Σάββατο 8 Ιουνίου 2024

 Είναι ώρα, όσο ακόμα έχω καιρό, να σας μάθω τι είναι η αγάπη.
Εξάλλου μόλις πριν από πέντε μέρες το έμαθα κι εγώ.

Η αγάπη λοιπόν είναι ένας απέραντος, στέρεος τάπητας, φωτερός και απαλά χρωματισμένος με όλα τα χρώματα.
Χωρίς τίποτε επάνω του.

Και ανήκει ολόκληρος μόνον σε κείνον που αγαπά.
Σε κείνον που άνοιξε την πόρτα, και που ανοίγοντας, του αποκαλύφτηκε ο τάπητας εκείνος.
Σε κείνον που επειδή αγαπά μπόρεσε να ανοίξει την πόρτα που τον τάπητα αυτόν, ανοίγοντας, τού παρουσίασε.

Στον χώρο αυτόν, τον έτοιμο για όποιον αγαπά, κανένας δεν μπαίνει.
Ούτε εκείνος που αγαπά.

Εκείνος που αγαπά, αυτός μόνον, έχει το προνόμιο να έχει δικό του αυτό τον τάπητα, μόνον ανοίγοντας την πόρτα που σ’ αυτόν δίνει.

Και όταν ανοίξει την πόρτα, γυρίζει το βλέμμα ο αγαπών προς τα δεξιά, και βλέπει. Και είναι μόνον αγάπη.
Γυρίζει το βλέμμα προς τα αριστερά και βλέπει. Και είναι μόνον αγάπη.
Βλέπει μακριά όσο το μάτι του μπορεί, και βλέπει. Και παντού είναι μόνον αγάπη.

Και άλλο τίποτε δεν υπάρχει.
Ούτε ο κόσμος, ούτε ο ουρανός.

Ό,τι βλέπει ανοίγοντας την πόρτα εκείνη, είναι η αγάπη.
Και όταν την ανοίξει, όλα τα άλλα παύουν να υπάρχουν.
Υπάρχει μόνον αυτός ο τάπητας, και εκείνος, ο ένας, ο αγαπών, που μπορεί μόνον αυτός να τόνε βλέπει και βλέποντάς τον να τέρπεται πλήρως. Εντελώς. Απολύτως. Καθ’ ολοκληρίαν. Παντελώς.

Αυτός ο τάπητας είναι η αγάπη. Αυτός. Ο εξαίσιος, ο μοναδικός, ο μόνον για τον αγαπώντα υπάρχων.

Και δεν μπαίνει μέσα στον χώρο του τάπητα ο αγαπών.
Δεν έχει ανάγκη να κάνει κανένα βήμα επάνω στον τάπητα ο αγαπών.
Γιατί μετά το άνοιγμα της πόρτας, και ο τάπητας, και η πόρτα, και ο αγαπών, είναι  αγάπη.

Και ο αγαπών γνωρίζει ότι αυτό όλο το υπέροχο σύνολο είναι μόνον δικό του.

Και ούτε ο αγαπών έχει ανάγκη, ούτε σε τίποτε θα του χρησίμευε να ξανοίξει το πόδι του στον τάπητα.
Δεν του χρειάζεται τίποτε άλλο από την γνώση, από την πλήρη βεβαιότητα ότι όλο αυτό, το λες μαγικό, θέαμα, έχει πλαστεί μόνον για κείνον, ότι είναι δικό του, και αχάλαστο, και αιώνιο.

Και τόσο δικό του είναι όλο αυτό,  που αν κάποιος θα μπορούσε να κοιτάξει προς την ανοιχτή πόρτα, δεν θα έβλεπε τίποτε.

Γιατί πλέον το σύμπλεγμα πόρτα, τάπης, αγαπών, αγαπώμενο, δεν είναι του κόσμου ετούτου.