ιβ.
Δε θα ’θελα πολλά.
Θα 'θελα όπως σε μένανε μιλάτε
στους άλλους όλους έτσι να μιλούσατε-
κοφτά και δίχως να τους βλέπετε καθόλου-
και μοναχά σε μένα να γελούσατε.
θα 'θελα έτσι όπως περπατείτε
να ήτανε σε μένα για να 'ρθείτε
εκεί, στο σκοτεινό μας το σοκάκι,
Και θα 'θελα το στόμα σας μια μέρα
το απέραντα για μένα λατρεμένο
κάποια φορά να το 'νοιωθα κοντά στο στόμα το δικό μου πλησιασμένο.
Πολλά ζητάω ε;
Να τότε! σαν σε πεζοδρόμιο κάποιο στενό
θα συναπαντηθούμε,
να μην μεριάσετε πολύ, και λίγο
οι άκρες των ρούχων μας ν' ακουμπηθούν.
Λέω και λέω και λέω ο παλαβός χωρίς εσείς
διόλου τι λέω να ξέρετε.
Κλαίω και κλαίω και κλαίω ενώ μπορεί
την ίδια ώρα εκείνη, σεις να χαίρετε.
...Και κάτι ν' άλλαζε θα ήθελα μια μέρα,
κι αντί στο σπίτι σας να πάτε
να 'ρθειτε στο δικό μου και την πόρτα
μ' απελπισιά ν' ανοίξω να ζητάτε.
Ναι.ξέρω πώς ζητώ από σας πολλά.
Λοιπόν ό,τι κι αν είπα παίρνω πίσω.
Τέτοιαν ποτέ δε θα ξανασκεφτώ
μιαν ευτυχία κάποτε να ζήσω.
Και χάρη θα σας έχω, αγαπημένη,
απ' την πληγή σας όχι εγώ να γιάνω,
αλλά από σας κι απ' το για μένα μίσος-
σα βρόχος που με σφίγγει-να πεθάνω.