ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΩΡΕ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΑΠΑΔΕΣ;
(από την εποχή που, επί μακαριστού Χριστόδουλου, μερικά σκάνδαλα-η κορυφή του παγόβουνου- των παπάδων βγήκαν στη φόρα)
Τι γίνεται μωρέ με τους παπάδες;
Σε ποιους μας βάλανε πάλι μπελάδες!
Πώς μας εφέρανε τα πάνω κάτω
και πώς τα πάνω πήγανε στον πάτο!
Και πια κανείς δεν ξέρει τι έχει γίνει.
Σωστά η τιβί τα λέει, ή τάχα εκείνοι;
Κι αν η τιβί, η αλήθεια της πού φτάνει-
απίδια πόσα ο σάκκος ήγουν πιάνει;
Φόρεσαν λέει στρινγκ οι δεσποτάδες.
Μα πώς το λες αυτό κύριέ μου; Τα ’δες;
Μα κι αν φόρεσαν θα υπήρχε λόγος
Κι ίσως γι αυτό να μην τους πρέπει ψόγος.
Θα τους περίσσεψε ίσως λίγος σπάγγος,
λεφτά της εκκλησιάς δεν είχε ο πάγκος,
ε, είπανε κι αυτοί, «για οικονομία
παρατυπία ας κάνουμε καμμία,
κι αντίς βρακί που δέκα ευρώ κοστίζει
σπάγγο να βάλουμε που και δροσίζει.»
Κι αν μερικοί έβαλαν και ζαρτιέρες
καλά... δεν επεράσανε και βέρες...
Κι αν μεταξύ τους λέγονταν "μωρή!"
κι εδώ εξήγησις θεία χωρεί:
"ου πεις μωρή" δεν λέει το Ευαγγέλιο
και να μας φέρνει αυτό δεν πρέπει γέλιο.
Μα, θα μου πεις, εκάναν πάρτυ οργίων.
Δεν ήταν πάρτυ «οργίων», αλλ' «αγίων».
Βλέπετε αμέσως πώς παρεξηγείτε
και άλλα ακούτε κι άλλα εννοείτε;
Κι αν ο ένας πίσω ήταν απ’ τον άλλον
για να ζεσταίνονται το κάναν μάλλον.
Κι αν κάνανε κινήσεις μπρος και πίσω
ήτανε ώσπου να ’βρουνε το ίσο.
Κι αν ψάρευαν αγόρια σε μπαράκια
κι αν φούντας εγινόνταν βαποράκια,
ε, θάλασσα αφού τα ’καναν, σ'αυτήνε,
και ψάρια και βαπόρια-εκεί δεν είναι;
Πού θα ψαρεύανε; Πάνω στα όρη;
Κει πάνω πώς να βρίσκονταν βαπόρι...
γι αυτό σας λέω ας μη τους αδικούμε-
κι ας τους βοηθήσουμε όσο μπορούμε.
Κι αν ο Χριστόδουλός μας το Γιοσάκη
τον είχε δει ή πολύ η λιγουλάκι
και τι μ’ αυτό; Και τόσους άλλους είδε.
Τι ήτανε καθένας τους ουκ οίδε-
φάκελλο θα ’φτιάχνε για τον καθένα
θεού αν είναι η διαβόλου γέννα;
Του λέγαν "δες τόνε" οι σύμβουλοί του,
κι αυτός από την πίστη την πολλή του
που έχει για τον ίδιο το θεό του,
πίστευε και τον κάθε σύμβουλο του.
Και ούτε έκανε πλάτες στο Βαβύλη.
Απλά με τους γονείς του ήτανε φίλοι.
Κι ας πάει να λέει ο Ιεροσολύμων
σα να ’ναι ο μόνος τάχατες ειδήμων
πως ο Βαβύλης ήτανε σταλμένος
απ’ το Χριστόδουλο. Εδώ ωρισμένως
κι οι δυό κάνουνε λάθος και μεγάλο
κι αδίκως βρίζουν ο ένας τους τον άλλο.
Γιατί, αγαπητοί, καλοί μου φίλοι...
εγώ τον είχα στείλει το Βαβύλη:
Ήτανε ο καιρός που ερωτευμένος
με την κυρία φουλ ήμουν της Διοτίμας
κι απ’ τ "όχι" της απογοητευμένος.
Tον βρήκα, και (να μείνει μεταξύ μας)
του ’πα να πάει να βρει τον Ειρηναίο
μη κάνα ξόρκι ξέρει κάποιο νέο
που τις κυρίες να ρίχνει λιγωμένες
σε αγκαλιές αντρών ορθανοιγμένες.
Σκέφτηκα, Ανατολή είναι εκεί πέρα,
βότανα έρωτα ειν’ αυτή γεμάτη,
για όσα τράβαγα εγώ εδωπέρα
θα εβρισκόταν και για μένα κάτι.
Από τη μία, λέω, του Ειρηναίου
οι προσευχές στη γη του Ναζωραίου,
από την άλλη του έρωτα βοτάνια
που απ' αυτά γεμάτα ειν’ τα μποστάνια,
κάτι καλό ο Βαβύλης θα μου φέρει.
Πού να ’ξερα πως άδικα κοπιάζει
και πως το φάρμακο κανείς δεν ξέρει
αγάπη σ’ άκαρδες καρδιές που βάζει...
Γι αυτό σας λέω το Χριστόδουλο μας
να τον προσέχουμε σαν τον εαυτό μας.
Γιατί αν τον χάσουμε ποιόνε θα βρούμε
τόσες σοφίες να μας λέει ν’ ακούμε;
………………………………
(Εδώ παρεμβάλλονταν στίχοι σατιρικοί για τον μακαριστό Χριστόδουλο, που σεβόμενος την μνήμη του δεν τους δημοσιεύω σήμερα)
Ω! Μη βαράτε το Χριστόδουλό μας
γιατί μονάχα θέλει το καλό μας.
Ας τον βοηθήσουμε όλοι να γλυτώσει
ώστε και μας αυτός μετά να σώσει.
Και τους επίσκοπούς μας τους καημένους
ας τους βοηθήσουμε να ξεπεράσουν
όποια τους δύσκολα, ώστε αντρειωμένους
να δούμε τα αίσχη τους να ξαναπιάσουν.
Αμήν.