Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

 ΕΝΑΣ ΠΑΡΆΞΕΝΟΣ ΆΝΘΡΩΠΟΣ

ΠΡΌΣΩΠΑ

ΑΛΕΞΈΙ Κιρίλοβιτς
ΛΕΟΝΊΝΤ Σεργκιέγεβιτς-παιδί-δημοσιογράφος
ΙΒΆΝ φίλος του Αλεξέι
ΆΝΝΑ σύντροφος του Αλεξέι
ΕΡΜΊΡ ΜΈΝΙΚΟ αλβανός αλλοδαπός
ΓΚΕΌΡΓΚΙ ΝΙΤΌΓΙΟΥ ρουμάνος αλλοδαπός
ΝΤΆΡΙΑ Μαξίμοβνα-αδελφή του Αλεξέι
ΜΠΌΡΙΣ Μαξίμοβιτς-άντρας της
ΝΑΤΑΣΑ και ΑΛΙΝΑ-κόρες τους
ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ και ΠΙΟΤΡ-άντρες τους
ΒΑΣΙΛΙ, ΌΛΓΚΑ και ΝΟΡΑ- εγγόνια τους
ΜΑΞΊΜ Μπρούκοβιτς-αδελφός του Αλεξέι
ΒΕΡΟΎΣΚΑ Μπρούκοβα-γυναίκα του
ΜΙΛΑ, ΝΑΤΑΛΙΑ, ΑΝΤΡΕΙ-παιδιά τους
ΑΛΕΞΑΝΤΡ, ΦΙΟΝΤΟΡ, ΚΑΤΑΡΙΝΑ, ΣΒΕΤΛΑΝΑ-εγγόνια τους
ΑΝΤΟΝΙ-γιος του ΑΛΕΞΈΙ
ΜΊΣΑ-γυναίκα του
ΜΙΚΑΈΛΑ-κόρη τους
ΝΙΚΟΛΑΙ ΜΠΟΥΛΓΚΑΝΩΦ-δικηγόρος




ΣΚΗΝΉ ΠΡΏΤΗ

Δωμάτιο σπιτιού κάπου στη Ρωσία, με ακριβά έπιπλα και με τζάκι.
Παιδί καθιστό, με γυαλιά, δεκαπεντάχρονο, με μολύβι και χαρτί. Απέναντί του ο Αλεξέι. Το παιδί παίρνει συνέντευξη από τον Αλεξέι.

ΠΑΙΔΊ
(συνεχίζοντας τις ερωτήσεις και κρατώντας σημειώσεις)
Κοπιάσατε πολύ για να γίνετε πλούσιος;

ΑΛΕΞΈΙ
Ναι, στην αρχή, ώσπου να μάθω τις λεπτομέρειες της δουλειάς. Τα λεφτά κατόπιν έρχονταν σε μένα με λιγόωρη καθημερινή απασχόληση, χωρίς πολύ κόπο.

ΠΑΙΔΊ
Οικογένεια έχετε κύριε Αλεξέι Κιρίλοβιτς;

ΑΛΕΞΈΙ
Οι γονείς μου έχουν πεθάνει. Εκτός από μένα έκαναν κι άλλα δύο παιδιά, όμως αδέρφια δεν έχω. Εγώ έκανα ένα αγόρι, όμως παιδί δεν έχω.

ΠΑΙΔΊ
Δεν καταλαβαίνω κύριε Αλεξέι Κιρίλοβιτς…

ΑΛΕΞΈΙ
‘Έχεις δίκιο. Είσαι παιδί ακόμη. Λοιπόν διάγραψε την ερώτηση, ή αν θέλεις να την αφήσεις γράψε σαν απάντηση «όχι».

ΠΑΙΔΊ
Καλλίτερα να την διαγράψω.
(Σβήνει)
Είσαστε γνωστός και σαν ποιητής. Πώς παντρέψατε τη δουλειά με την ποίηση;

ΑΛΕΞΈΙ
Δεν τις πάντρεψα καλό μου παιδί. Το σώμα μου ήτανε δοσμένο στη δουλειά και η ψυχή μου στην ποίηση.

ΠΑΙΔΊ
Είναι αλήθεια ότι πουλήσατε όλα σας τα υπάρχοντα στην Αμερική και ήρθατε για να μείνετε στην πατρίδα;

ΑΛΕΞΈΙ
Ναι, τα πούλησα όλα, όμως δε θα μείνω στην πατρίδα. Θα γυρίσω στην Αμερική.

ΠΑΙΔΊ
Πολλά παιδιά στο σχολείο θαυμάζουν που ένα φτωχόπαιδο κατάφερε να αποκτήσει τόσο μεγάλη περιουσία. Τι θα τα συμβουλεύατε να κάνουν για να πετύχουν κι αυτά;

ΑΛΕΞΈΙ
Α! Πρέπει να σου πω ότι δεν είναι επιτυχία στη ζωή να γίνει κανείς πλούσιος. Μάλιστα το αντίθετο-οι πετυχημένοι στη ζωή βρίσκονται ανάμεσα στους φτωχούς. Επιτυχία στη ζωή είναι να τραβήξεις το δρόμο που θέλεις. Και τα λεφτά είναι βάρος σ’ αυτό.

ΠΑΙΔΊ
Σας αρέσει να ταξιδεύετε και να βλέπετε τα αξιοθέατα του κόσμου;

ΑΛΕΞΈΙ
Μου αρέσει να ταξιδεύω για τα αξιοθέατα της Φύσης. Αποφεύγω να βλέπω τα δημιουργήματα του ανθρώπου γιατί βλέποντάς τα υποφέρω όταν σκέπτομαι τις στρατιες των δυστυχισμένων σκλάβων που τα δημιούργησαν.

ΠΑΙΔΊ
Πηγαίνετε στην εκκλησία;

ΑΛΕΞΈΙ
Μόνο κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα.

ΠΑΙΔΊ
Δεν πιστεύετε στο Θεό;

ΑΛΕΞΈΙ
Αν το Θεό τον ονομάσεις ύλη, τότε είμαι φανατικός πιστός.

ΠΑΙΔΊ
Αγαπάτε τη Ρωσία περισσότερο ή την Αμερική;

ΑΛΕΞΈΙ
Αγαπητό μου παιδί, ο δικός μου κόσμος δεν έχει σύνορα. Αγαπώ το ίδιο όλες τις χώρες του κόσμου γιατί όλες μαζί φτιάχνουν τη μόνη χώρα που υπάρχει-τη γη.

ΠΑΙΔΊ
Όμως η ρώσικη πατρίδα δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο για σας;

ΑΛΕΞΈΙ.
Κάθε λαός έχει κάτι ιδιαίτερο. Στον ένα και μοναδικό οργανισμό που υπάρχει πάνω στη γη, οι ρώσοι είναι η ψυχή του. Άλλοι λαοί είναι τα χέρια και τα πόδια, άλλοι το μυαλό, η καρδιά και λοιπά. Αυτό δε σημαίνει ότι αγαπώ περισσότερο τους ρώσους. Όλοι οι λαοί είναι χρήσιμοι και απαραίτητοι για την ανθρωπότητα. Ένας αν έλειπε από αυτούς, η ανθρωπότητα θα ήταν ανάπηρη.

ΠΑΙΔΊ
Κύριε Αλεξέι Κιρίλοβιτς, σκέπτεστε να κάνετε κάποια δωρεά στην μικρή μας πόλη που είναι και η πόλη που γεννηθήκατε;

ΑΛΕΞΈΙ
Όχι. Κάτι τέτοιο θα ήτανε ένα είδος ελεημοσύνης και οι ρώσοι δε ζητιανεύουν.
(Η πόρτα χτυπάει, μισανοίγει και εμφανίζεται ο Ιβάν.)

ΙΒΆΝ
Ω! Με συγχωρείς. Δεν ήξερα ότι έχεις παρέα.
(Κάνει να φύγει)

ΑΛΕΞΈΙ
Έλα μέσα Ιβάν. Μη φεύγεις. Θα σε διώξω από το σπίτι σου;.. Ο Λέων Σεργκέγιεβιτς με ρωτάει μερικά πράγματα για την εφημερίδα του σχολείου του.

ΠΑΙΔΊ
Της τάξης μου. Κάθε τάξη βγάζει την εφημερίδα της.
(στον Ιβάν)
Γεια σας γιατρέ!

ΙΒΆΝ
(Κάθοντας)
Γεια σου παιδί μου. Μια συνεντευξούλα δηλαδή…

ΠΑΙΔΊ
Μάλιστα. Και εμείς, οι μαθητές της τρίτης τάξης είμαστε που σκεφτήκαμε να πάρουμε συνέντευξη από τον κύριο Αλεξέι Κιρίλοβιτς. Θα κάνει εντύπωση όχι μόνο στα παιδιά αλλά και στην πόλη.

ΙΒΆΝ
Μάλιστα. Σεργκιέγεβιτς… είσαι γιος του χασάπη;

ΠΑΙΔΊ
Μάλιστα.

ΙΒΆΝ
Μπράβο, καλά υπόθεσα. Χτες ήμουν στο μαγαζί σας.
(στον Αλεξέι)
Μα να μη σας διακόψω…

ΑΛΕΞΈΙ
Δεν διακόπτεις, ύστερα δε λέμε τίποτα μυστικά. Ίσα ίσα που αυτά που λέμε τώρα θα τα μάθει όλη η πόλη αύριο. Κάθισε Ιβάν
(περιπαικτικά)
…σαν στο σπίτι σου…
(στο παιδί)
Τι λες παιδί μου, συνεχίζουμε;

ΠΑΙΔΊ
Μάλιστα.  Όμως σχεδόν τελείωσα, δυο ερωτήσεις μόνο ακόμα. Είστε ευχαριστημένος από τη ζωή σας κύριε Αλεξέι Κιρίλοβιτς;

ΑΛΕΞΈΙ
Ναι, πολύ.

ΠΑΙΔΊ
Μπορώ να σας κάνω και μια προσωπική ερώτηση κύριε Αλεξέι Κιρίλοβιτς, που σας το ομολογώ, οι μεγάλοι περισσότερο θέλουν να μάθουν την απάντηση σ’ αυτήν.

ΑΛΕΞΈΙ
Μπορείς να με ρωτήσεις ό,τι θέλεις.

ΠΑΙΔΊ
Είστε παντρεμένος με την κυρία Άννα;

ΑΛΕΞΈΙ
(χαμογελώντας)
Ώστε ενδιαφέρει τους κατοίκους αυτό; Όχι, δεν είμαι.

ΠΑΙΔΊ
Σας ευχαριστώ κύριε Αλεξέι Κιρίλοβιτς. Γεια σας!
(Σφίγγει το χέρι του Αλεξέι )
(στον Ιβάν)
Γεια σας γιατρέ!
(Βγαίνει)

ΙΒΆΝ
Καλό παιδί. Τώρα τα παιδιά βγάζουν εφημερίδες… εμείς ούτε βιβλία δεν είχαμε να μάθουμε την αλφαβήτα…

ΑΛΕΞΈΙ
Άλλοι καιροί βλέπεις…

ΙΒΆΝ
(με ενδιαφέρον)
Βρήκες την πετσέτα που είχα βάλει στο συρτάρι σου;

ΑΛΕΞΈΙ
Ναι. Και έκανα ένα καλό μπάνιο…Αν δεν ήσουνα εσύ Ιβάν, ίσως δεν θα ερχόμουνα καθόλου εδώ. Μισώ τα ξενοδοχεία-την παγωμάρα τους, τη μοναξιά τους, τα χαμόγελα ετικέτας τους… Τα αγαπώ όσο και τα αεροδρόμια. Δεν είναι ένα είδος δυστυχίας να είμαι αναγκασμένος να χρησιμοποιώ, έστω και σπάνια και τα δυο τους; Είμαι τόσο ποτισμένος με την απέχθεια αυτή, που θα έλεγα πως ούτε η παρέα της Άννας δεν τη διώχνει τελείως από την ψυχή μου. Για ολ’ αυτά σ’ ευχαριστώ και πάλι που με φιλοξενείς στο σπίτι σου.

ΙΒΆΝ
Εγώ είμαι ο κερδισμένος που θα φάω για τις λίγες μέρες που θα μείνεις σπιτικό φαγητό…

ΑΛΕΞΈΙ
Σε πιστεύω. Και μένα μου είχε λείψει τα πρώτα χρόνια στην Αμερική.

ΙΒΆΝ
Αλεξέι, ήρθες πριν τρεις μέρες και με τις δουλειές μου λίγο μόνο σ’ έχω δει. Σήμερα όμως που δεν έχω να πάω στο νοσοκομείο τι θα 'λεγες να τα πούμε οι δυο μας, όπως τον παλιό καιρό… τότε… είκοσι χρόνια πριν…

ΑΛΕΞΈΙ
Ξέρεις ότι η παρέα σου πάντοτε μου ήτανε ευχάριστη. Μα και όταν έφυγα, τα γράμματά σου ήτανε για μένα βάλσαμο στην ψυχή, όταν ακόμα βασανιζόμουν από το νόστο. Και σήμερα, είκοσι χρόνια μετά, με την ίδια ευχαρίστηση σε βλέπω. Η φιλία μας δεν έσβησε αλλά δυνάμωσε με τα χρόνια. Λοιπόν, ας κάτσουμε κοντά στο τζάκι να μιλήσουμε για καινούργια και παλιά.
(Ο Ιβάν κάθεται, το ίδιο και ο Αλεξέι)

ΙΒΆΝ
Η Άννα πού είναι;

ΑΛΕΞΈΙ
Πήγε να ψωνίσει για να μας φτιάξει κάτι.

ΙΒΆΝ
Πώς βλέπεις τη Ρωσία μας μετά τόσα χρόνια;

ΑΛΕΞΈΙ
Αγνώριστη έχει γίνει.

ΙΒΆΝ

Και το Πόλσκ;

ΑΛΕΞΈΙ
Και η πόλη μας άλλαξε. Με δυσκολία θα γνώριζα τη γειτονιά μας αν δεν μου την έδειχνες εσύ.

ΙΒΆΝ
Έχεις δίκιο. Μετά από τη Μεγάλη Πτώση όλα άλλαξαν. Καπιταλισμός τώρα. Και ξέρεις, άγριος καπιταλισμός που έπεσε με μανία πάνω στην κοινωνία μας, σαν νερό που πλημμυρίζει μια πεδιάδα όταν σπάσει το φράγμα που το συγκρατούσε. Και θα περάσουν καμμιά δεκαριά χρόνια ακόμα μέχρι να έρθει η ισορροπία.

ΑΛΕΞΈΙ
Έτσι είναι αλήθεια…

ΙΒΆΝ
Μα γιατί φεύγεις τόσο γρήγορα; Ήρθες πριν τρεις μέρες και μεθαύριο μας λες αντίο πάλι…

ΑΛΕΞΈΙ
Δεν έχω κάτι εδώ να με κρατήσει.

ΙΒΆΝ
Γιατί ήρθες; Αν επιτρέπεται δηλαδή…

ΑΛΕΞΈΙ
Μα τι λες; Αν δεν μπορώ να μιλήσω σε σένα τότε σε ποιον; Ήρθα για να αφήσω την Άννα.

ΙΒΆΝ
Την Άννα… Ελάχιστα ξέρω γι αυτήν. Πες μου λοιπόν ποια είναι η Άννα; Πότε, πώς τη γνώρισες; Και τι ρόλο παίζει στη ζωή σου;

ΑΛΕΞΈΙ
Η Άννα είναι από τη Μόσχα. Έφυγε για την Αμερική μετά τη Μεγάλη Πτώση. Ήρθε στο Λος Άντζελες όπου ήμουν κι εγώ, δώδεκα χρόνια πριν. Ήταν παντρεμένη με κάποιον αμερικάνο δικηγόρο. Ρώσος εγώ, ρωσίδα αυτή, όταν γνωριστήκαμε είπαμε να ξαναϊδωθούμε μ’ αυτήν και με τον άντρα της.
Εγώ ήμουν μόνος, απαισιόδοξος και αμίλητος όπως με ήξερες.
Από την πρώτη φορά που με είδε η Άννα, μου φάνηκε σαν να μου έδινε περισσότερη προσοχή από όσην δίνει μια παντρεμένη γυναίκα σε κάποιον ξένο. Δεν τολμούσα να της πω τίποτε αφού ήτανε παντρεμένη, με ξέρεις άλλωστε πόσο ντροπαλός ήμουν πάντοτε με τις γυναίκες.
Μα αυτό που δεν έκανα εγώ το έκανε η τύχη.
Στην Αμερική, κάθε γειτονιά έχει ένα χώρο όπου γίνονται πολιτιστικές εκδηλώσεις. Κάθε ημέρα της εβδομάδος είναι ορισμένη για να γίνονται εκεί μουσικές εκδηλώσεις, θεατρικές παραστάσεις, φιλοσοφικές ομιλίες, ποιητικές βραδιές. Εκεί πήγαινα εγώ σε κάθε λογοτεχνική βραδιά και διάβαζα τα ποιήματά που έγραφα. Ξέρεις…

ΙΒΆΝ
Ναι, θυμάμαι πως έγραφες.

ΑΛΕΞΈΙ
Σε κάποια από αυτές τις βραδιές ήρθε και η Άννα. Από τη βραδιά εκείνη ήρθε πολύ πιο κοντά μου. Και συχνά έβρισκε ή δημιουργούσε ευκαιρίες να είναι μαζί μου και να μου λέει πόσο την είχαν αγγίξει τα ποιήματά μου.
Ώσπου κάποια μέρα μου είπε ότι θα χώριζε από τον άντρα της και μετά ότι, αν το ήθελα κι εγώ, θα ερχόταν να μείνει μαζί μου.
Ήταν η περίοδος που οι δουλειές μου πήγαιναν καλά, χωρίς να χρειάζεται η παρουσία μου όλη την ημέρα στη δουλειά. Ως για τα άλλα, όλα με έσπρωχναν να στέρξω σ’ αυτή τη συγκατοίκηση: η Άννα είναι νέα και όμορφη, ταιριάζαμε στον χαρακτήρα, είναι ήρεμη και σκεπτόμενη γυναίκα, τι άλλο θα ήθελα από τη ζωή μου πέρα από αυτό; Δεν έμενε παρά να της ξακαθαρίσω ότι δεν επρόκειτο να την παντρευτώ, επειδή δεν πιστεύω στον γάμο.
Ούτε αυτή ήθελε να ξαναπαντρευτεί και έλειψε κι αυτή η πιθανότητα ασυμφωνίας.
Έτσι, έξη μήνες μετά, η Άννα χώρισε και ήρθε να μείνει μαζί μου.
Από τότε είμαστε μαζί, κοντά δέκα χρόνια τώρα.
Είναι ό,τι ονειρευόμουν να βρω. Και περνάμε καλά μαζί. Καμμιά φορά μου λέει: «Αν κάποτε δε με θέλεις πια, διώξε με-μη με σκεφτείς καθόλου. Μόνο άσε με να κρατήσω τους στίχους σου. Μαζί τους θα έχω κι εσένα κοντά μου.» Μα πώς μπορεί να μη θέλω κάποτε την Άννα; Θα ήτανε σαν να μην ήθελα τη ζωή μου, το αίμα μου, την ανάσα μου.
Και κάτι που δε θα το πιστέψεις. Ποτέ δεν ξόδεψε λεφτά για ν’ αγοράσει κάτι για τον εαυτό της και ποτέ δεν μου ζήτησε να της αγοράσω εγώ κάτι.
Αυτή είναι η Άννα με δυο λογια.

ΙΒΆΝ
Πράγματι είναι ιδιαίτερη περίπτωση. Δεν ξέρω τι να πω άλλο παρά ότι είσαι ένας τυχερός άνθρωπος-δίνεις ό,τι σε βαραίνει και παίρνεις ό,τι σου χρειάζεται!

ΑΛΕΞΈΙ
Καλά το λες.

ΙΒΆΝ
…Οι άνθρωποι έξω λένε ότι πούλησες όλα σου τα υπάρχοντα.

ΑΛΕΞΈΙ
Πώς αλήθεια μαθαίνεται κάτι δικό σου χωρίς να πεις κουβέντα γι αυτό… Αν θέλεις να διαδοθεί κάτι, αρκεί να κάνεις φανερά το πρώτο μόνο βήμα προς αυτό. Τότε αύριο θα το ξέρουν όλοι και μάλιστα καλλίτερα και από σένα τον ίδιο!

ΙΒΆΝ
(χαμογελώντας)
Έτσι είναι...

ΑΛΕΞΈΙ
Είναι αλήθεια, πούλησα όλα όσα είχα και δεν είχα. Το εργοστάσιο μου έδωσε τριάντα εκατομμύρια και δέκα εκατομμύρια τα άλλα μου ακίνητα. Έχω μια περιουσία μαζί μου.

ΙΒΆΝ
Πούλησες ό,τι είχες και δεν είχες και έφερες εκατομμύρια μαζί σου. Αλήθεια με τι τελικά ασχολήθηκες και σου έφερε τόσο χρήμα; Στα γράμματα δεν μπορούν να ειπωθούν όλα. Και λες θα φύγεις πάλι σε δυο μέρες. Και μου είπες ότι ήρθες εδώ για να αφήσεις την Άννα. Με έχεις μπερδέψει κάπως. Πώς δένουν όλα αυτά;

ΑΛΕΞΈΙ
Έχεις κάθε δικαίωμα να μάθεις. Θα σου τα πω λοιπόν όλα με λίγα λόγια… μήπως θα ήθελες πριν το φαγητό… δε λέω να σου φέρω εγώ αλλά- να πάρεις ένα ποτό;

ΙΒΆΝ
Δεν μου επιτρέπει η υγεία μου να πίνω. Πες μου λοιπόν. Μόνο να ρίξω ένα ξύλο στο τζάκι…
(σηκώνεται, ρίχνει ένα ξύλο στο τζάκι, συδαυλίζει τη φωτιά και κάθεται)

ΑΛΕΞΈΙ
Σου είχα γράψει ποτέ για τη Λίντα;

ΙΒΆΝ
Ναι, κάτι θυμάμαι.

ΑΛΕΞΈΙ
Η Λίντα λοιπόν ήτανε μια πανέμορφη και φιλόδοξη βουλγάρα. Είχε χωρίσει με τον πάμπλουτο άντρα της στη Βουλγαρία και ήρθε στην Αμερική για να κάνει λεφτά όπως έλεγε, και «να του δείξει» αυτουνού.
Αν δεν ήξερες όμως τη Λίντα, ξέρεις καλά εμένα. Και ξέρεις ότι απεχθάνομαι το χρήμα. Και πως μου αρκεί τόσο από αυτό, όσο για ένα κομμάτι ψωμί και ένα πιάτο φαγητό την ημέρα. Ποτέ δεν θα έμπαινα στη διαδικασία απόκτησης χρημάτων. Μα για να κάνω το χατήρι της Λίντας και να πάψει να με γκρινιάζει, μπήκα συνεταίρος σε ένα μαγαζί ηλεκτρονικών ειδών. Το κατάστημα πήγαινε καλά. Σε τρία χρόνια έγινε μια μικρή βιοτεχνία με είκοσι εργάτες-υπαλλήλους. Άλλα τρία χρόνια αργότερα αγόρασα από κάποιον την αποκλειστικότητα παραγωγής ηλεκτρονικών τσιπς, απαραίτητων για το σύστημα ευστάθειας των αεροπλάνων. Αυτό ήταν. Γρήγορα οι δέκα υπάλληλοι έγιναν εβδομήντα. Και σε πολύ λίγο, με προτροπή της Λίντας εξαγόρασα τον συνεταίρο μου.
Ιβάν, δε θα το πιστέψεις, το χρήμα λες ερχόταν μόνο του και εμπαινε στα συρτάρια μας.
Θα μπορούσα να μεγαλώσω ακόμα τη βιοτεχνία μου, όμως δεν το ήθελα.
Η Λίντα ήτανε στις χαρές της.
Αφού μέσω εμού πέτυχε ό,τι ήθελε, η Λίντα έφυγε από τη ζωή μου, αφού πρώτα  της εκχώρησα τη μισή επιχείρηση. Αυτό έγινε πέντε χρόνια πριν. Όταν αποφάσισα να κάνω ό,τι σου είπα, πούλησα και το δικό μου μερίδιό σ' αυτήν.
Και να ’μαι εδώ με όλα τα λεφτά μου.

ΙΒΆΝ
Να λοιπόν που επαληθεύτηκε στην περίπτωσή σου ότι τα λεφτά πηγαίνουν σε κείνους που δεν τα θέλουν!..

ΑΛΕΞΈΙ
Ναι! Ακριβώς έτσι έγινε!
(Χτύποι στην πόρτα. Ο Ιβάν ανοίγει και μπαίνει η Άννα. Λεπτή, όμορφη, με μαύρα μάτια και μαλλιά. Κρατάει σακκούλα με τρόφιμα στο χέρι)

ΆΝΝΑ
Γεια σας κύριε Ιβάν.
(στον Αλεξέι)
Γεια σου Αλέξη (τον φιλεί)
Θα με συγχωρήσετε, πάω να μαγειρέψω. Θα κάνω ψαρόσουπα.
(βγαίνει)

ΑΛΕΞΈΙ
(συνεχίζοντας την προηγούμενη συζήτηση)
Να σου λύσω και τις υπόλοιπες απορίες σου. Η Άννα είναι νέα, εγώ μεγάλος. Η ζωή είναι μπροστά της. Θέλω να την αφήσω ελεύθερη να κάνει μια νέα αρχή. Και για να τη βοηθήσω σ’ αυτό έφερα μαζί μου χεροπιαστά τα χρήματα. Θα τα αφήσω σε κείνη. Ως για μένα έχω μια σύνταξη, με φτάνει.
Όποτε της έλεγα το σχέδιό μου αυτό, εκείνη μου δήλωνε ότι λογαριάζω χωρίς τον ξενοδόχο, πως δηλαδή αυτή δεν θα φύγει ποτέ από κοντά μου και ότι τα χρήματα δεν τα θέλει.
Πιστεύω ότι αυτό που λέει το εννοεί. Μα δεν μπορούσα να μην επιχειρήσω να κάνω πραξη αυτό το σχέδιο σε ό,τι αφορά στην συμμετοχή μου σ’ αυτό.
Να με αφήσει και να φύγει από την Αμερική, ήταν αδύνατο. Είπα λοιπόν να έρθουμε μαζί. Σκέφτηκα ότι μπορεί, αν ξαναβρεθεί στην πατρίδα πάλι μετά τόσα χρόνια, κι αν δει τους δικούς της, τότε ίσως θελήσει να μείνει. Και ίσως αν δει ότι θα κάνω αυτό που λέω, αν δει τόσα λεφτά μπροστά της και όλα δικά της, ίσως λέω, να δει αλλιως το πράγμα. Και μπορεί τότε να ξεχάσει και μένα και τα ποιήματά μου.
Έτσι ή αλλιώς έπρεπε να το επιχειρήσω αυτό, αλλιώς θα ένοιωθα άσχημα υποθέτοντας ότι αν το έκανα μπορεί να έχει αποτέλεσμα.
Ίσως εδώ μπορείς να βοηθήσεις κι εσύ. Να της πεις αυτά που σου είπα με δικά σου λόγια, να βάλεις την πραγματικότητα μπροστά στα μάτια της.
Μη νομίζεις ούτε για μια στιγμή ότι θέλω να τη διώξω από κοντά μου. Με βαριά καρδιά θα γύριζα πίσω χωρίς την Άννα. Ξέρω όμως ότι δεν έχω το δικαίωμα να την κρατήσω κοντά μου. Αλλά αν μου δείξει πως ό,τι λέει θα το κάνει… τι να πω…

ΙΒΆΝ
Η οικογένειά της πού είναι; Έχει αδέρφια, γονείς; Ποιες είναι οι σχέσεις της μαζί τους;

ΑΛΕΞΈΙ
Έχει δυο αδερφούς και ζει η μητέρα της. Την αγαπάνε και τους αγαπάει. Τηλεφωνιούνται. Τη θέλουν κοντά τους. Νομίζουν μάλιστα ότι εγώ δεν την αφήνω να το κάνει. Και ανησυχούν για το μέλλον της. Η μητέρα της έκλαιγε μια φορά από το τηλέφωνο σε μένα. Μου έλεγε ότι η Άννα πρέπει να ξαναφτιάξει τη ζωή της, ότι υπάρχουν υποψήφιοι γι αυτό και πως γι αυτό πρέπει να γυρίσει στη Ρωσία. Η Άννα πάλι σου είπα έχει πάρει την απόφασή της. Φαντάσου πως δεν τους είπε ούτε ότι θα ερχόνταν εδώ, για να μη μεγαλώσει τη στενοχώρια τους ξαναφεύγοντας.

ΙΒΆΝ
Σ’ αγαπάει τόσο πολύ!

ΑΛΕΞΈΙ
Ας μη χρησιμοποιούμε τόσο εύκολα τη λέξη αγάπη. Ούτε εγώ ούτε η Άννα έχουμε πει ποτέ τη λέξη αυτή μιλώντας μεταξύ μας. Κι αν σου είπα ότι αγαπάει τους δικούς της, μα πάρε τη λέξη αγάπη με τη φτηνή έννοια που έχει στις καθημερινές συνηθισμένες συζητήσεις.

ΙΒΆΝ
Εσύ Αλεξέι αντίθετα, δεν έχεις σχέσεις με τους συγγενείς σου.

ΑΛΕΞΈΙ
Εγώ αντίθετα φίλε, δεν έχω συγγενείς.

ΙΒΆΝ
Το ξέρω από τότε. Φεύγοντας μου είπες ότι αν θέλω να είμαστε φίλοι να μη σου μιλήσω πάλι για τους συγγενείς σου.

ΑΛΕΞΈΙ
Όχι ακριβώς. Συνέχισα λέγοντάς σου «γιατί η συγγένεια δεν
έχει νόημα».

ΙΒΆΝ
Πράγματι.

ΑΛΕΞΈΙ
Περάσανε είκοσι χρόνια και υπάκουσα στην επιθυμία σου. Δεν σου μίλησα ποτέ γι αυτούς. Τώρα που ξανάρθες πες μου, μήπως έχεις αλλάξει γνώμη;

ΑΛΕΞΈΙ
Όχι. Δεν άλλαξα γνώμη. Άλλαξα όμως σε κάτι άλλο σχετικά με το θέμα. Δε μ’ ενδιαφέρει πια να μου μιλούν γι αυτούς, αρκεί να μη γίνεται η κουβέντα βαρετή, ό,τι ισχύει δηλαδή για κάθε θέμα, για τους περισσότερους ανθρώπους άλλωστε.

ΙΒΆΝ
Μπορώ λοιπόν να σε ρωτήσω γιατί αυτή η στάση απέναντι στους συγγενείς σου…

ΑΛΕΞΈΙ
Και θα σου απαντήσω. Τι είναι συγγενείς; Άνθρωποι του ίδιου γένους. Και λοιπόν; Οι υπόλοιποι άνθρωποι επί της γης είναι αλλογενείς για μένα. Και λοιπόν; Λόγια…λόγια…λόγια. Πες μου εσύ τώρα με τη σειρά σου, γιατί θα περίμενες να έχω άλλη στάση απέναντι στους συγγενείς ανθρώπους;

ΙΒΆΝ
Έλα Αλεξέι…δεν είμαι κανένα παιδάκι να μου αρχίζεις από την αρχή το μάθημα… Τους συγγενείς εκτός από την κοινή καταγωγή και λόγω ακριβώς αυτής, τους ενώνουν κοινές μνήμες, χρόνια ζωής μαζί τους, κοινές προσπάθειες, κοινά συμφέροντα πολλές φορές…

ΑΛΕΞΈΙ
Κοίταξε Ιβάν, αν η κοινή καταγωγή είχε κάποια συμβολή στη συντήρηση της ζωής ή την καλλιτέρεψή της, η Φύση θα είχε δώσει στον άνθρωπο τα ανάλογα ένστικτα: το ένστικτο της αδερφότητας, το ένστικτο της φροντίδας για τον πατέρα, τη μητέρα, τους θείους και τις θείες, τους ανεψιούς,τις ανεψιές και λοιπά. Δεν έχει δώσει κάποιο τέτοιο ένστικτο. Έχει δώσει το μητρικό ένστικτο μόνο, για να φροντίσει η μητέρα το παιδί ώστε αυτό να μην πεθάνει από πείνα ή δίψα ή οτιδήποτε άλλο ως τότε που αυτό μόνο του θα μπορεί να προσέχει τον εαυτό του. Και ας μιλάνε για αγάπη της μάνας για το παιδί της-το κάνουν όσοι αγνοούν ότι την ίδια «αγάπη» για τα παιδιά της έχει και μια αγελάδα, μια ύαινα, μια αρκούδα.
Μίλησες για κοινές μνήμες και για χρόνια που οι συγγενείς ζούνε μαζί.
Πίστεψε αυτό που θα σου πω. Όσο κι αν ψάξω στις μνήμες μου, δε θα βρω κάποια που να έχει να κάνει με τον, όπως τους λες, τον αδερφό ή την αδερφή μου. Ένα λευκό κενό καλύπτει την συνύπαρξή μου μαζί τους.

ΙΒΆΝ
Δεν μπορεί! Δε ζούσατε μαζί;..

ΑΛΕΞΈΙ
Και βέβαια ζούσαμε μαζί. Παρόλο τούτο, συμβαίνει ό,τι σου είπα. Αντίθετα, μνήμες κατακλύζουν το μυαλό μου από ένα γειτονόπουλο, από τους συμμαθητές μου κατόπιν, από τα φοιτητικά μου χρόνια, μα από τα λεγόμενα αδέρφια...τίποτα! Τίποτα κοινό δεν μας έδενε.
Γιατί να νοιώθω λοιπόν κάτι για τους ανθρώπους αυτούς; Επειδή μας γέννησε η ίδια μητέρα;
Μα η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Μένει να σου απαντήσω και για το… πώς το είπες;… «κοινές προσπάθειες» νομίζω…

ΙΒΆΝ
Ναι. Και κοινά συμφέροντα.

ΑΛΕΞΈΙ
Κοινές προσπάθειες… δεν μπορώ να υποθέσω ποιες θα ήσαν οι «κοινές προσπάθειες» ανθρώπων που τίποτα κοινό δεν έχουν. Τίποτα! Ως για κοινά συμφέροντα, κοινές διαφορές αν έλεγες, αν και οξύμωρο, θα πλησίαζε περισσότερο στο σωστό. Έτσι λοιπόν, θα σου φαντάζει τώρα χωρίς περιεχόμενο η ιδέα ότι πρέπει με τα αδέρφια μου να με συνδέει κάτι.
Τους βλέπω σαν όλους τους άλλους ανθρώπους: αδιάφορα. Αυτοί και οι οικογένειές τους δεν είναι για μένα παρά μερικά ακόμα δυστυχισμένα πλασματάκια από αυτά που ζουν πάνω στον πλανήτη κοκορευόμενα.

ΙΒΆΝ
Μίλησες για διαφορές-ποιες είναι αυτές;

ΑΛΕΞΈΙ
Μίλησα για διαφορές για να καλύψω τη δική τους στάση απέναντι σε μένα. Εγώ δεν αισθάνομαι να είχα ή να έχω καμμία διαφορά να διευθετήσω με αυτούς. Η στάση τους απέναντί μου ήτανε να μου παίρνουν ό,τι ήταν δικό μου ή να μη μου δίνουν ό,τι μου ανήκε. Όμως ποτέ δεν διεκδίκησα τίποτε από αυτά.

ΙΒΆΝ
Αυτό είναι παλιανθρωπιά από μέρους τους. Και συ γιατί να μη διεκδικήσεις ό,τι σου ανήκε;… γιατί κάτι τέτοιο ακούστηκε στην πόλη για τότε, πως δεν πάλεψες για τα συμφέροντά σου.

ΑΛΕΞΈΙ
Από τους άλλους δεν περιμένω τίποτα. Ως για να διεκδικήσω κάτι, ό,τι έρθει καλώς ήρθε. Και ό,τι έφυγε καλώς έφυγε. Και μην περιμένεις να κατηγορήσω κανέναν. Ποιος φταίει για ό,τι κάνει ο κάθε ένας άνθρωπος; Κανένας και περισσότερο ούτε αυτοί οι ίδιοι. Τα γονίδια μάς κάνουν ό,τι είμαστε-και δεν τα διαλέξαμε εμείς. Αν όμως πάλι θέλεις οπωσδήποτε να φταίει κάποιος, μην τον αναζητήσεις σε κείνον που δεν αντιμάχεται-εκείνος σίγουρα δεν φταίει σε τίποτα.
(Μπαίνει η Άννα)

ΆΝΝΑ
Το φαγητό θα είναι έτοιμο σε λίγο.
(κάθεται)

ΙΒΆΝ
(γελώντας)
Είσαι καλή μαγείρισσα;

ΆΝΝΑ
Έτσι μου λένε όλοι με πρώτο τον Αλέξη. Και το έχω πιστέψει κι εγώ.

ΙΒΆΝ
Θα ήθελα να σου μιλήσω όντας οι δυο μας, όμως δε θα βρω ευκαιρία όταν ο Αλεξέι λέει ότι μεθαύριο φεύγει.

ΆΝΝΑ
Φεύγουμε κύριε Ιβάν. Και οι δυο μας.

ΙΒΆΝ
Γι αυτό ακριβώς ήθελα να σου μιλήσω. Ξέρω ότι δεν έχετε μυστικά ο ένας από την άλλη και τανάπαλιν, λοιπόν θα μιλήσω ανοιχτά.

ΆΝΝΑ
Παρακαλώ.

ΙΒΆΝ
Ο Αλεξέι νομίζει ότι θα έπρεπε να αρχίσεις μια νέα ζωή στην πατρίδα σου, μ’ έναν άντρα της ηλικίας σου. Και συμφωνώ μαζί του. Τα χρήματα που θα σου αφήσει είναι τόσα που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν μια καλή ζωή στον πιο απαιτητικό άνθρωπο…

ΆΝΝΑ
(στον Ιβάν)
Κύριε Ιβάν, για να σας δώσω να καταλάβετε πόσο μάταιο είναι να μου ζητάτε να μείνω εδώ, με αναγκάζετε να πω πράγματα που δεν θα έλεγα κάτω από άλλες συνθήκες. Γιατί εδώ κρίνεται η ζωή μου και η ζωή του Αλέξη.
Ζούσα μια ήρεμη και βαρετή ζωη. Μόνη, χαμένη, εγκαταλειμμένη, όπως μια ζωή σε μια έρημη χώρα. Φρίκη. Γύρω μου σκοτείνιαζε ο ουρανός. Μόνη μου.
Ο γάμος μου ήτανε μια προσπάθεια να ξεφύγω από τον εαυτό μου, που όμως δεν καρποφόρησε.
Παντρεμένη ζούσα στην ίδια δυστυχία , μόνο που τώρα  ένας παπάς σε μια γελοία τελετή είχε πει κάτι αστεία λόγια και έκανε μερικές θεατρινίστικες χειρονομίες.
Όταν πρωτόδα τον Αλέξη, κάτι παράξενα συναρπαστικό με τράβηξε σ’ αυτόν. Μου φάνηκε ότι είχα ξαναδεί κάπου το πρόσωπό του και η καρδιά μου στη διαπίστωση αυτή χτύπαγε σε περίεργους ρυθμούς.
Η ποίηση πάντοτε μου άρεσε. Είναι το απαλό κελάρυσμα στην πηγή, που φτάνει ως εμένα μουρμουριστά. Ήρεμη, ευγενική κι ευτυχισμένη, διασχίζει τις πεδιάδες της θάλασσας και πλησιάζει στην ακτή λικνιζόμενη απαλά στα έξοχα άνθη που σχηματίζουν τα κύματα. Είναι ένα όνειρο, μια αγαλλίαση της ψυχής, μια γλυκιά, υπέροχη, ευλογημένη ευδαιμονία. Τα λόγια της πλανιούνται μέσα στην ψυχή μου και χαϊδεύουν τα τρίσβαθα του είναι μου. Και τότε ένα άλλο αστέρι φωτίζει το πεπρωμένο μου.
Και αν όλα αυτά που λέω είναι ψέμματα, τότε θα πρέπει να είναι πολύ έξυπνος εκείνος που θα το αποκαλύψει.
Από τότε που γνώρισα τον Αλέξη, είμαι ευτυχισμένη ακόμα και όταν δε διαβάζω ποίηση. Είμαι ευτυχισμένη έχοντας την πηγή ζωντανή κοντά μου. Δεν έχω παρά να απλώσω το χέρι μου για να δροσιστώ.
Για την ανθρώπινη όψη της αγάπης μου γι αυτόν δε θα σας μιλήσω. Ευτελές θα ήτανε κάτι τέτοιο έστω και αν με λόγια εμπνευσμένα την είχα περιγράψει.
Γνωρίζοντάς τον όμως ξύπνησα από ένα όνειρο. Και εκεί που ξύπνησα δεν ήμουν, μα πού ήμουν να εξηγήσω δεν μπορώ.
Αντίθετα, ασταμάτητα μπορώ να σας μιλώ για ό,τι ωραίο ο Αλέξης και τα ποιήματά του προσφέρουν στην ψυχή μου.
Κάθε του ποίημα είναι ένας ιερός βωμός και πάνω του θυσία ο θαυμασμός μου. Κάθε τους λέξη είναι πάντα μια καινούργια μαγεία για μένα.
Τριγύρω από τα ποιήματά του χρυσά εγκώμια βοούν και δονούνται.
Είναι κύματα από εξαίσια αρώματα που όταν τα νοιώθω βτθίζομαι γλυκά σ’ αυτά.
Αν είχα τόσες καρδιές όσα τα μάτια του αιώνιου ουρανού και φύλλα όσα σκεπάζουν τους λόφους τον ανθισμένο Μάη,όλα γεμάτα θα ήταν από τις χαρές που με πλημμυρίζουν οι στίχοι τους.
Αν μπορούσα ένα όνομα να τους δώσω, θα μπορούσατε ίσως να τις καταλάβετε.
Μα αν δεν μπορώ να σας δώσω να καταλάβετε αυτό, θα σας έδωσα να καταλάβετε ότι δεν θα αφήσω τον Αλέξη. Ως για τα λεφτά που μου αναφέρατε, ποτέ μου δεν αγάπησα τα λεφτά, ούτε και τώρα θα τα θελήσω όσα και να είναι.
(σηκώνεται)
Ας πάω να δω το φαγητό. Θα είναι έτοιμο τώρα. Ετοιμαζόσαστε κι εσείς.
(Βγαίνει στην κουζίνα)

ΙΒΆΝ
Τι να πεις σε κάποιον έτσι αποφασισμένο άνθρωπο Αλεξέι!

ΑΛΕΞΈΙ
Τι να πεις, δίκιο έχεις. Όμως εγώ αύριο πριν από το ταξίδι θα κάνω και στην πράξη την προσφορά, αν και ξέρουμε κι εσύ κι εγώ την απάντησή. Πρέπει. Και ίσως γι αυτή την εκχώρηση, αν γίνει, να χρειαστούμε κι έναν δικηγόρο ή συμβολαιογράφο-θα το φροντίσεις κι αυτό Ιβάν;

ΙΒΆΝ
Έχω ένα φίλο δικηγόρο-θα έρθει ευχαρίστως μαζί μου.

ΑΛΕΞΈΙ
Ωραία. Με την ευκαιρία θα ξεφορτωθώ και κείνα τα δυο μισά σπίτια που έχω κληρονομήσει.

ΙΒΆΝ
Αλλά θα ’θελα να σου ζητήσω κάτι κι εγώ. Από μέρες, πριν ακόμα έρθεις, οι δικοί σου ήξεραν για την άφιξή σου και από χτες κιόλας έχουν έρθει όλοι τους στην πόλη. Ξέροντας τη φιλία μας μου ζήτησαν να μεσολαβήσω να δεχτείς να τους δεις. Ιδίως η αδερφή σου κάθε τόσο με παίρνει τηλέφωνο να με ρωτήσει αν σε κατάφερα. Δεν ξέρω αν είναι η οικονομική κρίση που τη σπρώχνει να φέρεται έτσι, συνδυασμένη μάλιστα με τον δικό σου πλούτο, ή αν θα ήταν έτσι και αν ακόμα δεν υπήρχαν αυτά τα δυο.

ΑΛΕΞΈΙ
Τότε θα έκανε άλλου είδους φασαρία. Αλλά φίλε μου, σε παρακαλώ όταν μου μιλάς για αυτούς τους ανθρώπους να μη μου τους αναφέρεις με το βαθμό της συγγένειας. Οι λέξεις «αδερφός», «αδερφή», «γιος», «κόρη», «ανεψιός» και τα τέτοια, είναι ιερές για μένα. Τις φυλάω για τρεις τέσσερες ανθρώπους. Έναν εδώ στη Ρωσία-εσένα- και τους άλλους στην Αμερική.

ΙΒΆΝ
Ωραία. Μα πες μου, θα δεχτείς να τους δεις; Ξέρεις, αν όχι, θα τα βάλουν με μένα. Κι εγώ δε θα φύγω μακριά από δω, αλλά θα είμαι υποχρεωμένος να βλέπω κάθε μέρα τα ξινά μούτρα τους επειδή δεν σε έπεισα να τους δεις.

Αννα
(η φωνή της από την κουζίνα)
Μπορείτε να έρθετε. Το φαγητό σερβιρίζεται.

ΑΛΕΞΈΙ
(δυνατά)
Ερχόμαστε!
(σηκώνονται και οι δυο. Στον Ιβάν)
Αφού μου το ζητάς εσύ γιατί όχι; Θα μπορούσα να το παζαρέψω μαζί σου για να έχω την ευμενή ανταπόκρισή σου σε ό,τι σου ζητήσω. Μα δεν υπάρχει κάτι που να σου ζητούσα και να μου αρνηθείς. Έτσι, θα τους δω αυτούς. Τόσο αδιάφοροι μου είναι.

ΙΒΆΝ
Α! Σ’ ευχαριστώ.

ΑΛΕΞΈΙ
Ρίξε πάνω σου το πανωφόρι σου. Η κουζίνα δεν έχει τζάκι.
(Ο Ιβάν ρίχνει στους ώμους το πανωφόρι του)

ΙΒΆΝ
Δυο λεφτά ακόμα Αλεξέι... Στην ηλικία μας οι άντρες νοιώθουν την ανάγκη να έχουν ένα εγγονάκι και να παίζουν μαζί του. Δε θα πω πως θέλουν και μια παρέα σε κάποιες στιγμές μοναξιάς, ούτε τη φροντίδα στις καθημερινές τους ασχολίες, γιατί αυτά τα έχεις με το παραπάνω. Λοιπόν, εσύ ένοιωσες την ανάγκη να  κρατήσεις στην αγκαλιά σου ένα εγγονάκι και να παίζεις μ’ αυτό;

ΑΛΕΞΈΙ
Νιώθω την ανάγκη να κρατώ κάποιες στιγμές όχι ένα εγγονάκι μα ένα παιδάκι-όποιο να ’ναι, στην αγκαλιά μου, αλήθεια. Όχι μόνο για να παίζω μαζί του μα και να του κάνω δώρα, να το φιλώ, να μαγεύομαι από την έλλειψη πονηριάς μέσα του, να συμμετέχω στο θείο κοιτάζοντας τα αθώα ματάκια του, μ’ ένα λόγο να βλέπω σ’ αυτό την ανθρωπότητα όπως θα είναι στο μέλλον. Βέβαια και νοιώθω αυτή την ανάγκη και τώρα, όπως την ένοιωθα πάντα. Και την ικανοποιώ με τρόπο καλλίτερο παρά αν είχα ένα συγγενικό μικρό παιδί κοντά μου. Πριν έρθει στη ζωή μου η Άννα, αλλά και σήμερα μαζί της, τα βραδάκια πηγαίνουμε συχνά μια βόλτα στον κήπο  της πόλης, όπου μαζεύονται όλα τα μικρά για να παίξουν και πιάνω κουβέντα μ’ αυτά και με τις συνοδούς τους. Τα πηγαίνω βόλτα αγκαλιά ή χέρι χέρι, παίζω, κουβεντιάζω μαζί τους, τους κάνω δωράκια, παίρνω φιλάκια από τα τριανταφυλλένια χείλη τους… Και όλα αυτά χωρίς οι γονείς τους να μου εμπιστεύονται τα παιδιά τους επειδή περιμένουν να με κληρονομήσουν.

ΙΒΆΝ
Είπες ότι στα μάτια των παιδιών βλέπεις το μέλλον της ανθρωπότητας;..


ΑΛΕΞΈΙ
Είμαι βέβαιος ότι στο μέλλον οι άνθρωποι θα ζουν ευτυχισμένοι. Γιατί θα έρθει η ημέρα που ο απάνθρωπος θεσμός του γάμου,  η αποκρουστική παράδοση της οικογένειας, το  απαίσιο χρήμα, όλα αυτά μαζί με άλλα, θα είναι αμετάκλητο παρελθόν. Και τα παιδιά τότε των ανθρώπων θα μεγαλώνουν όπως αρμόζει-αντάξια της ανθρώπινης ιδιότητάς τους- όλα μαζί, ανήκοντας  όχι σε κάποιον γονέα, αλλά σε όλη την ευτυχισμένη ανθρωπότητα. Τότε, χαϊδεύοντας ένα παιδικό κεφαλάκι θα χαϊδεύεις όλα τα παιδιά της γης. Ίσως είμαι ένας άνθρωπος που ήρθε από εκείνο το μέλλον.
Δε μου λείπει-όχι- ένα μικρό που να έχει σχέση συγγενική μαζί μου. Πάμε;

ΙΒΆΝ
Πάμε.
(Βγαίνουν)








ΣΚΗΝΉ ΔΕΎΤΕΡΗ

Άντρες γυναίκες και παιδιά, οι συγγενείς του Αλεξει, καθιστοί σε καρέκλες απέναντι από το τζάκι, περιμένοντας. Είναι φτωχικά ντυμένοι. Στα αριστερά τους κενές καρέκλες. Όλοι τους σιγοκουβεντιάζοντας και αδημονώντας)

ΑΛΊΝΑ
(στη μητέρα της)
Μαμά να κλαίω;

ΝΤΆΡΙΑ
Όχι. Δεν μπορείς να το κάνεις να φαίνεται αλήθεια.
(γυρνάει με κακία κατά τον αδερφό της, που κάθεται με την οικογένειά του πιο πέρα)
Εσείς γιατί ήρθατε; Δε σας φτάνουν δύο συντάξεις τέσσερα αυτοκίνητα τρία σπίτια και όσα κλέβει από τους πελάτες του ο σκαταδερφός μου;

ΜΑΞΊΜ
Πάψε τσόκαρο.

ΜΊΣΑ
 (στον άντρα της)
Είσαι ο γιος του! Αν δεν πάρεις εσύ ποιος θα πάρει; Να του κλαφτείς! Να μιλήσεις κακομοίρη μου. Μη σε πιάσει κι εδώ μουγγαμάρα… Χανόμαστε!
(Μπαίνει ο Ιβάν, ο Νικολάι Μπουλγκάνωφ, ο Εμίρ Μένικο, ο Γκεόργκι Νιτόγιου, η Άννα και ο Αλεξέι. Μια βοή και μια αναταραχή δημιουργείται. Όλοι σηκώνονται. Η Ντάρια προχωρεί προς το μέρος του Αλεξέι με τα χέρια απλωμένα προς αυτόν σε θεατρινίστικες κινήσεις)

ΝΤΆΡΙΑ
Αδερφούλη μου!
(Ο Αλεξέι απλώνει το χέρι του με την παλάμη κάθετη και στραμένη προς τη Ντάρια, σε κίνηση σταματήματος. Εκείνη στέκει για λίγο αμήχανη και σιωπηλή. Κατόπιν οπισθοχωρεί προς τη θέση της και ξανακαθίζει σ’ αυτήν. Κάθονται και οι άλλοι)
Αδερφούλη μου, γιατί δε μ’ αφήνεις να σ’ αγκαλιάσω;
Είκοσι χρόνια είχα να σε δω. Ξέρεις πόσο υπόφερα που μας έφυγες; Όταν μάθαμε πως είχες αρρωστήσει δέκα μέρες έκανα να βάλω φαϊ στο στόμα μου. Κάποιος βλέπει ξανά την αδερφή του που έχει να τη δει λίγες μέρες και συγκινείται. Και συ μετά τόσα χρόνια δε νοιώθεις να ξεχειλίζει η αδερφική αγάπη μέσα σου; Πές μου, μίλα μου αδερφούλη μου…
(Σιωπή. Περιμένει μιαν απάντηση, τέλος καταλαβαίνει ότι ο Αλεξέι δεν θα της απαντήσει)
Δε λέω, έχεις και λόγους να είσαι κακιωμένος μαζί μου…
(ξαφνικά και προσπαθώντας να πείσει για ό,τι λέει)
Όμως τα λεφτά δε σου τα έκλεψα. Τα δανείστηκα. Πάντρευα τη μεγάλη εκείνο τον καιρό και είχα να δώσω προίκα και είχα έξοδα γάμου. Σκέφτηκα ότι ας τα πάρω τώρα που τα χρειάζομαι και θα τα βάλω στη θέση τους πριν ο αδερφούλης μου καταλάβει ότι λείπουν. Ήξερα ότι αν σου τα ζητούσα θα μου τα έδινες. Μα με τις δύσκολες μέρες που ήρθαν δεν μπόρεσα να τα βάλω πίσω. Δεν ήθελα εξαρχής να τα πάρω, καταλαβαίνεις… Ρώτα και τον Αντόνι, τα ίδια θα σου πει κι αυτός, που στο κάτω κάτω είναι παιδί σου! Ως για το αυτοκίνητο, δε φταίω εγώ. Ο Μπόρις μου είπε «τι; με γρατζουνισμένο αυτοκίνητο θα σε πηγαίνω βόλτα;» και μ’ έβαλε να πάρω λεφτά δικά σου από την τράπεζα για βάψιμο και για να κάνουμε όλο το αυτοκίνητο καινούργιο.

ΜΠΌΡΙΣ
Εσύ μου είπες «τον χαμένο, τι με πέρασε και μου χάρισε παλιό αμάξι;» Και όταν σου είπα ότι σου το χάρισε και δε δικαιολογείσαι να πάρεις ενάμισυ εκατομμύριο από τα δικά του λεφτά για να του βάλεις ξέρω και γω τι αξεσουάρ και να το κάνεις να φαίνεται καινούργιο, μου είπες «Δεν πρόκειται να τον ρωτήσω. Δε θα μου πει τίποτα. Είναι ένας αχαίρευτος, τον ξέρω. Προτιμάει να χάσει εκατομμύρια παρά να μαλώσει με κάποιον. Τέτοιος δειλός είναι! Ύστερα θέλει να τα ’χει καλά μαζί μου για να τον γεροκομήσω…»

ΝΤΆΡΙΑ
(στον άντρα της)
Και τώρα σε πίστεψε ο αδερφός μου! Ποιον θα πιστέψει μωρέ; Έναν ψευτοεργοστασιάρχη που από τους πρώτους έκλεισε το εργοστάσιό του με την κρίση, ή εμένα την αδερφή του;
(στον Αλεξέι)
Ρώτα και τον Αντόνι αν δεν πιστεύεις εμένα. Παιδί σου είναι και τα ίδια με μένα θα σου πει κι αυτός. Ο καλός μου με βοήθησε τόσο στις δύσκολες ώρες μου…γι αυτό κι εγώ τον λατρεύω…
(στον Αντόνι)
Γεια σου μωρό μου!
(Ο Αντόνι αντιχαιρετάει δειλά μ' ένα νεύμα)

ΝΑΤΆΣΑ
(στον Αλεξέι)
Ναι θείε, έχει δίκιο η μαμά-ο μπαμπάς της είπε. Και για τα ποιήματα, αυτός της είπε και τα έκαψε.

ΝΤΆΡΙΑ
Ναι αδερφούλη μου. Ο αχαϊρευτος αυτός, που δεν ξέρει από ποίηση, μου είπε «άντε μωρή που κρατάς τα ποιήματά του αδερφού σου… κάψ’ τα να πιάσουν τόπο-να μας ζεστάνουνε λιγουλάκι…»

ΜΊΛΑ
(στον Αλεξέι)
Όχι θείε, αυτό το κάνανε μαζί με τον μπαμπά μου. Ο θείος Μπόρις δεν είχε καμιά ανάμιξη σ’ αυτό. Και γελάγανε ρίχνοντας στη φωτιά ένα ένα τα ποιήματά σου. Ήμουνα μπροστά.

ΜΠΌΡΙΣ
(στην κόρη του)
Τον κακό σου τον καιρό παλιοτσουλί!..

ΆΝΝΑ
(στον Αλεξέι, σιγά)
Είναι αλήθεια ότι έκαψαν ποιήματά σου;

ΑΛΕΞΈΙ
Ναι.

ΝΤΆΡΙΑ
Μετάνιωσα που τους άκουσα και τους δύο και έκαψα ποιήματα που μου έστελνες να σου τα φυλάξω. Έκλαιγα δυο μέρες συνέχεια. Ρώτα και τον Αντόνι-γιος σου είναι, ψέμματα δε θα σου πει. Και αν δεν ήταν αυτός, ακόμα θα με έτρωγε το μαράζι γι αυτό που έκανα.
(Βλέποντας προς τον Αντόνι)
Αχ! πόσο τον αγαπώ-καλλίτερα από παιδί μου!
(στον Αλεξέι)
Μα περάσανε αυτά αδερφούλη μου, έτσι δεν είναι; Και μαζί μ’ αυτά πάνε και οι καλές μας οι μέρες. Έχει πέντα χρόνια που κι εγώ και οι ανηψούλες σου που έπαιζες μαζί τους όσο ήσουν εδώ ακόμα, πεινάμε αδερφούλη μου. Μπορούσες να το φανταστείς ποτέ για μας; Το ψυγείο δεν γεμίζει όπως κάποτε, δεύτερο φουστανάκι ούτε οι κόρες μου ούτε τα εγγονάκια μου έχουν να βάλουν-τα εγγονάκια μου δεν τα έχεις δει, ούτε αυτά δε θέλεις να γνωρίσεις;.. να ’τα-ο Βασίλι μου, η Όλγκα και η Νόρα… Ζούμε μέσα στη δυστυχία. Και όλο τους έλεγα πότε θα έρθει ο αδερφούλης μου και θείος σας να σας λυπηθεί και να σας βοηθήσει να ζήσετε πάλι όπως πρώτα…γιατί μαθαίναμε ότι έχεις κάνει πολλά λεφτά εκεί πέρα. Και ας μη μας έγραφες εσύ- με τόσες δουλειές πού να έβρισκες καιρό-, όμως μαθαίναμε από άλλους που έρχονταν εδώ ότι ζούσες σαν άρχοντας. Και όσο να ’ναι το αίμα είναι αίμα, τραβάει και ενώνει τον ένα συγγενή με τον άλλονε, σε περιμέναμε σαν το θεό μας. Και να που ήρθες αδερφούλη μας. Ευλογημένη η μέρα που σε έφερε πάλι κοντά μας. Μα μάθαμε πως θα φύγεις πάλι και μάλιστα γρήγορα και η καρδιά μας πικράθηκε πάλι. Είναι αλήθεια αυτό αδερφούλη;
(Περιμένει λίγο να πάρει απάντηση, βλέπει ότι δεν θα την έχει και συνεχίζει)
Και βέβαια θα φύγεις, δεν ξέρω κιόλας αν κρατάς τις δουλειές σου εκεί πέρα ή τις χάλασες, όπως και να είναι όμως τώρα είσαι εδώ και μπορείς ή να μας δώσεις τώρα χρήμα, ή να στείλεις όταν πας εκεί πέρα. Και μη νομίσεις ότι νοιάζομαι για μένα, εγώ γέρασα πια, για τις ανηψούλες σου νοιάζομαι, που πίνουν νερό στ’ όνομά σου…
(αρχίζει να ψευτοκλαίει και ψευτοκλαίγοντας λέει τα παρακάτω)
Που δεν έχουν να στείλουν τα παιδάκια τους στο φροντιστήριο… που κρέας παίρνουν μόνο μια φορά την εβδομάδα… κι αυτό ίσα ίσα για να το γέψουνε…

(Ο Αντόνι βλέποντας τη Ντάρια να ψευτοκλαίει, ταράζεται. Σηκώνεται επάνω και κάνει να πάει προς εκείνην. Η Μίσα τον συγκρατεί)

ΜΊΣΑ
Κάτσε κάτου χαζέ! Πού πας; Στενοχωρήθηκες που η θείτσα σου κλαίει;..
(Ο Αντόνι ξεφεύγει από το χέρι της Μίσα και τρέχει προς τη Ντάρια)

Αντόνι
(στη Ντάρια)
Μην κλαις θείτσα μου…
(την αγκαλιάζει)
Μην κλαίς…

ΜΊΣΑ
(στον άντρα της, δυνατά)
Στο βρακί της σ’ έχει βάλει και σε κάνει ό,τι θέλει κακομοίρη μου!  Ό,τι θέλει! Ου να μου χαθείς!
(Ο Αντόνι γυρίζει και κάθεται στη θέση του)
Βλάκα!

ΝΤΆΡΙΑ
(στη Μίσα)
Σκας που μ’ αγαπάει,ε; Πουτάνα!

ΜΊΣΑ
Πουτάνες είναι οι κόρες σου.

ΒΕΡΟΎΣΚΑ
(στη Ντάρια)
Άντε, έκλαψες, τον λιβάνισες, έχεις κι άλλα να πεις;

ΝΤΆΡΙΑ
Εγώ αμαρτία εξομολογημένη είναι και συχωρεμένη. Εσύ μωρή και ο άντρας σου τι ήρθατε να κάνετε; Όσο και να του παρακαλεθείτε, ξεχνιέται που του πήρατε το σπίτι και τον αναγκάσατε να φύγει από την πατρίδα; Ε; ξεχνιέται αυτό; Ή επειδή τα σκαρώνατε μαζί με τον άντρα σου νομίζεις ότι έχεις μισή την ευθύνη; Όλοι ξέρουνε ότι τον κάνεις ό,τι θέλεις τον χαμένο.

ΒΕΡΟΎΣΚΑ
Ναι. Είμαστε ταιριαστό ζευγάρι. Γι αυτό το σπιτικό μας πάει καλά. Και αν είχαμε πραγματικούς σοσιαλιστές πολιτικούς και δεν ερχόταν η καταραμένη η κρίση, τώρα δεν θα ήμασταν εδώ.
Άντε, γλείψε όσο έχεις να γλείψεις να πούμε κι εμείς δυο λόγια.

ΝΤΆΡΙΑ
Τελείωσα. Εσύ είσαι που πότε δε θα πάψεις να μιλάς για πολιτικά λέγοντας μανιακές αρλούμπες κάθε τόσο γι αυτά.
(γυρίζει στον άντρα της)
Εσύ θέλεις να πεις κάτι;

ΜΠΌΡΙΣ
Έχω να πω Αλεξέι Κιρίλοβιτς ότι αν σε ειρωνευόμουνα για την άγνοιά σου σε πράγματα της καθημερινότητας, δεν το έκανα από κακία-έτσι είμαι φτιαγμένος, όλους τους ειρωνεύομαι. Και συ έδειχνες σαν να είσαι φερμένος από άλλον πλανήτη μωρέ αδερφέ μου...

ΝΌΡΑ
(στον Μπόρις)
Μπα, μη λυπάσαι παππού γιατί ο θείος στα ψέλνει σε δυο του ποιήματα. Και η μαμά μάς είπε να μη σου το πούμε. Το ένα το γλίτωσα από τη φωτιά. Όταν πάμε στο σπίτι θα σου το διαβάσω.

ΝΤΆΡΙΑ
(Στη Νόρα)
Για τόλμα!..

ΜΠΌΡΙΣ
Αποκλείεται. Εγώ δεν έχω κανένα ψεγάδι. Είμαι ο ένας, ο μοναδικός, ο καλλίτερος σε όλα.

ΌΛΓΚΑ
(στον Μπόρις)
Ξέχασες να πεις και μετριοφρων παππού…

ΒΕΡΟΎΣΚΑ
Εντάξει μοναδικέ, τώρα να μιλήσουμε κι εμείς. Πες του Μαξίμ μου!..

ΜΑΞΊΜ
(στον Αλεξέι)
Ώστε περίμενες να σε αφήσω να μείνεις στο σπίτι; Πρώτα πρώτα αν μπορούσε, η μάνα μου δε θα σου άφηνε τίποτα. Μα ο νόμος την υποχρέωνε και δεν γινόταν αλλιώς. Και γιατί να στο άφηνε; Την κοίταξες καθόλου; Της πήρες εσύ χρυσή αλατιέρα στη γιορτή της; Της έκανες δώρο εσύ ταξίδι στην Ινδία; Της έφερνες τα καινούργια φορέματα από το Παρίσι πριν ακόμα φορεθούν εδώ; Όχι. Και με τι λεφτά;  Ένας κακομοίρης και ένας ανεπρόκοπος ήσουνα. Για σένα μόνον ο πατέρας σου υπήρχε. Ξέρεις πώς σκέφτηκα και σε έδιωξα από το σπίτι; Θα σου το πω. Έλεγα πως έτσι αρρωστιάρης που ήσουνα θα ψόφαγες γρήγορα και το σπίτι θα έμενε στο γιο μου που τον αγαπώ.

ΑΝΤΡΈΙ
Και εγώ σε αγαπάω μπαμπάκα!

ΜΑΞΊΜ
(συνεχίζει)
Δεν ψόφησες. Εύχομαι γρήγορα να γίνει αυτό για να λείψει από τη γη ένας ονειροπαρμένος ποιητάκος ακόμα. Για να σου πω αυτά ήρθα εδώ, όχι για τα λεφτά σου. Όχι γιατί δεν θέλω λεφτά, με ξέρω τι καθίκι είσαι και πως ό,τι κι αν κάνω δε θα μου δώσεις τίποτα.

ΒΕΡΟΎΣΚΑ
Τι λες βρε χαζέ; Έτσι είχαμε συμφωνήσει; Ήθελες να του τα πεις,  ωραία, του τα είπες, μα όχι να του λες ότι δε θέλεις λεφτά… Τι θα τα κάνει; όλα αυτή η σπιτωμένη θα του τα φάει; Ας όψονται οι πολιτικοί μας που επιτρέπουν τέτοιες συνυπάρξεις…Όμως και ο νόμος ακόμα λέει πως κάτι πρέπει να δώσει στ’ αδέρφια του.

ΝΑΤΑΛΊΑ
Ναι θείε, θέλουμε λεφτά. Σε παρακαλώ δώσε σε μένα κάτι αν όχι στον πατέρα μου και στη μάνα μου. Έχω παιδί πνευματικά καθυστερημένο. Το κράτος δε φροντίζει.
(σιωπή)

ΜΊΣΑ
(στον άντρα της)
Η σειρά μας είναι. Μίλα!
(τον σκουντάει)
Μίλα ρε κοιμισμένε! Γιος του είσαι! Και το παιδί σου εγγόνι του! Μίλα!
(ο Αντόνι κοιτάζει κάτω φανερά στενοχωρημένος που του λένε να κάνει κάτι που δεν το θέλει ή δεν το μπορεί)
Μίλα ρε! Αχ! Που αν δεν ήμουνα εγώ θα ήσουνα στην ψάθα τώρα! Με άλλους ξέρω να τα βγάζω πέρα και να σε ξελασπώνω κάθε που τα σκατώνεις. Μα εδώ δεν πιάνει ο λόγος μου. Εσύ πρέπει να του τα πεις. Μίλα ρε χαμένε!

Αντόνι
(με δυσκολία βγάζοντας τα λόγια από το στόμα του)
…Θα σκεφτώ…

ΜΊΣΑ
Ωχ! Θα σκεφτεί! Σκέψου βλάκα! Σκέψου και σε είκοσι χρόνια που ίσως τον ξαναδείς του ζητάς! Βλάκα! Ε βλάκα! Από τις σκέψεις σου τα έχουμε πάθει όλα-που πάντοτε σκέφτεσαι και κάνεις εκείνο που καταστρέφει εσένα πρώτα κι εμάς μαζί σου.Σκέψου… Βλάκα!

(Ο Βασίλι σηκώνεται και πηγαίνει προς τον Αλεξέι. Η Ντάρια τον μαλώνει)

ΝΤΆΡΙΑ
(σιγά και επιτακτικά)
Κάτσε εδώ! Μην πας! Κάτσε κάτω!
(Ο Βασίλι δεν την ακούει. Πηγαίνει και στέκεται μπροστά στον Αλεξέι. Ο Αλεξέι γυρνά προς αυτόν)

ΒΑΣΊΛΙ
Παππού Αλεξέι Κιρίλοβιτς, ντρέπομαι για το πώς σου φέρονται όλοι τους και για όσα λένε για σένα στο σπίτι. Και ούτε που πίστεψα ποτέ τίποτε από αυτά. Ξέρω ότι είναι ψέμματα. Και λυπάμαι για όσα σου έκαναν.
(Βγάζει από την τσέπη του ένα χαρτί. Το δίνει στον Αλεξέι)
Γράφω κι εγώ ποιήματα.
(Ο Αλεξέι παίρνει το χαρτί και με ύφος σοβαρό το διαβάζει. Χαϊδεύει το κεφάλι του Βασίλι)

ΑΛΕΞΈΙ
Να έχεις την ευχή και την ευλογία μου. Θα γίνεις μεγάλος ποιητής. Αν μπορέσεις και ξεφύγεις από τα νύχια τους και θελήσεις να έρθεις στην Αμερική, θα σε περιμένω για να σε βοηθήσω σε ό,τι θελήσεις.
(Του δίνει το χαρτί. Σκύβει και τον φιλάει)

Βασίλι
(Αγκαλιάζει τον Αλεξέι)
Σ΄ευχαριστώ παππού Αλεξέι Κιρίλοβιτς.
(Πηγαίνει στη θέση του)

ΑΛΕΞΈΙ
(στους συγγενείς)
Θέλει άλλος να πει κάτι;
(Οι συγγενείς δεν μιλούν. Ο Αλεξέι βγάζει δυο χαρτιά από την τσέπη του. Στο δικηγόρο)
Κύριε Νικολάι Μπουλγκάνωφ, όπως σας έλεγα και χτες, ορίζω το μισό από κάθε ένα από δύο σπίτια. Το ένα μισό το παραχωρώ στον κύριο Ερμίρ Μένικο και το άλλο στον κύριο Γκεόργκι Νιτόγιου. Αυτά τα χαρτιά είναι φωτοτυπίες των διαβατηρίων τους και τα τηλέφωνά τους.
(Του τις δίνει. Στρέφεται στους δύο αλλοδαπούς)
Αυτά είναι τα στοιχεία του δικηγόρου με τον οποίο θα συνεργαστείτε. Τον έχω ήδη κάνει πληρεξούσιό μου.
(διαλέγει το ένα χαρτί και το δίνει στον Ερμίρ Μένικο)
Αυτό είναι για σένα…

ΕΡΜΊΡ ΜΈΝΙΚΟ
Ευκαριστώ κύριο Αλεξέι Κιρίλοβιτς.

ΑΛΕΞΈΙ
Και αυτό για σένα Γκεόργκι…
(του το δίνει)

ΓΚΕΌΡΓΚΙ
Ευχαριστώ.

ΕΡΜΊΡ ΜΈΝΙΚΟ
(στον δικηγόρο)
Εγκώ ντεν έχει χαρτιά Ρωσία…

ΑΛΕΞΈΙ
Δεν πειράζει Ερμίρ αφού έχεις διαβατήριο. Το ξέρει ο δικηγόρος. Τον έχω ενημερώσει για όλα σχετικά με σας.

ΓΚΕΌΡΓΚΙ ΝΙΤΌΓΙΟΥ
Πότε τα κάτσουμε σπίτι μέσα;

ΑΛΕΞΈΙ
Αμέσως όταν γίνει η μεταβίβαση.

ΓΚΕΌΡΓΚΙ ΝΙΤΌΓΙΟΥ
Εγώ μισό. Άλλο μισό κάτονται άλλοι;

ΑΛΕΞΈΙ
(δείχνοντας τους συγγενείς)
Ναι, μερικοί από τους κυρίους…

ΓΚΕΌΡΓΚΙ ΝΙΤΌΓΙΟΥ
Ευκαριστώ κύριο Αλεξέι Κιρίλοβιτς!

ΑΛΕΞΈΙ
(στον δικηγόρο)
Τώρα κύριε Νικολάι Μπουλγκάνωφ μπορούμε να κάνουμε τη μεταβίβαση των χρημάτων;

ΔΙΚΗΓΌΡΟΣ
Βεβαίως.

ΑΛΕΞΈΙ
 Έχω εδώ χαρτί και στιλό. Πέστε μου τι γράφω.

ΔΙΚΗΓΌΡΟΣ
Δεν έχει γίνει καμμία αλλαγή  στη χτεσινή σας απόφαση;

ΑΛΕΞΈΙ
Καμία.

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
Γράψτε. «Εγώ, ο Αλεξέι Κιρίλοβιτς, σήμερα την… βάλτε τη σημερινή ημερομηνία…έχοντας σώας τας φρένας μου, δηλώνω ενώπιον του δικηγόρου κυρίου...το όνομά μου και του γιατρού Ιβάν Αμπράμοβιτς, ότι αφήνω όλα μου τα χρήματα, συμποσούμενα εις το ποσόν των τεσσαράκοντα εκατομμυρίων δολαρίων, στην Άννα Κούρτοβα…
(βοή, ξεφωνητά και αποδοκιμασίες από τους συγγενείς) Ξεχωρίζουν λέξεις όπως «σπιτωμένη», «εμάς, το αίμα σου», «παλιάνθρωπε», «ανώμαλε»)

ΝΤΆΡΙΑ
(φωναχτά)
Δεν έχει το δικαίωμα να μη μας αφήσει τίποτα!
(σηκώνεται και πλησιάζει απειλητικά τον Αλεξέι. Ο Ερμίρ Μένικο βγάζει ένα μαχαίρι από τη ζώνη του και στέκεται μεταξύ του Αλεξέι και της Ντάρια. Το ίδιο κάνει και ο Γκεόργκι Νιτόγιου με ένα πιστόλι. Η Ντάρια σταματάει)

ΑΛΕΞΈΙ
(στους Ερμίρ και Γκεόργκι, δυνατά, επιτιμητικά)
Ε! Βάλτε τα μέσα αυτά! Εδώ ήρθατε για να πάρετε σπίτια και όχι για να κλείσετε!..)
(Οι Ερμίρ και Γκεόργκι συμμορφώνονται)

ΔΙΚΗΓΌΡΟΣ
(στη Ντάρια)
Παρακαλώ καθίστε κυρία μου. Μπορείτε να προσβάλετε τη διαθήκη. Αλλά και τότε ο Κύριος Αλεξέι Κιρίλοβιτς είναι το πιο πιθανό ότι θα υποχρεωθεί να αφήσει σε όλους σας από ένα δολάριο. Καθίστε σας παρακαλώ.
(Η Ντάρια κάθεται μουρμουρίζοντας)

ΜΑΞΊΜ
(στον Αλεξέι)
Μόνο μπράβους δεν είχες μέχρι τώρα. Όλα τα άλλα τα είχες βρωμερέ.

ΑΛΕΞΈΙ
(στο δικηγόρο)
Συνεχίζουμε.

ΔΙΚΗΓΌΡΟΣ
Είχαμε μείνει; Στην Άννα Κούρτοβα! Γράψε τη διεύθυνση κατοικίας της.

ΑΛΕΞΈΙ
«…μόνιμη κάτοικο Αμερικής, οδός Όουενσμάουθ αριθμός τεσσαράκοντα, αριθμός 8741, Κανόγκα Πάρκ, Λος ΄Αντζελες, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής»
(Γυρίζει ερωτηματικά στον δικηγόρο)

ΔΙΚΗΓΌΡΟΣ
Τίποτε άλλο. «Ο δηλών» και υπογράψτε.
(Ο Αλεξέι το κάνει. Δίνει τη διαθήκη στον δικηγόρο)

ΑΛΕΞΈΙ
Ορίστε!

ΆΝΝΑ
Κύριε Νικολάι Μπουλγκάνοβιτς μου δίνετε αυτή τη δήλωση;
(Ο δικηγόρος της τη δίνει)
(Στο δικηγόρο)
Ποτέ δεν μου άρεσαν τα χρήματα. Ούτε αυτά θέλω. Εκείνο που εγώ θέλω είναι ετούτος ο φάκελος…
(παίρνει ένα φάκελο πάνω από τον μπουφέ στον οποίο τον είχε ακουμπήσει μπαίνοντας)
…που έχει μέσα τα ποιήματα του Αλέξη και που ελπίζω να περιλάβει και όσα άλλα γραφτά του ο Αλέξης θα μου κάνει τη μεγάλη χάρη να μου εμπιστευτεί. Ξέρω ότι ο Αλέξης έπρεπε να κάνει αυτή τη μεταβίβαση σε μένα, για να είναι σίγουρος ότι και τυπικά έκανε ό,τι μπορούσε για να με αφήσει στη Ρωσία. Όμως εγώ δε θα μείνω εδώ. Όσο ο Αλέξης με θέλει θα είμαι πάντα μαζί του. Γι αυτό και θα σκίσω αυτό το χαρτί που δε λέει τίποτα σε μένα.
(Σχίζει τη διαθήκη και ρίχνει τα κομμάτια της στο τζάκι. Απόλυτη σιγή)

ΑΛΕΞΈΙ
(στην Άννα)
Σ’ ευχαριστώ.
(στον Γκεόργκι)
Γκεόργκι, φέρε το κουτί από μέσα σε παρακαλώ.
(Ο Γκεόργκι βγαίνει και μπαίνει γρήγορα κρατώντας ένα χαρτόδεμα που δίνει στον Αλεξέι. Στον Γκεόργκι)
Ευχαριστώ.
(Ανοίγει το κουτί και αποκαλύπτονται παχιές δέσμες δολαρίων)
(στο δικηγόρο)
Και για μένα βάρος είναι το χρήμα κύριε Νικολάι Μπουλγκάνοβιτς. Έτσι δε μου μένει να κάνω παρά αυτό…
(Παίρνει μια καρέκλα και την τοποθετεί κοντά στο τζάκι. Κάθεται σ’ αυτήν και ρίχνει μια δεσμίδα δολαρίων στη φωτιά. Αυτή καίγεται με ζωηρές φλόγες. Αναταραχή στους συγγενείς. Φωνές, έκπληκτα επιφωνήματα και βρισιές ακούγονται.

ΝΤΆΡΙΑ
(έξαλλη)
Τι κάνεις εκεί βρωμιάρη;
(στο δικηγόρο)
Πώς τον αφήνετε;..

ΜΊΣΑ
Έτσι να καείς κι εσύ σκατόγερε! Πατέρας είσαι συ;…

ΜΑΞΊΜ
(δυνατά)
Κύριε δικηγόρε πώς τον αφήνετε να καίει την περιουσία του κράτους;

ΔΙΚΗΓΌΡΟΣ
Είναι δική του περιουσία κύριε!

(Ο Αλεξέι εξακολουθεί να ρίχνει στη φωτιά τα χρήματα κάτω από τη φασαρία , τις αποδοκιμασίες, τα παρακάλια και τις βρισιές των συγγενών. Οι αλλοδαποί πλησιάζουν τον Αλεξέι)

ΓΚΕΌΡΓΚΙ ΝΙΤΌΓΙΟΥ
Δώσε μας από ένα τούβλο αφεντικό…

ΑΛΕΞΈΙ
Θα βρείτε πολλά τούβλα στα σπίτια που θα μείνετε.
(Η Άννα πηγαίνει δίπλα στον Αλεξέι και του δίνει μία μία τις δεσμίδες τις οποίες αυτός με τη σειρά του ρίχνει στη φωτιά, ώσπου καίγονται όλες. Ο Αλεξέι σηκώνεται και γυρίζει προς τους συγγενείς)
(Βλέποντας  τον Βασίλι)
Γεια σου Βασίλι!

Βασίλι
(όρθιος, κινώντας το χέρι σε χαιρετισμό)
Γεια σου παππού Αλεξέι Κιρίλοβιτς!

(Βγαίνουν ο δικηγόρος, η Άννα , οι δύο αλλοδαποί και πίσω τους ο Αλεξέι)

ΙΒΆΝ
(στους συγγενείς)
Σας υποσχέθηκα να τον πείσω να σας δεχτεί. Και το έκανα. Δεν μπόρεσα να κάνω τίποτε άλλο. Γεια σας.
(βγαίνει)

ΑΥΛΑΊΑ