Τρίτη, 6 Ιανουαρίου 2015
Ο ΓΙΏΡΓΟΣ ΚΙ Η ΕΛΛΆΔΑ
ή
Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ
«Γιώργη, γιατί έρεψες τη χώρα;
Γιατί; Γιατί;»
«ΣΎΡΙΖΑ θάναι», λέει ο Γιώργος
και περπατεί.
Ανάβει η φτώχια, η ανέχεια
κι η δυστυχιά .
Να’ βρισκε ο Γιώργης μια κρυψώνα
μία σπηλιά!…
Μα να ο Λοβέρδος «ο μακελάρης».
«Έλα», του λέει.
Ο δόλιος Γιώργος πάει κοντά του
και όλο κλαίει.
Μα «ο μακελάρης» πάει για ψήφους.
Τον παραιτεί.
«Δε θ΄ ανασάνω», λέει ο Γιώργος.
«Γιατί, γιατί;»
«Γιώργο, που κίνησες να φτάσεις;»
«Να δοξαστώ»
«Αφού ακόμα είσαι δω κάτου
ξέχαστο αυτό!»
«Εγώ είμαι βλάκας. Είμαι βλάκας.
Τι έφταιξα εγώ;
Ο ουρανός μακριά μου μένει.
Γι’ αυτό είμαι δω.
Πότε ξεκίνησα; είναι χρόνοι…
για δυο, για τρεις…
Πρώτη φορά μου νιώθω έτσι-
τόσο βαρύς»
«Να η Διεθνής σου. Φίλησέ τη
να δροσιστείς».
Σκύβει ο Γιώργος όμως εκείνη
φεύγει ευθύς.
Οι μήνες πέρασαν, τα χρόνια,
φεύγει ο καιρός
στον ίδιο τόπο μένει ο Γιώργος
κι ας τρέχει εμπρός.
Να τα Μνημόνια! να τα μέτρα!
μα πού ευρώ;..
Χτυπιέται όλος από Ευρώπη,
κι απ’ το Λαό.
«Γιώργη, γιατί έρεψες τη χώρα
τη σπλαχνικιά;
Γιατί ως τρίτη έχεις χρεώσει
το Λαό γενιά;»
Η χώρα μίλαε στον αέρα
– τ’ ακούς, τ’ ακούς;-
και τραγουδούσε νύχτα μέρα
τους ταπεινούς:
«Τους πήρες σπίτι και χωράφι
και τις γιορτές
και ρέει το αίμα τους ποτάμι
απ΄ τις πληγές.
Σακάτες ήτανε μα ολόρθοι,
ως τη χρονιά,
το Δου Νου Του που έχεις φέρει
Γιώργο φονιά!».
«Με περιμένει η μαμά μου
που μ’ αγαπά.
κι αλί μου-είμαι ορφανούλι
από μπαμπά.
Ξεκίνησα ένα καλοκαίρι
σαν αρχηγός
κι ήρθε και μ’ ηύρε ο χειμώνας.
Κι ούτε ουραγός…
Και τώρα πάλι Αλωνάρης
Πότε ήρθε; πώς;
Τρισέ, σταμάτησε το λόγγο
που τρέχει εμπρός.
Το δρόμο δε θα βγάλω ο δόλιος
κι ας προσπαθώ.
Πιστός κανένας δε μου μένει
και θα χαθώ.»
Και πέφτει ο Γιώργος απ’ του Δίκιου
τ’ άγριο σπαθί.
Μακριά του στέκουνε οι φίλοι
κι ολοι οι γνωστοί.
Εκεί τριγύρω ούτε Μέρκελ,
ή Σαρκοζί.
Και με το Γιώργο η βλακεία
μον’ πάει μαζί.