ΑΛΙΟΣΑ
Ξέρω ένα παιδάκι που το λεν Αλιόσα
Για να του μιλήσω δίνω όσα κι όσα.
Μα η μαμά του όλο μακριά το πάει
Κι από μένα όλο πέρα το κρατάει.
Και εκείνο όλο εμένα πλησιάζει
και με χαιρετάει κι όλο με κοιτάζει
όμως η μαμά του σε πουλί σαν κλώσα
πάλι του φωνάζει «έλα δω Αλιόσα!».
Θέλω εκεί να πάω και να της ειπώ
Πόσο και Ρωσία και ρώσους αγαπώ,
η Ρωσία πως είναι η ψυχή του κόσμου
κι ίδια μετ’ εκείνη που πλαντάει εντός μου.
Να της πω για Στάλιν, να της πω για Λένιν.
Να της πω για το στερνό αίμα του Εσένιν,
Τον «Αλιόσα» να της πω του Τολστόι «-τσουκάλι»
Που σαν άγιος πέρασε της ζωής τη ζάλη.
Τον Αλιόσα να της πω που ο Πογκορέλσκι
Να του αρέσει έκανε τόσο το κοτέτσι,
Και για τον Καραμαζώφ τον γλυκύ Αλιόσα,
Που σε τόσους συγγραφείς έχει δώσει τόσα.
Αλλά τώρα η μάνα του όλο το τραβάει
Κι από μένα μακριά πάντοτε κρατάει
Το μικρό ξανθό παιδί-το μικρό αγοράκι
Που ως από μακριά φανεί λάμπει το βραδάκι.
Ειν’ ένα μικρό παιδί καταδεχτικό
Όμορφο, γλυκούλικο, έξυπνο, ζωηρό.
Λες η γης δεν το γυρνάει αλλ’ αυτό εκείνη
Ενώ λάμπουνε ψηλά των αστέρων σμήνη.
Και σαν ρώσος περπατεί και πατά γερά
Κι άλλοτε, σαν τρεχαλεί, έχει λες φτερά.
Και την ευτυχία λες των θνητών χαλκεύει
Κάτω από των δύστυχων Δυτικών τη χλεύη.
Να ’σφιγγα θα ήθελα μια φορά το χέρι
Ρώσου ενός που μάλιστα τόνε λεν Αλιόσα
Και να νοιώσω αχώριστο που έχω γίνει ταίρι
Μ’ όσα οι άνθρωποι, όπου γης, κι όλοι, δε μου δώσαν!
Ξέρω ένα παιδάκι που το λεν Αλιόσα
Για να του μιλήσω δίνω όσα κι όσα.
Μα η μαμά του όλο μακριά το πάει
Κι από μένα όλο πέρα το κρατάει.
Και εκείνο όλο εμένα πλησιάζει
και με χαιρετάει κι όλο με κοιτάζει
όμως η μαμά του σε πουλί σαν κλώσα
πάλι του φωνάζει «έλα δω Αλιόσα!».
Θέλω εκεί να πάω και να της ειπώ
Πόσο και Ρωσία και ρώσους αγαπώ,
η Ρωσία πως είναι η ψυχή του κόσμου
κι ίδια μετ’ εκείνη που πλαντάει εντός μου.
Να της πω για Στάλιν, να της πω για Λένιν.
Να της πω για το στερνό αίμα του Εσένιν,
Τον «Αλιόσα» να της πω του Τολστόι «-τσουκάλι»
Που σαν άγιος πέρασε της ζωής τη ζάλη.
Τον Αλιόσα να της πω που ο Πογκορέλσκι
Να του αρέσει έκανε τόσο το κοτέτσι,
Και για τον Καραμαζώφ τον γλυκύ Αλιόσα,
Που σε τόσους συγγραφείς έχει δώσει τόσα.
Αλλά τώρα η μάνα του όλο το τραβάει
Κι από μένα μακριά πάντοτε κρατάει
Το μικρό ξανθό παιδί-το μικρό αγοράκι
Που ως από μακριά φανεί λάμπει το βραδάκι.
Ειν’ ένα μικρό παιδί καταδεχτικό
Όμορφο, γλυκούλικο, έξυπνο, ζωηρό.
Λες η γης δεν το γυρνάει αλλ’ αυτό εκείνη
Ενώ λάμπουνε ψηλά των αστέρων σμήνη.
Και σαν ρώσος περπατεί και πατά γερά
Κι άλλοτε, σαν τρεχαλεί, έχει λες φτερά.
Και την ευτυχία λες των θνητών χαλκεύει
Κάτω από των δύστυχων Δυτικών τη χλεύη.
Να ’σφιγγα θα ήθελα μια φορά το χέρι
Ρώσου ενός που μάλιστα τόνε λεν Αλιόσα
Και να νοιώσω αχώριστο που έχω γίνει ταίρι
Μ’ όσα οι άνθρωποι, όπου γης, κι όλοι, δε μου δώσαν!