η.
Τι συνάντηση κι αυτή!
Έχει
κυρία
τύχει ποτέ σας
να βγείτε από το σπίτι με σκοπό
να μην ξαναγυρίσετε;
Έχει ο νους σας φτάσει στο απροχώρητο-
να βλέπει κάτω τον γκρεμό-τελείως μπροστά του
σκοτεινόν ολότελα
και γυρισμός να μην υπάρχει;
Σας λέω εγώ λοιπόν πώς είναι.
Όταν συμβεί αυτό
φοράτε το παλτό σας
και βγαίνετε έξω
και περπατάτε
αλαφρή σαν πρωινός άνεμος
σ’ άδειους δρόμους
γιατί ούτε άνθρωποι υπάρχουν πια
ούτε αυτοκίνητα και σπίτια- όλα
έχουν ξαναγυρίσει στο μηδέν
και στον προορισμό τους.
Και ρωτάτε: είχε κάποιαν αρχή
κάποτε
ο εαυτός μου;
Κι έτσι όπως περπατάς, για λίγο στέκεις,
λίγο γυρίζεις το κεφάλι, βεβαιώνεσαι
πως λίγα δευτερόλεπτα απομένουν,
τις έλικες του εγκεφάλου σου χαιρετάς
που το χάος ως τώρα εκφράζανε
και πια να κοιμηθούνε βιάζονται,
και μ' ένα βλέμμα σου ειρωνικό
το τελευταίο σχήμα διώχνεις
που ερχόταν μέσα τους να γεννηθεί.
Αυτό ήτανε.
Γίνεσαι ένα τότε με τον γκρεμό-
γίνεσαι γκρεμός ο ίδιος
καθώς οι εραστές
χεροπόδαρα πλεγμένοι
ένας στον άλλο συνεχώς μεταμορφώνονται.
Ύστερα για λίγο ακούς
βγαλμένες μέσα απ' τους καιρούς σου,
κάτι φωνές τρομαγμένες
όπως φωνάζει κάποιος που δε θα 'θελε
το ίδιο να πάθει
γιατί ακόμα δεν το ξέρει.
Και πια τέλος.
Έτσι σήμερα
ξεκίνησα κι εγώ από το σπίτι μου.
Για να μην ξαναγυρίσω.
Ήταν ο ουρανός συννεφιασμένος.
Κι η γη το ίδιο.
Και κει, μέσ' απ' τα σύννεφα,
ένα κορμί ανθρώπινο επρόβαλε
σαν το Αυγό μέσα απ' το Χάος.
Μόνο αυτό μεσα στο Τίποτα.
Κα το κορμί αυτό
περνώντας δίπλα μου,"γεια σας
τι κάνετε;", μου είπε.
Ναι! Το στόμα αυτό που ως τώρα
Σιγούσε κάθε που απαντιόμασταν.
Ο Κόσμος φανερώθηκε ξανά,
και πήγα στις καθημερνές δουλειές μου.
Χατζηχρήστου και Παλαιολόγου.
Εκεί σας συνάντησα.
Τι θέλαν οι πολέμαρχοι
και μπήκαν στη ζωή μου;
Μήπως για να μου πουν ν' αγωνιστώ;
Πώς δε με ξέρουνε... εμένα...
τον πριν από τη μάχη νικημένο…
Αλήθεια
προλάβατε να πάτε σπίτι
ή βραχήκατε κυρία;