Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΑΡΧΙΖΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ
Ώρα τέσσερες πρωί. Μπαίνω στο
λεωφορείο για το αεροδρόμιο. Πηγαίνω στις ΗΠΑ.Το λεωφορείο βρίσκεται ακόμα στην
αφετηρία περιμένοντας να έρθει η ώρα να ξεκινήσει. Κάτω στο πάτωμα οι αποσκευές
των ταξιδιωτών απλωμένες. Ψάχνω για μιαν άδεια θέση. Μόνο μία βρίσκεται κοντά
στη μπροστινή είσοδο του λεωφορείου και πάνω της ένα χαρτόνι με σχήμα
παραλληλεπίπεδου. Κάποιος ίσως έχει αγκαζάρει τη θέση. Ρωτώ μεγαλόφωνα ώστε ν'
ακουστώ από όλους: "Κάθεται κανείς εδώ;" Κανείς. Μπορώ λοιπόν να
καθίσω και αυτό κάνω με χαρά μου, αφού βάζω δίπλα από το κάθισμά μου το
χαρτόνι, που ποιος ξέρει πώς βρέθηκε εκεί. Και το όχημα ξεκινάει μεταφέροντας
τους επιβάτες που καθένας τους αύριο θα βρίσκεται σε κάποιο μακρινό μέρος.
Αμέσως μετά το ξεκίνημα του λεωφορείου, νάσου ένας νεαρός ψηλός, μακρυμάλλης,
που προφανώς είχε μπει μόλις πριν το αυτοκίνητο ξεκινήσει, που με προσπερνάει
πηδώντας πάνω από τις αποσκευές, πηγαίνει και κάθεται πάνω σε ένα σακ-βουαγιάζ
απέναντι από τη μεσαία πόρτα του αυτοκινήτου, βγάζει από την τσέπη του ένα
βιβλίο και-αρχίζει να διαβάζει.
Είναι σίγουρα ξένος. Αυτό γίνεται φανερό εκτός από το μακρύ μαλλί και από την
άνεση με την οποία βολεύτηκε πάνω στο σακ βουαγιάζ σταυρώνοντας σε στάση γιόγκα
τα πόδια του, και από το γεγονός πως δεν έδινε καμία σημασία στους γύρω του και
πως διάβαζε το βιβλίο με προσοχή ασυνήθιστη για έλληνα, που το παραμικρό τον
αποσπά από το βιβλίο που διαβάζει.
Δεν πέρασε μισό λεφτό
αφότου έκατσε, σηκώνει το κεφάλι από το διάβασμα και κοιτώντας με μου λέει
μιλώντας αγγλικά: "Μήπως βρήκατε ένα χαρτόνι πάνω στην καρέκλα;"
Σηκώνομαι: "Με συγχωρείτε, δικό σας ήταν το κάθισμα; Παρακαλώ,
καθίστε." "Όχι ευχαριστώ", μου κάνει, "είμαι πολύ καλά εδώ'
μόνο το χαρτόνι δώστε μου αν έχετε την καλοσύνη". Τον ευχαρίστησα και του
το έδωσα. Αμέσως ξαναβυθίστηκε στο διάβασμά του. Όσο για μένα σκέφτηκα πόσο
τυχερός ήμουν που ο νεαρός δεν ήταν έλληνας. Γιατί αν ήταν έλληνας και είχα
κάτσει στη θέση του, το ευγενικότερο που είχα να περιμένω θα ήταν να σταθεί
αποπάνω μου κοιτάζοντάς με αυστηρά και επιτιμητικά και να μου πει: "Αυτή η
θέση είναι δική μου". Και τότε, ύστερα από μια τέτοιαν εμπειρία, αντίο
καλή διάθεση για όλη την ημέρα και αντίο και ολόκληρο το ταξίδι.
Αλλά η τύχη μου της ημέρας εκείνης δε σταμάτησε εκεί-έδειξε πάλι το πρόσωπό της
μετά από λίγο μέσα στο ίδιο εκείνο λεωφορείο. Και να πώς.
'Ελειπα για καιρό από την Ελλάδα και όταν γύρισα είδα πως κατά τη διάρκεια της
απουσίας μου είχε αλλάξει μαζί με άλλα και το σύστημα προμήθειας των εισιτηρίων
για τα αστικά λεωφορεία και πως τώρα έπρεπε να έχει προμηθευτεί ο επιβάτης από
πριν το εισιτήριό του, αλλά και να φροντίσει ο ίδιος για την μέσα στο λεωφορείο
ακύρωσή του.
Βέβαια είχα ταξιδέψει πάλι με λεωφορείο, όμως όχι τόσες φορές ώστε να μου γίνει
άφευγη συνήθεια η ακύρωση του εισιτηρίου. Εκτός από την έλλειψη της συνήθειας
ίσως να συντέλεσε σ' αυτό και το πως τώρα θα έκανα ένα μακρύ σχετικά ταξίδι με
το λεωφορείο και αυτό ίσως να με γύρισε πίσω στα υπεραστικά λεωφορεία, όπου το
εισιτήριο κόβεται όχι πριν, αλλά κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Ίσως ακόμα να
έφταιγε το γεγονός πως ένα μεγάλο κομμάτι των λογισμών μου ήτανε κιόλας στην
υπερατλαντική χώρα η οποία ήτανε και ο προορισμός του ταξιδιού μου αυτού, μην
αφήνοντας περιθώριο για ντόπιες υποχρεώσεις. Και καθώς οι πριν από το ταξίδι
φροντίδες μου είχανε τελειώσει, τώρα ήτανε η σειρά του αυτοκινήτου αυτού να
φροντίσει για τη μεταφορά μου στο αεροδρόμιο και του αεροπλάνου να με πάει στη
χώρα του προορισμού μου, προτού άλλες έγνιες καταλάβουν τη σκέψη μου.
Έτσι ή αλλιώς όμως δεν είχα ακυρώσει το εισιτήριό μου.
Και είχα αφεθεί αμέριμνος στην πρωινή ώρα, με το νου μου πότε να πετάει μακριά
στην χώρα που πήγαινα, πότε να ασχολείται με το να προσπαθεί να καταλάβει τι
έγνοιες είχε στο κεφάλι του μέσα καθένας από τους επιβάτες του
λεωφορείου ή και να χαζεύει τα μακρινά φώτα που έφευγαν αργά μέσα στο λυκαυγές.
Έτσι όπως καθόμουν, με την πλάτη μου γυρισμένη προς τον οδηγό, δεν έβλεπα ποιος
μπαίνει και ποιος βγαίνει στο και από το λεωφορείο. Όταν όμως το λεωφορείο
ξεκίνησε πάλι μετά την πρώτη του στάση, μια κομψή γυναικεία σιλουέτα με
προσπέρασε και προσπαθώντας να πατάει ανάμεσα στις
αποσκευές και όχι πάνω τους, έφτασε στο ακυρωτικό μηχάνημα και ακύρωσε το
εισιτήριό της.
Φορούσε παντελόνι και μπουφάν και τα πλούσια καστανά μαλλιά της ήτανε δεμένα με
μιαν απλή κορδέλα πίσω.
Ένα κύμα χάρης με χάιδεψε καθώς η γυναίκα περνούσε.
Αν και το μπρος μέρος του κορμιού αυτού ήτανε ίδια χαριτωμένο όπως και το πίσω,
τότε θα γινόμουν μάρτυρας μιας ακόμα εύνοιας της τύχης μου σήμερα.
Και αλήθεια, αυτό που αποκαλύφτηκε όταν η γυναίκα έστρεψε, ήταν πολύ καλλίτερο
από ό,τι είχα δει κοιτάζοντάς την όταν πήγαινε προς το μηχάνημα. Η θωριά του
μπροστινού μέρους του σώματός της ήταν τόσο γλυκιά, ευφρόσυνη και δροσερή και
τόσο ελκυστικότερη από τη θέα του πίσω, όσο τερπνότερο είναι το φως του φεγγαριού
από τις σκιες που πέφτουν πάνω στους τοίχους από τις αχτίδες του. Πρόσωπο λευκό
καθάριο, μάτια γαλάζια ολόλαμπρα, χείλη λεπτά και καλογραμμένα που δίνανε στο
στόμα μιαν έκφραση απέριττης σοβαρότητας, δυο μικρά αυτάκια, τα ζυγωματικά να
προέχουν ελαφρά σαν δυο στήθη πάνω σε άσπιλο κορμί και ο λαιμός μια γέφυρα τόσο
ελκυστική, που αν κι ένωνε δύο τοπία υπέροχα, όμως επάνω της ήταν κι αυτή ικανή
να κρατήσει το βλέμμα για πάντα.
Και βέβαια είναι τερπνή χαρά να βλέπεις μια τέτοιαν οπτασία πρωί πρωί. Για τύχη
μου όμως δεν λογαριάζω αυτό, αλλά ό,τι επακολούθησε.
Όταν η ωραία γυναίκα έστρεψε για να γυρίσει στη θέση της μετά την ακύρωση του
εισιτηρίου, αποκαλύπτοντάς μου σε όλο το μεγαλείο της την ομορφιά της και ενώ
εγώ ήμουν δοσμένος στην απόλαυσή του, τότε μόνο συνειδητοποίησα γιατί η όμορφη
γυναίκα έκανε αυτό τον μικρόν ανώμαλο
δρόμο μέσα στο λεωφορείο και τότε θυμήθηκα ότι εγώ δεν είχα ακυρώσει το εισιτήριό
μου.
Η γνώση αυτή έφερε στην επιφάνεια της σκέψης μου μιαν ενοχή συνοδευμένη από
όλες εκείνες τις τιμωρίες που η βία του Κράτους μηχανεύεται για να κρατάει
δέσμιους και υποχείρια των ορέξεων των κρατούντων τους υπηκόους του. Τότε η
μικρή αυτή αφηρημάδα μου πήρε εγκληματικές διαστάσεις και, βοηθούμενη από το
γεγονός ότι αυτή αποκαλύφτηκε τόσο ξαφνικά, για μια στιγμή
είδα τον εαυτό μου δέσμιον στη χειρότερη φυλακή, κάτι που επιεικώς μου επιδαψιλεύτηκε
από στυγνούς δικαστές αντί της θανατικής ποινής.
Για μια στιγμή τα συναισθήματα αυτά κάλυψαν την παραδείσια μακαριότητα στην
οποία με είχε οδηγήσει η θέα της ωραίας γυναίκας, που ακόμα δεν είχε προλάβει
να κάνει ούτε το πρώτο βήμα της αντίθετης πορείας που θα την
οδηγούσε μακριά από το ακυρωτικό μηχάνημα, αλλά και από όλον εκείνον τον εσμό
των ετερόκλητων αντικειμένων που κείτονταν στο πάτωμα του αυτοκινήτου. Για μια
στιγμή ο θαυμασμός και η απόλαυση βρέθηκαν να συνυπάρχουν πάνω στο πρόσωπό μου
με το ξάφνιασμα, την ενοχή και την
αγωνία-μ' ένα λόγο με τον πανικό.
Και πάνω στην ώρα εκείνη ακριβώς, το βλέμμα της ωραίας γυναίκας διασταυρώθηκε
με το δικό μου.
Ίσως από το κοίταγμα εκείνο, ίσως πάλι γιατί η λογική αστραπιαία δούλεψε και
αποφάσισε πως η πραγματικότητα μιας πιθανής ποινής μου για την παράλειψη της
ακύρωσης του εισιτηρίου ήτανε πολύ λιγότερο τρομερή απ' όσο η φαντασία την είχε
παραστήσει, πάντως το γεγονός της μη ακύρωσης του εισιτηρίου μου πήρε τις
φυσιολογικές του διαστάσεις, και ο θαυμασμός μου για την αιθέρια ύπαρξη πάλι
επικράτησε, αφήνοντας μόνο φανερή σε μια γωνιά τη μέριμνα για την κάλυψη και της
πρακτικής εκείνης ανάγκης, της ακύρωσης δηλαδή του εισιτηρίου.
Θα ήθελα πολύ να ζητήσω από την ωραία γυναίκα, μιας και ήταν εκεί κοντά, όπου
εγώ για να πάω θα χρειαζόταν να πραγματοποιήσω ένα μικρόν ακροβατικό άθλο, να
με βοηθήσει, κάνοντας εκείνη για μένα τη δουλειά που έπρεπε να είχα κάνει εγώ.
Αλλά δίστασα να το κάνω: πώς θα μπορούσε να έβλεπα ξάφνου την θεσπέσια αιτία
του ανθίσματος των τόσων μου συναισθημάτων και επιθυμιών, σαν τον διεκπεραιωτή
μιας τόσο πεζής υποχρέωσης; Ύστερα και αν ακόμα αυτό θα μπορούσα να το κάνω,
πάλι θα έπρεπε να έβρισκα μια δικαιολογία για την παράλειψη της εκτέλεσης του
καθήκοντός μου αυτού και αυτή η δικαιολογία θα έπρεπε να είναι η αληθινή' και η
αληθινή δικαιολογία δεν ήταν άλλη παρά πως είμαι ξεχασιάρης, ή αφηρημένος, ή,
το χειρότερο, αδιάφορος για τις υποχρεώσεις μου. Μα ποιος θα συστηνόταν σε μιαν
ωραία γυναίκα με τέτοιο όνομα και επίθετο; Αλλά και ό,τι κι αν χρησιμοποιούσα
σαν δικαιολογία, θα έπρεπε να το εκφράσω με λόγια. Και υπήρχαν πολλοί τρόποι
για να αρχίσει κανείς τη δικαιολογία αυτήν-ποιον θα διάλεγα, ώστε να φανώ ότι
ξέρω να εκφράζω τουλάχιστον τις ιδέες μου, πολύ περισσότερο που αυτές-αν αυτό
τό αγνοούσα για μια στιγμή-με είχαν φέρει στη θέση να πρέπει τώρα να απολογηθώ;
Ή μήπως να μην απολογηθώ καλλίτερα-πώς θα ζητούσα από μιαν ωραία γυναίκα να με
βοηθήσει σε κάτι, τη στιγμή που οι ωραίες γυναίκες είναι εκείνες που έχουν από
τη φύση το δικαίωμα να ζητούν από τους άντρες να κάνουν κάτι γι αυτές; Μετά, αν
μιλούσα στην ωραία γυναίκα, ο πρώτος λόγος μου δεν θα έπρεπε να είναι η
προσφορά σ' αυτήν της θέσης μου; Και αν της πρόσφερα τη θέση μου, πώς θα
εκλαμβανόταν αυτό και από την ίδια, αλλά και από τους άλλους επιβάτες του
λεωφορείου-ένας ηλικιωμένος να προσφέρει τη θέση του σε μια νέα κυρία, κάτω από
τέτοιες μάλιστα συνθήκες, που για να υλοποιηθεί η προσφορά αυτή θα έπρεπε τόσα
εμπόδια να υπερπηδηθοϋν και άλλοι τόσοι επιβάτες να ενοχληθούν, κάνοντας στην πράξη
μεγαλύτερη ζημιά από όσην θα είχε ωφελιμότητα για την κυρία;
Αλλά και κάτι άλλο είναι που με απότρεπε από του να μιλήσω στην ωραία γυναίκα
του πρωινού εκείνου. Και αυτό ήταν πως η γυναίκα αυτή ήταν ξένη. Όλα το φώναζαν
επάνω της. To ντύσιμο, η χάρη, το γελαστό πρόσωπο και κυρίως το αλάνθαστο
σημάδι-ένας αέρας ελευθερίας-όχι αγερωχότητας ή περιφρόνησης για τους γύρω,
αλλά μιας φωτισμένης ανεξαρτησίας, μιας ανεξαρτησίας που είναι τόσο αληθινή και
φυσική και σίγουρη, ώστε να αγκαλιάζει το σύμπαν με αγάπη και τους ανθρώπους με
ευπροσηγορία αβίαστη και με ενδιαφέρον ανυστερόβουλο.
Και αν και το πιθανότερο ήταν να κατάγεται από χώρα της οποίας τη γλώσσα
εγνώριζα, μα δε θα διακινδύνευα απευθύνοντάς της το λόγο, αν δεν είχα μαντέψει
σωστά, να κάνω τα πράγματα χειρότερα από ό,τι ως τότε ήταν;
Με λίγα λόγια, δεν γινότανε να ζητήσω τη χάρη αυτή από την ωραία γυναίκα.
Από την άλλη πάλι το εισιτήριο έπρεπε να ακυρωθεί. Το λεωφορείο έτρεχε μέσα στη
νύχτα και κανένας ελεγκτής δεν θα έδινε σε κανέναν το δικαίωμα να μεταφερθεί
από την πόλη στο αεροδρόμιο χωρίς να έχει πληρώσει γι αυτό. Και η απόδειξη πως
έχει πληρώσει θα ήταν ένα ακυρωμένο εισιτήριο. Μέσα στην ένταση τέτοιων στιγμών
και τέτοιων σκέψεων, αναμέτρησα την απόσταση από τη θέση μου ως το ακυρωτικό
μηχάνημα και μαζί έκανα μια κίνηση να σηκωθώ, που περισσότερο όμως ήταν μια
υποδήλωση της σκέψης μου να σηκωθώ και λιγότερο μια πραγματική προσπάθεια
έγερσης, αφού την ίδια ώρα αναγνώριζα το δύσκολο του εγχειρήματος, τη στιγμή
που ακόμα ο μοναδικός δρόμος προς το μηχάνημα ήτανε τα μόλις πριν λίγο
δημιουργημένα μικρά κενά δαπέδου ανάμεσα στις αποσκευές, που είχαν με κόπο και
υπολογισμό ανοιχτεί από την ωραία γυναίκα καθώς αυτή επήγαινε προς το μηχάνημα
και που ακόμα δεν είχαν χρησιμοποιηθεί για τον γυρισμό της στη θέση της. Και
σίγουρα θα επέστρεφε από όπου είχε ξεκινήσει, δηλαδή κοντά στον οδηγό, όπου
λίγος χώρος ήταν ακόμα γύρω του κενός για να στέκονται οι κάθε φορά νέοι
επιβάτες χωρίς να εμποδίζουν το ανοιγόκλεισμα της πόρτας και χωρίς να χρειαστεί
να πατήσουν πάνω στις αποσκευές. Όλα τούτα πέρασαν από το μυαλό μου σε τόσο
μικρό διάστημα χρόνου, ώστε ακόμα η ωραία γυναίκα βρισκότανε γυρισμένη προς τον
οδηγό και έτοιμη να αρχίσει την οδύσσεια του γυρισμού της χωρίς να έχει κάνει
ακόμα το πρώτο της βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.
Και εκεί πάνω, στρέφοντας το κεφάλι της προς το μέρος μου, η ματιά της έπεσε
πάνω μου.
Πρέπει να είδε όλη την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν και να διάβασε όλες τις
σκέψεις μου. Πρέπει να ξεχώρισε στο πρόσωπό μου την έκφραση μιας μικρής ενοχής
για την παράλειψή μου, μιας μικρής αγωνίας για τον τρόπο της θεραπείας της
παράλειψης αυτής, μια μικρή αδημονία, μια μικρή απελπισία' και πρέπει να τα
είδε όλα αυτά ποτισμένα από την ονειρική μαγεία που η γοητεία της είχε πλέξει
γύρω μου.
Όμως αυτά που είδε δεν επηρέασαν καθόλου τη στάση της απέναντί μου. Οι ωραίες
γυναίκες δεν έχουν να σκεφτούν ή να κοπιάσουν με σκέψεις περίπλοκες και
αλληλοσυγκρουόμενες ώσπου να πάρουν μιαν απόφαση πριν κάνουν κάτι. Οι ωραίες
γυναίκες όπως είναι ωραίες, έτσι και όλα τα κάνουν ωραία. Έτσι κι αυτή, στάθηκε
λίγο όταν αvτικρίστηκαv τα βλέμματά μας, με κοίταξε χαμογελώντας μου
ενθαρρυντικά και αμίλητα μου έτεινε το χέρι της περιμένοντας να της δώσω το
εισιτήριό μου. Πράγμα που με βιασύνη έκανα, ώστε την άλλη στιγμή το εισιτήριο βρισκόταν
στα χέρια μου ακυρωμένο. Ύστερα εκείνη πήγε στη θέση της και εγώ έμεινα στη
δική μου μέχρι που φτάσαμε στο αεροδρόμιο.
Μερικοί ξένοι από εκείνους που έρχονται στην Ελλάδα για διακοπές, πηγαίνουν με
λεωφορείο στo αεροδρόμιο όταν θέλουν να φύγουν από αυτήν. Και ευτυχώς. Γιατί
έτσι μου δόθηκε η χαρά να είναι ξένοι οι δύο συνεπιβάτες μου του πρωινού
εκείνου, με τους οποίους με έφερε σε επαφή η μοίρα.
Και να είναι ξένοι σημαίνει να είναι πολιτισμένοι. Αλλιώς η γυναίκα που μπήκε
στο λεωφορείο στην πρώτη στάση και που πήγε να ακυρώσει το εισιτήριό της, θα
είχε αγουροξυπνημένη και τσιμπλιασμένη φάτσα, θα είχε στο πρόσωπο μια έκφραση
απέχθειας για όλη την ανθρωπότητα και αν, όταν ακύρωνε το εισιτήριό της, η
ματιά της έπεφτε πάνω μου, θα με κοίταζε με θυμό που είχα το θράσος να έχω
στραμμένο το βλέμμα μου προς το μέρος της και ούτε σαν σκέψη δεν θα περνούσε
από το μυαλό της να ακυρώσει το εισιτήριό μου. Το φοβερό με αυτό θα ήτανε όχι
πως θα χρειαζότανε να σηκωθώ και να κάνω μόνος μου την ακύρωση του εισιτηρίου-αυτό
θα ήτανε το λιγότερο-,αλλά πως και κείνη η μέρα θα κυλούσε όπως όλες στην
Ελλάδα, δηλαδή γεμάτη με την αθλιότητα που η κακία και η ηλιθιότητα εμού καθώς
και όλων των ελλήνων ποτίζει τη ζωή μας.
Και σε όποια χώρα και να σε αφήσει, ξέρεις ότι έφυγες από την απανθρωπιά και βρίσκεσαι σε τόπο όπου ζουν όντα πολιτισμένα-πραγματικοί άνθρωποι.