Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

 ΘΕΟΣ-ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ-ΕΒΡΑΙΟΙ

(γραμμένο στην Αμερική για το γιορτασμό των 3000 χρόνων της Ιερουσαλήμ)

 

 Ιερουσαλήμ!

Μεθυσμένη με κίτρινα χρώματα του ήλιου

δεν θα μπορούσα να σε δω.

Γυμνή Λευκή είσαι.

Μέσα στις φλέβες σου το αίμα τρέχει των παιδιών σου

που σκορπισμένα στις γωνιές της γης χάθηκαν για την πίστη σου.

Χαμογελά ο Θεός μέσα στο χαμογέλιο σου

Και τις χειμωνιάτικες μέσα τις νύχτες

ήρεμα ζυγιάζεται στα βλέφαρα σου πάνω

όταν στου ύπνου αφήνονται αυτά την ευλογία.  

 

Θεός-Ιερουσαλήμ-Εβραίοι.

Αδιαίρετη τριάδα. Δίχως της

Ο κόσμος άνθος άοσμο.

Πληγή η πίστη.

Και η αυγή κάθε φορά θα ’θελε νέο αίμα.

 
Ιερουσαλήμ

Πρώτη εσύ

Σαν το πρωί εχάραζε του ανθρώπου

Απ’ τον βαθύ τον ύπνο εσηκώθης

Κι αίσθηση βάζοντας και πνεύμα αντήλιο

Το αιώνιο φως είδαν τα μάτια σου

Και το αιώνιο σκότος.

Και φύλαγμα τα κράτησες ατίμητο

Ώστε όποιος θέλει να ’ρχεται σε σένα

Από πού έρχεται να βλέπει

Και να νιώθει πού πηγαίνει.

 
Εννιά χιλιάδες χρόνια πριν

το χώμα σου γεννούσε χλόη και λουλούδια.

Δέντρα εφύτρωνε.

Ζώα εμεγάλωνε.

Κι ανθρώπους έπλαθε

που κουβαλώντας το φορτίο τους έσπρωχναν τη ζωή

κι άφηναν απογόνους ετοιμάζοντας

χωρίς κι αυτοί οι ίδιοι να το ξέρουν

 τη ζύμη που θα πλάθονταν το σώμα σου.

Τη ζύμη που θα σου γινόνταν μάτια που θα βλέπανε

Τη ζύμη που θα σου γινόντανε αυτιά ν’ ακούνε

Τη ζύμη που θα σου γινόνταν στόμα να μιλάς.

Εννιά χιλιάδες χρόνια πριν

πιασμένα μες στου άδοξου τα βρόχια

τη δόξα σου ετοιμάζανε τα κάποτε παιδιά σου.

 

Και οι αιώνες πέρασαν.

Κι ήρθαν οι ισραηλίτες.

Κι οι πατριάρχες σου Αβραάμ Ισαάκ και Ιακώβ.

Κι υφάνανε τον τάπητα για να διαβεί ο Ένας

και στρώσανε τον τάπητα για να πατήσει ο Ένας

για να πατήσει ο Μωυσής,

ο ήρωας του λαού σου

που ο θεός τον διάλεξε να σώσει το λαό του

και το θεό του Ισραήλ να κάνει θεό του κόσμου.

 
Μετά ο Ελιμέλεχ…

Κι ο Χελαιών…

Κι η Ρουθ…

Κι η Νοεμίν.

Κι η απόφαση που έκανες τη Ρουθ να πάρει

μπαίνοντας οδηγός μες στην καρδιά της

και στο γυναίκειο της το ένστικτο μπαίνοντας συ μπροστάρισσα,

ποτέ απ' τη Νοεμίν να μη χωρίσει...

Και ο Βοόζ που έστειλες τη Ρουθ να συναντήσει...

 

Κι ο Βοόζ γεννάει τον Ωβήδ.

Κι εκείνος τον Ιεσαί.

Κι αυτός γεννάει τον Δαυίδ, τον βασιλέα-Προφήτη

που απ' τις εικόνες των Καιρών ήρθε για να σε βγάλει  και μες στο φως αθάνατη κι ολόρθη να σε δώσει.

 Και μες στο φως του πρωινού διπλόλαμψε το φως σου χαριτωμένο απ’ του θεού σου το ελεήμον χέρι.

Και μπήκες Ιερουσαλήμ και στων θνητών τον κόσμο

φέρνοντας απ’ τους θείους σου τους κόσμους χίλιες χάρες

που απλόχερα σ’ όποιον μπορεί να πάρει τις σκορπίζεις.

 
Κι έγινε η Ιερουσαλήμ του κόσμου η πρώτη πόλη

σε ομορφιά, σε δύναμη, και σε χαρές και πλούτη.

Και προσευχήθη ο Δαυίδ στον Κύριο και είπε:

«Κύριε, με ξεχώρισες

μες από το λαό σου

για να του γίνω βασιλιάς.

Μου οδήγησες το χέρι

και τον Γολιάθ ενίκησα.

Κι απ’ τον Σαούλ διωγμένος

μου ’δωσες σπήλιο να κρυφτώ,

δροσό νερό να πίνω

και φαγητό για να τραφώ.

Και του Σαούλ μου έδωσες το θρόνο

κι οδήγησες και βήμα και μυαλό μου

και τους εχθρούς του Ισραήλ, Κύριε,

έχω νικήσει όλους.

Όλα καλά μου τα ’κανες

Μα κι ένα μου ’χεις κάνει

Κακό μεγάλο Κύριε.

Μου πήρες τον Αβεσσαλώμ.

Εσπάραξε η καρδιά μου.

Νύχτες στο δάκρυ πνίγηκα

Μέρες στη δυστυχία.

Και μες στον πόνο τον βαθύ-

Εσύ το ξέρεις πρώτος –

Ο θολωμένος μου ο νους

Ετόλμησε και είπε

Λόγια βαριά ενάντια σου.

Ναι, Κύριε, σε βλαστήμησα.

Σα δίκοπο βαρύ σπαθί

Και σαν αστροπελέκι

Τότε σε μένα Κύριε

Ο λόγος σου είχε πέσει.

 Και μου ’πες: Ζούδι βρωμερό

Ποιος είσαι συ που εμένα

Θα μάθεις ποιόνε στη ζωή

Να πάρω και ν’ αφήσω;

Ένας ακόμη λόγος σου

Και παίρνω κι από σένα

Δόξες και πλούτη και τιμές

Και το λαό σου ρίχνω

Στη δυστυχιά και στο χαμό.

Και στο αιώνιο το πυρ

Να καίεσαι θα σε βάλω

Μακριά ’π’ το γιο σου όχι για δυο

Η' για δεκάδες χρόνια

Αλλά για πάντα.

 

Όλα καλά μου τα ’κανες

Κύριε- Κακό κανένα.

Δος μου και τούτο Κύριε

Κι ας ειν’ το τελευταίο:

Αξίωσέ με Κύριε

Ναό έναν να φτιάξω

Για να σε υμνούμε μέσα του

Κι εγώ και ο λαός μου

Κι όσοι έρχονται κατόπι μας.

 
Κι έστειλε ο Κύριος άγγελο

Στ’ όνειρο του Δαυίδ

Κι αυτά είπε ο άγγελος

Στον βασιλέα Προφήτη:

«Ευλογημένος ο λαός

Είναι των Ιουδαίων.

Ευλογημένος πρώτος συ

Ανάμεσα τους είσαι.

Γιατί από σε νικήθηκαν

Των εθνικών τα πλήθη

Και του Κυρίου τ’ όνομα

Και του Κυρίου η χάρη

Σ’ όλη τη γη θα δοξαστεί

Δαυίδ, με το λαό σου.

Όμως δεν πρέπει το ναό

Να χτίσει του Κυρίου

Άνθρωπος που με πόλεμο

Πέρασε τη ζωή του.

Έργο του γιου σου ο ναός

Θα ’ναι-του Σολομώντα

Που ειρήνης θα ’ναι βασιλιάς.»

 
Και να που χρόνια ύστερα

στο θρόνο καθισμένος

Όπου καθόνταν ο Δαυίδ,

Κάθεται ο Σολομώντας.

 

Είναι μια μέρα λαμπερή. Ο Σολομών,

Ο μέγας βασιλέας,

Ξαπλώνει πάνω στο ανάκλιντρό του

Κάτω απ’ τις χουρμαδιές που μες στον κήπο

Ψηλές ορθώνονται του παλατιού του.

Ζερβοδεξά του στέκονται στρατιώτες

Λαμπρόντυτοι και δόρατα οπλισμένοι

Κι έτοιμοι κάθε μια να εκτελέσουν

Του μέγα βασιλιά επιθυμία.

Μαύροι υπηρέτες που κρατάν βεντάλιες

Από πολύχρωμα φτερά φτιαγμένες

Δροσίζουνε τον γύρω του αέρα.

Απ' τον ψηλό κι ολόχρυσό του θρόνο

 Μπορεί ο μέγας βασιλιάς να βλέπει

Ν’ απλώνεται η πόλη του μπροστά του-

Η Ιερουσαλήμ-με τους καθάριους

Τους στριφογυριστούς στενούς της δρόμους

Και τις συστάδες από κυπαρίσσια

Που το βαθύ το πράσινο τους χρώμα

Με τ’ ωχροκίτρινο είν’ αδερφωμένο

Τους απαλόκυρτους που ντύνει τρούλους.

Στον αρχιυπηρέτη του γυρνάει

Και λέει ο βασιλιάς: «τράβα Μπινάΐα

Μέσα στο δώμα μου όπου όλους κρύβω

Τους πιο αγαπημένους θησαυρούς μου

Και που μονάχα συ απ τους υπηρέτες

και άδεια έχεις και κλειδί να μπαίνεις

Και φέρε το μονάκριβο διαμάντι

Που μέσα του μπορώ καθώς κοιτάζω

Να βλέπω ό,που γυμνό δε φτάνει μάτι.

Την πόλη μου θα δω και το λαό μου.»

 
Κι έφερε το διαμάντι του στο μάτι

Και πεντακάθαρα όληνε είδε

Την Ιερουσαλήμ και τη ζωή της.

Τους δρόμους είδε τους μεγάλους που φιδίσια

Ως κι έξω απ’ τα τριπλά τραβούσαν τείχη.

Μες στης μεγάλης αγοράς τους ίσκιους

Τις ασπροφόρετες είδε φιγούρες

Των γαϊδουρολατών που οδηγούσαν

Τα φορτωμένα τους τα γαϊδουράκια

Ανάμεσα απ' των μαγαζιών τους στοίχους

Κι απ’ όσους αγόραζαν και πουλούσαν.

Ρόμπες πολύχρωμες ντυμένοι ανθρώποι

Σπρώχναν βαδίζοντας απάνω κάτω.

Μπροστά στους πάγκους που ήτανε γεμάτοι

Με εμπορεύματα καλοαπλωμένα

Κάθονταν πωλητές που από τα ρούχα

Τραβούσαν τους ανθρώπους που περνούσαν

Για να τους κάνουν το εμπόρευμα τους

Να δουν, να ενδιαφερθούν και ν' αγοράσουν.

Ξένοι έμποροι πολύχρωμα ντυμένοι

Λογιών λογιών ξεφόρτωναν καλούδια

Απ’ τις γονατιστές τους τις καμήλες

Και μπρος στα μάτια έφερναν των ντόπιων

Κυματιστά μεταξωτά μαντήλια,

Χαλιά, δοχεία χρωματιστά, διαμάντια,

Πουλιά με χρώματα του ουράνιου τόξου,

Μικρά χαριτωμένα πιθηκάκια,

Ελεφαντόδοντο… Κι οι γύρω ανθρώποι

θαυμάζανε… και βλέπαν… και ρωτούσαν

Με σημασία σειώντας τα κεφάλια

Και άπαυτα τα χέρια τους κινώντας.

Και παζαρεύανε...και αγόραζαν...

Ενώ σκύβοντας λίγο οι νεροπώλες

Χαμήλωναν τα γίδινα τ’ ασκιά τους

Από νερό που φούσκωναν γεμάτα

Και πότιζαν εμπόρους και πελάτες.

 
Ξάφνω στης αγοράς το μέρος μπήκε

Με την καμήλα του ένας καμηλιέρης.

Και η καμήλα εκούτσαινε σα να ’χε

Δρόμο πολύ κάνει ως εδώ να φτάσει.

Ο καμηλιερής σταματάει το ζώο

Το γονατίζει, και από τις δυο

Ανάμεσα τις φουσκωτές καμπούρες

Ένα χαλί τραβάει και κατεβάζει

Και μπρος του, πα’ στο χώμα το απλώνει.

Και είχε το χαλί θαυμάσιο χρώμα.

Κι είχε παράξενα πάνω του σχέδια.

Κι έβλεπε ο Σολομών. Όλοι από γύρω

Τα εμπορεύματα τ’ αφήσαν τ’ άλλα

Και το χαλί επήγαν και θαυμάζαν-

Το βλέπαν, τ' ακουμπούσαν, το χαΐδεύαν.

Μα ως εκεί. Κατόπιν ένας ένας

όταν μαθαίνανε ποια η τιμή του

Φεύγαν ν’ αφήσουνε τόπο στους άλλους.

 
Ο βασιλιάς καλεί ένα στρατιώτη

Και να του πάει εκεί τόνε διατάζει

Τον έμπορο μαζί με το χαλί του.

 
Σε λίγο ο έμπορος ήταν μπροστά του.

Ναι. Η τιμή ήταν του χαλιού μεγάλη:

Χρυσά φλουριά εξήντα ήταν χιλιάδες.

Κι ο έμπορος απλώνει το χαλί του

Στου παλατιού το αστραφτερό το δώμα.

Και του χαλιού η λάμψη πιότερη ήταν

Και είχε γράμματα γραμμένα πάνω

Που άγνωστα ενώ ήταν για τους άλλους

όμως τα γνώριζε ο Σολομώντας

Γιατί όλες ήξερε αυτός τις γλώσσες

Κτηνών, πουλιών, ανθρώπων και δαιμόνων.

Κι ο βασιλιάς χλωμιάζει σαν τα βλέπει

Και μια κραυγή του βγαίνει από το στόμα.

«Γνωρίζω αυτά τα σχέδια» ψιθυρίζει.

Και «πού το βρήκες το χαλί ετούτο;»

Ο βασιλιάς τον έμπορο ρωτάει.

«Περνούσα χτες απ’ τον μεγάλο δρόμο.

Ήτανε νύχτα. Μια φωνή ακούω:

Μέριασε κείνη τη μεγάλη πέτρα.

Ένα χαλί θα έβρεις από κάτω.

Πάρτο και πήγαιν’ το στην αγορά σας.

Κι εξήντα πουλά το χρυσά χιλιάδες-

Ούτε πιο κάτω ούτε παραπάνω

Γιατί αλλιώς κακό μεγάλο θα ’βρεις.

Κι όποιος το πάρει πάνω του ας ανέβει

Και κείνο θα τον πάει όπου ξέρει-

Και κείνο θα του δείξει ότι πρέπει.

Και το χαλί φωνή δίκη του θα ’χει.»

 
Στο θρόνο του ο βασιλιάς καθίζει.

« Του Ασμοδάι ειν’ το χαλί ετούτο-

Του βασιλιά κι αφέντη των δαιμόνων.

Τράβα να σου μετρήσουν τα λεφτά σου.

Και όλοι εσείς τραβάτε να ησυχάστε.

Αφήστε με. Να μείνω θέλω μόνος.»

Και φύγαν όλοι. Κι έμεινε μονάχος

Με το θαυματουργό χαλί μπροστά του

Ο Σολομών, ο Μέγας βασιλέας.

«Λοιπόν καθώς το βλέπεις φύγαν όλοι.

Τί Ασμοδάι θέλεις από μένα;»

«Ω! Κάτι απλό γυρεύω βασιλιά μου.

Να ’ρθεις μαζί μου και να πάμε οι δυο μας

Να δούμε κάτι που αλήθεια αξίζει.»

«Τα λόγια τα πολλά σου άφησε τα

Και πες μου καθαρά το τι γυρεύεις.»

«Καλά σε ξέρω βασιλιά. Και ξέρω

ότι στον πειρασμό μου δε θ’ αντέξεις.

Δειλός δεν είσαι και δε θα θελήσεις

Τον όποιο κίνδυνο να τον ξεφύγεις.

Ξέρω πως σίγουρα θα ’ρθείς μαζί μου.

Έλα λοιπόν και θα στα πω στο δρόμο».

« Μιλάς με το σοφό το Σολομώντα

Και ξέρεις πως πριν κάνω ή πριν πω κάτι

Το ’χω πολύ σκεφτεί. Κι αν τη σοφία

Η τόλμη πρέπει να την αψηφήσει

Εγώ είμαι κείνος που θ’ αποφασίσω.

Πες μου λοιπόν τι θέλεις από μένα».

« Αύριο βασιλιά είναι για σένα

 Και για την πόλη και για το λαό σου

Η πιο μεγάλη της ζωής σας ώρα.

Αρχίζεις το ναό αύριο να χτίζεις

Που μέσα του και συ και ο λαός σου

Τον ένα θα λατρεύετε θεό σας.

Έλα μαζί μου. Θέλω να σου δείξω

Τι ο ναός καταστροφές θα πάθει

Και ο λαός μαζί του-και η πόλη

Που να λαμπρύνεις θέλεις χτίζοντας τον.

Κι όταν θα δεις πόσο κακό θα κάνεις

Αντίς καλό σ’ ο,τι έχεις αγαπήσει

Τότε τη γνώμη σου θ’ αλλάξεις ίσως

Και το ναό σου τότε δε θα χτίσεις.

Μπορεί και μια φορά μες στη ζωή του

Ενα καλό ένας δαίμονας να κάνει.»

«Κι ας είναι αυτό που είπες μια βλαστήμια,

Κι ας μη καλό προσμένω από σένα

Όμως θα ’ρθω μαζί σου Ασμοδάι-

Θ’ ανέβω-ναι-απάνω στο χαλί σου.

Γιατί σοφότερος απ’ ό,τι τώρα

Θα’ μαι απ’ το ταξίδι σα γυρίσω.

Πάμε λοιπόν. Μα θα φανείς εμπρός μου

Ή μες από τ’ ωραίο αυτό χαλί σου

Θα συζητάς με μένα στο ταξίδι;»

«Το προτιμάω αυτό. Γιατί το βάρος

Του δαίμονα, ουτ’ ο δαίμονας ο ίδιος

Δε θα γινότανε να το βαστάξει.

Ανέβα πάνω βασιλιά. Κινάμε.»

 
Και το μεγάλο αρχίνισε ταξίδι.

Κι ενώ φαινόταν το χαλί πως τρέχει

Δεν έτρεχε αυτό, παρά τ’ αστέρια

Τα σύννεφα και τα πουλιά ετρέχαν.

Κι ο Ασμοδάι εμίλησε και είπε:

«Κοίταξε πως ερήμωσε ο ναός σου

Που για να τόνε χτίσεις έχεις φέρει

Κέδρους από το Λίβανο, και χτίστες

Απ’ το βασίλειο πήρες της Σιδώνας.

Ουτ’ εκατό δεν επεράσαν χρόνια

Στη γη επάνω αφότου έχεις πεθάνει,

Και κοίτα πώς ερήμωσε ο ναός σου.

Κι άλλους ναούς οι ιερείς του εχτίσαν

Κι άλλους θεούς μέσα σ’ αυτούς λατρεύουν .

Κι ο Σολομών εκοίταξε και είδε.

Κι είδε ιερείς Εβραίους να προσφέρουν

Στην Αστορέθ θυσίες και στη Βάαλ.

«Η Ζεζαμπέλ, η νέα βασίλισσα σας

Και τους θεούς μαζί της έχει φέρει

Που οι συμπατριώτες της λάτρευαν

Στην Ασσυρία πέρα-στη Σιδώνα».

Κι ο Σολομώντας είπε: «Το θεό μας

Που ο περιούσιος είμαστε λαός του

Που από την Αίγυπτο μας έχει βγάλει

Που μας βοήθησε κράτος μεγάλο

Και σεβαστό απ’ όλους να γινούμε-

Το θεό αυτό λησμόνησε ο λαός μου;

Κατέβασε με κάτω Ασμοδάι.

Θα τους μιλήσω. Θα τους  συνεφέρω.

Κι αν όχι, με τα ίδια μου τα χέρια

Τα βρωμερά είδωλά τους θα γκρεμίσω

Σαν άλλος Μωυσής.» Ευθύς αμέσως

Στο χώμα το χαλί κάθισε επάνω.

Με λάμπον βλέμμα και ταχύ το βήμα

Ο βασιλιάς επάτησε στο χώμα

Και μπρος στους άνομους ιερείς εστάθη:

«Στην Αίγυπτο πληγές ποιός είχε δώσει;

Το Μωυσή ποιός έσωσε απ' το κύμα;

Στην έρημο ποιός μας ετάισε μάννα;

Ποιός χώρισε τη θάλασσα στη μέση

Κι οι προγονοί σας ως εδώ έχουν έρθει;

Κι οι πατεράδες σας ανόητοι ήσαν

Που το ναό το μέγα έχουν χτίσει

Που τώρα έχετε σεις εγκαταλείψει

Και θυσιάζετε, μωροί, στη Βάαλ;»

Μα δεν τον άκουσε κανείς ιερέας.

Με σεβασμό τη Βάαλ προσκυνούσαν

Και σκόρπιζαν στην Αστορέθ σιτάρι.

Ο Σολομώντας αγριεμένος τότε

Το χέρι άπλωσε, και στο χρυσό τους

Ορμάει το ξόανο για να το ρίξει.

Μα πέρασε το χέρι του από μέσα

Κι ακέριο είχε το ξόανο απομείνει.

Τότε κατάλαβε ο Σολομώντας-

Δεν ήταν παρά μόνο ένας ίσκιος.

«Είναι αργά να κάνεις κάτι τώρα.

Εκείνο που μπορείς να κάνεις μόνο

Είναι το ναό αυτόν να μη τον χτίσεις».

«Κι αν μερικοί ιερείς μας μωραθήκαν

Μα δε μπορεί-κάποιος θα τους βοηθήσει

Να ξαναβρούνε το σωστό το δρόμο.

Αν θες να συνεχίσει το ταξίδι

Όλα να μου τα δείξεις Ασμοδάι».

Αλλιώς με κοροϊδεύεις και δεν πρέπει.

Εμπρός λοιπόν. Έτσι αυτό τ’ αφήσαν

όσοι πιστεύαν στο θεό ακόμα;

Αδύνατο-τον ξέρω το λαό μου».

«Κανένας τίποτα δεν είχε κάνει.

Όλοι τη νέα κατάσταση δεχτήκαν

Κι όλοι στα είδωλα παραδόθηκαν».

Και μια φωνή ακούστη γυναικεία:

«Ψέμα! Οχι Σολομών! Δεν έγινε έτσι!

Αν μερικοί ιερείς παρασυρθήκαν

Δεν έσβησε η φλόγα απ’ το λαό σου.

Τον ένα το θεό δε τον ξέχασαν.

Πες την αλήθεια αχρείε Ασμοδάι…»

Και η ψυχή του δαίμονα εταράχτη:

«Ποιος τόλμησε και πάνω έχει ανέβει

Χωρίς να το θελήσω στο χαλί μου;»

Και του απάντησε ο Σολομώντας:

«Εγώ καλά γνωρίζω τη φωνή της-

Τα λόγια αυτά τα είπε η Αλήθεια.

 Ξεχνάς πως δικαστής είμαι Ασμοδάι;

Και τόσο αγαπάω την Αλήθεια

Και τόσο τη γυρεύω κάθε μέρα

Που με συνήθισε τέλος κι εκείνη

Και δε χωρίζεται από κοντά μου.

Και μένανε ακολούθησε-όχι εσένα

Στο που αποφάσισα να ’ρθω ταξίδι.

Πες μου λοιπόν αλήθεια Ασμοδάι,

Έμεινε στην ασέβεια ο λαός μου;»

Και είπε ο Ασμοδάι χολωμένος:

« Σ’ ένα χαλί εγώ με την Αλήθεια…

Ας είναι. Ανέβα πρώτα στο χαλί μου

Και να κατέβεις πάλι μη ζητήσεις

Αφού είδες με τα ίδια σου τα μάτια

Ότι για κείνους ένας ίσκιος είσαι.

Να τι λοιπόν εγίνηκε με τούτα».

Και μπρος στου βασιλιά ήρθαν τα μάτια

Εικόνες ιλαρές κι ελπιδοφόρες

Που απαλοχαΐδέψανε τ’ αυτιά του.  

Λόγια που μέλι λες και φως εστάζαν.

Κι είδε Προφήτες που τους βασιλιάδες

Για τ’ άνομά τους έργα κατακρίναν.

Και «πες μου» ρώτησε τον Ασμοδάι,

Ξαναγυρίσαν στη σωστή την πίστη

Οι άνομοι ιερείς και ο λαός μου;

«Σωστή… Μα όμως ναι, ξαναγυρίσαν.

Κι απ’ τους Προφήτες δυο, οι πιο μεγάλοι

Ο Ισαΐας κι ο Ιερεμίας

Είναι που κάναν την πρωτεύουσα σας-

Την Ιερουσαλήμ, την πόλη εκείνη

Που συ με το ναό είχες λαμπρύνει

Πνευματικό και ηθικό να γίνει

Κέντρο του δυτικού κατόπι κόσμου.

Μα έλα δες κατόπι τι έχει πάθει

Κι Ιερουσαλήμ και ο λαός σου

Και ο ναός που θέλεις συ να χτίσεις.

Ενώ τη γνώμη σου αν την αλλάξεις

Τότε μην έχοντας που ν’ ακουμπήσει

Η πίστη του λαού σου θα μαράνει

Και δύναμη δε θα ’χει να πιστεύει

Στον ένα και μοναδικό θεό του.

Κι ένα θα γίνει τότε ο λαός σου

Με τους Σιδώνιους ή τους Βαβυλώνιους

Ή με τους Τύριους ή με τους Αιγύπτιους.

Και σα φυλή θα σβήσουν οι Εβραίοι.

Και δε θα υποφέρουν εξορίες

Κατατρεγμούς και βάσανα και πίκρες.»

«Πάλι εξορίες είδε ο λαός μου;»

«Κοίτα και δες με τα ίδια σου τα μάτια».

 Και το χαλί μετέωρο εστάθη

Και φανερώθηκαν στον Σολομώντα

Φρίκης σκηνές κι εφιαλτικά τοπία.

Καμένη πέρα πέρα όλη η πόλη-

Τείχη, ναός, παλάτι, αφανισμένα.

Τίποτα ορθό δεν έχει απομείνει.

Δεν ξεχωρίζανε ούτε οι δρόμοι

Οι πριν γεμάτοι από τους εμπόρους

Κι απ’ τις εξωτικές τους τις πραμάτειες.

Και μια σειρά ατελείωτη ανθρώπων

Στο δρόμο βρίσκονταν της εξορίας

Κακόπαθοι και ταλαιπωρημένοι.

Άπλωσε προς το μέρος τους το χέρι

Σαν να ’θελε βοήθεια να τους δώσει

Ή, ο βασιλιάς, να τους παρηγορήσει.

Μα εθυμήθηκε πως μάταιο ήταν

Και μόνο ρώτησε τον Ασμοδάι:

«Και ποιος τα έχει κάνει όλα τούτα;»

«Οι Βαβυλώνιοι και ο βασιλιάς τους-

Ο δοξασμένος Ναβουχοδονόσωρ.

Και εξορία εβδομήντα χρόνια

Στη Βαβυλώνα έμεινε ο λαός σου».

 «Αγαπημένε δύστυχε λαέ μου!

Αλλά εμπρός. Ας πάμε από δω πέρα.

Τέτοιο κακό να βλέπω δεν αντέχω.»

«Κι άλλα θα δεις-όρεξη μόνο να ’χεις».

 Και το χαλί επήρε δρόμο πάλι.

Και της Αλήθειας η φωνή ακουστή:

«Στάσου εδώ να δει ο βασιλιάς μου».

Κι εστάθη το χαλί. Κι ο Σολομώντας

Είδε να βόσκει στο παχύ χορτάρι

Μαζί με τ’ άλογα και με τα βόδια

Κι άνθρωπος ένας. Κι είχε μια κορώνα

 Επάνω στο σκυμμένο του κεφάλι.

«Ποιος ειν’ αυτός που τρώει το χορτάρι

 Σκύβοντας σαν τα ζώα το κεφάλι;»

 Κι ο Ασμοδάι άκεφα του είπε:

«Ο βασιλιάς ο Ναβουχοδονόσωρ

Έτσι ο θεός τον έχει τιμωρήσει

Για το κακό που ’κανε στο λαό σου.

Ας προχωρήσουμε όμως παραπέρα…

 Και να! η πόλη σου παραδομένη

Σε χέρια εχθρών που ήρθαν απ’ τη Δύση.

Και δες και το ναό σου στολισμένον

Με αγάλματα θεών για σένα ξένων.

Είδωλα στήσαν μέσα στο ναό σου:

Θα χτίσεις ναό να καταντήσει έτσι;»

Και μες στον ίδιον είδε το ναό του

Αγάλματα θεών γι αυτόνε ξένων.

Και τους ιερείς του να τους προσκυνάνε

Μέσα σ’ αυτόν τον ίδιο το ναό του!    

Και «Ασμοδάι», ο βασιλιάς ρωτάει,

«Ποιοί άνθρωποι τους θεούς αυτούς πιστεύουν

Και πώς ως την Ιερουσαλήμ έφτασαν;»

«Έλληνες στους θεούς αυτούς πιστεύουν

Κι αυτοί οι ίδιοι ως εδώ τους φέραν».

«Κι οι έλληνες αυτοί πες μου, τί είναι;»

«Ειν' άπιστος λαός που ’κανε πέρα

Την πίστη σε θεούς και που πιστεύει

Στον άνθρωπο και στο μυαλό του μόνο.

Και στη φιλοσοφία ψάχνουν να ’βρουν

Ποια η ουσία κι ο προορισμός τους.

Κι είναι πασίγνωστοι σόλο τον κόσμο

Γιατί η Μωρία, με της εξυπνάδας

Κι αυτούς και τις ιδέες και τα γραφτά τους,

Τους έχει στεφανώσει το στεφάνι».

Κι ο Σολομών χλωμός ξαναρωτάει:

«Εβγήκε κι απ’ αυτή την περιπέτεια

Και σώθηκε-και στάθηκε ο λαός μου;»

«Να ο Ματαθίας! Ένας ιερέας.

Αυτός ειν’ η αρχή για ότι εγίνη,

Και η απάντηση στο ρώτημα σου.»

Κι ο βασιλιάς τον ιερέα βλέπει

Γέροντα κι ασπρισμένον απ’ τα χρόνια

Που στους κατακτητές έτσι μιλάει:

«Οχι. Δε θυσιάζω στους θεούς σας.

Ένας θεός υπάρχει μόνο-ο Κύριος.

Και μοναχά σε κείνον θα προσφέρω

Όχι σιτάρι μόνο και λιβάνι

Αλλά κι αυτή την ίδια τη ζωή μου.

Κι αν όχι σήμερα εγώ εδώ πέρα,

Μα κάποιοι άλλοι γρήγορα θα διώξουν

Απ’ τό Ισραήλ κι εσάς και τους θεούς σας.»

Κι αμέσως οι άπιστοι τον θανατώνουν.

Οι γιοί του όμως πρόλαβαν και φύγαν

Και διώξαν τους εχθρούς-οι Μακκαβαίοι.

Κι είμαστε ακόμα εφτακόσια χρόνια

Περίπου ύστερα απ’ τό θάνατο σου.

Μα να! θα σκίσω ακόμα ένα πέπλο

Και πάνω στη σκηνή της ιστορίας

Θα δεις το φοβερότερο απ’ όλα.»

Ιδού!» Κι ευθύς αναμεράει ο ζόφος

Και βλέπει ο Σολομών μες στο ναό του.

Κι αγριεμένους βλέπει στρατιώτες

Να σφάζουν τους ιερείς μες στο ναό του

Την ώρα που εκείνοι ιερουργούσαν.

Αίματα γέμισε ο τόπος όλος.

Και πάνω στα αίματα κείνα πατώντας

Ο αρχηγός εμπήκε των απίστων

Μες στου ναού τα Άγια των Αγίων.

«Αυτή ο πατέρας σου έχτισε την πόλη

Κι αυτήν εσύ απόρθητη έχεις κάνει.

Κι αυτονε το ναό θέλεις να χτίσεις.

Που θα τον βεβηλώνει ο κάθε ξένος.»

«Πάμε να φύγουμε απ’ αυτή τη φρίκη».

«Να φύγουμε. Αλλά μακριά δεν πάμε.

Μονάχα λίγα χρόνια παραπέρα.

Να η πόλη σου απη τήν αρχή χτισμένη

Και να ο ναός σου πάλι ορθωμένος»

Αλλά για δες μπροστά μπροστά και πάνω

Με τα φτερούγια του τι τον σκεπάζει».

 «Ένας αητός!». «Ναι. Είναι των Ρωμαίων.

Ενας λαός ελληνομαθημένος.

Και να ο αητός τους πάνω στο ναό σου-

Σύμβολο της ισχύος των απίστων.

Εκεί ολόχρυσο τον έχουν στήσει

Για να μη μένει πια καμιά ελπίδα

Για το λαό σου πως ποτέ θα κάνει

Ο,τι αυτός στη χώρα του θελήσει».

«Κι έτσι ο ναός μου στο εξής θα μείνει;»

«Σου λέω, για να προλάβω την Αλήθεια,

 Οι Φαρισαίοι τον αητό πως ρίξαν.

Κι οι άπιστοι αμέσως τους σκοτώσαν.

Μα έλα τώρα. Θα σε πάω κάπου

Και πες μου αν το μέρος το γνωρίζεις.

Πέτα λοιπόν χαλί μου λίγα χρόνια

Και στάσου… εδώ! Και πες λοιπόν

Τί βλέπεις τώρα Σολομώνα;»

«Κάτι που δε μπορώ να εξηγήσω.

Η Ιερουσαλήμ βεβαίως αυτή ’ναι.

Όμως στη θέση βλέπω του ναού μου

Άλλος ναός να είναι υψωμένος.  

 

Αλλά κι οι άνθρωποι μέσα στην πόλη…

Οι άνθρωποι… δεν είναι Ισραηλίτες…

Αυτό λοιπόν το τέλος ήταν όλων;»

 «Απαγορεύεται στους Ιουδαίους

Μέσα στην ίδια τους να μπουν την πόλη.»

«Λοιπόν δε χάθηκαν οι Ισραηλίτες.

Ας έχει δόξα τ’ όνομα Κυρίου.»

«Υπάρχουν. Και γυρίσανε και πάλι

Και στην Ιερουσαλήμ και πάλι εμείναν.

Μα πάλι ξένοι στο ίδιο τους το σπίτι.

Τώρα, διακόσια χρόνια παρά πέρα

Χριστιανική η Ιερουσαλήμ εγίνει.»

 «Τ’ είναι Χριστιανική; Κακό ποιο άλλο

Την πόλη εχτύπησε και το λαό μου;»

«Ένας προφήτης από τους δικούς σας-

Χριστός-καινούργια έφτιαξε θρησκεία.

Αιρετικός. Κι ανεύθυνα φερόταν:

Στη γη των πάγων βρέθηκε, κι εκείνος

Φλόγα ζητούσε από τους ανθρώπους-

Ζήτησε απ’ τούς ανθρώπους ν’ αγαπούνε.»

«Στις τύψεις ήθελε να τους βυθίσει;»

«Και την τοκογλυφία είχε εξορκίσει…»

«Αν τέτοια κι άλλα έχεις να μου δείξεις

Καλλίτερα ας τελειώσει το ταξίδι.

Πολλές οι συφορές που ’δα ως τώρα.

Δε θέλω κι άλλες σαν και τούτες να ’δω.»

«Πολλά θα μπόρεια να σου δείξω ακόμα

Κι ας έχω παραλείψει κι άλλα τόσα.

Μα θα σου πω εγώ μόνο με λόγια

Των συφορών ποια ήταν η συνέχεια

Που χτύπησαν τον άτυχο λαό σου.»

«Κι ως ποιόν καιρό τάχα θα μου ιστορήσεις;»

«Ως τρεις χιλιάδες χρόνια από την ώρα

Που ’χεις τα μάτια σου τα γήινα κλείσει».

«Μέχρις εκεί πηγαίνουν σου οι γνώσεις;

Ο αρχιδαίμονας άλλα δεν ξέρει;»

«θα πάω μέχρι τότε, γιατί τότε

είναι που  γράφονται οι στίχοι ετούτοι-

Και μάλιστα όπως βλέπεις με βιασύνη

Το γιορτασμό ζητώντας να προλάβουν

Των τριών χιλιάδων χρόνων από τότε

Που απ’ τον Δαυίδ η Ιερουσαλήμ εχτίστη.  

Και δε σου λέω παρά μόνον ότι

Ο συγγραφέας τους να πω μου λέει.»

«Και ποιος του είπε να με ζωντανέψει

Και μαζεμένες τόσες να μου δώσει

Σαν που άλλες δεν ξανάχω ζήσει πίκρες;

Μην ετοιμάζεσαι να μου απαντήσεις.

Ξέρω καλά τους τέτοιους ποιητάδες.

Είχα γνωρίσει κάποιους από δαύτους.»

«Μετά 'π’ τους Χριστιανούς ήρθαν οι Πέρσες.    

Και ύστερα οι Άραβες σας πήραν.

Κατόπιν ήρθαν οι Σελτζούκοι Τούρκοι

Και οι Οθωμανοί κατόπι Τούρκοι...»

«Όμως για λίγο το τρεχαλητό μας

Ας σταματήσουμε το φρενιασμένο

Γιατί έτσι γρήγορα καθώς πετάμε

Κάτι παράξενο είδα εκεί κάτω.

Τ’ είναι οι φωτιές αυτές που δε ζεσταίνουν

Αλλά κρυώνουν Ασμοδάι τον κόσμο

 Κι αντίς για φως σκορπίζουν γύρω σκότος;»

 «Είναι η Ευρώπη που γαλουχημένη

Με των Ελλήνων τις σοφές ιδέες

Τα ιερά σου καίει τα βιβλία.»

«Των Ισραηλιτών;» «Ναι. Των Εβραίων.

Κι είναι ο δέκατος έκτος αιώνας.»

«Ω, Πόσο την Ευρώπη τη λυπάμαι!»

 
«Λύπη γι αυτήν αντί για μίσος δείχνεις;

Τέλος. Ας συνεχίσουμε. Πού ήμουν;»

«Για Οθωμανούς κάποιους μιλούσες Τούρκους.»

«Ναι. Κι όλοι εκείνοι οι κατακτητές σας

Είναι λαοί εσύ που δεν τους ξέρεις.

Είναι απ’ την Ανατολή φερμένοι.

Και ο καθένας έχει το θεό του.

Και μες στην Ιερουσαλήμ καθένας

Ναό μεγάλο εχτίζαν στο θεό τους

Κι όλοι οι λαοί έχουν καθένας πάρει

Από την πόλη σου ένα κομμάτι

Και μέσα κει λατρεύουν τους θεούς τους.

Και πήρανε τα μάτια τους οι Εβραίοι

Και σκόρπισαν στης γης την κάθε άκρη

Αλλά παντού ήσαν κυνηγημένοι.

Ώσπου, διακόσια χρόνια πριν το τέλος

Που η δήγηση μετράει που σου κάνω,

Μια δημοκρατική στον κόσμο χώρα

Είδε με μάτι καθαρό τριγύρω

Κι ανάμεσα σε τόσα που ’χει κάνει

Που αλλάξανε του κόσμου σας την όψη

Και κάτι έκανε ακόμα που και κείνη  

Και το λαό σου έχει ωφελήσει:

Δέχτηκε και τα τέκνα του λαού σου

Ισότιμοι πολίτες της να είναι

Με τα υπόλοιπα δικά της τέκνα.

Και τώρα ήρθε η ώρα να σε πάω

Και στο παλάτι πάλι να σ’ αφήσω.

Έχεις μεγάλη απόφαση να πάρεις

Ύστερα απ’ όσα σου ’χω δείξει απόψε.

Πριν όμως απ’ αυτό, κάτι ακόμα.

Γιατί δεν πρέπει να νομίσεις ίσως

Πως κάτι άλλαξε για το λαό σου

Μετά από την απόφαση εκείνης

Της κοσμοκρτάτειρας της χώρας

Όπου πολίτες της σας έχει κάνει.

 
Έλα να δεις τι πριν πενήντα χρόνια

Μες στην καρδιά εγίνη της Ευρώπης

Όπου οι Εβραίοι διωγμένοι εβρεθήκαν.

Και ξέρεις από ποιούς; Όχι από κείνους

Που μίσος ο θεός τους τους προστάζει

Αλλ’ απ' τους Χριστιανούς που ο θεός τους

 Αγάπη-γιά φαντάσου-τους ζητάει».

Και κοίταξε-και είδε ο Σολομώντας

Φούρνους που καίγαν μέσα τους Εβραίους.

Κι είδε Εβραιόπουλα σκελετωμένα.

Κι είδε στρατόπεδα τρόμου και φρίκης.

Και είδε ένα σταυρόν ανθρωποκτόνο

που διάλεγε και σκότωνε Εβραίους.

Ο Σολομώντας έκλεισε τα μάτια.

Και όταν τ’ άνοιξε ήταν και πάλι

Μες στο παλάτι του. Κ ι είχε μπροστά του

Τ’ ωραίο το χαλί .Και του ’πε κείνο:

«Είδες το τι θα πάθουν οι Εβραίοι

Από την πίστη τους κι απ' το ναό σου.

Τώρα η απόφαση δική σου είναι.»

Και μίλησε και η Αλήθεια κι είπε:

«Ότι είπε ο Ασμοδάι αλήθεια είναι.

Κι άλλα κακά υπάρχουν που δεν είπε.

Πρέπει λοιπόν να ξέρεις Σολομώντα

Πως μες στις τόσες τούτες δυστυχίες

Ποτέ δεν έχει πάψει ο λαός σου

Να πολεμάει για τη λευτεριά του.

Κι ακόμα πως την πίστη στο θεό σας

Τον ένα, τον αληθινό κι αιώνιο

Άσβηστη πάντοτε τηνε κρατάει

Ό,που εξόριστο τον έχει στείλει

Το μένος των ανθρώπων για να ζήσει.

Και ο θεός μονάχα ξέρει πόσο

Περσότερο εγώ εκείνη είμαι

Που ’ναι το γνιάσιμό μου αυτή η πίστη

Από τον κόσμο ετούτο να μη λείψει.

Γιατί το μόνο που μαζί με άλλα

Μες στην ουσία του έχει εμένα,

Ειν' η θρησκεία του Ισραήλ. Κι η ιδέα

Αν λείψει του θεού από τον κόσμο

Πάω κι εγώ μαζί μ’ αυτήν χαμένη.

Γιατί-ας ειν’ καλά ο Ασμοδάι

Έχει στο ψέμα στρέψει τους ανθρώπους

Κι ειν’ ένα ψέμα η ζωή τους όλη

Κι ό,τι μέσα σ’ αυτήν ανθεί και θάλλει.

Ως κι η αντίληψη τους για τον κόσμο

Από πολλά είναι φτιαγμένη ψεύδη.

Έχουν δυο μάτια-λεν υπάρχει Χώρος.

Έχουνε μνήμη-λεν υπάρχει Χρόνος.

Σκέπτονται-συμπεραίνουν πως υπάρχουν.

Ας σταματήσω τα δικά μου όμως.

Ο, τ ι είχα να σου πω θαρρώ το είπα.»

Κι ο βασιλιάς ο Σολομώντας είπε:

«Ψόφιο σκυλί κανένας δεν κλωτσάει.

Δεν έχω ανάγκη για μεγάλη σκέψη

Ώστε να πάρω την απόφασή μου.

Πριν όλα αυτά μου δείξεις Ασμοδάι

Μπορεί και κάτι άλλο να γινόταν

Και τελευταία στιγμή ν’ άλλαζα γνώμη.

Τώρα όμως γνώμη διόλου δε θ’ αλλάξω.

Αφού ο ναός βοηθάει το λαό μου

Την πίστη του ακέρια να κρατήσει

Τότε οπωσδήποτε ο ναός θα γίνει.

Μου σπάραξε η καρδιά με όσα είδα

Βάσανα να περνάει ο λαός μου.

Μα τι τιμή! Τι κλέος και τι δόξα

Να ’ναι στη  γη επάνω ο λαός μου

Ο μόνος που ’χει τη μεγάλη ευθύνη

Του θείου να συντηρεί την άγια φλόγα.  

Στη γη επάνω οι Ισραηλίτες

Πρέπει να υπάρχουνε και θα υπάρχουν

Όσες Ελλάδες κι αν τις πολεμήσουν

Κι όσοι Ρωμαίοι αν το ναό τους κάψουν.

Κι όπως το κλάδεμα κάνει το δέντρο

Πιο δυνατό και νέο κάθε χρόνο,

Έτσι και το κυνήγι που μας κάνουν

Την ύπαρξη μας θα την ξανανιώνει.

Κρίμα που η πόλη μου είναι χωρισμένη

Ανάμεσα σε λαούς που έχουν στήσει

τα ιερά τους μέσα της καθένας.

Μ’ από την άλλη-ω! τι μεγαλείο

Μια μόνο πόλη σ’ όλονε τον κόσμο

Να θεωρούνε άξια οι θρησκείες

Για να την κάνουν σπίτι των θεών τους-

Κι ας είναι ψεύτικοι όπως και κείνες,

Μα ειν’ ότι θαρρούν για πιο ιερό τους.

Και ναι! Στην πόλη μου το διαφυλάττουν!

Θα χτίσω το ναό μου Ασμοδάι.

Ναός και Ιερουσαλήμ κι Εβραίοι

Είναι αχώριστη μία τριάδα,

Και το ’να παίρνει δύναμη από τ’ άλλα

Κι όλα μαζί κρατούν ορθό τον κόσμο.

Α! Ο Εβραίος όταν πολεμάει

Δεν πολεμάει για τη δική του μόνο

Μα για του κόσμου όλες τις πατρίδες.

Α! Να μπορούσα ότι εντός μου νιώθω

Να το ’κανα αίσθημα του κάθε Εβραίου…

Έλα Ασμοδάι, πάρε το χαλί σου

Και τράβα στο καλό. Όχι, συγνώμη,

¨Και τράβα στο κακό¨ να πω θα πρέπει.

Σ’ ευχαριστώ για όσα μου ’χεις μάθει».

Κι είπ’ ο Ασμαδάι: «Γεια σου Σολομώντα

Που ζω από σε και συ ζεις από μένα.»

Και το χαλί άλλη κουβέντα δίχως

Σηκώθηκε και πέταξε στο ζόφο.

Κι ο Σολομών ετράβηξε για ύπνο-

Πολλά είχε αύριο να κάνει αλήθεια.

 

                       -----

 

 

 



GOD-JERUSALEM-JEWS


. Πριν από μερικά χρόνια και όταν βρισκόμουν
ακόμα στην Αμερική, η Ιερουσαλήμ γιόρτασε τα
τρισχιλιάχρονα γενέθλιά της. Εβραιοαμερικανοί
φίλοι με παρακάλεσαν να γράψω κάτι για
το γεγονός και για το γιορτασμό του.
Χαρίζω και από τη θέση αυτή την παρακάτω δουλειά στους εβραιοαμερικάνους φίλους και ιδιαίτερα στη δικηγορίνα μου Ρόνι.

 Jerusalem!I would not be able to see you   
drunk with the yellow colors of the sun.
You are Naked and White.
In your veins the blood runs of your children that,
scattered to the corners of the earth, were
lost for your faith.
God smiles when you smile
In your winter nights He angers
And calmly He rests upon your eyelids
When they are left in sleep's blessing.
God-Jerusalem-Jews;
Indivisible trinity. Without it
The world a flower with no fragrance.
The faith a wound; and the dawn
Every time would want new blood.

Jerusalem, first you
When the dawn drew of man
You awoke from the deep sleep
And using sense and spirit to cover the sun
Your eyes saw the eternal light
And the eternal darkness.
And you kept them, priceless
So that whoever wants and comes
Can see where from he comes
And feel where to he goes.

Nine thousand years ago your soil
was giving birth to grass and flowers;
Trees grew;
Animals grew;
And made people, that carrying their load pushed life
And left descendants, preparing -
Without they themselves knowing
The dough from which your body would be made.
The dough that would become for you eyes to see.
The dough that would become for you ears to hear.
The dough that would become for you mouth to speak.
Nine thousand years ago
Caught into the yet unglorified nets
Your once children were preparing your glory.
And the centuries passed by.
And the Israelites came.
And your patriarchs Abraham, Isaac and Jacob.
And they knitted the carpet for one to step on -
And they set the carpet for one to step on -
For Moses to step on,
the hero of your people
That God chose to save your people
And Israel's god to make the world's god.
Then Elimelech. And Chelaion.
And Ruth. And Noemin.
And the decision you made Ruth take
Entering a guide into her heart
And decisively entering into her female instinct
Not to ever part with Noemin...
And Booz you sent to meet Ruth... And Booz begets Obed.
Him, Jessie.
And he, David, the prophet king.
That from the dust of Time came to deliver you
And into the light immortal and straight to give you.
And into the light of dawn your light shone more
Blessed by God's merciful hand.
And you entered, Jerusalem, into the mortal's world, too
Bringing from your divine worlds thousands of graces
Which you open-handedly pass to everyone who can take then
And Jerusalem became the world's first city
in beauty, strength, in graces and riches.
And David prayed to the Lord and said:
"Lord,
You picked me among your people
To become king..
You guided my hand and I beat Goliath.
Chased by Saul,
You gave a cave to hide, cold water to drink, and food to eat.
And Saul's throne you gave me
And you guided my step and mind
And Israel's enemies, Lord, I beat all.

All you did well to me;
But also one bad thing, my Lord.
You took Absalom.
My heart tore from pain.
Many nights I drowned in tears
Many days in misery.
And into my deep pain -
You know in first -
My blurred mind
Dared to speak bad words against you.
Yes, Lord, I cursed you.
As a heavy double-edged sword And as lightning
Then your word fell upon me, Lord.
And you said: Disgusting animal
Who are you to teach me
Who to take and leave from life?
Still one word from you
And I take your glory, riches and honor
And your people I throw into distress.
And I'll place you into eternal fire
Away from your son not for two years or decades
But forever.
All you did well to me, Lord. Bad thing none.
Give me that, also, Lord, and let it be the last one -
Enable me, Lord,
To build a temple
So that we may cherish you within it
I as well as my people
And all that come after us".
And Lord sent an angel in David's dream
And this is what the angel said to the king prophet:
"Blessed are the Jewish people.
Blessed first among them is you.
Because by you were beat
The pagans' crowds
And Lord's name and grace
Throughout the earth will be glorified
With your people.
But it is not worth for the temple of the Lord
From a man who lived fighting to be built;
A project of your son - Solomon - that will be
Who will be a king of peace".
And here, years later, is seated on the throne
Where David was, his son, Solomon.
It is a bright day...
Solomon, the great king,
Is laying on his armchair
Under the date trees that tall rise
In the garden of his palace.
Right and left stand his soldiers
Brightly dressed and armed with spears
Ready to execute every one
Of the great king's desire.
Black servants holding fans
Made of multi-colored feathers
Cool the air around him.
From his high throne where he sits
The great king can see
His city stretch out - Jerusalem
With the clear, winding, narrow streets
And the clumps of cypress trees
Whose deep green color goes with
The pale yellow of the soft-curving domes.
To his head-servant the king turns
And says: Go, Benaiah
Into the room where all
My most beloved treasures are
And where you only among my servants
Have the key and permit to enter
And bring the unique diamond Which,
when I look into it,
I can see what a naked eye cannot.
I want to see my city and my people.
And he brought the diamond to his eye
And clearly saw all Jerusalem and its life -
Even the roads laying out of the triple walls.
Within the shadows of the big agora
He saw the white-dressed figures
Of donkey-drivers who drove their animals
Between the stores' rows
And those who sold and bought.
Men dressed with multi-colored robes
Pushed walking up and down.
In front of benches
Full of well-placed merchandise
There were sitting merchants
Pulling passers by the clothes
To make them see, be interested, and buy their goods.
Foreign merchants dressed with multi-colored clothes
All kinds of goods were unloading
From their kneeled camels
And they brought in front of the eyes of the locals
Wavy silk handkerchiefs,
Carpets, colored vessels, diamonds,
Birds with the rainbow's colors,
Small cute monkeys,
Ivory... And the people around
Admired, looked and wondered
Meaningfully shaking their heads
And continuously moving their hands.
And they bargained... and they bought...
While, the water-bearers, bending a little
Lowered their goat-skin sacs
That swelled full of water,
And watered merchants and clients.
Suddenly, in the agora,
A camel-driver entered.
And the camel was limping
As if it had much road traveled up to here.
The camel-driver stops the animal,
Kneels it, and from between its two hunches
He pulls a carpet
And lays it in front of him on the ground.
And the carpet had wonderful color.
And strange on it designs.
And Solomon looked. All from around
Left the other merchants and
Were admiring the carpet.
They looked at it, they touched it, they caressed it.
But no further. Next, one-by-one
When they learned its price Left, making place for others.
The king calls a soldier
And orders him to bring there The merchant with his carpet.
Soon the merchant was before him.
Yes. The carpet's price was big.
Sixty thousand gold coins.
And the merchant spreads his carpet
On the shiny floor of the palace.
And the shining of the carpet was brighter.
And it had words written on it
That while unknown for others,
Solomon knew them..
Because he knew the languages of all:
Beasts, birds, men, and demons.
And the king pales as he sees them
And a cry leaves his mouth.
"I know those figures," he whispers.
"And where did you find this carpet?"
The king asks the merchant.
"I was passing yesterday from the big road.
Tt was night. I heard a voice:
Lift that large stone.
You will find underneath a carpet.
Take it and bring it to your agora.
And sell it for sixty thousand gold coins.
Not more and not less
Otherwise you will bring misfortune to yourself
And whoever buys it, let him step on it
it will take him where it knows.
And will show him what it must.
And the carpet will have its own voice.
The King sits on his throne.
"This is Ashmodai's carpet -
Of the king and master of the demons.
Go to be paid.
And all of you go and rest.
Leave me. I want to be alone."
And all left. And he remained alone
With the miraculous carpet near him
Solomon, the Great King.
"Well, as you see, everyone left.
What do you want from me, Ashmodai?"
"Oh! Just a simple thing I seek, king.
For you to come with me and together
To go and see something that is worth seeing."
"Let go of your many words
And clearly say what you seek from me."
"I know you well, king. And I know
Thai l<> my temptation you will not resist

You are not a coward and you shall not want
To avoid coming with me.
Come, then, and I'll tell you on the way".
"You speak with wise Solomon.
And you know well that before
I say or do something
I've thought much about it. If wisdom
Must be overlooked by courage,
It is me who will decide it.
Tell me, then-what you want from me".
"Tomorrow, king, is for you
And for the city and for you people The biggest hour of you life.
Tomorrow you begin building
The temple into which you and your people
Will worship your one and only God.
Come with me. I want to show you
What disasters await your temple.
And with it the people and the city.
The city that you want to brighten building it.
And when you see how bad instead of good
You will bring to what you loved
Perhaps you will change you mind
And you will not build this temple.
A demon might once in its life
Do a good deed".

"Although what you just said is a blasphemy,
Although I await no good from you
I will come with you Ashmodai -
I will climb - yes - onto your carpet.
Because I'll be wiser when I come back.
Let's go then. But will you appear before me
Or will you converse with me
Through this nice carpet, throughout the trip?"
"I prefer this, because the weight of a demon
not even a demon itself could bear.
Step on, king. We are leaving."
And the big trip began.
And while it seemed that the carpet run,
It didn't. The stars, clouds and birds run instead.
And Ashmodai spoke:
"Look how your temple is deserted
Which you built bringing cedars from Lebanon
and builders from the king of Sidon.
Not even one hundred years past since your death
And look how desolate your temple is.
Its priests built other temples
And other gods worship within them."
And Solomon looked and saw.
And saw Jewish priests offer
Sacrifices to Astoreth and to Baal.
"Zejabel, our new queen,
Brought with her even the gods
That her compatriots were worshiping,
Over in Assyria, in Sidon".
Solomon said:*'Our God
For which we are the chosen people,
That has taken us out Egypt,
That has helped us become a state
Big and respectable by all,
That god my people have forgotten?
Bring me down Ashmodai.
I shall speak to them. I shall correct them.
And if not, with my own hands
I shall destroy their dirty idols
Like another Moses". At once,
The carpet found itself on the ground.
With a bright look and quick step

And stood before the lawless priests.
"Who had given, wounds in Egypt?
Who saved Moses from the waves?
Who fed us with the manna in the desert?
Who divided the sea in two
And your ancestors came up to here?
And were your fathers foolish
That they have built the great temple
That you have now abandoned
And sacrifice foolishly to Baal?"
But no priest heard him.
They respectfully bowed to Baal
And offered wheat to Astoreth.
Solomon, then, angrily
Reaches the hand, and the gold idol
Rushes to throw down.
But his hand went through the idol
And it was still standing.
Then Solomon understood -
It was nothing but a shadow.
"It is late for you to do something now
What you can only do is
Not to build that temple".
"But even if some priests of ours
Took the wrong turn
Someone must help them
Find the right path again.
If you want to continue the trip,
Show me everything Ashmodai.
Else you are mocking me, and it is not just.
Tell me then. They truly forgot the temple
Those who believed to god still?
Impossible! I know my people".
"Noone did anything.
All accepted the new situation
And all gave in to the idols".
And a female voice was heard:
"Lies! No Solomon! It wasn't like that!
If some priests surrendered,
The flame did not extinguish from your people..
They did not forget the one god.
Tell the truth, vile Ashmodai!"
And the demon's soul shook:
"Who dared come on my carpet without me knowing?"
"I very well recognize her voice.
These words were spoken by Truth.
Do you forget that I am a judge Ashmodai?
And I so much love the Truth
And I so much seek it every day
That she finally got used to me,
And does not part my side.
And it is my that she followed,
Not you, on this trip I decided to make.
Tell me, therefore, the truth, Ashmodai.
Did my people remain into the impiety?"
"In a carpet, I with Truth...
Let it be. Get on my carpet and do not
ask to walk down again
Since with your own eyes you saw
That for them you are a shadow.
Here is, then, what happened with these".

And pictures came to the king's eyes,
Pictures of happiness and hope.
And words sweetly caressed his ears,
That were full of honey and light.
And he saw prophets that criticized
The kings for their unlawful deeds.
And "tell me" the king asked Ashmodai
"Did they return to the true faith,
The lawless priests and my people?"
"True!.. But yes, they returned
And from the prophets, two, the biggest ones,
Isaiah and Jeremiah,
Made your capital, Jerusalem, the city
That you have enlightened with your temple,
Become the spiritual and moral center
Of the future western world.
But come and see what happened later
To Jerusalem and your people
And to the temple that you want to build.
While if you change your decision
Then your people's faith,
Not having a place to hold onto,
Will wilt
And the people will have no strength
To believe in its one and only god.
And all gave in to the idols".
And a female voice was heard:
"Lies! No Solomon! It wasn't like that!
If some priests surrendered,
The flame did not extinguish from your people..
They did not forget the one god.
Tell the truth, vile Ashmodai!"
And the demon's soul shook:
"Who dared come on my carpet without me knowing?"
"I very well recognize her voice.
These words were spoken by Truth.
Do you forget that I am a judge Ashmodai?
And I so much love the Truth
And I so much seek it every day
That she finally got used to me,
And does not part my side.
And it is my that she followed,
Not you, on this trip I decided to make.
Tell me, therefore, the truth, Ashmodai.
Did my people remain into the impiety?"
"In a carpet, I with Truth...
Let it be. Get on my carpet and do not
ask to walk down again
Since with your own eyes you saw
That for them you are a shadow.
Here is, then, what happened with these".

And pictures came to the king's eyes,
Pictures of happiness and hope.
And words sweetly caressed his ears,
That were full of honey and light.
And he saw prophets that criticized
The kings for their unlawful deeds.
And "tell me" the king asked Ashmodai
"Did they return to the true faith,
The lawless priests and my people?"
"True!.. But yes, they returned
And from the prophets, two, the biggest ones,
Isaiah and Jeremiah,
Made your capital, Jerusalem, the city
That you have enlightened with your temple,
Become the spiritual and moral center
Of the future western world.
But come and see what happened later
To Jerusalem and your people
And to the temple that you want to build.
While if you change your decision
Then your people's faith,
Not having a place to hold onto,
Will wilt
And the people will have no strength
To believe in its one and only go

And your people will become one
With the Sidonians or Babylonians,
Or the Tyrians or the Egyptians.
And the Jews will disappear as a nation
And will not suffer exiles,
Persecutions and torments and bitterness".
"Did my people go into exile again?"
"Look and see with your own eyes".
And the carpet was suspended
And to Solomon appeared
Scenes of shudder and landscapes of a nightmare
The city burned from one side to the other.
Walls, temple, palace, desolate.
Nothing was standing in its place.
Not even the streets showed,
The ones previously full of merchants
And their exotic objects.
And an endless line of people
Was on its way to exile,
Suffering and tired.
He reached his hand to them
As if he wanted to help them
Or, the king, to console them...
But he remembered that it would be useless.
And only asked Ashmodai:
"And who has done this?"
"The Babylonians and their king -
The glorious Nebuchadnezzar.
And your people remained in exile
For seventy years."
"My loved, poor people!
But let's go.
Let us leave this place.
I cannot bear to see such sight."
"You shall see more - only have heart."
And the carpet moved again.
And the voice of Truth said again:
"Stop here for my king to see."
And the carpet stopped. And Solomon
Saw, with the horses and cattle
That grazed on the thick grass,
Also a human. And he had a crown
On his bent head.
"Who is this that eats grass
Bending his head like the animals?"
Ashmodai unwillingly told him:
"King Nebuchadnezzar.
This is how god has punished him
For the things he did to your people.
Let us move, however, forward..
And here is your city
In the hands of enemies that came from the West.
And see your temple, too, decorated
With statues of foreign gods.
They raised idols inside your temple!
Will you build one that will end up like this?"
And inside his own temple he saw
Statues of gods unknown to him.
And his priests worshipping them...
Within this, his own temple!
And "Ashmodai", the king asks,
"Which are the people who believe in those gods
And how did they reach Jerusalem?"
"Greeks believe in these gods
And they themselves brought them here."
"And these Greeks, tell me who are they?"
"It is a pagan people that has pushed aside
Faith in gods and believes in the human
And his mind only.
And in philosophy they seek to find
What is their origin and destiny.
And they are famous the world over
Because Stupidity has crowned them -
Them and their ideas and their writings
With the crown of cleverness".
"And did my people come out of this suffering
And was he saved, and held his own?"
"Here is Matathias. A priest.
He is the beginning for what followed
And the answer to your question."
And the king sees the priest,

Old and white from the years,
That to the invaders says:
"No, I do not sacrifice to your gods.
There is just one god, the Lord.
Only to him I will offer.
Not only incense and grain
But my own life.
And if not today me, here
Someone else will quickly chase
from Israel you and your gods.
And immediately the pagans kill him.
"His sons, however, were able to run away
And sent away the enemy - the Maccabeans.
And we're about seven hundred years from your death,
But, behold! I will tear yet another veil
And on history's scene you will see
The most terrible of all;
Here!" And before him the dark opens up
And Solomon looks into his temple.
And sees mad soldiers
Slaughter priests inside his temple
While they performed their duty.
Blood was everywhere.
And on this blood walked
The leader of the pagans
And entered the Holy of Holy of the temple.
"This city your father built,
And you have made it impregnable.
And you want to built this temple -
For every foreigner to desecrate".
"Let us get away from this".
"Let us get away. But we do not go far.
Just a few years forward."
Here is your city built from nothing
And here is your temple again erected.
But see up, in front
What covers it with wings?"
"An eagle". "Yes. It is of the Romans.
A people taught by Greeks
And here is their eagle on your temple
Symbol of the strength of the non-believers.
There, golden, he stands
So that there is no hope for your people
To carry out what they want
In their country".
"And is this how my temple will remain?"
"I say it before Truth.
The Pharisees threw down the eagle
And were immediately killed.
But come now, I'll take you somewhere,
Tell me if you recognize the place.
Fly, my carpet, a few more years, and stay.
Tell me, what do you see?"
This is Jerusalem, surely.
But in the place of my temple
I see another one erected.
But even the people inside the city...
The people... are not Israelites...
Was this the end of all?"
"It is not allowed for the Jews
To enter their own city".
"So, the Israelites were not lost!
Let the Lord have glory!" "They exist. And returned
And again in Jerusalem lived.
But again, foreigners in their own home.
Now, two hundred years ahead
Jerusalem became Christian."
"What is Christian? What other evil
Hit my city and my people?"
"A charlatan from Galilee -
Christ - made a new religion.
A heretic. And behaved irresponsibly.
He was found in the land of ices,
And sought fire from people - '
He sought from people love".
"If other things like this you have to show,
It is better for this trip to end.
Many are the disasters I've seen so far.
I don't want others like these to see".
"I'd have much more to show you.
And I have neglected just as many.
But I will tell you only with words
What was the disasters' continuation
That hit your unlucky people".
"And till what time will you narrate?"
"Till three thousand years since the moment
That you have closed your earthly eyes".
"Only till then your knowledge goes?
The head-demon knows no more?"
"I'll go up to then, because tbsn is when
This work is being written -
And as you see, with haste,
Seeking to finish before
The celebration for the three thousand years
From the time Jerusalem was built from David.
And I'm not telling but whatever
Its writer orders me to" say.
After the Christians came the Persians.
And th en the Arabs took over.
And '.' •., ,a fee Seltzuk Turks
And then the Ottoman Turks next..."
"But for a while let us stop
Our strenuous run.
Because as we quickly fly
I saw a strange thing down there.
What are these fires, Ashmodai, that
Do not warm, but cool the world?
And scatter darkness instead of light?"
"It is Europe that, been raised
By the Greeks' wise ideas
Your sacred books burns".
"Of the Israelites?" "Yes. Of the Jews.
And it is the sixteenth century".
"Oh! How I am sorry for Europe!"
"Your show pity instead of hate?
Any way. Let us continue. What was I saying?"
For some Ottoman Turks you spoke".
"Yes. And all these conquerors
Are people that you do not know.
They came from the East.
And each has his god.
And in Jerusalem each one
A big temple built to his god.
And all people have each taken
From your city one piece
And in there worship their god.
And the Jews, having no choice
Left and scattered in earth's every corner.
But everywhere all were after them
Until two hundred years from now
A democratic country of the world
Saw with a clear eye all around
And amid so many things it did
That changed your world's face
Something did, still, that
Her and your people hds benefitled:..
It took the people of your people
To be equal citizens
Like her own people..
And now is the time for me to take you
And leave you back into the palace.
You have a big decision to make after
What I've shown you tonight.
Before this, however, something else.
Because you must not think
That something changed for your people.
Come and see what in the heart of Europe happened
Where the Jews were found chased.
Fifty only years ago
And do you know for who? Not from those
That their god orders them with hate,
But from the Christian, that their god
Love - imagine - asks".
And Solomon looked and saw
Ovens that burned inside them Jews
And saw Jewish children suffering from hunger.
And saw camps of terror and shudder.
And saw a murderous cross that Chose and killed Jews.
Solomon closed his eyes.
And when he opened them again,
He was in his palace.
And before him Was the wonderful carpet.
And it said: "You saw what the Jews will suffer
From their faith and your temple.
Now the decision is yours".
And Truth spoke and said:
"What Ashmodai said is true.
And there are other evils that he did not mention.
But little has he spoken for goods.
You must therefore know, Solomon,
That amid these many disasters
Your people have never stopped
Fighting for freedom.
Also that the faith in your god,
The one, the true and eternal,
Is held always indistinguishable
Wherever in exile the hatred of people has sent them.
And only God knows that
It is me that cares most
That from this world this faith must not disappear.
Because the only thing that along with others
And saw camps of terror and shudder.
And saw a murderous cross that Chose and killed Jews.
Solomon closed his eyes.
And when he opened them again,
He was in his palace.
And before him Was the wonderful carpet.
And it said: "You saw what the Jews will suffer
From their faith and your temple.
Now the decision is yours".
And Truth spoke and said:
"What Ashmodai said is true.
And there are other evils that he did not mention.
But little has he spoken for goods.
You must therefore know, Solomon,
That amid these many disasters
Your people have never stopped
Fighting for freedom.
Also that the faith in your god,
The one, the true and eternal,
Is held always indistinguishable
Wherever in exile the hatred of people has sent them.
And only God knows that
It is me that cares most
That from this world this faith must not disappear.
Because the only thing that along with others
Within it contains me,
Is the god of Israel.
And if the idea of the god is lost
I go with it, lost, too.
Because - let him be well - Ashmodai
Has brought people to lies.
And their whole life is a lie
And anything that in it blossoms.
Even their conception of the world
Is from many lies made:
They have two eyes - they say Space exists.
They have memory - they say Time exists.
They think - they conclude that they exist.
Let me stop my words, though.
Whatever I had to say, I think I said".
And king Solomon said:
"A dead horse noone beats.
A have no need for much thought
To make my decision.
Before all this you showed me, Ashmodai,
Maybe something else were to happen
For me to change my mind at the last minute.
Now, however, my mind I'll not change.
Since the temple helps my people
Keep their faith strong,
Then the temple will be made.
My heart broke to see
All the calamities my people went through.
But what honor! What fame and what glory
For my people to be the only one
That has the great responsibility
To keep on the earth the divine flame!
On this earth the Israelites
Must exist and will exist
As many Greeces as might fight them,
And as many Romans as may burn their temples.
And as trimming makes a tree
New and strong every year
In this way the chase that we are subjected to
Will renew our existence.
It is a pity that my city is divided
Among people that have built
Their altars, inside it, each one.
But on the other hand -oh! what glory -
One only city in all the world
To be considered worthy by religions
And to make it a home for their gods -
Even if they are fakes, as they are;
But it is what they hold their most sacred -
And here, they hold it in my city!
I shall built my temple, Ashmodai.
Temple and Jerusalem and Jews Are indivisible a trinity

And one gains strength from others
And all together hold the people standing.
Ah! When the Jew fights
He does not fight only for his own
But for the world's all countries!
Ah! If I could whatever I feel inside me
To make a feeling of every Jew!..
Come Ashmodai, take your carpet.
Thank you for what you have taught me".
And the carpet without another word
Got up and flew to the darkness.
And Solomon went to sleep -
Really, he had much to do tomorrow.

                                 -------