ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΠΑΣΣΑΡΗ
Σ’ είδα στο γυάλινο πανί να κλαις
Κι ένα παράπονο ναν’ η ζωή σου όλη.
Πάψε τον θρήνο. Δεν ανθούν πολλές
Σαν του παιδιού σου τις ψυχές
Στης γης το περιβόλι.
Λεύτερος πάντα σαν πουλί και σαν το φως
Στη χώρα μέσα της σκλαβιάς ο γιος σου τριγυρίζει.
Κι ανθίζει κάθε πόθος του κρυφός
Και του θεού τη λεφτεριά η λευτεριά του αγγίζει.
Αηδιασμένος απ’ του κόσμου τη βρωμιά
Έδωσε μια και γκρέμισε της αδικιάς τη βία
Και τώρα τη ζωή του πια καμιά
Δεν τη μολύνει πια ληστεία ή ατιμία.
Λεύτερος όπως έχει γεννηθεί
Έτσι και μες στη ζήση του λεύτερος πάντα μένει.
Κι όταν πεθάνει αυτός δεν θα χαθεί
Αφού λεύτερος άνθρωπος ποτέ του δεν πεθαίνει.
Κι αν, όπως λες σου λείπουν τα παλιά
Ο άντρα σου κι ένα παιδί κι ένα μικρό σπιτάκι
Γιατί ζητάς μια πρόσκαιρη σταλιά,
Όταν, πηγή συ, γέννησες αθάνατο ένα ρυάκι;..