Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2023

ιγ.

Ποιος άραγε μοιράζει την αγάπη κάθε νύχτα;
Όποιος κι αν είναι, απόψε όληνε την μοίρανε σε μένα.
Για σας.

Πόσες γυναίκες θα πλησιάσουνε τα ταίρια τους απόψε
με ολάνοιχτο το τάσι τους
κι άδειο θα μείνει αυτό μέχρι να 'ρθεί πρωί;
Απόψε πόσα στήθη αχάϊδευτα!
Πόδια με άλλα πόδια πόσα δε θα σμίξουνε!
Ψίθυροι πόσοι, αυτιά ως άλλοτε δε θα φλογίσουν!

Γιατί η αγάπη όλη ετούτης της νυχτιάς
στα στήθη μου ήρθε κι έμεινε.
Για σας.

Μαλώματα φαντάζεστε απόψε πόσα;
Πόσοι, ίσως, χωρισμοί;
Πόσες φριχτές θα γεννηθούνε υποψίες
σε μυαλουδάκια θηλυκά-πόσοι άντρες
σε καναπέδες θα ξαπλώσουνε απόψε;

Όμως τον κόπο αξίζουν ολ' αυτά.
Κι όλη του κόσμου η αγάπη αξίζει
μες στο βωμό του στήθους μου να καίει  
σε σας για όλη μια νυχτιάν αφιερωμένη.
Μόνο που εκεί κλεισμένη όλη νύχτα ως θα 'ναι
κι από του όχι σας το ατσάλι αμποδισμένη
η έρμη δε θα ξεχυθεί απ' τη φυλακή της μέσα
να έρθει να σας βρει _
κι ένα μικρούλι καρυδότσουφλο εσείς να γίνετε
μέσα στην τρικυμιά
που εκείνη όσο μάτι βλέπει θα σηκώσει.
Ναι, το έρμο χέρι μου η αγάπη
δεν τ’ οδηγάει να ’ρθεί το σώμα σας να ζώσει
αλλά το πάει τρισέρμο ένα μολύβι να κρατήσει
και σ' ένα μέσα πρόθυμο χαρτί
όση μπορέσει από κείνηνε ν' απλώσει.

Μα τ' είναι η αγάπη για να δυνηθεί
με το μελάνι να χορτάσει;
Αυτή στους δρόμους τρέχει,
πόρτες θεόκλειστες ανοίγει,
ψυχή από σάρκα λευτερώνει,
πουλιά από τα κλουβιά τους μέσα βγάζει-
κι αυτά καθώς τρελά πετούν και τραγουδούνε-
και μάς μας οδηγάει ίσα στην άβυσσο.
Και κει γλυκά χανόμαστε.
Κι αυτό 'ναι αγάπη. Πώς λοιπόν μπορούν
ένα χαρτί κι ένα μολύβι
να πούνε την αγάπη;

Σας γνώρισα προτού καιρό.
Όχι-όχι "σας γνώρισα"
πώς μες στα μύχια του άλλου αν δε μπεις
μπορείς ότι τον γνώρισες να πεις;
Όχι λοιπόν "σας γνώρισα".
Σας είδα.
Ναι, σας είδα.
Αυτό είναι.
Αυτό η δυστυχία κι η ευτυχία μου είναι όλη-
Πώς να πω των καιρών τα γυρίσματα
και τι αυτά μαζί τους κουβαλούσαν
πως να πω τους χαμούς που εγνώρισα-
ω ναι, αυτόύς τους γνώρισα καλά-
τα βράδια όπου ξάγρυπνος σας έφερνα στο νου
τις μέρες όταν, καθώς διάβαζα
προβαίνατε μες από των βιβλίων τις γραμμές
ή περπατώντας στους πολύβοους δρόμους
ανάμεσα από τ' αυτοκίνητα προβάλατε;
Και σεις
ως και την ύπαρξή μου ν' αγνοείτε...

Στην αρχή πολλά μικρά ποτάμια ήταν η αγάπη μου,
Μετά βουνά και λόφοι αφανιστήκαν ένα ένα
και τα ποτάμια σμίγαν και μεγάλωναν και δυναμώναν
ώσπου ένα όλα έγιναν.
Σίγά σιγά
τα στήθη σας τα ήμερα και τα σεμνά
ορθώνονταν και προκαλούσαν.
Τα χείλη σας επάψαν να μιλούνε και φιλούσαν μόνο.
Σαν ένα κάρβουνο αναμμένο το καθένα τους
ψυχή κορμί και νου μου κατακαίγανε.
Είπα στην αρχή, ε!
ένα σαν όλα είναι τα πάθη μου κι αυτό.
Άλληνε κάποια θα 'βρει να ξεσπάσει.
Μα όχι. Αόρατες δυνάμεις με τραβούσαν-
μ' έσπρωχναν σε σας επάνω ίσια.
και Θεός ξέρει πως-με πόνο πόσο-
η λογική μακριά σας με κρατούσε.


Τις νύχτες η αγάπη ερχόντανε
καθόνταν δίπλα μου σα σε άρρωστου κρεβάτι
και μου μιλούσε:
«Δύσκολο δρόμο φίλε μου επήραμε.
Έπεσες στην παγίδα μου, μα όμως
θαρρώ κι εγώ πως στη δική σου επιάστηκα-
κι οι δυο μας στη δική της.
Κρασί ήπιες στοιχειωμένο και μου μέθυσες.
Τόσο μεγάλη γλύκα απ’ το φιλί της καρτεράς
που απ' το μυαλό σου δεν τη βγάνεις:"

Αλήθεια έλεγε. Τόσο μεγάλη γλύκα
απ’ το φιλί σας καρτερώ.
Τόσο μεγάλη.
Τόσο.
Τόσο
Τόσο.
Χαρίζω την υπόλοιπη ζωή μου όλη
κι όλο τον έρωτά μου τον υπόλοιπο
κι αν γίνεται ξερνώ και όσον χάρηκα ως τα τώρα
για μια μαζί σας μόνο αγάπης νύχτα.

Kαι τι δεν έκανα να μη σας έχω στο μυαλό
που πια μυαλό αυτό δεν είναι παρά έρωτα φωλιά...
Πόσες φορές ο φύλακας ο άγγελός μου
δεν έκανε το θαύμα όλα όσα ποθώ
μ' ένα του πρόσταγμα
να χάνονται έξαφνα από μπρος μου...
Και: «Είδες;» μου ’λεγε,
"όλα ψεύτικα.!
Με μια μου κίνηση όλα σβήσανε.
Πού είναι η γυναίκα αυτή;
Για χείλια λιώνεις ποια;
Ποιο πρόσωπο;
To ρόδο της το ανοιγμένο που ’ν’ το;"
"Δε σε γνωρίζω άγγελε" του έλεγα. 'Έμενα
δεν είναι άντρας ο θεός μου παρά μια γυναίκα.
Εκείνη.
Και στήθη έχει ο θεός μου
και λαγόνια
και μεριά
που φλόγες μέσα στην ψυχή μου ανάβουν και με καιν.
Εμένα αυτή η γυναίκα είν' ο θεός μου!
Κι αν δεν υπάρχουν ολ' αυτά τι τότε ειν' εκείνο
που απ' ολούθε μ' έχει ζώσει και με τυραννά;"

Και λέγοντάς του έτσι εκείνος χάνονταν.
Άλλες φορές αναρωτιόμουνα
πότε άρχισε η ζωή μου-όταν γεννήθηκα
ή όταν σ' είδα;
Τότε ο πόνος μετακόμιζε για λίγο,
στο νου ετράβαγε,
κι άφηνε ήσυχη για λίγο την ψυχή.
Όμως αμέσως ύστερα
δαιμόνια πάλι γέμιζε ο αγέρας όπου μέσα
σε βαθουλά λαγήνια κουβαλούσαν .μέλι,
μπροστά στα μάτια μου το φέρναν
και μου το ξανάπαιρναν.
Κιόλας
είχα μες στου κόρφου σου
και μες στης αγκαλιάς σου το μαρτύριο ξαναπέσει.

Μέρες ασύνειδες περνούσαν έτσι,  
μες στην ανάπη μου για σας χαμένος.
Και σεις περνούσατε πολλές φορές από κοντά μου-
από δίπλα μου-
δίχως καθόλου να προσέχετε
τις φλόγες της φωτιάς
ή τα ουρλιάγματα των πόθων μου ν’ ακούτε.

Και καλά γι αυτά. Μα να σας ρίχνω κάτω,
και πάνω σας να ρίχνομαι τα χείλη σας ζητώντας,
και σείς να συνεχίζετε να περπατάτε
σα να μην είχε τίποτα συμβεί...
Πήγα σε μάγισσες και παρακάλεσα
όλη την τέχνη τους να βάλουν
κι όλο το χρήμα μου εγώ
και ή κοντά μου να σας φέρουν τους ζητούσα
ή την αγάπη από το στήθος μου να ξεριζώσουν.
Γρήγορα παρατήσανε τα μάγια τους
σαν είδανε πως τίποτε δεν πετυχαίναν.

Αν το στόμα σας δεν είχε τόση γλύκα,
αν η τόση αδιαφορία σας τώρα που δεν υποψιάζεστε,
ίδια μεγάλη αφοσίωση δεν υποσχόνταν
όταν θα ξέρατε,
αν κάτι τι επάνω σας δεν ταίριαζε,
με των χεριών μου το άνοιγμα,
τ' αστέρια αν όλα μέσα σ’ ένα βλέμμα σας δεν έλαμπαν
τότε δεν ξέρω,
κάτι ίσως να πετύχαιναν οι προσπάθειές μου
για να σας ξεχάσω.
Μα τώρα ζω χωρίς ζωή
και δίχως νου βαδίζω.

Κι απόψε
οι αγάπες όλες μαζευτήκανε
και μέσα στην ψυχή μου εμπήκαν.
Εκείνες είναι η ψυχή μου απόψε.
Αγάπη όλος έχω γίνει.
Αγάπη για σας.
Οι ρίζες μου νιώθω να τραντάζονται μέσα στο χώμα.
Ξεκορμίζω από τη γη.
Ό,τι ζητούσα το 'χω εδώ, δικό μου.

Χίλιοι προγόνοι μέσα μου ξυπνήοαν
και να συντελεστούν γυρεύουν μέσα στην αγάπη μου.
Στην αγάπη μου για σας.
Θα κινησω να ’ρθω σπίτι σας.
Θα σας πω πόσο υπόφερα ως τώρα για σας,
πόσο σας ζητώ,
πόσο δεν μπορώ να ζήσω άλλο μακριά σας.
'Η δε θα σας πω τίποτα. Μια τόσο μεγάλη αγάπη
σαν την αποψινή
θα τηνε καταλάβετε και δίχως τίποτα να πω εγώ.
Ντυμένος έτσι με αγάπη
όλες οι ασχήμιες μου θα 'ναι κρυμμένες.
Και πια, γυναίκα είσαστε,
σε τόση αγάπη
ν’ αντισταθείτε δε θα δυνηθείτε.
Και μάλλον θα 'χετε απόψε τόσο ταραχτεί κι εσεις
τέτοιανε ταραχή στη γειτονιά γροικώντας
που απ' τα στήθη μου έβγαινε,
που ίσως θα ’ρχόσασταν σε μένα
από την τόση αγάπη τραβηγμένη-
καθώς τα λούλουδα απ’ τον ήλιο΄
κι ίσως στου δρόμου τα μισά συναντηθούμε.

Τι λέτε; Στο σπίτι μου ή στο σπίτι σας να πάμε;
Μα τι λεω, η γη ένα κρεβάτι όλη απόψε είναι,
και σεις επάνω του γυμνή με ανοιχτά τα γόνατά σας,
στόμα στεγνό, τρέμοντα χείλη,
δίχως προσποίηση κι υστεροβουλία. Απόψε
τελείως στην αγάπη θ' αφεθείτε.

Κι απόψε η αγάπη θα είμαι’ εγώ.
Και όλες τις αγάπες από μένα απόψε θα ζητήστε.
Μεσάνυχτα, σαν πέσουμε μαζί να κοιμηθούμε
κισσός θα περιπλέκεσαι στα πόδια μου τριγύρω'
βουβή, χλωμή, φλόγα φιλί και χάδι.
Και μάνα σαν να ήσουν γνοιαστική
να πιω το στήθος σου θα μου γυμνώσεις
τραβώντας με στην αγκαλιά σου μέσα.
Κι όταν σωπάσουν τα θεριά εντός σου
στην πατρική υπακούγοντας φωνή μου
με γαλιφιές και νάζια και καπρίτσια
σαν κόρη καλομάθητη θα με ζαλίσεις.
Και πια, πρωί, δούλα θα γίνεις υποταχτική
και πριν σου τα ζητήσω όλα θα τα 'χω
όσα ένας άντρας χρειάζεται προτού
από το σπίτι για δουλειά κινήσει…

Αγαπημένη, λατρευτή,
φως ύστερα από νύχτα αιώνων,
της ύπαρξής μου αιτία και σκοπός εσείς,
πείτε μου κυρία-
να έρθω, ή την πόρτα όταν ανοίξτε
άγνωστον έναν μπρος σας θ' αντικρίστε;
Κυρία κοριτσάκι μου μικρό
πέστε μου
απόψε ο πληθυντικός
μπορεί ένας μελένιος ενικός να γίνει
και μες στο μέλι του οι δυο μας
για πρώτη μας και ύστατη φορά
να ενωθούμε;