ΘΑΛΑΣΣΑ
Η ψυχή της είναι η ψυχή μας.
Το μυστήριο στη θέα της μας πνίγει.
Στο φως του κόκκινου του φεγγαριού
λάμπουν οι στάλες των κυμάτων της
ως πρωινή δροσιά στα βρόχια θεόρατης αράχνης.
Σαν μητριά τάχα ή σαν μάνα μας μας βλέπει;
Ατελείωτη.
Ατελείωτη.
Ατελείωτη σαν θλίψη.
Σαν τους καθρέφτες της περιβλημένοι
Αυτήν όπου κοιτάζουμε θωρούμε.
Αυτή το αίμα μας
Αυτή η φωνή μας
Αυτή η ανάσα κι ο παλμός μας.
Κοίτα πώς πάνω στα κυματιστά λαγόνια της
τ’ άσπρα φαντάσματα των καραβιών πλανιούνται.
Ατελείωτη.
Ατελείωτη κι αγνώριστη.
Τέτοια μια κλήρα ποιος μας όρισε;
Και ποιος
Από της απεραντοσύνης της την τυραννία θα μας απαλλάξει ;
Ή μη και στον θάνατο ακόμα μέσα
στα ταραγμένα βάθη της οι σκιές μας θα κυλιούνται
προσδοκώντας πάλι
σαν τάχα λυτρωμό
απέξω,
ζωντανοί να την θωρούμε;