Η ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ ΠΑΙΔΙΚΗ ΜΟΥ ΗΛΙΚΙΑ
Ο φόβος μην πεθάνει η μητέρα.
Ο φόβος μην οι χίτες, οι ταγματασφαλίτες, οι δεξιοί, οι τραμπούκοι, φυλακίσουν η σκοτώσουν τον πατέρα.
Ο φόβος του θανάτου μου.
Ο φόβος των φαντασμάτων.
Το να μην μπορώ να παίξω όπως τα άλλα παιδιά, γιατί, τα παιδιά που βγαίνουν και παίζουν έξω από το σπίτι «είναι κακά παιδιά».
Ο φόβος να μη μαθευτεί ότι ο πατέρας μου είναι κουμουνιστής.
Ο φόβος μην ακουστεί από κανένα γείτονα το ραδιόφωνό μας όταν εγώ και ο πατέρας μου ακούγαμε, σκυφτοί πάνω από το ραδιόφωνο από Σόφια ή Τίρανα το σταθμό της Ελεύθερης Ελλάδας»
Ο φόβος του Σωτήρη, ενός μεγαλύτερου παιδιού, που είχε χάσει χρονιές λόγω πολέμου, παιδιού αλάνικου, άγριου, νταή, ανυπάκουου, κάκιστου μαθητή, ταραξία, που χωρίς λόγο με είχε βάλει στο μάτι και ήτανε ο φόβος και ο τρόμος μου στις τάξεις του Δημοτικού.
Οι βασανιστικές ερωτήσεις ποιος μας έφτιαξε, τι είναι ο κόσμος, ποιος έφτιαξε το θεό, τι γίνεται όταν πεθάνουμε και η απροθυμία ή η αδυναμία κάποιου να μου απαντήσει ή να μου δώσει να καταλάβω πως δεν υπάρχει απάντηση και πως έτσι πρέπει να πορευτώ.
Η απορία πώς γεννιούνται οι άνθρωποι.
Η απορία πώς και γίνεται να υπάρχει ένα τόσο μεγάλο κεφάλι όπως αυτό που έπιανε όλη την οθόνη του κινηματογράφου μια βραδιά.
Η ιδέα που μου είχαν εντυπώσει ότι είναι κακό να κάνω φιλίες με ή να χαϊδεύω τα κορίτσια και ότι όποιος το κάνει αυτό είναι παλιάνθρωπος.
Η ατολμία μου εξ αιτίας αυτού να παίζω με κορίτσια, όπως κάνανε τα άλλα παιδιά της γειτονιάς , η ατολμία μου να πιάσω το στήθος της Μάρως, που πρόωρα είχε μεγαλώσει και που τόσο πολύ το επιθυμούσα.
Ο διοπτροφόρος συνταγματάρχης που βλέποντάς με όταν ήμουνα εφτά χρονών να κουβαλώ ένα καρβέλι ψωμί υπό μάλης, με σταμάτησε και «νάρκη είναι αυτό;», με ρώτησε άγρια.
Η προσποίηση του οδοντίατρου ότι ένα κομματάκι βαμβάκι έχει σφηνώσει στο δόντι που με πονούσε, ότι το βαμβάκι αυτό δεν έβγαινε με τη λαβίδα και έπρεπε να το βγάλει με την τανάλια, και το βγάλσιμο έτσι του δοντιού μου που εγώ δεν άφηνα αλλιώς με κανένα τρόπο να μου βγάλουν. Και η αίσθηση ταπείνωσης και το μίσος μου για το γιατρό που με κορόϊδεψε.
Τηλεφώνημα έκανα στα δώδεκα χρόνια μου και θάλασσα είδα τότε επίσης.
Στο σπίτι που καθόμουν, στην μικρή αυλή του, υπήρχε μια γούβα που είχε γίνει από το σκάσιμο μιας χειροβομβίδας που σκότωσε το γιο του σπιτονοικοκύρη.
Η ιδέα ότι δεν αξίζω να είμαι, όπως θεωρούμουν, ο πρώτος μαθητής στο σχολείο, και το αίσθημα ενοχής που μου γεννούσε αυτό.
Το όνομα Άρης Βελουχιώτης ήταν για μένα οι μαγικές λέξεις που θα αλλάξουν τον κόσμο προς το καλλίτερο και το αίσθημά μου αδιέξοδου όταν τον σκότωσαν.