ΠΑΤΕΡΟΥΛΗ…
Πατερούλη
σου γράφω από τη Γεωργία, την πατρίδα σου.
Είμαι καθισμένη σ’ ένα κασόνι με ξύλα για τη σόμπα του χειμώνα
με το φως μιας λάμπας πετρελαίου να με φωτίζει,
νηστική κι από το κρύο τρέμοντας.
Πατερούλη
Το χώμα όλης της γης φούσκωσε θέληση από τη θέλησή σου.
Νόμισαν πως σε θάψανε μα σ’ έσπειραν .
Και τώρα πλαντάζεις και αντρειεύεσαι μες στο υγρό σκοτάδι κι ετοιμάζεσαι
Να πεταχτείς όλο ζωή, ελπίδες για να δώσεις στον αγώνα μας.
Να πεταχτείς όλο ζωή τη σιγουριά της νίκης μας για να σφραγίσεις.
Να υψωθείς σαν πύργος ατσαλόφραχτος.
Δεντρί να γίνεις και κλωνιά ν' απλώσεις
που θα κρεμάμε πάνω τους τα όπλα του αγώνα
και θα καθόμαστε στον ίσκιο του να πίνουμε της λευτεριάς το πιόμα
και της αγάπης μας ο λόγος να στολίζει με πουλιά γλυκόλαλα κάθε κορφή του χλωροπράσινη.
Να τριγυρίσεις όληνε τη γη σαν ουρανός ζωοδότης-σαν ουρανός χειροπιαστός
Μ' αστέρια λαμπερά γεμάτος: Ψωμί, Φιλία, Συντροφιά, Χαρά, Ειρήνη, Γιατροπόρεμα, Ανθρωπιά.
Κι ο ήλιος τ' ουρανού σου η ευτυχία.
Πατερούλη
Έφυγες κι άφησες αφύλαχτα τα στενά.
Και μπήκαν μέσα οι εχθροί αδίστακτοι.
Κι ό,τι ορθό εβρήκαν το 'ριξαν
κι ό.τι στημένο είχες με το αίμα της περήφανης καρδιάς σου,
με των χεριών τους των ανίερων μια κίνηση το γκρέμισαν.
Και πήραν το αίμα του λαού που το 'τρεφες με την επιμονή σου
και φτιάξαν λίμνες για να κολυμπάνε μέσα τους.
Και πήραν τον ιδρώτα του λαού
και τα παιδιά τους παίζουν τις βαρκούλες μέσα του.
Και φτιάξανε θερμάστρες να ζεσταίνονται
και οι θερμάστρες έχουνε για κάρβουνο τη λευτεριά μας.
Και μες στα εργοστάσια ταΐζοντας τα με την άγια εργασία μας
φτιάχνουνε όπλα για να μας σκοτώνουνε,
και φτιάχνουνε τραπέζια για να τρων επάνω τους.
Πήραν το φως που σκόρπιζες όσο ήσουνα μαζί μας
και φτιάξαν ίσκιο έναν όπου μέσα του
άφωτους κι άπελπους μας έχουνε να ζούμε.
Και μας μονάχα τ’ όνειρο μας έμεινε να ζούμε μέσα του
κι αυτό γεμάτο εφιάλτες
σαν ένα ολόλευκο πανί με πάνω του ποτάμια αίμα.
Μα μέσα στ' όνειρο αυτό και ο δικός τους εφιάλτης ύπνο πίνοντας θεριεύει
για να γεμίσει τον δικό τους ύπνο τον αιώνιο
που μέσα του θα τους βυθίσει ο ερχομός σου Πατερούλη.
Πατερούλη
Ο Χίτλερ μπήκε μες στην άγια τη Ρωσία μας-πού είσαι να τον σταματήσεις;
Ο Τρότσκυ περιμένει από τη Δύση αναγνώριση-πού είσαι να τον συνετίσεις;
Ο Τουχατσέβσκυ κάνει του κεφαλιού του-ποιος θα τον βγάλει από τη μέση;
Ο Γιαγκόντα χτυπάει με τους μπράβους του την ισότητα-ποιος θα τον βγάλει από τη μέση;
Ποιος θα βγάλει από τη μέση τους Ζινόβιεφ, Κάμενοφ, Μπουχάριν, που βιάζουν την Ειρήνη και ποδοπατούν τις κατακτήσεις μας;
Ο Τσώρτσιλ έδωσε τα όπλα του στον Τρούμαν κι εκείνος με τη δύναμη τους μας εσκλάβωσε.
Και η Ρωσία, η πατρίδα σου, Πατερούλη, η πατρίδα μας, παραδόθηκε.
Δράκο την άφησες φεύγοντας Πατερούλη
Και μπαίγνιο εκατάντησε στα χέρια πόρνων και θεατρίνων.
Φονιά την άφησες φονιάδων Πατερούλη
και θύμα έγινε των συμφερόντων τους.
Κι οι Ρώσοι που ψυχώνανε τον κόσμο
με τα τραγούδια τους της λεφτεριάς και τη μονάκριβη τη λεβεντιά τους,
άψυχα τώρα πιόνια στον δυτικόστροφο δυνάστη.
Και η σημαία τώρα Πατερούλη η Ρούσικη
δεν είναι η κόκκινη η βαμμένη με το αίμα των παιδιών της
μα ένα παντελόνι που ανεμίζει
όχι απαλά από το φύσημα του αγέρα της δημοκρατίας
μα που φουσκώνει και ξεφουσκώνει πλαταγίζοντας σα λυσσασμένο
απ' τον αέρα που του στέλνει
της δυτικόστροφης τρομοκρατίας ο ανεμιστήρας -
μ' ένα μπλουτζίν αντάλλαξαν την ανθρωπιά οι Ρώσοι Πατερούλη.
Πατερούλη
Σ’ όλη τη γη μπολιάσανε τον τρόπο της ζωής τους.
Και τους ανθρώπους κάθε χώρας
ρομπότ τους κάνανε από κείνους κουρντισμένα.
Κανένας δεν τολμάει όχι να πει.
Κανένας δεν τολμάει να μιλήσει-να πει το δίκιο και τη λεφτεριά και την ειρήνη.
Και δεν τολμάει κανένας να φωνάξει: "φονιάδες!": τόνε σκοτώνουνε προτού τη λέξη αποσώσει.
Όλοι στη γη επάνω τρομοκρατημένοι Πατερούλη. Όλοι δηλώσανε υποταγή.
Ο τρόμος τις βαριές πατούσες του στο χώμα βροντώντας
περιπολεί στους δρόμους, στις αυλές, στα σπίτια, στις ψυχές μας.
Η Βία, κρατώντας τ’ όπλο της με την σκανδάλη σηκωμένη,
στέκει απέναντι απ' τον καθένα μας
έτοιμη να σκοτώσει κάθε μας προσπάθεια για ένα σήκωμα του κεφαλιού.
Όταν γεννάνε οι γυναίκες μας,
πρώτα στις αλυσίδες δίνουνε ζωή
που τα παιδιά τους τα νιογέννητα θα σφιχτοδέσουν. Όταν αναστενάζουμε το κάθε ωχ είναι η κραυγή από την πληγή που κάνει το μαχαίρι,
που η τυφλή τους δύναμη όπου βρει σάρκα φιλελεύθερη το μπήχνει.
Τον κόσμο τον μοιράσανε καλά καλά ανάμεσα τους Πατερούλη.
Θέση για μας δεν έχει παρά μόνο
στα εργοστάσια εργάτες, στ' αρχοντικά υπηρέτες, κι ένοχοι στα δικαστήρια.
Και εργοστάσια, και αρχοντικά και δικαστήρια, όλα δικά τους Πατερούλη.
Πού είσαι να μας φέρεις δημοκρατία, πού είσαι Πατερούλη να μοιράσεις δίκια το ψωμί;
Ο χτίστης χτίζει σπίτια ολοζωής και άστεγος πεθαίνει Πατερούλη.
Ο παπουτσής ξυπόλυτος γυρίζει και ο φουρνάρης πεινασμένος.
Δακρύζουν οι φτωχοί σαν τα κεριά και λιώνουν Πατερούλη.
Άραγε πρέπει κάνοντας χωνί τα δυο μου χέρια γύρω από το στόμα μου, πρέπει να σκύψω προς τη γη για να φωνάξω και ν’ ακούσεις;
Όχι! Εσύ μ’ ακούς χωρίς καθόλου να μιλήσω.
Γιατ’ η φωνή μου είναι η αλήθεια.
Και η αλήθεια είναι μέσα στο νερό που απ’ την κορφή κυλάει του βουνού.
Και η αλήθεια είναι μέσα στην κραυγή των αγριοπερίστερων.
Η αλήθεια είναι μες στα μάτια των τυραγνισμένων.
Η αλήθεια είναι μες στου αδικημένου την φωνή.
Η αλήθεια είναι μες στης γης τα σπλάχνα τα καυτά. Και πρώτα εσένα καίει-πρώτα εσύ τη νιώθεις Πατερούλη.
Γιατ’ η αλήθεια από σένα εξεκίνησε-μες απ' του στήθους του δασού σου τις φωλιές-κι απλώθηκε στον κόσμο.
Γιατ’ η Αλήθεια βγήκε από τη σκέψη σου όπως άρωμα από ρόδο.
Και τώρα, σ’ όλη τη γη κυνηγημένη
πάλι να έβρει καταφύγιο να κρυφτεί
σε σένα έρχεται και στη Ρωσία-στην προαιώνια της τη μήτρα Πατερούλη.
Γιατί αλλού να πάει τόπο δεν έχει-όλα
το ψέμα εκείνου του λαού τα ’χει γεμίσει.
Και συ-τι άλλο θα την έκανες συ την αλήθεια-
Τη στέλνεις με μηνύματα κρυφά-συντροφικά
σε κείνους που μπορούνε να τη νιώσουνε.
Κοιμήσου ήσυχος Πατερούλη.
Γενιά γενιά, ψυχή ψυχή, άδικο τ' άδικο
Η αλήθεια σου-η αλήθεια μας
ζει και φουντώνει μέσα στις καρδιές μας κι ετοιμάζεται.
Και θα την έβρεις έτοιμη όταν του εκδικητή την άγρια τη μορφή θα πάρεις
και θα ’ρθεις πάλι
οριστικά ετούτη τη φορά
να μας λυτρώσεις.
Το νέον άνθρωπο εμόχθησες να φκιάσεις Πατερούλη. Νέο έναν άνθρωπο και τούτοι πλάθουν.
Την ησυχία σου μη χαλάς να ’ρθεις να τόνε δεις.
Θα σου τον πω εγώ (λες και ανάγκη έχεις εσυ από κάποιον να σου πει…)
Δυο προβολείς τα μάτια του που ψάχνουνε τη νύχτα κάποιον κρυμμένο άνθρωπο να βρούνε να τον κόψουνε.
Ο λαιμός του, με αλυσίδες γύρω, ύμνους να ψάλλει στους δυνάστες ολημέρα.
Το πρόσωπό του με τρελό ένα γέλιο πάντα σφραγισμένο.
Ένα ρομπότ με σιδερένιες που βαδίζει μπότες
σε πτώματα πατώντας πάνω ανθρώπων.
Και μες στα χέρια του ένα μπαλτά κρατώντας να λιανίζει
Ελευθερία κι Ειρήνη κι Ανθρωπιά.
Πρώτος σε πόλεμο που είναι ν’ αρπάξει.
Σε πόλεμο που είναι να δουλώσει πάλι πρώτος.
Στο αίμα βουτηγμένος πάει μπροστά
με αγκαλιά τ' αγαπημένα τέρατά του: φόνο, κλοπή, πορνεία, εκμετάλλευση του ανθρώπου.
Και,
Πατερούλη,
ο καθένας τους με νου μικρό,
Που δεν μπορεί ούτε να σκεφτεί ότι δεν είναι άνθρωπος.
Αυτός είναι ο νέος άνθρωπος τους Πατερούλη-τους έζησες, τους ξέρεις.
Πατερούλη
Στον τόπο που γεννήθηκες-στο Γκορν-αητοί πέταγαν στον αέρα γύρω-πες μου
τα φτερά τους, την περήφανεια, την αντοχή, το φρόνημά τους πήρες;
Πες μου, ο Ριόνι έτσι ορμητικά κυλούσε ανάμεσα Σχάρα και Μποκοβόϊ,
τους προδότες όπως εσύ
ορμητικός της Επανάστασης εσάρωσες;
Πες μου, ακλόνητος κι ατάραχος στη Μόσχα όταν καθόσουν
Σχέδια στο Φασισμό εναντία καταστρώνοντας,
Της Ούζμπας τις κορφές τις χιονισμένες ζωγραφίζανε οι προσταγές σου;
Η δουλοποιήτρα μηχανή-ο χριστιανισμός- πρώτος εδούλωσε τη χώρα.
Μετά οι διεφθαρμένοι Βυζαντίνοι,
κι οι πέρσες, μαλθακοί σαν γυναικεία παρειά,
και του Μωάμεθ οι φανατικοί πιστοί
κι οι υπέροχοι Μογγόλοι
κι οι Ρώσοι οι αιθερόψυχοι
οι βάρβαροι οι Τούρκοι,
οι σιδερόφραχτοι οι Γερμανοί
και οι κτηνώδεις Άγγλοι-οι πατεράδες
των σημερινών μας των δουλέμπορων.
Κι όλους τους είδες και τους ζύγιασες.
Και διάλεξες τους Ρώσους.
Και κοντά τους πήγες, και τους πήρες στα φτερά σου και τους έφτασες
όπου ψηλότερα μπορεί ο άνθρωπος να φτάσει.
Κι αν φεύγοντας εσύ πήρε ο εχθρός τους κάμπους
μα οι ψηλές βουνοκορφές μένουνε λέφτερες-δικές σου.
Κι αν πήρε ο εχθρός τα ηλεκτρικά τα φώτα
μα δε μπορεί το φως του ηλιού να πάρει.
Κι όλα τα ναι αν πήρε, μένει τ’ όχι
Που λέει το Πνεύμα στους κουτούς και στους Κακούς τ’ αστέρια.
Ναι Πατερούλη! Μωρία και σκιά τους αφήσαμε –πνεύμα κι αστέρια είναι δικά μας.
Και κάθε κορυφή έχει πάνω της γραμμένο τ’ όνομά μας.
Κι ο ήλιος στην καρδιά του έχει την αγάπη μας.
Κι η γης μ’ ανθούς της ανθρωπιάς μας Πατερούλη ωραΐζεται.
Βγάλαν από τις φυλακές τους δολοφόνους όλους
Τους φόρτωσαν σε σαπιοκάραβα
Και τους ζαπόστειλαν να τους ξεφορτωθούνε.
Πήγαν εκείνοι εκεί και πιάσαν τη δουλειά τους: ξεπάστρεψαν όσους εβρήκανε.
……………………………..
(το υπόλοιπο χαμένο)