ΑΤΕΛΕΣΤΕΣ
Μες στις βαθιές της μνήμης μου εικόνες
μαύρα κενά υπάρχουν αφημένα.
Μέσα τους ζουν παντέρημες και μόνες
πλάσματα που ειν' απ' όλους ξεχασμένα,
κάτι μορφές απέραντα θλιμμένες
με χώμα σκεπασμένες και με σκόνη-
βουβές μορφές σε μένα αγαπημένες
ως για τα δέντρα τους είναι οι κλώνοι.
Είναι αυτοί που έφεγγε βαθειά τους
η φλόγα ενός δυσεύρετου ταλάντου.
Που τη μεγάλη εφώτιζε καρδιά τους
το φως ενός ηλίου αμαράντου.
Που ενώ να δώσουν είχαν κάτι νέο
μες στα παλιά εφθείραν τη ζωή τους-
που αναλωθήκαν μέσα στο χυδαίο
ενώ τ' Ωραίο πλαντούσε στην ψυχή τους.
Ειν' οι σκιές αυτών που ενώ πλασμένοι
για έργα ήσαν τέχνης φτερωμένα
μες στην αφάνεια εζήσανε χαμένοι
σαν άστρα που από νέφη είναι κρυμμένα.
Ειν' οι Μπετόβεν που δεν έχουν μουσουργήσει
γιατί δεν έλαμπε ακόμα η μουσική,
ειν' οι Ντα Βίντσι που δεν έχουν ζωγραφίσει
γιατί στη λίθινη φανήκαν εποχή.
Είναι οι Όμηροι, οι Σαίκσπηρ, οι Ικτίνοι
που ζήσανε στα δέντρα ή σε σπηλιές
οι Καρυωτάκηδες, οι Πόε, οι Λαμαρτίνοι
στου Ανθρώπου που άνθισαν το λυκαυγές.
Μες στις βαθιές της μνήμης μου εικόνες
κάποιες μορφές παράξενα σαλεύουν
κι από τις μουχλιασμένες τους κρυψώνες
έξω-στο φως-λες πως να βγουν γυρεύουν.
Πόσο πικρές αλήθεια πρέπει να 'ναι-
πόσο θα νιώθουν δύστυχες και μόνες
κάτι μορφές που ατέλεστες γυρνάνε
μες στις βαθιές της μνήμης μου εικόνες...
Γι αυτό σου δέομαι Θε', κι αν δε χαρίσεις
στις σκιές αυτές της δόξας τη χαρά,
όμως τελείως μη τις αγνοήσεις.
Από δαφνόφυλλα φτιάξε ξερά
ένα στεφάνι, κι έτσι ως είσαι αγαθός
δώσε τους λίγη απ' την ουράνια ευτυχία-
όχι τιμές μεγάλες-να! καθώς
στους λήγοντες κερδίζουν τα λαχεία.
Μες στις βαθιές της μνήμης μου εικόνες
μαύρα κενά υπάρχουν αφημένα.
Μέσα τους ζουν παντέρημες και μόνες
πλάσματα που ειν' απ' όλους ξεχασμένα,
κάτι μορφές απέραντα θλιμμένες
με χώμα σκεπασμένες και με σκόνη-
βουβές μορφές σε μένα αγαπημένες
ως για τα δέντρα τους είναι οι κλώνοι.
Είναι αυτοί που έφεγγε βαθειά τους
η φλόγα ενός δυσεύρετου ταλάντου.
Που τη μεγάλη εφώτιζε καρδιά τους
το φως ενός ηλίου αμαράντου.
Που ενώ να δώσουν είχαν κάτι νέο
μες στα παλιά εφθείραν τη ζωή τους-
που αναλωθήκαν μέσα στο χυδαίο
ενώ τ' Ωραίο πλαντούσε στην ψυχή τους.
Ειν' οι σκιές αυτών που ενώ πλασμένοι
για έργα ήσαν τέχνης φτερωμένα
μες στην αφάνεια εζήσανε χαμένοι
σαν άστρα που από νέφη είναι κρυμμένα.
Ειν' οι Μπετόβεν που δεν έχουν μουσουργήσει
γιατί δεν έλαμπε ακόμα η μουσική,
ειν' οι Ντα Βίντσι που δεν έχουν ζωγραφίσει
γιατί στη λίθινη φανήκαν εποχή.
Είναι οι Όμηροι, οι Σαίκσπηρ, οι Ικτίνοι
που ζήσανε στα δέντρα ή σε σπηλιές
οι Καρυωτάκηδες, οι Πόε, οι Λαμαρτίνοι
στου Ανθρώπου που άνθισαν το λυκαυγές.
Μες στις βαθιές της μνήμης μου εικόνες
κάποιες μορφές παράξενα σαλεύουν
κι από τις μουχλιασμένες τους κρυψώνες
έξω-στο φως-λες πως να βγουν γυρεύουν.
Πόσο πικρές αλήθεια πρέπει να 'ναι-
πόσο θα νιώθουν δύστυχες και μόνες
κάτι μορφές που ατέλεστες γυρνάνε
μες στις βαθιές της μνήμης μου εικόνες...
Γι αυτό σου δέομαι Θε', κι αν δε χαρίσεις
στις σκιές αυτές της δόξας τη χαρά,
όμως τελείως μη τις αγνοήσεις.
Από δαφνόφυλλα φτιάξε ξερά
ένα στεφάνι, κι έτσι ως είσαι αγαθός
δώσε τους λίγη απ' την ουράνια ευτυχία-
όχι τιμές μεγάλες-να! καθώς
στους λήγοντες κερδίζουν τα λαχεία.