ΕΚΕΙ
Η ανεψιά μου πήρε προχτές απ' την Αθήνα
και μου 'πε πως μακριά μου ειν' άοσμα τα κρίνα
και ότι δε μεθάνε το ούζο κι η ρακή.
Πόσο με θέλουν όλοι όταν δεν είμ' εκεί!
Και μου 'γραψ' ο ανεψιός μου πως έχει αδυνατίσει
και δεν μπορεί σε ύπνο το μάτι του να κλείσει
και να ντυθεί και πάλι θα πάει στο χακί.
Ω! Πόσο λείπω σ' όλους όταν δεν ειμ' εκεί!
Στους φίλους μου απ' όλους περσότερο όμως λείπω
γιατί καθώς εμένα δε βρίσκουν άλλον τύπο'
οι άλλοι τους-λεν-οι φίλοι τους είναι φορτικοί.
Πώς όλοι με ζητάνε όταν δεν ειμ' εκεί!
Και να με λησμονήσει μια φίλη μην μπορώντας
κι άλλονε σαν εμένα να βρει αδυνατώντας
έβαλε πλώρη να 'ρθει για την Αμερική.
Με θέλουν πράγματι όλοι όταν δεν ειμ' εκεί.
Ως κι οι συνάδελφοί μου αφήσαν τη δουλειά τους
γιατί σε μένα είχαν μονάχα τα μυαλά τους
κι άνεργοι τριγυρίζουν τώρα και νηστικοί
και μαύρη ζουν μια ζήση που εγώ δεν ειμ' εκεί.
Κι εγώ, επειδή όλοι να με ζητούνε θέλω
τα χαιρετίσματά μου από μακριά τους στέλλω
αλλά δε θα γυρίσω στη χώρα μου, γιατί
κανείς δε θα με θέλει όταν θα ειμ' εκεί.