Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2020

ΤΖΕΛΣΟΜΙΝΑ
ή
TO ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΑΓΑΠΗ


Ήταν ένα θλιμμένο δειλινό στα Καλάβρυτα τον περασμένο Αύγουστο. Το πόδια βαρετά στήριζαν το σώμα των περιπατητών γύρω από την πλατεία. Μαζί με τον ήλιο που έγερνε λες για να μην ξαναφανεί ποτέ πάλι, έγερναν προς την πόλη και τα γύρω βουνά, κλείνοντας σιγά σιγά από το μάτι και τη θέα του μόνου παρήγορoυ
-του ουρανού. Ο σταυρός του τόπου του μαρτυρίου στέκονταν ολόρθος πάνω από τόσα γκρεμισμένα. Κι έτσι που το νερό δίπλα στην πλατεία κελάρυζε, έμοιαζε μοιρολόγημα και η πόλη τάφος.
'Εβαλα το χέρι μου μέσα στην τσέπη και άγγιξα το κινητό τηλέφωνό μου, θέλοντας να πάρω λίγη σιγουριά από κάτι τόσο πραγματικό και να αλλάξω τις σκέψεις που μου γεννιόνταν στο μυαλό με άλλες, όπως της προόδου και της κατάκτησης από τον άνθρωπο γνώσεων, που δίχως άλλο έδειχναν τουλάχιστο πως κάτι άλλο υπάρχει έξω από τη θλίψη και την ανυπαρξία.
To κινητό μου, σαν αυτό το άγγιγμα να περίμενε, ήχησε τον γνωστό τραγουδιστικό ήχο του. Κάποιος με καλούσε. Το άνοιξα.

Ακούω Γιώργoς Tζελσoμίνα.
"Γεια σου Τζελσομίνα, πώς και με πήρες;"

"Γιώργος, πότε είναι;"
Εδώ πρέπει να πω δυο λόγια για να καταλάβει ο αναγνώστης τι είναι η Τζελσομίνα και κυρίως να πω για τη γνώση που έχει της ελληνικής γλώσσας.
Η Τζελσομίνα είναι μια μετανάστρια. Μένει στην Αθήνα σε ένα υπόγειο που το μοιράζεται με τα τρία ανήλικα παιδιά της και με κατσαρίδες.
Eίμαι μέλος του Συλλόγου Προστασίας των Αλλοδαπών της Ελλάδας. Με την ιδιότητά μου αυτή
επισκέπτομαι κάποτε κάποτε το σπίτι της Τζελσομίνας για να της δώσω μερικά χρήματα κάθε φορά, τόσα όσα η οικονομική κατάσταση του Συλλόγου επιτρέπει. O Σύλλογος δίνει ιδιαίτερη σημασία στον τρόπο με τον οποίο φτάνουν τα χρήματα στα χέρια του κάθε ταλαίπωρου αλλοδαπού. Εκείνο που οπωσδήποτε πρέπει να αποφεύγουν τα μέλη του Συλλόγου, είναι να δημιουργούν την εντύπωση στους αποδέκτες των χρημάτων, ότι τα χρήματα αυτά τους δίνονται σαν ελεημοσύνη, κάτι που θα πρόσβαλε την αξιοπρέπειά τους. Γιατί στην ουσία δεν πρόκειται καθόλου για ελεημοσύνη .Είναι μια βοήθεια ώσπου οι αλλοδαποί να μπορέσουν να ορθοποδήσουν βρίσκοντας μια δουλειά, κάτι για το οποίο επίσης ο Σύλλογος τους βοηθάει όσο μπορεί.
Μία από τις οικογένειες που εγώ έχω αναλάβει να βοηθώ με τα χρήματα του Συλλόγου, είναι και η οικογένεια της Τζελσομίνας. Και, όπως κάνω για κάθε αλλοδαπό την χρηματοδότηση του οποίου έχω αναλάβει, έτσι και στην περίπτωση της Τζελσομίνας, για να μειώσω το μέγεθος της ντροπής και εκείνης που δέχεται τα χρήματα, αλλά και εμένα που της τα δίνω, έχω προσπαθήσει να δημιουργήσω μια σχέση φιλίας ανάμεσά μας, ώστε τα χρήματα να φαίνεται πως έρχονται από ένα φίλο και πάνε σε έναν άλλο φίλο, παρά πως έρχονται από έναν «πλούσιο» που καταδέχεται από καπρίτσιο ή από έναν οποιοδήποτε υπολογισμό να πετάει από καιρό σε καιρό ένα ξεροκόμματο σε κάποιον φτωχό. Παρόλη τη φιλία όμως αυτού του είδους που είχα και με την οικογένεια της Τζελσομίνας , ποτέ ούτε την είχα πάρει τηλέφωνο, ούτε με είχε πάρει, αν και για δυο χρόνια τώρα περίπου είχαμε αυτή τη φιλική σχέση.
Η Τζελσόμίνα δεν ξέρει ελληνικά, παρά μόνο μερικές λέξεις, που όμως δεν τη βοηθάνε καθόλου να σχηματίζει φράσεις κατανοητές σε οποιονδήποτε άλλον εκτός από την ίδια.
 Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που έχασε και τις δύο δουλειές που της έχω μέχρι τώρα βρει. Και αν εγώ μπορώ και συνεννοούμαι με την Τζελσομίνα, αυτό έγινε με μεγάλη προσπάθεια από μέρους μου και με την επιστράτευση όλων των ανορθόδοξων μεθόδων προσπέλασης μιας τέτοιας κατάστασης, αλλά κύρια με τη χρησιμοποίηση της μεγάλης φαντασίας με την οποία είμαι προικισμένος. Μ' αυτήν, αλλά και με τη βοήθεια του χρόνου μπορώ από τις λίγες λέξεις που με τόση δυσκολία ξεστομίζονται από την Τζελσομίνανα να σχηματίζω τις προτάσεις που αυτή θα μου έλεγε αν ήξερε ελληνικά. Για να το πετύχω αυτό έπρεπε κάθε φορά που μου μιλούσε να την προσέχω έτσι ώστε να βλέπω την έκφραση που κάθε φορά έπαιρνε το πρόσωπό της όταν μου μιλούσε, καθώς και τον τόνο και τη χροιά που είχαν οι λέξεις που κατάφερνε να σχηματίσει. To τελευταίο αυτό, η χροιά που έδινε κάθε φορά στη φωνή της, μου επέτρεψε με τον καιρό να μπορώ να καταλάβω το νόημα των λεγομένων της Τζελσομίνας και όταν ακόμα θα έπρεπε να την ακούω χωρίς να την βλέπω, όπως ας πούμε όταν ήσαν κι άλλοι άνθρωποι στο σπίτι της όταν πήγαινα σ' αυτό. Γι αυτό και δεν είχα μεγάλη δυσκολία να καταλάβω τα λόγια της Τζελσομίνας από το τηλέφωνο.
Εκείνο που με δυσκόλευε περισσότερο στην προσπάθειά μου της κατανόησης της ελληνικής ομιλίας της Τζελσομίνας ήταν η χρησιμοποίηση από αυτήν των ρημάτων και των αντωνυμιών. Για την Τζελσομίνα φαίνεται πως ήταν κατόρθωμα και μόνο που μπορούσε να βάλει μετά από κάποιο ρήμα κάποιαν αντωνυμία. Ποια θα ήταν αυτή δεν το εξέταζε καθόλου. Το ίδιο αναλογικά συνέβαινε και με τα ρήματα. Φτάνει η Τζελσομίνα να ξεστόμιζε το ρήμα που της χρειαζόταν για να φτιάξει την πρότασή της και δεν την ενδιέφερε καθόλου το πρόσωπο, η φωνή, ο χρόνος του κύριου αυτού στοιχείου κάθε ανθρώπινης γλώσσας.
Μετάφρασα λοιπόν αμέσως το "πότε είναι;" του τηλεφωνικού διαλόγου μου με την Τζελσομίνα,: "πού είσαι;" "Είμαι σ’ ένα χωριό», της απάντησα.
Η Τζελσομίνα καταλάβαινε από αυτά που άλλοι έλεγαν, περισσότερα από όσα άφηνε αυτή να καταλάβουν όσοι μιλούσαν μαζί της χωρίς να έχουν εξασκηθεί πρώτα στα ελληνικά της. «Ήρθε Αθήνα;» (θα έρθεις στην Αθήνα;)
«Ίσως σε δυο τρεις μέρες». «Εγώ επήγα χωριό" (θα έρθω εγώ στο χωριό) "Γιατί; Τι συμβαίνει; Τα παιδιά είναι καλά;" «Καλά. Έρχεται Αθήνα;» (Καλά είναι. Θα έρθεις στην Αθήνα;) "Για ποιο λόγο;" «Σε αγαπάω".
Για μια στιγμή έμεινα άφωνος. Μια φράση ειπωμένη τόσο σωστά αλλά και με τόση σιγουριά και τοποθετημένη μετά από την ερώτηση μου για τον λόγο που ύστερα από δυο χρόνια αποφάσισε για μια φορά να μου τηλεφωνήσει, ήτανε άραγε κάποιο λάθος γλωσσικό της Τζελσομίνας ή αυτή ήξερε καλά τι έλεγε;
Αλλά ήταν η σειρά μου να μιλήσω. Και της απάντησα με τόνο φιλικόν και συνηθισμένο στις συνομιλίες μου μαζί της, "Κι εγώ. σ' αγαπάω Τζελσομίνα και αγαπάω και τον Δημήτρη και τον Θανάση και την Κλειώ. Όμως μου είναι δύσκολο να έρθω τώρα." "Πότε ώρα έρχεται;" (Τι ώρα έρχεσαι;)
Ο διάλογος συνεχίστηκε με μένα να θέλω να αποφύγω το που τόσο απρόσμενα βγήκε στη μέση ταξίδι στην Αθήνα χωρίς έναν χειροπιαστό σκοπό που θα το άξιζε, και με την Τζελσομίνα να προσπαθεί να μάθει τι ώρα θα πήγαινα και πότε-σήμερα ή αύριο. Και αφού κατάλαβα πως δεν μπορούσα να το αποφύγω χωρίς να φανώ ασυγκίνητος από το κάποιο πρόβλημα που η Τζελσομίνα πραγματικά θα είχε και το οποίο η εκεί παρουσία μου θα της έλυνε, αποφάσισα να πάω στην Αθήνα.

Τουλάχιστον μπόρεσα να το υποσχεθώ για την επόμενη μέρα.
Πηγαίνοντας προς την Αθήνα έφερνα στη μνήμη μου την Τζελσομίνα, όπως την γνώρισα στις επισκέψεις μου στο σπίτι της . Καθιστή όλη την ώρα στον παλιό, μισοξηλωμένο καναπέ, με τα χέρια της παλαιστή σταυρωμένα πάνω στη χοντρή κοιλιά της, με τα πόδια της απλωμένα μπροστά και σταυρωτά, κοιτάζοντας συνέχεια την τηλεόραση ό,τι κι αν αυτή έδειχνε και με τα παιδιά της να κρέμονται άλλο από τον λαιμό της, άλλο από κάποιο χέρι της και το τρίτο να κάθεται κάτω δίπλα στα πόδια της τα οποία αγκάλιαζε και με τα δυο του χέρια όπως φαντάζομαι θα αγκάλιαζαν τον στύλο ενός ναού οι ικέτες που έβρισκαν καταφύγιο σ’ αυτόν στην αρχαία Ελλάδα-με τόσην προσμονή και με τόσο πάθος αλήθεια. Το πρόσωπό της είχε πάντοτε μια έκφραση αδιάφορη, σαν να ήτανε μόνη της μέσα στο δωμάτιο, κοιτάζοντας προς εμένα μόνον όταν άνοιγα το πορτοφόλι μου και απευθυνόμενη σε κάποιο από το παιδιά της όταν ήθελε να του πει να αλλάξει κανάλι στην τηλεόραση. Μάγουλα χοντρά, στόμα που του έλειπαν τρία μεσαία μπροστινά επάνω και δυο κάτω δόντια, μαλλιά μαύρα κακοχτενισμένα ίσα για να μη της σκεπάζουν τα μάτια και της στερούν την τηλεθέαση, συμπλήρωναν την εικόνα της φίλης μου.
Είμαι από εκείνους που υποστηρίζουν πως κάθε γυναίκα έχει κάτι όμορφο, όσο άσχημη κι αν είναι κατά τα άλλα και πως αυτό το κάτι την κάνει ικανή να γίνει αξιαγάπητη για κάποιους. Ο καλός Θεός έχει φροντίσει για όλα τα πλάσματά του.
Ταξιδεύοντας έψαχνα με τη βοήθεια της μνήμης μου και της ικανότητας που έχω για παρατήρηση, να βρω τι αξιαγάπητο έχει η Τζελσρμίνα, αν έχει, ή μήπως αυτή αποτελεί εξαίρεση και είναι η μόνη από τις γυναίκες που έχω γνωρίσει, που τίποτα δεν έχει που να τραβήξει κάποιον άντρα. .
Και το βρήκα.
Είναι το χαμόγελό της.
Ένα αθώο, γλυκό, όμορφο θα έλεγα χαμόγελο, παρά το άδειο που στο κέντρο του αφήνουν τα ελλείποντα δόντια. Όταν η Τζελσομίνα γελάει, τότε εκείνος που την βλέπει παραμερίζει άθελά του όλα τα άλλα, που για τον καθένα είναι απωθητικά,  και πάνω της βλέπει μόνο το χαμόγελο εκείνο. Ναι, όταν η Τζελσομίνα γελάει τότε όλη είναι αυτό της το γέλιο. Σαν το στόμα της μισανοίγοντας να καταπίνει κάθε άσχημο ή τέλος πάντων κάθε τι που οι άνθρωποι θεωρούν άσχημο, και να μένει μπροστά του μια γλύκα και μια ακαθόριστη αίσθηση γαλήνης, χαράς, μια εικόνα ευτυχίας θα έλεγα.
Φτάνοντας στην Αθήνα πήγα κατευθείαν στο σπίτι της Τζελσομίνας, όπου μια μεγάλη έκπληξη με περίμενε: το σπίτι ήτανε καθαρό! Άλλοτε τα πάντα βρωμούσαν εκεί μέσα-πάτωμα γεμάτο αποφάγια, παπούτσια και ρούχα βρώμικα πάνω σε κρεβάτι και σε καρέκλες, ο καναπές να δείχνει τα μπαμπάκια του κάτω από το μόλις συγκρατούμενο σε ένα σημείο του ακόμα μαύρο από τη βρώμα κάλυμμά του, το τραπεζάκι στη μέση του δωματίου που χρησίμευε για φαγητό, για ακουμπιστήρι διαφόρων ετερόκλητων αντικειμένων και για άπλωμα πάνω του των πάντοτε βρωμερών και ξυπόλητων ποδιών της Τζελσομίνας και των παιδιών της να είναι καθαρό με μιαν άσπρη καθαροπλυμένη πετσέτα πάνω του. Ξεραμένες λάσπες στο τσιμεντένιο πάτωμα και βρωμιές κάθε είδους στους τοίχους συμπλήρωναν την εικόνα του δωματίου της τηλεόρασης της Τελσομίνας.
Τώρα όλα ήταν φτωχικά μεν αλλά πεντακάθαρα-ο καναπές σκεπασμένος με ένα άσπρο σεντόνι, το πάτωμα άδειο από πεταμένα αντικείμενα και σκουπισμένο, τοίχοι πλυμένοι, ο γιούκος πάνω στο μπαούλο σκεπασμένος κι αυτός μ' ένα πολύχρωμο σεντόνι και η Τζελσομίνα αντί να έχει τη συνηθισμένη της στάση, τώρα καθόταν στον καναπέ με τα πόδια μαζεμένα και είχε τα χέρια της πάνω στον καναπέ ακουμπισμένα με τις παλάμες τους πάνω του.
Αλλά η έκπληξη ή πιο μεγάλη ήτανε το ντύσιμο της ίδιας της Τζελσομίνας. Αντί για ένα βρώμικο παλιό υπόλειμμα φορέματος, τώρα φορούσε μια "τουαλέτα", που αν και φτηνή και ασουλούπωτη πάνω της, όμως της έδινε την όψη γυναίκας ντυμένης για κάποια σημαντική περίσταση. Κάτω από το φόρεμα το σκισμένο δεξιά και αριστερά από το ύψος του γόνατου και κάτω σύμφωνα με τη μόδα, πρόβαλαν τα χοντροκομμένα πόδια της φίλης μου, ένα σταυρωτό μεγάλο ντεκολτέ άφηνε να μισοφαίνονται μεγάλα κρεμάμενα στήθη και κάτω από το ύφασμα του φορέματος που κάλυπτε τον ώμο ξεπρόβαλαν τα χέρια παλαιστή. Η κοιλιά φαινόταν λιγότερο μεγάλη απ' ό,τι ήταν, επειδή το φόρεμα, ίσως διαλεγμένο έτσι για τον λόγο ειδικά αυτόν, έπεφτε φαρδύ πάνω στο κοντόχοντρο σώμα της Τζελσομίνας.
Αφού χαιρετηθήκαμε όπως συνήθως με την Τζελσομίνα, ένα παιδί ξεπρόβαλε από την κουζίνα και με ρώτησε χωρίς άλλη κουβέντα και χωρίς ούτε να με χαιρετήσει πρώτα: "σου αρέσει το καινούργιο φουστάνι;", δείχνοντάς μου προς το μέρος της μητέρας του. Είπα πως πράγματι ήταν ωραίο, ενώ δεν έκανα καμιά παρατήρηση για την καθαριότητα του σπιτιού, για να μη προσβάλω την Τζελσομίνα εννοώντας έτσι πως τις άλλες φορές ήτανε βρώμικο. Ρώτησα αν συμβαίνει τίποτε και μου τηλεφώνησε, και που δεν μπορούσε ίσως να μου το πει από τηλεφώνου. Όχι, δεν συνέβαινε τίποτε. Και αμέσως μετά: "Γιώργος πάει βόλτα μαζί Τζελσομίνα". Είπα ότι ήμουνα κουρασμένος, παρατήρησα πως είναι τόσο καλά να κάθεται κανείς στο σπίτι και να βλέπει τηλεόραση ή να συζητάει, μάταιος κόπος.
Βγήκαμε και αμίλητοι-τι να λέγαμε-προχωρήσαμε μέχρι τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο, όπου τη ρώτησα: "τι λες; πάμε στον Πειραιά; " Σκέφτηκα πως θα ήτανε κάτι πρωτόγνωρο για την Τζελσομίνα η μετάβαση στον Πειραιά και πράγματι δεν έκανα λάθος. Τα μάτια της έλαμψαν και μου είπε πως δεν είχε ξαναπάει στον Πειραιά αν και άκουγε γι αυτόν από τα παιδιά της που ζητιάνευαν εκεί και από φίλες της.
Πήγαμε. Φυσούσε ένας διαβολεμένος νοτιάς, που έριχνε σκουπιδοτενεκέδες σους δρόμους, πέταγε από τα περίπτερα εφημερίδες στο πεζοδρόμιο, ανέμιζε το φουστάνι της Τζελσομίνας και έκανε τους καταστηματάρχες της περιοχής του λιμανιού να κλείνουνε βιαστικοί πρόωρα τα μαγαζιά τους. Για μένα όμως ήτανε μια απόλαυση ένας τέτοιος αέρας που χωρίς να με κρυώνει έστελνε κατεπάνω μου κύματα μιας καθαριότητας, κάτι καθαρού από σκόνες και σκουπίδια που ήδη μετά από τόσης ώρας φύσημα είχαν ήδη εξαφανιστεί, και καθαρού από κάθε ανθρώπινο, καθώς η ταχύτητα του αέρα δεν άφηνε να κολλήσει πάνω σου καμία ανθρώπινη, σωματική ή ψυχική, ηθελημένη ή αθέλητη, υστερόβουλη ή όχι βρωμιά.
Βγαίνοντας από τον σταθμό του ηλεκτρικού προχωρήσαμε κατά μήκος της προκυμαίας, προς την κατεύθυνση της εκκλησίας των Ταξιαρχών. Βαδίζαμε σχεδόν ο ένας πίσω από τον άλλο λόγω της στενότητας του πεζοδρομίου, ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα σε περαστικούς και περίπτερα.

Όταν φτάσαμε στο ύψος της εκκλησίας, όπου είχαμε ελεύθερον χώρο και ενώ πια περπατούσαμε δίπλα δίπλα τώρα ξάφνω η Τζελσομίνα πέρασε το χέρι της κάτω από το αριστερό δικό μου, πιάνοντάς με έτσι "αγκαζέ". Δέχτηκα χωρίς αντίδραση την χειρονομία αυτή και πια περπατούσαμε έτσι από κει και πέρα. Το χέρι της μόλις που βάραινε πάνω στο δικό μου, κάτι που ακόμα το θυμάμαι ευχάριστα, ύστερα από μια πρόσφατη εμπειρία που είχα από μια άλλη κυρία που πιάνοντάς με «αγκαζέ» απλά έριχνε όλο το βάρος της επάνω μου ώστε να την τραβώ περπατώντας.
Τα σώματά μας διατηρούσαν την απόσταση τους το ένα από το άλλο και αυτό βέβαια ήτανε φυσικό, αφού τίποτε δεν υπήρξε ποτέ ανάμεσά μας που να δικαιολογούσε ένα πλησίασμα των δυο μας ενώ περπατούσαμε, έξω από την ανάγκη να μη χώριζαν από τον σημερινόν αέρα δυο μαζί βαδίζοντας άνθρωποι.
Κατ' αυτό τον τρόπο βαδίζοντας θα πρέπει να κάναμε μιαν,  ελαφρά έστω, κωμική εντύπωση σε όποιον μας παρατηρούσε για λίγο-ένα αταίριαστο "αγκαζέ". Εγώ να μη μπορώ να κάνω τίποτε άλλο παρά να μην αντιδρώ σε ό,τι έγινε, κι εκείνη να μην επιτρέπει στον εαυτό της περισσότερο πλησίασμα, καταλαβαίνοντας ίσως πως δεν είχε ούτε το "δικαίωμα" για κάτι τέτοιο, αλλά και μη θέλοντας ίσως να διακινδυνέψει μιαν αντίδραση από μέρους μου που δεν θα ήτανε καλόδεχτη από αυτήν. Παρολαυτά, καθώς με κρατούσε, δυο τρεις φορές τα δάχτυλά της σύρθηκαν χαϊδευτικά πάνω στον πήχυ μου, μόλις ακουμπώντας επάνω στο δέρμα μου μια ή δυο φορές σε κάθε τους απόπειρα. Δεν μπόρεσα να μη θαυμάσω την λεπτότητα του χειρισμού αυτού του αγγίγματος και αυτού του χαδιού, καθώς ήταν τέτοιος που μπορούσε κανείς να το θεωρήσει είτε σαν μια εκδήλωση κάποιου κρυφού αισθήματος, όπως φαινόταν και να είναι, αλλά όμως και σαν μια τυχαία η ασυναίσθητη κίνηση χωρίς καμία άλλη σημασία, ή και ίσως σαν την πιθανότητα το που την έκανε άτομο να ήταν απρόσεχτο ή αγενές. Ήταν μάλλον ένα σήμα που ήθελε να δώσει το έναυσμα μιας παρόμοιας απάντησης, με σκοπό να δημιουργηθεί ανάμεσα στους εμπλεκόμενους στο παιχνίδι αυτό περισσότερο θάρρος για τολμηρότερες κάθε φορά ενέργειες, στην περίπτωση που και τα δυο μέρη θα το επιθυμούσαν.
Μια πίτσα από το γειτονικό "Έβερεστ" αντικατάστησε το γεύμα που συνήθως είναι η κατάληξη μια τέτοιας εξόδου σε άλλες περιπτώσεις. Μετά πήγαμε στον ηλεκτρικό και φύγαμε για το σπίτι.
Ταιριάζοντας τώρα το τηλεφωνικό "σε αγαπάω" με όλα όσα είχαν γίνει αφότου πήγα στο σπίτι της Τζελσομίνας κατάληξα στο συμπέρασμα πως κάποια χορδή είχε δονηθεί μέσα στο ογκώδες αυτό σώμα και μάλιστα στο μέρος εκείνο όπου λένε πως εδράζεται η λεγόμενη Ψυχή. Δεν είμαι ψυχολόγος ώστε να μπορώ να πω περισσότερα, όμως πρέπει να ομολογήσω ότι πριν έρθω στην Αθήνα μου πέρασε από το μυαλό η πονήρη σκέψη πως ίσως το "σε αγαπάω" να ήταν μια κίνηση από κείνες-που όμως η Τζελσομίνα δεν με είχε συνηθίσει σ' αυτές: που γίνονται με σκοπό ιδιοτελή, στην περίπτωσή μου δηλαδή την απόσπαση περισσότερων χρημάτων.
Τώρα όμως η σκέψη αυτή είχε παραμεριστεί και έμενε ανίσχυρη μπροστά στα καινούργια στοιχεία που η βόλτα καθώς και η κατάσταση της καθαριότητας του σπιτιού είχαν φέρει στο φως. Αλλά τη χαριστική βολή σε όποιαν τέτοιου είδους υλιστική σκέψη, έδωσε η άρνηση της Τζελσομίνας να πάρει λεφτά, τη στιγμή που μέχρι τότε αυτή ήταν η μόνη σχέση μας και η μόνη και πάντοτε καλοδεχούμενη αιτία όποιας συνάντησής μας: Όταν έβγαλα το πορτοφόλι μου, αρχίζοντας να δικαιολογώ την πράξη μου αυτή σχετίζοντάς την με την ένδυση των παιδιών για τον χειμώνα και αιτιολογώντας την σαν ένα δώρο από μένα προς αυτά, και πριν καλά καλά ακόμα βγάλω από το πορτοφόλι τα λεφτά, η Τζελσομίνα μού είπε αποφασιστικά, ήρεμα και παραπονεμένα: «Δε θέλω λεφτά!»
                                                    …..