Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

 ΛΟΓΙΑ ΑΓΑΠΗΣ
Τα λόγια ο ποιητής τα έστελνε σε βίβλία στην αγαπημένη του.
Ακολουθούν αποσπάσματα από τα βιβλία.





α.
Μόνο το φεγγάρι να φέγγει το δρόμο σας ταιριάζει.
Αν έχετε πόδια.
Μόνο πρόσωπο βλέπω.
Αν η κοινωνία των αγγέλων είχε πόρνες
μια πόρνη θα ήσασταν-
αγγελική-
με άσπρα φτερά στη θέση των χεριών
και κατάσπρο ένα φόρεμα μακρύ.
Ο θεός
την άφατην αγνότητά του προασπίζοντας
θα είχε δώσει εντολή
να μη σας πήγαιναν ποτέ μπροστά του.
Μόνο το φεγγάρι να τραγουδάει για χάρη σας ταιριάζει.
Πάντοτε ένα πρόσωπο βλέπω από σας.
Μέσα στα μάτια του η κατά συγθήκην ντροπή, Μέσα στα μάτια του ο έρωτας όλος.
Μέσα στα μάτια του ρούχο σεμνό ντυμένη-καθώς της πρέπει-η επιθυμία.
Η θηλυκότητά σας δεν κρύβεται κυρία ούτε κάτω από εκατό χειμωνιάτικα φορέματα
(Μη μου θυμώσετε με όσα για σας γράφω.
Αν δεν το έκανα
θα είχε η ζωή μας πάει χαμένη).
Δε βάφετε τα χείλη σας.
Τ' αφήνετε στον ήλιο
μόνο δικά του.
Ένα "όχι" λένε, αμίλητα,
σε όσους τα κοιτούν.
Μόνο ένας θαρρεί πως τα κατέχει'
πάει να τα φιλήσει,
όμως αυτά
κιόλας του έχουν απιστήσει.
Μόνο το φεγγάρι για συντροφιά τις νύχτες σας ταιριάζει.
Με κοιτάζετε σαν να μη με βλέπετε.
Μιαν αθωότητα φτιαγμένη από χιλιάδες ενοχές σ' αυτό σας οδηγεί.
Όταν, κυρία,
τυχαία συναντιόμαστε,
από πού ξάφνω τόση θαλπωρή
πηγάζει και με αλώνει;
Πώς,
Κυρία,
με τόσην ευκολία
κρύβετε όλα τα χάδια σας
από μακριά κιόλας...
πώς δίνεστε τότε σε όλα τ' άλλα
κάτι μη αφήνοντας που θα μπορούσε
δικό μου να γινόνταν-μιαν ευπροσηγορία
ένα χαμόγελο,
τη χάρη ενός βλέμματός σας... πώς μπορείτε και καλύπτεστε τόσο καθώς σας πλησιάζω...
Κυρία
έχω καταντήσει να ζω με τα ψίχουλα
της προηγούμενης ματιάς σας
ώσπου πάλι να σας δω..
Όχι πως σας αγαπώ
(πώς θ' αγαπούσα μιαν απουσία)
μα να…με κάτι πρέπει να συντηρηθώ...
Ω! Αν με ξέρατε
ίσως και να με λυπόσαστε λίγο.
Κι αυτό, κάπως θα μετρούσε.
0 σπιτονοικοκύρης σας δεν ξέρει τίποτε για σας. Σηκώνει τους ώμους.
(Ο καλός ο κύριος Νίκος!..)
Κάθε σας λέξη είναι μεγάλη σαν το θεό.
Τις μαζεύω όλες.
Στο δωμάτιό μου δε χωράνε.
Στην καρδιά μου τις απλώνω.
Και πάλι αυτή άδεια είναι,
καθώς άδειος χωρίς τ' αστέρια του ο ουρανός.
Μόνο το φεγγάρι να γλυκοψιθυρίζει σας ταιριάζει,
Λίγες, μετρημένες λέξεις:
Τρία "χαίρετε!", ένα "πάνω στην ώρα ήρθατε!"
και τελευταίο ένα "ευχαριστώ"
για το άνοιγμα, κάποτε, της εξώπορτας.
Και για το άνοιγμα της καρδιάς τι;

Δυο φορές τουλάχιστο την ημέρα περνώ έξω από την πόρτα σας
την εφτασφράγιστη.
Θα 'θελα οι ματιές μου να τρυπούσανε το ξύλο
να δω πώς λέτε το "ναι",
πώς ανακλαδίζεστε,
πώς απλώνετε το χέρι.
Ω! Αν μπορούσα να σας μιλήσω... Να σας πω τα λόγια που με πνίγουν...
Κυρία,
γιατί τελευταία τα μάτια χαμηλώνετε
όταν με βλέπετε;
Δεν έχετε τίποτε να φοβηθείτε:
το φεγγάρι μόνο
ανάμεσα στα πόδια σας ταιριάζει.


β,
Τόσο αιθέρια
τόσο αγνή
θα σας αρέσουν λέω-
δεν μπορεί-
τα ποιήματα.
Αλήθεια πώς αλλιώς
κανείς
σε σας
θα μιλούσε;
Ω!
Να ήμουνα μια λέξη απ' αυτές που γράφω
να με διαβάζατε πάλι και πάλι...
Να μ' έχετε μες στο συρτάρι σας κλεισμένον
και να τ' ανοίγετε
όταν θα θέλετε να νιώσετε
το θαυμασμό και τη λατρεία
που όλες ζητάνε
μα που τόσο λίγες βρίσκουν...

Ω!
Αν μπορούσε
να πει κανείς αυτό που θέλει...
την ώρα που πρέπει...
μα πουλιά είναι οι λέξεις, που τις λέμε
όταν για μια στιγμή τις βλέπουμε,
φευγαλέα να πετάνε.
Σαν την ευχή που πάντα λέγεται
αφού το αστέρι έχει πέσει.
Ω!
Να χωρούσαν οι ωκεανοί τη θλίψη μας...
να μη χρειαζόμασταν τραγούδια...
και να 'ρχονταν το πάθος μας κοντά σας
σαν αύρα δροσερή
θαλασσινή…
Ω!
Που κι αν στο διάβα σας-
δίπλα σας περπατούσε ο θεός
όλο το φως
είναι από σας
που θα' ρχονταν...
Ω!
άνθη, κύματα, πουλιά,
μικρή είν' η χάρη σας-μπροστά της
λυχνάρι δίπλα σ' ήλιο είσαστε.
Αλήθεια πώς μπορεί
δυο διαλεγμένων λέξεων η αρμονία
να πει τα μάγια
που έπλασαν το στόμα σας;
Πώς μπορεί να πει κανείς τα μάτια σας
που διασχίζουν κιόλας τα ερωτικά τραγούδια
σαν λόγια όπως ροδοπέταλα απαλά;
Γλυκύτατους κύκλους γύρω σας περπατώντας
η επιθυμία μας για σας κάνει, καθώς πικρούς
σε ουράνιου τόξου τις τροχιές η αδυναμία μας.
Ω! Νοσταλγία ανίκητη!
Ω! γλυκέ λαβύρινθε
που από μέσα του ποτέ δε θα βγούμε!
Ω! Κυρία
που του κορμιού σας τις γραμμές
έχει η κομψότητα για πρότυπό της!
Μα να!
Οι τελευταίες σπίθες της μέρας σβήνουν,
Μέσα τους μόλις προλαβαίνουμε να δούμε
το δρόμο της αγάπης στο φεγγάρι να οδηγεί'
και με τη φαντασία πλάθουμε ένα κόσμο
που μέσα του οι δυο μας μόνο
και πρέπει εγώ ν' αγωνιστώ
και με τον τρόπο της αγάπης να σας αγαπήσω
της μίας, της αρχέγονης, της πρώτης...
Κυρία
όπως πυροτεχνήματα που ανάβουν,
τη νύχτα φωτίζουνε για μια στιγμή,
και σκοτεινότερη την αφήνουν,
έτσι και σεις για μένα-
για λίγο μόνο λάμπετε
και σκοτεινότερος μένω.
Ω!
Να έμενα κοντά σας για λίγην ώρα
ίσα για να δώ κάποιο ψεγάδι σας
να πω στον εαυτό μου
ότι και σεις όπως ot άλλες είστε...
Μα τέτοια χάρη πώς μπορώ να περιμένω;
Και τούτα τα γραφτά μου ακόμα εδιάλεξα όταν θα έχω φύγει να τα πάρετε.

'Eτσι αποφεύγονται QI ντροπές και βρίσκουν διέξοδο τ' αδιέξοδα, Στο Χαμό έστω.



Υ
Να περιγράψω ένα στόμα' εύκολο: δυο χείλη και δόντια.
Να περιγράψω τα χείλη και τα δόντια εύκολο: χείλη: βλεννογόνος, υποβλεννογόνιος, μύες.
Δόντια; αμέσως: αδαμαντίνη, λευκότης,
Μα το. δικό σας στόμα πώς κανείς μπορεί
να περιγράψει-πώς να πει
τη σαγηνη, την παιδικότητα, το άσπιλο, την έλξη;
Χωρίς το στόμα σας νομίζετε η πλάση,
άψυχη στου σύμπαντος
δε θα 'νιωθε
την απεραντοσύνη;
Χωρίς το στόμα σας νομίζετε
η γη θα το μπορούσε
να περφανεύεται στr' άλλα τ' αστέρια-
τ' ανεόρταστα;
Αν για κάτι η οικουμένη αγωνίζεται
τι είναι ,αυτό παρά,με κάποιον τρόπο,
να περισώσει κάθε στιγμής το μύρο
που το στόμα σας εκχύνει,
να το κρατεί σαν έπαθλο
που τη δικιώνει να 'χει υπάρξει;
Τ' είναι ο Τόπος αν όχι Χρόνος συμπυκνωμένος ανάμεσα στα χείλη σας,
όταν η στιγμή με τη σωστή. ζυγαριά μετριέται-της αιωνιότητας;
Μες στην αμηχανία τους πιάνοντάς τες,
κάνετε θανάσιμα να ζηλεύουν,
τις ωραίες κυρίες των αιώνων
μόνο μιλώντας ή γελώντας,
ή όταν έστω, με κλεισμένα χείλη,
κοιμάστε. Γιατί και τότε,
οι σκιές, μπορούνε το μοναδικό,
να ξεχωρίσουν.
Ποτέ κύκνοι δε φάνηκαν
λευκότεροι απ' τα δόντια σας,
Κι αν θα φανούν
θα είναι κείνα;που σε κύκνους άλλαξαν.
Kt αν ακόμα προσπαθούσατε
ταραγμένη μες στην αντίστασή σας
να κρύψετε την ωραιότητά τους, μεγαλύτερη θα την εκάνατε.
Καταδικασμένη σε ωραιότητα είστε.
Και ό,τι τα δόντια σας ανάμεσά τους κλείσουν,
με γλυκύτητα σφραγίζεται-γι αυτό
οι ορδές όλες των φρούτων μάς λιγώνουν,
γι αυτό ο αέρας είναι δροσερός
και αρεστό το μέλι.
Οι λέξεις που του έρκους τους εκφεύγοαν, τη γλώσσα καθορίζουν της αυγής,
όταν στου ήλιου τη φανέρωσιν, αυτή,
με όλες τις φωνούλες της μιλάει.
Ό,τι μέσα στο στόμα σας προσφεύγει
μέσα μας χιλιάδες χρόνια εκυκλόφερνε σαν όνειρο την πλήρωσή του που απαιτούσε.
Οικείο πολύ και ταιριαστό γι αυτό μας είναι.
Ό,τι μέσα στην ως τώρα πορεία της ζωής
έτυχε να μην έχει βεβηλωθεί
αυτά το σχήμα των δοντιών σας σμίλεψε.
Και τα δόντια με τα χείλη σας
μιαν αρμονία κάνουν
καθώς φεγγάρι κι άστρα,
έγκλημα και τιμωρία,
φωτιά και ζέστα.
Μα όπως μες στην κίνηση
όλη της Φύσης βρίσκεται η ουσία,
έτσι χείλη και δόντια σας,
όταν κινούνται,
τότε όλα απλόχερα τα μάγια τους σκορπίζουν.
Τότε,
όταν τα χείλη σας συσπώνται για να κάνουν τη φωνή να ζήσει,
και τη γοητεία της τα δόντια της χαρίζουν,
κοσμήματα μοιάζουν
σε κασετίνα όχι πια κλεισμένα,
μα σε λαιμούς και σε χεράκια ταιριασμένα.
Κι αλήθεια ποιο ανοιγοκλείσιμο
πλέον μεθυστικό από του στόματός σας είναι;
Σχέση ποια
πιότερο ευάρεστη από το μισάνοιγμα
των δυο μικρών τους κοχυλιών υπάρχει;
Σκίρτημα ποιο, ανεπαίσθητο
δύο ροδόφυλλων,
κάλλος περσότερο ανάδωσε ποτέ
από των δύο ροζ χειλιών σας το ανάσασμα;
Και άσπρα ζουμπουλάκια ασπρότερα
απ' τα ζουμπούλια υπάρχουν των δοντιών σας;
Μια θάλασσα το στόμα σας αν ήταν
ποια μεγαλύτερη έκσταση
απ' το να πνίγεται κανείς εντός της;
Kαι ποιος ποτάμι να γινόντανε τότε θ' αρνιόταν;
Αν ήτανε τα δόντια σας σειρά στρατιώτες ποιος να παλέψει δε θα έστεργε μαζί τους;
Αν βάφατε τα χείλη σας
ποιος χρώμα δε θα γίνονταν ευθύς,
ανεξίτηλο;
Και τώρα που το στόμα σας δεν είναι παρά στόμα,
ποιος δε θα θελε
το στόμα που ποθείτε
ολόκληρος να γίνει;



δ. Η κόκκινη φόρμα
Κόκκινο η γη στο βάθος έχει χρώμα, κόκκινο ο ήλιος, κόκκινα τ' αστέρια
τα χείλη κόκκινα και της μικρούλας
κόκκινα στη ντροπή τα μάγουλα είναι. Διάλεξε ποιο απ' όλα τούτα θέλεις
να πω της φόρμας σου πως είν' το χρώμα, Κι αν θες της γης, εσύ μ' έχεις γεννήσει.
Av TQU ηλιού, εσύ ζωή μου δίνεις.
Των αστεριών; Την κάθε νύχτα σ' έχω,
Μη των χειλιών; Στη φαντασιά μου μέσα χίλιες φορές σου τα 'χω φιλημένα,
Σου μένει της ντροπής το χρώμα μόνο.
ΚΙ αυτή ‘ν’ η αλήθεια: ένα κοριτσάκι
μικρό, γλυκό και λατρεμμένο είσαι.




ε.
Κυρία με τα χέρια σταυρωτά
θέλω και τα δικά μου να σταυρώστε. Σχωρέστε αυτό το "θέλω" που σκιρτά καθώς απ' της ψυχής βγαίνει τα μύχια-
της φρίκης μου που γδάρανε τα νύχια-
και τη φωνή την άπελπή μου νιώστε...
Κυρία, με τα μάτια τα γλυκά,
με τη γλυκιά ψιθυριστή φωνή σας
και τα γλυκά σας χείλη τα λεπτά,
κυρία, όταν, σύντομα, πεθάνω,
στο άψυχο το σώμα μου επάνω
κύψτε για λίγο τη σεπτή ύπαρξή σας,
Kt έτσι καθώς η μαύρη μου ζωή
ζεστή ακόμα θα πλανιέται γύρω
κι η τελευταία μου αναπνοή
θα μένει εκεί κοντά μου σαστισμένη,
μ' αυτήν για λίγο σεις, αγαπημένη,
το μαγεμένο σας σμίξετε μύρο.

Κι όταν αυτό που θέλω θα γινεί,
έτσι καθώς κοντά μου θα 'στε τόσο,
το λατρεμένο σας θ' ακούσει αυτί
ό,τι δεν είπα στη ζωή ποτέ μου,
τ' "όχι" χωρίς ν' ακούσω άγγελέ μου
και δυστυχιά και πεθαμένος νιώσω.


στ.
Σεις λοιπόν ήσασταν χτες το φως του ήλιου που έλαμψε ως και την ψυχή μου;
Να βλέπεις την ψυχή σου για πρώτη φορά...
Ένα λευκό ατελείωτο.
Τι πάνω του θα γράψετε κυρία;
Ξέρετε, το λευκό,
έτσι άκρατο, τυφλώνει.
Μια γκρίζα σας ματιά θα του χαρίσετε για ν' απαλύνει;
Ένα φιλί σας ίσως από μακριά
στα χρώματά του να το αναλύσει;
Φαντάζεστε,
κυρία,
την Πλάση ροζ;
Φαντάζεστε το κόκκινο
αίμα τις θάλασσες να βάφει;
Και φέρτε στο μυαλό σας
πώς
τότε
TO δροσερό σας φόρεμα
από τις αύρες noυ το σύμπαν
έκθαμβο θα πέμπει
εξαϋλωνόμενο,
θ’ απλωθεί
Κυρία,
το πρόσωπό σας
όλα τα πράγματα στολίζει
του κόσμου,
που εσείς μέσα του δεν είστε.
Κάθε δρόμος κενός αυτό φορεί
και σε κάθε αλλέα γυμνή
μές στους χυμούς της
το φύλλωμά της εκείνο εκκολάπτει.
Της μέρας οι μέριμνες σάλι πλεχτό
και την επιθυμία μου σας κρύβουν; Όμως
μέσα δεν ορμούν από τ' ανοίγματά του
χέρια βιαστικά, την αγάπη μου για σας
να ζωγραφίσουν στο πιάτο πάνω
που μηχανικά πλένετε, στον καρπό
που το στόμα σας αβρά περιβάλλει, στη σκέψη σας
"να πάρω αλάτι όταν βγω", στην τηλεόραση
που χωρίς να βλέπετε κοιτάτε;
To μέτωπό σας,
κυρία,
με τον ουρανό τα μάτια σας γεφυρώνει.
Γέφυρα που άθιχτη μένει
κι ας τη διαβήκαν όσοι,
όπως το κρύσταλλο λαμπρό μένει κι αγνό
φωτός αχτίδες όσες κι αν το διαπεράσουν,
Μα με πόσες φωνές να σας μιλήσω
για να με ακούσετε;
Χωρίς σας θα καταλυθούν-κοιτάξτε-
οι κόσμοι μου.
Οι φλόγες των μεσημεριών
θα κάψουνε τις νύχτες.
To πόδι σας
δε θα μπορεί να αίρεται
σε κίνηση βαδίσματος-
και πως
κοντά μου θα σας φέρει;
Δέστε,
κυρία
πώς οι φλέβες. μου μαλακές
σαν άδειες είναι-το πρώιμο του θάνατου σημάδι.
Μα εσείς δεν είστε η από τους Καιρούς
για μένα προορισμένη;
Σείς τη σφραγίδα μου δεν έχετε;
Τα δάση
εσείς δεν είστε που διασχίσατε,
τα παλαιά και υγρά βαθύσκια,
στον κόσμο για να έρθετε,
δίπλα μου μέσα του για να σταθείτε;
Πώς ξύλινο ένα χώρισμα τώρα μπορεί να σας κρατεί μακριά μου;
Των χεριών σας δέστε τις γραμμές-
έκτυπα των δικών μου δεν είναι;
Κοιτάξτε μια φορά τα χείλη μου
και ύστερα φορές χιλιάδες
παρατηρείστε τα δικά σας-πάντα δε βλέπετε
πως του προσώπου σας η εικόνα
με τα δικά μου χείλη μόνο σχηματίζεται;
Πόσες ματιές μου θέλετε να δείτε
για να εννοήσετε
πως μόνο για να σας ιδούν υπήρξατε;
Των βημάτων μου τους ήχους
δεν ακούτε, καθώς αυτά,
το τσιμέντο κοιλαίνουν
αργά γύρω σας σερνάμενα;
To γέρικο χέρι μου δε νιώθετε vq ζητάει τυφλά,
κάπως να σας αγγίξει;
Στου ονείρου τ' όνειρο, που ζωή το λένε, θέση τα σκαλοπάτια σας για με δεν έχουν στο δρόμο που τραβάει για την καρδιά σας;
Τόσο πολύ που ωρίμασα
κάτω από το ηλιοφώς σας, πώς,εμένα,
καρπόν απρόθυμο
μες στου βαθιού του πηγαδιού το μαύρο
ετσι πετατε;
Ακούστε με: αν γραφτό σας είναι να μοιράζεστε,
αξίζω το κομμάτι σας εγώ εκείνο
που όλην ακέρια σας κρατεί
μετά από τον ψευδή διαμελισμό σας.
Φέτος η πόλη πιο λαμπρή για τα Χριστούγεννα θα γίνει.
Κι εγώ πιο άφωτος.
Τις αχτίδες τις τελευταίες μου τα φώτα των μικρών ελάτων θα πάρουνε.
Κι ως τ' άστρα τελειώνουν τη ζωή τους
με μίαν έκρηξη πολλά μεγάλη,
έτσι κι εγώ στο δώμα σας μια μέρα
ετοιμοθάνατος σα θα 'μαι, θα 'ρθω,
και κει μπροστά στα μάτια τα όμορφά σας
θα εκραγώ. Ενώ θα σβήνω έστω,
έκπληκτη να σας δω για λίγο θέλω
για το μπροστά σας που θ' απλώσω θάμα.
'Εκπληκτη για τη λάμψη μου...
για τις τεράστιες φλόγες που θα γίνω...
Και τι άλλο ειν' ο έρωτας
από μιαν έκπληξη-κι από 'να θάμα;
Τότε, βαθιά πολύ,
καθώς το αξίζουμε,
κυρία
θα με νιώσετε
και θα σας νιώσω.
Όμως για τώρα ας είναι κι έτσι: εσείς μακριά μου λίγα μέτρα, δίχως
μια κίνηση να κάνετε για να με δείτε,
κι εγώ να μην τολμώ να σας ειπώ
πόσο κι οι δυο μας είμαστε χαμένοι.
Λοιπόν αυτό ήτανε κυρ'ια τ' όνειρό μου. Αυτά θα έγραφα για σας αν ζούσα. Μα τώρα γεια σας.
Γεια σας από του άλλου κόσμου τις πλαγιές
που ασφόδελους διαβαίνοντας οι άνθρωποι ξεχνούνε.
Καλά Χριστούγεννα
και νέρν έτος ευτυχές.




ζ.
Μας σύστησαν
Μας σύστησαν,
Ε και λοιπόν;
Τι μάθατε για μένα;
Ξέρετε πως τα βράδια ονειρεύομαι
πως σας κρατώ στην αγκαλιά μου;
Ξέρετε ότι λιώνω από τον πόθο
τα δυο σας χείλια να ματώσω;
Ξέρετε πως τον έρωτα κάθε ημέρα
με όλη την ψυχή μου καταριέμαι;
Ότι σας γδύνω με το νου μου ώσπου καθόλου
πια ρούχο πάνω σας να μην αγγίζει;
Πως είναι απ' τις γραμμές του σώματός σας
το δώμα μου γεμάτο
που χώρος δε μου μένει
να κινηθώ;
Αλήθεια
διαλογιστήκατε ποτέ την ειρωνία

ούτε το χέρι σας να μην αγγίσω;
Αλήθεια αν είχανε ονόματα οι καρδιές
ποιο θα 'ταν της καρδιάς σας; ποτέ αναρωτηθήκατε; "Πέτρα βαριά";
"Πάγος αιώνιος" ; "Ατσάλι";
Ε, ό,τι και να διάλεγε κανείς
στο ίδιο καταλήγει: απουσία.
Μας σύστησαν.
Ε και λοιπόv;
Μήπως αυτό σας έδειξε
την άδεια μου μορφή τα βράδια
που για το σπίτι μου τραβώντας
δε βλέπω στο παράθυρό σας φως;
Στην άκρη μ' είδατε του κρεβατιού μου να ξαπλώνω
να μη το μέρος τo δικό σας πιάσω
και μου κακιώσετε;
Ούτε της σόμπας μου το βλέμμα εσείς δεν είδατε
πώς ντροπιασμένα με θωρεί
που ό,τι κι αν κάνει δεν μπορεί να με ζεστάνει.
Ή μη τις νύχτες με ακούσατε ποτέ
έξω απ' το παραθύρι σας το καγκελόφραχτο να στέκω
στο παγωμένο μέσα σκότος
μη κάποιος ήχος έβγει από το σπίτι σας
να τον ταιριάσω με γλυκό ψιθύρισμα
που παθιασμένο βγαίνει μες από το στόμα σας
αφού τους γύρους του αυτιού μου πρώτα
φλογίσει και μου πάρει το μυαλό;
(Α1 Μη φοβάστε ότι θα με δείτε κάποτε
βγαίνοντας απ' την πόρτα σας:
τώρα που σας το είπα δε θα ξαναγίνει.)
Όπως και τίποτα που να σας ενοχλήσει δε θα γίνει.
Μόνο μπορεί ένα ζητιάνο κάποτε να δείτε
στο πεζοδρόμιο καθισμένον της πλατείας και κέρμα κάποιο βιαστική να του πετάξτε. Αυτόνε το ζητιάνο πια δε θα τον δείτε-
με κείνο το φτηνό το μέταλλο
που τα λευκά σας χέρια θα 'χουνε αγγίσει
αυτός κιβούρι ένα ωραίο θα φκιάσει
και μέσα κει, με κείνο συντροφιά
ωραία ωραία θα ταξιδέψει
εκεί που οι συστάσεις δε χρειάζονται-
εκεί που όλα τα γήινα ξεχνιούνται.
Μας σύστησαν.
Ε και λοιπόν;


η.
Τι συνάντηση κι αυτή!
Έχει
κυρία,
τύχει ποτέ σας
να βγείτε από το σπίτι με σκοπό
να μην ξαναγυρίσετε;
Έχει ο νους σας φτάσει στο απροχώρητο-να βλέπει κάτω τον γκρεμό-τελείως μπροστά του

σκοτεινόν ολότελα
και γυρισμός να μην υπάρχει;
Σας λέω εγώ λοιπόν πώς είναι,
Όταν συμβεί αυτό
φοράτε το παλτό σας
και βγαίνετε έξω
και περπατάτε
αλαφρή σαν πρωινός άνεμος
σ’ άδειους δρόμους
γιατί ούτε άνθρωποι υπάρχουν πια
ούτε αυτοκίνητα και σπίτια' όλα
έχουν ξαναγυρίσει στο μηδέν
και στον προορισμό τους.
Και ρωτάτε: είχε κάποιαν αρχή
κάποτε
ο εαυτός μου;
Κί έτσι όπως περπατάς, για λίγο στέκεις,
λίγο γυρίζεις το κεφάλι, βεβαιώνεσαι
πως λίγα δευτερόλεπτα απομένουν,
τις έλικες του εγκεφάλου σου χαιρετάς
που το χάος ως τωρα εκφράζανε
και πια να κοιμηθούνε βιάζονται,
και μ' ένα βλέμμα σου ειρωνικό
το τελευταίο σχήμα διώχνεις
που ερχόταν μέσα τους να γεννηθεί.

Αυτό ήτανε.
Γίνεσαι ένα τότε με τον γκρεμό-
γίνεσαι γκρεμός ο ίδιος
καθώς οι εραστές
χεροπόδαρα πλεγμένοι
ένας στον άλλο συνεχώς μεταμορφώνονται.
Ύστερα για λίγο ακούς,
βγαλμένες μέσα απ' τους καιρούς σου,
κάτι φωνές τρομαγμένες
όπως φωνάζει κάποιος που δε θα 'θελε
το ίδιο να πάθει
γιατί ακόμα δεν το ξέρει,
Και πια τέλος.
Έτσι σήμερα
ξεκίνησα κι εγώ από το σπίτι μου.
Για να μην ξαναγυρίσω.
Ήταν ο ουρανός συννεφιασμένος.
Κι η γη το ίδιο.
Και κει, μέσ' απ' τα σύννεφα, ένα κορμί ανθρώπινο επρόβαλε
σαν το Αυγό μέσα απ' το Χάος.
Μόνο αυτό μεσα στο Τίποτα.
Καιτο κορμί αυτό
περνώντας δίπλα μου,"γεια σας
τι κάνετε;",μου είπε.
Η Πλάση φανερώθηκε ξανά,
και πήγα στις καθημερνές δουλειές μου.
Χατζηχρήστου και Παλαιολόγου.
Εκεί σας συνάντησα.
Τι θέλαν οι πολέμαρχοι
και μπήκαν στη ζωή μου;
Μήπως για να μου πουν ν' αγωνιστώ;
Πώς δε με ξέρουνε.,.εμένα...
τον πριν από τη μάχη νικημένον.,,
Αλήθεια
προλάβατε να πάτε σπίτι
ή βραχήκατε
κυρία;



θ.
Αν δεν είχατε υπάρξει θα έπρεπε να σας φανταστούμε για να περιγράψουμε την ομορφιά.
Ξέρω, ίσως λέτε: τι λέει αυτός; εγώ τόσο όμορφη;
Σωστά. Η ομορφιά συμπλέει με την άγνοια.
Αν το χιόνι πει "είμαι άσπρο", πια δεν είναι.
Ay πει η Αγνότητα "είμαι αγνή", πια δεν είναι.
Ξέρει το ηλιοβασίλεμα πως είναι ωραίο;
Σοφία σας κρατεί μακριά απ' τη γνώση της ωραιότητάς
σας.
Πόσους δρόμους έπρεπε αλήθεια οι δυο μας να περάσουμε ώσπου εδώ, σ' αυτή τη γειτονιά να συνυπάρξουμε...

Και να σας δω και μιαν απελπισμένη να κάνω προσπάθεια να σας τραγουδήσω μήπως λυτρωθώ από το πάθος μου για σας.
Μα μια ζωή δε φτάνει για τα μάτια σας μονάχα να μιλώ.
Μία σας κίνηση απλή να περιγράψω αιώνες θέλω και μου χρειάζονται χιλιάδες χρόνια το αιθέριο για να πω περπάτημά σας
Με κοιτάξατε κι αγάπησα τα μάτια.
Μου μιλήσατε κι αγάπησα τη φωνή.
Μου θυμώσατε κι αγάπησα το θυμό.
KΙ αν θα με μαχαιρώσετε, τον θάνατο από μαχαίρι θ' αγαπήσω.

Λένε: η ποίηση είναι η ανάπτυξη ενός επιφωνήματος.
Αν έτσι είναι, τότε εγώ το Ω! της ώρας noυ σας είδα ξεδιπλώνω.
Λένε: η ποίηση ειν' ο ύμνος προς τ' Ωραίο.
Έτσι αν είναι, ολοζωής θα σας υμνώ.
Kαι λέω κι εγώ, ποίηση είναι οι κραυγές
που ο' έρωτα κρεβάτι δεν ακούστηκαν.
Ω! πόσες ζωές θα χρειαστώ έτσι αν είναι...
Της γης ακούτε τις ευχές προς σας κάθε που έχετε γενέθλια;
Και πέστε μου-οι πυρωμένες μου ευχές σάς 'γγίζουνε,
για τη γιορτή του ονόματός σας μυστικά που λέω, μιας και δε γίνεται να μπούνε σε χαρτί;
Και πέστε μου κυρία, την τύχη που κοντά σας έφερε
της πόλης σας τον μόνο ποιητή,
την αγαπάτε λίγο ή πολύ τηνε μισείτε;
Κι αν τη μισείτε πέστε το,
να φύγω από το δρόμο που τα πόδια σας πατάνε-
μια λέξη μόνο κι αφανίστηκα.
Ας ήτανε να ήξερα πώς νιώθετε σα σκέφτεστε,
ότ[ στης λήθης σεις δε θα βυθίσετε το τέλμα κι ότι αθάνατη θα μένετε μέσα σε τούτα τα γραφτά
κι όταν ακόμα των αιώνων ot οπλές
σα φρύγανα θα λιώσουνε όλα τ' άλλα...
Αν πάλι-πώς να ξέρω, τόσο είμαστε ot δυο μας μακριά-
αν, λέω,
ετούτα τα γραφτά μου σας κουράζουν, πετάξτε τα
και μοναχά κρατήστε σεις το πείραγμα του δρόμου
που όλα αυτά, αν τα στύψετε, μόνο θα βγάλουν-
τo πείραγμα που ένας μορτάκος θα σας έκανε όπως;
"τι όμορφο μωρό!",ή;
"πάμε για ένα καφεδάκι κούκλα;"
η θα εσφύριζε ένα σφύριγμα από κείνα
του θαυμασμού
που τόσα κρύβουνε πολλά.
Γιατί, κυρία, κι οι ποιητές, όσο κι αν έχουν πνεύμα,
μέσα κι αυτοί το κουβαλούν στη σάρκα,
κι η σάρκα όλο θέλει και ζητά.
Και σκέπτομαι καμιά φορά ποιος άραγε τα λέει
καλλίτερα-
ό ποιητής μέ τόσα λόγια ή εκείνος μέ τό πείραγμα-
και ποιόνε οι γυναίκες προτιμούν.
Και λέω, κρίνοντας από τ' αποταλέσματα:
ο δεύτερος.



L
Τίποτα!
Ψάχνω στους έλληνες τους συγγραφείς
ψάχνω στα ιερά της Αναγέννησης τα τέρατα ψάχνω στους ασιάτες, στους ινδούς,
τίποτα-τ' όνομά σας πουθενά.
Περνάω τον Ατλαντικό, Γουίχμαν, Έλιοτ, Πόε, τίποτα. Νερούντα-τόσα σονέτα αγάπης... τίποτα!
Βέβαια όλα τους για σας μιλούνε,
με όλη τη δύναμή τους σας υμνούν,
και μόνο τ' όνομά σας λείπει:
οι Ποιητές, που μες στα βάθη
του Χρόνου, η ματιά τους πάει και πάει,
σας είδανε στα Μέλλον τους
και σας τραγούδησαν.

Μόνον ονόματα σας δώσαν άλλα:
Λάουρα, Βεατρίκη, Ελοϊζα…
να πω προσέχαν να μην προδοθούν;
Μα να προδώσουν τι;-τόσοι αιώνες
την πέννα τους απ’ τη μαγεία πόυ σκορπάτε έχώριζαν,
Όσο για μένα με το δίκιο μου δε γράφω τ' όνομά σας-
εύκολα σε μικρή μια πόλη
τ' όνομα ψάχνεται και βρίσκεται
μέσα σ' ενός τετράγωνου τα σπίτια...
Θα το δυνόνταν φυσικά
από TO φως να σας εβρίσκαν που σκορπάτε
αν ήσαν ποιητές για να το δούνε.
Αλλά μη όντας ποιητές
τρέχουν να βρούνε τη χαρά και την αγάπη
σε πανηγύρια, σε γιορτές,
και σ' αγκαλιές γυναικών άλλων.
Μα μάταια οι καημένοι προσπαθούν'
πάλι και πάλι μες στη λύπη ξαναπέφτουν
οι αγκαλιές και οι γιορτές όταν τελειώσουν.
Μόνο εγώ ξέρω από πού
αυτή η χαρά κι αυτή η αγάπη βγαίνει,
Μόνο εγώ την αείρροη πηγή γνωρίζω.
Kαι μόνο εγώ μες στην αναπνοή μου σας κρατώ
και μες σης ίνες του κορμιού μου σας κατέχω.
Μόνο εγώ κυρία ποτισμένος
τόσο είμαι από σας.
που εγώ είμαι σεις. Αλήθεια
τον εαυτό μου αγαπώ αγαπώντας σας.



ια.

Δε θα ‘θελα πολλά.
Θα 'θελα όπως σε μένανε μιλάτε
στους άλλους όλους έτσι να μιλούσατε-
κοφτά και δίχως να τους βλέπετε καθόλου-
και μοναχά σε μένα να γελούσατε.
θα 'θελα έτσι όπως περπατείτε
κι όπως πετάτε σαν το ζαρκαδάκι
να ήτανε σε μένα για να 'ρθείτε
εκεί, στο σκοτεινό μας το σοκάκι,
Και θα 'θελα το στόμα σας μια μέρα
το απέραντα για μένα λατρεμένο
κάποια φορά να το 'νοιωθα κοντά στο στόμα το δικό μου πλησιασμένο.
Πολλά ζητάω ε;
Να τότε! σαν σε πεζοδρόμιο κάποιο
στενό
θα συναπαντηθούμε,
να μην μεριάσετε πολύ, και λίγο
οι άκρες των ρούχων μας ν' ακουμπηθούν.
Λέω και λέω και λέω ο παλαβός χωρίς εσείς διόλου τι λέω να ξέρετε. Κλαίω και κλαίω και κλαίω ενώ μπορεί την ίδια ώρα εκείνη, σεις να χαίρετε.
...Και κάτι ν' άλλαζε θα ήθελα μια μέρα,
κι αντί στο σπίτι σας να πάτε
να 'ρθειτε στο δικό μου και την πόρτα
μ' απελπισιά ν' ανοίξω να ζητάτε.
Ναι.ξέρω πώς ζητώ από σας πολλά.
Λοιπόν ό,τι κι αν είπα παίρνω πίσω.
Τέτοιαν ποτέ δε θα ξανασκεφτώ
μιαν ευτυχία κάποτε να ζήσω.

Και χάρη θα σας έχω, αγαπημένη,
απ' την πληγή- σας όχι εγώ να γιάνω,
αλλά από σας κι απ' το για μένα μίσος-
σα βρόχος που με σφίγγει-να πεθάνω.



ιβ.
Ποίος άραγε μοιράζει την αγάπη κάθε νύχτα;
Όποιος κι αν είναι, απόψε όληνε τη μοίρανε σε μένα. Για σας.
Πόσες γυναίκες θα πλησιάσουνε τα ταίρια τους απόψε
με ολάνοιχτο το τάσι τους
κι άδειο θα μείνει αυτό μέχρι να 'ρθεί πρωΐ;
Απόψε πόσα στήθη αχάϊδευτα!
Πόδια με άλλα πόδια πόσα δε θα σμίξουνε!
Ψίθυροι πόσοι, αυτιά ως άλλοτε δε θα φλογίσουν!
Γιατί η αγάπη όλη ετούτης της νυχτιάς στα στήθη μου ήρθε κι έμεινε.
Για σας.
Μαλώματα φαντάζεστε απόψε πόσα;
Πόσοι, ίσως, χωρισμοί;
Πόσες φριχτές θα γεννηθούνε υποψίες
σε μυαλουδάκια θηλυκά-πόσοι άντρες
σε καναπέδες θα ξαπλώσουνε απόψε;
Όμως τον κόπο αξίζουν ολ' αυτά.
Κι όλη του κόσμου η αγάπη
αξίζει
μες στο βωμό του στήθους μου να καίει σε σας για όλη μια νυχτιάν αφιερωμένη.
Μόνο που εκεί κλεισμένη όλη νύχτα θα 'ναι.
Κι από του όχι σας το ατσάλι αμποδισμένη
η έρμη δε θα ξεχυθεί απ' τη φυλακή της μέσα
να έρθει να σας βρει _
κι ένα μικρούλι καρυδότσουφλο εσείς να γίνετε
μέσα στην τρικυμιά
που εκείνη όσο μάτι βλέπει θα σηκώσει
Μόνο το έρμο χέρι μου η αγάπη μου αδράχνει
και τ’ οδηγάει όχι στο σώμα σας ν’ απλώσει
αλλά τρισέρμο ένα μολύβι να κρατήσει
και σ' ένα μέσα πρόθυμο χαρτί
όση μπορέσει από κείνηνε ν' απλώσει.
Μα τ' είναι η αγάπη για να δυνηθεί
με το μελάνι να χορτάσει;
Αυτή στους δρόμους τρέχει,
πόρτες θεόκλειστες ανοίγει,
του ανθρώπου την ψυχή από τη σάρκα λευτερώνει,
τα πουλιά από τα κλουβιά τους μέσα βγάζει
κι αυτά καθώς τρελά πετούν και τραγουδούνε,
και μάς μας οδηγάει μέσα στην άβυσσο.
Και κει γλυκά χανόμαστε.
Κι αυτό 'ναι αγάπη. Πώς
ένα χαρτί κι ένα μολύβι
να πούνε την αγάπη;
Σας γνώρισα προτού καιρό.
Όχι-όχι "σας γνώρισα"
πώς μες στα μύχια του άλλου αν δε μπεις
μπορείς ότι τον γνώρισες να πεις;
Όχι λοιπόν "σας γνώρισα".
Σας είδα.
Ναι, σας είδα.
Αυτό είναι,
Αυτό η δυστυχία κι η ευτυχία μου είναι όλη-
Πώς να πω των καιρών τα νυρίσματα
και ΤΙ αυτά μαζί τους κουβαλούσαν
πως να πω τους χαμούς που εγνώρισα-ω ναι, αυτόύς τους γνώρισα καλά-
τα βράδια όπου ξάγρυπνος σας έφερνα στο νου
τις μέρες όταν, καθώς διάβαζα
προβαίνατε μέσα από των βιβλίων τις γραμμές
ή περπατώντας στους πολύβοους δρόμους
ανάμεσα από τ' αυτοκίνητα προβάλατε;
Και σεις
ως και την ύπαρξή μου ν' αγνοείτε...
Στην αρχή πολλά μικρά ποτάμια ήταν η αγάπη μου, Μετά βουνά και λόφοι αφανιστήκαν ένα ένα
και τα ποτάμια σμίγαν και μεγάλωναν και δυναμώναν ώσπου ένα όλα έγιναν.
Σίγά σιγά
τα στήθη σας τα ήμερα και τα σεμνά
ορθώνονταν και προκαλούσαν.
Τα χείλη σας επάψαν να μιλούνε και φιλούσαν μόνο. Σαν ένα κάρβουνο αναμμένο το καθένα τους
ψυχή κορμί και νου μου κατακαίγανε.
Είπα στην αρχή, ε!
ένα σαν όλα είναι τα πάθη μου κι αυτό.
Άλληνε κάποια θα 'βρει να ξεσπάσει.
Μα όχι. Αόρατες δυνάμεις με τραβούσαν-
μ' έσπρωχναν σε σας επάνω ίσια.
Θεός ξέρει πως-με πόνο πόσο-η λογική μακριά σας με κρατούσε.
Τις νύχτες η αγάπη ερχόντανε
καθόνταν δίπλα μου σα σε άρρωστου κρεβάτι
και μου μιλούσε:
«Δύσκολο δρόμο φίλε μου επήραμε.
Έπεσες στην παγίδα μου, μα όμως
θαρρώ κι εγώ πως στη δική σου επιάστηκα- κι οι δυο μας στη δική της.
Κρασί ήπιες στοιχειωμένο και μου μέθυσες.

Τόσο μεγάλη γλύκα απ’ το φιλί της καρτεράς
που απ' το μυαλό σου δεν τη βγάνεις:"

Αλήθεια έλεγε. Τόσο μεγάλη γλΰκα
απ’ το φιλί σας καρτερώ
Τόσο μεγάλη. Τόσο.
Τόσο
Τόσο.
Χαρίζω την υπόλοιπη ζωή μου όλη
κι όλο τον έρωτά μου τον υπόλοιπο
-κι αν γίνεται ξερνώ και όσον χάρηκα ως τα τώρα-
για μια μαζί σας μόνο αγάπης νύχτα.
Kαι τι δεν έκανα να μη σας έχω στο μυαλό που πια μυαλό αυτό δεν είναι παρά έρωτα φωλιά...
Πόσες φορές ο φύλακας ο άγγελός μου
δε μου 'δειξε όλα όσα ποθώ
μ' ένα του πρόσταγμα
να χάνονται έξαφνα από μπρος μου...
Και: «Είδες;» μου ’λεγε,
"όλα ψεύτικα.!
Με μια μου κίνηση όλα σβήσανε.
Πού είναι η γυναίκα αυτή; Για χείλια λιώνεις ποια;
Π οιο πρόσωπο;
To ρόδο της το ανοιγμένο που ’ν’ το;"
"Δε σε γνωρίζω άγγελε" του έλεγα. 'Έμενα
δεν είναι άντρας ο θεός μου παρά μια γυναίκα.
Εκείνη.
Και στήθη έχει ο θεός μου
και λαγόνια και μεριά
που φλόγες μέσα στην ψυχή μου ανάβουν και με καιν.
Εμένα αυτή η γυναίκα είν' ο θεός μου!
Κι αν δεν υπάρχουν ολ' αυτά τι τότε ειν' εκείνο
που απ' ολούθε μ' έχει ζώσει και με τυραννά;"
Και λέγοντάς του έτσι εκείνος χάνονταν.
Άλλες φορές αναρωτιόμουνα
πότε άρχισε η ζωή μου-όταν γεννήθηκα
ή όταν σ' είδα;
Τότε ο πόνος μετακόμιζε νια λίγο,
στο νου ετράβαγε,
κι άφηνε ήσυχη για λίγο την ψυχή.
Όμως αμέσως ύστερα
δαιμόνια πάλι γέμιζε ο αγέρας όπου μέσα
σε βαθουλά λαγήνια κουβαλούσαν .μέλι,
μπροστά στα μάτια μου το φέρναν
και μου το ξανάπαιρναν.
Γιατί κιόλας
είχα μες στου κόρφου σου
και μες στης αγκαλιάς σου το μαρτύριο ξαναπέσει.
Μέρες ασύνειδες περνούσαν έτσί, βουτηγμένος
μες στην ανάπη μου για σας.
Και σεις περνούσατε πολλές φορές από κοντά μου-
από δίπλα μου-
δίχως καθόλου να προσέχετε
τις φλόγες της φωτιάς
ή τα ουρλιάγματα των πόθων μου ν! ακούτε.
Και καλά γι αυτά. Μα να σας ρίχνω κάτω,
και πάνω σας να ρίχνομαι τα χείλη σας ζητώντας,
και σείς να συνεχίζετε να περπατάτε
σα να μην είχε τίποτα συμβεί...
Πήγα σε μάγισσες και παρακάλεσα
όλη την τέχνη τους να βάλουν
κι όλοτο χρήμα μου εγώ
και ή κοντά μου να σας φέρουν τους ζητούσα
ή την αγάπη από το στήθος μου να ξεριζώσουν.
Γρήγορα παρατήσανε τα μάγια τους
σαν είδανε πως τίποτε δεν πετυχαίναν.
Αν το στόμα σας δεν είχε τόση γλύκα,
αν η τόση αδιαφορία σας, τώρα που δεν υποψιάζεστε,
ίδια μεγάλη αφοσίωση δεν υποσχόνταν
όταν θα ξέρατε,
αν κάτι τι επάνω σας δεν ταίριαζε
με των χεριών μου το άνοιγμα,
τ' αστέρια αν όλα μέσα σ! ένα βλέμμα σας δεν έλαμπαν.
τότε δεν ξέρω,
κάτι ίσως να πετύχαιναν οι προσπάθειές μου
για να σας ξεχάσω.
Μα τώρα ζω χωρίς ζωή
και δίχως ναυ βαδίζω.
Κι απόψε
οι αγάπες όλες μαζευτήκανε
και μέσα στην ψυχή μου εμπήκαν. Εκείνες είναι η ψυχή μου απόψε.
Αγάπη όλος έχω γίνει. Αγάπη για σας.
Οι ρίζες μου νιώθω να τραντάζονται μέσα στο χώμα.
Ξεκορμίζω από τη ΓΗ.
Ό,τι ζητούσα το 'χω εδώ,δικό μου.
Χίλιοι προγόνοι μέσα μου ξυπνήοαν
και να συντελεστούν γυρεύουν μέσα στην αγάπη μου.
Στην αγάπη μου για σας.
Θα κινησω να ‘ρθω σπίτι σας.
Θα σας πω πόσο υπόφερα ως τώρα για σας,
πόσο σας ζητώ,
πόσο δεν μπορώ να ζήσω άλλο μακριά σας.
'Η δε θα σας πω τίποτα. Μια τόσο μεγάλη αγάπη
σαν την αποψινή
θα τηνε καταλάβετε και δίχως τίποτα να πω εγώ.
Ντυμένος έτσι με αγάπη
όλες ΟΙ ασχήμιες μου θα 'ναι κρυμμένες.
Και πια, γυναίκα είσαστε,
σε τόση αγάπη
ν’ αντισταθείτε δε θα δυνηθείτε.
Και μάλλον θα 'χετε απόψε τόσο ταραχτεί κι εσεις
τέτοιανε ταραχή στη γειτονιά γροικώντας
που απ' τσ στήθη μου έβγαινε,
που ίσως θα ’ρχόσασταν σε μένα
από την τόση αγάπη τραβηγμένη-
καθώς τα λούλουδα απ’ τον ήλιο΄
κι ίσως στου στου δρόμου τα μισά συναντηθούμε.

Τι λέτε, στο σπίτι μου ή στο σπίτι σας να πάμε;
Μα τι λεω, η γη ένα κρεβάτι όλη απόψε είναι,
και σεις επάνω του γυμνή με ανοιχτά τα γόνατά σας,
στόμα στεγνό, τρέμοντα χείλη,
δίχως προσποίηση κι υστεροβουλία. Απόψε
τελείως στην αγάπη θ' αφεθείτε.
Κι απόψε η αγάπη θα είμαι’ εγώ.
Και όλες τις αγάπες από μένα απόψε θα ζητήστε.
Μεσάνυχτα, σαν πέσουμε μαζί να κοιμηθούμε
κισσός θα περιπλέκεσαι στα πόδια μου τριγύρω'
βουβή, χλωμή, φλόγα φιλί και χάδι.
Και μάνα σαν να ήσουν γνοαιαστική
να πιω το στήθος σου θα μου γυμνώσεις
τραβώντας με στην αγκαλιά σου μέσα.
Κι όταν σωπάσουν τα θεριά εντός σου
στην πατρική υπακούγοντας φωνή μου
με γαλιφιές και νάζια και καπρίτσια
σαν κόρη καλομάθητη θα με ζαλίσεις.
Και πια, πρωί, δούλα θα γίνεις υποταχτική και πριν σου τα ζητήσω όλα θα τα 'χω
όσα ένας άντρας χρειάζεται προτού
από TO σπίτι για δουλειά κινήσει…

Αγαπημένη, λατρευτή,
φως ύστερα από νύχτα αιώνων,
της ύπαρξής μου αιτία και σκοπός εσείς,
πείτε μου κυρία-
να έρθω, ή την πόρτα όταν ανοίξτε
άγνωστον έναν μπρος σας θ' αντικρίστε;
Κυρία κοριτσάκι μου μικρό
πέστε μου
απόψε ο πληθυντικός
μπορεί ένας μελένιος ενικός να γίνει
και μες στο μέλι του οι δυο μας
για πρώτη μας και ύστατη φορά
να ενωθούμε;



ιγ.

Πού θα βγει αυτό;
Πού θα πάει;
Ποια θα 'να η κατάληξή του;
Πού τραβάει;
Κάθε φορά τα ίδια.
Κάθε φορά.
Κάθε φορά που θα τη συναντήσω
οι ίδιοι χτύποι της καρδιάς,
το ίδιο τρεμούλιασμα,
το ίδιο λύσιμο γονάτων.
Πού θα πάει;
Και μη μου πει κανείς πως υπερβάλλω.
γιατί θα του ευχηθώ ίδια να πάθει.
Και ποιος δε θα 'νιωθε
τη γη κάτω απ' τα πόδια του να χάνεται
όταν μπροστά στα μάτια του μία θρησκεία
καταρρέει;
Ποιος θ' άντεχε
καθώς στο δρόμο περπατεί

Άγγελο έναν ν' ανταμώνει –
που χρόνια τώρα μας μαθαίνουνε
ότι στους ουρανούς μονάχα ζει-
χωρίς ως τα κατάβαθα να ταραχτεί η ψυχή του;
Κάποιος ας έρθει να μου πει και να με πείσει
πως πλάσμα είναι γήινο αυτή...
Ποιος το μπορεί;
Ορίστε!
Τα μάτια αυτά
που αστραποβολούν χίλιες αγνότητες
μπορεί άνθρωπος να τα 'χει;
Εκείνο το χαμόγελο
ποιος σοβαρά θα ισχυριστεί
από ανθρώπου ότι βγαίνει στόμα;
Και βάδισμα ειν' αυτό ή πέταγμα
που σαν πνοή το θείο σώμα πάει;
Κι η χάρη αυτή του σώματος δεν είναι θεία;
Κι αυτά τα μάτια με τα εξαίσια λαμπυρίσματά τους
τι γήινο σας θυμίζουνε-μου λέτε;
Όχι, εμπρός!
Ελάτε!
Πέστε μου!
Ελάτε!
Ελάτε να με πείσετε
πως γήινο ειν' αυτό το πλάσμα. Τότε σείς
θα γίνετε ο θεός μου
που από βάσανο ένα τέτοιο με γλιτώσατε.
Και αν με τ' άλλα ετελειώσατε, να δω τι κουταμάρες θα μου βρείτε
όλων της των κινήσεών την αβρότητα
για να 'ξηγείστε.
Όχι-ελάτε, πέστε μου!
Πώς στρέφει έτσι το κεφάλι;
Πώς κρατεί έτσι στο χέρι της
μια φούστα απ' το καθαριστήριο;
Κι ακόμα-
ή θα με βγάλτε και στραβόν;-
πώς εξηγείται που ο τόπος όλος φέγγει
από μακριά μονάχα όταν φανεί;
Και μελωδίες γιατί ακούγονται
μόνο που πάει το στόμα της ν' ανοίξει;
Λοιπόν; Μην όλ' αυτά είναι συμπτώσεις-
τι λόγος!-
ή κάτι άλλο;
Λοιπόν;..



ιδ.
Θα φύγω απ' αυτή τη γειτονιά,.
Να ζω μαζί, κοντά σας-δεν μπορώ.
Δεν το αντέχω.
Μια γειτονιά τυφλών ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΗ.
Πώς μπορούν ασυντάραχτοι να σας θωρούνε;
Κάθε ΰμέρα να περνούνε δίπλα σας,
να σας κοιτάζουνε και να σας λένε μόνο μία καλημέρα
ή ένα γειά, όπως για όλσυς τους ανθρώπους κάνουν;
Και μόνος εγώ να απομένω για να σας λατρέψω.
Και πάνω μου να πέφτει όλο το βάρος,
όλη η ευθύνη
της γνώυης του ανεπανάληπτου σε σας;
Δεν το αντέχω.
Ήσυχοι οι άλλοι,
Πάνε στις δουλειές τους, ψωνίζουνε,
κι όταν σας συναντούν στο δρόμο
κάνουν όπως_αν έβλεπαν κάποια γυναίκα
οποιαδήποτε.
Κι όλο το βάρος της αντίληψης του θειου να πέφτει
πάνω μου.

Δεν το αντέχω.
Αυτά τα μάτια δεν τσυς τυφλώνουν;
Αυτό το περίγραμμα του σώματος δεν τους αφυπνίζει;
To βλέπω αυτό κάθε ημέρα με τα μάτια μου.
Δε μιλάω.
Δεν καταλαβαίνουν, λέω, οι καημένοι...

Ναι, δεν καταλαβαίνουνε, μπορεί.
Μα αυτό δεν είναι λόγος για να αφήνεται
το βάρος όλης της λατρείας σας σε μένα.
Λεν το αντέχω.

Και οι υπόλοιποι συμπολίτες μας το ίδιο.
Μια πολυκατοικία καλά,
μια γειτονιά καλά,
μα μία πόλη να μην έχει αίσθηση-πολύ πηγαίνει.

Τόσων πολλών να επωμιστώ τις υποχρεώσεις...

Εγώ να πρέπει να πω τα πάντα για σας.
Εγώ να πρέπει να σας περιγράψω.
Εγώ να πρέπει να καραδοκώ να σας ιδώ κρυφά.
Εγώ να υποφέρω που δε σας βλέπω.
Εγώ να -υποφέρω αν σας δω,
Εγώ να προσεύχομαι να μη βρεθείτε μπρος μου ξαφνικά
και συντριφτώ από ένα βλέμμα σας.
Εγώ να σας υμνώ για λογαριασμό τόσων άθρησκων.
Εγώ…εγώ…εγώ…
Κάποτε ο άνθρωπος λυγίζει. Δεν το αντέχω.
Και σεις ούτε μια κίνηση ανταπόδωσης-ούτ’ ένα
αντίδωρο.
Χωρίς εμένα τι θα ήσασταν;
Ό,τι ο θεός αν δεν υπήρχαν οι άνθρωποι να τον υμνούν.
Όλοι oι θεοί κάτι δωρίζουν στους πιστούς τους.
Εσείς τίποτα σε μένα, τον μοναδικό πιστό σας.
Νομίζετε πως παίρνετε κι από άλλους δώρα;
Κοιτάξτε καλλίτερα: όλα από μένα έρχονται.
Οι άλλοι σας παίρνουν,
Σεις
έτσι θα με αφήστε να φθαρώ;
Θα φύγω από την πόλη.
Αν προλάβω.
Να φύγουν τα πολλά τα κρύα να μπορώ να κινηθώ.
Μείνετε με όντα που δε σας αναγνωρίζουν.
Έτσι το θέλετε, ας γίνει έτσι.
Σκορπάτε για Κανένανε TO Φως σας.
Ο μόνος Κύκλος μείνετε στων Γωνιών το Κράτος.
Θα φύγω μακριά από την υπεροψία σας.
Κάποιος θα βρεθεί να σας χαιδεψει. Σας αρκεί αυτό; πολύ καλά.
Ένας πιστός μονάχα για ένα θεό, ο πιστός απόλλυται.


Εγώ ν' ανάψω στο ναό σας τα κεριά,
εγώ στην Άγια Τράπεζά σας να δεηθώ,
εγώ στις λειτουργίες ολες, εγώ τα Μυστήρι να τελέσω,
εγώ τις θυσίες,
εγώ τις τελετές, εγώ, εγώ, εγώ.
Εγώ σκυλί έξω απ' την πόρτα σας.
Εγώ κουβαλητής στο τραπέζι της αδιαφορίας σας.
Εγώ αρχισερβιτόρος και θαλαμηπόλος σας.
Εγώ δοσίματα και αφιερώματα και τάματα
και πλούτη στα πόδια σας μπροστά να καταθέτω.
Μου κόπηκε η μέση απ το κουβάλημα.
Τα πόδια μου πριστήκανε.
Ένα μυαλό και δΰο χέρια δεν τα προλαβαίνουν όλα. Μία καρδιά πόσα να δώοει πια.
Πλήρης μέσα στην αγιότητά σας, μόνο να δέχεστε μπορείτε.
Λοιπόν δημιουργήστε τις προυποθέσεις να σας δίνουνε πολλοί.
Πώς τόσα που σας πρέπουν μόνο ένας να τα κουβαλεί; Τουλάχιστο ας μη δίνατε οΰτε σε μένα την ικανότητα να ξεχωρίζω.
Να μη σας έβλεπα κι εγώ.
Γιατί σε μένα μόνο μάτια δώσατε που να σας βλέπουν;
Θα φύγω
Έτσι δεν πράττει ένας λογικός θεός.
Ως κι ο θεός των χριστιανών προνόησε: "αυξάνεστε-
πληθύνεστε" τους είπε,
Εσείς αφήνετε στην Κόλασή σας μόνον τον Αδάμ,
Μια Εύα κι ένα φίδι έστω-ξεγελάστε με.
Αδύναμον με κάνατε. Στηρίγματα ζητώ ή καταρρέω. Θέλετε να χαλάσετε τον κόσμο;
Ωραία. Φεύγω.


Με το που έφυγα όλα πάνε όπου πάνε οι άνεμοι.
Μία κoινή θνητή θα γίνετε και πάλι,
Ένας κόσμος άψυχος θα σας περιβάλει.
Μπορείτε -αυτό να το ανεχτείτε;

Ή μήπως λάθος έκανα και κάποιο ξόανο λατρεύω;
Ένα μόσχο χρυσό:
Μήπως σας έπλασε ο πόθος μου γι αγάπη;
Ή μήπως πλάσμα της φαντασίας μου είσαστε;
Μη δεν υπάρχετε κι έφτιαξα κάτι από ανάγκη να πιστεύω
κάπου;
Μα σάμπως σας ακούμπησα καθόλου για να δω αν σάρκα
έχετε κι εσείς;
Θα φύγω.
Ή μήπως μ' αποφεύγετε ίσως σαν θεός αληθινός,
μη την ανυπαρξία σας αγνοήσω;
Κι αν έχετε υπόσταση τότε ο κόσμος είστε σεις κι εγώ.
Χωρίς μας ο κόσμος, το σύμπαν, αφανίζονται!
Εμείς κρατάμε την ουσία που ονειρεύεται λοιπόν.
Χωρίς μας πάει τ' όνειρο.
Χωρίς εμένα δεν υπάρχετε,
Χωρίς εσάς δεν υπάρχω.
Δικαιοσύνη
Επιτέλους έτσι.
Αμφιβολία δε χωρεί γι αυτό'
κι απόδειξη είναι πως εγώ μόνο σας ξέρω.
Ας χαλάσουμε λοιπόν τον κόσμο.
Θα φύγω από την πόλη.
Θα σας αφήσω πίσω μου έναν όπως όλους.
Θ' αφήσω ερείπια πίσω μου-χαλάσματα μαζί μου θα
κουβαλώ.
Κολλημένα πάνω μου.
Αν υπήρχε κάποιος να με δει θα ’βλεπε να περπατεί ένα
κορμί από χαλάσματα με σχήμα ανθρώπου..


Και σεις μια σκιά θα μείνετε,
κάτι ανυπόστατο
που θα ζητιανεύει να υπάρξει πάλι.
Μια σκιούλα που θα γυρεύει ταυτότητα.
Και δε θα βρίσκει..
Εηειδη τη μοναδική της ταυτότητα,
που εγώ της έδωσα όταν την έφερα στο φως
φεύγοντας την εχάλασα-
άλλωστε αυτό δε θα πει: φεύγω;
Κι εγώ θα περιφέρομαι χωρίς θεό στις πόλεις.
Άθεος.
'Οπως άπολις.
Και άπατρις.
Και αήθης.
Ένας σωρός από "α-" στερητικά η ζωή μου-συνηθισμένος
είμαι.
Κι α' μου 'ρθουνε καλά τα πράματα
θα φτιάξω άλλονε θεό για να λατρέψω.
Σωρός οι θεοί μέσα στον κόσμο.

Κι όμως
καλά σε είχα φτιάξει,
Μυαλό, ψυχή. σου έδωσα.
Ευαισθησία να ξεχωρίζεις τ' όμορφο.
Κορμί ιδεατό πoυ ουρανικές να σέρνει πίσω του
ομορφιές…
Μάτια για να με βλέπεις μόνο δεν επρόβλεψα,
Κι αυτό ήταν η καταστροφή.
Κοιτάς εκεί που δεν είμαι.
Ένα είδος παραόρασης.
Σκέφτομαι αν πρέπει πριν να φύγω να σ’ αφήσω στη ζωή.
Σκάφος σε θάλασσα τελείως αδειανό και ακυβέρνητο.
Κυψέλη δίχως μέλισσες.
Κρανίο χωρίς μυαλό.
Μα να χαλάσω ένα μηδενικό γιατί;
Ναι, στην κενή σου στρογγυλότητα θα σε αφήσω.

Ζήσαμε όμως και στιγμές καλές οι δυο μας,
Ήτανε οι οτιγμές όταν σου επρωτόδωσα ζωή.
Και ήτανε αυτές η έκπληξή σου.
Κάτι τότε σου φάνηκε όμορφο.

Με τις αισθήσεις σου τις άλλες το 'νιωσες.
Ένιωσες πως είσαι κάτι εpιτέλους,
Κάτι έξω από την καθημερινότητα.
Μόνη εσύ απ’ όλες TO έζησες αυτό.
Λίγο από το θρο που άκουγες καθώς περνούσα,
λίγο από τα λόγια που σου είπα όταν αποφάσισα να σου
μιλήσω,
λίγο απ’ την αφή των βιβλίων που σου 'δωσα.
Κι ενώ είχες πάρει δρόμο αυτοαναγνώρισης,
ξάφνω,μ' αφήνεις μες στα κρύα του λουτρού ολόγυμνον.
Φεύγω.
Μα να ξέρεις:
Τ' αστέρια υπάρχουν μες στα μάτια σου.
To κρύο και το ζεστό είναι στα δάχτυλά σου.
Η μυρουδιά είναι στη μύτη σου
κι οι γεύσεις όλες
στη γλώσσα σου επάνω απλωμένες.
Να ξέρεις:
Των δέντρων οι ρίζες είναι η καρδιά σου.
Της χελώνας το περπάτημα είναι η ανυπομονησία σoυ.
Να ξέρεις:
Η γνώση είναι αντανάκλαση των πραγμάτων.
Η σκέψη είναι η λογική αιτία της φύσης.
Το τέλος είναι η αρχή.
Να ξέρεις:
Κάθε γέννηση φέρνει μια καταστροφή.
Ο κόσμος ολόκληρος είναι μια αιώνια τραγωδία.
Η Τέχνη είναι ελάχιστη μπροστά στην ανάγκη.
Δουλειά του ποιητή είναι να δημιουργεί στους άλλους
ποιητική διάθεση.
Ακόμα:
Ο δρόμος προς τον πλησίον είναι ιπολύ μακρύς,
Με κάθε μας αναπνοή θα 'μπαινε μέσα μας ο θάνατος,
όμως εκπνέοντας τον διώχνουμε.
Η χτεσινή μας μέρα δεν είναι πια παρά ένα κούφιο όνειρο
της φαντασίας μας.
Αυτός που έχει περισσότερο πνεύμα υποφέρει
περισσότερο.
Η τρέλα μας φτάνει να παίρνουμε νια υπέρτατο σκοπό
των πράξεών μας τη γνώμη του άλλου.
Διανοούμενοι είναι αυτοί που διάβασαν τα βιβλία που
έγραψαν άνθρωποι. Ποιητές είναι αυτοί παυ διάβασαν το
βιβλίο του σύμπαντος.
Και το σποϋδαιόχερο: δεν υπάρχεις.
Αν θέλεις να υπάρξεις πρέπει μόνη σου να αγωνιστείς;
Kαι τα τέσσερα σκαλιά της προσπάθειάς σου να είναι:
Σκαλί πρώτο: "είμαι γυναίκα".
Σκαλί δεύτερο: «είμαι άνθρωηος»,
Σκαλί τρίτο: "είμαι".
Και σκαλί τέταρτο: "δεν είμαι".
Τότε θα έχεις φτάσει.
Θα φύγω από την πόλη.