Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

 

ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ 

Στο Γύθειο η θάλασσα κάθε πρωί φουσκώνει, μπαίνει μες στα σπίτια, σκεπάζει τους ανθρώπους και αφήνει το χρυσάφι της επάνω στα κορμιά τους. Όταν απέλθει, εκείνοι ανάβουν ένα σπίρτο και στεγνώνουν. Και πλέον αρχίζουνε τη μέρα τους μ’ ένα στρώμα χρυσαφιού περσότερο ντυμένοι.
Στη ζώνη των παραλίων ταβερνών ισχνές κοπέλλες, διασχίζοντας το πλάτος του δρόμου κουβαλούν επάνω σε τεράστιους δίσκους φαγητά για τους απολαμβάνοντες τη θαλάσσιαν αύρα. Η σαλάτα πλέει μέσα στο λάδι. Από την πρώτη μπουκιά της σε λιγώνει. Μαρίδες. Λιθρίνι. "Δοκιμάστε, είναι καλό...", "Μμμ πράγματι ωραίο..." Το τσόκαρο: "Not for me please, thank you".
Τα καταστήματα διαθέτουν πλήθος μικροαντικειμένων κατάλληλων για δώρα. Παίρνουν οι ξένοι για τους δικούς τους, αγοράζουν οι ντόπιοι για τους ξένους. Η αγορά κινείται. Μπρος στο ηρώο της πόλης δύο κορίτσια έχουν θρονιαστεί πάνω στο μάρμαρο. Ωραία κορίτσια. Το σώμα τους κρύβει τα σκαλισμένα στο μάρμαρο λόγια του εθνικού ποιητή. Κρύβουν τη θέα προς το λιμάνι, κρύβουν το μισό Αιγαίο, κρύβουν σχεδόν όλη την πατρίδα. "Τι κάνετε εδώ;" "Τιμούμε το ηρώο" "Κάτι άλλο το κάνετε έτσι που είστε καθισμένες" Θυμός. Κάτι άλλο κάνουμε όλοι μας αλήθεια την πατρίδα σήμερα. Το φοβερό είναι πως της αξίζει.

Οι Καρυές εύθραυστες, αρωματισμένες, κρατώντας μέσα σ’ ένα σπίτι τους την Ομορφιά. Την ώρα που φτάσαμε η Καλή ήταν ξαπλωμένη. Σιέστα. Το μαγαζί του αδερφού της ανοίγει μ’ ένα σπρώξιμο της πόρτας. Κανείς μέσα. Τόσα πράγματα πώς δε φοβούνται μη τους τα κλέψουνε; Το τσόκαρο: "Lets go for a walk around!" "Πηγαίνετε, έρχομαι."
Φως στο μαγαζί δεν μπαίνει παρά όσο χρειάζεται να μην σκοντάψω στα αντικείμενα. Οικονομία του ήλιου πίσω από κλειστά παντζούρια. Προχωρώ μέσα στο χώρο του καταστήματος, ανάμεσα στα εμπορεύματα που ήσυχα ήσυχα, σαν πόρνες αποσταμένες ολημέρα, περιμένουν ακόμα ν' αγοραστούν. Τα χταπόδια βγαίνουν από τα κουτιά
τους και χορεύουν μπροστά μου έναν πηδηχτό, οχταπλόκαμο χορό. Οι ντομάτες ξαναριζώνουν και μπροστά μου ντοματιές γεμίζει ο τόπος    ,
τόσο, που δυσκολεύομαι ανάμεσα από τα τρυφερά, πενταπράσινα ευωδιαστά κλαδάκια τους να προχωρώ. Οι παστοί μπακαλιάροι ξαναπαίρνουν το στρογγυλό τους σχήμα και κολυμπούν στον αέρα.
Όλα αναστατώθηκαν και αρχίσανε να ζουν μέσα στην αίθουσα. Πιάνω στο χέρι μου ένα λεμόνι. Έτσι μικρό θα είναι το στήθος της κοιμωμένης.
Χορταίνω μυρωδιές σκότους και κλεισίματος σε δροσερό παντοπωλείο με τον ήλιο ένα βήμα μακριά μου. Τίμια οσμή-οσμή όλων των εξ ων συνέτέθημεν. "Είναι κανείς εδώ;" Απάντηση καμμία.
Μολύβι και χαρτί. Γράψιμο σημειώματος που θ’ αφεθεί πάνω στον πάγκο ή θα χωθεί μες στο συρτάρι με την άκρη του να προεξέχει λίγο, καθώς προεξέχει στους αγενείς το θράσος στις κουβέντες τους.  Λοιπόν- "Γεια σου. Πέρασα να σε δω"  Όχι. Δε λέγεται έτσι ωμά η αλήθεια σήμερα που τόσο αδηφάγα στόματα κυκλοφορούν καραδοκούντα.
Άλλο χαρτί- "Πηγαίνοντας προς Μολάους πέρασα να σε
δω και με την ευκαιρία να δω και την πατρίδα σου…" Λάθος. Παρεμπιπτόντως θα την έβλεπα; Κι αν δε μετράει το ένα ή το άλλο για κείνη, μετράει για μένα όμως, που η τήρηση των λεπτών ισορροπιών τέτοιας φύσης έχουνε γίνει το οξυγόνο μου. Άλλο σημείωμα. "Πόσος καιρός πάει από το θέατρο; Ένας μήνας; Μου φάνηκε πολύ και είπα να 'ρθω να σε δω και με την ευκαιρία να δω και την πατρίδα σου." Τρίτο χαρτί σχισμένο. Ένα μου μένει από το μπλοκάκι. Ας μη ρισκάρω. "Γεια σου Ηλία. Πέρασα να σε δω μα ήσουν κλειστός. Η πόρτα όμως ανοιχτή. Είπαμε να κλέψουμε τίποτα με την παρέα μου, όμως σου τη χαρίσαμε γι αυτή τη φορά. Θα τα πούμε. Χαιρετίσματα στις αδερφές σου." Καλό. Και πότε γράφει ή λέει κανείς εκείνο που θα ήθελε;
Πάτησα ένα πλήκτρο του ταμείου. Όλα ξαναπήραν τις πρώτες τους θέσεις. Τα χταπόδια, οι ντομάτες, οι μπακαλιάροι, οι σκούπες στη γωνιά τους, τα μανταλάκια στη σειρά τους πάνω στο χαρτόνι περασμένα. Βγαίνω. Στο τζάμι της εξώπορτας ακόμα η διαφήμιση του πριν ένα χρόνο στη θεάτρου Σπάρτη. Με το μολύβι μου αλλάζω την ημερομηνία της παράστασης. Την κάνω μια βδομάδα μετά. Όλα είναι  τόσο εύκολα. Λοιπόν σε μια βδομάδα θα ξαναδώ το πρόσωπο της σοβαρό στο ρόλο του, το βάδισμά της κάθε βήμα κι ένας κόσμος, το διάγραμμα του στήθους της δυο ορόσημα της ύπαρξης μου. Έξω οι άλλοι στέκουν μπρος στο σπίτι του ποιητή.  Ο βλάκας: "Έλα να το δεις. Αυτό το θέαμα είναι για σένα." Πήγα. "Πράγματι!" Τι να ’λεγα-πως οι ποιητές είναι οι χαραμοφάηδες της γης; Πως κείνο που κάνουνε οι ποιητές είναι να προσπαθούνε ν’ ανοίξουνε μια πόρτα με λάθος κλειδί και στο τέλος χαλάνε την κλειδωνιά; Λέγονται τέτοια; Ούτε στον εαυτό μου δε θα τα ’λεγα. Γιατί πια πάει, θα διασαλεύονταν του σύμπαντος η τάξη που θέλει να θωρεί όλους βαλμένους όπου αυτή όρισε. "Θ’ αγοράσω ένα σπίτι εδώ. Εδώ θα μείνω «Όχι…» «Καλά, μια σκέψη ήτανε.» Πετάξαμε στο καπό τις εντυπώσεις μας των Καρυών,στριμώξαμε καμπόσες κάτω από τα καθίσματα και προχωρήσαμε. Πως ήμασταν σε αγαπημένο μέρος μόνο μια δυστροπία του αυτοκινήτου να ξεκινήσει το ’δειξε, κι ένας αγέρας που σηκώθηκε, αντίθετος στην πορεία μας. Δεν είδαμε τα περίφημα αρχαία λατομεία, δεν είδαμε το ναο με τις ωραίες αγιογραφίες, δεν είδαμε το Πνευματικό Κέντρο και τη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Δεν είδαμε ούτε την εκκλησία την ψηλή και κουκλίστικη όπως Εκείνη. Λιγάκι θα λιγόστευε η λαχτάρα μας. Είδαμε όμως το πιο αξιοθέατο-το σπίτι της. Όμως πόσο Καρυάτιδα θα ήσουνα Καλή μου αν δεν καταγόσουν από τις Καρυές; (πολύ βολεύει αυτό το όνομα: Καρυάτιδες! Όλου του κόσμου οι ποθητές, Καρυάτιδες με κεφαλαίο κάπα δεν είναι;)

Η βίλλα του Ηρώδη του Αττικού. Σοφιστής. Γεννήθηκε στον Μαραθώνα. Και με τα περισσέματά του έφτιαχνε "έργα".  Κανείς δε σκέφτεται πως τα περισσέματά του ήτανε στερήματα εκατοντάδων χιλιάδων λαού. Κάτι μάρμαρα σπασμένα έξω από τη βίλα. Μάρμαρα. Και τα τέτοια μαρμαρά λέει, είναι η δόξα των ελλήνων (ποιων ελλήνων;) Σαύρες βόσκουν ανάμεσα τους. Μερικές κάνουνε σπίτι τους τρύπες που έχουνε τα μάρμαρα. Και αυτή είναι η μόνη χρησιμότητα των μαρμάρων. Τέχνη λέει, υψηλές έννοιες και ιδανικά λέει, Παρθενώνας λέει, ανεπανάληπτος και μοναδικός... Στο φως που σκορπίζει ο Παρθενώνας (εις δόξαν του ανθρώπου), μπορείς να δεις παιδιά στην Αφρική να ψοφούν σαν μύγες από την πείνα, μπορείς να δεις τη δυστυχία του κόσμου χτισμένη μέσα στα μαρμαρά του. Και μια γέφυρα εκεί δίπλα, που με τους πήλινους σωλήνες πάνω της έφερνε νερό για να πίνει και να λούζεται ο Ηρώδης. Και κοιτάνε οι σύγχρονοι το "υδραγωγείο" σα να ’τανε κάτι σπουδαίο, σαν να θαυμάζουνε που και οι τότε άνθρωποι επίνανε νερό. Ο Τατούλης, ας ειν’ καλά, θα αναδείξει αυτή την κόπρο του Αυγεία. Τι καλά που θα ήτανε αντίς γι αυτό να μάθει γράμματα τους έλληνες! Ας ελπίσουμε σε κάποιον επόμενο υφυπουργό πολιτισμού, όχι γελοίον. Τόσες χιλιάδες χρόνια ήταν αγράμματοι οι έλληνες, κι αν μείνουν άλλες μερικές σπουδαίο είναι; Ας χάνονται ψυχές. Χρήματα να κερδίζονται.

Απέναντι, το μοναστήρι του (ή της;) Λουκούς. Ας πάμε κι εκεί. Άλλο κτίσμα καταστροφικό του ανθρώπου για τον Άνθρωπο. Ο Γκαίτε είπε πως ο χριστιανισμός θα πάει τον κόσμο δέκα χιλιάδες χρόνια πίσω. Μα ύστερα ίσως κάτι άλλο να φανεί αγαπημένε ποιητή και πάλι ο κόσμος να τραβήξει προς τα πεπρωμένα της εντροπίας αμαχητί. Εκκλησία. Εκατομμύρια στρέμματα γης στα νύχια της. Χιλιάδες κτίρια στα δόντια της ανάμεσα. Εκατομμύρια "πιστών" άχρηστων για την κοινωνία. Πίσω, πίσω, πίσω, πίσω. Καλά ίσως κάνει και ίσως εμείς να έχουμε άδικο. Πτώση! Αυτό δεν είναι η μοίρα όλων; Ίσως η εκκλησία να είναι ένας ελεήμων επιταχυντής. Καλόγρηες που χαίρονται επειδή μαζί με τη βίλα του Ηρώδη θα γίνουν επισκευές και στις τοιχογραφίες του ναού. Ωραίες μάντρες και λουλούδια, ωραίοι κοιτώνες μοναχών, ωραία βρύση... κι εγώ φαντάζομαι πόσο καλλίτερα θα ήταν να λέγαμε: Ωραία αναγνωστήρια φοιτητών, ωραίοι κοιτώνες φοιτητών, ωραία πηγή Γνώσης το κτίριο ολόκληρο. Προτού τη σκέψη μου τελειώσω έρχεται μια άλλη να κονταροχτυπηθεί μαζί της: λοιπόν όχι στη θρησκεία; όχι στην εκκλησία; όχι στα μοναστήρια; Μα δε χρειάζεται κονταροχτύπημα. Βέβαια κι όχι. Παραδίνομαι ανάστροφα και η δεύτερη σκέψη γίνεται ευθύς ριψίδορυς. Μοναστήρι της Λουκρύς-την απανθρωπιά του ακούς; Ωραίο δίστιχο ομοιοκατάληκτο. Μα αυτά είναι για τους άπιστους. Να! τώρα οι πιστοί προσέρχονται στο μοναστήρι για τη λειτουργία της Αγάπης. Δεύτερη μέρα του Πάσχα βλέπεις. Αγάπη! Τι μεγάλη λέξη για να χωρέσει στο ναό του μίσους! Μοναστήρι Λουκούς. Στο προαύλιο αρχαίες μαρμάρινες στήλες από τη βίλα του Ηρώδη του Αττικού. Μια μαρμάρινη καρέκλα. Παιδιά κάθονται στην κοιλότητα του μάρμαρου όπου είχε κάτσει ίσως και ο Ηρώδης. Αυτό ήτανε. Και τι άλλο εκτός της μνήμης είναι που συντηρεί τέτοιες σκέψεις και επόμενα τέτοιους "θαυμασμούς"; Μαρμάρινες στήλες λοιπόν. Ειδωλολατρικές. Και πάνω τους θυμιατά. Χριστιανικά. Συνύπαρξη δυο κόσμων. Μάλλον συνύπαρξη των συντριμμιών ενός κόσμου νικημένου, με ένα κόσμο νικητή χωρίς το φόβο να του αμφισβητηθεί η νίκη. Νίκησε ο χριοτιανισμός, κατάστρεψε κάθε τι παλαιό και τώρα συνυπάρχει με τα συντρίμμια του κόσμου που κατάστρεψε. Όπως οι πλούσιοι συνυπάρχουν αρμονικά με τους προλετάριους, όπως οι αμερικάνοι συνυπάρχουν αρμονικά με τους ινδιάνους.
Ένα θυμιατό πάνω σε μια αρχαία μαρμάρινη στήλη! Πού καταντάνε τα μάρμαρα! Και στο δάπεδο του προαύλιου, ανάμεσα στις πλάκες του, μη λογαριάζοντας τι λέει κανένας για όλα αυτά, μη δίνοντας σημασία σε πολιτισμούς και μάχες και καταστροφές, χορταράκια ζωηροπρασινούλια που ρίζωσαν εκεί. Η ζωή σε όλο της το μεγαλείο. Και το νόημα όλων αυτών; Τίποτα. Μηδέν. Ο κόσμος είναι μια α-νοησία. Και καλλίτερα. Γιατί αν είχε νόημα ο κόσμος θα ήμασταν δούλοι του νοήματος αυτού. Ενώ έτσι διαλέγουμε οι ίδιοι τη δουλεία μας.

Και τούτη είναι η κληματαριά του Παυσανία. Παυσανίας. Μαθητής του Ηρώδη του Αττικού! Μικρός που είναι ο κόσμος! Αυτός ταξίδευε και έγραφε ό,τι έβλεπε. Και πια εμείς χαιρόμαστε γιατί περιγράφει πράγματα που είδε στην αρχαία Ελλάδα. Ε και λοιπόν; Και μεις βλέπουμε ένα σωρό πράγματα και μάλιστα τώρα, σημερινά, φρέσκα. Μα να! τώρα περνάνε οι κάτοικοι της τότε Ελλάδας και "θαυμάζουν". Ένας γέρος επισκέπτης με πλησιάζει. "Την άλλη φορά που ήρθα το κλίμα ήτανε μακρύ δύο χιλιόμετρα. Τι έγιναν;.. Είμαι απ’ την Κρήτη ξέρετε… μόνάχα στη Μάνη και στα Σφακιά δεν πάτησε τούρκος... η κόρη μου είναι αγροτική γιατρίνα εδώ... θα κόψω ένα κλαρί να το φυτέψω στον κήπο μου και θα γράψω πάνω του πως είναι από την κληματαριά του Παυσανία..." Τον ακούω σκεπτικός. Όλα εγίνανε για να μπορεί αυτός ο βάτραχος να κοάζει; Και σκέπτομαι πως από τα βιβλία που έγραψε ο Παυσανίας εσώθηκαν μονάχα όσα μιλούσανε για την Ελλάδα. Και βέβαια κουβέντα ας μη γίνεται πως οι αρχαίοι έλληνες ήσαν ρατσιστές. Ας καταστρέψανε όλα τ’ άλλα τα βιβλία του Παυσανία, και ας άφησαν μόνο όσα μιλούσαν για Ελλάδα. Κι ας ήτανε προμετωπίδα στο βιβλίο της ελληνικότητας τους το "πας μη έλλην βάρβαρος".  Και ο Πλάτωνας είναι "θείος" και ο μέγιστος των φιλοσόφων κι ας ήθελε να κάψει τα βιβλία του Δημόκριτου. Η δόξα αποκτάται με φωτιά, καταστροφές και αποσιωπήσεις. Καταλαβαίνει πια κανείς τι δόξα είναι αυτή. Α! Να ’τανε να ’χε μυαλό ο άνθρωπος! Και αντί για Χριστούς και Βούδες και Ζωροάστρες να ’χε γιορτή μιας μέρας κάθε χρόνο για το λουλούδι του αγρού! Κι αντί για Παυσανίες να ευχαριστεί τη γη που δίνει το μελάνι! Και να θυμάται αντί ποιος έγραψε τις μεγαλύτερες βλακείες, ποιος βόηθησε τον άνθρωπο ν’ ανέβει...

Γεύμα στον Ισθμό. Η θάλασσα φαίνεται πόσο μεγάλη είναι μόνο όταν βλέπεις ένα μικρό κομμάτι της. Πόσο μικροί εμείς μπροστά στον Ισθμό!
Φαγητό. Οι σερβιτόροι γελαστοί όπως σε κάθε ευημερούσα πόλη. Μαρίδες. Λίγο μεγάλες αλλά πάντα νόστιμες. Σαλάτα, φέτα, λιθρίνι ψητό. Ένα καράβι περνάει. Κάποιο μικρό πλεούμενο το οδηγεί. Η γέφυρα όπου περάσαμε για να βρεθούμε από την Πελοπόννησο στη Στερεά εξαφανισμένη τώρα. Μήπως δε βλέπουμε καλά; Μήπως κοιτάμε λάθος κατεύθυνση; Όχι, η γέφυρα είχε καταδυθεί για να επέρναγε το πλοίο. Σε λίγο η γέφυρα βρισκότανε πάλι σχη θέση της στάζοντας νερά. Να υπάρχουν ψάρια άραγε ή πεταλίδες που να ’χουνε στα σίδερά της τις φωλιές τους; Κι αν ναι, θα ξέρουνε να εξηγήσουν το ανεβοκατέβασμα αυτό, ή οι επιστήμονές τους θ’ αποφαίνονται: «Ό κόσμος είναι κάτι σίδερα μέσα σε υγρό, που ανεβοκατεβαίνουνε σε άτακτα χρονικά διαστήματα»;  Άγνωστο τι από τα δυο, όπως άγνωστα θα είναι πάντοτε για μας τα ψάρια και η θάλασσα και ο εαυτός μας. "
Have you a girlfriend?" «"Μα πώς…» «He always has one…» Πέφτουν τα λόγια σαν βροχή στη θάλασσα και η αρμύρα της τα πίνει-δεν ειπώθηκαν. Τσιγάρα δίπλα μας που κάπνιζαν ανθρώπους. Όλη η Ελλάδα ένα στόμα που καπνίζει τους κατοίκους της. "Πάμε σιγά σιγά;" "Πάμε; What do you think? Shall we go?” “O! Yes. Its already three!”
Εφύγαμε με αρμύρα στο μυαλό και στο στομάχι μας μαρίδες.
Δεν μπήκαμε στο Ξηροκάμπι. Ξηροκάμπι... η Γιωργία της Ποτίτσας… δασκάλα, που έφυγε νέα... Η Γιωργία! Η αγία για όλους όσοι την εγνώριζαν. Μνήμες... ζωηρά θυμάμαι το πάντοτε γελαστό πρόσωπο της. Έλαμπε ολόκληρο από μια φλόγα εξωγήινη, αγνή. Τα λόγια της, γρήγορα καθώς βγαίναν απ’ το στόμα της αρχίζαν και τελειώνανε με γέλιο. Τ’ "όχι" δεν ήξερε τι θα ειπεί-ποτέ δεν το ’πε σαν απάντηση σε ό,τι της ζητούσαν. Η αγία Γεωργία... Ας μείνει εδώ, σε τούτο το βιβλίο η ανθρώπινη ουσία της κι η θύμηση της.

Τρίπολη,πλατεία του Άρεος. Πρωί Πάσχα. Βόλτα στις δέκα. Ψήνονται αρνιά. Στέκω μπροστά τους. Η σούβλα να βγαίνει από το στόμα τους σαν μια τεράστια μυτερή γλώσσα. Γυρίζουνε αυτόματα με έναν ηλεκτρικό στροφέα. Σε κάθε στροφή τους τα αθώα μάτια καθενός τους να με βλέπουν επιτιμητικά και με υπόσχεση εκδίκησης. Δεξά κι αριστερά ονόματα που δείχνουν το "δικό μου" καθενός. ΚΑΠΗ, Ορειβατικός Όμιλος, Πρόσκοποι, Φιλοτεχνικός, Λύκειο Ελληνίδων. Όλοι οι κατέχοντες (χρήματα) και μη κατέχοντες (ψυχή). Φεύγω. Νωρίς είναι ακόμα για να έρθουν ο βλάκας και το τσόκαρο. Θα κοιμούνται ακόμα. Επάνοδος στη μία. Ο Δήμος μοιράζει κόκκαλα και λίπος, κρύα σαν το χιονισμένο Μαίναλο. Οι φτωχοί τα παίρνουν και με ευλάβεια τα μεταφέρουν στο σπίτι τους για να κάνουν Πάσχα με αυτά. Ο δήμαρχος θα φάει τα ψηνόμενα αρνιά. Με το κρέας τους μαζί αυτά. Σε χωριστό τραπέζι, άλλο από εκείνο των δημοτών. Ας μην κάτσουμε να πούμε τώρα, μέρα χαράς (γιατί;) και ανάστασης (ποιανού;), πως τα αρνιά του δήμαρχου τα ’χουν πληρώσει κείνοι που φάγανε κρύα κόκκαλα και λίπος. Ας δούμε μόνο ποιοι μπορεί να είναι άλλοι στο τραπέζι του δήμαρχου. Ό αντιδήμαρχος ο επιφορτισμένος με την εκδίωξη από το δημαρχείο των ανεπιθύμητων στο δήμο πολιτών, ο "επί των πολιτιστικών", νεκροθάφτης, με τις ευλογίες του δήμου, του υποθετικού πολιτισμού της Τρίπολης, ο ΕΚΚΕάτης Τατούλης, αρχιερέας της τελετής ενταφιασμού του πολιτισμού από τους επιφανέστερους μαζί με άλλους μεγαλοκυβερνητικούς, ο Ρέππας, σοβαροφανής υπουργός και μέγας φαταούλας, ο Σπυρόπουλος, μπαλώνοντας το πορτοφόλι του για να ’ναι έτοιμο να το ξαναγεμίσει, ο Κωστόπουλος, οπορτουνιστής, μασώντας με τρεις μασέλες και ανοιχτά κοροϊδεύοντας την κοινωνία, ο Λυκουρέντζος, ανερχόμενο μπουμπούκι της Δεξιάς, πρόεδροι Συλλόγων, Ομίλων, Οργανισμών, Λυκείων, νομάρχες, έπαρχοι, και διάφοροι άλλοι, όλοι χίτες και ταγματασφαλίτες και διάφορες άλλες όλες χίτισσες και ταγματασφαλίτισσες, που ευδοκιμούν στην πόλη αυτή και που αγαστά συνεργάζονται στην καταλήστεψη του λαού της. Σαράντα χρόνια πέρασαν και ακόμα οι χίτες και τα παιδιά τους έχουν το πάνω χέρι στην πόλη. Και έτσι θα είναι για πάντα. Η παρέα καταφτάνει. Μια βόλτα ακόμα στην πλατεία και αντίο αρνιά-πάμε για αρνί. 

Μαηθανασάκος. Καλά τα φαγητά του όλα. Καλός ο κόσμος που ήτανε κεί-όχι επίσημοι. Εκεί γινόντανε δεκαετίες πριν οι εκδρομές του σχολείου. Εκεί, μπροστά στην εκκλησία στήνονταν το τραπέζι των καθηγητών. Από κει επέβλεπαν τους μαθητές. Στο Μαηθανασάκο στις μέρες μας κάνουν συγκεντρώσεις και συνεστιάσεις οι λαοβόροι, λαότροφοι, λαοκατάρατοι, λαοφόνοι, λαοθαμβείς, λαοπλάνοι, λαοφθόροι, συλλυσώντες συλλοίδωροι, συλληστές και συλλήστριες του λαού, οι συλλαγνεύοντες, οι συλλαφήσσοντες και συλλειώντες το λαό, συλλεσχηνεύοντες.  Κρασί ροζέ. Ο Γιωργάκης, το παιδάκι της διπλανής παρέας, όλο βγαίνει έξω και προσπαθεί να ανοίξει με ένα κλειδί αυτοκινήτου την εκκλησία. Δικοί του τρέχουν κάθε φορά από πίσω του. Η μητέρα του παιδιού ευσταλής, ευόμιλος και καλή ευνάστρια.

Τρίπολη. Βράδυ. Πλατεία του Άρεος. Νύχτα. Συζήτηση ανάμεσα σε δύο φίλους. "Γράψε αυτά που μου λες. Είναι τόσο πρωτότυπα". "Τίποτε δεν είναι πρωτότυπο. Όλα έχουν ειπωθεί." "Αυτά που μου είπες για το Χρόνο μόλις τώρα. Πες τα και σε άλλους-γράψε ένα βιβλίο." " Ό,τι κι αν γράψουμε κι ό,τι κι αν πούμε είναι άχρηστα. Καθένας άνθρωπος είναι ένα διαφορετικό ον που δεν έχει τίποτα κοινό με κανέναν άλλον. Ό,τι σκέφτεται κανείς μπορεί να έχει κάποια σημασία μόνο για τον εαυτό του. Αφόντας γεννηθήκαμε όλα είναι άσκοπα."

Στην Κάρτσοβα, που άλλοτε παίρναμε νερό, πάμε τώρα με μιαν ανύποπτη παρέα. Τι και αν έλεγα στο τσόκαρο πως εκεί πηγαίναμε να πιάσουμε νερό για τις ανάγκες του σπιτιού; Πως ντενεκέδες στη σειρά δεκάδες, γεμίζανε σαν από θαύμα από τη βρύση που έσταζε, δεν έτρεχε… Τότε που δεν είχαμε στα σπίτια βρύσες… Τι αξία θα είχε γι αυτήν μια τέτοια ενημέρωση; Θα με κοίταζε παράξενα-κι αυτή παίρνει νερό από κάποια βρύση… Έτσι λέω μόνο: μια βρύση απ’ τις πολλές της Τρίπολης. Το τσόκαρο: "It’s dirty, don’t drink!"- δεν πίνω. Κάποτε όμως έπινα κι ας ήταν "ντέρτι".
Ας φύγουμε. Μια ακόμα βρύση! Γιατί τους πήγα εκεί;
Και η τελειωτική και τελευταία συνάντηση στο DOZEN DONUTS. Εκεί που τέλειωσε ο πόλεμος προτού χρειαστεί να γίνει ούτε μια μάχη. Εγώ: «Θα έρθω όταν μπορέσω στην Αμερική να σας δω για λίγες μέρες». Ο βλάκας στο τσόκαρο: «You want him to com to America to see us?» : Η πιθηκίκα: «O! No! Not at all!
Absolutely no! » Ο βλάκας: «Το άκουσες. Δε σε θέλει. Να μην έρθεις.»

 Αμέσως το αίμα έγινε νερό, και όχι μόνο που έγινε νερό, μα και αυτό το νερό ακόμα, αμέσως εξατμίστηκε. Ύστερα όλα χώρισαν, όπως οι χωριστοί λογαριασμοί στα εστιατόρια.

Αυτό μου είχε οριστεί.

Αυτό του είχε οριστεί.

Δικαιοσύνη.