ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ
Όταν ήμουν στην Αμερική εξέδιδα το μηνιαίο σατιρικό περιοδικό «ΛΟΓΙΑ», όλο έμμετρο, που σατίριζε τα δημόσια πράγματα Ελλάδας και ελληνοαμερικανών, που το μοίραζα δωρεάν σε ελληνικά στoιχεία Αμερικής και Αυστραλίας.
Μια μέρα έλαβα το παρακάτω γράμμα.
«Κυρι-Γιώργη γεια σου, είμαι ο Μανώλης με τόνομα, θυμάμαι που σε είδα στο πάρτι
που μου κάνανε τα παιδιά μου για τα εβδομήντα μου, θα το θυμάσαι και συ, όλο το
γαμημένο το Λος Άντζελες το θυμάται και θα το θυμάται για χρόνια τόσο γκιουζέλ
που ήτανε και θυμάμαι που μου είπανε για σένα αυτός είναι γιατρός και είπα
γιατρός και να μην έχει παντελόνι να φορέσει δώστε του τού παιδιού δέκα
χιλιάρικα να ντυθεί και μου είπανε δε θα τα πάρει και τότενες εκατάλαβα γιατί
κυκλοφοράς με τρύπιο παντελόνι. Εγώ να πούμε δηλαδής κυρι-Γιώργη όχι που
διαβάζω τα στιχάκια σου, ούτε να διαβάζω ξέρω ούτε και να γράφω και το γράμμα
αυτό να πούμε μου το γράφει ο γιος μου, γιατί εγώ είμαι εμπορευάμενος άνθρωπος
και όποιος δηλαδής δε δουλεύει παρά κάθεται και γρατζουνάει χαρτιά εγώ τόνε λέω
να πούμε άχρηστον άνθρωπο και χαμένο κορμί και να με συμπαθάς να πούμε, όμως
κανένανε γραμματιζούμενο δεν είδα να προκόβει. Εγώ τώρα κυρι-Γιώργη μου κονομάω
καμιά κατοσταριά χιλιάρικα το μήνα, από μπικικίνια το λοιπό την έχω όμορφα μόνο
ο γιος μου έχει μπλέξει με τα γράμματα όμως παιδί είναι λέω θα στρώσει
μεγαλώνοντας. Και παίρνει κάθε μήνα μια φυλλάδα δικιά σου λέει και αυτό είναι
τέχνη λέει. Τώρα όχι που εγώ είμαι αντίθετος με την τέχνη, εμένα και η τέχνη
μου αρέσει και οι τεχνήτρες. Που χου το Σουλάκι να πούμε, αυτή να δεις τέχνη
και στα κουνήματα και στη γλώσσα, δε λέω και το Μαράκι είναι τεχνήτρα καλή αλλά
το Σουλάκι δεν το φτάνει (αυτά μην τα πεις στην κυρά μου, ούτε στην Αναστασία που
την ξέρει γιατί θα της τα πει). Τώρα βέβαια δηλαδής με τη δικιά σου τέχνη
μπερδεύουμαι λιγάκι γιατί μου λέει ο γιος μου πως είναι λεπτή τέχνη, ναι, εδώ
τον παρακολουθώ, μου λέει πως είναι όμορφο πράμα, ναι, εδώ τον παρακολουθώ,
αλλά μου λέει πως γλιτώνει τον άνθρωπο από τον πόνο, ε, εδώ δεν τον παρακολουθώ
γιατί εδώ που τα λέμε δηλαδής έναν πονοκέφαλο έχεις και δεν περνάει ούτε με
τιλενόλ και θα περάσει με στιχάκια; Τότε θα είχανε κλείσει τα φαρμακεία αδερφέ
μου. Και που λες ο γιος μου μού ’λεγε να σου διαβάσω στιχάκια πατέρα; κι εγώ
για να μην το διαολοστείλω το παιδί του ’λεγα όχι τώρα παιδί μου έχω δουλειά.
Όταν μου είπε όμως πως τα στιχάκια τα ποίματα πως τα λέτε μπορούνε να κάνουνε
αθάνατο ένα όνομα, αυτό με χτύπησε στην καρδιά ίσα. Εδώ είσαι Μανώλη, είπα. Γιατί εγώ είχα
τον καημό πως όταν θα πεθάνω θα χαθεί μαζί και τόνομά μου και μαζί και όλη μου
η καπατσοσύνη στο εμπόριο και στις μπίζινες. Μου ’λεγε η γυναίκα μου να φκιάσω
αγάλματα δικά μου, ο γιος μου μού ’λεγε να χτίσω ουρανοξύστες που να μείνουνε
και μετά από μένα. Όμως τους σεισμούς δεν τους λογαριάσανε. Και ήμουνα σε
μεγάλονε σεβντά και τότενες ήρθε ο γιος μου και μου εξήγησε το παιδί ας είναι
καλά πως και όταν ακόμα οι ατομικές μπόμπες καταστρέψουνε τα πάντα πάνω στη γη
και να μην υπάρχει να πούμε στη γης ούτε χαρτί ούτε μολύβι, ο άνθρωπος θα
μπορεί να γράφει απάνου στις πέτρες και δεν είναι ψέματα, γράφανε κάποτε μου
είπε το παιδί. Και βάλε μού λέει όλοι οι κληρονόμοι σου να ξέρουνε γράμματα και
να τα μαθαίνουνε και στα παιδιά τους και αυτοί όλοι να μαθαίνουνε απόξω το ποίμα
που θα σου γράψει αυτός ο κύριος, ώστε να μπορούνε να το γράφουνε σε πέτρα αν
όλα τα άλλα θα χαθούνε. Κι εγώ πια τι να ’κανα, ας μην ήθελα ν' ακούω για
γράμματα, αφού είναι έτσι παιδάκι μου του λέω, να πω κι εγώ στον κυρι-Γιώργη να
γράψει και μένα ένα
ποίμα-πως το λες.
Και γι αυτό σου γράφω κυρι-Γιώργη, θέλω να γράψεις για το σουρπρίζ-πάρτι που
μου κάνανε στα γενέθλιά μου και ήσουνα και εσύ και τα ξέρεις από πρώτο χέρι.
Θέλω να με θυμούνται όχι για δυόμισι χιλιάδες χρόνια που θυμούνται τους
αρχαίους που λέει το παιδί, αλλά για πάντοτε. Γιατί να πούμε τι είναι δυόμισι
χιλιάρικα; Ένα μεροκάματο είναι για μένα. To λοιπό κυρι-Γιώργη μου γράψε το
τραγουδάκι σου αυτό για μένα και θέλω να είναι εγγυημένο για κατομμύρια χρόνια.
Κι άμα θέλεις λεφτά και πεντακόσα μπάξα να μου ζητήσεις για κάθε γραμμή τα
'χεις ρε μάγκα, σου το 'πα από μπικικίνια άλλο τίποτα να φαν κι οι κότες.
Άν θέλεις τίποτα λεπτομέρειες για να βάλεις στο τραγούδι σου, τηλεφώνα μου,
φαστφουντάδικα ο Μανώλης, όλο το γαμημένο το Λος Άντζελες με ξέρει.»
Ο Μανώλης ήταν πράγματι ένας από τους πλούσιους έλληνες του Λος Άντζελες. Και
το πάρτι των γενεθλίων του ήτανε πράγματι εντυπωσιακό. Και η οικογένειά του μια
σωστή ελληνική οικογένεια! Με μεγάλη μου ευχαρίστηση λοιπόν ανταποκρίθηκα στην
επιθυμία του Μανώλη, γράφοντας μια πολυσέλιδη, έμμετρη πάντοτε, όμως σοβαρή
αυτή τη φορά, περιγραφή του λαμπρού και πανάκριβου πάρτι που έγινε για τον
γιορτασμό των εβδομηκοστών του γενεθλίων. Και χωρίς...μπικικίνια...