ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΡΩΡΕΡΚΑΡ
Είστε μια κόρη σοβαρή με φόρεμα λευκό.
Κι είμαι ένας νέος δειλός, συνεσταλμένος.
Σας αγαπώ και σας θαυμάζω.
Σας παρακολουθώ γοητευμένος.
Η ανταύγεια του φωτός χρυσίζει τα μαλλιά σας.
Και τέλος να! σας συναντώ στο άλσος.
Και μένω άφωνος, βουβός, εκστατικός.
Και να τι μόνο που εντέλει κατορθώνω
με μια φωνή εκστασιασμένη να σας πω:
Πόσο κυρία είναι τα μάτια σας ωραία!
*
Λευκή κι ονειροπόλα αγαπημένη!
Δε δέχομαι να είναι η ψυχή μου
απλή για μέλισσες μια κυψέλη
που φευγαλέες έρχονται και πάνε.
Δε δέχομαι να είναι η ψυχή μου
πίδακας ένας που αλλάζει ιριδισμούς.
Μικρό να είμαι θέλω ένα μόριο-
μια του Παντού σταλίτσα και του Πάντα.
Κι οι νόμοι που με πάνε να είναι κείνοι
οι ίδιοι που του Σύμπαντος τον αιώνιο
κι αχάλαστο παλμό του καθορίζουν.
Κι αλήθεια: ό,τι με παίρνει και με πάει,
(οι τέλειοι κι οι αλάθητοι οι νόμοι)
εσείς είστε αυτό γλυκιά κυρία.
*
Στον κήπο της ψυχής μου μπήκε κάτι
δίχως να κάνει θόρυβο κανένα.
Τα ρόδα μόνο, μόλις, το αιστανθήκαν,
και ρίγησαν μες στου βραδιού τη γλύκα.
Ούτε κι εγώ ακόμα, που μακριά 'μαι
από την τύρβη την καθημερνή
δεν το 'χα αιστανθεί κι ήρεμος ήμουν,
γαλήνιος και πράος, όσο δεν ένιωθα
την αύρα ενός θείου ανασασμού
να πλέκει με τους χτύπους της καρδιάς μου.
Μα όμως συνταράζει με βαθιά
το κάτι αυτό αφόντας το 'χω νιώσει.
*
Να ο άνεμος-ένα μικρό αγόρι
παύ προχωρεί συνέχεια, και διαρκώς
ψάχνει και ψηλαφάει και ταλαντεύεται.
Θα σας εβρεί; Και πού; Δεν ξέρει.
Τις ώρες τις ζεστές του απογεύματος
νεύματα οι ανταύγειες ανταλλάζουν
ανάμεσα απ' τα τζάμια των παραθυριών
μη σας εντόπισε κάπου καμιά τους.
Στους κήπους τ' άνθη δε χορεύουν-
δεν τραγουδούν σκοπούς μεθυστικούς
όλη των την ενάργεια σπαταλεύουν
πώς θα μπορέσουν πάλι να σας δουν.
Στη λίμνη μόνο οι κύκνοι ήρεμοι πλέουν,
κι ευτυχισμένοι ,γιατί ξέρουν:
στο πτέρωμά των μεσα
έχετε ολόκληρη απαστράπτουσα δοθεί.
*
Κυρία κοιτάξτε με-δεν είμαι ο αυλός
του Σιωπηλού μπροστά στη θύρα;
Δεν είμαι εγώ αυτός που φανερώνω
το πιο βαθύτερο της ζωής μυστήριο;
Σχεση καμία έχω εγώ με τα κοινά
νοήματα και ομιλίες και διαθέσεις;
Τα νεύματα εγώ δεν ψαύω των Πραγμάτων
και τη Διάρκεια των δεν κρατώ εγώ;
Κυρία σε σας-το ξέρετε-πως έχω έβρει
τη Μυστική και Ήρεμη Σιωπή
που με τρεμάμενα από πόθο χέρια
μπορώ να τηνε κάνω Μουσική.
*
Χαίρομαι να σας βλέπω με μια κίνηση
να ισιώνετε στραβά αιώνων.
Χαίρομαι να σας βλέπω να κοσμείτε
σαν ομορφάδα-όλη μας τη γη.
Σεις πού αντλείτε από τη γη
ευφροσύνη και χαρά
κι ό,τι κι αν κάνετε, όλα γύρω
λάμπουν αγνότητα θωρώντας σας...
Σεις που τα πλέον ευτελή, τα πλέον ανάξια
να υπακούν τα κάνετε στην ευταξία σας
εσείς, μια παρθενία εφηβική
εσείς που πριν από το φως ήσασταν φως...
Εσείς που ήσασταν κραυγή ερωτική
απάνω στο τραχύ της γης το στρώμα
εσείς που ήσασταν μια προσευχή
κόρης που θάλλει άσπιλη ωσάν ρόδο ...
εσείς όπου μαινάδες ημερέψατε
όταν τις είδατε ανέραστες ακόμη
να έχουνε τα μάτια τους κλειστά
και η ξανθή των να φρενιάζει κόμη…
εσεις, κυρία, πέστε μας,
πάντοτε, στο ημίφως της ζωής,
το άστρο το εσπερινό, μια νέα ζωή
ευτυχισμένη θα προλέγει;
*
Καθώς η Αφροδίτη, παρθένα αναδύθηκε
από τη θάλασσα και τους αφρούς της-
παρθένα αυτή που θα τρικύμιζε ψυχές
και θρόνους κραταιούς θα καταλούσε-
κι ως ένα ένα τα ροδόχροα κάλλη της
πρωτοφαινόντανε υγρά στη φύση μέσα
που άφωνη έστεκε το νέο γι αυτήν
και για τους ουρανούς θωρώντας θάμα,
έτσι και σεις κυρία μ' ένα βλέμμα σας
γη κι ουρανούς και φύση ολόκληρη-
άσπιλη κι έτσι ντροπαλή ως είστε-
αναστατώνετε, και, την καρδιά της θορυβείτε.
*
Εγώ.κυρία, μόνον προσπαθώ
στων Πραγμάτων την Ψυχή να εισδύσω
και να την αποδώσω, σώζοντάς τα,
καθώς χρέος είναι βέβαια του ποιητή.
Εσείς αβέβαιες ακόμα με το χέρι σας
διαγράφετε κινήσεις
ως άνθος που δειλά στο φως ανοίγει.
Έτσι κι εγώ, ως σ’ άνθος σας μιλώ:
παρακαλώ σας, λίγο το Άρωμά σας
μετριάστε και το Χρώμα σας καλύψτε
γιατί και Νου και Λογική μου παίρνουν
κι όλο Παράπονο τα Πράγματα μου μένουν.
*
Ένα παιδί-ένα μικρό παιδάκι
σαν ήρθα στο δικό σας το κονάκι
τις προάλλες, τ' άλλα που άφησα γραφτά,
με κοίταξε και μου' πε: "τ’ ειν' αυτά;"
"Δάκρυα παιδί μου" του 'πα. Είχε γελάσει.
Εγώ με μια θλιμμένη έφυγα βιάση.
Μα σεις, αστεία είτε ή σοβαρά
με πάρτε της οδύνης μου κυρά,
κέρδος ή το 'να ή τ’ άλλο θα μου φέρει.
Αν σοβαρά, τότε, γλυκό μου αστέρι,
θα έχω λόγο να ελπίζω πως
κοντά μου θα 'ρθει το απαλό σας φως.
Πάλι, αν μ' αυτά το χείλι σας γελάσει,
σε θεό θα μ' έχετε σεις προβιβάσει
θαύμα ένα αφού προκάλεσα κι εγώ:
το γέλιο σας το θείο κι ευγενικό!
*
Πατριώτισσα σας ήταν η Διοτίμα.
Στο δρόμο της κυρία κατοικείτε.
Σοφή και του Έρωτα ιέρεια εκείνη.
Απλές συμπτώσεις τάχα τούτα είναι;
Και στο Σωκράτη είχεν αυτή διδάξει
όλες του Έρωτα τις λειτουργίες
και τη βαθιά, τη μυστική Του έννοια.
Και σεις τι άλλο κάνετε με μένα
παρά να μου διδάσκετε με πάθος
του Έρωτα ποιες είναι οι βύθιες ρίζες
πώς απ’ αυτές κορμοί τρανοί φυτρώνουν
και πώς εκείνοι κλάρες, φύλλα βγάζουν;
Και τέλος, πώς, η σκιά του δέντρου εκείνου
βαριά σε κάθε ερωτευμένον πέφτει
και του αποσβεί κάθε χαράς τον ήλιο
και κάθε του ευτυχίας τσακίζει φύτρο.
*
Ίσως να ενοχλείστε που ένας γέρος
την ωραιότητά σας εκθειάζει.
Τέτοιες αφήστε οχλήσεις κατά μέρος.
Μικρό μη κάτι τέτοιο σας πειράζει.
Ίσως ο ποιητής τις ποιητικές του
μετράει δύναμες που του ’χουν μείνει
και οι προθέσεις νάναι οι δικές του
άλλες απ' όσες να φανούν αφήνει.
Ίσως ποιήματα έρωτα δεν έχει
μες στη ζωή του όσα πρέπει γράψει
και για να τα προλάβει τώρα τρέχει.
Σε λίγο, έτσι αν είναι, πια θα πάψει.
Ορκο δεν παίρνω πάλι-μα θα δείξει.
Μπορεί κι αλήθεια ερωτευμένος νάναι
(Νου ποιητή Λόγος μπορεί ν’ αγγίξει;)
Χάδια οι ρυτίδες του ίσως ζητάνε.
Ο Γκαίτε στα όγδόνατέσσερά του
για μιας δεκαεφτάχρονης τα χείλια
έγραψε τ' ωραιότερο ποίημα του.
Μα μη σας τρώει γι αυτό κυρία η ζήλεια,
γιατί, βεβαιωθείτε πως ο Γκαίτε
σήμερα ανάμεσα μας αν θα ζούσε
για σας ατέρμονα θα στιχουργούσε
και σεις ας υποθέτετε ό,τι θέτε.
Κι αν η δεκαεφτάχρονη εκείνη
στον Γκαίτε τα είχε όλα της δοσμένα,
δικό μου στέρξετε από σας να γίνει
ό,τι αξίζει στη δική μου πέννα.
*
ΧΙΟΝΙ
Χιόνι λοιπόν. Καλώς μας ήρθε.
Αγαπητό.
Χιόνι.
Οι σκέψεις ανακατεύονται μ' αυτό.
Κι αυτό με τις σκέψεις, Χιονισμένες
σκέψεις λοιπόν, ή σκεπτόμενο χιόνι-
μερικά ποιηματάκια της 18 Γενάρη
του 2005 απόγεμα.
1.
Χιόνι. Γύρω μου όπου βλέπω το 'χει στρώσει.
Στα πρεβάζια, στις ταράτσες, στα μπαλκόνια…
Όλα είναι ασπρισμένα. Ως και τα κλώνια
της συκιάς μας τα ξερά το 'χουνε νιώσει.
Όλα κρύα. Μόνο εγώ δε νιώθω κρύο.
Διόλου τίποτα για με δεν έχει αλλάξει.
Κι αν τους άλλους ο χιονιάς θα τους ρημάξει
τον δικό μου δεν θ' αλλάξει αυτός τον βίο.
Μες στο χιόνι και στο κρύο ζω για μήνες.
Η γυναίκα που αγαπώ γι αυτό φροντίζει.
Τρόπο έχει δίχως διόλου να με αγγίζει
να παγώνει ως και των πόθων μου τις κλίνες.
*
Κι αν χιόνι πέφτει τι μ' αυτό;
κι αν κρύες του οι νιφάδες
όμως δεν παύουν εν ταυτώ
να είναι και...νυφάδες!
Ας έρχονται. Ο άνυμφος
εγώ κι ο μονασμένος
θα πάψω και κατάδικος
να 'μαι, και κολασμένος.
Και οι νυφάδες θηλυκά.
Ας έρθουν οι καλές μου.
Ή θέλουνε, ή στανικά
θα γίνουνε δικές μου.
Ας έρθουνε. Στο πάλεμα
που ανέκκλητα θα γίνει
αμέτοχη ή παράμερα
καμιά τους δε θα μείνει.
Σαν μόνος να ’μαι πετεινός
σε πλήθος μέσα ορνίθων
των Δαναίδων τελικώς
θα μιμηθώ τον πίθον-
γιατί "αυτό κάνε μου" η μια,
η άλλη "θέλω εκείνο",
κάθε τους σβηώντας πεθυμιά
…άπατος θ’ απομείνω.
Κι ειν' η φορά η πρώτη αυτή,
νιφάδες, που, κι ας νιώσουν
την αναπνιά μου, όχι αυτές,
μα... εμένανε θα λιώσουν.
*
Στο χιόνι
Τόσα χωριά, κοινότητες και πόλεις αποκλείεις
Και μέρες τον αποκλεισμό καμπόσες δεν τον
λύεις.
Και είτε λίγους ή πολλούς εξαναγκάζεις τύπους
να τρέφονται απ’ τα κύτταρα του ίδιου τους του
λίπους.
Αποκλεισμό έναν χάθηκε να έκανες ακόμα-
εμέ κι αυτήν να έκλεινες κατ’ απ’ ολάσπρο
στρώμα;
και ας μας ξέχναγες, σε μας αφήνοντας τα ρέστα:
κι ένας τον άλλο θα 'τρωγε, κι ωραία θα 'χαμε
ζέστα.
*
Χιονιά, μην τόσο χαίρεσαι-μην τόσο καμαρώνεις.
Απ’ το λευκό σου πιο λευκό το στήθος της καλής
μου.
Από τα σύννεφα έφτασες, απ’ τα ουράνια εκείνη.
Κι αυτή περσότερη ομορφιά στην πλάση μας
χαρίζει.
Και απαλότερη από σε' και ήσυχη ως εσένα.
Κι αν μ' ένα κρύο σάβανο ντένεις εσύ το χώμα
και κείνο σ' όποιον το πατεί την κρυάδα σου του δίνει,
μα η καλή μου δεν πατά-πετάει σε με για να 'ρθει.
.
(κι ένα για παιδιά)
Α! Καλό μου εσύ χιονάκι!
Τι ωραία να σε πιάνω
και μια μπάλα να σε κάνω
και να σε πετώ επάνω
σ’ ένα φίλο μου παιδάκι!
Τι ωραία να κυλιέμαι
στο απαλό σου πάνω τ’ άσπρο
το λαμπρό σα φάτνης άστρο
ή με σε να χτίζω κάστρο
και απ’ όλους να παινιέμαι…
Ή να πλάθω μια μπαλίτσα,
πάνω σου να την κυλάω
κι όταν κάμποσο την πάω
πια να μη τηνε χωράω
στη μικρή μου αγκαλίτσα…
Μα η τρέλα μου η μεγάλη
είναι ο χιονάνθρωπός μου
που ειν'ο πιο όμορφος του κόσμου
και που είναι όλος δικός μου
από νύχια ως κεφάλι.
Να κρατάει μες στο χέρι
μια σκούπα του περνάω
και μια σκούφια του φοράω
μάτια, μύτη δεν ξεχνάω
και του φτιάχνω κι ένα ταίρι.
Και-αχ- νιώθω ένα πόνο
σαν ο ήλιος όταν βγαίνει
αρχινάει να τον φυραίνει
κι ο χιονάνθρωπος πεθαίνει
κι εγώ μένω πάλι μόνο. . .
Μα θα ρίξει πάλι χιόνι
και ξανά θα φτιάξω άλλον
πιο καλόν και πιο μεγάλο
και στη σκιά θα τόνε βάλω
να μη γρήγορα μου λιώνει.
*
Κοιτάζω απ' το παράθυρο το χιόνι
που στρώμα εν' άσπρο απά’ στο χώμα στρώνει
και λέω έτσι μεγάλο κι η ζωή μας
στρώνει ένα στρώμα και γελά μαζί μας,
καθώς μας βλέπει πάνω του που ως ζούμε
να το ’χουμε καθάριο προσπαθούμε
και το προσέχουμε να μη χαλάσει
ή αράχνες ή σκονίτσες κάπου πιάσει.
Και κείνο περποιώντας το σεντόνι
τόσο γοργά μας φεύγουνε οι χρόνοι
και δεν κοιτάζουμε και γύρω λίγο-
τον πόλεμο, το θέρο ή τον τρύγο,
τ' αστέρια, το φεγγάρι, την ψυχή μας,
που δίπλα ή μέσα μας ζούνε μαζί μας,
μον’ το σεντόνι μας καλοκοιτάμε
καθάριο κι έρημο να το κρατάμε.
Κι όπως η αυγή ζεστό τον ήλιο βγάνει
και γρήγορα νερό το χιόνι κάνει
έτσι κι η ζωή το θάνατό της φέρνει
και το σεντόνι αυτός γοργά μας παίρνει.
*
Του γέλιου σου θα πάρω τη μαγεία
και τις σαπφείρινες ανταύγειες των ματιών
και σ' ενός κάμπου χιονισμένου την ευδία
θα πάω κάτω από το φως των αστεριών
και κει, ολόκληρη από χιόνι θα σε πλάσω-
καθε κρυφή σου ξέρω γλύκα κι εμορφιά.
Κι όλη τη νύχτα αυτήν εγώ θα σε χορτάσω
Κι όλη τη νύχτα αυτή θα σ' έχω συντροφιά.
Κρατώντας μάτι σου και χαμογέλιο
όλη θα σ' έχω μες σε κείνο το κορμί:
Τη γλύκα, τη σπιρτάδα σου, το τέλειο
περπάτημα που θεία το πάει ορμή.
Και θα σε λιώσει το πρωινό τ' αστέρι.
Κι ο χώρος πριν που έπιανες, κενός.
Κι έτσι κανένας δε θα σ' έχει ταίρι-
και πλέον δε θα είσαι κανενός.
*
Το ξέρω-με γνωρίζεις.
Όταν σαν κοριτσάκι ντροπαλό
γέρνεις το κεφαλάκι σα με βλέπεις
ή όταν το άλλο σου το προσωπο φοράς-
της ψεύτικης ανεμελιάς-
και προσπαθείς μ' αυτό να με μπερδέψεις
τότε το ξέρω-με γνωρίζεις.
Ομως σε τίποτε απ' αυτά καλή δεν είσαι.
Και όχι μονον, αλλά έτσι
Όμορφη πιο-αν κανείς θα υποθέσει
ότι ομορφιά υπάρχει μεγαλύτερη-
και πιο ελκυστική αλήθεια δείχνεις.
*
Αλαφρά ζείτε. Μια εσωτερική
Όμορφη ζωή σάς είναι δοσμένη
που απλώνεται γύρω σας όπως η σιωπή
μετά από ένα θάμα όπου όλοι
κατάπληκτοι μένουν. Και μήπως,
ένα διαρκές θαύμα δεν είναι
η πλήρης τιαραίτησή σας
από τα επίγεια-χρυσό, μετάξι,
διασκεδάσεις-, που σαν ανύπαρκτες
για σας είναι, καθώς ο έξω κόσμος
για την χρυσσαλίδα; Πόσο όμως
την ημέρα της Μεγάλης Άνοιξής μας
ζωντανή πολύ θα φανείτε
με φτερά πεταλούδας
λαμπρόχρωμα πετώντας!
*
Απ’ τον βαθύ το σπαραγμό
κι απ’ τον μεγάλο τον καημό
που μου ’χεις φέρει
τρέμει, φοβάται, σταματά
και χάρες άλλες δε σκορπά
του θεού το χέρι.
Μα δεν υπάρχουν ομορφιές
να 'ναι στον κόσμο πιο γλυκές
απ' τις δικές σου
και ή φανερές είτε κρυφές
όλες τις έχω νιώσει πες-
τις ακριβές σου.
Στ' όνειρο άλλες το απαλό
άλλες ότου νου το λογισμό
ή στην ψυχή μου-
ό,τι κι αν κάνεις, αλλουνού
όχι-δε θα 'σαι κανενού:
είσαι δική μου.
*
Η πόλη κόκκινο γιορντάνι λαμπερό
στολίστικε όλη, και παντού ακούς τραγούδια
τραγούδια που ’χαν ν’ ακουστούνε για καιρό΄
κι ωραίον στήσανε χορό φως και λουλούδια.
Σήμερα ο ήλιος γελαστός έχει φανεί.
Σήμερα πιάστηκε στο δόκανο η λύπη.
Σήμερα πια η καρδιά δεν είναι ορφανή.
Σημερα φέγγουν ανθηρά βραγιές και κήποι.
Να ’ναι που οι άρχοντες μοιράζουνε φλουριά;
Να 'ναι που διώξαν τους οχτρούς από τη χώρα;
Να ’ναι που κάθε θάλασσα μας και στεριά
της λευτεριάς, της τώρα χαίρεται τα δώρα;
Ίσως γι αυτά ετούτοι όλοι να γελούν.
Μα τη χαρά μου 'χει εμένανε φερμένη
κάτι όχι τέτοιο που οι χρόνοι καταλούν,
αλλά του γέλιου σου η λάμψη αγαπημένη.
*
Το βαθύ το σκοτάδι ττου μ' έκλεινε ολούθε
ξάφνω να! ένα χέρι απαλό το μεριάζει
κι ένα φέγγος-σταλμένο από ποιον-από πούθε-
σε λαμπρή μιαν ημέρα τη νύχτα μου αλλάζει.
Να 'σαι συ αγαπημένη που το θάμα έχεις φέρει;
Η σεμνή ντροπαλότη χάρη τετoια σου δίνει
που το φως, το σκοτάδι, ο αγέρας, το αστέρι
όλα έχουνε σκλάβοι της αξίας σου γίνει;
Μα να ξέρεις για τούτο δε χρωστώ σου εγώ χάρη.
Κάλλιο μέσα στο σκότος το βαθύ να 'χα μείνει
παρά να 'χω να βλέπω των φιλιών σου τον πλούτο
μακριά μου, και ξένα, των χαδιών σου τα σμήνη.
*
Δεν είναι πια τα σύμβολα του έρωτα
καρδιές που αιμάτων σταζουνε σταγόνες.
Τα χάδια της αγάπης τ' αφανέρωτα
τα μάτια σου θα δείχνουν στους αιώνες.
*
Γραμματική! Ενικός… πληθυντικός...
Τι διαφορά μεγάλη αλήθεια κάνουν!
Ποσά κλειστά κρατεί ο πληθυντικός
που του ενικού οι τρόποι μόνο φτάνουν.
*
Το πνεύμα τις γυναίκες δεν τις έλκει.
Έτσι της γης μας λένε οι μεγάλοι.
Και στο μυαλό μου φέρνει αυτό μια ζάλη
καθώς σ' αίθριο ουρανό αστροπελέκι.
Γιατί αυτό με σας κυρία δεν μπλέκει.
Αν, άντρας, για γυναίκα ήσασταν άλλη,
εμπόδιο θα 'χε απέραστο προβάλει
γι αυτήν, το πνεύμα που εντός σας πλέκει.
Ποιήματα το πνεύμα σας επάνω
με πέννα σε χαρτί-όχι-δε γράφει.
Όμως το πνεύμα σας εγώ δε φτάνω
κύκλους αυτό μπροστά μου όταν διαγράφει.
Kι όταν με κείνο παραβγαίνω χάνω
καθώς από την άβυσσο οι τάφοι.
*
Σ αυτιά μιλώ εγώ που δεν ακούνε;
Μιλάω σ’ ένα πλάσμα δίχως γλώσσα;
Τα φλογισμένα λόγια μου τα τόσα
γι απάντηση άξια δε θα κριθούνε;
Οι καλαμιές απ’ το βοριά αντηχούνε
τα ρυάκια τραγουδούν τραγούδια πόσα.
Συ γράμματα δεν ξέρεις ούτε όσα
τ' "όχι" να φτιάξουνε μόνοn αρκούνε;
Κι αν ίσως "ναι" να μου ειπείς γυρεύεις
και η ντροπή το στόμα σου σού κλείνει,
το νου σου-όχι-μη μ' αυτό παιδεύεις-
σα στου έρωτα θα πέσουμε την κλίνη
χρεία δε θα 'χεις ούτε καν να νεύεις:
το σώμα σου όλο ένα "ναι" θα γίνει.
*
Μοναδική γυναίκα εσείς στην Πλάση
ποιον θα βρετε άντρα να σας αγκαλιάσει;
Ταίρι ποιο θα βρεθεί για σας, καλλίστη,
το Κάλλος όλο εντός σας αφού εκλείστη;
Κυρία η Χάρη σας τι θ’ αγαπήσει
όταν ο Έρως μέσα σας μιλήσει;
Το δεξιό μισό το αριστερό σας;
Μέσα στη λίμνη μήπως το είδωλο σας;
Και ως ο Νάρκισσος θα βουληθείτε
από αυτό κι εσείς ν' αγαπηθείτε
και σκύβοντας τον ίσκιο του να πιάστε
και σεις σαν κείνον τη ζωή θα χάσ’τε;
Το που σας πρέπει δεν υπάρχει ταίρι.
Μόνο, καθώς η Μοίρα τα 'χει φέρει,
κάποιος, υπάρχει, μόνο, που γνωρίζει
για να σας βλέπει πως να ζει αξίζει.
2 Φλεβάρη 2005. Ας ζεσταθούμε με λίγους στίχους.
Πολλήν μήπως κυρία δεν έχετε ώρα
σε μακρινούς να τρέχετε αγρούς
και τ' ακριβά τους να 'χετε τα δώρα-
όλο δροσιά και χρώμα ροδανθούς;
Έτσι αν είναι, εγώ εδώ, μπροστά σας
δεύτερης άνθη εκθέτω διαλογής
για να προλάβετε και τη δουλειά σας:
ποιηματάκια απλά κοντολογίς.
Μην κουραστήκατε απ' τα ωραία,
κι όμορφα ποιήματα ζητάτε απλώς;
ίδού, για σας κι αυτά γραμμένα, νέα.
Κι ίδιος τα στέλνει άνεμος καλός:
η πεθυμιά μου πάντα να κρατείτε
ότι ομορφαίνει τη ζωή που ζείτε.
*
Αν ήθελε είναι η θάλασσα κρασί
και όληνε την έπινα στη γεια σου
δε θα μεθούσα αγάπη μου χρυσή
τη μέθη που μου δίνει μια ματιά σου.
Κι αν ήθελα βρεθεί σ’ ένα νησί
και πέθαινα και θάφτομουν μακριά σου
θ' ανάσταινα αν ερχόσουνα εσύ
για να βρισκόμουν ζωντανός κοντά σου.
Και τώρα που στην ίδια γειτονιά-
στο ίδιο σπίτι οι δυο που τώρα ζούμε
με λιώνει η φονική σου απονιά.
Καμία σου φωνή ούτε ματιά.
Και όλο χώνομαι και πιο βαθιά
έτσι στο δώμα μου θαμμένος που 'μαι.
*
Βουνά και κάμποι και πουλιά
κι ήσυχα ποταμάκια
πάρτε ανθρώπινη λαλιά
κι ανθρώπινα χειλάκια
και πέστε μου-η π' αγαπώ
κάποτε θα με νιώσει;
Κάποτε χέρι φιλικό
σε μένανε θ' απλώσει;
Ή έχθρητα θα την κρατεί
κι αμάχη θα την έχει
κι αλάργα μου θα περπατεί
κι απόμακρα θα τρέχει;
Πέστε μου αγαπούλες μου,
πέστε μου σεις καλά μου,
πέστε μου σεις καρδούλες μου-
θα 'ρθει ποτέ κοντά μου;
*
Αν ήσουν Μάης θα σ' ένιωθα μία φορά το χρόνο.
Μηλίτσα αν ήσουν θ' άγγιζα κάποιον μικρό σου κλώνο.
Φαράγγι αν ήσουν άγριο θα 'μπαινα στα στενά σου.
Ρυάκι θα βρεχόμουνα στα δροσερά νερά σου.
Και τώρα που 'σ' η αγάπη μου δεν παίρνω ούτε μιλιά σου.
Και τώρα που 'σαι ο πόθος μου όλο είμαι μακριά σου.
Τι αν γίνομουν θα σ' άρεσε; Πέστο μου και θα γίνω.
Γιατί μακριά σου αγάπη μου, χάνομαι, λιώνω, σβήνω.
Χαλάκι αν γινόμουνα στο έμπα του σπιτιού σου
η σόλα θα με πάταγε κάνε του παπουτσιού σου.
Πόμολο στην πορτίτσα σου, τη μέρα θα 'μουν ταίρι
δύο τουλάχιστον φορές στο λατρευτό σου χέρι.
Μα τώρα ειμ' ένα τίποτα και τίποτα θα μείνω-
και το "δεν είμαι" σ' όλες του τις πτώσεις όλο κλίνω.
Σας άρεσαν κυρία; Είναι από κείνα που, αν θέλετε τέτοια, γράφονται στο λεφτό.
Αλλά να και μερικά που παίρνουνε... δύο λεφτά.
Χιλιοειπωμένα πράγματα να ειπώ
μ' αστέρια κι ήλιο να σε παρομοιάσω
και άστρων ομορφιές να σου ταιριάσω
δεν το 'χω εγώ κυρία μου σκοπό.
Ας χαίρονται άλλοι με τερτίπια τέτοια
κι ας πλέ'νε μες σε φαντασιάς νερό
και αν μπορούν, ας πλύνουν με καιρό
την που έτσι εκδηλώσανε χαμέρπεια.
Εσύ 'σαι η νύχτα η πρώταρχη για μένα
που τα ζοφώδη σκότη σου κρατούν
όλα όσα ούτε να υποψιαστούν μπορούν
τα φώτα που 'χεις γεννημένα.
Είσαι για μένα η Μήτρα η Μεγάλη
που ο κόσμος έμβρυο εντός του θάλλει.
-----