντρες ξένους!
Και το κακό στα θηλυκά ετούτο
Σε σπίτι αρχόντων είχε την αρχή του.
Γιατί σα στρέξουν στα κακά οι αρχόντοι
Τότε περσότερο οι φτωχοί τα στέργουν.
Μισώ και όσες φρόνιμα λεν λόγια
Μα στα κρυφά κάνουνε ατιμίες.
Πώς τάχατες κυρά, θαλάσσια Κύπρη,
Στο πρόσωπο τους άντρες τους κοιτάζουν
Κι ούτε το σύνεργό τους-το σκοτάδι-
Ούτε τους τοίχους των σπιτιών φοβούνται
Μη κάποτε μιλήσουν; Γιατί εμένα
Φίλες μου, αυτό ακριβώς με θανατώνει-
Μη να ντροπιάζω κάποτε με πιάσουν
Ούτε τον άντρα μου ούτε τα παιδιά μου,
Αλλά με γλώσσα λεύτερη να ζούνε
Και πέρφανα στη δοξασμένη Αθήνα,
Μ’ όνομα τίμιο απ’ τή μητέρα.
Γιατί τον άντρα σκλάβο τόνε κάνει
Οσο γενναιόκαρδος κανείς κι αν είναι
Όταν, ή του πατέρα ή της μάνας,
Γνωρίσει τις ντροπές. Κι ο κόσμος λέει
Οτι να ζει αξίζει μόνο εκείνος
Που στοχασμόν έχει αγαθόν και δίκιον.
Κι ο χρόνος, τους κακούς, σαν έρθει η ώρα,
Εναν καθρέφτη βάζοντας μπροστά τους,
Οπως οι νεαρές παρθένες κάνουν,
Τους ξεσκεπάζει. Εύχομαι ποτέ τους
Να μη με δουν αυτοί ανάμεσα τους.
ΧΟΡΟΣ
Αχ! Αχ!Παντού καλή η φρονιμάδα
Και στους θνητούς τιμή και δόξα φέρνει.
ΤΡΟ
Κυρά μου, λίγο πριν, το θέλημά σου
Φόβο με γέμισε ξάφνου μεγάλον.
Τώρα κουτή όμως φαίνομαι πως είμαι.
Κι οι δεύτερες οι σκέψεις του ανθρώπου
Είναι σοφότερες. Ούτε περίσσιο
Ούτε παράξενο έπαθες κάτι.
Οργή θεάς απάνου σου έχει πέσει.
Αγαπάς-Τι παράξενο σε τούτο,
Καθώς άνθρωποι τόσοι. Και θα πρέπει
Τη ζηση γιά τον έρωτα να χάσεις;
Λοιπόν όσοι αγαπούν κι όσοι αγαπήσουν
Δεν τους χρειάζονται οι εραστές τους
Αφού βεβαίως πρέπει να πεθάνουν.
Είναι αδύνατο να την αντέξεις
Σαν πέσει όλη πάνω σου η Κύπρη,
Που απαλά περιποιείται εκείνον
Που της πρόσπεφτει, κι άμα ξιπασμένο
Και περφανον βρει καποιονε,τον πιάνει
Και-τί νομίζεις;-τονε ξετινάζει.
Στα κύματα της θάλασσας μέσα είναι
Και στον αιθέρα βρίσκεται η Κύπρη.
Και απ’ αυτήνε όλα έχουν γίνει.
Αυτή τον έρωτα σπέρνει και δίνει
Και όλοι καταγόμαστε από κείνον.
Οσοι κατέχουν τα παληά βιβλία
Και πάντα συντροφιά έχουν τις Μούσες,
Ξέρουν αυτοί πως κάποτε ο Δίας
Με τη Σεμέλη πόθησε να σμίξει.
Ξέρουν η ομορφόφεγγη πως είχε
Κάποτε Αυγή τον Κέφαλο αρπάξει
Στους ουρανούς, από έρωτα, και τώρα
Στα ουράνια ζουν και τους θεούς τους άλλους
Δεν αποφεύγουν, μα τη γνώμη έχω
Πως στέργουν νικημένοι από το πάθος΄
Και δε θα στέρξεις συ; Με συμφωνίες
Να σ’ έχει σπείρει θα ’πρεπε ο πατέρας
Ή άλλους θεούς γι αφεντικά να σου ’χει
Μια που αυτούς τους νόμους δεν τους στέργεις.
Πόσοι θαρρείς, και μάλιστα απο κείνους
Που ’χουν μυαλό, κάνουνε ότι τάχα
Δε βλέπουν τις ντροπές του κρεβατιού τους;
Και πόσοι πατεράδες στα παιδιά τους
Δεν κάνουν πλάτες για να τα βοηθήσουν
Οταν με την αγάπη έχουν μπλέξει;
Γιατί έτσι λένε οι σοφοί ανθρώποι:
Να τ’ αγνοείς όσα καλά δεν είναι.
Κι ουτ’ έπρεπε μεγάλη σημασία
Να δίνουνε οι άνθρωποι στη ζήση.
Γιατί ούτε μία στέγη σκεπασμένη
Απ’ όλες τις μεριές δεν το μπορούνε
Να φτιάσουν στην εντέλεια. Κι αν εκείνη
Η συφορά την έβρισκε η δική σου
Νομίζεις ότι δεν θα είχε γείρει;
Αν όμως απ’ τα ελαττώματά σου
Είναι περσότερες οι αρετές σου,
Σαν άνθρωπος πολύ θα ευτυχήσεις.
Ομως κορίτσι μου αγαπημένο
Σταμάτα πια τις κακοκεφαλιές σου,
Κι άσε την ξιπασιά. Γιατί τι άλλο
Ειν’ από ξιπασιά η πεθυμιά σου
Απ’ τούς θεούς καλλίτερη να είσαι;
Οταν ερωτευτείς να μη δειλιάζεις.
Ετσι το θέλησε ο θεός να γίνει.
Κι αφού εισ’ άρρωστη βρες έναν τρόπο
Να τα βολέψεις με την αρρωστιά σου.
Υπάρχουν και γητέματα και ξόρκια.
Φάρμακο κάποιο και για την αρρώστια
Ετούτη θα βρεθεί. Κι αλήθεια είναι
Οτι θ’ αργούσανε πολύ οι άντρες
Τις τέτιες πονηριές να σοφιστούνε
Αν δεν τις βρίσκαμε μεις οι γυναίκες.
ΧΟΡΟΣ
Πράματα ωφελιμότερα λέει τούτη
Γι αυτή τη συφορά που σ’ έχει έβρει.
Μα, Φαίδρα, εγώ εσένανε παινεύω.
Και είναι πιό στενόχωρος ετούτος
Ο έπαινός μου από κεινής τα λόγια.
Και τσουχτερότερα χτυπάει τ’ αυτιά σου.
ΦΑΙ
Αυτό είναι που των θνητών τα σπίτια
Και που τις πλούσιες καταστρέφει πόλεις.
Οι λόγοι οι πολύ καλοί. Να λέμε
Δεν πρέπει ευχάριστα στ’ αυτιά, μα τέτια
Που υπόληψη καλή σε κάποιον δίνουν.
ΤΡΟ  
Τί λες λόγια παχιά;Δε θέλεις τέτοια,
Μα γρήγορα θα πρέπει να γνοιαστούμε
Κι ορθά κοφτά για σένα να του πούμε.
Αν τέτοια συφορά δε σ’ είχεν έβρει,
Και λογική αν ήσουνα γυναίκα,
Θα σ’ έφερνα έξω για του κρεβατιού σου
Και για της λιγωμάρας σου το κέφι;
Μα τώρα αγώνα κάνω να σε σώσω
Και τούτο δε σηκώνει κατηγόρια.
ΦΑΙ
Ω! Φοβερά που μίλησες: Το στόμα
Δε θα το κλείσεις να μην ξαναβγάλει

Λόγια που αδιάντροπα άλλα πιό δεν είναι;
ΤΡΟ
Αδιάντροπα, μα ειν’ αυτά για σένα
Κι από τα πιό καλά καλλίτερα τους.
Πιό προτιμότερη αυτή η δουλειά ’ναι
Αν βέβαια σε σώσει, από τή δόξα
Του ονόματος που θα σε ξαποστείλει.
ΦΑΙ
Για τους θεούς, μην προχωρείς πιό πέρα.
Γιατί όμορφα τα λες, όμως αισχρά ’ναι.
Γιατί έτσι απ’ τον έρωτα η ψυχή μου
Έχει ετοιμαστεί, που αν με λόγια
Ωραία, λες αισχρά, εκείνο τότε
Που αποφεύγω, λιώμα θα με κάνει.
ΤΡΟ
Αφού τα πράγματα έτσι τα νομίζεις
Επρεπε να μην είχες κάνει σφάλμα.
Μα τώρα άκου με. Κι η χάρη ετούτη
Η δεύτερη είναι που μπορώ να κάνω:
Μάγια του έρωτα έχω στο σπίτι.
Και μόλις τώρα δα ήρθε στο νου μου
Πώς απ’ το πάθος θα γλιτώσεις τούτο
Χωρίς, ούτε αδιαντροπιές να κάνεις,
Ούτε να πειραχτεί καθόλου ο νους σου.
Αρκεί μονάχα συ να το θελήσεις.
(Πρέπει από κείνον, τον αγαπημένο,
Να πάρω ή απ’ τά ρούχα του σημάδι,
Η' κάποια λόγια' και αφού τα σμίξω
Να κάνω ένα μάγεμα από κείνα.)
ΦΑΙ
Κι αυτό το πίνουνε ή το αλοίφουν;
Δεν ξέρω.Κοίτα συ παιδί μου
μόνο καλό να δεις, και μη να μάθεις θέλεις.
ΦΑΙ
Φοβάμαι μη δειχτεί ότι για μένα
Δεν ήταν η εξυπνάδα σου μεγάλη.
ΤΡΟ
Τότε για όλα φοβισμένη θάσαι.
Και τί φοβάσαι;    
ΦΑΙ
                              Μήπως από τούτα
Κάτι στο γιό μηνύσεις του Θησέα.
ΤΡΟ
Ασε παιδί μου. Εγώ θα τα βολέψω.
Μόνο συ,Δέσποινα, θαλάσσια Κυπρη,
Βοηθός μου να ’σαι. Και για όσα έχω
Άλλα εγώ στο νου μου, αρκετό ’ναι  
Στους φίλους να τα πω που είναι μέσα.
ΧΟΡΟΣ
Ερω που απτά μάτια
Πόθο ξεχειλάς,  
Έρωτα που μπάζεις
Μέσα στις ψυχές
Όσων κυνηγήσεις
Τη γλυκεία χαρά,
Μη ποτέ σου έρθεις
Για κακό σε με,
Ή άπρεπα μου έρθεις.
Γιατί ούτε φωτιάς
Η μεγάλη πύρα
Ούτε πελεκιού
Που ’ρχεται από τ’ άστρα
Καίει πιό πολύ
Απ’ τής Αφροδίτης,
Που του Δία ο γιός
Με τα χέρια, γύρα –
ο Ερωτας- πετά.
Μάταια στου Πύθιου
Φοίβου τους βωμούς΄
Στου Αλφειού το ρέμα
Η Ελλάδα μάταια
Στις θυσίες αξαίνει
Το αίμα των βωδιών.
Αλλά των ανθρώπων
Το βασανιστή
Ερω, δεν τιμούμε,
Οπου τα κλειδιά
Εχει από της Κύπρης
Τα ποθοπαλάτια.
Κι όταν θα φανεί
Στους θνητούς σκορπάει
Ο διαγουμιστης
Κάθε δυστυχία.
Και στην Οιχαλία
Την ανύπαντρη
Κι άβγαλτη παρθένα
Ως τη μερα αυτή
Κάνοντας να τρέχει
Σαν Νεράιδα ή σαν
Βάκχη, απ’ το σπίτι
Πέρα μακριά
Διώχνει του Ευρύτου,
Και μες σε καπνούς
Κι αίματα, με γάμο
Εναν φονικό
Πούκανε η Κύπρη,
Δίνει στο παιδί
Τώρα της Αλκμήνης.
Δύστυχη εσύ!
Γάμους πούχεις κάνει!
Ω! Της Θήβας κάστρο
Ιερό εσυ!
Και της Δίρκης στόμα!
 Μάρτυρες εσείς
Να ’στε, πώς η Κυπρη
Προχωρά-του θεού
Βάκχου τη μητέρα,
Μ’ ένα κεραυνό
Πάντρεψε όλο πύρα,
Και με χαλασμό
Ελιωσε θανάτου.
Γιατί φοβερή
Σ’ όλα πάνου πνέει
Και σαν μέλισσα
Πάνου κάτου πάει.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Β΄
ΦΑΙ
Γυναίκες σωπάστε. Είμαι χαμένη.
ΧΟΡΟΣ
Τί φοβερό είναι που εγίνει Φαίδρα
Μες στο παλάτι σου;
ΦΑΙ    
                                          Για σταματάτε!.
Ν’ ακούσω τι ειν’ αυτά που λένε μέσα.
ΧΟΡΟΣ
Σωπαίνω. Η αρχή όμως ετούτη
Είναι κακή.
ΦΑΙ  
                        Αλί μου! Ωϊμένα! Ωϊμένα!
Ω! Η δυστυχισμένη εγώ! Τί πάθια!

ΧΟΡΟΣ
Τ’ είν’ αυτά που λες; Γιατί φωνάζεις;
Πες μας την είδηση που άξαφνα ήρθε
Και σου τρομάζει το μυαλό γυναίκα.

ΦΑΙ  
Χαθήκαμε. Σ’ αυτήν εδώ την πόρτα
Σταθείτε και το βουητό ακούστε
Που ’χει ξεσπάσει μέσα στο παλάτι.
ΧΟΡΟΣ
Σύ 'σαι κοντά στην πόρτα. Εσένα νοιάζει
Το βουητό που βγαίνει απ’ τό παλάτι.
Πες όμως, πες μου,τί κακό έχει γίνει;
ΦΑΙ  
Ο Ιππόλυτος,ο γιός της Αμαζόνας
Που αγαπάει τ’ άλογα, φώναζει
Και πράγματα φριχτά λέει στην τροφό μου.
ΧΟΡΟΣ
Ακούω το θόρυβο, αλλά τα λόγια,
Τι λένε δεν μπορώ να ξεχωρίσω.
Σε σε ήρθ’ η βουή-σε σέ-απ’ την πόρτα.
ΦΑΙ  
Της λέει πως σίγουρα είναι μαυλίστρα.
Και ότι το κρεββάτι έχει προδώσει
Του αφέντη της.
ΧΟΡΟΣ
                                    Ωχ βάσανα! Καλή μου Προδόθης. Τί να κάνω! Τα κρυμμένα
Γίνανε φανερά και πάς χαμένη.

ΦΑΙ
Αλλί μου! Αχ !Αχ!
ΧΟΡΟΣ
                                 Από δικόν προδόθης.

ΦΑΙ
Για το καλό τις συφορές μου είπα
Μα με κατάστρεψε. Και την αρρώστια
Χωρίς αυτήν καλά να τη γιατρέψει.
ΧΟΡΟΣ
Και τί λοιπόν θα κάνεις, που έχεις πάθει
Πράγματα τέτια που γιατρειά δεν παίρνουν;
ΦΑΙ
Δεν ξέρω παρά ένα: να πεθάνω,
Αμέσως κιόλας, η γιατρειά μου η μόνη
Είναι στα πάθη που με βρήκαν τώρα.
ΙΠΠ
Ω! Γη μητέρα και του Ηλιου αχτίδες!
 Τι λόγια που δε λέγονται έχω ακούσει!
ΤΡΟ
Σώπα παιδί μου πριν κανείς την έννοια
Νοιώσει αυτών που λες.
ΙΠΠ
                                        Για να σωπάσω
Δεν είναι αφού τέτοια έχω ακούσει.
ΤΡΟ
Κάνε το. Στο δεξί, σου σεξορκίζω
Τ’ ωραίο χέρι.
ΙΠΠ
Μακριά το χέρι από με.Τα ρούχα μη μ’ αγγίζεις.
ΤΡΟ  
Σού γονατίζω. Μη με καταστρέφεις.

ΙΠΠ
Γιατί, αφού λες ότι κακό δεν είπες;
ΤΡΟ  Δεν κάνει αυτός παιδάκι μου ο λόγος
Σ’ όλους να βγει .
ΙΠΠ
                                Όμως καλλίτερα είναι
Να λέμε σε πολλούς ό,τι καλό ’ναι .
ΤΡΟ  
Τους όρκους σου παιδί μου μην πατήσεις.
ΙΠΠ
Η γλώσσα ορκίστηκε. Ο νους μου όχι.
ΤΡΟ
Παιδί μου τί θα κάνεις; Τους δικούς σου
Τους φίλους θες εσύ να καταστρέψεις;
ΙΠΠ
Όχι. Αδικος κανείς δε μου είναι φίλος.
ΤΡΟ
Παιδάκι μου συχωρά. Φυσικό είναι
Να πέφτουν σ’ αμαρτίες οι ανθρώποι.
ΙΠΠ
Ω! Δία! Γιατί να φέρεις τα γυναίκες,
Το ύπουλο κακό μες στους ανθρώπους,
Να ζήσουν κάτω από το φως του ήλιου;
Αν ήθελες να σπείρεις τους ανθρώπους
Δε θάπρεπε οι γυναίκες να τους φτιάχνουν,
Αλλά οι θνητοί να τάζουν στους ναούς σου
Είτε χαλκό, ή σίδερο ή χρυσάφι
Ενα κομμάτι, και να παίρνουν σπέρμα
Παιδιού, κατά το τάξιμο καθένα,
Και την τιμή του. Και στα σπίτια μέσα
Ελεύθεροι από θηλυκά να ζούσαν.
(Τώρα ξοδεύουμε από τα λεφτά μας
Αν θέλουμε να μπάσουμε στο σπίτι
Το πρώτο απ’ τά κακά.) Κι ότι η γυναίκα
Είναι κακό, φαίνεται από τούτο:
Εκείνος που την έχει γεννημένα
Και που την έθρεψε, μακριά τη στέλνει
Και προίκα δίνοντας της από πάνου,
Απ’ τό κακό ζητώντας να γλιτώσει.
Ενώ αυτός όπου το φρούτο εκείνο
Τ’ ολέθριο στο σπίτι του θα βάλει,
Χαίρεται να φορτώνει με στολίδια
Το μάταιο το ξόανο που πήρε,
Και με φορέματα να τ’ ομορφαίνει
Σκοτώνεται, χάνοντας λίγο λίγο
Ο δύστυχος, τον πλούτο του σπιτιού του.
(Και πρέπει, αν με καλούς συμπεθεριάσει,
Για τη δική τους χάρη να υπομένει
Την πίκρα της γυναίκας. Κι αν γυναίκα
Καλή, μα πεθερούς ανάξιους έχει,
Καλό κακό μαζί να τα στριμώχνει.)
Και πιό καλά ειν’ όποιος έχει βάλει
Στο σπίτι του γυναίκα που άχρηστη είναι
Απ’ την απλοϊκότητα που έχει.
Την έξυπνη μισώ. Μην τύχει κι έρθει
Στο σπίτι μου γυναίκα που να είναι
Πιότερο μυαλωμενη από,τι πρέπει
Να ’ναι η γυναίκα. Γιατ’ η Αφροδίτη
Τα σχέδια τα καινούργια τα γεννάει
Στις ξύπνιες πιότερο. Η ανάξια όμως
Ανοησίες δεν κάνει γιατί έχει
Λίγο μυαλό. Κι έπρεπε οι γυναίκες
Να μην έχουν τροφούς, αλλά θηρία
Να κατοικούσαν άφωνα μαζί τους,
Ωστε να μη μπορούσαν να μιλάνε
Αυτές σε κάποιον, κι ούτε από κείνα
Να παίρνουνε αυτές καμιά κουβέντα.
Μα τώρα, έτσι κακές αυτές που είναι, Βρωμοδουλειές σκαρώνουν, κι οι τροφοί τους
Εξω τις βγάζουν. Οπως συ βρωμιάρα,
Που ’ρθες να φέρεις λόγια για το τίμιο
Κρεβάτι του πατέρα μου. Εγώ όμως
θα τα ξεπλύνω χύνοντας στ’ αυτιά μου
Τρεχάμενα νερά. Πώς μπορεί να ’μαι
Κακός εγώ, που νιώθω μολυσμένος
Μόνο αυτά που τ’ άκουσα;  Σε σώζει,
Ξέρε καλά γυναίκα, η ευσέβειά μου.
Αν στους θεούς δεν ήμουν ορκισμένος
Αυτά θα τάλεγα όλα στον πατέρα.
Τώρα θα φύγω απότοσπίτι όμως  
Όσο απ’ αυτό και ο Θησέας λείπει
Και θα σωπάσω. Και σα 'ρθει, μαζί του
Θα ’ρθω, να δω πώς θα τον αντικρύστε
Στο πρόσωπο, και συ και η κυρά σου-
Γιατί έχω από την ξεδιαντροπιά σου
Πάρει μια γεύση. Αντε να χαθείτε!
Το μίσος μου ποτέ δε θα χορτάσω
Για τις γυναίκες , ούτε κι όταν πούνε
Πως πάντα τους τα λέω. Κι αυτές πάντα
Είναι κακές. Ή ας διδάξει κάποιος
Γνώση λοιπόν σαυτές, ή ας μ’ αφήσουν
Κι εμένανε να τους τα ψέλνω πάντα.
Αχ,'οι κακότυχες των γυναικώνε,
Οι άμοιρες κλήρες! Τώρα με τι λόγια,
Που την επάθαμε,και με ποια τέχνη
θα λύσουμε του σκανδάλου τον κόμπο;
ΦΑΙ
Καλά να πάθω! Γη και ήλιε! Ωιμένα!
Πώς θ’ αποφύγω τούτηνε την τύχη;  
Πώς φίκες μου τη συφορά θα κρύψω;
Βοηθός απτούς θεούς ποιός θα μου έρθει
Και ποιός θνητός το μέρος μου θα πάρει
Ή σ’ άδικα έργα συνεργός θα γίνει;
Γιατί με τούτο δω το πάθημα μου
Δύσκολο τη ζωή να συνεχίσω.
Η πιό άτυχη εγώ απτις γυναίκες!..
ΧΟΡΟΣ
Ωιμένα! Ωιμένα!Τέλειωσε και πάει.
Της δούλας σου τα σχέδια δεν πετύχαν
Και τώρα ολ’ άσχημα είναι κυρά μου.
ΦΑΙ  
Αχρεία γυναίκα! Συφορά στους φίλους.
Τι μου ’κανες; Είθε ο γεννήτορας μου
Ερριζα-ο Διας-να σε κατακάψει.
Προβλέποντας πού θα με οδηγήσει
Αυτή η λογική σου, δε σου είπα
Γι αυτά που τη ντροπή τώρα μου φέρνουν
Να μη μίλησεις; Αλλά πού ν’ αντέξεις...
Και τώρα γω πεθαίνω ατιμασμένη.
Μα νέα σχέδια τώρα έχω ανάγκη.
Γιατί αυτός, με σκέψη ξαναμμένη
Απ’ τό θυμό του, από δικό σου σφάλμα,
θα πει για το δικό μου στο Θησέα,
θα πει για όλα στο γερο-ΙΙιτθέα,
Κι όλη τη γη με λόγια θα γεμίσει
Αισχρότατα.    Καταραμένη να ’σαι
Και συ, και όποιος άλλος θα θελήσει
Τις ατιμίες των φίλων να διορθώσει
Χωρίς αυτοί να θέλουνε.
ΤΡΟ
                                       Κυρά μου,
Το σφάλμα μου να κατακρίνεις δίκιο ,
Γιατί στραβαπ-τον άό^-πού*^ κρίνεις.
Αλλαν δεχτείς κι εγώ θα σαπαντήσω.
Σανάθρεψα και σουμαφοσιωμένη.
Ζήτησα φάρμακο για τη γιατρειά σου
Αλλα δε βρήκα κείνο που ποθούσα.
Αλλάν πετύχαινα σοφή θα ήμουν-
Γιατ’ είμαστε ή όχι μυαλωμενοι
Αν έχουμε ή ατυχία ή τύχη.
ΦΑΙ
Και δίκαια κι αλήθεια μου ταιριάζει
Ναφήνω να μιλάν όσοι με βλάψαν!
ΤΡΟ
Πολλά μιλάμε. Αογική δεν ήμουν.
Αλλά και τώρα υπάρχει σωτηρία.
ΦΑΙ
Πάψε τα λδγια.Ούτε οι προτροπές σου
Οι πριν ήταν καλές, αλλά και δσα
Προσπάθησες μετά, κακά κι εκείνα.
Φύγε και φρόντιζε τον εαυτδ σου,
Κι εγώ καλά θα φτιάξω τα δικά μου.
Και της Τροιζήνας ευγενείς σεις κδρες
Καν ε ταυ τδ που σας ζητώ το λίγο:
Για όσα δω ακούσατε, σωπάστε.
ΧΟΡΟΣ
Στην Αρτεμη. τη σοβαρή την κδρη
Του Δία, ορκίζομαι , απτά κακά σου,
Ποτέ στο φως κανένα να μη δείξω.
ΦΑΙ  
Καλά το είπατε.Εγώ μον' ένα
Βρήκα καλό απ’ όσα είχα ’ξετάσει.
Που από τη συφορά μου θα με βγάλει
Δίνοντας τίμια ζήση στα παίδια μου,
Και με στο πέσιμο μου θα ωφελήσει.
Γιατί τα Κρητικά ποτέ μου σπίτια
Δε θα ντροπιάσω,ούτε στου Θησέα
Δε θα φανώ όσο εγώ μπροστά τα μάτια
Μετά από τις αισχρές μου αυτές τις πράξεις
ΧΟΡΟΣ
Κάποιο κακό έχεις σκοπό να κάνεις
Που γιατρειά δεν έχει;
ΦΑΙ    
                                           Να πεθάνω.
Το πώς, γι αυτό εγώ θαποφασίσω.
ΧΟΡΟΣ
Μη βγάζεις απ’ τό στόμα τέτοια λόγια.
ΦΑΙ
Και μένα συ καλά να συμβουλεύεις.
Εγώ,την Κύπρη που με καταστρέφει
θα την ευχαριστήσω αυτή τη μέρα
Οπου απ’ τή ζωή θα μ’ απαλλάζει.
Γιατί ο πικρός θα με νικήσει Ερως.
Όμως πεθαίνοντας κακό και σάλλον
θα κάνω,για να μάθει να μην είναι
Για τα δικά μου πάθια καυχησιάρης.
Σα μοιραστεί ετούτο το κακό μου,
Θα μάθει τότε λογικός να είναι.
ΧΟΡΟΣ       
Σάμετρα ψηλούς  
Εγκρεμούς να ήμουν
Κι ο θεός πουλί  
Να με είχε κάαει
Στα κοπαδιαστά
Που αντάμα πλήθος
Πέτονται πουλιά,
Και να υψωνόμουν
Σειώντας τα φτερά
Πάνω από το κύμα   
Της Αδριατικής         
Παραλίας, και πάνω      
Απ’ τού Ηριδανού      
Το νερό-εκεί ό,που    
Οι δύστυχες θρηνούν  
Του Ηλίου οι κόρες
Για το Φαέθοντα
Και τα δάκρυα τους  
Οπως φεγγερές
Και κεχριμπαρένιες
 Λάμψεις,στο σγουρό
Στάζουνε το κύαα.
Και στων Εσπερίδων
Των μελωδικών
Νάφτανα την άκρια
Τη μηλοσπαρτή,
'Κει που ο ποντοαφέντης
Της τρικυμιστης
θάλασσας τα μάκρη
Για τους ναύτες κλει
Κι όπου σμίγει τ’ άγια   
Τ’άκρα τ’ ουρανού      
Που κρατεί ο Ατλας,
Κι αμβροσίας πηγές
Μες στου Δία ξεχιούνται
Το παλάτι εκεί,
Πλάϊ σε κάθε κλίνη
Οπου των θεών
Την ευδαιμονία
Η παν ιερή
Καο πλουτοδωρήτρα
Μεγαλώνει γη.
Κρητικό καράβι
Ασπροφτερωτό
Που απτό κύμα μέσα
Το θαλασσινό-,
Ταρμυροδαρμένο,
Τη βασίλισσα μου
Πέρασες εδώ
Απτό ευτυχισμένο
Το παλάτι της
Για να κάνει γάμους
Δύστυχους πολύ!
Η κι από τις δύο
Η' απτήν Κρητική
Γη,μαζί της τ|ρθε
Στην ονομαστή
Πόλη της Αθήνας
Η κακοτυχιά,
Σα στης Μουνυχίας
Τις ακτές,στεριά
 Επατήσαν, κι έξω
Τ’ άκρια των πλεχτών
Δεσανε  των κάβων.
Για το λόγο αυτόν
Μιαν η Αφροδίτη
Εστειλε σ’ αυτήν
Ανομων  ερώτων
Φοβερή αρρωστιά
Κι   έχει  το μυαλό  της
Τσακιστεί  απ’ αυτήν.
Κι   όλη   βουτηγμένη
Μες στη  συφορά
Κρεμαστή απ’ τή  στέγη
Νυφική  θηλεια
Στον λαιμό  θα σφίξει
Γύρω τον λευκό.
Και τη μισητή της
Τύχη έχει ντραπεί
Κι ένα προτιμάει
Ονομα καλό,
Μα και  ν’ αποδιώξει
Από το μυαλό
Του έρωτα τον πόνο.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Γ΄
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Αλί! Αλί! Φωναχτέ! Η κυρά μας!  
Τρέξτε όσοι κοντά είστε στο παλάτι!
Κρεμαστή του Θησέα η γυναίκα…

ΧΟΡΟΣ
Αχ! Αχ! Τελείωσε. Πιά δεν υπάρχει.
Κρεμάστηκε η βασίλισσα όπως λένε
Από θηλιά που λάμνει στον αέρα.
ΥΠΗ
Βιαστελιτε! Φέρτε δίκοπο μαχαίρι
Να κόψουμε το βρόχο απ’ τό λαιμό της.
ΧΟΡΟΣ
Τί να κάνουμε λέτε φιλενάδες;
Να περάσουμε μέσα στο παλάτι
Και να λύσουμε τη βασίλισσά μας
Απτά βρόχια που η ίδια έχει σφίξει;
Ομως τί; Δεν υπάρχουνε κει μέσα
Νεαροί υπηρέτες; Μες στη ζήση
Κίνδυνο έχεις με πολλά σα μπλέκεις.
ΥΠΗ
Το δόλιο της κορμί ξαπλώστε ίσα.
Νοικοκυρά πιστή ταφεντικού μου!
ΧΟΡΟΣ
Οπως ακούω παει η κακομοίρα.
Γιατί όπως νεκρούς την ταχτοποιούνε.
ΘΗΣΕΑΣ
Γυναίκες τ’ ειν’ αυτή η βοή στα σπίτια;
Ξέρετε; Γιατί έφτασε στ’ αυτιά μου
Μεγάλος θόρυβος από υπηρέτες.
Σωστό δεν το ’χει κρίνει το παλάτι
Τις πόρτες του ν’ ανοίξει και με λόγια
Να με δεχτεί χαρούμενα ως ταιριάζει
Σ’ έναν προσκυνητή;  Μη του Πιτθέα
Τα γηρατειά μας φτιάξαν κάτι νέο!
Βέβαια στα χρόνια είναι προχωρημένος
Θα νιώθαμε όμως λύπη μολοντούτο
Αν τόνε χάνανε τα σπίτια ετούτα.
ΧΟΡΟΣ
Δεν ήρθε η δυστυχία σου από γέρους,
Θάνατος νιων Θησέα θα σε πονέσει.
ΘΗΣ
Αλλί μου! Χάθη των παιδιών μου η ζήση;
 ΧΟΡΟΣ
Ζουν. ’Χαθη η μάνα για βαριά σου πίκρα.
ΘΗΣ
Τι λες; ’Χάθη η γυναίκα μου; κι η αιτία;
ΧΟΡΟΣ
Από θηλειά εκρεμάστη μοναχή της.
ΘΗΣ
Θόλωσε ο νους της από στενοχώρια
Η' από συφορά καμιά;
ΧΟΡΟΣ
                                         Μονάχα
Τούτο Θησέα ξέρω. Γιατί  τώρα
Μόλις κι  εγώ εφτασα στο  παλάτι  
Τα πάθη  τα δικά σου να θρηνήσω.
ΘΗΣ
Αλί μου! Τί λοιπόν στεφανωμένος
Με τα πλεχτά ετούτα είμαι φύλλα
Προσκυνητής εγώ δυστυχισμένος;
Τις πόρτες υπηρέτες ξεκλειδώστε
Τους συρτές λευτερλωστε απ’ τούς αρμούς τους Ν’ αντικρύσω τη δύστυχη γυναίκα
Που και μένα επέθανε ο χαμός της.
ΧΟΡΟΣ
Δύστυχη αλί! Οι μαύροι οι καημοί σου!
Εκανες κι έπαθες τέτοια, που έχεις
Τα σπίτια τούτα φέρει άνω κάτω.
Τί τόλμη ωϊμέ!  Τι θάνατος βιασμένος!
Τι άθλο με το ίδιο σου το χέρι
Για κάποιο πάθος έκανες ανόσιο!
Ποιος, μαύρη, τη ζωή σου έχει αφανίσει;..
ΘΗΣ
Αλίμονό μου.' Οι πόνοι οι δικοί μου!
Την πιο μεγάλη συφορά έχω πάθει.
Ω! Πόλη! Τι βαριά που και σε μένα
Και στο παλάτι, τύχη, έχεις πέσει-
 Οργή κάποιου αναπάντεχου δαιμόνου.
Αφανισμός, που μου ’χει κάνει αλήθεια
Αβίωτο το βίο. Και βλέπω τέτοιο
Πέλαγο ο δλυστυχος παθών μεγάλων
Που μήτε πλέοντάς το δεν περνιέται.
Ούτε αυτής της συφοράς το κύμα
Μπορώ να το διαβώ. Και λόγο ποιόνε
Ο δύστυχος να πω εγώ γυναίκα-
Ποιόν που ν’ αρμόζει στην πικρή σου μοίρα;
Σαν το πουλί μου χάθης απ’ τό χέρι.
Μ’ ορμή και βιάση μούφυγες στον Αδη.
Αλί μου! Δόλια, δόλια αυτά τα πάθη.
Από προγόνων κάποιες αμαρτίες
Σηκώνω πάνω μου αυτή τη μοίοα
Δαιμόνων που από μακριά ’χουν έρθει.
ΧΟΡΟΣ
Δεν ήρθαν βασιλιά σε σένα μόνο
Ετούτα τα κακά. Και πολλοί άλλοι
Το άξιο του τος ταίρι έχουν χάσει.
ΘΗΣ
Στου κάτω κόσμου θέλω τη μαυρίλα
Να πάω ο δόλιο-κάτω,στα σκοτάδια,
Αφού ’χω χάσει τη γλυκειά σου αγάπη.
Πιότερο σκότωσες, παρά εχάθης.
Πούθε θα μάθω του θανάτου η μοίρα
Πώς στην καρδιά σου έχει μπει γυναίκα;
Θα πει κανείς πώς έγινε, ή μάταια
Δούλων μου πλήθος σκέπει το παλάτι;
Αλλίμονό μου εμένα! Από σένα
Καημό είδανε τέτοιον τα παλάτια
Που ούτε λέγεται ούτε βαστιέται.
Αλλά χαμένος είμαι. Ερμο σπίτι,
Και τα παιδιά μου ειν’ ορφανεμένα.
ΧΟΡΟΣ
Εφυγες! Εφυγες αγαπημένη
Και  πιό καλλίτερη απτις γυναίκες,
Οσες το φως  του ήλιου, και  της νύχτας
Της αστρόφεγγης βλέπει η σελήνη.
Δύστυχε, Τί κακό σούβρε το σπίτι!
Τα δάκρυα μου για τη δική σου τύχη
Κλαίνε και μου θαμπώνουνε τα μάτια.
Αλλά,για το κακό ανατριχιάζω
Αυτό που ’ναι να ’ρθεί.
ΘΗΣ
                                          Μπα μπα, τι να ’ναι
Το γράμμα ταχα αυτό από το χέρι
Που κρέμεται το αγαπητό! Τι νέο
Θέλει να πει; Αλλά, για την παντρειά μου
Και τα παιδιά, η δύστυχη, θα γράφει,
Παρακαλώντας. Μη φοβάσαι δόλια
Γιατί και στο κρεβάτι και στο σπίτι
δε θα ’μπει του Θησέα άλλη γυναίκα.
Και βέβαια, το σημάδι από τον κρίκο
Της πεθαμένης, τον χρυσοδεμένο
Τα μάτια μου τραβάει. Ας ξετυλίξω
Το περιτύλιγμα που ’χει η σφραγίδα
Να δω τι θέλει να μου πει το γράμμα.
ΧΟΡΟΣ
Αχ! Αχ! Κακά ο θεός καινούργια πάλι
Στέλνει μετά από τ’ άλλα. Όμως εμένα
Βίος αβίωτος θα ’ταν η τύχη
Μετά από τούτο που ’γινε αν ζήσω.
Γιατί άφαντο, χαμένο πια λογιάζω
Αλίμονο-του αφέντη μου το σπίτι,
Θεέ μου,αν θες το σπίτι μη χαλάσεις!
Εισάκουσε μου την παράκληση μου.
Γιατί,σα μάντης νάμουνα, προβλέπω
Κι άλλο κακό να έρχεται.
ΘΗΣ
                                             Ωϊμένα!
Απάνου στο κακό μου άλλο κακό ’ρθε  
Που δεν μπορεί κανείς να το βαστάξει
Ή να το πει. Ω! Δύστυχος που είμαι!
ΧΟΡΟΣ
Τί πράγμα;  Πες το και σε με αν πρέπει.
 ΘΗΣ
Φωνάει δυνατά το γράμμα ετούτο.
Φωνάει εκδίκηση φριχτή ζητώντας.
Πώς να ξεφύγω απ’ τών κακών το βάρος!
Πάει! Καταστράφηκα! Είμαι χαμένος!
Τί είδα-τι-μέσα στο γράμμα τούτο
Ο δύστυχος! Μιλάει αυτό το γράμμα...
ΧΟΡΟΣ
Αχ! Βγάζεις λόγια που κακά οδηγούνε.
ΘΗΣ
Το δυσκολόειπωτο κακό ετούτο
Τ’ ολέθριο, μες στου στόματος τις πύλες
Δε θα κρατήσω. Αλλίμονο! Ω πόληί!
Ο Ιππόλυτος ετόλμησε να βιάσει
Την κλίνη τη δική μου, δίχως τ’ άγιο
Το μάτι να ευλαβηθεί του Δια.
Αλλά, ω συ, πατέρα Ποσειδώνα
Που τρεις ευχές κάποτε μου υποσχέθης,
Με μια απ’ αυτές ξεπάστρεψε το γιό μου
Και την ημέρα αυτή ας μην ξεφύγει
Αληθινές αν είναι οι ευχές σου.
ΧΟΡΟΣ
Βασιλιά, για τους θεούς! Την κατάρα
Πίσω πάρτηνε. Ακου αυτό που λέω.
Αργότερα θα δεις πως κάνεις λάθος.
ΘΗΣ
Αδύνατο. Κ ι ακόμα θα τον διώξω
Από τη γην αυτή, και μια απ’ τις δύο
Μοίρες θα τόνε βρει. Ή ο Ποσειδώνας
Τιμώντας τις ευχές που μούχει δώσει
Θα τον σκοτώσει και θα τόνε στείλει
Στου Αδη τα παλάτια,ή θα πλανιέται
Από τη χώρα εξόριστος ετούτη
Και σ’ άλλη γη άθλια ζωή θα σέρνει.
ΧΟΡΟΣ
Μα νάτος ο Ιππόλυτος ο γιος σου
Πάνω στην ώρα. Ομως βασιλιά μου
Παράτα τον κακό θυμό, και σκέψου
Το πιο καλλίτερο στο σπιτικό σου.
ΙΠΠ
Ακουσα τη φωνή σου, και, πατέρα,
 Γρήγορα ήρθα. Ομως την αιτία
Δεν ξέρω που σε κάνει να στενάζεις
Και θάθελα να μάθω από σένα.
Μα τι συμβαίνει; Γιατί τη γυναίκα
Νεκρή πατέρα βλέπω τη δική σου;
Αυτό αλήθεια με καταταράζει.
Τώρα την άφησα. Πριν από λίγο.
Και ανοιχτά τα μάτια τότε τα ’χε
Και έβλεπε μ’ αυτά το φως της μέρας.
Τί έγινε; Πώς πέθανε πατέρα;
Ρωτάω κι από σε θέλω να μάθω.
Σωπαίνεις; Αλλά μες στις συφορές μας
Δεν ωφελεί η σιωπή. Γιατί η καρδιά μας
Που κάθε τι ποθεί να το μαθαίνει
Είναι περίεργη και μες στα πάθη.
Σωστό δεν είναι όμως απ’ τούς φίλους-
Και κάτι παραπάνω από φίλους-
Κρυφούς πατέρα να ’χεις τους καημούς σου.
ΘΗΣ
Ω! Ανθρωποι  πολύμοχθοι, του κάκου,
Τί κι αν διδάσκετε χιλιάδες τέχνες
Και όλα ψάχνετε για να τα βρείτε
Κι όλα τα σοφιζόσαστε, μα ένα
Ούτε το ξέρετε ακόμα, ούτε
Γι αυτό εψάζατε:Το πως τη γνώση
Σε όσους νου δεν έχουν να διδάξτε.
ΙΠΠ
Ζητάς δάσκαλο μέγα, που με βία
Σ’ όσους μυαλό δεν έχουν, θα μπορούσε
Γνώση να βάλει. Ομως δεν ειν’ ώρα
Με τετοιες λεπτομέρειες ν’ ασχολείσαι.
Κι έχω το φόβο μήπως παρατρέχει
Πατέρα η γλώσσα, από τις συφορές σου.
ΘΗΣ
Αχ! Επρεπε οι άνθρωποι να έχουν
Ξεκάθαρο σημάδι για τους φίλους.
Και ποιός αληθινός τους είναι φίλος
Να ξεχωρίζουνε,και ποιος δεν είναι.
Και δυό λαλιές νάχουν οι άνθρωποι όλοι,
Δίκια τη μια, την άλλη όπως λάχει,
Ωστε η δίκαια να ξεμπροστιάζει
Αυτήν που άδικες σκέψεις θα ’χει εντός της.
Κι έτσι κανένας δε θα μας γελούσε.
ΙΠΠ
Μη κάποιος σου ’χει βάλει από τους φίλους
Λογία για με; Τότε χωρίς αιτία
Κι οι δύο υποφέρουμε. Τά ’χω χαμένα.
Ναι, απτά λόγια σου τάχω χαμένα,
Που σε αλλιώτικους πλανιούνται χώρους  
Εξω πολύ απ’ τούς συνηθισμένους.
ΘΗΣ
Ως πού θα πάει-αλί- ο νους τανθρώπου…
Πού η τόλμη και το θράσος του θα φτάσουν;
Γιατί αν με κάθε μια γενιά τ’ ανθρώπου
Φουσκώνουν κι ο κατοπινός τον πρώτο
Τον ξεπερνάει στην παλιανθρωπιά του,
Τότε θα χρειαστεί γη κι άλλη μία
Να βάλουν οι θεοί στη γη ετούτη,
Που να χωρέσει όσους γεννηθήκαν
Κακοί και άδικοι. Και, δέστε αυτόνε,
Που αν και γεννημένος από μένα
Μα έχει το κρεββάτι μου ντροπιάσει
Και που ξεκάθαρα ελεεινός πως είναι
Αυτή που ’χει πεθάνει φανερώνει.
Κι αφού με μόλυνες μόνο που ήρθες,
Ελα και στον πατέρα σου αντίκρυ
Και κοίτα με στα μάτια. Σύ παρέες
Με τους θεούς δεν κάνεις σα να είσαι
Ανθρωπος ξέχωρος από τους άλλους;
Και γνωστικός, κι αγνός από κακίες;
Δε θα με πείθανε οι κομπασμοί σου
Πως ειν’ ανόητοι οι θεοί, και ούτε
Απλοϊκοί πως είναι θα νομίσω.
Περηφανεύου τώρα και ξεγέλα
Με φυτικές τροφές. Και γι αρχηγό σου
Έχοντας τον Ορφέα, του αέρα τίμα
Τα λόγια τα πολλά που οι πάπυροι έχουν,
Αφού επιάστηκες.Εγώ τους τέτοιους
Σε όλους λέω να τους αποφεύγουν.
Γιατί μ’ όμορφα λόγια παγιδεύουν,
Ενώ αδιάντροποι είναι οι σκοποί τους.
Αυτή επέθανε. Αυτό νομίζεις
Πως θα σε σώσει; Ελεεινέ! Με τούτο
Πιότερο πιάνεσαι. Γιατί ποια λόγια-
Ποιοί θα μπορούσαν όρκοι απ’ αυτήνε
Να ’ναι ανώτεροι, ώστε να ξεφύγεις;
Θα πεις πως σε μισούσε αυτή και ότι
Τους νόθους φυσικό είναι οι γνήσιοι
Να τους εχθρεύονται; Λοιπόν πώς ήταν
Εμπορος λες κακός για τη ζωή  της,
Αν έχασε για τη δική σου έχθρα
Οτ’ είχε πιο ακριβό; Ή πως οι άντρες
Βρωμοδουλειές δεν έχουν στο μυαλό τους
Μα είναι φυσικές για τις γυναίκες;
Ξέρω εγώ νέους διόλου που δεν είναι
Πιο σίγουροι απ’ τις γυναίκες, όταν  
Τον έφηβό τους νου ταράξει η Κύπρη.
Κι απόκοντα κι η αρσενικότητά τους
Τους ευνοεί. Αλλά, γιατί στα λόγια
Τώρα σου παραβγαίνω, αφού έχω
Μάρτυρα αδιάψευστο την πεθαμένη!
Φύγε απ’ τη χώρα εξόριστος αυτήνε
Αμέσως τώρα. Κι ούτε στην Αθήνα
Να πας, τη θεόχτιστη την πολιτεία,
Ούτε ως εκεί που εγώ εξουσιάζω.
Γιατί εάν, ενώ αυτά έχω πάθει
Αδυνατότερος φανώ από σένα,
Ποτέ ο Ισθμιος δε θα πει ο Σίνης  
Οτι τον σκότωσα, αλλά ματαίως
Οτι καυχιέμαι. Ούτε οι συντρόφοι
Του πελάγου, οι Σκιρωνίδες Πέτρες
θα πούνε οι κακοί πως με φοβούνται.
  ΧΟΡΟΣ
Δεν ξέρω πώς απ’ τούς ανθρώπους κάποιον
Να πω πως ευτυχεί. Γιατί όπως βλέπω
Αλλιώς τα πρώτα έχουνε γυρίσει.
ΙΠΠ
Πατέρα ο θυμός κι η ταραχή σου
Είναι μεγάλες. Αλλ’ αυτό το πράγμα
Αν και ταιριάζει με ωραία λόγια
Καλό δεν είναι αν το καλοξετάσεις.
Κι εγώ, γιά να μιλώ μπροστά στον κόσμο,
Αδέξιος είμαι. Μα όταν είναι λίγοι
 Και συνομίληκοί μου, είμαι πιο άξιος.
Είναι και τούτο κάτι. Γιατί όσοι
Μπρος στους σοφούς καθόλου δεν αξίζουν,
Ελκυστικότερα μιλαν στον κόσμο.
Είναι ανάγκη όμως, μια που ήρθε
Η συφορά,τη γλώσσα μου να λύσω.
Κι αρχή θα κάνω πρώτα να μιλάω
Από όπου έμμεσα μ’ έχεις χτυπήσει
Με την ιδέα πως θα με τσακίσεις
Χωρίς εγώ να σου αντιμιλήσω.
Βλέπεις το φως κι αυτή τη γη; Σε τούτα,
Αντρας δεν εγεννήθη, κι ας τ’ αρνιέσαι,
Πιό φρόνιμός μου. Γιατί ξέρω πρώτα
Να σεβομαι τους θεούς, και φίλους να ’χω
Αυτούς που απέχουν κι απ’ την αδικία,
Αλλά ντροπή και να μιλάνε το ’χουν
Για το κακό, ή αυτοί αισχρά να κάνουν
Σ’ όσους σ’ αυτο είναι συνηθισμένοι.
Και τους συντρόφους μου δεν τους εμπαίζω,
Αλλά, ίδια είμαι φίλος τους πατέρα
Είτε αυτοί , μπροστά είναι, είτε όχι.
Και για ό,τι συ τώρα πως μ’ έχεις πιάσει
Νομίζεις, απ’ αυτό τέλεια είμ’ αθώος
Γιατί από γυναίκα το κορμί μου
Αγνό ειν’ ως τα σήμερα. Και ούτε
Ξέρω την πράξη αυτή παρά από λόγια
Που ακούω, ή από ζωγραφιές που βλέπω.
Μα προθυμία δε δείχνω ούτε κι έτσι
Να τα προσέξω, επειδή η ψυχή μου
Παρθένα είναι. Ίσως δε σε πείθει
Η φρονιμάδα μου. Λοιπόν θα πρέπει
Πώς έγινε και χάλασα να δείξεις.
Τί απ’ τά δυό; Το πιο όμορφο το σώμα
Είχε αυτή απ’ όλες τις γυναίκες,
Ή μήπως έλπισα ότι αν πάρω
Γυναίκα που θα σε κληρονομήσει
Στα σπίτια σου αφέντης θα γινόμουν;
Θάμουνα βλάκας κι άμυαλος τελείως.
Ή μη στους γνωστικούς αρέσει να άρχουν;
Καθόλου. Εκτός αν πήρε το μυαλό του
Ο πόθος, κανενός, άρχοντας να ’ναι.
Εγώ την πρώτη θέση θέλω να ’χω
Σ’ ελληνικούς αγώνες .Κι όντας πάντα
Φίλος με τους καλλίτερους, μαζί τους
Στην πόλη δεύτερος να ευτυχίζω.
Γιατί ούτε μένω άπραγος. Και γλύκα
Πιότερη δίνει  η έλλειψη κινδύνων
Από τ’ αρχηγηλίκι. Ένα μόνο
Δεν είπα απ’ τα δικά μου. Τ’ άλλα τα ’χεις.
Γιατί αν μάρτυρας ένας μου ήταν
Οπως εγώ, και ζωντανή αυτή ήταν
Κι εγώ κρινόμουνα, οι κακοί ποιοι είναι
Ξετάζοντας θα το ’βλεπες με έργα.
Μα τώρα στον προστάτη του Ορκου Δία,
Ορκο σου παίρνω, και στης γης το χώμα
Οτι ποτέ δε σ’ άγγιζα την κλίνη.
Κι ούτε να το θελήσω θα μπορούσα,
Ούτε να το σκεφτώ. Κακός αν είμαι,
Αγνωστος να χαθώ κι ατιμασμένος.
Χωρίς πατρίδα να γυρνώ και σπίτι,
Εξόριστος, και ούτε η γη, ουτ’ ο Πόντος
Να μου δεχτούν τις σάρκες σαν πεθάνω.
Και αν αυτή έχασε τη ζωή της
Για κάποιο φόβο, δεν μπορώ να ξέρω.
Δε μου επιτρέπεται να πω πιο πέρα.
Αν και δε μπόρηγε φρόνιμη να ’ναι,
Φρόνιμη δείχτηκε. Εγώ απ’ την άλλη
Δεν το ’δειξα καλά, κι ας το μπορούσα.
ΧΟΡΟΣ
Αυτά που είπες. την κατηγορία
Τη διώχνουν για καλά. Κι έδωσες όρκους
Στους θεούς, που είναι εγγύηση μεγάλη.
ΘΗΣ Λοιπόν αυτός δεν είναι τάχα μάγος-
Δεν είναι γητευτής, που ’χε ι πιστέψει
Πως τον πατέρα του που ’χει ατιμάσει
Με λόγια ψύχραιμα θα κατάφερει;
ΙΠΠ
Όχι πατέρα. Κι απορώ με σένα.
Γιατί εγώ πατέρας σου αν ήμουν
Κι  εσύ παιδί  μου, όχι  εξορία,
Μα θάνατος  θα ήταν η ποινή  σου,
Αν  τη  δίκη  μου ενόμιζα γυναίκα
Πως  άγγιξες.
ΘΗΣ          
                          Ω! Τί ωραία που τα ’πες!
Μ’ αυτόν το νόμο που έβαλες ο ίδιος
Στον εαυτό σου, έτσι, δε θα πεθάνεις.
Γιατί ο γρήγορος θάνατος είναι
Πολύ λαφρύς για κάποιον άνθρωπο άθλιο.  
Αλλά εξόριστος απτην πατρίδα
Σε ξένη γη με κόπους θα πλανιέσαι
Και μία δύσκολη ζωή θα σέρνεις.
Αυτή ειν’ η πληρωμή του άσεβου άντρα.
ΙΠΠ
Αλλίμονό μου! Τί θα κάνεις; Ούτε
Για μάρτυρά μου θα δεχτείς το χρόνο
Αλλά με διώχνεις έτσι από τη χωρα;
ΘΗΣ
Πιο πέρα κι απ’ τον Πόντο. Κι αν μπορούσα
Πιο πέρα κι απτού Ατλαντα τις άκρες.
Ετσι πολύ μισώ την ύπαρξη σου.
ΙΠΠ
Και ούτε απόδειξη, και ούτε όρκο.
Ούτε τι λεν οι μάντεις θα ξετασεις;
Με διώχνεις έτσι άκριτα απ’ τη χώρα;
ΘΗΣ
Αυτό το γράμμα που μαντείες δεν κλείνει
Για σένα βάσιμη είναι κατηγόρια.
Ως για τα όρνια που ψηλά πετάνε,
Αυτά καθόλου δεν τα λογαριάζω.
ΙΠΠ
Ω! Θεοί! Γιατί το στόμα δεν ανοίγω
Εγώ που χάνομαι από σας που σέβω;
Μα όχι. Ετσι κι αλλιώς δε θα ’πειθα όποιους
Να πείσω πρέπει. Και τους όρκους μάταια
Που ορκισμένους έχω, θα πατούσα.
ΘΗΣ
Η αγνότη σου-αλλί μου-με πεθαίνει,.
Φύγε απ’ τή γη την πατρική αμέσως.
 ΙΠΠ
Πού ο δόλιος να στραφώ; Σε ποιανού φίλου
Θα μπω το σπίτι αφού έχω μ’ αυτήνε
Διωχτεί την κατηγόρια;
ΘΗΣ                           Σ’ όποιου αρέσει
Για φίλους και κακοήθεις συγκατοίκους-
Κείνους που ατιμάζουν τις γυναίκες
 Στο σπίτι του να φέρνει.
ΙΠΠ    
                                              Αχ! Ετούτο
Κεντάει την καρδιά και δάκρυα φέρνει:
Εγώ κακός να φαίνομαι μονάχα
Και συ γι αλήθεια αυτό να το νομίζεις.
ΘΗΣ
Τότε θα έπρεπε να ’χεις το νου σου
Και βάρος στην ψυχή σου να ’χες όταν
Το ταίρι του πατέρα σου ετολμούσες
Να το προσβάλεις.
ΙΠΠ    
                                   Ω! Μακάρι,σπίτια,
Φωνή να βγάζατε, να μαρτυρήστε
Κακός αν είμαι άνθρωπος.
ΘΗΣ                                      Σοφία
Δείχνει, σε μάρτυρες να καταφεύγεις
Που να μιλήσουν δεΝ μπορούν. Μα η πράξη
Αυτή σου, αν και βουβή, κακόν σε λέει.
ΙΠΠ
Αχ! Να ’ταν να ’βλεπα τον εαυτό μου
Απέναντι από μένα να στεκόταν
Να ’κλαιγα για τα πάθη που υποφέρω.
ΘΗΣ
Στον εαυτό σου πιό πολύ έχεις μάθει
Τιμές να δίνεις, δίκαιος καθώς είσαι,
Παρά να δείχνεις σέβας στους γονείς σου.
ΙΠΠ
Ω: Τρισδυστυχισμένη μου μητέρα!
Ω γέννα μου πικρή! Κανένας νόθος
Απ’ τούς αγαπημένους μου ας μην είναι.
ΘΗΣ
Λοιπόν πάρτε τον δούλοι. Δεν ακούτε-
Το ’πα και πριν ότι τον εξορίζω;
ΙΠΠ
Οποιος μ’ αγγίξει απ’ αυτούς, θα κλάψει.
Διώξε με συ ο ίδιος απ’ τή χώρα
Αν ειν’ αυτή σου η επιθυμία.
ΘΗΣ
Αυτό θα κάνω αν δεν υπακούσεις
Στα λόγια μου. Γιατί καμμιά συμπόνια
Δε νιώθω η φυγή σου να μου φέρνει.
ΙΠΠ
Αχ! Οπως φαίνεται τελειώσαν όλα.
Ο δύστυχος εγω! Που ενώ τα ξέρω
Αλλά πώς να τα πω αυτά δεν ξέρω.
Ω! Κόρη της Λητώς! Η πιο ακριβή μου
Απ’ τούς θεούς. Σύντροφε στο κυνήγι.
Φεύγω απ’ την ένδοξη λοιπόν Αθήνα.
Ας είναι. Χαίρε ω! του Ερεχθέα
Πόλη και γη. Ω! κάμπε της Τροιζήνας
Που ’χεις πολλά αγαθά ώστε τα νιάτα
Ωραία να περνάν, σε χαιρετάω
Γιατί σε βλέπω για στερνή φορά μου.
Νέοι συνομίληκοι της γης ετούτης
Εμπρός! Κατευοδώστε με απ’ τή χώρα:
Και χαιρετήστε με. Γιατί άλλον άντρα
Πιό φρόνιμον ποτέ σας δε θα δείτε.
Κι ας έχει άλλη γνώμη ο πατέρας.
ΧΟΡΟΣ
Σα θα μούρθει αλήθεια
Και σκεφτώ των θεών
Τη φροντίδα, αγάλλια
Φεύγει μακριά
Η πολλή μου η λύπη.
Μα ενώ κρυφή
Εχω εντός μου ελπίδα
Οτι προνοούν,
Τηνε χάνω όταν
Ρίξω μια ματιά
Στα έργα και τις τύχες
Μέσα των θνητών.
Κι ως απτούς θεούς
Ζήτησα, ας ήταν
Να μου δώσει αυτά
Η μοίρα: Καλή τύχη
Και να έχω βιός.
Και από μαράζι
Λεύτερη καρδιά.
Κι είθε να φωληάζει
Στο μυαλό μου εντός
Μήτε ακριβολόγα
Γνώμη, μήτε που
Στα τυφλά να πέφτει.
Και να έχω εγώ
Εύκολα τα ήθη,
Και ναλλάζω ζωή
Πάντα, από τη μία
Ως την άλλη αυγή.
Και ευτυχισμένη
Να καλοπερνώ.
Γιατί πια δεν έχω
Καθαρόν το νου
Κι ειν’ ανέλπιδα όσα
Γύρω μου θωρώ,
Αφού της Ελλάδας
Το πιό λαμπερό
Μεσα στην Αθήνα,
Άστρο, το ’χω δει-
Τόχω δει προς άλλα
Μέρη να τραβάει
Από του πατέρα
Τον βαρύ θυμό.
Ω! Εσύ του ντόπιου
Του γιαλού αμμουδιά!
Και ω! Λόγγοι όπου
Με σκυλιά μαζί
Γοργοποδαράτα
Σκότωνε ταγρί-
Μια από τη σεβάσμια
Γύρω Δίκτυννα…
Και στο Ιπποδρόμιο
Δε θα βάλει πια
Ενετικό ζευγάρι
Σφίγγοντας γερά
Τα γυμνά τα σκέλια
Πουλαριών. Κι ουδέ
Τ’ άκοιμο τραγούδι
Από τις χορδές
Θ’ αντηχάει της λύρας
Μες στο πατρικό
Σπιτι. Και της κόρης
Της Λητώς οι τόποι
Στις χλωρές βραγιές
Άστεφοι θα μένουν.
Και των κοριτσιών
Η άμιλλα θα σβήσει
Απ’ τή νυφική
Γύρω σου την κλίνη.
Κι άμοιρη μια μοίρα    
Δακρυοβρεχτή
Για τη δυστυχιά σου
θα περάσω εγώ.
Ω! Μάνα πικρή
Ανώφελα που ’γέννας!
Αχ! Με τους θεούς
Είμαι μανιασμένη!
Αχ! Της παντρειάς
Χάρες σεις-ωΐμένα!-
Τον καημένο αυτόν
Που δεν έχει αιτία
Δώσει ούτε μια
Γιατί διώχνετέ τον
Απ’ την  πατρική
Γη, κ ι απτά παλάτια
Τούτα μακριά;
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Μα του Ιππόλυτου  το  δούλο  βλέπω
Να τρέχει   σκυθρωπός προς  το παλάτι.
ΑΓΓΕΛΟΣ    
Γυναίκες πού  θα έβρω το Θησέα,
Το  βασιλιά ετούτης δω της χώρας;
Πέστε  μου αν ξέρετε. Σαυτά τα σπίτια;..
ΧΟΡΟΣ
Ναι. Ο ίδιος έξω απ’ τα σπίτια βγαίνει.
ΑΓΓ
Θησέα σου φέρνω ειδήσεις όπου σ’ έγνια
Και σε θα ρίξουν, κι όσους στης Αθήνας
Την πόλη μένουνε, και ως τις άκρες
Της  χώρας  της  Τροιζήνιας.
ΘΗΣ    
                                                 Τι  συμβαίνει;
Μη  συφορά καινούργια πάνω έχει
Στις δυό γειτονικές πέσει τις πόλεις;
ΑΓΓ
Πάει ο Ιππόλυτος. Μεμιάς στο λέω.   
Μόλις και μετά βίας ζει ακόμη.       
ΘΗΣ
Από ποιόν; Μη κανένας που ντροπιάσει
Τη γυναίκα του είχε, ως του γονιού του,     
Έχθρα του είχε;
ΑΓΓ     
Τ’ αμαξιού το άρμα    
Τον έχει, του δικού σου σκοτωμένον    
Και οι κατάρες σου στον Ποντοαφέντη,
Τον κύρη σου, που είπες για το γιο σου.

ΘΗΣ
Ω! Θεοί και Ποσειδώνα! Πόσο αλήθεια
Πατέρας μου είσαι, όπου τις κατάρες       
Μού άκουσες ως βλέπω! Μα πώς πάει;    
Με τρόπο ποιόν τον χτύπησε της Δίκης     
Ο κεραυνός, γιατί ντροπιάσει μ’ είχε;
ΑΓΓ
Δίπλα στο κυματόβρεχτο ακρογιάλι    
Κλαίγοντας, εχτενίζαμε με ξύστρες
Τις τρίχες των αλόγων, γιατί κάποιος
Ηρθε και είπε πως στη γη ετούτη     
Ο Ιππόλυτος δε θα ξαναγυρίσει    
Διωγμένος από σένανε ο δόλιος.
Αυτός, ήρθε και κείνος στ’ ακρογιάλι
Και έκλαιγε και στέναζε μαζί μας.
Και η μεγάλη ακλούθαγε παρέα
Των συνομήλικών του και των φίλων.
Και κάποτε είπε παύοντας τους θρήνους:
"Τώρα γιατί καθυστερώ; θα πρέπει
Στα λόγια του πατέρα να υπακούσω.
Τοιμάστε τ’ άλογα για τ’ άρμα δούλοι.
Για μένα πια η πόλη ετούτη πάεί."
Καθείς τα δυνατά του τότε βάζει
Και ώσπου να το πει, ετοιμασμένα
Τ’ άλογα ήταν δίπλα στον αφέντη.
 Και τα λουριά απ’ το γύρο, με τα χέρια
Αρπάζοντας, χωρίς ν’ αλλάξει αρβύλες,
Στερεωσε τα πόδια του στο αμάξι
Κι είπε στους θεούς απλώνοντας τα χέρια:
"Δία, κακός αν είμαι, να μη σώσω.
Κι είτε πεθάνω, είτε ζω ακόμα,
Ας νιώσει πως μ’ αδίκησε ο πατέρας".
Και λέγοντας, χέριασε το μαστίγι
Και χτύπαε τ’ αλογα. Και μεις οι δούλοι
Ακολουθούσαμε κάτω από τ’ άρμα,
Στα χαλινάρια πλάϊ, το δρόμο ίσα
Προς την Επίδαυρο και τ’ Αργος. Κι όταν
Σ’ έρημο τόπο μέσα είχαμε φτάσει-
Ειν’ ένα περιγιάλι προς το άλλο
Της χώρας τούτης μέρος, που ξανοίγει
Προς του Σαρωνικού μεριά  τον κόρφο-
Εκεί,σα θεού βροντή από τον Αδη,
Ενα βαρύ ακούστηκε, υποχθόνίο
Βουητό που ’ταν να φρίξεις να τ’ ακούσεις.
Τ’ άλογα το κεφάλι τους σηκώσαν
Και τέντωσαν τ’ αυτιά. Και μας τρομάρα
Γερή μας έπιασε, η βουή τι να ’ναι.
Κι όπως στα θαλασσόβογγα ακρογιάλια
Τα μάτια ρίξαμε, είδαμε ξάφνου,
Κύμα που ανουμπούσε στα ουράνια,
Θεόρατο, απ την όψη που μας πήρε
Τις άκρες τις Σκιρώνιες και το βράχο
Του Ασκληπιού, και τον Ισθμό έκρυψέ μας.
Μετά, γεμάτο αφρό και φουσκωμένο,
Χοχλάκισε ’π’ τον αέρα του πελάγου
Και πάει προς τ’ ακρογιάλι που ’ταν το άρμα.
Και στην ορμή απάνου του κυμάτου
Και στη φουρτούνα, τέρας άγριο ένα
Εξέρασε το κύμα-έναν ταύρο,
Που ολόγεμη από τα μουγκρητά του
Φρικτά αντιβόγκαγε η χώρα όλη.
Και σόσους βλέπαν ένα θέαμα ήταν
Μάτι που δεν μπορούσε να τ’ αντεξει.
Κι αμέσως άγρια τρόμαξαν τ’ άτια.
Μα ο αφέντης όπως στων αλόγων
Ητανε τις συνήθειες μαθημένος,
Αρπαξε με τα χέρια του τα γκέμια,
Κι όπως κουπί ο ναύτης τα τραβάει,
Το σώμα του κρεμώντας πίσω. Τ’ άτια
Τις πυροκάμωτες χαβιές δαγκάσαν
Μες στα σαγόνια τους κι ορμούν με βιάση,
Χωρίς να λογαριάσουν τ’ αναβάτη
Το χέρι, τ’ αλογόλουρα ή τ’ άρμα,
Και με γερή κυβέρνια ως οδηγούσε
Σ’ έδαφος μαλακό κι ίσιο, ο ταύρος
Του ’βγαινε μπρος, και τ’ άλογα μάνιαζαν
Και πισωγύριζαν. Κι αν πα’ στούς βράχους
Τραβάγαν φρενιασμένα από το φόβο,
Σιγά ζυγώνοντας ακλούθαε τ’ άρμα.
Ωσπου τη ρόδα του πα’ σε κοτρώνι
Την έριξε, και σκόνταψε το άρμα
Κι ανάποδα ήρθε. Κι όλα γίναν ένα.
Και πάνω οι αφαλοί που ’χουν οι ρόδες,
Και τα καρφιά πετιούνταν των αξόνων.
Κι αυτός ο δόλιος, στα λουριά μπλεγμένος
Σε δέσιμο αξεμπέρδευτο εδέθη.
Και εσερνόντανε, και τιναζόνταν
Το κεφαλάκι του πάνω στους βράχους
Κι οι σάρκες του ελιώνανε, κι εκείνος,
Εφώναζε φριχτά τ’ αυτιά ν’ ακούσουν:
"Σταθήτε ω! που σας θρέψαν τα παχνιά μου.
Μη μ’ αφανίστε! Ω! Πατρική κατάρα!
Τον πιό καλό ποιός θέλει άντρα να σώσει;
Μα κι αν πολλοί θελήσαμε, όμως πίσω
Εμείναμε στο τρέξιμο. Και κείνος
Απ’ τά λουριά λυμένος, που δεν ξέρω
Πως κόπηκαν, πέφτει, και πια ακόμα
Λίγη πνοή ζωής του απομένει.
Και χάθηκαν και τ’ άλογα κι ο ταύρος,
Τ’ απαίσιο τέρας, πού στη γη δεν ξέρω.
Βέβαια εγώ ειμ’ ένας δούλος μόνο
Αφέντη στο παλάτι σου,Μα όμως
Αυτό τουλάχιστο δε θα μπορέσω
Ποτέ να το πιστέψω:πως ο γιός σου
Είναι κακός. Όύτε ακόμα κι όταν
Ολες θα κρεμαστούνε οι γυναίκες
Κι όλα της Ιδης γράμματα γεμίσουν
Τα πεύκα. Γιατί σίγουρα το ξέρω
Καλός και ηθικός πως είναι ο γιος σου.
ΧΟΡΟΣ
Καινούργιες συφορές-αλί!-μας βρήκαν
Τη μοίρα του κανείς δεν την ξεφεύγει.
ΘΗΣ
Χαιρόμουνα στα λόγια σου από μίσος
Για τον που τούτα έχει πάθει άντρα.
Και τους θεούς ντρέπομαι όμως τώρα,
Και κείνονε.γιατί παιδί μου είναι.
Κι ούτε χαρά για τα κακά ετούτα
Αισθάνομαι, ούτε και στενοχώρια.
ΑΓΓ
Λοιπόν.,να τόνε φέρουμε το δόλιο
Ή τί άλλο ’μεις να κάνουμε θα πρέπει
Για να ευχαριστηθεί η ψυχή σου; Σκέψου.
Τη γνώμη μου αν θες νακούσεις όμως
Κακός να μη φανείς με το παιδί σου
Που βρίσκεται σε τέτοια δυστυχία.
ΘΗΣ
Φέρτε τον για να δω μέσα στα μάτια
Τον που αρνιέται ότι τη γυναίκα
Μόλυνε τη δικιά μου. Και με λόγια
Και πάθη των θεών να τ’ αντικρούσω.
ΧΟΡΟΣ
Και θεών κι ανθρώπων
Την αλύγιστη
Συ τη γνώμη Κύπρη
Κάνεις ό,τι θες.
Και μαζί με σένα
Ο πλουμιστόφτερος
Αφού τους διπλώσει
Στα γοργά φτερά
Πάνωθε πετάει
Κι από της βουερής
Θάλασσας την άρμη,
Κι από τη στεριά.
Κι οποιανού ορμήσει
Ο χρυσοφώτιστος
Έρωτας, ο γιος σου,
Την ποθοπλαντούσα
Καίει του καρδιά.  
Καίει και την ψυχούλα
Στ’ άγρια του βουνού
Είτε του πελάγου,
Κι όσα η φωτιά
Κι όσων θρέφει η γη,
Κι όλων των ανθρώπων.  
Και μονάχα συ
Πάνω σ’ όλα τούτα
Τη βασιλικιά
Κυριαρχία, ω! Κύπρη,
Ο, που γη κρατάς.
ΑΤΡΕΜΗ
Σένα τον άρχοντα, το γιό του Αιγέα,
Σε προστάζω ν’ ακούσεις. Σου μιλάει
Η Αρτεμη, της Λητώς η θυγατέρα.
Θησέα, γιατί δύστυχε με τούτους
Χαίρεις και συ μαζί, αφού ανόσια
Τον ίδιο σου το γιό έχεις σκοτώσει
Τα ψεύτικα πιστεύοντας τα λόγια
Που σου ’γραψε η γυναίκα σου, και κρίμα
Επήρες φανερό για άφαντο κάτι;
Κατω απ’ τη γη, πώς από την ντροπή σου-
Στα Τάρταρα, το σώμα σου δεν κρύβεις
Κι από το κρλιμα αυτό μακριά να φύγεις;
Γιατί, μες στους καλούς βέβαια τους άντρες  
Συ μέρος δε μπορείς να ’χεις να ζήσεις.
Ακου Θησέα πώς ήρθε η συφορά σου,
Αν και σε τίποτα δε θα ωφελήσω
Μα πόνο θα σου φέρω. Μα γι αυτό ’ρθα-
Να δείξω πως η γνώμη του παιδιού σου
Δίκια ήταν, με τιμή για να πεθάνει.
Αλλά και της γυναίκας σου το πάθος
Ή και μια κάποια γενναιότητα της.
Γιατί απ’ τό κεντρί μαστιγωμένη
Της θεάς, που ειν’ ο εχθρός ο πιο μεγάλος
Σε μας που η παρθενία μας αρέσει,
 Αγάπησε το γιό σου. Και την Κύπρη
Φρόνιμα να νικήσει ενώ επροσπάθη,
Αθελα εχάθη απ’ τής τροφού τα σχέδια
Που είπε στο παιδί σου για το πάθος
Πρώτα αφού τ’όρκισε. Αλλά εκείνος
Δεν έκανε ότι του ’πε, ούτε πάλι
Του όρκου του επάτησε την πίστη
Τότε που προσβαλόταν από σένα.
Γιατί ευσεβής ήτανε γεννημένος.
Κι εκείνη από φόβο μη την πιάσεις
Το ψεύτικο σου έγραψε το γράμμα
Και χάλασε με δόλους το παιδί σου.
Και να που σε κατάφερε.
ΘΗΣ
                                             Ωΐμένα!
ΑΡΤ
Τα λόγια αυτά Θησέα σενοχλούνε!
Μα ησύχασε ν’ ακούσεις παρακάτου
Πιότερο για να κλαις και να στενάζεις:
Απ’ τον πατέρα σου ήξερες πως είχες
Τρεις σίγουρες ευχές. Και από κείνες
Τη μία, ω τρισάθλιε,την επήρες
Και άδικα την έριξες στο γιό σου,
Ενώ θα έπρεπε σ’ εχθρο σου κάποιον.
Μα ο θαλασσινός σου ο πατέρας
Για το καλό σου, αφού τόχε τάξει
Σου ’δωσε όσο έπρεπε. Συ όμως
Εφάνηκες κακός και μπρος σε κείνον,
Και μπρος σε μένα, αφού δεν καρτερούσες
Γι απόδειξη, ούτε ρώτησες τους μάντεις,
Ούτε τον χρόνο άφησες να κρίνει,
Μα γρηγορότερα κι απ’ ότι πρέπει
Σκίτωσες με κατάρες το παιδί σου.
ΘΗΣ
Είμαι χαμένος Δέσποινα.
ΑΡΤ    
                                               Εχεις κάνει
Πράγματα φοβερά. Αλλά και τώρα
Μπορείς συχώρεση γι αυτά να έβρεις.
Γιατί αυτά η Κύπρη είχε θελήσει
Για να ικανοποιηθεί να γίνουν.
Και στους Θεούς ο νόμος τέτιος είναι:
Κανείς δεν προσπαθεί να εμποδίσει
Να κάνει ό,τι θέλει ο Θεός ο άλλος,
Παρά στεκόμαστε στην άκρη πάντα.
Κι αν δε φοβόμουνα το Δία, να ξέρεις,
Σε τέτοια μια ντροπήν εγώ ποτέ μου
Δε θάφτανα: ν’ αφήσω να πεθάνει
Απ’ τούς θνητούς ο πιο αγαπητός μου.
Και το δικό σου σφάλμα συγχωρείται.
Γιατί δεν το ’ξερες από τη μία,
Κι από την άλλη με το θάνατό της
Σού είχε η γυναίκα σου στερήσει
Τη δυνατότητα να εξετάσεις
Τα λόγια που είπε κι έτσι σ’ έχει πείσει.
Σε σένα πιό πολύ βέβαια έχουν
Ετούτα τα κακά ξεσπάσει. Ομως
Η λύπη και σε με. Οι θεοί δε χαίρουν
Οταν όσοι τους σέβονται πεθαίνουν.
Μα τους κακούς, μαζί με τα παιδιά τους
Και με τα σπίτια ακόμα, τους χαλάμε.
ΧΟΡΟΣ
Μα να ο δύστυχος που ’ρχεται δώθε.
Το νεαρό κορμί και το κεφάλι
Κατακομματιασμένο το δικό του.
Ω! Των σπιτιών καημοί! Και τα παλάτια
Τι συφορά διπλή που τα χτυπάει
Που οι θεοί τη φέρανε σε πέρας!
ΙΠΠ
Αχού! Αχού! Εγώ ο δυστυχισμένος!
Αδικες άδικου ευχές πατέρα
Μ’ έχουν τσακίσει! Αλίμονό σε μένα!
Το κεφάλι μου σουβλιές το περνάνε
Και πόνου πηδά σπασμός στο μυαλό μου.
Στάσου εδώ-αχ!αχ!- και αναπάψου
Ξέπνοο κορμί μου. Ω! Αμάξι απαίσιο,
Με άλογα απ’ το χέρι μου θρεμμένα…
Με κατασκότωσες… μ’ έχεις ρημάξει.
Αχ! Αχ! Για τ’ όνομα του θεού ω! δούλοι,
Το πληγιασμένο μου κορμί με χέρια
Σηκώστε απαλά. Ποιός στο πλευρό μου.
Στέκει δεξά; Σηκώστε με-αχ!- με τρόπο
Και με συνεργικά τραβάτε χέρια
Εμένα τον κακότυχο που είμαι     
Κατάρατος απ’ τού πατέρα λάθη.
Ω! Δία! Δία! Αυτά τα βλέπεις; Να ’μαι
Ο θεοφοβούμενος εγώ -κοιτάτε-
Εγώ ο σεμνός. Που ’χω στη σωφροσύνη
Ολους πέρασει, τρέχοντας πηγαίνω
Απρόσμενα και φανερά στον Αδη.
Εχασα τη ζωή μου. Μάταιοι πήγαν
Οι κόποι την ευσέβεια που μοχθούσα
Σε με να βλέουν οι άλλοι! Και να τώρα…
Αχ! Αχ! Αχ! Αχ! Με πιάνει πόνος…πόνος...
Εδώ εμέ τον δύστυχο αφήστε
Ο λυτρωτής ο θάνατος να μ’ έβρει.
Αποσκοτώστε με τον άθλιο εμένα.
Σκοτώστε με. Δίκοπο αποζητάω
Μαχαίρι να σπαράξω τη ζωή μου
Και το κορμί μου για να κομματιάσω.
 Ω! Δύστυχη κατάρα του πατέρα
Και των κριματισμένων συγγενών μου.
Κάποιων παληών προγόνων μου το κρίμα  
Χάνεται απ’ αυτούς, μα αργό δε μένει.
Ηρθε σε μένα. Μα γιατί ωστόσο       
Αφού σε τίποτα δεν έχω φταίξει!
Αλί μου! Τί να πω; Πώς τη ζωή μου  
Να τη γλιτώσω απ’ τό κακό ετούτο
Το ανυπόφορο; Είθε τον δόλιο      
Η μαύρη μοίρα του άραχλου θανάτου  
Να μ’ αναπαύσει.
ΑΡΤ    
Ω! Δυστυχισμένε!
Σε συφορές ποιες είσαι μπερδεμένος!
Της γνώμης σου η ευγένεια σε πεθαίνει.
ΙΠΠ
Αχού! Ω! θεϊκής πνοής ευώδια!
Και μες στους πόνους σ’ έχω ακόμα νοιωσει
Κι ανακουφίστη λίγο το κορμί μου.
Μην η θεά η Άρτεμι ειν’ ’δω πέρα;
ΑΡΤ
Ω! Δόλιε! Είναι. Ή πιό σου αγαπημένη
Απτούς θεούς.
ΙΠΠ    
                          Με βλέπεις σε τι χάλια
Ο δόλιος είμαι Δέσποινα;
ΑΡΤ
                                                Σε βλέπω.
Μα δεν ταιριάζει σε θεούς να κλαίνε.
ΙΠΠ
Δεν έχεις κυνηγό ούτε υπηρέτη.
ΑΡΤ  
Αλήθεια! Μα και στο χαμό σου όμως
Σ’ ακολουθεί η αγάπη μου.
ΙΠΠ .                                  Ούτε έχεις
Φύλακα των αλόγων και των τόπων
Που σου είναι αγαπητοί.
ΑΡΤ
                                             Γιατί η Κυπρη
Η δολερή το ’χει θελήσει έτσι.
ΙΠΠ
Αλλί μου! Τώρα στο μυαλό μου βάζω
Ποια είναι η θεά που με σκοτώνει.
ΑΡΤ
Σου θύμωσε γιατί δεν την τιμούσες.
Και σ’ εχθρευόνταν έτσι αγνός που ήσουν.
ΙΠΠ
Τρεις από μας χάλασε βλέπω η Κυπρη.
ΑΡΤ
Βέβαια. Κι εσένανε, και τον πατέρα
Και τρίτη τη γυναίκα του.
ΙΠΠ    
                                              Αλήθεια.
Θρηνώ για τους καημούς και  του πατέρα.
ΑΡΤ    
Βουλή  θεού  τον  έχει   απατήσει.
ΙΠΠ    
Ω! Δυστυχία πατέρα που σε βρήκε
Μ’ αυτή τη συφορά!
ΘΗΣ                      Παιδί  μου πάω.
Γλύκα δεν  έχει πια ή ζωή  για μένα.
ΙΠΠ
Πιό για το λάθος σου κλαίω για σένα
Παρά για μένα.
ΘΗΣ       
                           Ας γίνονταν παιδί μου
Εγώ να πέθαινα αντί για σένα.
ΙΠΠ
Ω! Του πατέρα σου του Ποσειδώνα
Δώρα πικρά!
ΘΗΣ    
                          Ας ήτανε στο στόμα   
Ποτέ να μην ερχόνταν το δικό μου.
ΙΠΠ
Γιατί; Πάλι θα μ’ είχες συ σκοτώσει  
Τόσο πολύ που ήσουν οργισμένος.
ΘΗΣ
Γιατί ήταν λαθεμένη μου η γνώμη  
Από τις θεϊκές ενέργειες.
ΙΠΠ    
                                              Άχου!
Ας ήταν Θεούς θνητοί να καταριώνται.
ΑΡΤ
Σώτα. Γιατί ακόμα και στου Αδη
Που θα ’σαι τη νυχτιά, αφού σε σένα,
θυμός από της Κύπρης την εμπάθεια  
Εξέσπασε, μεγάλες θα σου έρθουν
Τιμές, και για τη γνώμη την καλή σου,
Και για την ευσέβειά σου. Γιατί άλλον
Κάποιον εγώ, όπου τυχαίνει να ’ναι
Απ’ τούς θνητούς ο πιο αγαπητός της
Θα εκδικηθώ με το ίδιο μου το χέρι
Και με τ’ αλάθευτά μου αυτά τα τόξα.
Και σε, κακόμοιρε, γι αυτά τα πάθη,
Τιμές πολύ μεγάλες θα σου δώσω
Στην πόλη της Τροιζήνας. Γιατί οι κόρες  
Οι λεύτερες, προτού από το γάμο
Θα κόβουν προς τιμή σου τα μαλλιά τους,
Και θάχεις αιωνίως να σοδεύεις
Από το πένθος τους άφθονα δάκρυα.
Και πάντα θα ’χουν εγνοια οι παρθένες
Για σένα, και τραγούδια θα σου λένε.
Και δε θα σκεπαστεί της Φαίδρας ο έρως
Μα ξακουστός θα γίνει. Και του Αιγέα
Του γέρου τεκνό εσυ, το γιό σου πάρε
Στην αγκαλιά, και φίλιωσε μαζί του
Γιατί τον σκότωσες χωρίς να θέλεις.
Οι άνθρωποι φυσικό είναι ν’ αμαρταίνουν,
Σα θέλουν οι θεοί. Και σε προτρέπω,
Ιππόλυτε, τον ίδιο σου πατέρα
Να μη μισείς. Με ποιόνε τρόπο εχάθης
Το έχεις μάθει. Και σε χαιρετάω.
Γιατί νεκρούς δεν κάνει εγώ να βλέπω,
Ούτε κι ετοιμοθάνατων η όψη
Τα μάτια να μολύνει τα δικά μου.
Και όπως βλέπω είσαι κοντά σε τούτο.
ΙΠΠ
Χαίρε και συ παρθένα ευτυχισμένη.
Και ξεχνά εύκολα τη συντροφιά μας.
Κι αφού μου το ζητάς, για τον πατέρα
Κακία δεν κρατώ. Γιατί και πρώτα
Στα λόγια επειθόμουν τα δικά σου.
Αχ.' Κιόλας μου σκοτίζονται τα μάτια.
Πατέρα, πάρε κι ίσιωσ’ το κορμί μου.
ΘΗΣ
Αλλί μου! Τί τον δλυστυχο εμένα
Κάνεις παιδί μου;
ΙΠΠ
                                Χάθηκα. Τις πύλες
Να! του Αδη βλέπω κιόλας.
ΘΗΣ
                                            Την ψυχή μου
Έτσι ασυγχώρητη θα την άφησεις;
ΙΠΠ
Οχι. Από τον φόνο σ’ αθωώνω.
ΘΗΣ
Τί λες; Από τό αίμα σου μ’ αθωώνεις;
ΙΙΠΠ
Και μάρτυρα σου βάζω την τοξεύτρα
Την Αρτεμη.
ΘΗΣ
                          Ευγενικός ω! πόσο
Δείχνεσαι στον πατέρα σου ακριβέ μου!
ΙΠΠ
Σ’ αφήνω γεια και πάντα γεια πατέρα!
ΘΗΣ
Αλλίμονό μου! Τί καλή η ψυχή σου!
Κι ευγενική!
ΙΠΠ    
                         Τετοια να ’υχεσαι να ’ναι
Τα γνήσια τα παιδιά σου.
ΘΗΣ
                                           Μη παιδί μου
Μ’ αφήνεις έρημον. Κάνε κουράγιο…
ΙΠΠ
Πατέρα χάθηκα. Η δύναμή μου
Τέλειωσε πια.Γρήγορα σκέπασέ μου
Την όψη με τα πέπλα.
ΘΗΣ    
Ω! Της Αθήνας
Σύνορα ξακουστά, και της Παλλάδας!
Τί άντρα χάνετε! Α! Εγώ ο καημένος!
Αξέχαστα πώς τα κακά σου Κύπρη!
ΧΟΡΟΣ
Τούτος στους πολίτες
Ηρθε ο καημός
Σ’ όλους τους αντάμα
Αναπάντεχος.  
Δάκρυα πλημμύρα
Θα χυθούν πολλά
Γιατί πιο το κλάμα
Οι φήμες των τρανών
Σαν που το αξίζουν
Το κρατούν πολύ.

ΤΕΛΟΣ