ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑ ΡΩΡΕΡΚΑΡ
ιδ.
Πού θα βγει αυτό;
Πού θα πάει;
Ποια θα ’ναι η κατάληξή του;
Πού τραβάει;
Κάθε φορά τα ίδια.
Κάθε φορά.
Κάθε φορά που θα τη συναντήσω
οι ίδιοι χτύποι της καρδιάς,
το ίδιο τρεμούλιασμα,
το ίδιο λύσιμο γονάτων.
Πού θα πάει;
Και μη μου πει κανείς πως υπερβάλλω
γιατί θα του ευχηθώ ίδια να πάθει.
Και ποιος δε θα ’νιωθε
τη γη κάτω απ' τα πόδια του να χάνεται
όταν μπροστά στα μάτια του
μία θρησκεία καταρρέει;
Ποιος θ' άντεχε
καθώς στο δρόμο περπατεί
Άγγελο έναν ν' ανταμώνει –
που χρόνια τώρα μας μαθαίνουνε
ότι στους ουρανούς μονάχα ζει-
χωρίς ως τα κατάβαθα να ταραχτεί η ψυχή του;
Κάποιος ας έρθει να μου πει και να με πείσει
πως πλάσμα είναι γήινο αυτή...
Ποιος το μπορεί;
Ορίστε!
Τα μάτια αυτά
μπορεί άνθρωπος να τα 'χει;
Εκείνο το χαμόγελο
ποιος σοβαρά θα ισχυριστεί
ανθρώπου ότι στολίζει στόμα;
Και βάδισμα ειν' αυτό ή πέταγμα
που σαν πνοή το θείο σώμα πάει;
Κι η χάρη αυτή του σώματος δεν είναι θεία;
Κι αυτά τα μάτια με τα εξαίσια λαμπυρίσματά τους
που αστραποβολούν χίλιες αγνότητες
τι γήινο σας θυμίζουνε-μου λέτε;
Όχι, εμπρός!
Ελάτε!
Πέστε μου!
Ελάτε!
Ελάτε να με πείσετε
πως γήινο ειν' αυτό το πλάσμα.
Τότε θα γίνετε σείς ο θεός μου
που από βάσανο ένα τέτοιο με γλιτώσατε.
Και αν με τ' άλλα ετελειώσατε,
να δω τι κουταμάρες θα μου βρείτε
όλων της των κινήσεών την αβρότητα
για να 'ξηγείστε.
Όχι-ελάτε, πέστε μου!
Πώς στρέφει έτσι το κεφάλι;
Πώς κρατεί έτσι στο χέρι της
μια φούστα απ' το καθαριστήριο;
Κι ακόμα-
ή θα με βγάλτε και στραβόν;-
πώς εξηγείται που ο τόπος όλος φέγγει
από μακριά μονάχα όταν φανεί;
Και μελωδίες γιατί ακούγονται
μόνο που πάει το στόμα της ν' ανοίξει;
Λοιπόν; Μην όλ' αυτά είναι συμπτώσεις-
τι λόγος!-
ή κάτι άλλο;
Λοιπόν;..