Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2020

 

Η ΝΊΚΗ

 

Ο βασιλιάς καθόταν στον χρυσό του θρόνο.

Λίγο θλιμμένος.

Λίγο σκεφτικός.

 

Δίπλα του

πάνω στον άδειο θρόνο της βασίλισσας

ήρεμα ακουμπισμένο

το γράμμα του αρχιστράτηγου

και το μαχαίρι με το φρέσκο του αίμα-

μόλις φτασμένα και τα δυο:

"Μεγαλειότατε

αλλάξαν όλα.

Ο εχθρός εμπήκε.

Ατίμασα τα όπλα μου και την πατρίδα.

Αυτοκτονώ"

Κι απέξω από την πόρτα περιμένοντας

για να τον συγχαρούν

για μία νίκη που σε ήττα είχε αλλάξει,

οι ευγενείς, οι άρχοντες, ο κλήρος.

 

Έντεκα χρόνια βασιλιάς-έντεκα χρόνια πόλεμος.

Πόλεμος αδυσώπητος.

Σκληρός.

Έχασε στρατηγούς και στρατηγούς

κι αμέτρητους στρατιώτες.

Τέλος κουράστηκε

(πόσες φορές δεν είπε να τα παρατήσει...)

 

Αλλά κι ο εχθρός...

πανίσχυρος.

 

Tι εχθρός-απλά τονε ζηλεύαν

και βάλθηκαν να τονε καταστρέψουν.

Ως για προφάσεις άλλο τίποτα…  

 

Και χτες όλα τελειώσανε με νίκη.

Επιτέλους δικαιώθηκε.

Δικαίωση πληρωμένη ακριβά, όμως δικαίωση.

Ξεχύθηκε ο λαός στους δρόμους και αλάλαζε.

Φωτιές χαράς στις γειτονιές.

Τραγούδια επινίκια σε σπίτια και πλατείες.

Βέβαια

έντεκα χρόνια-μια ζωή-αγώνας

λίγο δεν ήταν δα.

Αυτό πολύ καλά κανείς το νιώθει.

 

Χτες όλα αυτά.

Και τη νύχτα...

Πότε προλάβανε κι ανασυντάχτηκαν;

Ποιες ενισχύσεις-κι από πού-τους ήρθαν;

Κι ορμή καινούργια τόση πού τη βρήκανε;

Χυμήξαν ξαφνικά

κι ότι είχε κερδηθεί το ξαναπήρανε

κι ότι κρατιόταν από πριν και από πάντα το αρπάξανε.

Γκρεμίζουνε, σκοτώνουνε, καίνε ακόμα...

Τις λεπτομέρειες του τις έφερε αυτός

που ’φερε και το γράμμα.

Ο ίδιος που 'μπηξε και το μαχαίρι στην καρδιά του αρχιστράτηγου.

 

Ε! Πάει πια!

Τελείωσε κι ο πόλεμος.

Τέλειωσε κι η ζωή-ε!

Κάτι έπρεπε κι αυτή κανείς να τήνε κάνει...

 

Πάει κι αυτό λοιπόν.

Εμπήκανε.

Μέχρι το βράδυ θα ’ναι εδώ.

 

Μα όλοι εδώ γιορτάζουνε τη νίκη.

Κι οι έμπιστοί του περιμένουν να τον συγχαρούν.

 

Ας έρθουνε λοιπόν!

Δε θα τους έλεγε τα τελευταία νέα.

Ας έρθουνε.

Και να το μάθαιναν αμέσως τώρα

καλλίτερα τα πράγματα να γίνουν δεν μπορούνε.

Ύστερα την αξίζουνε αυτήνε τη χαρά οι υπήκοοί του.

Χρόνια την επερίμεναν.

Άνθρωποι αγαθοί.

Και αγαπούν το βασιλιά τους.

Μετά-πού ξέρεις,

μπορεί η ήττα αυτή να είναι νίκη

(που 'ναι κι εκείνος ο ψευτοφιλόσοφός του-τέτοια

πόσα δε θα 'χε να του πει μια τέτοιαν ώρα...)

 

Λοιπόν εμπρός.

Ας μπούνε.

Να κρύψει το μαχαίρι μόνο και το γράμμα

(κι αυτός ο αρχιστράτηγος πολύ ευαίσθητος)

κι ένα χαμόγελο ευφροσύνης να φορέσει

συγκαταβατικό και κουρασμένο

σαν ανεξέταστης παραδοχής.

"Θαλαμηπόλε! Άνοιξε τις πόρτες!" …

 

Πού χάθηκε κι αυτός...

Καλά. Θ’ ανοίξει μόνος του τις πόρτες.

Συμβαίνει κάποτε ένας βασιλιάς

πράξεις να κάνει άλλοτε ασυνήθιστες.

 

Σηκώθηκε.

Τραβώντας προς την πόρτα

σκεφτόνταν πως οι ευχές των επισήμων

σαν μύρο ζωής θα έπέφταν στο σώμα τού θανάτου

(αρέσκονταν ο βασιλιάς σε τέτιες σκέψεις).

 

Ετράβηξε τον σύρτη.